ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ
Ενώπιον: Α. Παναγή, Δ. Οικ. Δ
Αρ. Αίτησης: 7/2025 iJ
Μεταξύ:
Χ. Σ εκ Παραλιμνίου
Αιτητής
και
Μ.Ζ εκ Λάρνακας
Καθ' ης η αίτηση
ΑΙΤΗΣΗ ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 17/2/2025
Ημερομηνία: 6 Οκτωβρίου, 2025
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για τον Αιτητή: κα Λένια Γιουσελλή
Για τον Καθ’ ης η αίτηση: κος Νικόλας Νικολάου δια Ν. Γ. Νικολάου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Στα πλαίσια της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αίτησης, στις 17/2/25 ο αιτητής καταχώρησε Αίτηση Χωρίς Ειδοποίηση με την οποία ζητά προσωρινό διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η καθ’ ης η αίτηση να καταβάλλει το ποσό των €400 μηνιαίως ως συνεισφορά του στη διατροφή και συντήρηση του ανήλικου τέκνου των διαδίκων Μ Σ μέχρι τελικής εκδίκασης της εναρκτήριας αίτησης και ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο επιλαμβανόμενο της Αίτησης Χωρίς Ειδοποίηση δεν εξέδωσε οποιοδήποτε διάταγμα και διέταξε την επίδοση της στην καθ’ ης η αίτηση.
Στις 4/4/25, η καθ’ ης η αίτηση καταχώρησε ένσταση προβάλλοντας συνοπτικά τους ακόλουθους λόγους: Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Α.32 του Ν.14/60, η αίτηση είναι παράτυπη ή και άκυρη ή και δεν πληροί τις προϋποθέσεις των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του αιτητή που δεν αποκαλύπτονται σε αυτήν όλα τα γεγονότα και ή ο αιτητής απέκρυψε ουσιώδη γεγονότα και έχει ψευδορκήσει σε βάρος της καθ’ ης η αίτηση με μοναδικό σκοπό να παραπλανήσει το Δικαστήριο. Η καθ’ ης η αίτηση αδυνατεί να καταβάλλει το ποσό το οποίο αιτείται ο αιτητής, η αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη, ο αιτητής δεν ήρθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και παρουσίασε στο Δικαστήριο λανθασμένα ή και παραπλανητικά ή και ελλιπή γεγονότα ή και τεκμήρια ή και στοιχεία.
Η ακρόαση της παρούσας διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων και ολοκληρώθηκε με την καταχώρηση των γραπτών αγορεύσεων των δικηγόρων των διαδίκων. Η πλευρά του αιτητή καταχώρησε συμπληρωματική ένορκη δήλωση ενώ ουδείς εκ των διαδίκων αντεξετάστηκε.
Το Δικαστήριο, κατωτέρω, θα προχωρήσει σε μία σύντομη παράθεση των ουσιωδών ισχυρισμών των διαδίκων οι οποίοι αφορούν στα κριτήρια που θέτει ο Νόμος για τον καθορισμό της συνεισφοράς των γονέων στη διατροφή ανηλίκων τα οποία είναι οι ανάγκες των ανηλίκων και οι δυνάμεις των υπόχρεων γονέων.
Στους λοιπούς ισχυρισμούς των διαδίκων, οι οποίοι για σκοπούς εξέτασης της υπό κρίσης αίτησης δεν θεωρούνται ουσιώδεις θα γίνει αναφορά κατωτέρω στο βαθμό που αυτό θα κριθεί αναγκαίο.
Στην ένορκη δήλωση του αιτητή, η οποία υποστηρίζει την αίτηση του, αναφέρονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: Με την καθ’ ης η αίτηση τέλεσαν Πολιτικό γάμο το 2016 ο οποίος λύθηκε με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου στις 9/10/19. Από τον γάμο τους απέκτησαν ένα τέκνο τον Μ ο οποίος γεννήθηκε στις 15/12/15. Στις 20/6/18 εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα με το οποίο, μεταξύ άλλων, ανατέθηκε στον αιτητή η φύλαξη και φροντίδα του ανηλίκου και ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας της καθ’ ης η αίτηση με το ανήλικο. Αντίγραφο του αναφερόμενου διατάγματος κατατέθηκε ως τεκμήριο 1.
Ο αιτητής αναφέρει ότι από το 2017 που οι διάδικοι τέθηκαν σε διάσταση, η καθ’ ης η αίτηση ουδέν ποσό κατέβαλε για τη διατροφή του ανήλικου τέκνου τους και ο αιτητής κάλυπτε πάντα με τη βοήθεια των γονέων του τα έξοδα διατροφής και συντήρησης του ανηλίκου. Πλέον όμως, όπως αναφέρει, τα έξοδα του ανηλίκου αυξήθηκαν κατακόρυφα, οι γονείς του δεν μπορούν πλέον να συνεισφέρουν αφού έχουν μειωθεί τα εισοδήματα τους ενώ τα έξοδα τους αυξήθηκαν λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζουν.
Σε σχέση με τα εισοδήματα του, αναφέρει ότι εργάζεται ως σερβιτόρος με εισόδημα περί τα €1.900 καθαρά και καταθέτει κατάσταση αποδοχών του για το έτος 2024 ως τεκμήριο 2. Κάθε Δεκέμβριο, και τις πλείστες χρονιές και τον Ιανουάριο δεν εργάζεται. Λαμβάνει επίδομα μονογονιού ύψους €212 μηνιαίως, και επίδομα τέκνου περί τα €500 ετησίως, ήτοι €41 μηνιαίως.
Σε σχέση με τα εισοδήματα της καθ’ ης η αίτηση αναφέρει ότι εργάζεται ως ιδιωτική υπάλληλος με απολαβές περί τα €1.000 μηνιαίως ενώ έχει τη δυνατότητα να αυξήσει τα εισοδήματα της αφού όπως η ίδια αναφέρει σε άλλη ένορκη δήλωση της στα πλαίσια Αίτησης Γονικής Μέριμνας την οποία καταχώρησε για τροποποίηση του υφιστάμενου διατάγματος γονικής μέριμνας, στο παρελθόν ασχολείτο με τρεις δουλειές. Καταθέτει ως τεκμήριο 3 αντίγραφο της αναφερόμενης ένορκης δήλωσης.
Παραθέτει αναλυτικό πίνακα με τα μηνιαία έξοδα διατροφής και συντήρησης του ανήλικου τέκνου των διαδίκων τα οποία ανέρχονται συνολικά στα €971.41 και ειδικότερα:
€
α) Έξοδα δασκάλας για βοήθεια στην κατ’ οίκον εργασία 130
β) Ιδιαίτερα μαθήματα Αγγλικών (€55χ10/12) 45.83
γ) Εγγραφή και βιβλία για ιδιαίτερα Αγγλικών 5.58
δ) Αναλογία ηλεκτρικού ρεύματος-νερού-θέρμανσης-internet 75
ε) Σίτιση 250
στ) Ένδυση 50
ζ) Υπόδηση 50
η) Τηλέφωνο 10
θ) Διακίνηση 50
ι) Ψυχαγωγία 100
κ) Ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και φροντίδα 10
λ) Χαρτζιλίκι σχολείου (€66χ10/12) 55
μ) Γραφική ύλη και σχολικά βοηθήματα ως και ρούχα και παπούτσια
για το σχολείο (€600 ετησίως) 50
v) Έξοδα προσωπικής υγιεινής και καλλωπισμού 20
ξ) Έξοδα κοινωνικών υποχρεώσεων -Δώρα γενεθλίων 60
ο) Απρόβλεπτα έξοδα 10
Προς υποστήριξη των εξόδων ο αιτητής καταθέτει τα τεκμήρια 4-6, ήτοι μια απόδειξη πληρωμής της δασκάλας, μια απόδειξη πληρωμής των Αγγλικών και ένα λογαριασμό της ΑΗΚ.
Με βάση τις ανάγκες του ανηλίκου και την εισοδηματική ικανότητα των διαδίκων η καθ’ ης η αίτηση είναι σε θέση να καταβάλλει το ποσό των €400 μηνιαίως για τη διατροφή του ανηλίκου.
Όπως τον συμβουλεύουν οι δικηγόροι του, είναι επείγον να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα αφού δεν δύναται πλέον να ανταπεξέλθει στις ανάγκες διατροφής και συντήρησης του ανηλίκου. Υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, υπάρχει πιθανότητα επιτυχίας και αν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα θα είναι δύσκολο να ανταπεξέλθει πλέον στις ανάγκες διατροφής του ανηλίκου και να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.
Στην ένορκο δήλωση η οποία υποστηρίζει την ένσταση της, η καθ’ ης η αίτηση αναφέρει μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: Παραδέχεται ότι εκδόθηκε εκ συμφώνου το διάταγμα γονικής μέριμνας στο οποίο αναφέρεται ο αιτητής και ο λόγος που αποδέχθηκε όπως αναφέρει την έκδοση του ήταν γιατί συμφώνησαν με τον αιτητή ότι δεν θα της στερούσε οποιαδήποτε επιπλέον επικοινωνία με τον ανήλικο ζητούσε.
Αναφέρει ότι συμβάλλει δραστικά και καθημερινά στα έξοδα του ανηλίκου, ενώ αναφέρει επίσης ότι καταχώρησε Αίτηση για τροποποίηση του υφιστάμενου διατάγματος Γονικής μέριμνας κατά τρόπο που να αναθέτει στην ίδια τη φύλαξη και φροντίδα του ανηλίκου. Παράλληλα, όπως αναφέρει, καταχώρησε ενδιάμεση αίτηση με την οποία ζητά αύξηση του δικαιώματος επικοινωνίας της με το ανήλικο.
Αναφέρει επίσης ότι ο ανήλικος διανυκτέρευε μαζί της τρεις ή τέσσερις ημέρες την εβδομάδα για πολλά χρόνια και έτσι συνεισέφερε σημαντικά στα έξοδα του και για αυτό το λόγο ο αιτητής δεν καταχώρησε αίτηση διατροφής τόσα χρόνια.
Αναφέρει ότι ο αιτητής εργάζεται ως υπεύθυνος μπαρ και εστιατορίου σε Ξενοδοχείο και τα εισοδήματα του είναι πολύ περισσότερα από το ποσό των €1.900 μηνιαίως.
Η ίδια εργάστηκε τους τελευταίους δυο μήνες σε ιδιωτικό γραφείο εξεύρεσης εργασίας και τα εισοδήματα της ανήλθαν στο ποσό των €1084 μηνιαίως μεικτά ήτοι €950 καθαρά και καταθέτει μια κατάσταση μισθοδοσίας της ως τεκμήριο «Α». Προηγουμένως εργαζόταν για δυο χρόνια σε μηχανικό αυτοκινήτων και το μηνιαίο της εισόδημα ανερχόταν περί τα €950 μηνιαίως. Στην παρούσα φάση έχασε την εργασία της αφού αδυνατεί να εργαστεί λόγω κατάγματος που υπέστη στο χέρι και είναι άνεργη. Καταθέτει ως τεκμήριο Β πιστοποιητικό ασθενείας της και βεβαίωση από το γιατρό της για την τρέχουσα αδυναμία της να εργαστεί.
Το γεγονός ότι ο ανήλικος βρίσκεται μαζί της όλα τα Σαββατοκυρίακα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι έχει την επίβλεψη της θυγατέρας της την οποία απέκτησε από προηγούμενη σχέση της δεν της επιτρέπουν να αναλάβει επιπρόσθετη εργασία ή να ασχοληθεί με περισσότερες δουλειές όπως έπραττε στο παρελθόν.
Απορρίπτει όλα όσα αναφέρει ο αιτητής σε σχέση με τα έξοδα του ανηλίκου και καταγράφει αναλυτικά τη δική της θέση σε σχέση με έκαστο κονδύλι και συγκεκριμένα:
α)Τα έξοδα για τη δασκάλα είναι υπέρογκα, υπερβολικά και θα μπορούσε να εξευρεθεί μια πιο οικονομική λύση ενώ θα μπορούσε ο ανήλικος να λαμβάνει βοήθεια από την ίδια ή τον αιτητή προς αποφυγή του συγκεκριμένου εξόδου.
β) Το ποσό των €5.58 για την εγγραφή και τα βιβλία των Αγγλικών είναι αδικαιολόγητο και παράδοξο
γ) Όσον αφορά τους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας το ποσό είναι υπερβολικό και υπέρογκο λαμβάνοντας υπόψιν ότι στο πατρικό σπίτι του αιτητή στο οποίο διαμένει ο ανήλικος διαμένουν επίσης ο παππούς η γιαγιά η θεία ο σύντροφος της θείας και οι δυο ενήλικος ξαδέρφες του ανηλίκου.
δ) Τα ποσά για την σίτισή, ένδυση και υπόδηση είναι υπερβολικά και ατεκμηρίωτα.
ε) Το ποσό των €10 για την συνδρομή τηλεφώνου είναι αδικαιολόγητο αφού ο πατέρα της καθ΄ης η αίτηση αγόρασε iPhone στο ανήλικο αλλά ο αιτητής αποφάσισε να του αγοράσει και δεύτερο κινητό με αποτέλεσμα ο ανήλικος να έχει ένα κινητό στο σπίτι της καθ΄ης η αίτηση και ένα στο σπίτι του αιτητή.
στ) Το ποσό των €50 για την μετακίνηση του ανηλίκου είναι αδικαιολόγητο αφού ο ανήλικος μπορεί να πηγαίνει πεζός στα ιδιαίτερα μαθήματα του τα οποία είναι πάρα πολύ κοντά στο χώρο που διαμένει.
ζ) Τα έξοδα ψυχαγωγίας και τα έξοδα κοινωνικών υποχρεώσεων τα οποία καθορίζονται στο συνολικό ποσό των €160 μηνιαίως είναι αδικαιολόγητο και ατεκμηρίωτο.
η) Το ποσό που αναφέρεται ως χαρτζιλίκι σχολείου δεν δικαιολογείται καθώς είναι υπερβολικό.
θ) Το ποσό για τη γραφική ύλη τα σχολικά βοηθήματα τα ρούχα και τα παπούτσια είναι υπέρογκο, αδικαιολόγητο και ατεκμηρίωτο.
ι) Το κονδύλι των €10 για τα απρόβλεπτα έξοδα απορρίπτεται ως ατεκμηρίωτο.
Αναφέρει ότι η ίδια συμβάλλει στα έξοδα του ανηλίκου, ότι ο αιτητής δεν βρίσκεται σε δύσκολη οικονομική θέση αφού ο μισθός του είναι υψηλός ενώ δεν καταβάλλει οποιοδήποτε ποσό ως ενοίκιο και δεν έχει οποιοδήποτε δάνειο.
Το ποσό των €400 που ζητά ο αιτητής είναι πέραν των οικονομικών της δυνατοτήτων.
Επαναλαμβάνει ότι έχει ακόμη μια ανήλικη θυγατέρα 13 ετών για την οποία λαμβάνει ως διατροφή από τον πατέρα της το ποσό των €240 μηνιαίως αλλά η ίδια επωμίζεται σημαντικό μέρος των εξόδων της. Διαμένει με την οικογένεια της σε ενοικιαζόμενη κατοικία και καταβάλλουν ως ενοίκιο το ποσό των €680 μηνιαίως, η αναλογία της στο ενοίκιο ανέρχεται στα €340 ενώ καταβάλλει επίσης το ποσό των €250 για την εξόφληση δανείου για την αγορά αυτοκινήτου.
Αναφέρει ότι με βάση την οικονομική της δυνατότητα την οποία καθορίζει στα €1.000 περίπου καθαρά μηνιαίως, είναι σε θέση να συνεισφέρει το ποσό των €100 για τη διατροφή και συντήρηση του ανήλικου υιού των διαδίκων.
Το αιτούμενο από τον αιτητή ποσό των €400 είναι υπερβολικό, και δεν έχει καταδειχθεί ότι συντρέχουν λόγοι που να ικανοποιούν την τρίτη προϋπόθεση ότι δηλαδή ο αιτητής θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη από τη μη έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων και ότι δεν θα μπορεί να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.
Τέλος αναφέρει ότι το συμφέρον του τέκνου της επιβάλλει την απόρριψη της αίτησης ενώ το ποσό των €400 μηνιαίως είναι υπερβολικό, αδικαιολόγητο και πέραν από τις δικές της οικονομικές δυνατότητες.
Στην συμπληρωματική ένορκη δήλωση του δήλωση ο αιτητής, μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι ουδέποτε η καθ’ ης η αίτηση είχε συχνή επικοινωνία με το ανήλικο και ότι ο ανήλικος διανυκτέρευε μαζί της τρεις με τέσσερις μέρες την εβδομάδα.
Μέχρι ο ανήλικος να γίνει πέντε χρονών, ο αιτητής παρέδιδε και παραλάμβανε αυτόν στην αιτήτρια στη Λάρνακα τις μέρες και ώρες που προέβλεπε το διάταγμα, ο ανήλικος διέμενε με τους γονείς της καθ’ ης η αίτηση τις μέρες και ώρες που προέβλεπε το διάταγμα, ενώ με την καθ’ ης η αίτηση διανυκτέρευε δυο με τρεις φορές το χρόνο.
Ο λόγος που δεν ζήτησε διατροφή όλα αυτά τα χρόνια είναι για να μην έρθει σε ρήξη με την καθ’ ης η αίτηση, όμως, τα έξοδα του ανηλίκου πλέον έχουν αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό που επιβάλλεται και καθίσταται αναγκαία η συνεισφορά της καθ’ ης η αίτηση, ενώ όπως αναφέρει, οι γονείς του οι οποίοι ούτως ή άλλως πλέον δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα, δεν είναι υποχρεωμένοι να συνεισφέρουν πάντα.
Αρνείται ότι η καθ’ ης η αίτηση έχασε την εργασία της και ότι είναι άνεργη επειδή απλά έσπασε το χέρι της και βρίσκεται η βρισκόταν σε άδεια ασθενείας.
Παραδέχεται ότι η καθ’ ης η αίτηση είναι μητέρα ακόμη ενός κοριτσιού ηλικίας 13 ετών, το οποίο όμως όπως αναφέρει διαμένει με τους γονείς της καθ’ ης η αίτηση από το έτος 2017, ήτοι λίγο πριν την διάσταση των διάδικων, και διαμένει με την καθ’ ης η αίτηση μόνο λίγες μέρες το καλοκαίρι. Συνακόλουθα, καμία υποχρέωση αναλαμβάνει η καθ’ ης η αίτηση σε σχέση με την ανήλικη την οποία φροντίζουν αποκλειστικά οι παππούδες της.
Σε σχέση με τη θέση της καθ’ ης η αίτηση ότι θα μπορούσε και η ίδια να βοηθά τον ανήλικο με τα μαθήματα του και να μην χρειάζονται οι υπηρεσίες δασκάλας, ο αιτητής αναφέρει ότι η καθ’ ης η αίτηση αποφεύγει και δεν ασκεί καν το δικαίωμα επικοινωνίας της με το ανήλικο τη μια και μοναδική καθημερινή ημέρα της βδομάδας που έχει δικαίωμα επικοινωνίας.
Όσον αφορά τη θέση της καθ’ ης η αίτηση ότι το ποσό των €10 για τη συνδρομή τηλεφώνου είναι αδικαιολόγητο αφού ο ανήλικος έχει τηλέφωνο, ο αιτητής αναφέρει ότι λόγω της συμπεριφοράς της καθ’ ης η αίτηση και της επιμονής της να αγοραστεί για τον ανήλικο iPhone, παρά την άρνηση του αιτητή, για να μπορεί η ίδια να τον ελέγχει όταν ο ανήλικος βρίσκεται με τον αιτητή, ο αιτητής αναγκάστηκε να αγοράσει μια απλή συσκευή στον ανήλικο με αριθμό για να το χρησιμοποιεί κατά τη διάρκεια που βρίσκεται μαζί του.
Σε σχέση με το ενοίκιο ύψους €680 το οποίο ισχυρίζεται ότι καταβάλλει η καθ’ ης η αίτηση με τον συμβίο της, ο αιτητής αναφέρει ότι μέχρι πριν 3-4 μήνες διέμεναν στη Λάρνακα, με πολύ χαμηλό ενοίκιο ενώ πλέον, επειδή η καθ’ ης η αίτηση επιθυμούσε διαμέρισμα με πισίνα καταβάλλουν αυτό το ποσό το ύψος του οποίου είναι αδικαιολόγητο και περιττό.
Αρνείται επίσης ότι η καθ’ ης η αίτηση καταβάλλει το ποσό των €250 μηνιαίως για τη δόση δανείου για την αγορά αυτοκινήτου και αναφέρει ότι ακόμη και να υφίσταται τέτοια υποχρέωση, η διατροφή του ανήλικου τέκνου της προέχει οποιασδήποτε άλλης υποχρέωσης.
Αναφέρει ότι η καθ’ ης η αίτηση μπορεί και πρέπει να συνεισφέρει τουλάχιστον το ποσό των €400 μηνιαίως για τη διατροφή του ανήλικου τέκνου των διαδίκων.
Μελέτησα με τη δέουσα προσοχή και επιμέλεια όλη τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου και τις αγορεύσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων των διαδίκων. Επειδή παρατήρησα ότι στις γραπτές αγορεύσεις των δικηγόρων της αιτήτριας γίνεται προσπάθεια εισαγωγής μαρτυρίας, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μαρτυρικό υλικό προς αξιολόγηση (βλ. Μισιρλής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 379, Κοινότης Λυσού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) (3) ΑΑΔ 537,Παπαργυρού v Μιχαηλίδου Πολ. Εφ. 215/10, ημερ. 25/1/16).
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧH-ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ
Για να δικαιολογείται η έκδοση προσωρινού διατάγματος στη βάση του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 , ως έχει τροποποιηθεί, θα πρέπει να συνυπάρχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α. Ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση,
β. Ορατή πιθανότητα επιτυχίας του Ενάγοντος στην αγωγή, και
γ. Ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε
μεταγενέστερο στάδιο αν δεν εκδοθεί το διάταγμα.
Οι πιο πάνω προϋποθέσεις έχουν αναλυθεί σε έκταση στη νομολογία [βλ. Οδυσσέως v. Pieris Estates (1982) 1 Α.Α.Δ.557 Κυτάλα κ.ά. v. Χρυσάνθου κ.α. (1996)1 (Α) Α.Α.Δ.253, Κ.Ο.Τ. v. Θεωρή (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ.255, M. Ch. Mitsingas Tr. Ltd κ.ά. v. Timberland(1997) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1791, Parico Aluminium Designs Ltd. v. Muskita Aluminium Co. Ltd. κ.ά. (2002) 1 (Γ) Α.Α.Δ.2015, Γεν. Εισαγγελέας v Cyfield, Πολ.Εφ.Αρ. Ε52/21,10/2/22, ECLI:CY:AD:2022:A79 κ.α.
Η πρώτη προϋπόθεση δεν εξυπακούει τίποτα περισσότερο από την αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης με βάση τις έγγραφες προτάσεις.
Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, είναι αρκετό για το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας. Το Δικαστήριο οφείλει να προβεί σε κάποια αξιολόγηση της αποδεικτικής δύναμης της υπόθεσης εκείνου του διαδίκου ο οποίος ζητά ενδιάμεση θεραπεία. Το απαιτούμενο βέβαια επίπεδο δεν είναι πολύ υψηλό. Ό,τι απαιτείται να καταδειχθεί, είναι η πιθανότητα επιτυχίας, ήτοι κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά πολύ λιγότερο από το επίπεδο που καθορίζει το μέτρο απόδειξης στις αστικές υποθέσεις, γνωστό ως «ισοζύγιο των πιθανοτήτων». Σχετική επί του θέματος είναι η απόφαση Λόρδος v. Σιακόλα, Πολ. Έφ. Αρ. Ε143/15, 23/3/2017, ECLI:CY:AD:2017:A102.
Όσον αφορά στην τρίτη προϋπόθεση, η οποία σχετίζεται με την επάρκεια της θεραπείας υπό το φως των γεγονότων της κάθε υπόθεσης, στην Timberland ανωτέρω έχει λεχθεί ότι "η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου σε θεραπεία". Ομοίως στην Κυρίσαββα v. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. έχει λεχθεί: "όμως η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπ' όψη."
Όπως υποδεικνύεται στην Οδυσσέως (ανωτέρω) το Δικαστήριο, στο τελικό στάδιο, θα πρέπει να σταθμίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα [βλ. Ιπποδρομιακή Αρχή v. Χ" Βασίλη (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 152].
Πρόσθετα, στο στάδιο αυτό, το Δικαστήριο εξετάζει την ενώπιον του μαρτυρία με μόνο σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο είναι δίκαιο ή όχι να εκδοθεί ή να διατηρηθεί σε ισχύ το εκδοθέν διάταγμα και δεν αποφαίνεται επί αντικρουόμενων θέσεων, ούτε και καταλήγει στην εξαγωγή τελικών ευρημάτων και διαπιστώσεων, πράγμα το οποίο θα πράξει, ασφαλώς, κατά την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης (βλ.CAT GMBH κ.α. v. AB PCO INV. LTD, Πολ. Εφ. Αρ.9/17, 11/7/2022), ECLI:CY:AD:2022:A306.
Στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο, το πραγματικό υπόβαθρο της αίτησης πρέπει να διακριβώνεται μέσα από τις ένορκες δηλώσεις, τηρουμένης της δυνατότητας αντεξέτασης.
Στην υπόθεση Δημοκρατία της Σλοβενίας v. Beogradska Banka DD (1999), 1 (A) 227, στη σελ. 236 λέχθηκαν τα ακόλουθα από τον τέως Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Αρτεμίδη, όπως ήταν τότε:
"Θα επαναλάβουμε, έστω και με κίνδυνο να γίνουμε φορτικοί, πως οι διαπιστώσεις στις οποίες προβαίνουμε γίνονται για τους σκοπούς της εξέτασης της έκδοσης ή μη του προσωρινού διατάγματος αντικείμενο της πρωτόδικής απόφασης και έφεσης. Όλα τα ζητήματα που εγείρονται στην αγωγή παραμένουν ζωντανά για ν' αποφασιστούν όταν θα εξεταστεί η ουσία της."
Στις περιπτώσεις μονομερών αιτήσεων πρέπει επίσης να καταδεικνύεται το κατεπείγον του αιτήματος. Περαιτέρω, υπάρχει η υποχρέωση του αιτητή, όταν ζητά την έκδοση προσωρινού διατάγματος μονομερώς, να αποκαλύψει όλα τα ουσιώδη γεγονότα (Στυλιανού v. Στυλιανού (1992) 1 (Α) Α.Α.Δ. 583).
Σε περίπτωση που ικανοποιηθούν οι τρεις προϋποθέσεις του Α.32, το Δικαστήριο προχωρά ένα βήμα παραπέρα και στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, αποφασίζει κατά πόσο είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα ((βλ. Οδυσσέως ν. Pieris Estates κ.α. (1982) 1 Α.Α.Δ. 557, Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Χατζηβασίλη (1989) 1 Α.Α.Δ. 152, ABP Holdings v. Κιταλίδη (1994) 1 Α.Α.Δ. 694 και Seamark Consultancy Services Ltd v. Lasala κ.α, Κυπριανούκ.α. v. Lasala κ.α., King Mazax Lines Ltd κ.α. v. Lasala κ.α. (2007)1ΑΑΔ162 [Ολ])). Η διεργασία αυτή είναι γνωστή ως «το ισοζύγιο της ευχέρειας». Στο πλαίσιο τούτο το Δικαστήριο εξετάζει την επίδραση που ενδεχομένως θα έχει η τυχόν έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων στα συμφέροντα των μερών.
Πριν ασχοληθώ με την εξέταση των προϋποθέσεων του Α.32 θα εξετάσω κατά προτεραιότητα τους λόγους ένστασης της καθ’ ης η αίτηση ότι ο αιτητής δεν προσέρχεται με καθαρά χέρια και ότι απέκρυψε ουσιώδη γεγονότα με μοναδικό σκοπό να παραπλανήσει το Δικαστήριο.
Υπενθυμίζω ότι στα πλαίσια της υπό κρίση αίτησης, το Δικαστήριο δεν εξέδωσε οποιοδήποτε διάταγμα μονομερώς αλλά διέταξε την επίδοση της αίτησης η οποία εκ των πραγμάτων κατέστη αίτηση δια κλήσεως.
Σύμφωνα με τη νομολογία, στις δια κλήσεως αιτήσεις δεν εφαρμόζονται οι κανόνες της πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης. (βλ. Κώστας Σμυρνιός (2000) 1 ΑΑΔ 43, Κυριακίδης ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λ.τ.δ. (2011) 1 (β) ΑΑΔ 2011, The Royal Bank of Scotland ν. Πλοίο "KALIA" (2012) 1 ΑΑΔ 6).
Εν προκειμένω, η υπόσταση της αίτησης, ως αίτησης δια κλήσεως, έδωσε το δικαίωμα στην καθ’ ης η αίτηση να ακουστεί και να προβάλει τους λόγους για τους οποίους ενίσταται στην έκδοση προσωρινού διατάγματος. Επομένως τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου οι θέσεις των διαδίκων για να αποφασίσει αν δικαιολογείται η έκδοση ή όχι οποιουδήποτε προσωρινού διατάγματος.
Κατά συνέπεια οι αναφερόμενοι λόγοι ένστασης της καθ’ ης η αίτηση δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί.
Για το θέμα του κατεπείγοντος, παρά το γεγονός ότι δεν αποτελεί λόγο ένστασης της καθ’ ης η αίτηση και προωθείται για πρώτη φορά στην αγόρευση της, θα περιοριστώ να αναφέρω ότι, δεδομένου ότι με την επίδοση της η επίδικη αίτηση κατέστη δια κλήσεως και το θέμα του κατεπείγοντος τυγχάνει αυστηρής εφαρμογής στα πλαίσια εξέτασης μονομερούς αίτησης το Δικαστήριο δεν θα ασχοληθεί με το εν λόγω ζήτημα.
Προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το Α.32.
Οι προϋποθέσεις που απαιτεί το άρθρο 32 του Ν.14/60 και οι οποίες αναφέρθηκαν ανωτέρω, κρίνονται με βάση τα γεγονότα που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά και με βάση τις διατάξεις του Νόμου που διέπει το υπό κρίση θέμα, οι οποίες στην εξεταζόμενη περίπτωση είναι τα άρθρα 33(1) και 37 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Ν.216/90.
Συγκεκριμένα το άρθρο 33(1) ορίζει ότι:
"Οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του".
Το άρθρο 37 ορίζει ότι:
(α) Η διατροφή προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και τις οικονομικές δυνατότητες που υπάρχουν για διατροφή προσώπου.
(β) Η διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του δικαιούχου και επιπλέον, ανάλογα με την περίπτωση, τα έξοδα για την εν γένει εκπαίδευση του".
Η διατροφή ανηλίκων, όπως αυτή ρυθμίζεται από τα άρθρα 33(1) και 37 του Ν. 216/90, συνιστά νομική υποχρέωση των γονέων η οποία ουσιαστικά αποβλέπει στην ικανοποίηση των αναγκών των ανηλίκων. Συνεπώς από τη στιγμή που ο γονέας, επιδιώκει συνεισφορά από τον άλλο γονέα ο οποίος, εκ του νόμου, είναι υπόχρεος να συνεισφέρει, ο πρώτος έχει, πολύ καλή βάση αγωγής. Περαιτέρω, έχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας, εφόσον o άλλος γονέας είναι το πρόσωπο που εκ του νόμου οφείλει να συμβάλλει ανάλογα με τις δυνάμεις του στη διατροφή του τέκνου. Στη βάση των πιο πάνω, κρίνω ότι στην παρούσα αίτηση υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και ότι ο αιτητής έχει ορατές πιθανότητες επιτυχίας στην εναρκτήρια αίτηση.
Ως προς τη συνδρομή της τρίτης προϋπόθεσης του Α. 32 του Ν. 14/60, παρατηρώ ότι το θέμα της διατροφής ανηλίκου είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την καθημερινή διαβίωση του ανηλίκου και την εν γένει ευημερία του, ο οποίος ανήλικος είναι άμεσα εξαρτώμενος από τη συνεισφορά των υπόχρεων γονέων του.
Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι ο αιτητής καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση, χρόνια μετά που ο ανήλικος εγκαταστάθηκε μαζί του αφού όπως αναφέρει πλέον τα έξοδα του ανηλίκου έχουν αυξηθεί, οι γονείς του οι οποίοι τον βοηθούσαν έχουν μεγαλώσει, τα έξοδα τους αυξήθηκαν ενώ τα έσοδα τους μειώθηκαν αφού αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας, ενώ στην συμπληρωματική ένορκη του δήλωση αναφέρει ότι ο λόγος που δεν καταχώρησε αίτηση μέχρι τώρα ήταν γιατί δεν ήθελε να έρθει σε αντιπαράθεση με την καθ’ ης η αίτηση.
Η καθ’ ης η αίτηση αναφέρει ότι ο λόγος για τον οποίο ο αιτητής δεν καταχωρούσε αίτηση όλα αυτά τα χρόνια ήταν γιατί η ίδια συνέβαλλε σημαντικά στα έξοδα του ανηλίκου αφού ο ανήλικος διανυκτέρευε μαζί της πέραν των καθορισμένων στο διάταγμα ημερών. Σημειώνω ότι με την συμπληρωματική ένορκο του δήλωση ο αιτητής αρνείται τον ισχυρισμό της καθ’ ης η αίτηση, ως αναλυτικά κατέγραψα ανωτέρω.
Υπενθυμίζω ότι, η υποχρέωση για την κάλυψη των εξόδων του ανηλίκου βαραίνει τους γονείς αυτού και έκαστος εξ αυτών έχει υποχρέωση να συνεισφέρει στην κάλυψη των εξόδων ανάλογα με την εισοδηματική του ικανότητα. Η καθ’ ης η αίτηση αναφέρει χαρακτηριστικά ότι συμβάλλει «δραστικά και καθημερινά» στα έξοδα του ανηλίκου χωρίς όμως να αναφέρει ποια έξοδα του ανηλίκου καλύπτει και ποιο ποσό δαπανά. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν η καθ’ ης η αίτηση συμβάλλει στα έξοδα του ανηλίκου, η συμβολή της, ενδεχομένως να διακοπεί οποτεδήποτε χωρίς την ύπαρξη σχετικού διατάγματος.
Παραπέμπω για την ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης στη Δημοσθένους v. Δημοσθένους Έφεση Αρ. 21/2019 ημ. 29/6/2020 στην οποία τονίστηκαν τα ακόλουθα:
«Η υποχρέωση αυτή είναι διαρκής. Η πιθανότητα διακοπής της συνεισφοράς του εφεσείοντος ανά πάσα στιγμή και για οποιοδήποτε λόγο δεν τίθεται στη βάσανο μαρτυρίας προς τούτο. Από τη στιγμή που η εφεσίβλητη διεκδίκησε δικαστική συνεισφορά υπό το φως της απομάκρυνσης του εφεσείοντος από τη συζυγική οικία, παραμένει αυτονόητο ότι είτε συναινετικά, είτε διά αποφάσεως μετά από ακρόαση, ένα διάταγμα μέσω Δικαστηρίου, είναι απαραίτητο, προς διασφάλιση των βασικών αναγκών των ανηλίκων.
Σύζυγοι που διαζευγνύονται ή τελούν υπό διάσταση, παραμένουν υπόχρεοι για τη διατροφή των τέκνων τους. Όπου η λογική και η έμφυτη μητρική ή πατρική αγάπη πρυτανεύουν οι σύζυγοι δεν διασταυρώνουν τα ξίφη τους, ούτε αναλώνουν τις δυνάμεις τους στα Δικαστήρια, αλλά αντίθετα τις ενώνουν χάριν της ευημερίας των παιδιών. Αυτό στην ουσία ως θέμα κοινής λογικής, σημείωσε και το Δικαστήριο, στην απόφαση του ότι η επιμονή των διαδίκων να λύνουν τις διαφορές τους δικαστικώς αντί φιλικώς, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι «ανά πάσα στιγμή εν απουσία σχετικού διατάγματος, δυνατόν να οδηγήσει τον Καθ' ου η αίτηση, να σταματήσει να καταβάλλει τα έξοδα διατροφής των ανηλίκων με τραγικές συνέπειες. Ακόμη και η υποβολή και επιμονή στην παρούσα έφεση υποδεικνύει εγγενώς την εν δυνάμει αμφισβήτησης της υποχρέωσης συνέχισης της διατροφής χωρίς δικαστικό διάταγμα.
Τα πιο πάνω επιλύουν και τα όσα ο εφεσείων αναφέρει αναφορικά με την τρίτη προϋπόθεση ότι είναι αδύνατο χωρίς δικαστικό διάταγμα να αποδοθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Ακόμη και με δεδομένο ότι ο εφεσείων όντως συνεισφέρει ήδη στη διατροφή, τι θα τον εμπόδιζε να διαφοροποιήσει τη θέση του ή να μειώσει δραστικά το ποσό το οποίο συνεισφέρει. Υπενθυμίζεται ότι η φύση της παρούσας διαφοράς είναι πολύ διαφορετική από τα συνηθισμένα άλλα προσωρινά διατάγματα που αφορούν συμβατικές, κατά κανόνα, σχέσεις μεταξύ των διαδίκων. Υπερίπταται εδώ η νομοθετική υποχρέωση συνεισφοράς προς όφελος των ανηλίκων». (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)
Στη βάση των όσων ανέφερα ανωτέρω κρίνω ότι συντρέχει η τρίτη προϋπόθεση του Α.32.
Η ίδια η καθ’ ης η αίτηση άλλωστε, φαίνεται τελικά να αποδέχεται την συνδρομή των προϋποθέσεων του Α.32 αφού αναφέρει ότι μπορεί να συνεισφέρει το ποσό των €100 για τη διατροφή του ανήλικου τέκνου της.
Σε περίπτωση που ικανοποιηθούν οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32, το Δικαστήριο προχωρά ένα βήμα παραπέρα και στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, αποφασίζει κατά πόσο είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα (βλ. Οδυσσέως ν. Pieris Estates κ.α. (1982) 1 Α.Α.Δ. 557, Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Χατζηβασίλη (1989) 1 Α.Α.Δ. 152, ABP Holdings v. Κιταλίδη (1994) 1 Α.Α.Δ. 694 και Seamark Consultancy Services Ltd v. Lasala κ.α., Κυπριανούκ.α. v. Lasala κ.α., King Mazax Lines Ltd κ.α. v. Lasala κ.α. (2007)1Α.Α.Δ.162 [Ολ])).
Η διεργασία αυτή είναι γνωστή ως «το ισοζύγιο της ευχέρειας». Στο πλαίσιο τούτο το Δικαστήριο εξετάζει την επίδραση που ενδεχομένως θα έχει η τυχόν έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων στα συμφέροντα των μερών. Πρέπει το Δικαστήριο να επιλέγει την οδό που εμπεριέχει τους λιγότερους κινδύνους αδικίας.
Τα ουσιώδη στοιχεία που πρέπει να έχει ενώπιον του το Δικαστήριο σε υποθέσεις διατροφής είναι τα εισοδήματα των διαδίκων και τα έξοδα των ανηλίκων.
Έχω καταγράψει αναλυτικά ανωτέρω τις θέσεις έκαστου διάδικου σε σχέση τόσο με τα εισοδήματα του όσο και με τα εισοδήματα του άλλου διαδίκου.
Είναι γεγονός ότι υπάρχουν διαφορετικές θέσεις των διαδίκων αναφορικά με το ύψος των εισοδημάτων τους αλλά και την ικανότητα τους για εργασία. Ως αναφέρθηκε στην υπόθεση Δημητρίου ν. Περδίου (2005) 1Β ΑΑΔ 1418, οι δύο γονείς έχουν την υποχρέωση να προβαίνουν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των εισοδημάτων τους.
Από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, την οποία κατέγραψα αναλυτικά ανωτέρω, είναι η θέση του αιτητή ότι εργάζεται σε ξενοδοχείο, λαμβάνει το ποσό των €1.900 μηνιαίως καθαρά, τον Δεκέμβριο έκαστου έτους και τις περισσότερες φορές και τον Ιανουάριο δεν εργάζεται, ενώ λαμβάνει επίσης επίδομα μονογονιού ύψους €212 μηνιαίως, και επίδομα τέκνου ύψους €41 μηνιαίως. Από το τεκμήριο το οποίο παρουσιάζει προς υποστήριξη των εισοδημάτων του από την εργασία του προκύπτει ότι για το έτος 2024, έλαβε το συνολικό ποσό των €26.839 μεικτά, ήτοι το ποσό των €2.236 μικτά μηνιαίως.
Η καθ’ ης η αίτηση ισχυρίζεται ότι τα εισοδήματα από την εργασία του είναι πολύ περισσότερα από το ποσό των €1.900 μηνιαίως που ο ίδιος ισχυρίζεται.
Από την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι η θέση της καθ’ ης η αίτηση ότι τους τελευταίους δυο μήνες εργάστηκε σε ιδιωτικό γραφείο εξεύρεσης εργασίας και τα καθαρά μηνιαία εισοδήματα της ανήλθαν στα €950 (€1.084 μικτά) και καταθέτει προς υποστήριξη των εισοδημάτων από την εργασία της κατάσταση μισθοδοσίας της, από την οποία προκύπτει ότι ο βασικός της μισθός ανέρχεται στο ποσό των €1.084 μηνιαίως.
Αναφέρει ότι προηγουμένως εργαζόταν σε μηχανικό αυτοκινήτων με μηνιαίο εισόδημα περί τα €950. Αναφέρει τέλος ότι στο παρόν στάδιο είναι άνεργη αφού έχασε την εργασία της καθώς αδυνατεί να εργαστεί λόγω κατάγματος που υπέστη στο χέρι. Καταθέτει πιστοποιητικό ασθενείας και βεβαίωση από το γιατρό της για την τρέχουσα αδυναμία της να εργαστεί.
Ο αιτητής σε σχέση με τα εισοδήματα της καθ’ ης η αίτηση αναφέρει ότι μπορεί να τα αυξήσει αφού όπως η ίδια αναφέρει σε άλλη ένορκη της δήλωση, στο παρελθόν έκανε τρεις εργασίες.
Παρατηρώ ότι από το πιστοποιητικό ασθενείας που καταθέτει ως τεκμήριο η καθ’ ης η αίτηση προκύπτει ότι λόγω του προβλήματος που αντιμετώπισε της δόθηκε άδεια απουσίας από την εργασία της για ένα μήνα. Η απουσία της από την εργασία για περίοδο ενός μηνός λόγω κατάγματος ασφαλώς και δεν την καθιστά ανίκανη για εργασία αλλά και ούτε αποτελεί λόγο για να απωλέσει την εργασία της ως η ίδια ισχυρίζεται.
Στην υπόθεση Δημητρίου v Περδίου (2005) 1 ΑΑΔ 1418 λέχθηκαν τα ακόλουθα: «Περαιτέρω αναφέρουμε ότι από σχετική νομολογία φαίνεται ότι το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη όχι μόνο τα πραγματικά εισοδήματα αλλά και την ικανότητα του καθ΄ου η αίτηση να κερδίζει (his potential earning capacity). (Bλ.Klucinsky v. Klucinsky (1953) 1 All E.R. 683 και McEwan v McEwan (1972) 2 All E.R.708)».
Το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό δεν θα προβεί σε οποιοδήποτε εύρημα για το ύψος των εισοδημάτων έκαστου διαδίκου. Από την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι και οι δυο διάδικοι έχουν και ή δύνανται να έχουν εισοδήματα για να καλύψουν τις ανάγκες του ανήλικου υιού τους ως η εκ του Νόμου υποχρέωση τους. Υπενθυμίζω δε ότι σύμφωνα με την υφιστάμενη Νομολογία, το ποσό το οποίο λαμβάνει ο αιτητής ως επίδομα μονογονιού προστίθεται στα μηνιαία εισοδήματα του ενώ το ποσό το οποίο λαμβάνει ως επίδομα τέκνου αφαιρείται από το ποσό των μηνιαίων εξόδων του ανηλίκου. Σχετική επί του ζητήματος είναι η υπόθεση Konyalian v. Paskulov,Έφεση αρ. 2/2020, ημερ. 24.6.2021.
Αντικρουόμενες επίσης είναι οι θέσεις των διαδίκων, ως ανωτέρω κατέγραψα αναλυτικά, σε σχέση με το χρόνο που το ανήλικο επικοινωνεί με την καθ’ ης η αίτηση.
Αναφορικά με τα μηνιαία έξοδα του ανηλίκου κατέγραψα αναλυτικά ανωτέρω τις θέσεις των διαδίκων.
Στην υπόθεση Μαρκουλίδης v. Μαρκουλίδη κ.ά. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1386 αναφέρεται ότι το Δικαστήριο, ως προς τα έξοδα διατροφής ανηλίκου, δεν δεσμεύεται από τη μαρτυρία των διαδίκων, αλλά είναι καθήκον του Δικαστηρίου να εντοπίσει το εύλογο των κονδυλίων που απαιτούνται για την ικανοποίηση των αναγκών διατροφής και συντήρησης. Περαιτέρω, σύμφωνα και πάλι με τη Νομολογία, η κοινή λογική και η πείρα της ζωής είναι παράγοντες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό των αναγκών των ανηλίκων. (Βλ. Παναγιώτου ν. Σφικτού (2001) 1 Α.Α.Δ. 625).
Στην υπόθεση Ιωάννου ν. Ιωάννου (1993)1 Α.Α.Δ.900 στη σελ. 908 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Πρέπει να σημειώσουμε ότι αναπόφευκτα το επίπεδο κοινωνικής διαβίωσης των συζύγων θα υποστεί κάποια πτώση μετά το χωρισμό, δεδομένου ότι παρίσταται ανάγκη διπλασιασμού ορισμένων εξόδων, όπως ενοικίαση δεύτερης κατοικίας, θέρμανση κ.ά.».
Σε κάθε περίπτωση όμως, το ζητούμενο είναι πάντοτε να διατηρηθεί το επίπεδο ζωής των ανηλίκων που θα είχαν αν οι γονείς τους συμβίωναν, όσο αυτό είναι δυνατόν Στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου Κορελλίδης v. Κορελλίδη (2012) 1 Α.Α.Δ.1975), αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«... το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες που να οδηγούν σε υπολογισμό με σεντ, αλλά θα πρέπει να σταθμίζει τις ανάγκες και να καταλήγει σε συμπεράσματα που να επαναφέρουν, ή δυνατό, τα ανήλικα τέκνα σε μια πλησιέστερη κατάσταση, όπως θα ήταν εάν οι γονείς τους ζούσαν μαζί».
Στην υπόθεση Ρουσουνίδης v. Ρουσουνίδου ECLI:DOD:2021:30, Έφεση αρ. 25/2019, ημερομηνίας 15.12.2021, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Το μέτρο με το οποίο θα καθοριστεί η διατροφή, δεν μπορεί να αποτιμάται με απόλυτους αριθμούς, ούτε αναμένεται η απόδειξη των κονδυλίων με περισσή αυστηρότητα, χωρίς να είναι επιτρεπτό να υιοθετούνται μέσες λύσεις κατά τρόπο αυθαίρετο (Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 951, 957). Η κοινή λογική και η πείρα της ζωής είναι παράγοντες οι οποίοι διαδραματίζουν ρόλο στην καλύτερη αντίληψη των γεγονότων προς εντοπισμό των πραγματικών αναγκών συγκεκριμένων ατόμων. Κονδύλια που κατ' ισχυρισμό απαιτούνται για συγκεκριμένες ανάγκες μπορεί να μην γίνουν αποδεκτά από το δικαστήριο, είτε στη βάση ότι δεν υπήρξε ικανοποιητική τεκμηρίωση, είτε γιατί διαπιστώθηκε υπερβολή, οπόταν και μπορεί να μειωθούν. ΄Αλλα μπορεί να κριθεί ότι δεν αφορούν βασικές ανάγκες και να μην γίνουν καθόλου αποδεκτά (Παναγιώτου v. Σφικτού (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 625, 630). Εάν για συγκεκριμένο κονδύλι δεν υπάρχει περί του αντιθέτου μαρτυρία, αυτό δεν οδηγεί απαρέγκλιτα στην αποδοχή του. Το Δικαστήριο θα πρέπει να ασχοληθεί με το εύλογο των κονδυλίων και δεν δεσμεύεται από τη μαρτυρία των διαδίκων (Μαρκουλίδης v. Μαρκουλίδη κ.ά. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1386, 1391).»
Στην Εφ. Αρ. 36/2018 ημερ. 7/5/2020 του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του δικαιούχου και επιπλέον, ανάλογα με την περίπτωση, τα έξοδα για την εν γένει εκπαίδευση του". Στην παράγρ. (Ι) του ίδιου άρθρου, σαφώς ορίζει ότι "η διατροφή προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του.". Συνεπώς η λέξη "διατροφή" δεν αποδίδει την πλατιά έννοια που ο σοφός νομοθέτης φρόντισε επιγραμματικά να αποδώσει. Η διατροφή, σύμφωνα με την έννοια που δίδει ο νόμος, δεν καλύπτει μόνο τη δαπάνη για την τροφή. Περιλαμβάνει κάθε αναγκαία βιοτική δαπάνη όπως τροφή, στέγη, ντύσιμο, φωτισμό, θέρμανση, ψυχαγωγία, νοσηλείες και φάρμακα, συγκοινωνία, επικοινωνία, έξοδα για γενική μόρφωση και επαγγελματική εκπαίδευση. Ο νομοθέτης με την διατύπωση του Νόμου καθόρισε τόσο το πλάτος της διατροφής όσο και το επίπεδο της πάντοτε μέσα στα μέτρα του δυνατού (βλ. Κουμάντου Παραδόσεις Οικογενειακού Δικαίου, 2ος Τόμος σελ. 44 κ.ε).
Όπως φαίνεται από τα όσα ανωτέρω κατέγραψα, υπάρχουν αντικρουόμενες θέσεις των διαδίκων ως προς τα έξοδα τα οποία είναι αναγκαία μηνιαίως για την διατροφή και συντήρηση του ανήλικου τέκνου τους ως επίσης και το ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των αναγκαίων εξόδων διατροφής και συντήρησης του. Δεν είναι το κατάλληλο όμως στάδιο για να προβεί το Δικαστήριο σε ακριβή ευρήματα σε σχέση με τις ανάγκες του ανηλίκου.
Στην υπόθεση Κυριακίδης ν. Θεμιστοκλέους, Εφ.18/19, ημερ.3.12.2020, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Εν προκειμένω όμως επρόκειτο για αίτηση προς έκδοση ενδιαμέσου διατάγματος διατροφής μέχρι την τελική εκδίκαση της εναρκτήριας, κυρίως αίτησης. Το δικαστήριο δεν θα μπορούσε, όπως και δεν το έπραξε, να προβεί σε τελικά ευρήματα αναφορικά με το ύψος των εισοδημάτων των διαδίκων ή τις ανάγκες των τριών ανηλίκων. Στην υπόθεση Αποστόλου ν. Ιωάννου (2012) 1 ΑΑΔ 604 υποδείχθηκαν τα εξής σε σχέση με τις ενδιάμεσες διαδικασίες όπως η παρούσα:
«Εκείνο το οποίο πρέπει ξανά εδώ να υπενθυμισθεί είναι η πραγματική φύση της υπό εξέταση ενδιάμεσης διαδικασίας. Με αυτή δεν κρίνονται τελικά και ουσιαστικά δικαιώματα των διαδίκων έτσι µε αυστηρούς κανόνες απόδειξης να αξιολογηθεί η εκατέρωθεν προσκομισθείσα μαρτυρία, να εξαχθούν τελικά ευρήματα και να κατανεμηθούν δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Χωρίς να καταλήγω σε ευρήματα, ενδεικτικά θα αναφέρω ότι τα ποσά τα οποία ισχυρίζεται ο αιτητής ότι απαιτούνται για την ψυχαγωγία, τις κοινωνικές υποχρεώσεις, τα δώρα γενεθλίων του ανηλίκου και την σίτιση, λαμβάνοντας υπόψιν την ηλικία του ανηλίκου εκ πρώτης όψεως κρίνονται υπερβολικά.
Χωρίς επίσης να καταλήγω σε ευρήματα, δεδομένου ότι πρόκειται για ενδιάμεση αίτηση, με μια περιορισμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, ως επιβάλλει η ισχύουσα Νομολογία, κρίνω ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της έγκρισης της αίτησης.
Λαμβάνοντας υπόψιν την ηλικία του ανηλίκου, την εισοδηματική ικανότητα των γονέων αυτού, το γεγονός ότι η καθ’ ης η αίτηση είναι μητέρα ενός ακόμη ανήλικου παιδιού, το γεγονός ότι έκρινα εκ πρώτης όψεως υπερβολικά κάποια από τα ποσά που καταγράφει ο αιτητής ότι απαιτούνται για την κάλυψη κάποιων εξόδων, το γεγονός ότι από την εισοδηματική ικανότητα των γονέων δεν αφαιρούνται τα ποσά που καταβάλλουν για τις δανειακές τους υποχρεώσεις αφού όπως είναι νομολογημένο η διατροφή των ανήλικων προέχει οποιασδήποτε άλλης υποχρέωσης των γονέων, κρίνω ότι για σκοπούς προσωρινού διατάγματος η καθ’ ης η αίτηση θα πρέπει να διαταχθεί να καταβάλλει το ποσό των €160 μηνιαίως, το οποίο κρίνω ότι είναι εύλογο και εντός της οικονομικής της δυνατότητας, ως συνεισφορά της για τη διατροφή και συντήρηση του ανήλικου τέκνου των διαδίκων.
Σε σχέση με το ζήτημα της αναδρομικότητας, στην απόφαση ημερ.1/6/2023, του Δ.Ο.Δ η οποία εκδόθηκε στα πλαίσια της Έφεσης Αρ. 23/22, μεταξύ Γ.Μ.-Β.Σ αναφέρθηκαν τα ακόλουθα: «Σε κάθε περίπτωση, διαταγή για αναδρομική ισχύ είναι καλύτερα να εκδίδεται στα πλαίσια της κυρίως Αίτησης Διατροφής, όπου αξιοποιούνται όλα τα δεδομένα που βρίσκονταν ενώπιον του Δικαστηρίου και όχι στις περιπτώσεις των προσωρινών διαταγμάτων τα οποία στοχεύουν στην κάλυψη άμεσων και επείγουσων αναγκών.»
Σε σχέση με τα έξοδα της διαδικασίας, εν’ όψει της κατάληξης μου, ο αιτητής είναι ο επιτυχών διάδικος και δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος η ιδιαίτερα περιστατικά για να αποκλίνω από τον γενικό κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Στη βάση των όσων ανέφερα ανωτέρω και προσπάθησα να εξηγήσω, εκδίδεται προσωρινό διάταγμα με το οποίο διατάσσεται η καθ’ ης η αίτηση να καταβάλλει στον αιτητή από 10/10/25 και κάθε αντίστοιχη ημέρα κάθε επόμενου μήνα το ποσό των €160 μηνιαίως ως συνεισφορά του στην διατροφή και συντήρηση του ανήλικου υιού των διαδίκων Μ. Σ.
Το προσωρινό διάταγμα καθίσταται οριστικό και θα ισχύει μέχρι πλήρους αποπεράτωσης της εναρκτήριας αίτησης και ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.
Τα έξοδα ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον της καθ΄ης η αίτηση.
(Υπ.) ....................................
Α. Παναγή, Δ. Οικ. Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο