ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ
Ενώπιον: Μ.Χ.Κάιζερ, Π.
Αρ. Αίτησης: 112/2025i
Μεταξύ:
Ε.Λ.
Αιτήτριας
και
Π.Λ.
Καθ’ου η Αίτηση
Μονομερής αίτηση ημερ. 23/06/2025
Ημερομηνία: 24 Οκτωβρίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για την Αιτήτρια: κος Ν. Δαμιανού για Νίκος Δαμιανού & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Για τον Καθ’ου η αίτηση:κος Ν. Κουκούνης για Γεώργιος Κουκούνης Δ.Ε.Π.Ε.
Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι διάδικοι είναι εν διαστάσει σύζυγοι. Από το γάμο τους απέκτησαν δυο παιδιά, τον Π.Λ. ο οποίος γεννήθηκε στις 21/12/2009 και τον Α.Λ. ο οποίος γεννήθηκε στις 29/09/2016.
Η Αιτήτρια, με την κυρίως αίτηση της ημερομηνίας 23/06/2025 ζητά διάταγμα με το οποίο ο Καθ’ου η Αίτηση να της καταβάλλει το ποσό των €6.700 μηνιαίως ως συνεισφορά για τη διατροφή των πιο πάνω ανηλίκων και το ποσό των €1.400 μηνιαίως για την δική της διατροφή, ήτοι συνολικά αξιώνει από τον Καθ’ου η αίτηση το ποσό των €8.100 μηνιαίως. Με την υπό εξέταση αίτηση, ζητά από τον Καθ'ου η αίτηση ταυτόσημη θεραπεία. Το Δικαστήριο δεν εξέδωσε οποιοδήποτε διάταγμα μονομερώς και διέταξε την επίδοση της αίτησης.
Ο Καθ΄ου η αίτηση καταχώρισε ειδοποίηση περί προθέσεως ενστάσεως όπου διατυπώνονται 12 λόγοι ένστασης και συνοδεύεται από ένορκο δήλωση του. Το Δικαστήριο δεν θεωρεί αναγκαίο, για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, να παραθέσει αυτούσιους τους λόγους της ένστασης. Θα αρκεστεί να εξετάσει όσους λόγους προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Καθ΄ου η αίτηση, οι οποίοι είναι άμεσα συνυφασμένοι με το θέμα της έκδοσης ή μη προσωρινού διατάγματος, όπως αυτό διέπεται από το άρθρο 32 του Ν. 14/1960 και τη σχετική επί του θέματος νομολογία.
Τόσο η αίτηση, όσο και η ένσταση υποστηρίζονται αντίστοιχα από τις ένορκες δηλώσεις των διαδίκων. H ένορκη δήλωση της Αιτήτριας υποστηρίζεται από 9 Τεκμήρια και του Καθ’ου η αίτηση από 37. Αμφότεροι οι διάδικοι καταχώρισαν συμπληρωματικές ένορκες, η μεν Αιτήτρια στις 25/07/2025 ο δε Καθ’ου η αίτηση στις 31/07/2025 συνοδευόμενες από 23 και 8 αντίστοιχα.
Η ακρόαση, διεξήχθη με τις αγορεύσεις των δικηγόρων των διαδίκων, χωρίς να υπάρξει αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων.
Μελέτησα την εξεταζόμενη αίτηση και την ένσταση, το περιεχόμενο των αντίστοιχων ένορκων δηλώσεων και των συμπληρωματικών ένορκων δηλώσεων, καθώς και τα όσα υποστήριξαν με τις αγορεύσεις τους οι δικηγόροι των διαδίκων.
Η Αιτήτρια, μέσα από τις πολυσέλιδες ένορκες δηλώσεις της συνοδευόμενες από 33 συνολικά Τεκμήρια, προκειμένου να δικαιολογήσει την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, αναφέρθηκε εκτενώς στην εισοδηματική και περιουσιακή κατάσταση του Καθ’ου η αίτηση, παρουσιάζοντας τον ως ιδιαίτερα ευκατάστατο άτομο, με σημαντικά μηνιαία εισοδήματα, εκτεταμένη ακίνητη περιουσία και συμμετοχή σε μια εκ των μεγαλύτερων επιχειρήσεων ανάπτυξης γης στην επαρχία Λάρνακας.
Ο Καθ’ ου η αίτηση, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Αιτήτριας, αποτελεί βασικό στέλεχος και τελικός δικαιούχος μεγάλου μέρους των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του Ομίλου, με προσωπικά εισοδήματα που, κατά τους ισχυρισμούς της, υπερβαίνουν κατά πολύ τις €10.000 μηνιαίως.
Σύμφωνα πάντα με την Αιτήτρια για να διατηρηθεί το επίπεδο ζωής τόσο των ανηλίκων όσο και της ίδιας, ο Καθ’ου η αίτηση πρέπει να διαταχθεί να καταβάλλει το ποσό των €8.100 μηνιαίως ( €6.700 για τα ανήλικα και €1.400 για την ίδια). Στις παραγράφους 9 α-γ αναλύει έξοδα των ανηλίκων και στην παράγραφο 10 τα δικά της έξοδα.
Στην μαρτυρία της αναφέρεται εκτενώς στην προσωπική της οικονομική κατάσταση και την αδυναμία της να έχει οποιοδήποτε εισόδημα, λόγω των αυξημένων καθημερινών αναγκών και της συνεχούς φροντίδας που απαιτεί η επιμέλεια των δύο ανηλίκων τέκνων, και ιδιαίτερα του μικρότερου εξ αυτών, Α.Λ., ο οποίος βρίσκεται στο φάσμα του αυτισμού.
Η Αιτήτρια, μέσω της μαρτυρίας της, επιδιώκει να αναδείξει ότι ο Καθ’ ου η αίτηση διαθέτει ιδιαίτερα υψηλή οικονομική επιφάνεια, σημαντική ακίνητη και κινητή περιουσία, καθώς και σταθερή πρόσβαση σε ρευστότητα. Υπό το πρίσμα αυτό, υποστηρίζει ότι ο Καθ’ ου η αίτηση έχει την υποχρέωση να αναλάβει ανάλογες οικονομικές υποχρεώσεις, τόσο αναφορικά με τη διατροφή των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, όσο και ως προς την κάλυψη των δικών της αναγκών. Ιδιαίτερη έμφαση δίδει στο γεγονός ότι πρέπει να διασφαλιστεί η συνέχιση του επιπέδου διαβίωσης που απολάμβανε η οικογένεια κατά τον χρόνο της έγγαμης συμβίωσης, πριν την επέλευση της διάστασης τον Απρίλιο του 2025, όπου ο Καθ’ου η αίτηση μετακόμισε στην πατρική του οικία και η Αιτήτρια με τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων παρέμεινε στην συζυγική οικία, επισημαίνοντας ότι η συζυγική οικία ανήκει σε εταιρεία συμφερόντων της οικογένειας του Καθ΄ου η αίτηση.
Ο Καθ’ ου η αίτηση, αντίστοιχα μέσα από τις πολυσέλιδες ένορκες του δηλώσεις αντέδρασε σφόδρα στα όσα η Αιτήτρια προέβαλε υποστηρίζοντας ότι η τελευταία προέβη σε σωρεία ψευδών παραστάσεων με σκοπό να παραπλανήσει το Δικαστήριο και να εξασφαλίσει ενδιάμεσο διάταγμα διατροφής για υπέρογκο ποσό, το οποίο, κατά τον ίδιο, δεν ανταποκρίνεται ούτε στις πραγματικές ανάγκες των ανηλίκων, ούτε στις δικές του οικονομικές δυνατότητες. Υποστήριξε περαιτέρω ότι η πραγματική της πρόθεση είναι η άσκηση πίεσης προς τους γονείς του, ώστε να του καταβάλλουν χρήματα τα οποία ακολούθως θα δίδει στην ίδια.
Ο Καθ’ ου η αίτηση υποστήριξε ότι το συνολικό κόστος συντήρησης των δύο ανηλίκων δεν υπερβαίνει τις €1.312 μηνιαίως και ότι το επίπεδο ζωής της οικογένειας κατά τη διάρκεια της συμβίωσης ήταν μέσο προς χαμηλό, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, η οποία, όπως επεσήμανε, δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία για τα ποσά που επικαλείται. Προσκόμισε μισθοδοσία και στοιχεία από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τα οποία καταδεικνύουν ότι το καθαρό του εισόδημα ανέρχεται σε €1.198 μηνιαίως και ότι δεν διαθέτει άλλη πηγή εισοδήματος ή περιουσιακά στοιχεία. Τόνισε ότι δεν κατέχει μετοχές, ούτε συμμετοχή σε οποιαδήποτε εταιρεία των γονέων του, οι οποίοι διατηρούν αυτοτελή επιχειρηματική δραστηριότητα.
Επισύναψε ως Τεκμήριο 4 αντίγραφο της επιστολής του Τμήματος Οδικών Μεταφορών που ζητήθηκε και λήφθηκε κατόπιν αιτήματος του, στην οποία επιβεβαιώνεται ότι ο Καθ’ου η αίτηση δεν έχει εγγεγραμμένα οχήματα επ’ονόματι του. Όπως ανέφερε δεν διαθέτει ιδιόκτητο αυτοκίνητο και για τις καθημερινές και προσωπικές του ανάγκες χρησιμοποιεί το όχημα που του παραχωρεί ο εργοδότης του, εφόσον του το επιτρέπει. Το αυτοκίνητο το οποίο οδηγεί είναι ένα παλιό μοντέλο Nissan Qashqai. Ως Τεκμήριο 3 επισύναψε αντίγραφο του τίτλου ιδιοκτησίας του που επιβεβαιώνει ότι ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου ήταν και εξακολουθεί να είναι η εταιρεία Paliva Construction Company Ltd.
Ο Καθ’ ου η αίτηση αρνήθηκε κατηγορηματικά τον ισχυρισμό της Αιτήτριας ότι τυγχάνει πλοιοκτήτης του σκάφους με την ονομασία “Euphoria II”. Όπως αναφέρει, ο εν λόγω ισχυρισμός είναι ψευδής και στερείται οποιασδήποτε βάσης. Σύμφωνα με τον Καθ’ου η αίτηση, το εν λόγω σκάφος ανήκει σε οικογενειακό φίλο της οικογένειας από το Ισραήλ, γεγονός το οποίο όπως υποστηρίζει ήταν και είναι σε γνώση της Αιτήτριας. Επισύναψε ως Τεκμήριο 5 τον τίτλο ιδιοκτησίας του σκάφους στον οποίο εμφαίνεται το όνομα του πραγματικού ιδιοκτήτη. Ο Καθ’ου η αίτηση διευκρίνισε ότι το αντίγραφο του τίτλου του το απέστειλε ο πραγματικός ιδιοκτήτης μετά από αίτημα του.
Επισήμανε περαιτέρω ο Καθ’ου η αίτηση ότι η Αιτήτρια, παρά τη γνώση της για την πραγματική κατάσταση, επέλεξε να διατυπώσει τον εν λόγω ισχυρισμό με σκοπό να παραπλανήσει το Δικαστήριο και να δημιουργήσει εσφαλμένες εντυπώσεις σε σχέση με την οικονομική του κατάσταση.
Ο Καθ’ ου η αίτηση υποστήριξε ότι εργάζεται ως ιδιωτικός υπάλληλος με καθαρό μηνιαίο εισόδημα ύψους €1.198, γεγονός το οποίο, όπως επεσήμανε, ήταν πάντοτε γνωστό στην Αιτήτρια και επιβεβαιώνεται από σχετική αλληλογραφία μεταξύ των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων προ της καταχώρισης της κυρίως αίτησης. Προς τεκμηρίωση του εν λόγω ισχυρισμού προσκομίστηκαν επιστολή του νόμιμου ελεγκτή του, ο οποίος επιμελείται τη φορολογική του δήλωση, καθώς και αντίγραφα των αποδοχών και των εισφορών του για τα έτη 2024 και 2025, βάσει των οποίων προκύπτει ότι το εισόδημά του παραμένει σταθερό και δεν υπήρξε οποιαδήποτε μεταβολή πριν ή μετά τη διάσταση.
Ο Καθ’ου η αίτηση αναφέρθηκε στις αποτυχημένες επιχειρηματικές του προσπάθειες κατά την περίοδο 2002–2008 και τις μεταγενέστερες συμφωνίες εκχώρησης περιουσιακών στοιχείων προς τις πιστώτριες τράπεζες, Alpha Bank και Τράπεζα Κύπρου, τονίζοντας ότι δεν του απέμεινε καμία οικονομική ή εισπρακτέα αξία. Κατά τον ίδιο, η επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης οδήγησε σε εντάσεις εντός της οικογένειας, με αποκορύφωμα την απομάκρυνσή του από την οικογενειακή κατοικία τον Απρίλιο του 2025.
Υποστήριξε επίσης ότι η Αιτήτρια, αντί να εστιάσει στις πραγματικές ανάγκες των ανηλίκων, στοχοποιεί τους γονείς του, επιχειρώντας να δημιουργήσει την εντύπωση εύπορης οικογένειας με σκοπό να εξαναγκάσει τρίτα πρόσωπα να αναλάβουν οικονομικά βάρη που δεν τους αναλογούν. Επικαλέστηκε την ύπαρξη φωτογραφιών της κατοικίας των γονέων του, που προσκομίστηκαν από την Αιτήτρια χωρίς να σχετίζονται με τα επίδικα ζητήματα.
Σε σχέση με την Αιτήτρια, ο Καθ’ ου η αίτηση υποστήριξε ότι αυτή διαθέτει οικονομική και επαγγελματική δραστηριότητα, την οποία σκοπίμως αποκρύπτει. Κατά τον ίδιο, η Αιτήτρια εργάζεται ως φωτογράφος, διαχειρίζεται ενοικιαζόμενα ακίνητα και είναι δικαιούχος εισοδήματος από κατοικίες στο Φοινί και στη Λάρνακα. Εκτιμά δε ότι τα έσοδα της ανέρχονται κατ’ ελάχιστον σε €1.000–€1.200 μηνιαίως, χωρίς να συντρέχει οποιοδήποτε εμπόδιο για περαιτέρω εργασία.
Τέλος, σε σχέση με την αξίωση διατροφής της Αιτήτριας για τον εαυτό της, ο Καθ’ ου η αίτηση τη χαρακτήρισε αβάσιμη και υπερβολική, υποστηρίζοντας ότι η ίδια έχει την ικανότητα και υποχρέωση να αυτοσυντηρείται και ότι δεν είναι δίκαιο να απαιτείται από τον ίδιο, με τα περιορισμένα εισοδήματά του, να της εξασφαλίζει τη διαβίωση. Τόνισε δε ότι είναι πρόθυμος να συνεισφέρει για τα ανήλικα τέκνα του, στο μέτρο των δυνατοτήτων του.
Ο Καθ’ου η αίτηση, αφού έλαβε υπόψη του τη νέα κατάσταση που έχει διαμορφωθεί αναφορικά με τον ανήλικο Α.Λ., και συγκεκριμένα την εγγραφή του στο Δημόσιο Ειδικό Σχολείο Προδρόμου, όπου θα του παρέχεται πλήρης και δωρεάν στήριξη για το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει, θεωρεί ότι η οικονομική επιβάρυνση που απαιτείται για την κάλυψη των αναγκών του έχει πλέον διαφοροποιηθεί ουσιωδώς.
Λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά δεδομένα και τις οικονομικές του δυνατότητες, ο Καθ’ου η αίτηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το εύλογο και δίκαιο συνολικό ποσό διατροφής που θα πρέπει να καταβάλλει ανέρχεται στο ποσό των €660 μηνιαίως για τη διατροφή και των δύο ανήλικων τέκνων του (€340 μηνιαίως για τον ανήλικο Α.Λ. και €320 μηνιαίως για τον ανήλικο Π.Λ.).
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Για να δικαιολογείται η έκδοση προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 32 του Ν. 14/60 πρέπει να συνυπάρχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α)’’Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση.
β)Η ύπαρξη ορατής πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγων σε θεραπεία στην αγωγή, και
γ)ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρως δικαιοσύνη, σε μεταγενέστερο στάδιο, χωρίς την έκδοση του διατάγματος (βλ. μεταξύ άλλων Odysseos v. Pieris Estate and others (1982) 1 CLR 557, Κυτάλα κ.ά. v. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1 ΑΑΔ 253)’’.
Το Δικαστήριο πρέπει επίσης στο τελικό στάδιο να σταθμίσει το κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο το αιτούμενο διάταγμα (Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου v. Χατζηβασίλη (1989) 1Ε ΑΑΔ 152). Πρόσθετα, στο στάδιο αυτό, το Δικαστήριο εξετάζει την ενώπιον του μαρτυρία, με μόνο σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο είναι δίκαιο ή όχι να εκδοθεί το διάταγμα και δεν αποφασίζει πάνω στα διαφιλονικούμενα θέματα επί των οποίων θα κριθεί η κυρίως αίτηση (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 ΑΑΔ 263). Επιπλέον, υπάρχει η υποχρέωση του Αιτητή/τριας όταν αιτείται την έκδοση προσωρινού διατάγματος μονομερώς, να αποκαλύπτει όλα τα ουσιώδη γεγονότα (βλ. Στυλιανού v. Στυλιανού (1992) 1(Α) ΑΑΔ 583, Σάββα v. Τηλεμάχου (2001) 1(Γ) ΑΑΔ 2081).
Στην απόφαση Κωνσταντίνου Λόρδου κ.α ν. Πέτρου Σιακόλα κ.α Πολιτική Έφεση Ε143/2015, ημερ. 27/3/2017, επαναεπιβεβαιώθηκε η θέση, ότι κατά το στάδιο εκδίκασης αίτησης για έκδοση ή οριστικοποίηση ενδιάμεσου διατάγματος, το δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε αξιολόγηση και ευρήματα επί της ουσίας. Επικεντρώνεται σε ό,τι είναι αναγκαίο για τους περιορισμένους σκοπούς της διαδικασίας που συνίστανται στη διαπίστωση του κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 32 του Νόμου 14/60 και οι σχετικές αρχές της νομολογίας.
Στην ίδια απόφαση υπεδείχθη επίσης ότι «τηρουμένης της αρχής ότι το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία, οφείλει πάντως να προβεί σε κάποια αξιολόγηση της αποδεικτικής δύναμης της υπόθεσης εκείνου του διαδίκου, ο οποίος ζητά ενδιάμεση θεραπεία.».
Στην υπόθεση Σεβαστού v. Σεβαστού (2002) 1 Α.Α.Δ. 1980, ελέχθη συναφώς ότι «κάποια πρωταρχική, έστω, αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι αναγκαία για να μπορεί το δικαστήριο να συνεκτιμήσει την αποδεικτική δύναμη της κάθε πλευράς. Έστω στην περιορισμένη σφαίρα εξέτασης σε αυτό το στάδιο.»
Οι προϋποθέσεις που απαιτεί το άρθρο 32 του Ν. 14/60 και οι οποίες αναφέρθηκαν ανωτέρω, κρίνονται με βάση τα γεγονότα που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά και με βάση τις διατάξεις του Νόμου που διέπει το υπό κρίση θέμα, οι οποίες στην εξεταζόμενη περίπτωση είναι τα άρθρα 33(1) και 37 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν. 216/90 σε ότι έχει να κάνει με την διατροφή ανηλίκων και τα άρθρα 3, 4 και 6 περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν. 232/91) σε ότι έχει να κάνει με την διατροφή εν διαστάσει συζύγου.
Η Αιτήτρια με την αίτηση της επιδιώκει διττό σκοπό: αφενός, την έκδοση προσωρινού διατάγματος διατροφής υπέρ της ιδίας, και αφετέρου, τη μη λήψη υπόψη της δικής της οικονομικής συνεισφοράς στην κάλυψη των αναγκών των ανήλικων τέκνων των διαδίκων, με την κατανομή της σχετικής υποχρέωσης αποκλειστικά στον Καθ’ου η αίτηση.
Επισημαίνω εξαρχής ότι αντικείμενο της υπό εξέταση απόφασης, αποτελεί αποκλειστικά το αίτημα της Αιτήτριας για διατροφή των ανήλικων τέκνων των διαδίκων και διατροφής της ως εν διαστάσει σύζυγος. Ως εκ τούτου, τα επίδικα θέματα περιορίζονται αφενός στις εύλογες ανάγκες των ανηλίκων και της εν διαστάσει συζύγου και αφετέρου στις οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων.
Η επίμονη αναφορά από την πλευρά της Αιτήτριας σε οικονομικά στοιχεία τρίτων προσώπων, και δη των γονέων του Καθ’ου η αίτηση, επιχειρώντας να θεμελιώσει ισχυρισμούς περί ευρωστίας, δεν εξυπηρετεί τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας. Αντιθέτως, αποπροσανατολίζει από τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αφορούν την προσωπική οικονομική κατάσταση των διαδίκων και όχι την ενδεχόμενη ή εικαζόμενη οικονομική επιφάνεια των οικογενειών τους, πρόσωπα τα οποία δεν είναι διάδικοι και ούτε φέρουν οποιαδήποτε σχετική υποχρέωση εκ του νόμου.
Η διατροφή δεν μπορεί να ερείδεται σε αόριστες ή εικονικές εντυπώσεις περί ευμάρειας, αλλά απαιτεί συγκεκριμένα και τεκμηριωμένα στοιχεία, συνδεόμενα με τα πραγματικά εισοδήματα και την περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων. Η προσκόμιση, για παράδειγμα, αεροφωτογραφίας της κατοικίας των γονέων του Καθ’ ου η αίτηση δεν έχει θέση στην υπό εξέταση υπόθεση.
Θα προχωρήσω να εξετάσω πρώτα κατά πόσο τηρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν. 14/60 αναφορικά με τη διατροφή της Αιτήτριας με βάση τις διατάξεις του Ν. 232/91.
Η υποχρέωση διατροφής συζύγου ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 3 και 4 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν. 232/91).
Το άρθρο 3 προνοεί ρητά ότι «οι σύζυγοι έχουν, ανάλογα με τις δυνάμεις τους, αμοιβαία υποχρέωση διατροφής».
Το άρθρο 4 αναφέρει τα εξής:
«4(1) Αν η έγγαμη συμβίωση διακοπεί το Δικαστήριο μπορεί με αίτηση του συζύγου να εκδώσει διάταγμα διατροφής με το οποίο να διατάσσεται ο άλλος σύζυγος να καταβάλλει στον αιτητή διατροφή.
(2) Η υποχρέωση διατροφής παύει ή το ποσό της αυξάνεται ή μειώνεται, όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις.»
Το άρθρο 6 προνοεί τα ακόλουθα:
«6. Η διατροφή μπορεί να αποκλειστεί ή να περιοριστεί αν αυτό επιβάλλεται από σπουδαίους λόγους, ιδίως αν ο γάμος είχε μικρή χρονική διάρκεια ή αν ο δικαιούχος βαρύνεται με σοβαρή υπαιτιότητα για τη λύση του γάμου ή τη διακοπή της συμβίωσης ή αν προκάλεσε εκούσια την απορία του.»
Όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Μενελάου ν. Μενελάου (1993) 1 ΑΑΔ 381 στη σελ. 385 «σπουδαίος λόγος μπορεί να στοιχειοθετηθεί από τα γεγονότα που προσδιορίζονται από το ίδιο άρθρο μεταξύ των οποίων και η μικρή χρονική διάρκεια του γάμου. Η ύπαρξη και μόνον των ιδιαιτέρων περιστατικών που καθορίζονται στο άρθρο αυτό δε συνιστά αφεαυτής «σπουδαίο λόγο». Η σπουδαιότητα του λόγου κρίνεται υπό το φως του συνόλου των περιστατικών του γάμου περιλαμβανομένων και των λόγων της διακοπής της συμβίωσης ή λύσης του».
Στην υπόθεση Ιωάννου ν. Ιωάννου (1993) 1 ΑΑΔ 900 λέχθηκαν τα ακόλουθα (σελ. 908):
«Οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να αποκλειστεί ή να περιοριστεί το δικαίωμα διατροφής, βάσει του άρθρου 6, δεν καθορίζονται στο νόμο, ούτε είναι επιθυμητό να προσδιοριστούν εξαντλητικά. Το επίθετο το οποίο χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τη φύση τους «σπουδαίοι» υποδηλώνει ότι αυτοί πρέπει να είναι τόσο σημαντικοί, ώστε να εξουδετερώνουν το δικαίωμα για διατροφή μόνιμα ή προσωρινά.»
Οι διάδικοι, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, είναι παραδεκτό ότι βρίσκονται σε διάσταση. Επομένως, η Αιτήτρια δικαιούται να αξιώνει διατροφή από τον Καθ΄ου η αίτηση εφόσον είναι η εν διαστάσει σύζυγος του, δικαίωμα που της παρέχει ο νόμος δυνάμει του άρθρου 4(1) του Ν. 232/91. Κατά συνέπεια, υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση.
Για τους λόγους που θα εξηγήσω κατωτέρω θεωρώ ότι δεν πληρούνται η δεύτερη και τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν. 14/60.
Από την ενώπιον μου μαρτυρία, προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά δεδομένα:
Η Αιτήτρια εξακολουθεί να διαμένει με τα ανήλικα τέκνα στην πρώην συζυγική οικία, η οποία ανήκει σε εταιρεία συμφερόντων της οικογένειας του Καθ’ου η Αίτηση. Η διαμονή της στην οικία αυτή γίνεται χωρίς καταβολή ενοικίου ή άλλης οικονομικής επιβάρυνσης. Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται τεκμηριωμένο έξοδο στέγασης, στοιχείο που μειώνει ουσιωδώς τις βασικές της ανάγκες.
Είναι πτυχιούχος στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (business administration marketing), και διαθέτει δεξιότητες αξιοποιήσιμες σε διάφορους τομείς της αγοράς εργασίας (π.χ φωτογραφία). Αν και παρέμεινε εκτός αγοράς εργασίας κατά τον έγγαμο βίο, αυτό δεν συνιστά τεκμήριο μόνιμης ή ανυπέρβλητης επαγγελματικής αδυναμίας. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό επίσης να επισημάνω ότι η Αιτήτρια δεν παρουσίασε οποιαδήποτε μαρτυρία ή τεκμηρίωση ότι κατέβαλε προσπάθειες για εξεύρεση εργασίας. Ουδεμία αίτηση εργοδότησης, απορριπτική απάντηση ή ένδειξη ενεργού αναζήτησης παρουσιάστηκε.
Υπογραμμίζω περαιτέρω ότι η Αιτήτρια είναι ηλικίας 48 ετών, ηλικία η οποία ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί απαγορευτική ή περιοριστική ως προς τη δυνατότητά της να ενταχθεί ή να επανενταχθεί στην αγορά εργασίας. Αντιθέτως, πρόκειται για ηλικία όπου πολλά άτομα, ιδιαίτερα με το μορφωτικό υπόβαθρο της Αιτήτριας, παραμένουν επαγγελματικά ενεργά και παραγωγικά. Περαιτέρω, δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε μαρτυρία που να υποδηλοί ότι η Αιτήτρια αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, σωματικής ή ψυχικής φύσεως, τα οποία θα μπορούσαν να παρεμποδίζουν ή να δυσχεραίνουν την επαγγελματική της δραστηριοποίηση.
Η στάση αυτή, σε συνδυασμό με την ηλικία της (48 ετών), την υγεία της και την ακαδημαϊκή της επάρκεια, επιτρέπει την τεκμαρτή διαπίστωση εκούσιας απορίας, υπό την έννοια του άρθρου 6 του Νόμου 232/91. Το δικαίωμα σε διατροφή δεν αποτελεί υποκατάστατο της αυτονόητης υποχρέωσης αυτοσυντήρησης, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τούτο, και η μη ανάληψη οποιασδήποτε πρωτοβουλίας από την Αιτήτρια επιτείνει επαναλαμβάνω την εκτίμηση ότι καθιστά εαυτόν εκουσίως σε κατάσταση απορίας.
Περαιτέρω η Αιτήτρια κατά τον χρόνο που καταχώρισε την υπό εξέταση αίτηση διέθετε αποταμιευτικό υπόλοιπο σε πιστωτικό ίδρυμα ύψους €15.000, ποσό το οποίο κάλλιστα μπορεί να καλύψει προσωρινά τις βασικές της ανάγκες, εν αναμονή επανένταξης της στην αγορά εργασίας. Η ύπαρξη αυτού του ποσού, σε συνδυασμό με την απουσία ενεργών ενεργειών εργοδότησης, δεν βοηθά τον ισχυρισμό της περί πραγματικής οικονομικής ανάγκης.
Ένα από τα βασικά επιχειρήματα της Αιτήτριας είναι η επίκληση των αυξημένων αναγκών των ανήλικων τέκνων των διαδίκων, λόγω αφενός του επιπέδου ζωής που διατηρούσε η οικογένεια κατά τον έγγαμο βίο και αφετέρου των ιδιαιτεροτήτων υγείας του ανήλικου Α.Λ., ο οποίος βρίσκεται στο φάσμα του αυτισμού. Η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η εν λόγω κατάσταση απαιτεί την απόλυτη αφοσίωση της, καθιστώντας ανέφικτη την ανάληψη οποιασδήποτε επαγγελματικής δραστηριότητας. Το επιχείρημα της Αιτήτριας δεν μπορεί να ευσταθήσει, καθότι και οι δυο ανήλικοι φοιτούν κανονικά σε σχολεία, και ως εκ τούτου απουσιάζουν από την οικία για το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας. Η συστηματική αυτή απουσία αποδυναμώνει πλήρως τον ισχυρισμό της Αιτήτριας ότι απαιτείται η συνεχής και αδιάλειπτη φυσική της παρουσία στην οικία, σε τέτοιο βαθμό που να αποκλείει την οποιαδήποτε δυνατότητα εργοδότησης.
Συνεπώς η απουσία τεκμηριωμένης προσπάθειας εργοδότησης, η παραμονή στην συζυγική οικία χωρίς να υφίσταται υποχρέωση καταβολής ενοικίου, η ύπαρξη καταθέσεων, η ικανότητά της για εργασία, η απουσία των ανηλίκων σε καθημερινή βάση στο σχολείο, δεν συνθέτουν κατάσταση οικονομικής αδυναμίας τέτοιας φύσης που να θεμελιώνει δικαίωμα διατροφής, ούτε ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Θεωρώ επομένως ότι δεν θα επηρεαστεί δυσμενώς η καθημερινή διαβίωση και η ευημερία της Αιτήτριας αν δεν εκδοθεί προσωρινό διάταγμα διατροφής της.
Είναι σημαντικό επίσης να αναφέρω ότι η Αιτήτρια αναφέρεται στη μεμπτή, κατά την ίδια, συμπεριφορά του συζύγου της κατά την έγγαμη συμβίωση. Ο Καθ΄ου η αίτηση αρνείται όσα του καταλογίζει η σύζυγος του και προβάλλει ότι υπαίτια για την κατάρρευση του γάμου τους ήταν η Αιτήτρια, η οποία εντέλει τον εκδίωξε από την συζυγική οικία τον Απρίλιο του 2025. Εάν αποδειχθεί στην κυρίως αίτηση ότι η Αιτήτρια, προκάλεσε αναίτια την κατάρρευση του γάμου ότι δηλαδή βαρύνεται με σοβαρή υπαιτιότητα, τότε η διατροφή θα αποκλειστεί. Δεν είναι κατάλληλο στάδιο να καταλήξω σε ευρήματα για τα θέματα αυτά, τα οποία θα με απασχολήσουν στην ακρόαση της ουσίας της αίτησης.
Θα προχωρήσω ακολούθως να εξετάσω κατά πόσο δικαιολογείται η έκδοση προσωρινού διατάγματος διατροφής για τα δύο ανήλικα τέκνα των διαδίκων.
Συγκεκριμένα το άρθρο 33(1) ορίζει ότι:
«Οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του.»
Το άρθρο 37 ορίζει ότι:
  «(α) Η διατροφή προσδιορίζεται με βάση τις  ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και  τις οικονομικές δυνατότητες που υπάρχουν για διατροφή προσώπου.
(β)Η διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του δικαιούχου και επιπλέον ανάλογα με την περίπτωση, τα έξοδα για την εν γένει εκπαίδευση του».
Η διατροφή ανηλίκων, όπως προκύπτει από τα άρθρα 33(1) και 37 του Ν. 216/90, συνιστά νομική υποχρέωση των γονέων, υποχρέωση η οποία ουσιαστικά αποβλέπει στην αντιμετώπιση των αναγκών των ανηλίκων, όπως αυτές εύστοχα καθορίζονται στο άρθρο 37 του Ν. 216/90. Επομένως, κρίνω ότι στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και ότι η Αιτήτρια έχει ορατές πιθανότητες επιτυχίας στην εναρκτήρια αίτηση.
Περαιτέρω, το θέμα διατροφής ανηλίκου είναι άμεσα συνυφασμένο με την καθημερινή διαβίωση και ευημερία του. Η μη συνεισφορά από πλευράς του γονέα εύλογου ποσού για τη διατροφή του, είναι κάτι το οποίο αναπόφευκτα επηρεάζει δυσμενώς την καθημερινή διαβίωση και την εν γένει ευημερία του. Επίσης, οι ανάγκες διατροφής και συντήρησης είναι τρέχουσες και επείγουσες και δεν μπορούν να αντικατασταθούν με κανένα τρόπο μεταγενέστερα. Επομένως, κρίνω ότι πληρούται και η τρίτη προϋπόθεση.
Το γεγονός ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν. 14/60 αναγνωρίζεται και από τον Καθ’ου η αίτηση, ο οποίος εξαρχής εισηγήθηκε την καταβολή του ποσού των €660 (€340 μηνιαίως για τον ανήλικο Α.Λ. και €320 μηνιαίως για τον ανήλικο Π.Λ.). Ως Τεκμήριο 31, επισύναψε αντίγραφο του σχετικού εμβάσματος, που αφορά την καταβολή της διατροφής μηνός Ιουλίου 2025 στον λογαριασμό της Αιτήτριας.
Ως προς τον ισχυρισμό του Καθ΄ου η αίτηση, περί απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων που προβάλλεται στον 8ο λόγο ένστασης, απορρίπτεται ως αβάσιμος και εξηγώ.
Το Δικαστήριο, όπως έχει αναφερθεί ανωτέρω, επιλαμβανόμενο της μονομερούς αιτήσεως, δεν εξέδωσε προσωρινό διάταγμα μονομερώς, αλλά έδωσε οδηγίες όπως η μονομερής Αίτηση επιδοθεί στον Καθ'ου η αίτηση, όπως και έγινε. Επομένως, όλα τα ουσιώδη γεγονότα είναι ενώπιον του Δικαστηρίου και δεν τίθεται θέμα μη αποκάλυψης. Σημειώνεται ότι η επίδοσή της αίτησης, μετά από οδηγίες του Δικαστηρίου αφαιρεί από αυτήν την υπόσταση της μονομερούς αίτησης και την μετατρέπει σε αίτηση δια κλήσεως. [Βλ. Κώστας Σμυρνιός (2000) 1 Α.Α.Δ. 43, Μαρκιτανής v. Μουτζούρη (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 923, Αυγή Κασπάρη κ.ά. v. Βάσου Ανδρέου (2004) 1 Α.Α.Δ. 784 και Στυλιανού v. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 583].
Στην Πολιτική Έφεση Αρ. 354/13 Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Δέσπω Στυλιανού ημερομηνίας 04/12/15, αναφέρθηκαν τα εξής:
‘‘Η νομολογιακή αρχή ότι η επίδοση μιας ex parte αρχικά αίτησης, είτε δυνάμει της Δ.48, κ.8(3)[3] είτε δυνάμει της πρακτικής που ακολουθείται, της αφαιρεί την υπόσταση της μονομερούς αίτησης και τη μετατρέπει σε αίτηση δια κλήσεως, δεν μπορεί να έχει άλλο νόημα παρά το ότι δεν βρίσκουν πλέον εφαρμογή οι πρόνοιες του άρθρου 9, προοριζόμενες αποκλειστικά στο να ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις έκδοσης διαταγμάτων χωρίς ειδοποίηση. Χαρακτηριστική είναι, εν προκειμένω, η παραπάνω αναφορά του Νικολάου, Δ., ότι, μετά που θα δοθεί η ευκαιρία στην άλλη πλευρά να ακουστεί, χωρίς να το πράξει, το διάταγμα δεν ορίζεται πλέον ως επιστρεπτέο, όπως προβλέπεται επί ποινή ακυρότητος στο άρθρο 9(3)[4]. Κάτι τέτοιο δεν απαιτείται, εφόσον δεν θα είχε νόημα παρά μόνο ως παροχή δεύτερης ευκαιρίας σε διάδικο που δεν εμφανίστηκε. Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 9, είναι συνυφασμένες με την έννοια της έκδοσης ενός διατάγματος χωρίς η άλλη πλευρά να έχει λάβει ειδοποίηση και γνώση. Αποτελούν ασφαλιστικές δικλείδες που περιορίζουν την εκτροπή από τη φυσιολογική πορεία των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, στις εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις που αποδίδεται θεραπεία χωρίς να δοθεί η ευκαιρία στην άλλη πλευρά να ακουστεί. Όταν δοθεί αυτή η ευκαιρία, οι προϋποθέσεις του άρθρου 9 δεν έχουν τόπο’’.
Τονίζω περαιτέρω, ότι το επείγον της αίτησης είναι αυταπόδεικτο. Το θέμα της διαβίωσης του ανηλίκου δεν μπορεί να τίθεται σε αναμονή μέχρι την εκδίκαση της κυρίως αίτησης. Αποτελεί υποχρέωση δυνάμει του νόμου που προβλέπει τη μηνιαία καταβολή της σε καθορισμένες ισομερείς δόσεις και δεν μπορεί να επαφίεται στη βούληση του Καθ’ου η Αίτηση, ούτε το συγκεκριμένο ποσό, ούτε ο χρόνος καταβολής της.
Η οποιαδήποτε εθελούσια καταβολή συνεισφοράς του γονέα ο οποίος είναι υπόχρεος διατροφής, δεν αναιρεί αφ’ εαυτής τον κατεπείγοντα χαρακτήρα των υποθέσεων αυτής της φύσης.
Συνεπώς απορρίπτεται και ο 12ο λόγος ένστασης.
Ζητήματα που αφορούν το άρθρο 32 του Ν. 14/60 , εξετάζονται στη βάση προϋποθέσεων, και αν ο Αιτητής/τρια με τη μαρτυρία που παρουσιάζει στην όψη της και μόνο και όχι κατόπιν αξιολόγησης ή επιλογής εκδοχών των δυο πλευρών, παρουσιάζει μαρτυρία που χαρακτηρίζεται από λογικότητα και ποιοτική επάρκεια, ώστε ακριβώς στη βάση αυτού του δεδομένου να κρίνεται, αν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60 (βλ. απόφαση Δίγκλης κ.α ν. Total Fit Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. E135/2015).
Επομένως τονίζω ότι δεν θα καταλήξω σε ευρήματα στο παρόν στάδιο, ούτε όσον αφορά το ύψος των εισοδημάτων των διαδίκων, ούτε όσον αφορά τα έξοδα των ανηλίκων. Αυτά θα γίνουν κατά την ακρόαση της κυρίως αίτησης. Θεωρώ όμως σημαντικό να τονίσω τα ακόλουθα:
Ενώ η Αιτήτρια προέβη μονομερώς στην καταχώριση της παρούσας αίτησης, αιτούμενη την έκδοση διαταγμάτων διατροφής υπέρ αυτής και των ανηλίκων τέκνων, διεκδικώντας συνολικό μηνιαίο ποσό ύψους €8.100, ποσό το οποίο είναι εκ των πραγμάτων υψηλό, δεν προσκόμισε καμία ουσιαστική τεκμηρίωση για τις δαπάνες τις οποίες επικαλείται, είτε για τον εαυτό της είτε για τα ανήλικα τέκνα.
Το μοναδικό τεκμήριο που προσκομίστηκε αφορά τα δίδακτρα του ιδιωτικού σχολείου του ανήλικου Π.Λ., ποσό το οποίο, αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι τουλάχιστον για την σχολική χρονιά 2025-2026 ήδη πληρώθηκε από τον πατέρα του Καθ’ου η αίτηση (παππού του ανήλικου Π.Λ.), και ως εκ τούτου δεν αποτελεί δαπάνη που θα απασχολήσει το Δικαστήριο για σκοπούς προσωρινής κρίσης.
Περαιτέρω, είναι προφανής η υπερβολή στην οποία καταφεύγει η Αιτήτρια στην προσπάθεια της να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ποσό διατροφής και να δικαιολογήσει την αξίωση της. Ενδεικτικά και όχι περιοριστικά αναφέρω ότι ισχυρίζεται ότι για τις ανάγκες σίτισης των δύο ανηλίκων τέκνων, ηλικίας 15 ½ το πρώτο και 9 ετών το δεύτερο, απαιτείται μηνιαίως το ποσό των €1.700 (€850 για έκαστο τέκνο).
Επισημαίνω ότι η διατροφή ενός ανήλικου τέκνου οφείλει να στηρίζεται σε λογικά, εύλογα και αντικειμενικά τεκμηριωμένα έξοδα, τα οποία ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες της ηλικίας, τις απαιτήσεις της καθημερινότητάς του και τις ανάγκες που σχετίζονται με την ομαλή του ανάπτυξη. Υπό το πρίσμα αυτό, καθίσταται προφανώς υπερβολικό και ελλείπον στοιχειώδους λογικής να υποστηρίζεται ότι δυο παιδιά αυτών των ηλικιών χρειάζονται το ποσό των €1.700 μηνιαίως για την σίτιση τους.
Η επίκληση, εκ μέρους της Αιτήτριας προηγούμενου (κατά τους ισχυρισμούς της), υψηλού επιπέδου διαβίωσης της οικογένειας, δεν επαρκεί από μόνη της για να δικαιολογήσει την απαίτηση τέτοιου ύψους. Η διατροφή επαναλαμβάνω οφείλει να εξασφαλίζει την ομαλή και αξιοπρεπή διαβίωση των ανηλίκων, χωρίς να αποτελεί μέσο οικονομικής εξασφάλισης ή διεκδίκησης πόρων πέραν των εύλογων αναγκών τους.
Περαιτέρω επισημαίνω ότι η υπό κρίση αίτηση καταχωρήθηκε τέλος Ιουνίου του 2025. Πολλά από τα έξοδα που παρουσίασε η Αιτήτρια και μάλιστα για ποσά ιδιαιτέρως υψηλά, δεν υφίσταντο κατά τον χρόνο καταχώρισης της αίτησης και αμφισβητήθηκαν σφόδρα από τον Καθ’ου η αίτηση, ο οποίος παρέθεσε τη θέση του για κάθε κονδύλι που ισχυρίζεται η Αιτήτρια. Σημειώνεται ότι πριν το Δικαστήριο επιφυλάξει την απόφαση, ο συνήγορος της Αιτήτριας ανέφερε ότι από το εξοδολόγιο των ανηλίκων, δεν θα πρέπει να απασχολήσει το Δικαστήριο το πόσο των διδάκτρων για το Ιδιωτικό Σχολείο του ανήλικου Π. (€670 μηνιαίως) γιατί έχει ήδη πληρωθεί το σύνολο των διδάκτρων για την σχολική χρονιά 2025-26 (βλέπε ανωτέρω), τα φροντιστήρια μαθηματικών, Διοίκησης επιχειρήσεων και computers σε σχέση με τον ανήλικο Π. (€500 μηνιαίως). Τα έξοδα για συνοδό του ανήλικου Α. (€850 μηνιαίως), καθώς έξοδα νηπιαγωγείου για τον Α. (€200 μηνιαίως).
Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι μεγάλο μέρος των εξόδων που περιλαμβάνονται στο εξοδολόγιο των ανηλίκων, το οποίο παρέθεσε η Αιτήτρια προς τεκμηρίωση της παρούσας αίτησης, δεν υφίστατο κατά τον χρόνο καταχώρισης της. Επίσης ορισμένες από τις προβαλλόμενες δαπάνες εμπίπτουν σε κατηγορίες εξόδων οι οποίες μπορούν να καλυφθούν από το ΓεΣΥ. Άλλες δαπάνες, σύμφωνα με τα ίδια τα στοιχεία που προσκομίστηκαν, έχουν ήδη εξοφληθεί (βλέπε δίδακτρα ιδιωτικού σχολείου ανήλικου Π.). Περαιτέρω, ορισμένα από τα έξοδα που καταγράφονται στο εξοδολόγιο δεν συνιστούν δαπάνες που τυγχάνουν επιδίκασης στο πλαίσιο καθορισμού διατροφής ανηλίκων, είτε λόγω της φύσεως τους, είτε λόγω του ότι δεν σχετίζονται με τις βασικές ή εύλογες ανάγκες διαβίωσης και ανάπτυξης των τέκνων (βλέπε έξοδα οχήματος).
Σε άλλες περιπτώσεις, το ποσό που επικαλείται η Αιτήτρια είναι υπέρμετρα διογκωμένο. Τέλος, μέρος των εξόδων δεν αποτελεί πλέον επίδικο ζήτημα, καθότι η εγγραφή του ανήλικου στα φροντιστήρια Μαθηματικών, Διοίκησης Επιχειρήσεων και Computers, ανακλήθηκε καθότι έγινε χωρίς την συγκατάθεση του Καθ’ου η αίτηση.
Δεν μπορώ να μην σχολιάσω την προσπάθεια του Καθ’ου η αίτηση να υποβαθμίσει την εισοδηματική του ικανότητα ή να την εξομοιώσει με αυτήν της Αιτήτριας. Δεν δύναται να αναμένει ο Καθ’ου η αίτηση να αποδεχθεί το Δικαστήριο ότι οι οικονομικές δυνατότητες των δύο μερών είναι ισοδύναμες, επιχειρώντας να παρουσιάσει ότι αμφότεροι βρίσκονται στην ίδια οικονομική αφετηρία.
Ο Καθ’ου η αίτηση, σε αντίθεση με την Αιτήτρια, βρίσκεται ενεργά στην αγορά εργασίας επί σειρά ετών, διατηρώντας επαγγελματική δραστηριότητα εντός της οικογενειακής επιχείρησης. Επιπλέον, κατέχει προσόντα και εμπειρία τα οποία, αντικειμενικά, του παρέχουν τη δυνατότητα αναζήτησης εναλλακτικής ή και συμπληρωματικής επαγγελματικής απασχόλησης, σε περίπτωση που τα δηλούμενα εισοδήματα από την τρέχουσα εργασία του δεν επαρκούν για την κάλυψη των υποχρεώσεών του έναντι των ανηλίκων.
Η μακροχρόνια παρουσία του στην αγορά εργασίας, η πολυετής επαγγελματική εμπειρία, η σταθερή του απασχόληση και η ένταξη του σε οικογενειακό επιχειρηματικό σχήμα, καταδεικνύουν ότι διαθέτει αυξημένη εισοδηματική δυνατότητα σε σύγκριση με την Αιτήτρια.
Αποτελεί περαιτέρω κοινό τόπο ότι κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου των διαδίκων, εκείνος αποτελούσε τον αποκλειστικό οικονομικό στυλοβάτη της οικογένειας. Δημιουργείται εύλογα η απορία πώς τα ίδια αυτά έξοδα, τα οποία σήμερα αμφισβητούνται είτε ως υπέρογκα είτε ως μη αναγκαία, καλύπτονταν επί σειρά ετών από τον ίδιο, χωρίς τότε να τίθεται ζήτημα οικονομικής αδυναμίας ή περιορισμένης εισοδηματικής δυνατότητας. Μάλιστα, αρκετές από τις δαπάνες που σήμερα προβάλλονται στο εξοδολόγιο της Αιτήτριας (έστω και αν έχουν πλέον περιοριστεί είτε επειδή έχουν ήδη καταβληθεί, είτε επειδή δεν υφίστανται πλέον για τους σκοπούς της παρούσας προσωρινής διαδικασίας) είναι δαπάνες που ιστορικά καλύπτονταν εξ ολοκλήρου από τον Καθ’ου, γεγονός που δεν δύναται να αγνοηθεί κατά την αξιολόγηση της πραγματικής εισοδηματικής του δυνατότητας.
Η προσπάθεια επομένως του Καθ' ου η αίτηση να περιορίσει τη συνεισφορά του στο ποσό που ο ίδιος αποφάσισε, δημιούργησε κενά, και εύλογα ερωτηματικά.
Υπενθυμίζω ότι αποτελεί καθήκον των διαδίκων να αποκαλύψουν με επάρκεια και να δώσουν στο Δικαστήριο όλα εκείνα τα εχέγγυα πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης των εισοδημάτων τους (βλ απόφαση Δημητρίου v. Περδίου (2005) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1418).
Μια απλή ανάγνωση των ενόρκων δηλώσεων των διαδίκων αποκαλύπτει τη μεγάλη διάσταση τους σε σχέση με ουσιαστικές παραμέτρους της υπόθεσης και δη ως προς τα έξοδα των ανηλίκων και το ύψος των εισοδημάτων των διαδίκων, ενώ δυο μήνες πριν την καταχώριση της υπό εξέταση αίτησης ζούσαν ως οικογένεια κάτω από την ίδια στέγη.
Κατά την εξέταση της παρούσας ενδιάμεσης αίτησης, κατέστη πρόδηλο ότι οι διάδικοι έχουν εμπλακεί σε μια έντονη και εκτενή αντιπαράθεση, καταθέτοντας πολυσέλιδες ένορκες δηλώσεις, στις οποίες εκτίθενται εκτενώς οι ισχυρισμοί και οι θέσεις τους αναφορικά με όλα τα επίδικα ζητήματα. Η έκταση και ο όγκος των δηλώσεων, καθώς και η εμφατική προσήλωση κάθε διαδίκου στη δική του εκδοχή των πραγμάτων, αναδεικνύουν την πλήρη απουσία οποιουδήποτε σημείου σύγκλισης ή συνεννόησης μεταξύ τους.
Διαπιστώνεται ότι οι θέσεις των διαδίκων βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση σχεδόν επί παντός επιστητού: από τα εισοδήματα και τις οικονομικές δυνατότητες εκατέρου, μέχρι τις ανάγκες των ανηλίκων και τις μεταξύ τους οικογενειακές και προσωπικές σχέσεις.
Ωστόσο, τονίζεται ότι, στο παρόν ενδιάμεσο στάδιο, το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε τελικά ευρήματα αναφορικά με την αλήθεια ή την ακρίβεια των ισχυρισμών των διαδίκων. Η φύση της διαδικασίας αυτής δεν είναι αποδεικτική αλλά προσωρινή και ρυθμιστική. Σκοπός είναι να διασφαλιστεί η στοιχειώδης και αναγκαία υποστήριξη των ανηλίκων και μέχρι την τελική εκδίκαση της κύριας αίτησης όπου εκεί θα μπορεί το Δικαστήριο να καταλήξει σε ευρήματα.
Συνεπώς, οποιαδήποτε απόφαση στο παρόν στάδιο δεν συνιστά εύρημα ή τελική κρίση ως προς την ουσία των επίδικων θεμάτων. Η παρούσα απόφαση περιορίζεται αποκλειστικά στον καθορισμό προσωρινών ρυθμίσεων διατροφής, στη βάση των στοιχείων που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και εντός του πλαισίου που επιβάλλει η φύση της διαδικασίας.
Σύμφωνα με τη Νομολογία, Μαρκουλίδης ν. Μαρκουλίδης (1998) 1 ΑΑΔ 1386, 16 Iουλίου, 1998 το Δικαστήριο, ως προς τα έξοδα διατροφής ανηλίκου, δεν δεσμεύεται από τη μαρτυρία των διαδίκων, αλλά είναι καθήκον του Δικαστηρίου να εντοπίσει το εύλογο των κονδυλίων που απαιτούνται για την ικανοποίηση των αναγκών διατροφής και συντήρησης. Περαιτέρω, σύμφωνα και πάλι με τη Νομολογία, η κοινή λογική και η πείρα της ζωής είναι παράγοντες οι οποίοι διαδραματίζουν ρόλο στην καλύτερη αντίληψη των γεγονότων προς αντιμετώπιση των πραγματικών αναγκών συγκεκριμένων ατόμων (Βλ. Παναγιώτου ν. Σφικτού (2001) 1 Α.Α.Δ. 625, 17 Μαΐου, 2001).
Όπως τονίστηκε στην απόφαση του Δ.Ο.Δ. στην Κορελλίδης ν. Κορελλίδη (2012) 1 ΑΑΔ 1975, 5 Σεπτεμβρίου, 2012 «Το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες που να οδηγούν σε υπολογισμό με σεντ, αλλά θα πρέπει να σταθμίζει τις ανάγκες και να καταλήγει σε συμπεράσματα που να επιφέρουν όσο το δυνατό, τα ανήλικα τέκνα σε μια πλησιέστερη κατάσταση, όπως θα ήταν εάν οι γονείς τους ζούσαν μαζί».
Το Δικαστήριο είναι σε θέση, λαμβάνοντας υπόψη τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των διαδίκων ως προς τα έξοδα διατροφής των ανηλίκων, τα οποία είναι συνακόλουθα βεβαίως και της ηλικίας τους, να καταλήξει σε ένα ποσό το οποίο αντανακλά το εύλογο και τα διδάγματα της κοινής πείρας και ζωής, ως εύστοχα αναφέρει η προαναφερθείσα νομολογία.
Θεωρώ κατάλληλο το σημείο αυτό για να αναφέρω και να τονίσω ότι οι οποιεσδήποτε διαπιστώσεις στις οποίες έχει προβεί το Δικαστήριο γίνονται για τους σκοπούς της εξέτασης της έκδοσης ή μη του προσωρινού διατάγματος. Όλα τα ζητήματα τα οποία εγείρονται στην αγωγή (εναρκτήρια αίτηση) παραμένουν ζωντανά για να αποφασισθούν όταν θα εκδικασθεί η ουσία της (Δημοκρατία της Σλοβενίας v. Beogradska Banka D.D. (1999) 1 ΑΑΔ. 225).
Για τους λόγους που ανέφερα ανωτέρω η αξίωση της Αιτήτριας για την δική της διατροφή απορρίπτεται.
Αναφορικά με τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων, λαμβάνοντας όλα τα πιο πάνω υπόψη, θεωρώ ότι ένα ποσό της τάξης των €800 μηνιαίως είναι λογικό υπό τις περιστάσεις ως συνεισφορά του Καθ΄ου η αίτηση στη διατροφή των παιδιών του και μέσα στα πλαίσια των δυνάμεων του.
Η υποχρέωση του Καθ’ου η αίτηση θα άρχεται από 01/07/2025, καθότι η αίτηση καταχωρήθηκε τέλος Ιουνίου του 2025. Επαναλαμβάνω ότι στον καθορισμό του ποσού για έκδοση προσωρινού διατάγματος δεν λήφθηκαν υπόψη τα δίδακτρα του Ιδιωτικού Σχολείου του ανήλικου Π. καθότι έχουν ήδη πληρωθεί για την τρέχουσα σχολική χρονιά.
Συνακόλουθα, εκδίδεται προσωρινό διάταγμα με το οποίο ο Καθ΄ου η αίτηση διατάσσεται να καταβάλλει στην Αιτήτρια τα ακόλουθα ποσά:
(ι) €380 μηνιαίως από 01/07/2025 και κάθε αντίστοιχη μέρα κάθε επόμενου μήνα ως συνεισφορά του για τη διατροφή του ανήλικου τέκνου του Π.Λ. και
(ιι) €420 μηνιαίως από 01/07/2025 και κάθε αντίστοιχη μέρα κάθε επόμενου μήνα ως συνεισφορά του για τη διατροφή του ανήλικου τέκνου του Α.Λ.
Το διάταγμα θα ισχύει μέχρι πλήρους αποπεράτωσης της κυρίως αίτησης ή νεότερου διατάγματος του Δικαστηρίου.
Νοείται ότι οποιοδήποτε χρηματικό ποσό έχει εμβασθεί από τον Καθ’ου η αίτηση σε τραπεζικό λογαριασμό της Αιτήτριας μετά την καταχώριση της υπό εξέταση αίτησης αναφορικά με τα ανήλικα τέκνα τους θα ληφθεί υπόψη και να αφαιρεθεί από την υποχρέωση του Καθ’ου η αίτηση ως αυτή καθορίστηκε ανωτέρω.
Ως προς τα έξοδα της αίτησης, θεωρώ ότι η πιο ορθή και δίκαια διαταγή στην παρούσα περίπτωση είναι κάθε πλευρά να επωμιστεί τα έξοδα της. Το ένα εκ των δύο αιτημάτων της Αιτήτριας δεν εγκρίθηκε, ενώ το έτερο έγινε δεκτό πλην όμως για περιορισμένο ποσό σε σχέση με το ποσό που ζητούσε. Από την άλλη πλευρά, η καταχώριση της αίτησης ως προς τη διατροφή των ανηλίκων κρίνεται εύλογη και δικαιολογημένη, εφόσον πρόκειται για ζήτημα που δεν μπορεί να αφεθεί στη διακριτική ευχέρεια του Καθ’ου η αίτηση, ούτε ως προς το ύψος της διατροφής, ούτε ως προς τον χρόνο καταβολής της. Επισημαίνεται δε ότι το ποσό διατροφής που επιδίκασε το Δικαστήριο υπερβαίνει εκείνο που είχε προτείνει ο Καθ’ου η αίτηση, γεγονός που ενισχύει την αναγκαιότητα προσφυγής στη δικαστική διαδικασία.
(Υπ.) ……………………….
Μ.Χ.Κάιζερ, Π.
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο