Κ. Θ ν. Γ. Γ., Αρ. Αίτησης: 33/2024, 8/4/2025
print
Τίτλος:
Κ. Θ ν. Γ. Γ., Αρ. Αίτησης: 33/2024, 8/4/2025

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ

Ενώπιον: Ν. Παπακωνσταντίνου Πότση, Δ.

Αρ. Αίτησης: 33/2024

 

Μεταξύ:

Κ. Θ,

Αιτήτριας

-και-

 

                         Γ. Γ,

Καθ’ ου η αίτηση

                    

------------------------------

 

Ημερομηνία: 8 Απριλίου, 2025

 

Εμφανίσεις:

Για την Αιτήτρια: κ.κ. Γιώργος Φ. Πιττάτζης ΔΕΠΕ

Για τον Καθ’ ου η αίτηση: κ.κ. Ν.Γ Νικολάου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

 

Ενδιάμεση Αίτηση  ημερομηνίας 15/10/2024

 

Ενδιάμεση Απόφαση

 

Η Αιτήτρια καταχώρησε εναρκτήρια αίτηση με την οποία αξιώνει την ακύρωση του διατάγματος διατροφής που εκδόθηκε στην αίτηση με αρ. 23/23 με το οποίο διατάσσεται η Αιτήτρια να καταβάλλει στον Καθ’ ου η αίτηση το ποσό των €600 μηνιαίως για τη διατροφή και συντήρηση των ανήλικων τέκνων τους Α., Θ. και Μ. και/ή διάταγμα με το οποίο να μειώνεται το ποσό της διατροφής στο ποσό των €200 μηνιαίως ή σε οποιοδήποτε άλλο ποσό κρίνει εύλογο το Δικαστήριο.

Η εναρκτήρια αίτηση καταχωρίστηκε στις 2/07/2024 και στις 15/10/2024 η Αιτήτρια καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση μονομερώς αξιώνοντας την αναστολή εκτέλεσης του πιο πάνω διατάγματος διατροφής ημερομηνίας 19/10/2023 που εκδόθηκε στην αίτηση διατροφής με αρ. 23/2023 ή την τροποποίηση του ποσού της διατροφής στο ποσό των €200 μηνιαίως ήτοι  €66,23 για έκαστο τέκνο των διαδίκων μέχρι την πλήρη αποπεράτωση της εναρκτήριας αίτησης ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του δικαστηρίου.

Η αίτηση καταχωρίστηκε μονομερώς και διατάχθηκε από το Δικαστήριο να επιδοθεί. Στηρίζεται στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας, συνοψίζοντας το περιεχόμενο της οποίας προκύπτουν τα ακόλουθα:

Η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι στις 19/10/2023 εκδόθηκε διάταγμα στο πλαίσιο της αίτησης διατροφής με αρ. 23/23 με το οποίο διατάχθηκε να καταβάλλει στον Αιτητή το ποσό των €600 μηνιαίως ως συνεισφορά της για την διατροφή και συντήρηση των τριών ανήλικών τέκνων της.

Ισχυρίζεται ότι αποδέχθηκε την έκδοση του διατάγματος κατόπιν ψυχικής πίεσης και εκφοβισμού που της ασκούσε  ο Καθ’ ου η αίτηση, ότι η ίδια αδυνατούσε οικονομικά να λάβει ανεξάρτητη νομική συμβουλή έτσι ο Καθ’ ου η αίτηση αποτάθηκε σε δικηγόρο και ανέλαβε την διεκπεραίωση όλων των νομικών διαδικασιών που εκκρεμούσαν μεταξύ τους, ότι  ο Καθ’ ου η αίτηση απέκρυψε την αλήθεια και τα πραγματικά γεγονότα  και ότι η ίδια δεν ήταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση υγείας για να αντιληφθεί τις συνέπειες και υποχρεώσεις του διατάγματος.

Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι μετά την έκδοση του διατάγματος οι ανάγκες των ανηλίκων μειώθηκαν και ότι δεν αντανακλούν στην πραγματικότητα ως καταγράφηκαν στην αίτηση διατροφής με αρ. 23/2023 και ότι σήμερα τα έξοδα των ανηλίκων έχουν μειωθεί και ανέρχονται συνολικά στο ποσό των €800. Ισχυρίζεται ότι η ίδια εργάζεται εποχιακά ως καθαρίστρια δρόμων στην Αγία Νάπα λαμβάνοντας μισθό €1300 για περίοδο 6-7 μηνών ενώ τους υπόλοιπους μήνες λαμβάνει ανεργιακό επίδομα €800 ευρώ. Ισχυρίζεται ότι ο Καθ’ ου η αίτηση εξακολουθεί να εργάζεται ολόχρονα στο Δήμο Αγίας Νάπας και λαμβάνει αύξηση στο μισθό του και ότι ασκεί επιπρόσθετη εργασία ως οδηγός ταξί λαμβάνοντας επιπρόσθετο εισόδημα €800 μηνιαίως. Ισχυρίζεται επίσης ότι ο Καθ’ ου η αίτηση  λαμβάνει  επίδομα μονογονιού €600 που προηγουμένως δεν λάμβανε καθώς επίσης και επίδομα τριτέκνων €500 που προηγουμένως δεν λάμβανε. Ισχυρίζεται ότι τα εισοδήματα του Καθ’ ου η αίτηση είναι περί τις €2000 πλέον τα επιδόματα. Αναφέρει ότι η ψυχική της κατάσταση έχει βελτιωθεί και μπορεί πλέον να υπερασπιστεί τον εαυτό της.

Αναφέρει επίσης ότι ένεκα των πενιχρών εισοδημάτων της αδυνατεί να συμμορφωθεί με το διάταγμα, ότι η ίδια διαμένει σε προκατασκευασμένο σπίτι φτωχικά και στερείται βασικά αγαθά το οποίο ενοικιάζει για το ποσό των €500 ευρώ.

Ισχυρίζεται ότι αδυνατεί να καταβάλει το ποσό της διατροφής με αποτέλεσμα να διατρέχει σοβαρό κίνδυνο φυλάκισης αφού ο Καθ’ ου η αίτηση κάθε μήνα καταχωρεί ένταλμα εναντίον της. Είναι η θέση της ότι ο Καθ’ ου η αίτηση έχει την οικονομική ευχέρεια να καλύπτει τα έξοδα των ανηλίκων λόγω της επιπρόσθετης εργασίας του και της αύξησης των εισοδημάτων του και της λήψης του επιδόματος μονογονιού.

Ο Καθ’ ου η αίτηση καταχώρησε ένσταση προβάλλοντας δώδεκα (12) λόγους ένστασης. Η ένσταση στηρίζεται στην ένορκη του δήλωση από την οποία προκύπτουν τα ακόλουθα :

Είναι η θέση του Καθ’ ου η αίτηση ότι κατά την έκδοση του διατάγματος διατροφής στην αίτηση με αρ. 23/23 η Αιτήτρια είχε την οικονομική ευχέρεια να καταβάλλει το ποσό που αποφασίστηκε και εκδόθηκε εκ συμφώνου, ευχέρεια την οποία διατηρεί μέχρι και σήμερα αφού δεν έχει αλλάξει οτιδήποτε αρνητικά σε σχέση με την εισοδηματική της ικανότητα.

Αρνείται ότι άσκησε οποιασδήποτε μορφή βίας απέναντι στην Αιτήτρια και ισχυρίζεται ότι ανέλαβε την φροντίδα των παιδιών τους αφού η ίδια ουδέποτε ήθελε να έχει ευθύνες ή υποχρεώσεις απέναντι τους.

Ισχυρίζεται ότι τα έξοδα των ανηλίκων δεν έχουν μειωθεί στο ελάχιστο από την έκδοση του διατάγματος το οποίο εκδόθηκε οκτώ μήνες πριν την καταχώρηση της παρούσας αίτησης και ότι το ζήτημα ψυχικής υγείας της Αιτήτριας εγείρεται για λόγους εντυπώσεων.  Ισχυρίζεται ότι από την έκδοση του διατάγματος τα έξοδα των ανηλίκων έχουν αυξηθεί  αφού έχουν ξεκινήσει να παρακολουθούν φροντιστήρια με αποτέλεσμα τα έξοδα εξωσχολικών δραστηριοτήτων τους να έχουν αυξηθεί. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι το μικρότερο παιδί τους φοιτά πλέον σε ολοήμερο σχολείο και καταβάλλει χρηματικό ποσό προς τούτο, κάτι που δεν συνέβαινε στο χρόνο έκδοσης του διατάγματος, καθότι ο ίδιος εργάζεται το απόγευμα.

Ισχυρίζεται ότι η Αιτήτρια σκόπιμα δεν παρουσιάζει βεβαίωση για τις απολαβές της για τον τρέχον έτος, καθότι οι απολαβές της είναι μεγαλύτερες από ότι το 2023 και ότι η Αιτήτρια από τον Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο πληρωνόταν υπερωρίες.

Αναφέρει ότι ο ίδιος πλέον δεν εργάζεται στο Δήμο Αγίας Νάπας διότι όπως ισχυρίζεται αναγκάστηκε να διακόψει την απασχόληση του λόγω των ωραρίων απασχόλησης που τον εμπόδιζαν να ασκεί τα καθήκοντα του για τη φροντίδα των ανηλίκων. Συνακόλουθα ισχυρίζεται ότι τα εισοδήματα του έχουν μειωθεί. Αναφέρει ότι το επίδομα τέκνου που λαμβάνει είναι €300 και όχι το ποσό που ισχυρίζεται η Αιτήτρια και ότι το επίδομα μονογονιού δεν έχει βελτιώσει τα οικονομικά του καθότι οι ανάγκες των ανηλίκων έχουν αυξηθεί και τα εισοδήματα του έχουν μειωθεί αφού πλέον εργάζεται μόνο ως εποχιακός υπάλληλος οδηγός ταξί.

Ισχυρίζεται ότι το ποσό των €600 που αποδέχτηκε να καταβάλλει η Αιτήτρια είναι δυσανάλογο τόσο με τις πραγματικές ανάγκες των παιδιών όσο και με τα εισοδήματα του και ότι η μείωση του ποσού της διατροφής στο ποσό των €200 και για τα τρία ανήλικα τέκνα θα επιφέρει ζημιά στον ίδιο αλλά κυρίως στα τρία ανήλικα παιδιά τους.

Αμφότερα τα μέρη καταχώρησαν συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις όπου αμφότεροι προβάλλουν περαιτέρω ισχυρισμούς γύρω από τις οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων και αναφορικά με  τα έξοδα των ανηλίκων αλλά και άλλους ισχυρισμούς αναφορικά με ζητήματα που άπτονται της γονικής μέριμνας των ανηλίκων και της σχέσης της Αιτήτριας με τα ανήλικα τέκνα τους.

Σημειώνω ότι στο στάδιο αυτό δεν απαιτείται λεπτομερής αξιολόγησή της μαρτυρίας[1],      ούτε οριστική διάγνωση των θεμάτων που συνάπτονται με τα επίδικα.

 

 Νομική Πτυχή

Το άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίου Νόμου Ν.14/60  καθορίζει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να δικαιολογείται η έκδοση προσωρινού διατάγματος, οι οποίες είναι οι ακόλουθες:

 

α)         Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση.

β)         Η ύπαρξη ορατής πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγων σε θεραπεία στην αγωγή, και

γ)         Ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρως δικαιοσύνη, σε μεταγενέστερο στάδιο, χωρίς την έκδοση του διατάγματος.

Οι πιο πάνω προϋποθέσεις έχουν αναλυθεί σε έκταση στη νομολογία[2]. Η πρώτη προϋπόθεση δεν εξυπακούει τίποτα περισσότερο από την αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης με βάση τις έγγραφες προτάσεις.

Όσον αφορά τη δεύτερη, είναι αρκετό για το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας. Αυτή έχει ερμηνευθεί να σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά και πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων.

Η τρίτη προϋπόθεση, όπως αναλύεται στην υπόθεση Οδυσσέως[3], σχετίζεται με το θέμα επάρκειας της θεραπείας υπό το φως των γεγονότων της κάθε υπόθεσης. Αν η επιδίκαση αποζημιώσεων στο τελικό στάδιο είναι αρκετή για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του Αιτητή, τότε η έκδοση του παρεμπίπτοντος διατάγματος δεν είναι απαραίτητη.

 

Όπως έχει λεχθεί από την νομολογία[4], το κριτήριο για την έκδοση ενός ενδιάμεσου διατάγματος, είναι η αδυναμία απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, η έννοια δε της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με τη στενή αντίληψη της υλικής ζημίας αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτητή.

 

Όπως υποδεικνύεται στην Οδυσσέως[5]το Δικαστήριο, στο τελικό στάδιο, θα πρέπει να σταθμίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα[6].

 

Οι πιο πάνω προϋποθέσεις που απαιτεί το άρθρο 32 του Ν.14/60 , κρίνονται με βάση τα γεγονότα που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά και με βάση τις διατάξεις του Νόμου που διέπει το υπό κρίση θέμα, οι οποίες στην εξεταζόμενη περίπτωση είναι τα 33 και 38 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 ( Ν. 219/90).

Το άρθρο 33 (1) του Νόμου επιβάλλει στους γονείς την κοινή υποχρέωση για διατροφή του ανήλικου τέκνου τους ανάλογα με τις οικονομικές δυνάμεις του καθενός.

Το Άρθρο 38(1)  ορίζει «Αν αφότου εκδόθηκε η απόφαση που προσδιορίζει τη διατροφή  μεταβλήθηκαν οι όροι της, το Δικαστήριο μπορεί να τροποποιήσει  την απόφαση του ή και να διατάξει τον τερματισμό της διατροφής».

 

Όπως έχει καθοριστεί από τη νομολογία, μόνο γεγονότα τα οποία ανακύπτουν μετά την έκδοση του αρχικού διατάγματος είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη προς αναθεώρηση του υφιστάμενου διατάγματος. Είναι η μεταβολή των όρων που καθιστά την αρχική απόφαση μεταρρυθμιστέα.[7] Ο αιτητής δε, δηλαδή το άτομο το οποίο αξιώνει την τροποποίηση του ποσού της διατροφής, φέρει το βάρος της απόδειξης της μεταβολής των όρων που οδήγησαν στην έκδοση του.[8]

 

Εξέταση της αίτησης

Έχω μελετήσει με προσοχή όλα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου, τις ένορκες δηλώσεις των μερών και τα επισυνημμένα σε αυτές τεκμήρια καθώς επίσης και όλα όσα ανέφεραν οι συνήγοροι των διαδίκων με τις γραπτές αγορεύσεις τους.

Η υπό κρίση αίτηση παρότι καταχωρίστηκε μονομερώς διατάχθηκε από το Δικαστήριο να επιδοθεί έτσι απώλεσε τη μονομερή της υπόσταση.[9] Συνακόλουθα οι προβαλλόμενοι λόγοι ένστασης περί μη απόδειξης του κατεπείγοντος όπως επίσης και περί απόκρυψης γεγονότων δεν βρίσκουν έρεισμα αφού η αίτηση επιδόθηκε στον Καθ’ ου η αίτηση δίδοντας του με αυτό το τρόπο την ευκαιρία να παραθέσει τη δική του εκδοχή πριν το Δικαστήριο αποφασίσει για την έκδοση ή μη των αιτούμενων προσωρινών διαταγμάτων.

Θα προχωρήσω ακολούθως να εξετάσω κατά πόσο πληρούνται οι τρείς προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 32 του Ν. 14/1960, εξετάζοντας την μαρτυρία πολύ προσεχτικά, έχοντας κατά νου ότι το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό δεν θα υπεισέλθει στην ουσία της διαφοράς ούτε θα καταλήξει σε τελικά ευρήματα και ότι δεν είναι επιτρεπτό για το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό να υπεισέλθει στις εκατέρωθεν αντικρουόμενες εκδοχές των διαδίκων και να τις εξετάσει[10]. Θα προσεγγίσω λοιπόν τη μαρτυρία μόνο στο βαθμό που είναι απαραίτητο για να κριθεί το επίδικο στην ενδιάμεση αίτηση ζήτημα.

Η Αιτήτρια, ούσα η μητέρα των ανήλικων τέκνων, είναι υπόχρεη καταβολής διατροφής δυνάμει τελικού διατάγματος του Δικαστηρίου. Η Αιτήτρια με την εναρκτήρια αίτηση επιδιώκει να ακυρώσει ή να τροποποιήσει το εν λόγω διάταγμα διατροφής για τους λόγους που ισχυρίζεται. Ο νόμος[11] της παρέχει το δικαίωμα να αξιώσει την τροποποίηση ή τον τερματισμό του διατάγματος διατροφής νοουμένου ότι θα αποδείξει στην εναρκτήρια αίτηση τέτοια μεταβολή των όρων έκδοσης του διατάγματος που να καθιστούν δικαιολογημένη την τροποποίηση ή τον τερματισμό του. Συνακόλουθα θεωρώ ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση με ορατές τις πιθανότητες επιτυχίας, έχοντας κατά νου ότι στο στάδιο αυτό η πιθανότητα επιτυχίας σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά και πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων.

Θα προχωρήσω ακολούθως να εξετάσω εάν πληρείται η τρίτη προϋπόθεση, δηλαδή το κατά πόσο είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Το διάταγμα διατροφής εκδόθηκε 8 μήνες πριν την καταχώρηση της ως άνω εναρκτήριας αίτησης. Η Αιτήτρια δεν προβάλλει οποιοδήποτε ισχυρισμό περί μείωσης των εισοδημάτων ή των οικονομικών της δυνατοτήτων. Η Αιτήτρια προβάλλει ισχυρισμούς περί αύξησης των εισοδημάτων του Καθ’ ου η αίτηση και μείωσης των εξόδων των ανηλίκων. Στην αντίπερα όχθη ο Καθ’ ου η αίτηση αρνείται ότι τα εισοδήματα του έχουν αυξηθεί για τους λόγους που προβάλλει στις ένορκες του δηλώσεις και ισχυρίζεται ότι από την έκδοση του διατάγματος τα έξοδα των ανηλίκων έχουν αυξηθεί. Το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό δεν θα καταλήξει σε ευρήματα αναφορικά με το κατά πόσο οι οικονομικές δυνάμεις του Καθ’ ου η αίτηση έχουν αυξηθεί ή μειωθεί ούτε  κατά πόσο τα έξοδα των ανηλίκων έχουν πράγματι μειωθεί στο διάστημα αυτό των οκτώ μηνών από την έκδοση του διατάγματος. Πρόκειται για αντικρουόμενους ισχυρισμούς των διαδίκων που θα εξεταστούν κατά την ακρόαση της εναρκτήριας αίτησης όπου το Δικαστήριο θα έχει ενώπιον του το σύνολο της μαρτυρίας, θα αξιολογήσει τις εκατέρωθεν θέσεις και θα καταλήξει σε ευρήματα.

 

Αναφορικά με τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας περί έκδοσης του τελικού διατάγματος κατόπιν άσκησης σε αυτήν ψυχικής πίεσης και εκφοβισμού, όπως προκύπτει η εναρκτήρια αίτηση καταχωρίστηκε περίπου οκτώ μήνες μετά την έκδοση του τελικού διατάγματος και η υπό κρίση αίτηση καταχωρίστηκε περίπου ένα χρόνο μετά την έκδοση του τελικού διατάγματος. Δεν προκύπτει να έχει προβεί η Αιτήτρια σε οποιαδήποτε καταγγελία εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση για άσκηση ψυχικής πίεσης ή εκφοβισμού ούτε παρουσίασε οποιοδήποτε ιατρικό πιστοποιητικό αναφορικά με την ψυχική της υγεία στο χρόνο εκείνο. Χωρίς ωστόσο να καταλήγω σε οποιαδήποτε ευρήματα θα περιοριστώ να αναφέρω ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί της Αιτήτριας, τους οποίους ο Καθ’ ου η αίτηση αρνείται και αμφισβητεί, παραμένουν ζωντανοί για να εξεταστούν κατά την ακρόαση της εναρκτήριας αίτησης όπου πλέον το Δικαστήριο θα μπορεί να καταλήξει σε ευρήματα. Για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας είναι ικανοποιητικό ότι η Αιτήτρια, όπως αναφέρω και πιο πάνω, δεν προβάλλει οποιοδήποτε ισχυρισμό περί μείωσης των εισοδημάτων ή των οικονομικών της δυνάμεων και δει ουσιώδη από τον χρόνο έκδοσης του διατάγματος. Σημειώνω δε ότι όταν υφίσταται ένα διάταγμα, που μάλιστα εκδόθηκε εκ συμφώνου, το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου τίθεται ζήτημα τροποποίησης του οφείλει να εκλαμβάνει ότι στο χρόνο που αυτό είχε εκδοθεί ήταν το κατάλληλο στις περιστάσεις της υπόθεσης[12].

 

Χωρίς να παραγνωρίζω τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας περί πιθανού κινδύνου φυλάκισης της λόγω ισχυριζόμενης οικονομικής αδυναμίας συμμόρφωσης με το υφιστάμενο διάταγμα διατροφής αναφέρω ότι η ενδεχόμενη φυλάκιση της λόγω μη καταβολής του οφειλόμενου ποσού της συνεισφοράς της στη διατροφή των ανήλικων τέκνων της δεν μπορεί από μόνη της να ικανοποιήσει την τρίτη προϋπόθεση. Ούτε βεβαίως μπορώ να παραγνωρίσω το γεγονός ότι σε περίπτωση αναστολής ή μείωσης του διατάγματος διατροφής, το οποίο εκδόθηκε εκ συμφώνου οκτώ μήνες πριν την καταχώρηση της παρούσας υπόθεσης, τα ανήλικα χωρίς την συνεισφορά της Αιτήτριας ενδέχεται να στερηθούν βασικές ανάγκες και αγαθά και η ζημιά και η ταλαιπωρία που θα έχουν υποστεί δεν θα μπορεί να αποκατασταθεί εκ των υστέρων σε περίπτωση που αποτύχει ή πετύχει μερικώς η εναρκτήρια αίτηση. Από την άλλη, σε περίπτωση που η Αιτήτρια πετύχει στην κυρίως αίτηση το όποιο διάταγμα δύναται να έχει αναδρομική ισχύ. Αν φανεί δε κατά την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης ότι η Αιτήτρια αδικαιολόγητα κατέβαλλε στον Καθ’ ου η αίτηση το ποσό που οφείλει να καταβάλλει με βάση το επίδικο διάταγμα, μπορεί με την κατάλληλη διαταγή αυτό να της επιστραφεί. Κρίνω λοιπόν ότι δεν πληρείται η τρίτη προϋπόθεση. Από τα όσα  έχουν τεθεί ενώπιον μου δεν έχω ικανοποιηθεί για την ύπαρξη τέτοιων λόγων που να δικαιολογούν την άμεση επέμβαση του Δικαστηρίου για αναστολή ή μείωση του διατάγματος διατροφής μέχρι την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης.

 

Περαιτέρω, σταθμίζοντας όλα τα ανωτέρω και ειδικότερα την ζημιά που θα υποστούν τα ανήλικα σε περίπτωση που αναστείλω ή μειώσω το διάταγμα διατροφής και εντέλει η εναρκτήρια αίτηση τυχόν αποτύχει ή έστω πετύχει μερικώς, κρίνω για τους λόγους που έχω εξηγήσει πιο πάνω ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας γέρνει υπέρ της διατήρησης του υφιστάμενου διατάγματος διατροφής ως έχει μέχρι την εκδίκαση της κυρίως αίτησης όπου πλέον το Δικαστήριο θα έχει ενώπιον να εξετάσει το σύνολο της μαρτυρίας και τους αντικρουόμενους ισχυρισμούς των διαδίκων. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Πολιτική Έφεση 292/2010[13] : 

«.......είναι αρκετό να υπενθυμίσουμε ότι το ισοζύγιο των πιθανών επιπτώσεων (balance of convenience) έχει στο επίκεντρο του τον κίνδυνο αδικίας που θα προκύψει αν φανεί ότι η απόφαση που δόθηκε στο ενδιάμεσο στάδιο είναι λανθασμένη. Ο κίνδυνος αυτός εναποθέτει στο Δικαστήριο το καθήκον όπως, κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, ισοζυγίζει τα ενώπιον του στοιχεία και υιοθετεί εκείνη την πορεία η οποία φαίνεται να ενέχει τους λιγότερους κίνδυνους αδικίας (βλ. Baccardi & Co Ltd vVinco Ltd (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 788 η οποία υιοθέτησε τα λεχθέντα από το Δικαστή Hoffman στην Films Rover International Limited v. Cannon Film Sales Limited (1987) 1 W.L.R. 690).

(*υπογράμμιση του Δικαστηρίου)

 

Υπό τις περιστάσεις και για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω κρίνω ότι η διατήρηση του υφιστάμενου διατάγματος διατροφής ως έχει μέχρι την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης φαίνεται να ενέχει τους λιγότερους κινδύνους αδικίας, επαναλαμβάνοντας ότι δικαιούχοι της διατροφής είναι τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων τα οποία χωρίς την συνεισφορά της Αιτήτριας ενδέχεται να στερηθούν βασικές ανάγκες και αγαθά και η ζημιά και η ταλαιπωρία που θα έχουν υποστεί δεν θα μπορεί να αποκατασταθεί εκ των υστέρων σε περίπτωση που αποτύχει ή πετύχει μερικώς η εναρκτήρια αίτηση.

           

            Συνακόλουθα η αίτηση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται. Τα έξοδα  επιδικάζονται υπέρ του Καθ’ ου η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας της κυρίως αίτησης.

 

 

                                                                [Υπ.] .…..……….………………………

                                                                  Ν. Παπακωνσταντίνου Πότση, Δ.

 

 

Πιστόν Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητης

 

 



[1] Βλ. Jonitexo Ltd νAddidas (1984) Α.Α.Δ. 263

[2] βλΟδυσσέως v. Pieris Estates (1982) 1 Α.Α.Δ. 557Κυτάλα κ.ά. v.  Χρυσάνθου κ.α. (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 253Κ.Ο.Τ. v. Θεωρή (1989) 1 (ΕΑ.Α.Δ. 255, M.  Ch. Mitsingas Tr. Ltd κ.ά. v. Timberland (1997) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1791Parico Aluminium  Designs Ltd. v. Muskita Aluminium Co. Ltd. κ. ά. (2002) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2015 κ.α

[3][3] Βλ. ανωτέρω.

[4] Mitsingas Ltd vTimberland (1997) 1 ΑΑΔ 1791

[5] Βλ. ανωτέρω

[6] βλΙπποδρομιακή Αρχή v. Χ" Βασίλη  (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 152

[8] M.F v. Σ.Χ. Έφεση αρ. 22/2020 ημερομηνίας 19 Ιουλίου 2022.

[9] βλ. Κώστας Σμυρνιός (2000) 1 ΑΑΔ 43, Κυριακίδης ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λ.τ.δ. (2011) 1 (β) ΑΑΔ 2011, The Royal Bank of Scotland ν. Πλοίο "KALIA"  (2012) 1 ΑΑΔ 6). 

[10] Ν.Γ.Χ. ν. Τ.L., Έφ. Αρ.32/2021, ημερ.23.6.2022

[13] Ευστρατίου v. Dicran Ouzounian and Company Limited Πολιτική Έφεση 292/2010, ημερ. 20/1/14


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο