ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Δικαιοδοσία Γονικής Μέριμνας
Ενώπιον: Σ. Νεοφύτου, Δ.
Αρ. Αίτησης: 423/2019
Μεταξύ:
Ν.Ο.
Αιτητής
Και
Ε.Π.
Καθ’ ης η αίτηση
Ημερομηνία: 26 Νοεμβρίου 2020
Εμφανίσεις:
Για τον αιτητή: κα Παπαδοπούλου για Ελένη Βραχίμη & Σια
Για την καθ’ ης η αίτηση: κα Κωνσταντίνου για Δρ. Άρτεμις Δ. Σαββίδου
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Η αιτητής, με εναρκτήρια αίτηση ημερομηνίας 11.09.2019, αιτείται μεταξύ άλλων την έκδοση διατάγματος με το οποίο να ακυρώνεται το διάταγμα γονικής μέριμνας ημερομηνίας 11.02.2016, που εκδόθηκε στα πλαίσια της αίτησης με αριθμό 73/16 και διάταγμα του δικαστηρίου που να αναθέτει στον ίδιο την άσκηση της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου των διαδίκων. Παράλληλα ο αιτητής καταχώρισε και μονομερή αίτηση ζητώντας την ακύρωση του πιο πάνω διατάγματος, την έκδοση διατάγματος που να αναθέτει σε αυτόν την φύλαξη και φροντίδα του ανηλίκου, διάταγμα με το οποίο να επιτρέπεται η εγγραφή και φοίτηση του ανήλικου στην Προδημοτική τάξη του νηπιαγωγείου [ ] και διάταγμα που να απαγορεύει την έξοδο του ανήλικου από την Κύπρο, χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου ή την γραπτή συγκατάθεση του αιτητή. Το Δικαστήριο επιλαμβανόμενο της αίτησης εξέδωσε τα πιο πάνω διατάγματα μονομερώς με την διαφοροποίηση ότι η έξοδος του ανηλίκου από την Κύπρο θα επιτρέπεται μόνο με τη συγκατάθεση αμφοτέρων των διαδίκων ή με άδεια του Δικαστηρίου.
Μετά την επίδοση των πιο πάνω διαταγμάτων στην καθ’ ης η αίτηση, η τελευταία καταχώρισε ένσταση, συνοδευόμενη από ένορκο δήλωση της. Οι λόγοι ένστασης που επικαλείται είναι οι ακόλουθοι:
«1. Η Ένορκη δήλωση του αιτητή ημερομηνίας 11.09.2019 που υποστηρίζει την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αίτηση ταυτόσημης ημερομηνίας, περιέχει ψευδή και/ή αναληθή και/ή παραπλανητικά γεγονότα.
2. Ο Αιτητής αποκρύβει και/ή δεν αναφέρει ουσιαστικά γεγονότα στο Δικαστήριο τα οποία θα είχαν καταλυτική αξία στην έκβαση της Μονομερούς Αίτησης.
3. Ο Αιτητής δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και/ή δεν έπραξε με καλή πίστη.
4. Δεν πληρούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60.
5. Οι αιτούμενες θεραπείες δεν είναι προς το συμφέρον του τέκνου.
6. Ο Αιτητής δεν είναι το καταλληλότερο πρόσωπο για να αναλάβει τη φύλαξη και φροντίδα του ανηλίκου των διαδίκων, αλλά καταλληλότερο πρόσωπο είναι η καθ’ ης η αίτηση.
7. Δεν είναι δίκαιο, ούτε εύλογο, ούτε ορθό να εκδοθεί το αιτούμενο Διάταγμα.
8.Το ισοζύγιο της ευχέρειας προστάζει όπως το εκδοθέν Διάταγμα απορριφθεί. »
Ακολούθως η αιτήτρια καταχώρισε Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση, στα πλαίσια της οποίας με μονομερή αίτηση της ζητούσε όπως ρυθμιστεί με διάταγμα Δικαστηρίου η επικοινωνία της με τον ανήλικο, εφόσον διέμενε πλέον στην Πάφο, αίτημα το οποίο μετά από ακρόαση της αίτησης εγκρίθηκε και εκδόθηκε σχετικό προσωρινό διάταγμα (Ενδιάμεση Απόφαση ημερομηνίας 10.04.20).
Εν τω μεταξύ ο αιτητής καταχώρισε ενδιάμεση αίτηση για να του δοθεί άδεια του Δικαστηρίου να καταχωρίσει συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις προς περαιτέρω υποστήριξη της μονομερούς αιτήσεως του, αίτηση η οποία εγκρίθηκε μερικώς μετά από ακρόαση (Ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 10.04.20).
Αντικείμενο της παρούσας απόφασης είναι η διατήρηση ή μη σε ισχύ των προσωρινών διαταγμάτων ημερομηνίας 11.09.2019.
Στην ένορκο δήλωση που συνοδεύει την αίτηση του, ο αιτητής αναφέρει ότι από την γέννηση του ανήλικου Μ, η αιτήτρια δεν έδειξε οποιοδήποτε ενδιαφέρον γι’ αυτόν και ότι όταν ήταν βρέφος, τον φρόντιζε ο ίδιος, δηλαδή ξυπνούσε το βράδυ για να του δώσει γάλα, τον άλλαζε και τον τάιζε, τον έκανε μπάνιο, έπαιζε μαζί του και τον έβαζε για ύπνο.
Τον Αύγουστο του 2015 μετά από ένα σοβαρό τροχαίο ατύχημα, ο αιτητής έσπασε την λεκάνη του με αποτέλεσμα να καθηλωθεί σε αναπηρικό καροτσάκι για οκτώ περίπου εβδομάδες. Έτσι, εγκαταστάθηκε στο σπίτι των γονέων του στην Αγλαντζιά μαζί με τον ανήλικο, όπου διαμένουν μέχρι σήμερα μαζί με τους γονείς και την αδελφή του. Εκεί ο ανήλικος έχει δικό του ξεχωριστό δωμάτιο κατάλληλα διαμορφωμένο για να εξυπηρετεί τις ανάγκες του (τεκμήριο Α - δέσμη από φωτογραφίες δωματίου του ανηλίκου). Η αιτήτρια επικοινωνούσε με τον ανήλικο όποτε αυτή το ζητούσε.
Ισχυρίζεται ότι το Φεβρουάριο του 2016, η καθ’ ης η αίτηση του ζήτησε «να βγάλουν ένα χαρτί από το Δικαστήριο» για να μπορεί να λάβει επίδομα μονογονέα και επίδομα Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος (στο εξής Ε.Ε.Ε), διαβεβαιώνοντας τον ότι ο ανήλικος θα συνέχιζε να διαμένει μαζί του και ότι δεν θα έχει οποιαδήποτε οικονομική απαίτηση από αυτόν. Στη βάση των πιο πάνω, εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα γονικής μέριμνας στην αίτηση 73/2016, σύμφωνα με το οποίο η φύλαξη και φροντίδα του ανήλικου ανατέθηκε στην καθ’ ης η αίτηση και καθορίστηκε ο τόπος διαμονής του ανηλίκου ως ο εκάστοτε τόπος διαμονής της εντός της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Επιπλέον, απαγορεύετο στον αιτητή να απομακρύνει τον ανήλικο από την καθ’ ης η αίτηση, παρά μόνο για σκοπούς επικοινωνίας (τεκμήριο Β – διάταγμα ημερομηνίας 1.02.2016)
Σύμφωνα με τον αιτητή το διάταγμα αυτό δεν εφαρμόστηκε ποτέ, αφού ο ανήλικος συνέχισε να διαμένει μαζί του στην οικία των γονέων του, ενώ η καθ’ ης η αίτηση επικοινωνούσε με τον ανήλικο κατόπιν μεταξύ τους συνεννόησης. Η καθ’ ης η αίτηση έπαιρνε τηλέφωνο τον αιτητή όποτε μπορούσε να δει τον ανήλικο, ενώ υπήρχαν φορές που τον παραλάμβανε από σπίτι του αιτητή. Σε σπάνιες περιπτώσεις ο ανήλικος διανυκτέρευε στο σπίτι της καθ’ ης η αίτηση.
Ισχυρίζεται ότι το Σεπτέμβριο του 2016 ο ανήλικος άρχισε να φοιτά στο νηπιαγωγείο «[ ]» και ότι καθημερινά τον μετέφερε ο ίδιος και τον παραλάμβανε είτε ο ίδιος, είτε η αδελφή του είτε η μητέρα του. Ο ανήλικος συνέχισε να φοιτά στο συγκεκριμένο νηπιαγωγείο μέχρι το Σεπτέμβριο του 2019 (τεκμήριο Γ, βεβαίωση φοίτησης). Στην βεβαίωση αναφέρεται ότι η παράδοση και η παραλαβή του ανηλίκου προς και από το σχολείο γινόταν από τον ίδιο τον αιτητή (ή άλλα μέλη της οικογένειας του) και κάποιες φορές η παραλαβή γινόταν από την καθ’ ης η αίτησης.
Περαιτέρω, ο αιτητής αναφέρει ότι μέχρι το Φεβρουάριο του 2017 δεν εργαζόταν, λόγω του ατυχήματος που είχε, χρονικό σημείο κατά το οποίο δημιούργησε δική του επιχείρηση πλυντηρίου αυτοκινήτων όπου εργάζεται μόνος του χωρίς υπαλλήλους. Εκεί διαμόρφωσε ένα μικρό χώρο για να βρίσκεται μαζί του ο ανήλικος όταν οι γονείς του δεν μπορούσαν να τον προσέχουν. Αναφέρει ότι κάθε πρωί ετοίμαζε τον ανήλικο για το σχολείο, τον παραλάμβανε το μεσημέρι και έτρωγαν όλοι μαζί στην οικία των γονέων του. Ο ανήλικος κοιμόταν για περίπου δύο ώρες και στις 4:00 μ.μ ο αιτητής αποχωρούσε για την εργασία του και την φροντίδα του ανηλίκου αναλάμβανε η μητέρα του μέχρι αυτός να επιστρέψει. Το βράδυ έκανε μπάνιο τον ανήλικο, έτρωγαν μαζί βραδινό και ακολούθως τον έβαζε για ύπνο.
Αναφέρει ότι πάντοτε ο ίδιος μετέφερε τον ανήλικο στο γιατρό όταν ήταν άρρωστος, αγόραζε τα φάρμακα του και ακύρωνε τα ραντεβού στη δουλειά του για να τον φροντίσει. Κατέθεσε βεβαίωση από τον παιδίατρο, ως τεκμήριο Δ.
Ως ο αιτητής αναφέρει, την περίοδο από 15 μέχρι 25 Αυγούστου 2019 απουσίαζε στο εξωτερικό και ο ανήλικος διέμεινε μαζί με τους γονείς του. Όπως ενημερώθηκε από την οικογένεια του, η καθ’ ης η αίτηση επικοινώνησε με τη μητέρα και την αδελφή του για να δει τον ανήλικο, επειδή όμως ο ανήλικος ήταν αρνητικός, συμφώνησαν να τον συνοδέψει η αδελφή του στις συναντήσεις που έλαβαν χώρα στη θάλασσα και σε ένα παιδότοπο. Όταν επέστρεψε από το ταξίδι του, η καθ’ ης η αίτηση ζητούσε να μιλήσει στο τηλέφωνο με τον ανήλικο για να τον δει αλλά ο ανήλικος ήταν αρνητικός.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 2019 πήρε τον ανήλικο μαζί του στη δουλειά του, αφού αρνήθηκε να πάει στην καθ’ ης η αίτηση γιατί όπως του ανέφερε φοβόταν τον συμβίο της. Την ίδια ημέρα ο αιτητής συναντήθηκε με την καθ’ ης η αίτηση και τον συμβίο της για να συζητήσουν για τη συμπεριφορά του ανήλικου και την άρνηση του να την ακολουθήσει, χωρίς όμως η καθ’ ης η αίτηση να του προτείνει κάτι συγκεκριμένο.
Στις 4 Σεπτεμβρίου 2019 η καθ’ ης η αίτηση επισκέφθηκε τον χώρο εργασίας του αιτητή και προσπάθησε ανεπιτυχώς να πείσει τον ανήλικο να την ακολουθήσει. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η καθ’ ης η αίτηση άρπαξε τον ανήλικο από τα χέρια και τον έβαλε στο αυτοκίνητο και ότι ο ανήλικος φώναζε για να τον αφήσει και βγήκε από το αυτοκίνητο τρέχοντας. Η καθ’ ης η αίτηση προσπαθούσε να πλησιάσει τον ανήλικο αλλά αυτός έτρεχε γύρω από τα αυτοκίνητα για να μην τον πιάσει. Έτσι, αντιλαμβανόμενη η καθ’ ης η αίτηση ότι δεν μπορούσε να πείσει τον ανήλικο να την ακολουθήσει έφυγε. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας η καθ’ ης η αίτηση μετέβη στην οικία του αιτητή με μία φίλη της για να παραλάβουν τον ανήλικο, λέγοντας του ότι θα πάνε σε ένα παιδότοπο για να παίξει και ότι θα τον επιστρέψουν αργότερα. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι παρότρυνε τον ανήλικο να ακολουθήσει την μητέρα του αλλά ο ανήλικος του είπε ότι η καθ’ ης η αίτηση θα τον μεταφέρει στην Πάφο. Τελικά ο ανήλικος ακολούθησε την αιτήτρια αφού πρώτα τον καθησύχασε ο αιτητής ότι θα τον παραλάβει αμέσως μετά την δουλειά του.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι γύρω στις 8 το βράδυ της ίδιας ημέρας πήρε τηλέφωνο την καθ’ ης η αίτηση, η οποία του ανέφερε ότι ο ανήλικος θα διανυκτέρευε μαζί της και ότι σε περίπτωση που γκρίνιαζε θα τον ειδοποιούσε για να τον παραλάβει. Ακολούθως, ο αιτητής πέρασε από την οικία της καθ’ ης η αίτηση και αφού διαπίστωσε ότι έλειπε το αυτοκίνητο της, την πήρε τηλέφωνο χωρίς όμως να του απαντήσει. Του τηλεφώνησε η ίδια αργότερα και τον ενημέρωσε ότι βρίσκεται στην Πάφο με τον ανήλικο και όταν την ρώτησε γιατί δεν τον ενημέρωσε πιο νωρίς, του απάντησε «ότι θέλω θα κάμω, ήθελα να έρθω με το μωρό μου Πάφο». Ο αιτητής μετέβη προσωπικά στην Πάφο για να ζητήσει εξηγήσεις από την καθ’ ης η αίτηση γιατί δεν ενημερώθηκε και γιατί είπε ψέματα στον ανήλικο, η καθ’ ης η αίτηση όμως αρνήθηκε να του μιλήσει, λέγοντας του μόνο ότι την επόμενη ημέρα θα επέστρεφε στην Λευκωσία για να μιλήσουν. Την επόμενη ημέρα όταν ο αιτητής της τηλεφώνησε για να μιλήσει με τον ανήλικο, η καθ’ ης η αίτηση του αρνήθηκε, λέγοντας του ότι θα μιλήσει στον ανήλικο μόνο όταν το αποφασίσει η ίδια. Από εκείνη τη στιγμή η καθ’ ης η αίτηση απενεργοποίησε το κινητό της τηλέφωνο.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι από τη Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2019, ο ανήλικος θα έπρεπε να φοιτήσει στην Προδημοτική τάξη του νηπιαγωγείου [ ]. Προς τούτο κατέθεσε ως τεκμήριο Ε αντίγραφο της βεβαίωσης εγγραφής. Εκείνη την ημέρα επισκέφθηκε το συγκεκριμένο σχολείο και διαπίστωσε ότι ο ανήλικος δεν βρισκόταν εκεί, ενώ ενημερώθηκε από τη Διευθύντρια ότι η καθ’ ης η αίτηση ζήτησε και έλαβε όλα τα χαρτιά του ανηλίκου την προηγούμενη εβδομάδα, με σκοπό να τον εγγράψει σε κάποιο άλλο σχολείο.
Την επόμενη ημέρα, δηλαδή την Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2019, η καθ’ ης η αίτηση απέστειλε γραπτό μήνυμα στον αιτητή καλώντας τον να πάει στην Πάφο για την εγγραφή του ανηλίκου, λέγοντας του συγκεκριμένα ότι το παιδί θα φοιτήσει σε σχολείο του τόπου διαμονής της ίδιας, δηλαδή στην Πάφο και ότι θα επικοινωνεί πλέον με τον ανήλικο κατόπιν μεταξύ τους συνεννόησης. Κατέθεσε ως τεκμήριο ΣΤ αντίγραφο των γραπτών μηνυμάτων της καθ’ ης η αίτηση.
Σύμφωνα με όλα τα πιο πάνω, κατέστη πλέον ξεκάθαρο για τον αιτητή ότι η καθ’ ης η αίτηση σκόπευε να κρατήσει τον ανήλικο στην Πάφο μαζί της, δηλαδή εκτός της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου. Το γεγονός δε ότι η καθ’ ης η αίτηση σταμάτησε την εργασία της στη Λευκωσία και ότι η οικογένεια της από τη μεριά του πατέρα της κατάγεται και διαμένει στη Γεωργία τον φοβίζει, καθότι ανά πάσα στιγμή μπορεί η καθ’ ης η αίτηση να επιχειρήσει να φύγει από την Κύπρο με τον ανήλικο.
Ισχυρίζεται ότι η καθ’ ης η αίτηση δεν είναι σε θέση να παράσχει στον ανήλικο τη φροντίδα που χρειάζεται εφόσον δεν επιδεικνύει ενδιαφέρον γι’ αυτόν. Ουδέποτε τον μετέφερε στο σχολείο ή τον συνόδεψε στο γιατρό του, ενώ δεν ασχολήθηκε ποτέ με την καθαριότητα του. Ο δε ανήλικος δεν είναι δεμένος με την καθ’ ης η αίτηση και πολλές φορές μετά από την επικοινωνία τους παραπονιόταν ότι η καθ’ ης η αίτηση του έλεγε ψέματα.
Υποστηρίζει ότι η προσπάθεια της καθ’ ης η αίτηση να απομακρύνει τον ανήλικο από κοντά του θα προκαλέσει έντονη αναστάτωση στον ανήλικο και ότι οι μεταξύ τους προστριβές και συγκρούσεις θα τον βλάψουν. Δηλώνει την επιθυμία του να συνεχίσει να φροντίζει τον ανήλικο, όπως έπραττε μέχρι σήμερα και πιστεύει ότι μπορεί να του προσφέρει ένα σταθερό και ήρεμο περιβάλλον που είναι απαραίτητο για την ομαλή ψυχοσωματική του ανάπτυξη.
Η καθ’ ης η αίτηση στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση της ισχυρίζεται ότι μεγάλωνε μόνη της τον ανήλικο, εφόσον ο αιτητής εργαζόταν πολλές ώρες και όταν τελείωνε από την δουλειά του προτιμούσε να πηγαίνει στο πατρικό του σπίτι, ενώ άλλες φορές προτιμούσε να πηγαίνει με τους φίλους του σε καφετέριες. Ενδεικτικό δε της αδιαφορίας του, κατά την άποψη της, είναι το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της ουδέποτε τη συνόδεψε στο γιατρό.
Ισχυρίζεται ότι δεν γνωρίζει εάν ο αιτητής μετά το ατύχημα που είχε τον Αύγουστο του 2015 παρέμεινε σε αναπηρικό καροτσάκι, εφόσον είχαν ήδη χωρίσει οριστικά από τον Ιανουάριο του 2015. Ισχυρίζεται επίσης ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της αποθεραπείας του αιτητή, ο πατέρας του παραλάμβανε από την ίδια τον ανήλικο για να επικοινωνεί με τον αιτητή και τον επέστρεφε πάλι πίσω. Υποστηρίζει ότι στην οικία των γονέων του αιτητή υπάρχουν τρία υπνοδωμάτια στα οποία διαμένουν οι γονείς του, ο αιτητής και η αδελφή του και ότι το τεκμήριο Α που κατέθεσε ο αιτητής, στην ουσία απεικονίζει το δικό του υπνοδωμάτιο το οποίο μετέτρεψε σε παιδικό υπνοδωμάτιο, μόνο για να πετύχει την έκδοση του προσωρινού διατάγματος.
Διαφωνεί με τα όσα ο αιτητής αναφέρει για τον τόπο διαμονής του ανηλίκου και ισχυρίζεται ότι στην πραγματικότητα ο ανήλικος διέμενε μαζί της στο διαμέρισμα της επί της οδού Ρόδου αρ.35, δηλαδή σε αυτό που διέμεναν με τον αιτητή μετά την γέννηση του ανηλίκου και ότι ο αιτητής είχε επικοινωνία με τον ανήλικο όποτε το ζητούσε. Πολλές φορές όμως, με πρόφαση ότι ο ανήλικος κοιμάται ή ότι είναι κουρασμένος διανυκτέρευε στην οικία των γονέων του αιτητή. Κατέθεσε ως τεκμήριο Α, φωτογραφίες από το υπνοδωμάτιο του ανηλίκου στο διαμέρισμα της και ως τεκμήριο Β, κατάσταση λογαριασμού της Α.Η.Κ. που καταδεικνύει όπως ισχυρίζεται ότι διαμένει στο εν λόγω διαμέρισμα.
Αποδέχεται τους ισχυρισμούς του αιτητή ότι του ζήτησε να εκδώσουν διάταγμα γονικής μέριμνας για να μπορεί να λαμβάνει επίδομα μονογονιού, όχι όμως Ε.Ε.Ε. εφόσον εργαζόταν και ισχυρίζεται ότι ο αιτητής συμφώνησε με την προϋπόθεση ότι θα έχει καθημερινή επικοινωνία με τον ανήλικο πράγμα που η ίδια αποδέχτηκε. Έτσι, ο ανήλικος ουδέποτε διέμενε με τον αιτητή αλλά τις περισσότερες φορές είχε επικοινωνία με αυτόν κατά την διάρκεια της οποίας πολύ συχνά βρισκόταν υπό την επίβλεψη της μητέρας και της αδελφής του.
Ισχυρίζεται ότι η επιθυμία της ήταν ο ανήλικος να εγγραφεί στο βρεφονηπιακό σταθμό "[ ]" που βρίσκεται κοντά στην οικία της, ούτως ώστε να μπορεί να τον μεταφέρει εκεί με τα πόδια, αφού εκείνο το διάστημα δεν είχε αυτοκίνητο, ενώ ο αιτητής επέμενε όπως ο ανήλικος φοιτήσει σε νηπιαγωγείο κοντά στην εργασία του, για να μπορεί να τον παραλαμβάνει ο ίδιος. Ισχυρίζεται ότι τελικά αποδέχτηκε την πρόταση του αιτητή με την προϋπόθεση όμως ότι αυτός θα παραλάμβανε τον ανήλικο κάθε πρωί από την οικία της για να τον μεταφέρει στο σχολείο του, όπως και γινόταν.
Αναφέρει ότι κάποιες φορές ο αιτητής με τη δικαιολογία ότι ο ανήλικος κοιμόταν ή ήταν κουρασμένος της ζητούσε να τον αφήσει να διανυκτερεύσει μαζί του στην οικία των γονέων του και παρά το ότι η ίδια διαφωνούσε, μη θέλοντας να δημιουργεί εντάσεις ή να ταλαιπωρεί τον ανήλικο αποδεχόταν. Τα μεσημέρια, όταν ο αιτητής δεν μπορούσε να παραλάβει τον ανήλικο από το σχολείο, τον παραλάμβανε η ίδια είτε η μητέρα είτε η αδελφή του αιτητή.
Ισχυρίζεται ότι ο αιτητής κάθε πρωί παραλάμβανε τον ανήλικο από την οικία της για να τον μεταφέρει στο σχολείο του, εκτός των ημερών που διανυκτέρευε μαζί του και όταν η ίδια τελείωνε την εργασία της τον παραλάμβανε είτε από την οικία των γονέων του αιτητή, είτε από το πάρκο. Πολλές φορές όταν ο αιτητής τελείωνε την εργασία του πήγαινε και αυτός στο πάρκο για να παίξει με τον ανήλικο, αφού δεν τον είχε δει όλη μέρα.
Ισχυρίζεται ότι και η ίδια συνόδευε τον ανήλικο στο γιατρό και ότι κάποιες φορές έτυχε να τον συνοδεύσουν μαζί με τον αιτητή. Ισχυρίζεται επίσης ότι ο γιατρός που υπογράφει το τεκμήριο Γ που κατέθεσε ο αιτητής, εργάζεται στο ιδιωτικό Νοσοκομείο που εργάζεται και η μητέρα του αιτητή και είναι πολύ πιθανό να του ζητήθηκε να εκδώσει την σχετική βεβαίωση με το συγκεκριμένο λεκτικό, χωρίς όμως να γνωρίζει τον λόγο που αυτή ζητείται. Κατέθεσε ως τεκμήριο Γ, αντίγραφο του βιβλιάριου υγείας του ανήλικου όπου φαίνονται οι εμβολιασμοί του και ισχυρίζεται ότι πάντα τον συνόδευε η ίδια.
Για την περίοδο από 14 μέχρι 25 Αυγούστου 2019 όπου ο αιτητής θα απουσίαζε στο εξωτερικό, αναφέρει ότι συμφώνησε να διαμείνει ο ανήλικος με τους γονείς του αιτητή, αφού έτσι κι’ αλλιώς ο αιτητής είχε τακτική επικοινωνία με αυτούς. Ισχυρίζεται ότι όταν επιχείρησε να παραλάβει τον ανήλικο, η μητέρα και η αδελφή του αιτητή αρνήθηκαν να της τον παραδόσουν, προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες όπως ότι το παιδί κοιμάται, ότι θα κάνει μπάνιο και είναι καλύτερα να μην βγει έξω, ότι είναι κουρασμένο ή ότι βρίσκεται στην θάλασσα. Όπως η ίδια αναφέρει, αρχικά «δεν πήγε ο νους της στο κακό», όταν όμως άρχισαν να της λένε ότι το παιδί δεν θέλει να την ακολουθήσει, άρχισε να ανησυχεί πραγματικά.
Όταν ο αιτητής επέστρεψε από το εξωτερικό, άρχισε να ζητά επίμονα να δει τον ανήλικο, αλλά το μόνο που της έλεγαν ήταν ότι ο ανήλικος δεν επιθυμεί να την ακολουθήσει. Ισχυρίζεται ότι όταν τηλεφωνούσε στον αιτητή για να μιλήσει με τον ανήλικο, τον άκουγε που ρωτούσε «μπαμπά τι να πω;» και όταν ζητούσε στον ανήλικο να πάει στο σπίτι της, τον άκουγε να ρωτά «μπαμπά να πάω;». Άλλες φορές ο αιτητή της έλεγε ότι δεν βρισκόταν στο σπίτι με τον ανήλικο και ότι εάν ήθελε να του μιλήσει, θα έπρεπε να πάρει τηλέφωνο την μητέρα ή την αδελφή του. Αναφέρει ότι τελικά κατάφερε να συναντηθεί με τον αιτητή στις 03 Σεπτεμβρίου 2019, στην παρουσία του συμβίου της , για να μιλήσουν για την απότομη αλλαγή στην συμπεριφορά του ανήλικου απέναντι της. Ενώ ο αιτητής αναγνώριζε την αλλαγή στην συμπεριφορά του ανήλικου, εντούτοις όπως αναφέρει, υποστήριζε ότι δεν γνωρίζει τον λόγο της αλλαγής και ότι δεν μπορεί να κάνει κάτι, αφού ο ανήλικος έχει τη δική του προσωπικότητα και μπορεί να αποφασίσει ανεπηρέαστος με ποιον θέλει να διαμένει. Αποτελεί δε θέση της ότι η δραματική αλλαγή στη συμπεριφορά του ανήλικου επήλθε κατά το διάστημα που ο αιτητής απουσίαζε στο εξωτερικό και ο ανήλικος διέμενε με τους γονείς και την αδελφή του, οι οποίοι έβρισκαν διάφορες δικαιολογίες για να μην της επιτρέψουν να παραλάβει τον ανήλικο, ενώ η ίδια για να μην δημιουργεί εντάσεις δεν έφερνε αντίρρηση.
Σε σχέση με το περιστατικό που έλαβε χώρα στις 04 Σεπτεμβρίου στο χώρο εργασίας του αιτητή, αναφέρει ότι ο ανήλικος συμπεριφερόταν περίεργα, χωρίς ο αιτητής να της εξηγεί το λόγο. Τελικά αποχώρησε χωρίς τον ανήλικο, αναφέροντας στον αιτητή ότι εάν δεν κάνει κάτι για να αλλάξει η συμπεριφορά του ανήλικου, θα προβεί σε καταγγελία στην Αστυνομία. Εν τέλει, παρέλαβε τον ανήλικο το απόγευμα της ίδιας ημέρας από την πατρική οικία του αιτητή ισχυριζόμενη ότι ο ανήλικος την ακολούθησε αδιαμαρτύρητα. Όπως αναφέρει, αντί να μεταβεί στην οικία της, κατευθύνθηκε προς την οικία των γονέων της στην Πάφο, γιατί ένιωσε την ανάγκη να ξεφύγει για λίγες ημέρες και να μείνει μόνη της με τον ανήλικο. Ισχυρίζεται ότι η απόφαση της να μεταβεί στην Πάφο ήταν μία παρόρμηση της στιγμής και αυτός είναι ο λόγος που δεν πήρε μαζί της τα προσωπικά αντικείμενα της ίδιας ή του ανηλίκου. Είχε ήδη είκοσι ημέρες να δει τον ανήλικο λόγω της άρνησης του αιτητή και της οικογένειας του και ισχυρίζεται ότι ενστικτωδώς αποφάσισε να μεταβεί στην Πάφο μόνη της με τον ανήλικο για να μπορέσει να σκεφτεί καθαρά.
Ισχυρίζεται ότι το ίδιο βράδυ αφού ενημέρωσε τον αιτητή ότι ο ανήλικος θα διανυκτερεύσει μαζί της, έλαβε τηλεφώνημα από αυτόν γύρω στις 21:30 και όταν του ανέφερε ότι βρίσκονταν στην Πάφο θύμωσε και της έκλεισε το τηλέφωνο. Το ίδιο βράδυ την πήρε πάλι τηλέφωνο και δεν του απάντησε, με αποτέλεσμα ο αιτητής να μεταβεί στην Πάφο για να ζητήσει εξηγήσεις. Ισχυρίζεται ότι αρνήθηκε να τον συναντήσει, φοβούμενη τον εκρηκτικό του χαρακτήρα, διαβεβαιώνοντας τον παράλληλα ότι θα μιλήσουν από κοντά όταν θα επέστρεφε στην Λευκωσία μετά από λίγες ημέρες. Την επόμενη ημέρα της τηλεφώνησε και πάλι ο αιτητής βρίζοντας και ουρλιάζοντας ότι θέλει να μιλήσει στον ανήλικο. Αφού του εξήγησε ότι εάν δεν ηρεμήσει δεν θα του επιτρέψει να μιλήσει στον ανήλικο, απενεργοποίησε το κινητό της τηλέφωνο για δύο ημέρες, εφόσον όπως ισχυρίζεται ήθελε να ηρεμήσει και να περάσει λίγες ημέρες με τον ανήλικο. Υποστηρίζει ότι όταν άρχισε να βλέπει ότι ο ανήλικος περνούσε ωραία στην Πάφο, άρχισε να σκέφτεται ότι η μόνιμη εγκατάσταση της εκεί με τον ανήλικο και η διευθέτηση της επικοινωνίας του με τον αιτητή θα ήταν η καλύτερη λύση για όλους.
Για το θέμα της φοίτησης του ανηλίκου, αναφέρει ότι για το έτος 2019-2020 οι διάδικοι συμφώνησαν όπως αυτός εγγραφεί στην Προδημοτική τάξη του νηπιαγωγείου [ ]. Μετά το πιο πάνω περιστατικό όμως και επειδή δεν ήταν σίγουρη εάν ήθελε να επιστρέψει στην Λευκωσία, στις 05 ή 06 Σεπτεμβρίου, μετέβη στο πιο πάνω σχολείο και ζήτησε από τη Διευθύντρια να της παραδώσει τα χαρτιά του ανήλικου για να τον εγγράψει σε άλλο σχολείο της δικής της επιλογής. Η Διευθύντρια της παρέδωσε ότι χρειαζόταν χωρίς να τη ρωτήσει οτιδήποτε. Ακολούθως, στις 09 Σεπτεμβρίου 2019 μετέβη στο Επαρχιακό Γραφείο Παιδείας Πάφου για να ζητήσει τη μετεγγραφή του ανηλίκου σε σχολείο της Επαρχίας Πάφου, ενόψει της πιθανότητας να διαμείνει μόνιμα εκεί με τον ανήλικο, πλην όμως αργότερα την ίδια ημέρα ενημερώθηκε ότι για να γίνει εφικτή η μετεγγραφή ήταν απαραίτητη και η υπογραφή του αιτητή. Έτσι, τον ενημέρωσε αμέσως για την πρόθεση της. Όπως ισχυρίζεται, στις 20 Σεπτεμβρίου 2019 ενημερώθηκε από το Υπουργείο Παιδείας ότι εφόσον είχε η ίδια τη φύλαξη του ανηλίκου, ήταν αρκετή η δική της υπογραφή για να εγγραφεί ο ανήλικος σε σχολείο της Επαρχίας Πάφου. Πιστεύει ότι η άγνοια των Λειτουργών του Υπουργείου που χειρίστηκαν το αίτημα της την έφερε σε αυτή την δυσμενή θέση που βρίσκεται σήμερα, να αποχωριστεί δηλαδή τον ανήλικο σε μία νύχτα.
Εμμένει στην θέση της ότι η αρχική της πρόθεση δεν ήταν να εγκαταλείψει την Λευκωσία και να εγκατασταθεί στην Πάφο, όμως μετά από όλα όσα έγιναν, άρχισε να νιώθει ότι αυτή η επιλογή ίσως να ήταν η καλύτερη λύση για την ίδια και τον ανήλικο, εφόσον ο αιτητής και η οικογένεια του επηρέαζαν αρνητικά τον ανήλικο. Ενώ όπως αναφέρει, θα μπορούσε κάλλιστα να διαμένει στην Πάφο με τον ανήλικο από το 2015 που οι διάδικοι δεν ήταν πλέον ζευγάρι, εντούτοις επέλεξε να μείνει στην Λευκωσία, χωρίς καμία ουσιαστική βοήθεια, για να μεγαλώσει ο ανήλικος κοντά στον πατέρα του. Ουδέποτε η πρόθεση της ήταν να στερήσει την επικοινωνία του αιτητή με τον ανήλικο και κατά την άποψη της αυτό φαίνεται και από το μήνυμα που απέστειλε στην ξαδέλφη του αιτητή, αντίγραφο του οποίου επισυνάπτει ως τεκμήριο Δ.
Παραδέχεται ότι αποφάσισε ότι θα εγκατέλειπε την εργασία της περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 2019 για να περνά περισσότερες ώρες με τον ανήλικο, καθότι το τελευταίο διάστημα ο ανήλικος αναγκαστικά περνούσε αρκετές ώρες στην πατρική οικία του αιτητή. Λόγω όμως των πιο πάνω γεγονότων, αποφάσισε να επισπεύσει την αποχώρηση της. Κατέθεσε ως τεκμήριο Ε, σχετική βεβαίωση από τον πρώην εργοδότη της στην οποία αναφέρεται ότι η εργοδότρια εταιρεία ενημερώθηκε προφορικά περί τα τέλη Αυγούστου 2019 ότι η καθ’ ης η αίτηση θα τερμάτιζε την εργασία της στις 30 Σεπτεμβρίου 2019 για προσωπικούς – οικογενειακούς λόγους και ότι πολλές φορές ζητούνταν από αυτήν διευκολύνσεις ωραρίου για να φροντίσει το παιδί της.
Αναφέρει ότι διαμένει στην Κύπρο τα τελευταία 20 χρόνια, ότι η μητέρα της έχει Κυπριακή υπηκοότητα και διαθέτει περιουσία στην Κύπρο, ενώ ο πατέρας της έχει πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια. Συνακόλουθα, δεν διατηρεί κανένα ουσιαστικό δεσμό με άλλη χώρα εκτός από την Κύπρο. Κατέθεσε ως τεκμήριο ΣΤ αντίγραφο της Κυπριακής ταυτότητας της μητέρας της και ένα τίτλο ιδιοκτησίας. Υποστηρίζει ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή είναι ψευδείς και ότι προσπαθεί να δημιουργήσει την εικόνα μίας γυναίκας που θέλει να εξαφανίσει τον ανήλικο, ενώ κατά την άποψη της είναι πιο πιθανό ο αιτητής να εξαφανιστεί στο εξωτερικό εφόσον διατηρεί σχέση με μία κοπέλα που διαμένει στην Ελλάδα.
Τέλος, ισχυρίζεται ότι η καθημερινότητα της ήταν προσαρμοσμένη με τρόπο που να εξυπηρετούνται πρωτίστως οι ανάγκες του ανηλίκου, ο οποίος αποτελούσε πάντοτε προτεραιότητα της και ότι προσπαθούσε να του προσφέρει ένα υγιές περιβάλλον για να μεγαλώσει. Ουδέποτε θέλησε να παρεμποδίσει την επικοινωνία του ανηλίκου με τον αιτητή, γεγονός που δεν επιθυμεί ούτε τώρα να πράξει, όταν όμως ο ανήλικος άρχισε να έρχεται πιο κοντά με το συμβίο της, άρχισαν να δημιουργούνται όλα τα πιο πάνω προβλήματα με αποτέλεσμα ο ανήλικος να απομακρυνθεί από κοντά της. Από τις 13 Σεπτεμβρίου 2019, σπάνια επικοινωνεί με τον ανήλικο παρά το ότι το ζητά καθημερινά, ενώ πάντοτε είναι παρών ο αιτητής, ο οποίος δεν αφήνει τον ανήλικο να εκφραστεί ελεύθερα. Ισχυρίζεται ότι κάποιες φορές που κατάφερε να μείνει μόνη της με τον ανήλικο, ο ανήλικος της είπε: «η αστυνομία μου είπε ότι πρέπει να μείνω με το μπαμπά», «η γιαγιά μου είπε ότι δεν βγήκα από την κοιλιά της μαμάς αλλά ο μπαμπάς με επέλεξε», «ο μπαμπάς μου είπε ότι θα μείνω μαζί του γιατί η μαμά θα κάνει άλλο μωρό με τον Γ» και «η θεία μου είπε ότι θα πεθάνει αν δεν με δει μια ημέρα». Όλα τα πιο πάνω κατά την άποψη της καταδεικνύουν ότι δεν είναι προς το συμφέρον του ανηλίκου η έκδοση του διατάγματος.
Στην συμπληρωματική ένορκο δήλωση που καταχώρισε ο αιτητής, κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, αναφέρει ότι το υπνοδωμάτιο του ανηλίκου στην οικία των γονέων του ήταν το δικό του υπνοδωμάτιο, το οποίο σταδιακά μετατράπηκε σε παιδικό δωμάτιο, αφού μετά το ατύχημα δεν μπορούσε πλέον να κοιμάται στο συγκεκριμένο κρεβάτι. Αρνείται τους ισχυρισμούς της καθ’ ης η αίτηση ότι όταν ο ανήλικος βρισκόταν μαζί του στην ουσία τον πρόσεχε η μητέρα του και η αδελφή του και ισχυρίζεται ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η αδελφή του ήταν φοιτήτρια ενώ η μητέρα του εργαζόταν στο Απολλώνειο Νοσοκομείο με πρόγραμμα βάρδιας. Ο ίδιος δε, δεν εργαζόταν μέχρι τον Φεβρουάριο του 2017. Προς τούτο κατέθεσε ως τεκμήριο Ζ τις καταστάσεις των αποδοχών του από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις.
Αναφέρει ότι ο λόγος που τελικά επέλεξαν το νηπιαγωγείο "[ ]" δεν είναι γιατί βρίσκεται κοντά στην οικία των γονέων του, ως η καθ’ ης η αίτηση αναφέρει, αλλά γιατί έκριναν ότι είναι πολύ καλό και ανακαινισμένο νηπιαγωγείο με τα μισά δίδακτρα απ’ ότι αυτό που πρότεινε η καθ’ ης η αίτηση. Ουδέποτε συζήτησε με την καθ’ ης η αίτηση το θέμα της μεταφοράς του ανηλίκου σε αυτό, εφόσον ο ανήλικος έμενε μαζί του και ήταν δεδομένο ότι θα αναλάμβανε ο ίδιος να τον μεταφέρει και να τον παραλαμβάνει. Όταν δεν μπορούσε να τον παραλάβει ο ίδιος, ενημέρωνε από την προηγούμενη ημέρα την Διευθύντρια ότι θα παραλάβει τον ανήλικο η καθ’ ης η αίτηση και ακολούθως το απόγευμα ο ανήλικος επέστρεφε στην οικία των γονέων του.
Αρνείται όλα όσα αναφέρει η καθ’ ης η αίτηση για την καθημερινότητα του ανήλικου και ισχυρίζεται ότι δεν θυμάται ποια ήταν η τελευταία φορά που ο ανήλικος διανυκτέρευσε στην οικία της, σίγουρα όμως αυτό δεν έγινε τον τελευταίο χρόνο.
Ως προς τους ισχυρισμούς της καθ’ ης η αίτηση για τους εμβολιασμούς του ανηλίκου, ισχυρίζεται ότι μέχρι έξι μηνών ο ανήλικος εμβολιαζόταν στο Μακάρειο Νοσοκομείο ενώ μετά παρακολουθείτο αποκλειστικά από τον Δρ. Αναστασιάδη. Σε όλα τα εμβόλια ο ανήλικος συνοδευόταν από τον ίδιο και πάντοτε ζητούσε το βιβλιάριο υγείας του ανηλίκου από την καθ’ ης η αίτηση, η οποία κάποιες φορές αρνείτο να του το δώσει. Ακολούθως το ζητούσε πίσω επίμονα και για να αποφύγει τις όποιες προστριβές, της το επέστρεφε εφόσον δεν το θεωρούσε σοβαρό θέμα. Αναφέρει επίσης ότι το μόνο εμβόλιο που ο ανήλικος έκανε στο Μακάρειο Νοσοκομείο μετά την ηλικία των έξι μηνών, ήταν στις 20 Ιανουαρίου 2016, μετά από παραπομπή του παιδιάτρου και τον ανήλικο μετέφερε ο ίδιος μαζί με την μητέρα του. Ισχυρίζεται επίσης ότι ο ανήλικος θα έπρεπε στην ηλικία των τεσσάρων ετών να επαναλάβει το εμβόλιο της ανεμοβλογιάς, πλην όμως επειδή η καθ’ ης η αίτηση κρατά το βιβλιάριο υγείας, δεν θυμόταν την ημερομηνία που έπρεπε να εμβολιαστεί ο ανήλικος με αποτέλεσμα να μην λάβει το εμβόλιο. Αποτελεί θέση του ότι εάν ο ανήλικος διέμενε με τη καθ’ ης η αίτηση, θα γνώριζε την ημερομηνία και θα διευθετούσε η ίδια τον εμβολιασμό. Κατέθεσε ως τεκμήριο Ι σχετική ιατρική βεβαίωση.
Αρνείται όλα όσα αναφέρει η καθ’ ης η αίτηση σε σχέση με το χρονικό διάστημα που ο ίδιος θα απουσίαζε στο εξωτερικό και αναφέρει ότι η επιθυμία της ήταν να πάει για λίγες ημέρες στην Πάφο με τον ανήλικο για διακοπές. Στις 6 Αυγούστου 2019 παρέλαβε τον ανήλικο με σκοπό να διανυκτερεύσει μαζί της, αφού την επόμενη το πρωί θα αναχωρούσαν για την Πάφο, πλην όμως το ίδιο βράδυ του ζήτησε να παραλάβει τον ανήλικο, καθότι αυτός ήταν ανήσυχος και τον αναζητούσε. Την επόμενη ημέρα το πρωί ο αιτητής της παρέδωσε ξανά τον ανήλικο με σκοπό να τον μεταφέρει στην Πάφο και δύο μέρες αργότερα, δηλαδή στις 9 Αυγούστου η καθ’ ης η αίτηση του ζήτησε να μεταβεί στην Πάφο για να παραλάβει τον ανήλικο γιατί έκλαιγε και τον αναζητούσε. Ισχυρίζεται ότι από εκείνη την ημέρα μέχρι τις 14 Αυγούστου, όπου ο αιτητής θα αναχωρούσε για το εξωτερικό, ο ανήλικος έμεινε μαζί του. Εκείνο το διάσημα η καθ’ ης η αίτηση ουδέποτε ζήτησε να επισκεφθεί τον ανήλικο, ενώ όταν την ενημέρωσε ότι θα απουσίαζε στο εξωτερικό για δέκα ημέρες, η καθ’ ης η αίτηση συμφώνησε, χωρίς να ζητήσει να τον παραλάβει, αναφέροντας του ότι θα συνεννοηθεί με την αδελφή του σε ότι αφορά τον ανήλικο.
Τέλος, ισχυρίζεται ότι η καθ’ ης η αίτηση αναγνωρίζει και η ίδια τη δυσκολία που έχει ο ανήλικος να την ακολουθήσει και προς τούτο κατέθεσε ως τεκμήριο ΙΑ, αντίγραφο γραπτών μηνυμάτων που αντάλλαξαν με την καθ’ ης η αίτηση.
Στη συμπληρωματική ένορκο δήλωση που κατέθεσε ο Νίκος Γεωργίου, αναφέρει ότι διαμένει στην ίδια πολυκατοικία με τον αιτητή και ότι είναι ιδιοκτήτης του περιπτέρου που βρίσκεται απέναντι από την πολυκατοικία. Γνωρίζει τον ανήλικο Μ ο οποίος διαμένει με τον αιτητή και αναφέρει ότι τα τελευταία δύο χρόνια, κάθε πρωί περίπου στις 7:00 με 7:30 ο αιτητής με τον ανήλικο αγοράζουν γαλατάκι και κρουασάν από το περίπτερο. Αναφέρει επίσης ότι πολλές φορές το περίπτερο επισκέπτεται ο ανήλικος με τον παππού του και αγοράζουν διάφορα πράγματα.
Η ακρόαση της ενδιάμεσης αίτησης διεξήχθη με τις γραπτές αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων. Ουδείς εκ των διαδίκων αντεξετάστηκε. Μελέτησα την εξεταζόμενη αίτηση και την ένσταση, το περιεχόμενο των αντίστοιχων ενόρκων δηλώσεων και των συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων και όσα υποστήριξαν με τις αγορεύσεις τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των δύο πλευρών. Η μεν συνήγορος του αιτητή υποστήριξε την οριστικοποίηση των επίδικων διαταγμάτων, η μεν συνήγορος της καθ’ ης η αίτηση την ακύρωση τους.
Αποτελεί βασική αρχή του δικαίου ότι το Δικαστήριο αποφασίζει τις διαφορές των μερών, αφού πρώτα ακούσει όλους τους διαδίκους.
Κατά παρέκκλιση όμως, ο νομοθέτης για επείγουσες περιπτώσεις ή άλλες ιδιάζουσες περιστάσεις, για να είναι αποτελεσματική η θεραπεία, επιτρέπει την έκδοση διαταγμάτων χωρίς ειδοποίηση στο άλλο μέρος. Αυτό προβλέπεται στο άρθρο 9 εδάφιο (1) του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Όταν εξετάζεται μονομερής αίτηση για έκδοση παρεμπίπτοντος προσωρινού διατάγματος, ο παράγοντας του χρόνου είναι σημαντικός. Ο αιτητής στο στάδιο εκείνο πρέπει να δείξει το κατεπείγον της αίτησης ώστε να δικαιολογείται μονομερώς εξέτασή της, στην απουσία δηλαδή του άλλου μέρους. Στην υπόθεση Resola (Cyprus) Ltd v. Χάρη Χρίστου (1998) 1(Β) ΑΑΔ 598, λέχθηκαν τα εξής:
«Το επείγον για την παροχή θεραπείας αποτελεί δικαιοδοτικό όρο. Μόνο εφ΄ όσον καταδεικνύεται το κατεπείγον του αιτήματος δικαιολογείται, όλως εξαιρετικά η άσκηση Δικαστικής εξουσίας στην απουσία του Εναγομένου. Μόνο τότε μπορεί να συγχωρηθεί η παρέκκλιση από το θεμελιώδη κανόνα της δικαιοσύνης να ακούσει και τα δύο μέρη πριν εκφέρει κρίση.»
Στην υπόθεση Έλενα Αμβροσιάδου v. Martin Coward, Πολιτικές Εφέσεις 3/11 και 4/11 ημερομηνίας 15/1/13, το κύριο θέμα που εξετάστηκε ήταν το κατεπείγον και κατά δεύτερο, η μη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων. Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου τονίστηκε ότι το κατεπείγον, ως δικαιοδοτικός όρος, εφόσον εγείρεται στην ένσταση κατά του διατάγματος, εξετάζεται πρώτο και ανεξάρτητα από τις προϋποθέσεις έκδοσης του διατάγματος.
Η καθ’ ης η αίτηση δεν αμφισβητεί την ύπαρξη του στοιχείου του κατεπείγοντος. Ισχυρίζεται όμως ότι ο αιτητής απέκρυψε από το Δικαστήριο ουσιαστικά στοιχεία και γεγονότα της υπόθεσης, ότι προέβη σε αναφορά ψευδών και παραπλανητικών γεγονότων και ότι δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια ως όφειλε, για να ζητήσει μονομερώς προσωρινό διάταγμα (λόγοι ένστασης 1-3).
Όπως είναι πάγια νομολογημένο, όταν επιζητείται η έκδοση διατάγματος με μονομερή αίτηση, ο αιτών διάδικος έχει υποχρέωση αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Η μη αποκάλυψη θεωρείται ως ένα είδος εξαπάτησης του Δικαστηρίου, το οποίο αρνείται πλέον να ακούσει αυτόν που τον εξαπατά. Παράλειψη του αιτητή να κάνει αναφορά σε τέτοια ουσιώδη γεγονότα, ενδεχομένως να καθιστά την απόφαση του Δικαστηρίου ακροσφαλή και εάν διαπιστωθεί οποιαδήποτε σκοπιμότητα στην απόκρυψη, τότε το Δικαστήριο προχωρεί στην ακύρωση του διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς. Η υποχρέωση αποκάλυψης δεν περιορίζεται στα γεγονότα που ήταν γνωστά στον αιτητή αλλά και σε εκείνα που μπορούσαν να αποκαλυφθούν με εύλογη έρευνα (βλ. Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co Limited κ.α. [1996] 1 ΑΑΔ 597, Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου [1998] 1 ΑΔΔ 598, Favero General Trading Ltd κ.α v. Medousa Constructions Ltd (2012) 1Γ ΑΑΔ 2476).
Στην απόφαση Άκης, άλλως Γρηγόρης Ν. Γρηγορίου κ.ά. v. Χριστίνας Σταύρου Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 ΑΑΔ 248, αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά με το θέμα της ειλικρινούς αποκάλυψης:
«Η διαδικασία με μονομερή αίτηση επιβάλλει στον Αιτητή την αποκάλυψη στο Δικαστήριο όλων των ουσιαστικών γεγονότων που μπορεί να ασκήσουν επιρροή στη δικαστική κρίση. Η αίτηση αυτή είναι υψίστης πίστεως (uberrima fides). Ο Αιτητής έχει καθήκον να φέρει σε γνώση του Δικαστηρίου οποιαδήποτε γεγονότα που γνωρίζει, ή που με εύλογη επιμέλεια θα εγνώριζε, τα οποία μπορεί να είναι ευνοϊκά για τον απόντα διάδικο, ή μπορεί να ασκήσουν επιρροή στην κρίση του Δικαστηρίου.
Παράλειψη παρουσίασης ουσιαστικών γεγονότων ενώπιον του Δικαστηρίου στη μονομερή αίτηση θεωρείται ως είδος εξαπάτησης του Δικαστηρίου και το Δικαστήριο απαντά: «δεν σας ακούω πλέον» και ακυρώνει τη διαταγή που έδωσε, χωρίς να εξετάσει την ουσία. Τα γεγονότα πρέπει να είναι ουσιώδη για την απόφαση του Δικαστηρίου στη μονομερή αίτηση.»
Όπως λέχθηκε στην απόφαση Αποστόλου κ.α v. Ιωάννου κ.α (2012) 1Α ΑΑΔ604, όταν προβάλλεται ισχυρισμός περί απόκρυψης, θα πρέπει να εξειδικεύεται από εκείνον που τον εγείρει και όχι να προβάλλεται αόριστα και ως πανάκεια σε κάθε περίπτωση.
Έχω διεξέλθει του συνόλου της ένορκης δήλωσης της καθ' ης η αίτηση για να εντοπίσω τους ισχυρισμούς ή γεγονότα που ισχυρίζεται ότι απέκρυψε ο αιτητής και παρατηρώ ότι η κατ’ ισχυρισμό απόκρυψη αφορά κάθε ισχυρισμό του αιτητή αναφορικά με το ποιος πραγματικά ασκούσε τη φύλαξη και φροντίδα του ανηλίκου, ανεξαρτήτως του υφιστάμενου διατάγματος γονικής μέριμνας. Η θέση της καθ’ ης η αίτηση είναι ότι ο αιτητής παρουσίασε στο Δικαστήριο μια εντελώς αναληθή εικόνα της καθημερινότητας των διαδίκων, χωρίς να εξειδικεύει ποιους συγκεκριμένα ισχυρισμούς αφορά η απόκρυψη. Ισχυρίζεται γενικά ότι ο αιτητής απέκρυψε όλη την αλήθεια από το Δικαστήριο και ότι παρουσίασε μία διαστρεβλωμένη εικόνα της πραγματικότητας με σκοπό να ξεγελάσει το Δικαστήριο, «υποκλέπτοντας» με αυτό τον τρόπο τα διατάγματα. Καταθέτει δε την δική της εκδοχή και περιγράφει την ζωή των διαδίκων και του ανηλίκου, τοποθετώντας την καθημερινότητα τους σε μία εντελώς διαφορετική βάση.
Πρόκειται δηλαδή για περίπτωση όπου οι διάδικοι εκφράζουν αντίθετες θέσεις ή εκδοχές και ισχυρισμούς επί συγκεκριμένων γεγονότων, γεγονός που δεν συνιστά απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων αλλά ούτε και πρόθεση του ενός ή του άλλου διαδίκου να εξαπατήσει και να ξεγελάσει το Δικαστήριο. Στην απόφαση Φαέθων Μιχαηλίδης v. Κυριάκου Άγγελου Παπακυριακού (2004) 1 ΑΑΔ 209 στην οποία παρέπεμψε το Δικαστήριο η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, καταγράφεται το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, προσέγγιση η οποία έγινε αποδεκτή από το Ανώτατο Δικαστήριο, σε σχέση με τον τρόπο που αξιολογείται η μαρτυρία ως προς το ζήτημα της απόκρυψης γεγονότων:
«Το Δικαστήριο έχει εξετάσει τις εισηγήσεις του κ. Χάσικου αλλά κρίνει ότι δεν υπήρξε απόκρυψη γεγονότων που να δίνει το δικαίωμα ακύρωσης του διατάγματος χωρίς να υπεισέλθει στην ουσία του. Όπου υπήρξε κάποια μη αναφορά γεγονότων σε πλήρη έκταση αυτή με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων που αν τα γνώριζε το Δικαστήριο θα ασκούσε διαφορετικά την διακριτική του ευχέρεια. Να αναφερθεί κατ' αρχάς ότι η εξειδίκευση της απόκρυψης των ουσιωδών γεγονότων κατά τον εναγόμενο 2, εξαντλείται με την παράθεση συγκεκριμένων στοιχείων στην παρ. 30 της ένορκης δήλωσης του πατέρα του Μιχάλη Μιχαηλίδη. Η θεώρηση αυτών των αιτιάσεων, όπως έχουν καταγραφεί, αλλά και έχοντας υπόψη την μαρτυρία που δόθηκε κατά την αντεξέταση, πράγματι αποκαλύπτει ότι το παράπονο του εναγομένου 2 δεν είναι βάσιμο διότι δεν πρόκειται περί απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων αλλά αντίθετα περί μιας εντελώς διαφορετικής εκδοχής από την πλευρά του, η οποία πρέπει βέβαια να παραμείνει να εξεταστεί πλήρως και τελεσιδίκως κατά το στάδιο της ακρόασης της ουσίας της αγωγής. Πρέπει σε αυτό το στάδιο να λεχθεί ότι η μαρτυρία κατά την αντεξέταση που δόθηκε ήταν όντως πολύ διιστάμενη και οι πρωταγωνιστές της υπόθεσης έδωσαν σε θεμελιώδη ζητήματα εντελώς αντίθετες εκδοχές. Αυτό από μόνο του δείχνει ότι η αποκρυστάλλωση των αληθών γεγονότων πρέπει να γίνει μέσα από την πλήρη αντιπαραβολή της μαρτυρίας και την αξιολόγηση της, στο στάδιο της εκδίκασης της ουσίας. Αυτά υπό την αίρεση βέβαια της ανάκλησης ουσιωδών ισχυρισμών του αιτητή κατά την αντεξέταση του, κάτι όμως που δεν συνέβη εδώ.»
Συνακόλουθα, έχοντας πλέον ενώπιον μου και τη θέση της άλλης πλευράς, δεν θεωρώ ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση υπήρξε απόκρυψη εκ μέρους του αιτητή τέτοιου ουσιώδους γεγονότος που να οδηγεί σε ακύρωση των προσωρινών διαταγμάτων, αλλά αυτό που διαφαίνεται από την μαρτυρία είναι οι διιστάμενες θέσεις των διαδίκων επί συγκεκριμένων γεγονότων. Ως θα διαφανεί κατωτέρω, το Δικαστήριο αφού εξέτασε την μαρτυρία που τέθηκε από μέρους του αιτητή, εξέδωσε μονομερώς τα υπό κρίση προσωρινά διατάγματα, λαμβάνοντας υπόψη συγκεκριμένους ισχυρισμούς και γεγονότα, με κίνητρο πρωτίστως την εξυπηρέτηση του καλός νοούμενου συμφέροντος του ανηλίκου αλλά και την αποτροπή της διατάραξης του staus quo του ανηλίκου, ως αυτό διαμορφώθηκε από τους ίδιους τους διαδίκους. Συνακόλουθα οι σχετικοί λόγοι ένστασης απορρίπτονται.
Με το τέταρτο λόγο ένστασης, η καθ’ ης η αίτηση αρνείται την ύπαρξη των τριών προϋποθέσεων του άρθρου 32 του Ν.14/60.
Το άρθρο 32 του Ν.14/1960 παρέχει στο Δικαστήριο ευρεία εξουσία, εφόσον συντρέχουν οι ουσιαστικές του προϋποθέσεις να εκδίδει σε κάθε πολιτική διαδικασία οιανδήποτε παρεμπίπτον διάταγμα, απαγορευτικό ή προστακτικό, αν αυτό κρίνεται δίκαιο και πρόσφορο. Οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται σωρευτικά είναι οι εξής:
(A) H ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση.
(Β) Η ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας στην αγωγή.
(Γ) Να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.
(Βλ. μεταξύ άλλων Odysseos v. Pieris Estates and Others(1982) 1 Α.Α.Δ. 557, Τσιολάκκη και άλλη ν. Στυλιανίδη (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 782, Πουργουρίδη κ.α .Μέζου, (1994) 1 Α.Α.Δ. 201, Κυτάλα κ.ά. ν. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 253, M & Ch Mitsingas Tr. Ltd κ.ά. ν. Timberland Co. (1997) 1 (Γ) 1 Α.Α.Δ. 1791).
Σχετικά με την πρώτη προϋπόθεση του σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, έχει νμολοφηθεί ότι είναι αρκετό να αποκαλύπτεται συζητήσιμη υπόθεση με βάση τα όσα φαίνονται στις έγγραφες προτάσεις.
Ως προς την ορατή πιθανότητα επιτυχίας που πρέπει να δείξει ο αιτητής, ως έχει νομολογηθεί αυτή περικλείει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά και κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που είναι το μέτρο απόδειξης στις αστικές υποθέσεις. Η έστω μικρή πιθανότητα επιτυχίας, πρέπει να αποδεικνύεται με τη μαρτυρία που προσάγεται προς υποστήριξη της αίτησης (βλ. Α/φοί Μυλωνά κ.ά. v. Michalakis Avraamides & Co. Ltd, (1998) 1 ΑΑΔ 1513).
Η τρίτη προϋπόθεση σχετίζεται με την επάρκεια της θεραπείας υπό το φως των γεγονότων της κάθε υπόθεσης (βλ. odysseos ανωτέρω). Η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, περιλαμβάνει και διάφορα άλλα μεταβλητά κριτήρια, εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά και ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη (βλέπε μεταξύ άλλων Ιωάννης Κυριάκου Όξυνος κ.ά. v. Μαρίας Ρολη Λου (2011) 1 ΑΑΔ 1066, Κυρίσαββα v. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ.)
Πέραν των πιο πάνω, το Δικαστήριο στο τελικό στάδιο πρέπει να σταθμίσει κατά πόσον είναι δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, ζήτημα το οποίο κρίνεται πάντα με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Αυτό θα πράξει χωρίς να καταλήγει σε οποιαδήποτε ευρήματα ή να αποφασίζει πάνω στα διαφιλονικούμενα θέματα επί των οποίων θα κριθεί η κυρίως αίτηση (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 ΑΑΔ 363, Ιπποδρομιακή Αρχή v. Χ΄΄ Βασίλη (1989) 1 ΑΑΔ 152).
Λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πάνω αρχές, θα εξετάσω κατά πόσο δικαιολογείται ή όχι η οριστικοποίησης των προσωρινών διαταγμάτων, σε συνάρτηση με τον Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμο του 1990 (Ν. 216/90) και συγκεκριμένα το άρθρο 20 του Νόμου, το οποίο δίδει εξουσία στο Δικαστήριο να τροποποιεί διατάγματα που ρυθμίζουν την άσκηση της γονικής μέριμνας ανηλίκων, εφόσον από την έκδοση τους έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών.
Ως έχει αναφερθεί, το Δικαστήριο στο παρόν στάδιο δεν καταλήγει σε ευρήματα, ούτε αποφασίζει πάνω στα διαφιλονικούμενα θέματα επί των οποίων θα κριθεί η εναρκτήρια αίτηση, κατά την ακρόαση της οποίας το Δικαστήριο πέραν από τη μαρτυρία των διαδίκων και των μαρτύρων τους, θα έχει ενώπιον του και σχετική Έκθεση που θα ετοιμάσει Λειτουργός του Γραφείου Ευημερίας, μετά από διερεύνηση των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών και συνθηκών διαβίωσης των διαδίκων και θα παρουσιάσει τις σχετικές παρατηρήσεις και εισηγήσεις, στην βάση των αιτημάτων των διαδίκων και των αντίστοιχων επίδικων θεμάτων. Από τα δικόγραφα της αίτησης και της ανταπαίτησης στην αίτηση, προκύπτει ότι οι διάδικοι διεκδικούν την άσκηση της επιμέλειας του ανηλίκου, ενώ η καθ’ ης η αίτηση διεκδικεί επιπλέον τον καθορισμό του τόπου διαμονής του ανηλίκου στον εκάστοτε τόπο διαμονής της, που σήμερα είναι η Επαρχία Πάφου. Επιδιώκει δηλαδή τη μετεγκατάσταση του ανηλίκου στην Πάφο, εφόσον εκεί πλέον διαμένει μόνιμα.
Εξετάζοντας την πρώτη και τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν.14/60, δηλαδή την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και την ορατή πιθανότητα επιτυχίας του αιτητή στην εναρκτήρια αίτηση, κατέληξα ότι αυτές πληρούνται. Κατά την κρίση μου, πέραν του εκ του νόμου δικαιώματος του αιτητή να ζητά την τροποποίηση του υφιστάμενου διατάγματος λόγω μεταβολής των συνθηκών που επήλθαν μετά την έκδοση του υφιστάμενου διατάγματος, δικαίωμα που του παρέχει το άρθρο 20 του Νόμου, η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση να μετακινήσει τον ανήλικο μονομερώς σε άλλη Επαρχία για μόνιμη εγκατάσταση δημιουργεί ένα αρκετά σοβαρό θέμα προς συζήτηση και καταδεικνύεται εκ πρώτης όψεως η μεταβολή των συνθηκών που υποδεικνύει το πιο πάνω άρθρο. Λαμβάνοντας δε υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου με τις ένορκες δηλώσεις των διαδίκων και χωρίς να προβαίνω σε τελικά συμπεράσματα, κρίνω ότι ο αιτητής έχει καταδείξει πιθανότητα επιτυχίας στον βαθμό που απαιτείται στο παρόν στάδιο, εφόσον ως γονέας του τέκνου και φορέας της γονικής του μέριμνας, είχε αν μη τι άλλο ενεργή δράση στην ανατροφή και διαπαιδαγώγηση του ανηλίκου καθημερινά, γεγονός που δεν αμφισβητείται από την καθ’ ης η αίτηση.
Σε σχέση με την τρίτη προϋπόθεση, δηλαδή ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε κατοπινό στάδιο, εκτός εάν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, σημειώνω ότι ως έχει λεχθεί στην απόφαση M & Ch Mistingas Trading Ltd, (βλ.ανωτέρω):
«η έννοια της δικαιοσύνης, δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με την προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου σε θεραπεία.»
Αυτή η αρχή προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία στις υποθέσεις που έχουν ως αντικείμενο οικογενειακές διαφορές όπως είναι η παρούσα. Στις υποθέσεις γονικής μέριμνας το κύριο κριτήριο για την άσκηση δικαστικής κρίσης αποτελεί πάντοτε το συμφέρον του τέκνου. Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση Κκουφού ν. Κκουφού (1997) 1 (Γ) ΑΑΔ 1588, 1593:
«Η διαμόρφωση κρίσης πάνω σε θέματα γονικής μέριμνας είναι έργο λεπτό και σύνθετο. Δεν είναι εγχείρημα που στοχεύει στην απόδοση ευθυνών ή στην επιβολή κύρωσης για μεμπτή συμπεριφορά. Γνώμονας είναι το συμφέρον του ανηλίκου και κατά την εκτίμησή του, προσλαμβάνει σημασία το σύνολο των στοιχείων».
Ως συμφέρον του τέκνου εννοείται το σωματικό, το υλικό, το πνευματικό, το ψυχικό, το ηθικό και γενικότερα το κάθε είδους συμφέρον (Διευθύντρια Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ν. Ντούμα κ.α.(2001) 1 Α.Α.Δ. 1911, Σ. Σοφοκλέους ν. Κ. Τσεσμέλογλου (2006) 1 ΑΑΔ 1153, Κ. Ιακωβίδου ν. Α. Ιακωβίδη (1996) 1 ΑΑΔ 1057).
Το Δικαστήριο οφείλει με την απόφαση του να εξασφαλίσει ότι συμφέρον του τέκνου εξυπηρετείται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αυτός είναι και ο λόγος που έχει επαναληφθεί από την νομολογία ότι στην διαδικασία αιτήσεων γονικής μέριμνας, δεν υπάρχει το στοιχείο της αντιπαράθεσης μεταξύ των γονέων διαδίκων, αλλά πρόκειται για διαδικασία εξεταστικού χαρακτήρα, της οποίας τελικός σκοπός και στόχος είναι η εξυπηρέτηση του συμφέροντος και της ευημερίας των ανηλίκων (βλ. Ευγ. Στυλιανού ν. Βασ. Στυλιανού (1993) 1 ΑΑΔ 130, Ιωαννίδης κ.ά. ν. Ιωαννίδη κ.ά. (2002) 1 (Γ) ΑΑΔ Σελ. 1446, 1452).
Δεν παραγνωρίζω την δραστικότητα των προσωρινών διαταγμάτων που έχουν εκδοθεί μονομερώς, ταυτόχρονα όμως πιστεύω ότι στην παρούσα υπόθεση συνέτρεχαν εξαιρετικές και άκρως ιδιαίτερες περιστάσεις οι οποίες οδήγησαν το Δικαστήριο προς την κατεύθυνση αυτή και δικαιολογούσαν την έκδοση των σχετικών διαταγμάτων. Σημείο αναφοράς για το Δικαστήριο υπήρξε αφενός η πρόνοια του υφιστάμενου διατάγματος γονικής μέριμνας με βάσει την οποία ο τόπος διαμονής του ανηλίκου καθορίστηκε ως ο τόπος διαμονής της καθ’ ης η αίτηση εντός της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, δηλαδή εντός της Επαρχίας Λευκωσίας αλλά και αφετέρου, το δικαίωμα του αιτητή να έχει άμεση πρόσβαση στο τέκνο του είτε για να ασκεί ανεμπόδιστα το δικαίωμα επικοινωνίας του, είτε για να έχει τον ανήλικο υπό τη συνεχή φύλαξη του, ως ο ίδιος ισχυρίζεται ότι γινόταν στην πραγματικότητα. Περαιτέρω, σημειώνεται ότι κατά την έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων λήφθηκε σοβαρά υπόψη ο αντίκτυπος που οι ενέργειες της καθ’ ης η αίτηση θα είχαν στον ψυχικό και συναισθηματικό κόσμο του ανηλίκου με την απομάκρυνση του από τον αιτητή, ιδιαίτερα λόγω της στενής όπως προκύπτει σχέσης που συνδέει τον ανήλικο με αυτόν αλλά και με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του.
Με βάση το υφιστάμενο διάταγμα γονικής μέριμνας, η φύλαξη και φροντίδα του ανηλίκου ανατέθηκε στην καθ’ ης η αίτηση με ελεύθερο όμως δικαίωμα επικοινωνίας του αιτητή με τον ανήλικο. Οι ισχυρισμοί των διαδίκων ως προς το ποιος είχε υπό την φύλαξη του τον ανήλικο είναι εκ διαμέτρου αντίθετοι. Ο καθ’ ένας εξ΄ αυτών ισχυρίζεται ότι ο ανήλικος διέμενε μαζί του και ότι ο άλλος γονέας επικοινωνούσε με τον ανήλικο κατόπιν μεταξύ τους συνεννόησης. Από το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων των διαδίκων αναδύεται ξεκάθαρα ότι και οι δύο γονείς συνείσφεραν στην ανατροφή και στο μεγάλωμα του ανήλικου Μ και ότι αν και ο αιτητής δεν είναι το πρόσωπο το οποίο καθορίζεται στο υφιστάμενο διάταγμα ότι έχει υπό τη φύλαξη του τον ανήλικο, εντούτοις η ανάμειξη και έμπρακτη συμβολή του στην καθημερινότητα και την εν γένει επιμέλεια και φροντίδα προσώπου του ανηλίκου υπήρξε ουσιαστική και πέραν του απλού δικαιώματος επικοινωνίας. Η πιο πάνω πραγματικότητα (status quo) διαφαίνεται τόσο από τους ισχυρισμούς του αιτητή, όσο και από τους ισχυρισμούς της καθ’ ης η αίτηση, η οποία δεν αμφισβητεί ότι καθημερινά ο αιτητής μετέφερε τον ανήλικο στο σχολείο, ότι πολύ συχνά διανυκτέρευε στον τόπο διαμονής του και ότι ο ανήλικος είχε πολύ στενούς δεσμούς με τους εκ πατρός παππούδες του, οι οποίοι βοηθούσαν και στήριζαν τον αιτητή παρέχοντας του πολύτιμη βοήθεια στην φροντίδα του ανηλίκου.
Από τα όσα ο αιτητής έφερε εις γνώσιν του Δικαστηρίου με την μονομερή αίτηση του, διαφάνηκε ότι η καθ’ ης η αίτηση μονομερώς και χωρίς την συγκατάθεση του μετέφερε τον ανήλικο στη Επαρχία Πάφου με σκοπό να εγκατασταθούν πλέον εκεί μόνιμα. Αυτό επιβεβαιώνεται όχι μόνο από την ενέργεια της να παραλάβει τα έγγραφα του ανηλίκου από το σχολείο στο οποίο ο ανήλικος θα φοιτούσε, αλλά και από τα ίδια τα λεγόμενα της. Δεν αρνείται ότι ενήργησε μονομερώς για να επιτύχει την εγγραφή του ανηλίκου σε σχολείο της Επαρχίας Πάφου και ότι αναγκάστηκε να ζητήσει τη συγκατάθεση του αιτητή μόνο μετά την άρνηση των αρμοδίων αρχών να της εγκρίνουν το αίτημα της χωρίς την υπογραφή του αιτητή. Η θέση της ότι δεν ήταν εξ’ αρχής η πρόθεση της να εγκαταλείψει μόνιμα τη Λευκωσία, αλλά ήταν κάτι που προέκυψε μέσα στις επόμενες ημέρες ενόσω βρισκόταν ήδη στην Πάφο, ουδόλως επηρεάζει την κρίση του Δικαστηρίου, εφόσον και έτσι να έχουν τα πράγματα, το ουσιώδες της υπόθεσης κατά την κρίση του Δικαστηρίου είναι ότι η καθ’ ης η αίτηση ενήργησε μονομερώς για να αλλάξει τον τόπο διαμονής του ανηλίκου, μεταφέροντας τον σε άλλη Επαρχία, παραβλέποντας τον αιτητή και το δικαίωμα του να έχει άμεση πρόσβαση στο τέκνο του, δικαίωμα το οποίο πριν από την μετακίνηση ασκούσε ανεμπόδιστα και χωρίς περιορισμούς.
Συνεπώς, κρίνω ότι πληρείται και η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Νόμου 14/60. Η ζημιά που θα προκληθεί τόσο στον αιτητή όσο και στον ανήλικο σε περίπτωση που ακυρωθούν τα προσωρινά διατάγματα και δεν διατηρηθεί το υφιστάμενο status quo του ανηλίκου, μέχρι να αποφασιστεί τελειωτικά το θέμα της επιμέλειας και κατ’ επέκταση το αίτημα της καθ’ ης η αίτηση για μετεγκατάσταση του στην Επαρχία της Πάφου, θα είναι ανεπανόρθωτη. Επισημαίνω ότι κατά την έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων είχε ήδη ξεκινήσει η σχολική χρονιά και ενώ οι διάδικοι είχαν συμφωνήσει ότι ο ανήλικος θα φοιτούσε στην Προδημοτική Αγλαντζιάς, η καθ’ ης η αίτηση αποφάσισε να μεταφέρει τον ανήλικο σε άλλο σχολείο της Επαρχίας Πάφου εν αγνοία του αιτητή. Εάν το Δικαστήριο δεν δρούσε με άμεσο και δραστικό τρόπο εκδίδοντας τα σχετικά διατάγματα, ο ανήλικος θα παρέμενε στην Επαρχία Πάφου για άγνωστο χρονικό διάστημα, χωρίς να είναι δυνατή η εγγραφή του σε οποιοδήποτε σχολείο λόγω της διαφωνίας των διαδίκων επί του θέματος, μακριά από τον αιτητή και την οικογένεια του, που αναμφίβολα αποτελούν αναπόσπαστο θετικό κομμάτι της καθημερινότητας του. H αβεβαιότητα και η αναστάτωση του ψυχικού κόσμου του ανηλίκου με την απότομη αλλαγή της πραγματικότητας και της ανατροπής της καθημερινότητας την οποία βίωνε κοντά στον αιτητή και την οικογένεια του, είναι κατά την άποψη μου κάτι που δεν μπορεί να αποκατασταθεί σε μεταγενέστερο στάδιο.
Στην Κατσουρίδης v. Κατσουρίδης (1997) 1 ΑΑΔ 415, λέχθηκε ότι ο Δικαστής του Οικογενειακού Δικαίου λειτουργεί, κατά το μεγαλύτερο μέρος της δικαιοδοσίας του, στον ευαίσθητο και πιο σοβαρό κοινωνικό χώρο, αυτό των οικογενειακών σχέσεων, και ότι ο στόχος του θα πρέπει να είναι η διόρθωση ή ο περιορισμός της περαιτέρω επιδείνωσης της οικογενειακής σχέσης, με σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στα μέλη της. Ως Δικαστής λοιπόν οφείλω να λάβω υπόψη μου πρωτίστως το συμφέρον του ανήλικου Μ και να διατηρήσω την υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων, η οποία ειρήσθω εν παρόδω έχει θετικό πρόσημο στη καθημερινότητα του, με τον αιτητή να έχει πλέον τη φύλαξη του ανήλικου Μ και την καθ’ ης η αίτηση να διαμένει μόνιμα στην Πάφο, χωρίς όμως να εκφράζει την επιθυμία να επιστρέψει στη Λευκωσία για να αναλάβει τη φύλαξη του ανηλίκου. Η πρόθεση της αυτή κατέστη σαφής προς το Δικαστήριο με το αίτημα της να επικοινωνεί πλέον με τον ανήλικο στην Επαρχία Πάφου.
Η καθ’ ης η αίτηση η αίτηση παραπονείται ότι δεν είναι προς το συμφέρον του ανηλίκου η διατήρηση σε ισχύ των προσωρινών διαταγμάτων γατί ο αιτητής δεν είναι το κατάλληλο άτομο να αναλάβει τη φύλαξη και φροντίδα του ανηλίκου. Έχω ήδη αναφερθεί εκτενώς στους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των διαδίκων για το ποιος εκ των δύο ασκούσε στην πραγματικότητα τη φύλαξη και φροντίδα του ανήλικου. Ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ως αληθής η εκδοχή της καθ’ ης η αίτηση, ότι δηλαδή ο αιτητής δεν είναι κατάλληλος, για σκοπούς συζήτησης και μόνο αναφέρω ότι η απόφαση του Δικαστηρίου στο στάδιο αυτό που βρίσκεται η υπόθεση, δεν μπορεί εκ προοιμίου να θεωρείται αντίθετη με το συμφέρον του ανηλίκου, καθότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης υποδεικνύουν ότι ο αιτητής είναι εξίσου ικανός να έχει υπό τη φύλαξη του τον ανήλικο και εν πάση περιπτώσει έχει αναμφίβολα γνήσιο ενδιαφέρον για την ευημερία του παιδιού τους. Το Δικαστήριο αποφασίζοντας το θέμα της φύλαξης και φροντίδας ανηλίκου, συνεκτιμά και λαμβάνει υπόψη πολλά άλλα κριτήρια, πέραν του ποιος από τους δύο γονείς έχει την κύρια φροντίδα του, που στην προκείμενη περίπτωση αδιαμφισβήτητα την είχαν και οι δύο γονείς με τον τρόπο που διαμόρφωσαν την καθημερινότητα τους. Eνα εξ’ αυτών των κριτηρίων είναι και το status quo το οποίο διαμορφώνουν πολλοί παράγοντες, όπως για παράδειγμα το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον του ανηλίκου, οι δεσμοί του με άλλα μέλη της οικογένειας, το σχολείο, η καθημερινότητα του και επιπρόσθετα οι γνήσιες επιθυμίες του.
Στην υπό κρίση περίπτωση, ο ανήλικος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λευκωσία. Ο αιτητής διαμένει μόνιμα στη Λευκωσία, το ίδιο και οι γονείς του, με τους οποίους ο ανήλικος περνούσε αρκετό από τον χρόνο του. Το σχολείο και το κοινωνικό περιβάλλον του ανηλίκου, επίσης βρίσκονται στη Λευκωσία. Οι μονομερείς ενέργειες της καθ’ ης η αίτηση με τις οποίες επιχείρησε να αλλάξει το status quo του ανηλίκου, έχω την άποψη ότι δικαιολογούσαν και ταυτόχρονα επέβαλλαν την άμεση αντίδραση του Δικαστηρίου.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της καθ’ ης η αίτηση στην αγόρευση της αναφέρει ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να απορρίψει την αίτηση και να ακυρώσει τα προσωρινά διατάγματα, ώστε να αρθούν τα πράγματα στη προτέρα κατάσταση, δίδοντας και πάλι τη φύλαξη του ανηλίκου στην καθ’ ης η αίτηση. Η κατάσταση όμως ως έχει διαμορφωθεί από τα αρχικά στάδια έκδοσης των προσωρινών διαταγμάτων, η οποία παραμένει η ίδια μέχρι σήμερα, θέλει την καθ’ ης η αίτηση να εξακολουθεί να διαμένει στην Πάφο. Γι’ αυτό εξάλλου διεκδίκησε και πέτυχε τον καθορισμό του δικαιώματος επικοινωνίας της με τον ανήλικο, δικαίωμα το οποίο ασκείται πλέον στην Πάφο. Έτσι, η ακύρωση των προσωρινών διαταγμάτων, όχι μόνο δεν επαναφέρει τα πράγματα στην προηγούμενη κατάσταση, αλλά αντίθετα δημιουργεί μία εντελώς νέα κατάσταση, πρωτίστως στη ζωή του ανηλίκου, πράγμα το οποίο ανατρέπει άρδην την μέχρι σήμερα βεβαιότητα και σταθερότητα που υπήρχε στη ζωή του.
Στη βάση όλων των πιο πάνω, κρίνω ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας συνηγορεί υπέρ της διατήρησης των προσωρινών διαταγμάτων, εφόσον έτσι εξασφαλίζεται η σταθερότητα στη καθημερινότητα του ανηλίκου μέχρι την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης, όπου θα αποφασιστεί οριστικά η ουσία της υπόθεσης.
Το θέμα της φοίτησης του ανηλίκου στην Προδημοτική τάξη του νηπιαγωγείου Αγλαντζιάς, δεν αποτελεί πλέον επίδικο θέμα προς απόφαση από το Δικαστήριο, εφόσον ο ανήλικος ήδη φοιτά στην Α τάξη Δημοτικού.
Με βάση όλα τα πιο πάνω, η ένσταση απορρίπτεται και τα προσωρινά διατάγματα καθίστανται απόλυτα.
Ως προς τα έξοδα, λόγω της φύσης της παρούσας υπόθεσης, κρίνω δίκαιο εύλογο όπως αυτά ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της εναρκτήριας αίτησης.
(Υπ.)…………………….
Σ. Νεοφύτου, Δ.
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο