ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Δικαιοδοσία Γονικής Μέριμνας
Ενώπιον: Σ. Νεοφύτου, Δ.
Αρ. Αίτησης: 423/2019
Μεταξύ:
Ν.Ο.
Αιτητής
και
Μ.Μ.
Καθ’ ης η αίτηση
Μονομερής αίτηση από την καθ’ ης η αίτηση- αιτήτρια στην παρούσα, ημερομηνίας 21/10/2019
Ημερομηνία: 10 Απριλίου 2020
Εμφανίσεις:
Για τον αιτητή: κα Παπαδοπούλου για Ελένη Βραχίμη & Σια
Για την καθ’ ης η αίτηση: κα Κωνσταντίνου για Δρ. Άρτεμις Δ. Σαββίδου
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο αιτητής – καθ’ ου η αίτηση στην παρούσα (στο εξής καθ’ ου η αίτηση) με εναρκτήρια αίτηση ημερομηνίας 11.09.2019, αιτείται από το Δικαστήριο μεταξύ άλλων, την έκδοση διατάγματος με το οποίο να ακυρώνεται το διάταγμα γονικής μέριμνας ημερομηνίας 11.02.2016, που εκδόθηκε στα πλαίσια της αίτησης με αριθμό 73/2016 και διάταγμα του δικαστηρίου που να αναθέτει στον ίδιο την άσκηση της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου των διαδίκων. Στα πλαίσια της αίτησης αυτής, καταχώρησε και μονομερή αίτηση, ζητώντας την ακύρωση του πιο πάνω διατάγματος, την έκδοση διατάγματος που να αναθέτει σε αυτόν την φύλαξη και φροντίδα του ανήλικου τέκνου των διαδίκων, διάταγμα με το οποίο να επιτρέπεται η εγγραφή και φοίτηση του ανήλικου τέκνου των διαδίκων στην Προδημοτική τάξη του νηπιαγωγείου [ ] και διάταγμα που να απαγορεύει την έξοδο του ανήλικου από την Κύπρο, χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου ή την γραπτή συγκατάθεση του. Το Δικαστήριο επιλαμβανόμενο της αίτησης εξέδωσε τα πιο πάνω διατάγματα μονομερώς. Μετά την επίδοση των πιο πάνω διαταγμάτων στην καθ’ ης η αίτηση – αιτήτρια στην παρούσα (στο εξής αιτήτρια), η τελευταία καταχώρησε ένσταση, συνοδευόμενη από ένορκο δήλωση της. Ακολούθως, καταχώρησε Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση, δια της οποίας αιτείται την έκδοση διατάγματος με το οποίο να ανατίθεται σε αυτήν η αποκλειστικά η άσκηση της επιμέλειας, φύλαξης και φροντίδας του ανήλικου, διάταγμα με το οποίο να καθορίζεται ο τόπος διαμονής του ανηλίκου ως ο εκάστοτε τόπος διαμονής της καθώς και διάταγμα που να ρυθμίζει το δικαίωμα επικοινωνίας του καθ’ ου η αίτηση στην παρούσα και διαζευκτικά διάταγμα που να καθορίζει το δικαίωμα επικοινωνίας της ίδιας με τον ανήλικο. Παράλληλα, στις 21/10/2019, καταχώρησε την υπό εξέταση μονομερή αίτηση με την οποία αιτείται:
Α. Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να ρυθμίζεται η επικοινωνία της αιτήτριας με το ανήλικο τέκνο των διαδίκων Ε.Ο μέχρι τελικής εκδίκασης της Κυρίως αίτησης και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου, ως ακολούθως:
i) Καθημερινά από η ώρα 15:00 μέχρι η ώρα 18:00.
ii) Διανυκτέρευση κάθε 1η και 3η Παρασκευή του εκάστου μήνα και ούτω καθ’ εξής από η ώρα 15:00 μέχρι η ώρα 15:00 της Κυριακής.
Β. Οιονδήποτε άλλο διάταγμα και/η θεραπεία την οποία ήθελε το Δικαστήριο κρίνει δίκαιο και/η εύλογο υπό τις περιστάσεις.
Το δικαστήριο επιλαμβανόμενο της μονομερούς αιτήσεως δεν εξέδωσε διάταγμα αλλά έδωσε οδηγίες όπως αυτή επιδοθεί στον καθ’ ου η αίτηση, ούτως ώστε να του δοθεί το δικαίωμα να ακουστεί, με αποτέλεσμα η μονομερής αίτηση να καταστεί σε αίτηση δια κλήσεως.
Η αιτήτρια στην ένορκο δήλωση που συνοδεύει την αίτηση της αναφέρει ότι διατηρούσε ερωτική σχέση με τον καθ’ ου η αίτηση και μαζί απέκτησαν τον ανήλικο Ε, ο οποίος γεννήθηκε στις 23.06.2014. Ο καθ’ ου η αίτηση προέβη σε εκούσια αναγνώριση του ανήλικου ενώ λίγους μήνες μετά οι διάδικοι διέκοψαν την σχέση τους, καθότι όπως η αιτήτρια ισχυρίζεται, ο καθ’ ου η αίτηση διατηρούσε ερωτικό δεσμό με την δεύτερη ξαδέρφη του. Οι διάδικοι συνέχισαν να διαμένουν μαζί χωρίς όμως να έχουν οποιαδήποτε επαφή. Τον Αύγουστο του 2015 ο καθ’ ου η αίτηση μετακόμισε στο πατρικό του σπίτι στην Αγλαντζιά, το οποίο έχει τρία υπνοδωμάτια και σε αυτό διαμένουν οι γονείς του καθ’ ου η αίτηση, ο καθ’ ου η αίτηση και η αδερφή του.
Αναφέρει η αιτήτρια ότι στις 11.02.2016, στα πλαίσια της αίτηση γονικής μέριμνας με αριθμό 73/2016, εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, εκ συμφώνου διάταγμα σύμφωνα με το οποίο η φύλαξη και φροντίδα του ανηλίκου Ε ανατέθηκε στην ίδια και καθορίστηκε ως τόπος διαμονής του ανηλίκου, ο εκάστοτε τόπος διαμονής της εντός της Επαρχίας Λευκωσίας. Καθορίστηκε επίσης ότι ο καθ’ ου η αίτηση θα έχει ελεύθερη επικοινωνία με τον ανήλικο κατόπιν μεταξύ τους συνεννόησης. Το πιο πάνω διάταγμα κατέθεσε ως τεκμήριο 1.
Αποτελεί θέση της ότι το διάταγμα εφαρμοζόταν κανονικά από την έκδοση του, εφόσον ο ανήλικος διέμενε μαζί της στο διαμέρισμα της στην οδό [ ] αρ. 4 και ο καθ’ ου η αίτηση επικοινωνούσε με αυτόν όποτε το επιθυμούσε.
Δική της επιθυμία ήταν όπως ο ανήλικος εγγραφεί στον βρεφονηπιακό σταθμό [ ] που βρίσκεται κοντά στην οικία της, ούτως ώστε να μπορεί να τον μεταφέρει εκεί με τα πόδια αφού εκείνο το διάστημα δεν είχε αυτοκίνητο, ο καθ’ ου η αίτηση όμως επέμενε όπως ο ανήλικος φοιτήσει σε νηπιαγωγείο κοντά στην εργασία του για να μπορεί να τον παραλαμβάνει ο ίδιος. Η αιτήτρια αποδέχτηκε με την προϋπόθεση ότι ο καθ’ ου η αίτηση θα παραλάμβανε τον ανήλικο κάθε πρωί από την οικία της για να τον μεταφέρει στο σχολείο του, όπως και γινόταν. Τα μεσημέρια τον ανήλικο παραλάμβανε από το σχολείο είτε ο καθ’ ου η αίτηση, είτε η ίδια η αιτήτρια, είτε η μητέρα του, είτε η αδελφή του καθ’ ου η αίτηση αναλόγως με το ήταν πιο βολικό.
Ισχυρίζεται ότι όταν η ίδια τελείωνε από την εργασία της παραλάμβανε τον ανήλικο από το πατρικό σπίτι του καθ’ ου η αίτηση, στο οποίο συνήθως βρισκόταν η μητέρα του καθ’ ου η αίτηση με τον ανήλικο, εφόσον ο ίδιος εργαζόταν. Άλλες φορές τον παραλάμβανε από το πάρκο της γειτονιάς όπου βρισκόταν με τον πατέρα του καθ’ ου η αίτηση. Όταν ο καθ’ ου η αίτηση τελείωνε την εργασία του, κάποιες φορές τους συναντούσε στο πάρκο και κάποιες άλλες πήγαινε στο σπίτι της αιτήτριας για να δει τον ανήλικο. Τις περισσότερες δε φορές που ο καθ’ ου η αίτηση εξασκούσε το δικαίωμα επικοινωνίας του, ο ανήλικος βρισκόταν με την μητέρα του ή την αδελφή του, καθότι ο καθ’ ου η αίτηση εργαζόταν πολλές ώρες.
Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι κάποιες φορές, ο καθ’ ου η αίτηση με το πρόσχημα ότι ο ανήλικος κοιμόταν και/ή ότι ήταν καλύτερα να διαμείνει μαζί του το βράδυ για να τον μεταφέρει την επόμενη το πρωί στο σχολείο, της ζητούσε να αφήσει τον ανήλικο να διανυκτερεύσει μαζί του στο πατρικό του, κάτι με το οποίο η ίδια διαφωνούσε αλλά επειδή δεν ήθελε να έρθει σε ρήξη με τον καθ’ ου η αίτηση ή να ταλαιπωρήσει τον ανήλικο, τελικώς συμφωνούσε.
Αναφέρει επίσης ότι την περίοδο από 14.08.2019 μέχρι 25.08.2019, ο καθ’ ου η αίτηση θα απουσίαζε στο εξωτερικό και συμφώνησε όπως ο ανήλικος διαμείνει με τους γονείς του καθ’ ου η αίτηση για κάποιες μόνο μέρες, αφού ο ανήλικος είχε τακτική επικοινωνία με αυτούς και δεν ήθελε να τους τον στερήσει. Ισχυρίζεται ότι μετά από 2-3 ημέρες ζήτησε να πάρει τον ανήλικο, η μητέρα όμως και η αδελφή του καθ’ ου η αίτηση αρνήθηκαν να της τον επιστρέψουν, προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες όπως ότι το παιδί κοιμάται, ότι θα κάνει μπάνιο και είναι καλύτερα να μην βγει έξω, ότι είναι κουρασμένο ή ότι βρισκόταν στην θάλασσα, χωρίς να ζητηθεί πρώτα η άδεια της γι’ αυτό. Όπως η ίδια αναφέρει, αρχικά δεν πήγε ο νους της στο κακό, όταν όμως άρχισαν να της λένε ότι το παιδί δεν θέλει να την ακολουθήσει, άρχισε να ανησυχεί πραγματικά για την κατάσταση. Ισχυρίζεται ότι κατά τον χρόνο απουσίας του καθ’ ου η αίτηση, κατάφερε να δει τον ανήλικο μόνο δύο φορές μετά από πολλές πιέσεις και πάντα στην παρουσία μελών της οικογένειας του καθ’ ου η αίτηση. Όταν δε ο καθ’ ου η αίτηση επέστρεψε από το εξωτερικό, άρχισε να ζητά επίμονα να της επιστρέψουν τον ανήλικο αλλά το μόνο που της έλεγαν ήταν ότι ο ανήλικος δεν επιθυμεί να την ακολουθήσει.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι όταν έπαιρνε τον καθ’ ου η αίτηση τηλέφωνο για να μιλήσει με τον ανήλικο, άκουγε τον ανήλικο που τον ρωτούσε τον καθ’ ου η αίτηση «μπαμπά τι να πω;» και όταν του ζητούσε να πάει στο σπίτι της, άκουγε τον ανήλικο να ρωτά «μπαμπά να πάω;». Άλλες φορές ο καθ’ ου η αίτηση της έλεγε ότι δεν βρισκόταν στο σπίτι με τον ανήλικο και ότι εάν ήθελε να του μιλήσει, θα έπρεπε να πάρει τηλέφωνο την μητέρα του ή την αδελφή του. Τελικά κατάφερε να συναντηθεί με τον καθ’ ου η αίτηση στις 03.09.2019 για να μιλήσουν για την απότομη αλλαγή στην συμπεριφορά του ανήλικου απέναντι της, ενώ παρών ήταν και ο συμβίος της με τον οποίο ο ανήλικος διατηρεί πολύ καλές σχέσεις, κάτι που κατά την άποψη της ενόχλησε πολύ την μητέρα και την αδερφή του καθ’ ου η αίτηση. Ο καθ’ ου η αίτηση ενώ αναγνώριζε την αλλαγή στην συμπεριφορά του ανήλικου, εντούτοις υποστήριζε ότι δεν γνωρίζει τον λόγο και έλεγε ότι δεν μπορεί να κάνει κάτι αφού ο ανήλικος έχει την δική του προσωπικότητα και μπορεί να αποφασίσει ανεπηρέαστος με ποιον θέλει να διαμένει. Η αιτήτρια δε ισχυρίζεται ότι η δραματική αλλαγή στην συμπεριφορά του ανήλικου επήλθε κατά το διάστημα που ο καθ’ ου η αίτηση απουσίαζε στο εξωτερικό και ο ανήλικος διέμενε με τους γονείς του και την αδελφή του, οι οποίες έβρισκαν διάφορες δικαιολογίες για να μην επιστρέψει σε αυτήν.
Η αιτήτρια αναφέρεται σε ένα περιστατικό που έλαβε χώρα στις 04.09.2019 όπου μετέβη στον χώρο εργασίας του αιτητή για να παραλάβει τον ανήλικο και ο ανήλικος συμπεριφερόταν περίεργα. Τελικά αποχώρησε χωρίς το παιδί αλλά το απόγευμα της ίδιας ημέρας τον παρέλαβε από την πατρική οικία του καθ’ ου η αίτηση, όπου βρισκόταν με την μητέρα του καθ’ ου η αίτηση, αφού πρώτα εισήλθε εντός οικίας για να τον ετοιμάσει. Ο ανήλικος την ακολούθησε αδιαμαρτύρητα και η ίδια αντί να μεταβεί στο σπίτι της, κατευθύνθηκε προς την οικία των γονέων της στην Πάφο, γιατί ένιωσε την ανάγκη να ξεφύγει για λίγες ημέρες από όλη την κατάσταση, χωρίς να έχει μαζί της τα προσωπικά αντικείμενα της ίδιας ή του ανηλίκου. Είχε ήδη 20 ημέρες να δει τον ανήλικο λόγω της άρνησης του καθ’ ου η αίτηση και της οικογένειας του και ενστικτωδώς αποφάσισε να μεταβεί στην Πάφο μόνη της με τον ανήλικο για να μπορέσει να σκεφτεί καθαρά.
Το ίδιο βράδυ ενημέρωσε τον καθ’ ου η αίτηση ότι ο ανήλικος θα διανυκτερεύσει μαζί της στην Πάφο, γεγονός που δεν του άρεσε με αποτέλεσμα να μεταβεί ο ίδιος εκεί για να ζητήσει εξηγήσεις. Ισχυρίζεται ότι αρνήθηκε να συναντηθεί μαζί του, φοβούμενη τον εκρηκτικό του χαρακτήρα, διαβεβαιώνοντας τον παράλληλα ότι θα μιλήσουν από κοντά όταν θα επέστρεφε στην Λευκωσία μετά από λίγες ημέρες. Ο καθ’ ου η αίτηση την επόμενη ημέρα της τηλεφώνησε και την ύβρισε, ουρλιάζοντας ότι θέλει να μιλήσει στον ανήλικο. Η ίδια αφού του εξήγησε ότι εάν δεν ηρεμήσει δεν θα του επιτρέψει να μιλήσει στον ανήλικο, απενεργοποίησε το κινητό της τηλέφωνο για 2 ημέρες, εφόσον όπως ισχυρίζεται ήθελε να ηρεμήσει και να περάσει λίγες ημέρες με τον ανήλικο. Άρχισε δε να σκέφτεται ότι μία πιθανή μετακίνηση της στην Πάφο με τον ανήλικο και η διευθέτηση της επικοινωνίας του με τον καθ’ ου η αίτηση, θα ήταν η καλύτερη λύση για όλους.
Σε σχέση με το σχολείο του ανηλίκου αναφέρει ότι για το έτος 2019-2020, οι διάδικοι συμφώνησαν όπως αυτός εγγραφεί στην Προδημοτική τάξη του νηπιαγωγείου [ ]. Μετά το πιο πάνω περιστατικό όμως και επειδή δεν ήταν σίγουρη εάν ήθελε να επιστρέψει στην Λευκωσία, στις 05.09.2019 ή στις 06.09.2019 μετέβη στο πιο πάνω σχολείο και ζήτησε από την Διευθύντρια να της παραδώσει τα χαρτιά του ανήλικου για να τον εγγράψει σε άλλο σχολείο της δικής της επιλογής της και η Διευθύντρια της τα παρέδωσε χωρίς να την ρωτήσει οτιδήποτε. Ακολούθως, ισχυρίζεται ότι στις 09.09.2019 μετέβη στο Επαρχιακό Γραφείο Παιδείας Πάφου για να ζητήσει την μετεγγραφή του ανηλίκου σε σχολείο της Πάφου, ενόψει της πιθανότητας να μετακομίσει μόνιμα εκεί με τον ανήλικο, πλην όμως αργότερα την ίδια ημέρα ενημερώθηκε ότι για να γίνει εφικτή η μετεγγραφή ήταν απαραίτητη και η υπογραφή του καθ’ ου η αίτηση και τον ενημέρωσε αμέσως για την πρόθεση της. Ισχυρίζεται επίσης ότι στο μεταξύ και αφού είχε αντιληφθεί την αλλαγή στην συμπεριφορά του ανήλικου απέναντι της, ενημέρωσε την αδελφή του καθ’ ου η αίτηση ότι μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου θα σταματούσε από την εργασία της για να μπορεί να περνά περισσότερες ώρες με τον ανήλικο, καθότι το τελευταίο διάστημα λόγω του ότι εργαζόταν πολλές ώρες, ο ανήλικος αναγκαστικά περνούσε αρκετές ώρες στην πατρική οικία του καθ’ ου η αίτηση. Λόγω των πιο πάνω γεγονότων, αποφάσισε να επισπεύσει την αποχώρηση της από την εργασία της. Κατέθεσε ως τεκμήριο 2, βεβαίωση από τον πρώην εργοδότη της στην οποία αναφέρεται ότι η εργοδότρια εταιρεία ενημερώθηκε προφορικά περί τα τέλη Αυγούστου 2019 ότι η αιτήτρια θα τερμάτιζε την εργασία της στις 30 Σεπτεμβρίου 2019 για προσωπικούς – οικογενειακούς λόγους και ότι πολλές φορές ζητούνταν από αυτήν διευκολύνσεις ωραρίου για να φροντίσει το παιδί της.
Ακολούθως η αιτήτρια αναφέρεται στην έκδοση του προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 11.09.2019 δια του οποίου ακυρώθηκε το διάταγμα γονικής μέριμνας ημερομηνίας 11.02.201 ενώ η φύλαξη του ανηλίκου ανατέθηκε στον καθ’ ου η αίτηση. Έτσι, με την επίδοση του διατάγματος στις 13.09.2019, παρέδωσε τον ανήλικο στον καθ’ ου η αίτηση. Στις 20.09.2019, ενημερώθηκε από αρμόδιο υπάλληλο του Υπουργείου Παιδείας ότι με βάση το διάταγμα ημερομηνίας 11.02.2016 θα μπορούσε να εγγράψει τον ανήλικο σε σχολείο της Επαρχίας Πάφου, χωρίς την υπογραφή του καθ’ ου η αίτηση. Η καθυστέρηση όμως του Λειτουργού που χειρίστηκε το αίτημα της, κατά την άποψη της την έφερε στην δυσμενή θέση που βρίσκεται σήμερα.
Υποστηρίζει ότι η αρχική της πρόθεση δεν ήταν να εγκαταλείψει την Λευκωσία και να εγκατασταθεί στην Πάφο, εξ’ ου και όταν έφυγε δεν πήρε μαζί της τα προσωπικά της αντικείμενα και άφησε πίσω τον συμβίο της, όμως μετά από όλα όσα έγιναν, άρχισε να νιώθει ότι αυτή η επιλογή ίσως να ήταν η καλύτερη λύση για την ίδια και τον ανήλικο, εφόσον ο καθ’ ου η αίτηση και η οικογένεια του επηρέαζαν αρνητικά τον ανήλικο. Πιστεύει ότι στην Πάφο ο ανήλικος θα ήταν μια χαρά μαζί με αυτήν και την οικογένεια της και για να καταδείξει τις προθέσεις της κατέθεσε ως τεκμήριο 3, γραπτό μήνυμα που απέστειλε στην ξαδέλφη του καθ’ ου η αίτηση.
Υποστηρίζει επίσης ότι βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, εφόσον για 20 ημέρες δεν μπορούσε να δει το παιδί της ενώ ο καθ’ ου η αίτηση και η οικογένεια του εκμεταλλεύονταν την καλοσύνη της και το γεγονός ότι δεν ήθελε ο ανήλικος να στερηθεί τον πατέρα του, αφού η ίδια μεγάλωσε χωρίς πατέρα. Αυτός είναι και ο λόγος που επέλεξε να παραμείνει στην Λευκωσία μόνη της, μετά τον οριστικό χωρισμό των διαδίκων, ενώ κάλλιστα θα μπορούσε να διαμείνει στην Πάφο με την μητέρα της, η οποία θα της προσέφερε βοήθεια στην ανατροφή του ανήλικου.
Ισχυρίζεται ότι όλη της η καθημερινότητα ήταν προσαρμοσμένη με τρόπο που να εξυπηρετούνται πρωτίστως οι ανάγκες του ανηλίκου, ο οποίος αποτελούσε πάντοτε προτεραιότητα της και προσπαθούσε να του προσφέρει ένα υγιές περιβάλλον για να μεγαλώσει. Ουδέποτε θέλησε να παρεμποδίσει την επικοινωνία του ανηλίκου με τον καθ΄ ου η αίτηση, όταν όμως ο ανήλικος άρχισε να έρχεται πιο κοντά με τον συμβίο της, άρχισαν να δημιουργούνται όλα τα πιο πάνω προβλήματα με αποτέλεσμα ο ανήλικος να απομακρυνθεί από κοντά της. Από τις 13.09.2019, σπάνια επικοινωνεί με τον ανήλικο παρά το ότι το ζητά καθημερινά, ενώ πάντοτε είναι παρών ο καθ’ ου η αίτηση, ο οποίος δεν αφήνει τον ανήλικο να εκφραστεί ελεύθερα. Κάποιες φορές που κατάφερε να μείνει μόνη της με τον ανήλικο, ισχυρίζεται ότι της είπε: «η αστυνομία μου είπε ότι πρέπει να μείνω με τον μπαμπά», «Ο Ν (καθ’ ου η αίτηση ) μου είπε ότι δεν είσαι η μαμά μου», «η γιαγιά μου είπε ότι δεν βγήκα από την κοιλιά της μαμάς αλλά ο μπαμπάς με επέλεξε», «ο μπαμπάς μου είπε ότι θα μείνω μαζί του γιατί η μαμά θα κάνει άλλο μωρό με τον Γ», «η θεία μου είπε ότι θα πεθάνει αν δεν με δει μια ημέρα».
Ισχυρίζεται επίσης ότι στις 02.10.2019 μη αντέχοντας άλλο την κατάσταση και αφού πλέον δεν εργάζεται και δεν έχει κοντά της τον ανήλικο, αποφάσισε να διαμείνει στην Πάφο προσωρινά με την οικογένεια της. Πιστεύει ότι είναι επείγον να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, καθότι η επικοινωνία της με τον ανήλικο είναι πλέον σπάνια και πάντοτε στην παρουσία του καθ’ ου η αίτηση και κινδυνεύει να αποξενωθεί από τον ανήλικο κάτι που εγκυμονεί πολλούς κινδύνους για την ψυχοσωματική ανάπτυξη του.
Ο καθ’ ου η αίτηση καταχώρησε ειδοποίηση περί προθέσεως ενστάσεως προβάλλοντας τους εξής λόγους ένστασης:
Α. Τυχόν έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα είναι άκρως αντίθετη προς το συμφέρον του ανήλικου και θα τα εκθέσει σε απρόβλεπτους κινδύνους αφού η αιτήτρια είναι ακατάλληλη να έχει τη φύλαξη και φροντίδα του ανήλικου τέκνου των διαδίκων.
Β. Το συμφέρον του ανηλίκου είναι να παραμείνει υπό την φροντίδα και επαγρύπνηση του καθ’ ου η αίτηση αφού όποια απομάκρυνση του, θα έχει εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις στην ευημερία και το συμφέρον του ανηλίκου.
Γ. Όλα τα αιτήματα της αιτήτριας, τόσον στην υπό ένσταση αίτηση της, όσο και στην ανταπαίτηση της, είναι αβάσιμα, καταχρηστικά, πρόδηλα αβάσιμα και στερούνται γνήσιου ενδιαφέροντος. Απώτερος σκοπός της αιτήτριας είναι να επιτύχει παρά τις αντιρρήσεις και την άρνηση του ανήλικου να τον μεταφέρει μακριά από την φροντίδα του από τον πατέρα του, από το σχολείο του, και γενικά να του ανατρέψει το υφιστάμενο καθεστώς από την διάσταση και από την έκδοση του υφιστάμενου διατάγματος.
Δ. Η αιτήτρια απέκρυψε από το Δικαστήριο την πραγματική αλήθεια και/ή ουσιώδη γεγονότα και/ή παρέλειψε να προβεί σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη και/ή απέκρυψε πολύ ουσιώδη στοιχεία και γεγονότα από το δικαστήριο και/ή δεν ήρθε με καθαρά χέρια ενώπιον του Δικαστηρίου.
Ε. Η αιτήτρια είναι ανίκανη για να έχει υπό την φροντίδα της και/ή από μόνη της πλέον τον ανήλικο, αφού μετά την απρόβλεπτη και παρά την θέληση του απομάκρυνση του από τον τόπο διαμονής του στην Λευκωσία, και από τον πατέρα του, είναι απόλυτα αρνητικός να ακολουθήσει την αιτήτρια και η αιτήτρια παντελώς ανίκανη να διαχειριστεί τα συναισθήματα και τις ανασφάλειες που του προκάλεσε, αφού όποια επικοινωνία του μαζί της θα επιτευχθεί μόνο με την βοήθεια του καθ’ ου η αίτηση και την υποστήριξη του ανηλίκου από ειδικό παιδοψυχολόγο.
ΣΤ Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων και/ή δεν αποδεικνύει η αιτήτρια την ύπαρξη ορατής επιτυχίας και/ή την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και/ή ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο ούτε ότι έχει βάσιμη ανταπαίτηση και/ή πιθανότητες επιτυχίας θεραπείας στην ανταπαίτηση της. Αντίθετα η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα επηρεάσει δυσμενώς ανεπανόρθωτα την ευημερία του ανηλίκου.
Ζ. Η αιτήτρια αδικαιολόγητα και/ή αυθαίρετα αντίθετα με το υφιστάμενο διάταγμα απομάκρυνε τον ανήλικο από τον τόπο διαμονής του πολύ καθυστερημένα καταχώρησε την ενδιάμεση αίτηση της, και/ή έλαβε οποιαδήποτε μέτρα μετά τις πιο πάνω παράνομες και αυθαίρετες ενέργειες της και/ή δεν καταδεικνύεται η ύπαρξη κατεπειγόντως.
Στην ένορκο δήλωση που συνοδεύει την ένσταση του, ο καθ’ ου η αίτηση αναφέρει ότι από την γέννηση του ανήλικου, η αιτήτρια δεν έδειξε οποιοδήποτε ενδιαφέρον για το παιδί και ότι όταν ήταν βρέφος, το βράδυ σηκωνόταν ο ίδιος να του δώσει γάλα, το άλλαζε και το τάιζε, το έκανε μπάνιο, έπαιζε μαζί του και το έβαζε να κοιμηθεί. Τον Αύγουστο του 2015 μετά από ένα σοβαρό ατύχημα που είχε με την μοτοσικλέτα, έμεινε σε αναπηρικό καροτσάκι για περίπου 8 εβδομάδες και εγκαταστάθηκε στο σπίτι των γονέων του στην Αγλαντζιά μαζί με τον ανήλικο, όπου διαμένουν μέχρι σήμερα μαζί με τους γονείς του και την αδελφή του. Εκεί ο ανήλικος έχει δικό του ξεχωριστό δωμάτιο το οποίο είναι διαμορφωμένο για τις ανάγκες του. Η αιτήτρια επικοινωνούσε με τον ανήλικο όποτε αυτή το ζητούσε. Ο καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι τον Φεβρουάριο του 2016, η αιτήτρια του ζήτησε να βγάλουν ένα χαρτί από το Δικαστήριο για να μπορεί να λάβει επίδομα μονογονέα και Ε.Ε.Ε, διαβεβαιώνοντας τον ότι ο ανήλικος θα συνέχιζε να διαμένει μαζί του και ότι δεν θα έχει οποιαδήποτε οικονομική απαίτηση από αυτόν. Έτσι, εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα γονικής μέριμνας στην αίτηση 73/2016, σύμφωνα με το οποίο η φύλαξη και φροντίδα του ανήλικου ανατέθηκε στην αιτήτρια και καθορίστηκε ως τόπος διαμονής του ανηλίκου ο εκάστοτε τόπος διαμονής της αιτήτριας, εντός της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Επιπλέον, απαγορεύετο στον ίδιο να απομακρύνει τον ανήλικο από την αιτήτρια παρά μόνο για σκοπούς επικοινωνίας.
Σύμφωνα με τον καθ’ ου η αίτηση το διάταγμα αυτό δεν εφαρμόστηκε ποτέ, αφού ο ανήλικος συνέχισε να διαμένει μαζί του, ενώ η αιτήτρια είχε επικοινωνία με αυτόν κατόπιν μεταξύ τους συνεννόησης. Η αιτήτρια τον έπαιρνε τηλέφωνο όταν μπορούσε να δει τον ανήλικο, ενώ υπήρχαν φορές που τον παραλάμβανε από σπίτι του. Σπάνιες όμως ήταν οι φορές που ο ανήλικος διανυκτέρευε στο σπίτι της αιτήτριας. Σε σχέση με το νηπιαγωγείο που θα φοιτούσε ο ανήλικος, ο καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι εκείνο το χρονικό διάστημα η αιτήτρια έμενε σε διαμέρισμα επί της οδού [ ] 5 και όχι σε κοντινή απόσταση από το νηπιαγωγείο «[ ]» το οποίο βρίσκεται σε απόσταση μόλις 5 λεπτών από το σπίτι του. Πρότεινε στην αιτήτρια να εγγράψουν τον ανήλικο στο νηπιαγωγείο «[ ]» κάτι που η ίδια αποδέχτηκε. Το συγκεκριμένο νηπιαγωγείο βρίσκεται στην Παλλουριώτισσα και δεν είναι κοντά ούτε στο δικό του σπίτι, ούτε στο σπίτι της αιτήτριας και ουδέποτε συζητήσαν για το ποιος θα μεταφέρει και θα παραλαμβάνει τον ανήλικο από το σχολείο, αφού ο ανήλικος διέμενε μαζί του, ο ίδιος δεν εργαζόταν και ήταν δεδομένο ότι θα αναλάμβανε την μεταφορά του σε αυτό, κάτι που έκανε καθημερινά. Όταν ο ίδιος δεν μπορούσε, τον ανήλικο παραλάμβανε είτε η μητέρα του είτε η αδελφή του. Η αιτήτρια παραλάμβανε τον ανήλικο από το σχολείο όταν ενημερωνόταν από την προηγούμενη μέρα ότι δεν θα μπορούσε κάποιος άλλος να τον παραλάβει και ταυτόχρονα ενημερώνονταν σχετικά και το προσωπικό του νηπιαγωγείου. Εκείνες τις φορές η αιτήτρια έπαιρνε τον ανήλικο στο σπίτι της και το απόγευμα τον παραλάμβανε είτε ο πατέρας του καθ’ ου η αίτηση είτε ο ίδιος από εκεί.
Ο καθ’ ου η αίτηση αναφέρει ότι μέχρι τον Φεβρουάριο του 2017 δεν εργαζόταν λόγω του ατυχήματος που είχε, χρονικό σημείο κατά το οποίο δημιούργησε δική του επιχείρηση πλυντηρίου αυτοκινήτων όπου εργάζεται μόνος του χωρίς υπαλλήλους. Εκεί διαμόρφωσε ένα μικρό χώρο για να βρίσκεται μαζί του ο ανήλικος. Αναφέρει ότι κάθε πρωί ετοίμαζε τον ανήλικο για το σχολείο, τον παραλάμβανε το μεσημέρι όπου έτρωγαν όλοι μαζί το μεσημεριανό τους στην οικία των γονέων του και ο ανήλικος κοιμόταν για περίπου δύο ώρες. Περιγράφει επίσης την καθημερινότητα του με τον ανήλικο και τον τρόπο με τον οποίο τον βοηθούσε η οικογένεια του τις ώρες που ο ανήλικος δεν βρισκόταν μαζί του και ισχυρίζεται ότι δεν θυμάται την τελευταία φορά ο ανήλικος διανυκτέρευσε στην οικία της αιτήτριας, σίγουρα όμως αυτό δεν συνέβη τον τελευταίο χρόνο. Αναφέρει επίσης ότι ο ίδιος μετέφερε τον ανήλικο στον γιατρό και προς τούτο κατέθεσε βεβαίωση από τον παιδίατρο, ως τεκμήριο Α.
Ο καθ’ ου η αίτηση αναφέρει περαιτέρω ότι τον Αύγουστο του 2019 η αιτήτρια ζήτησε να μεταβεί στην Πάφο για λίγες ημέρες με τον ανήλικο. Στις 6 Αυγούστου τον παρέλαβε για να διανυκτερεύσει μαζί της, αφού την επόμενη το πρωί θα αναχωρούσαν για την Πάφο, πλην όμως το βράδυ του ζήτησε να παραλάβει τον ανήλικο από την οικία της, καθότι ήταν ανήσυχος και τον αναζητούσε. Τελικώς μετέβηκαν στην Πάφο την επόμενη ημέρα αλλά στις 9 Αυγούστου ο καθ’ ου η αίτηση μετά από παράκληση της αιτήτριας παρέλαβε και πάλι τον ανήλικο, αφού όπως του ανέφερε, ο ανήλικος έκλαιγε και τον αναζητούσε. Από εκείνη την ημέρα μέχρι τις 14 Αυγούστου, όπου ο καθ’ ου η αίτηση θα αναχωρούσε για το εξωτερικό, ο ανήλικος έμεινε μαζί του. Η αιτήτρια ουδέποτε ζήτησε να επισκεφθεί τον ανήλικο ενώ όταν την ενημέρωσε ότι θα απουσίαζε στο εξωτερικό για 10 ημέρες και ο ανήλικος θα έμενε με την μητέρα και την αδελφή του, η αιτήτρια συμφώνησε χωρίς να ζητήσει να τον παραλάβει, αναφέροντας του ότι θα συνεννοηθεί με την αδελφή του σε ότι αφορά τον ανήλικο. Ο καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι ενημερώθηκε από την οικογένεια του ότι η αιτήτρια επικοινώνησε για να δει τον ανήλικο, επειδή όμως ήταν αρνητικός, συμφώνησαν να τον συνοδέψει η αδελφή του στις συναντήσεις που έλαβαν χώρα στην θάλασσα και σε ένα παιδότοπο. Όταν επέστρεψε από το ταξίδι του, η αιτήτρια ζητούσε να μιλήσει στο τηλέφωνο με τον ανήλικο για να τον πείσει να την ακολουθήσει και ο ανήλικος ήταν αρνητικός.
Ο καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι στις 3 Σεπτεμβρίου πήρε τον ανήλικο μαζί του στην δουλειά του αφού αρνήθηκε να πάει στην αιτήτρια, λέγοντας του ότι φοβάται τον συμβίο της. Την ίδια ημέρα συναντήθηκε με την αιτήτρια και τον συμβίο της για να συζητήσουν για τη άρνηση του ανήλικου να την ακολουθήσει, χωρίς όμως η αιτήτρια να του προτείνει κάτι συγκεκριμένο. Στις 4 Σεπτεμβρίου η αιτήτρια επισκέφθηκε τον χώρο εργασίας του καθ’ ου η αίτηση και προσπάθησε ανεπιτυχώς να πείσει τον ανήλικο να την ακολουθήσει. Ισχυρίζεται ότι η αιτήτρια τον άρπαξε από τα χέρια και τον έβαλε στο αυτοκίνητο και ότι ο ανήλικος βγήκε από το αυτοκίνητο τρέχοντας. Έτσι, αντιλαμβανόμενη η αιτήτρια ότι δεν μπορούσε να πείσει τον ανήλικο να την ακολουθήσει έφυγε. Το απόγευμα η αιτήτρια μετέβη στην οικία του καθ’ ου η αίτηση με μία φίλη της λέγοντας στον ανήλικο ότι θα τον πάρουν σε ένα παιδότοπο για να παίξει και ότι θα τον επέστρεφαν αργότερα. Ο καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι παρότρυνε τον ανήλικο να ακολουθήσει την μητέρα του αλλά ο ανήλικος του είπε ότι η αιτήτρια θα τον πάρει στην Πάφο και ότι ο καθ’ ου η αίτηση δεν θα μπορεί να τον παραλάβει. Τελικά ο ανήλικος ακολούθησε την αιτήτρια και γύρω στις 8 το βράδυ της ίδιας ημέρας όταν ο καθ’ ου η αίτηση την πήρε τηλέφωνο, του είπε ότι ο ανήλικος θα μείνει μαζί της και ότι σε περίπτωση που γκρίνιαζε θα τον ειδοποιούσε για να τον παραλάβει. Ο καθ’ ου η αίτηση ακολούθως πέρασε από την οικία της αιτήτριας και αφού διαπίστωσε ότι έλειπε το αυτοκίνητο της, την πήρε τηλέφωνο χωρίς όμως να του απαντήσει. Του τηλεφώνησε η ίδια αργότερα και τον ενημέρωσε ότι βρίσκεται στην Πάφο με τον ανήλικο και όταν την ρώτησε γιατί δεν τον ενημέρωσε πιο νωρίς, του απάντησε «ότι θέλω θα κάμω, ήθελα να έρθω με το μωρό μου Πάφο». Ακολούθως μετέβη ο ίδιος στην Πάφο για να ζητήσει εξηγήσεις από τον αιτήτρια γιατί δεν ενημερώθηκε και γιατί είπε ψέματα στον ανήλικο, όμως η αιτήτρια αρνήθηκε να του μιλήσει, λέγοντας του ότι την επόμενη ημέρα θα επέστρεφε στην Λευκωσία για να μιλήσουν. Την επόμενη ημέρα όταν της τηλεφώνησε για να μιλήσει με τον ανήλικο, η αιτήτρια και πάλι αρνήθηκε λέγοντας του ότι θα μιλήσει στον ανήλικο μόνο όταν το αποφασίσει η ίδια. Από εκείνη την στιγμή η αιτήτρια απενεργοποίησε το κινητό της τηλέφωνο.
Ο καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι από την Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2019, ο ανήλικος θα έπρεπε να φοιτήσει στην Προδημοτική τάξη του νηπιαγωγείου [ ] και κατέθεσε ως τεκμήριο Β αντίγραφο βεβαίωσης εγγραφής. Εκείνη την ημέρα επισκέφθηκε το σχολείο και διαπίστωσε ότι ο ανήλικος δεν βρισκόταν εκεί, ενώ ενημερώθηκε από την Διευθύντρια ότι η αιτήτρια είχε πάρει τα χαρτιά το ανήλικου την προηγούμενη εβδομάδα για να κάνει εγγραφή σε κάποιο άλλο σχολείο. Η Διευθύντρια επικοινώνησε με το Επαρχιακό Γραφείο Πάφου όπου την διαβεβαιώσαν ότι δεν έλαβαν οποιοδήποτε αίτημα μετεγγραφής του ανήλικου σε νηπιαγωγείο στην Πάφο. Την ίδια ενημέρωση έλαβε η Διευθύντρια και την Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2019. Ο καθ’ ου η αίτηση κατέθεσε ως Τεκμήριο Γ, σχετική βεβαίωση στην οποία αναφέρονται τα πιο πάνω.
Σύμφωνα με τον καθ’ ου η αίτηση η αιτήτρια επικοινώνησε μαζί του στις 10 Σεπτεμβρίου 2019 μέσω γραπτού μηνύματος, ενημερώνοντας τον ότι πρέπει να μεταβεί στην Πάφο για να εγγράψουν τον ανήλικο σε σχολείο, λέγοντας του συγκεκριμένα ότι το παιδί θα πάει σχολείο εκεί που είναι ο τόπος διαμονής της ίδιας, δηλαδή στην Πάφο. Κατέθεσε ως τεκμήριο Δ αντίγραφο των μηνυμάτων της αιτήτριας.
Ο καθ’ ου η αίτηση αρνείται τους ισχυρισμούς της αιτήτριας ότι γινόταν προσπάθεια από μέρους του να την απομακρύνει από τον ανήλικο. Ισχυρίζεται δε ότι όποτε του ζήτησε να έχει επικοινωνία με τον ανήλικο, πάντοτε την διευκόλυνε και ότι από ην έκδοση του προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 11 Σεπτεμβρίου 2019, η καθ’ ης η αίτηση ζήτησε να δει τον ανήλικο μόνο 4 φορές. Η πρώτη φορά που η καθ’ ης η αίτηση μετέβη στην Λευκωσία και ζήτησε να δει τον ανήλικο ήταν στις 26 Σεπτεμβρίου 2019. Ο λόγος δε που η αιτήτρια ήρθε στην Λευκωσία ήταν γιατί δύο μέρες αργότερα θα βάφτιζε ένα παιδί στους Εργάτες. Έτσι, μετά από συνεννόηση τους, ο καθ’ ου η αίτηση μετέφερε τον ανήλικο σε ένα πάρκο όπου η αιτήτρια έμεινε για 15 λεπτά και ακολούθως αποχώρησε. Εκείνη την ημέρα η αιτήτρια του ζήτησε να πάρει μαζί της τον ανήλικο στην βάφτιση αλλά ο καθ’ ου η αίτηση αρνήθηκε αφού ο ίδιος δεν ήταν καλεσμένος και δεν θα υπήρχε κάποιος να προσέχει τον ανήλικο κατά την διάρκεια του μυστηρίου. Επιπλέον, μετά από όσα συνέβησαν στις 5 Σεπτεμβρίου, δεν είχε εμπιστοσύνη στην αιτήτρια ότι θα επέστρεφε τον ανήλικο.
Ο καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι η επόμενη φορά που η αιτήτρια ήρθε στην Λευκωσία και ζήτησε να δει τον ανήλικο ήταν την Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2019, όπου και πάλι μετά από συνεννόηση τους συναντήθηκαν σε ένα πάρκο για περίπου 20 λεπτά. Ακολούθως, η αιτήτρια ζήτησε να δει ξανά τον ανήλικο την Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2019, όμως επειδή ο καθ’ ου η αίτηση εργαζόταν, η αιτήτρια επισκέφθηκε την οικία του καθ’ ου η αίτηση, όπου βρισκόταν ο ανήλικος μαζί με την μητέρα του. Η αιτήτρια ήρθε στην Λευκωσία ξανά ένα μήνα αργότερα, στις 13 Νοεμβρίου 2019, για να μεταφέρουν με την αδελφή της την μητέρα τους στο Μακάρειο Νοσοκομείο και ζήτησε να δει τον ανήλικο στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην Αγλαντζιά. Όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, άφησε τον ανήλικο το προαύλιο της εκκλησίας και απομακρύνθηκε. Ο ανήλικος έπαιζε με την αδελφή της αιτήτριας κρυφτό, ενώ η ίδια έβγαζε συνέχεια φωτογραφίες τον ανήλικο χωρίς να προσπαθεί να ασχοληθεί μαζί του. Όταν δε ο καθ’ ου η αίτηση αντιλήφθηκε ότι η μητέρα της τους βιντεογραφούσε, αποχώρησε με τον ανήλικο. Από εκείνη την ημέρα η αιτήτρια δεν ζήτησε να δει τον ανήλικο, παρά το ότι στις 19 Νοεμβρίου 2019, βρισκόταν στην Λευκωσία μετά από οδηγίες του Δικαστηρίου οι διάδικοι να είναι παρόντες για σκοπούς συζήτησης και εξεύρεσής λύσης της παρούσας υπόθεσης.
Περαιτέρω ο καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι ενώ αρχικά η αιτήτρια καθημερινά του έστελνε μήνυμα γύρω στο μεσημέρι για να μιλήσει με τον ανήλικο, τελευταίως του στέλνει μήνυμα κάθε δεύτερη ημέρα. Ο ίδιος μόλις παραλάβει τον ανήλικο από το σχολείο της τηλεφωνεί για να του μιλήσει πλην μόνο μίας φοράς που βρισκόταν στην εργασία του και ενημέρωσε την αιτήτρια ότι δεν βρισκόταν με αυτόν.
Σύμφωνα με τον καθ’ ου η αίτηση η αιτήτρια διαμένει ακόμα στην Πάφο, γεγονός που παραδέχεται και η ίδια στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση της και δεν έχει τόπο διαμονής στην Λευκωσία, ενώ πουθενά δεν αναφέρει πού συγκεκριμένα διαμένει στην Πάφο και πού θα διανυκτερεύει ο ανήλικος όταν θα βρίσκεται μαζί της ή εάν έχει τον απαραίτητο εξοπλισμό για να καλύψει τις ανάγκες του. Σε σχέση δε με το πρόγραμμα του ανηλίκου αναφέρει ότι κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή πηγαίνει σε σχολή πολεμικών τεχνών από τις 17:00 μέχρι τις 18:00. Ο ίδιος δεν έχει αντίρρηση να ρυθμιστεί η επικοινωνία της αιτήτριας δύο φορές την βδομάδα καθημερινά από την ώρα που θα σχολνάει ο ανήλικος μέχρι τις 18:00 το απόγευμα, νοουμένου ότι η αιτήτρια θα μεταφέρει τον ανήλικο στις δραστηριότητες του. Με δεδομένο δε ότι ο ανήλικος δεν έχει δραστηριότητες την Τρίτη και την Πέμπτη, θεωρεί ότι οι μέρες αυτές είναι κατάλληλες αφού έτσι η αιτήτρια θα έχει απρόσκοπτη επικοινωνία μαζί του. Σε σχέση με τα Σαββατοκύριακα αναφέρει ότι δεν έχει αντίρρηση η αιτήτρια να έχει επικοινωνία με τον ανήλικο κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο από τις 10:00 το πρωί του Σαββάτου μέχρι της 18:00 της Κυριακής, νουμένου ότι η αιτήτρια θα τον ενημερώσει για τον τόπο διαμονής της όταν ο ανήλικος θα διανυκτερεύει μαζί της. Αναφέρει επίσης ότι ήδη προετοιμάζει τον ανήλικο για την επικοινωνία του με την αιτήτρια όμως ο ανήλικος είναι αρνητικός και στο παρόν στάδιο εκφράζει αρνητικά συναισθήματα για αυτήν και δεν δέχεται να έχει επικοινωνία ή να διανυκτερεύει μαζί της. Έτσι, θεωρεί απαραίτητη την εμπλοκή κάποιου ειδικού ο οποίος θα βοηθήσει στην αποκατάσταση των σχέσεων τους.
Η ακρόαση της ενδιάμεσης αίτησης διεξήχθη με τις γραπτές αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων. Μελέτησα την εξεταζόμενη αίτηση και την ένσταση, το περιεχόμενο των αντίστοιχων ενόρκων δηλώσεων και όσα υποστήριξαν με τις αγορεύσεις τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των δύο πλευρών.
Αρχικά θα ασχοληθώ με τους λόγους ένστασης περί απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων εκ μέρους της αιτήτριας, περί παράλειψης της να προβεί σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη ουσιωδών στοιχείων και γεγονότων και με το ότι η αιτήτρια δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, λόγοι οι οποίοι απορρίπτονται ως θα επεξηγήσω πιο κάτω.
Είναι νομολογιακά καθιερωμένη αρχή ότι ο αιτητής, ο οποίος επιδιώκει μονομερώς ένα προσωρινό διάταγμα, πρέπει να προσέρχεται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια. Πρέπει να προβαίνει δηλαδή σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων που τυχών να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου, ως προς την έκδοση ή όχι ενός προσωρινού διατάγματος. Η σημασία της αποκάλυψης έχει αναλυθεί σε σειρά αποφάσεων. Το επιστέγασμα της απουσίας αποκάλυψης είναι η κατάργηση του διατάγματος. Το Δικαστήριο αν θεωρήσει ότι η μη αποκάλυψη ήταν ουσιώδης, μπορεί να ακυρώσει το προσωρινό διάταγμα που το ίδιο εξέδωσε αρνούμενο ν´ ακούσει περαιτέρω τον αιτητή. Για να ακυρώσει όμως το Διάταγμα, θα πρέπει τα γεγονότα που δεν αποκαλύφθηκαν να ήταν ουσιώδη. Επίσης, θα πρέπει να βρίσκονταν εντός της γνώσης του αιτητή. (Βλ. Στυλιανού v. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 583, Γρηγορίου κ. ά. v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, Demstar Ltd. v. Zim Israel Navigation Co. Ltd. (1996) 1 (A) Α.Α.Δ. 597, Μ. & Ch. Mitsingas Tr. Ltd. κ. ά. ν. Timberland Co. (1997) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1791, Resola (Cyprus) Ltd. v. Χρίστου (1998) 1 (Β) Α.Α.Δ. 598, Σεβαστού ν. Σεβαστού, (2002) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1980).
Ο καθ’ ου η αίτηση εγείρει επίσης ως λόγο ένστασης ότι δεν συντρέχει το στοιχείο του κατεπείγοντος, στοιχείο το οποίο έχει ουσιαστική σημασία εκεί όπου η έκδοση του προσωρινού διατάγματος επιδιώκεται στη βάση μονομερούς αίτησης, όπως προβλέπεται από το άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 και όπως έχει ερμηνευτεί στην υπόθεση Resola (Cyprus) Ltd v. Χάρη Χρίστου (1998) 1 (Β) Α.Α.Δ. 598].
Οι πιο πάνω αρχές εφαρμόζονται αυστηρά στις περιπτώσεις όπου εκδίδεται ένα διάταγμα μονομερώς. Στην υπό εξέταση υπόθεση, παρόλο που η επίδικη αίτηση είναι μονομερής, η επίδοση της μετά από οδηγίες του Δικαστηρίου αφαιρεί από αυτήν την υπόσταση της μονομερούς αιτήσεως και την μετατρέπει σε αίτηση δια κλήσεως, (Κώστας Σμυρνιός, (2000) 1 ΑΑΔ 43, Μαρκιτανή v. Μαρκιτανή (2000) 1 ΑΑΔ) με αποτέλεσμα οι αρχές αυτές να μην τυγχάνουν εφαρμογής.
Παρά το ότι ο καθ’ ου η αίτηση εγείρει ως λόγο ένστασης την μη πλήρωση των προϋποθέσεων του έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων, εντούτοις η δήλωση του ότι αποδέχεται την έκδοση ενός διατάγματος που να καθορίζει το δικαίωμα επικοινωνίας της αιτήτριας με τον ανήλικο, δεικνύει το αντίθετο. Εν πάση περιπτώσει κατωτέρω θα προβώ σε εξέταση των προϋποθέσεων αυτών καθότι καθηκόντως οφείλω να το πράξω.
Το Δικαστήριο αποφασίζοντας για το κατά πόσο θα εκδώσει ένα προσωρινό διάταγμα, εξετάζει κατ’ αρχήν την συνύπαρξη των 3 προϋποθέσεων του άρθρου 32 του Ν. 14/60, όπως αυτές έχουν αποκρυσταλλωθεί σε σωρεία Αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίες είναι η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, η ύπαρξη ορατής πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγοντας σε θεραπεία στην αγωγή και ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε κατοπινό στάδιο, εκτός εάν εκδοθεί το αιτούμενο Διάταγμα.
Έχει νομολογηθεί ότι από μόνη της η ύπαρξη των τριών πιο πάνω προϋποθέσεων δεν είναι αρκετή. Το Δικαστήριο πρέπει επιπρόσθετα στο τελικό στάδιο, να σταθμίσει κατά πόσον είναι δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα. (Ιπποδρομιακή Αρχή v. Χ΄΄ Βασίλη (1989) 1 ΑΑΔ 152).
Σημειώνω επίσης ότι το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό δεν εξετάζει οποιαδήποτε ευρήματα, ούτε αποφασίζει πάνω στα διαφιλονικούμενα θέματα επί των οποίων θα κριθεί η κυρίως αίτηση. (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 ΑΑΔ 363).
Λαμβάνοντας υπόψιν τις πιο πάνω αρχές, θα εξετάσω κατά πόσο δικαιολογείται η έκδοση ενός προσωρινού Διατάγματος, σε συνάρτηση με τον Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμο του 1990 (Ν. 216/90, στο εξής «ο Νόμος» )
- Το άρθρο 5(1)(α) του Νόμου, ορίζει ότι η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο («γονική μέριμνα») είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων οι οποίοι το ασκούν από κοινού.
- Το άρθρο 7 του Νόμου ορίζει ότι αν οι γονείς διαφωνούν κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας και το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να ληφθεί απόφαση, αποφασίζει το Δικαστήριο, έπειτα από αίτηση οποιουδήποτε από τους γονείς.
- Το αρ. 17 του Νόμου το οποίο ρυθμίζει το δικαίωμα επικοινωνίας, αναφέρει ότι ο γονέας με τον οποίο δε διαμένει το τέκνο διατηρεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας με αυτό. Σε περίπτωση διαφωνίας όσο αφορά την άσκηση του δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας, αποφασίζει το Δικαστήριο. Στην απόφαση του το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και εφαρμόζει κατ’ αναλογία τις πρόνοιες του άρθρου 6, σύμφωνα με το οποίο η απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει να αποβλέπει προς το συμφέρον του τέκνου.
Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση Κκουφού ν. Κκουφού (1997) 1 ΑΑΔ 1588, 1593:
«Η διαμόρφωση κρίσης πάνω σε θέματα γονικής μέριμνας είναι έργο λεπτό και σύνθετο. Δεν είναι εγχείρημα που στοχεύει στην απόδοση ευθυνών ή στην επιβολή κύρωσης για μεμπτή συμπεριφορά. Γνώμονας είναι το συμφέρον του ανηλίκου και κατά την εκτίμησή του προσλαμβάνει σημασία το σύνολο των κριτηρίων».
Επιπλέον, στην υπόθεση Ιωαννίδης κ.ά. ν. Ιωαννίδη κ.ά. (2002) 1 (Γ) ΑΑΔ Σελ. 1446, 1452 λέχθηκαν τα εξής:
«Στη διαδικασία αιτήσεων γονικής μέριμνας δεν υπάρχει το στοιχείο της αντιπαράθεσης μεταξύ των γονέων. Πρόκειται για διαδικασία εξεταστικού χαρακτήρα της οποίας, ο τελικός σκοπός είναι η καλύτερη εξυπηρέτηση της ευημερίας και του συμφέροντος του ανηλίκου. Στα άρθρα 6 και 14 του νόμου, αναφέρεται ότι το κύριο κριτήριο για τη γονική μέριμνα είναι το συμφέρον του τέκνου. Πρόκειται για αρχή η οποία επαναλαμβάνεται συχνά στη νομολογία (βλ. Στυλιανού ν. Στυλιανού (ανωτέρω) και Ιακωβίδης ν. Ιακωβίδη, (2000) 1 ΑΑΔ 1108 από την οποία και η πιο κάτω επιγραμματική διατύπωση της αρχής: «Η ύψιστη αρχή που το Δικαστήριο θα πρέπει πάντα να έχει υπόψιν σε τέτοιες υποθέσεις είναι η ευημερία του ανηλίκου».
Στην παρούσα περίπτωση, η αιτήτρια προσέφυγε στο Δικαστήριο για να ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας της με τον ανήλικο υιό της, ο οποίος τουλάχιστον από τον Σεπτέμβριο του 2019 δεν διαμένει μαζί της ενώ αντιμετωπίζει δυσκολίες στην επικοινωνία της με αυτόν. Εξακολουθεί να είναι ένας εκ των δύο φορέων της γονικής μέριμνας του ανηλίκου και διατηρεί σύμφωνα με τον νόμο το δικαίωμα να επικοινωνεί με αυτόν, θέμα για το οποίο διαφωνεί με τον καθ’ ου η αίτηση. Αναμφίβολα, υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση αλλά και πιθανότητα να δικαιούται σε θεραπεία στην ανταπαίτηση της.
Σε σχέση με το κατά πόσο θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, εκτός εάν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα σημειώνω ότι θα ήταν παρακινδυνευμένο η προϋπόθεση αυτή να εξεταστεί σε συνάρτηση με οποιαδήποτε χρηματική αποζημίωση. Στην M & Ch Mistingas Trading Ltd v. The Timberland Co (1997) 1 ΑΔΔ 1791, λέχθηκε συγκεκριμένα ότι «η έννοια της δικαιοσύνης, δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με την προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου σε θεραπεία.»
Αυτή η αρχή έχει ιδιαίτερη σημασία, ειδικότερα στις υποθέσεις που έχουν αντικείμενο οικογενειακές διαφορές, όπως είναι η παρούσα, η οποία αφορά στην επικοινωνία του ενός γονέα με τα ανήλικο τέκνο του, το οποίο δεν διαμένουν μαζί του. Καθόλα σχετική είναι η απόφαση Κατσουρίδης v. Κατσουρίδης (1997) 1 ΑΑΔ 415 στην οποία αναφέρονται τα εξής:
«Ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε ούτε την τρίτη από τις προϋποθέσεις της επιφύλαξης στο άρθρο 32(1). Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο σύγγραμμα του David Bean, Injunctions, 5η έκδοση σελ. 149 ως προς τη δυνατότητα του Δικαστηρίου για άμεση παρέμβαση με παρεμπίπτον διάταγμα στις περιπτώσεις οικογενειακών διαφορών που απολήγουν σε πράξεις βίας ή που επηρεάζουν την ευημερία ανηλίκων για να καταλήξει πως "οι πληγωμένες σχέσεις και τα τραυματισθέντα συναισθήματα των διαδίκων και των ανηλίκων δεν αποτιμούνται σε χρήμα και δεν αποκαθίστανται μεταγενέστερα".»
Έχει τονιστεί πολλές φορές στην νομολογία αλλά και σε νομικά συγγράμματα η σημασία της επικοινωνίας των γονέων με τα τέκνα τους και τον σημαντικό ρόλο που αυτή διαδραματίζει στην ομαλή συναισθηματική και ψυχική ανάπτυξη των παιδιών. Ενδεικτικά παραπέμπω στο πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα της ΄Εφης Κουνουγέρη Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, Τόμος ΙΙ, Έκδοση Δ΄, σελ. 327-328, το οποίο παραθέτω αυτούσιο:
«Ο κύριος σκοπός του δικαιώματος επικοινωνίας είναι η ικανοποίηση του αισθήματος της αγάπης μεταξύ του γονέα και του παιδιού και η αποφυγή της αποξένωσής τους· κατά δεύτερο λόγο όμως με το δικαίωμα επικοινωνίας πετυχαίνεται στην πράξη και κάποιος έλεγχος του γονέα με τον οποίο μένει ο ανήλικος από μέρους του άλλου γονέα. Ο άλλος αυτός γονέας είναι ο δικαιούχος του άρθρου 1520, ενώ ο γονέας που διαμένει με το παιδί είναι ο υπόχρεος………………Ο γονέας (ή ο τρίτος) που είναι υπόχρεος του άρθρου 1520, οφείλει να μην παρεμποδίζει την επικοινωνία του δικαιούχου με το ανήλικο· ο δικαιούχος γονέας, από την άλλη πλευρά, έχει την υποχρέωση, τις ώρες που βλέπει το παιδί, να μη διαταράζει τη σχέση του με τον υπόχρεο γονέα είτε προσπαθώντας να του εμπνεύσει αντιπάθεια γι΄ αυτόν είτε επεμβαίνοντας στον τρόπο άσκησης της επιμέλειας (π.χ. στη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση), την οποία συνήθως θα έχει ο υπόχρεος. Η κύρωση σ΄ αυτές τις περιπτώσεις - αν δηλαδή ο υπόχρεος ή ο δικαιούχος παραβιάζουν τις παραπάνω υποχρεώσεις τους - μπορεί να είναι για μεν τον υπόχρεο γονέα, που ασκεί και την επιμέλεια, η αφαίρεση της άσκησής της με δικαστική απόφαση κατά το άρθρο 1532 για την κακή άσκηση της γονικής μέριμνας, ενώ για το δικαιούχο γονέα η αφαίρεση του δικαιώματος επικοινωνίας μετά τη μεταρρύθμιση, κατά το άρθρο 1536, της δικαστικής απόφασης που το είχε παραχωρήσει.»
Στην βάση όλων των πιο πάνω, κρίνω ότι πληρείται και η τρίτη προϋπόθεση του αρ. 32 Ν.14/60. Το άκρως προσωπικό δικαίωμα του γονέα να επικοινωνεί με το τέκνο του όχι μόνο συντελεί στην υγιή και ομαλή ανάπτυξη του ψυχικού και συναισθηματικού του κόσμου, αλλά αποτρέπει και τον κίνδυνο της ψυχικής αποξένωσης του από τον γονέα που δεν διαμένει μαζί του. Η ζημιά η οποία δυνατόν να προκληθεί εάν το Δικαστήριο δεν ρυθμίσει έστω και προσωρινά την επικοινωνία της αιτήτριας με τον ανήλικο υιό της, δεν θα μπορέσει να αποτιμηθεί μεταγενέστερα σε χρήμα.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι από τον Σεπτέμβριο του 2019, χρονικό σημείο κατά το οποίο αφαιρέθηκε από αυτήν η φύλαξη του ανηλίκου και έκτοτε η ίδια διαμένει στην Πάφο, αντιμετωπίζει δυσκολίες στο να επικοινωνεί με τον ανήλικο, ισχυριζόμενη ότι ο καθ’ ου η αίτηση και η οικογένεια του προσπαθούν να την αποξενώσουν από αυτόν. Κρίνω ότι δεν είναι ορθό να εξεταστούν στην παρούσα διαδικασία τα γεγονότα που οδήγησαν στην έκδοση του πιο πάνω διατάγματος, καθότι εκκρεμεί ακόμα προς εκδίκαση το προσωρινό διάταγμα, μετά από αίτημα της πλευράς αιτητή για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, αίτημα το οποίο επίσης οδηγήθηκε σε ακρόαση. Ότι έχει σημασία για σκοπούς εξέτασης της παρούσας αίτησης είναι ότι η αιτήτρια διατηρεί το δικαίωμα να επικοινωνεί με τον ανήλικο υιό της, δικαίωμα που πρέπει να ασκείται με τρόπο που να εξυπηρετεί το συμφέρον του ανηλίκου, το οποίο υπαγορεύει την ελεύθερη και ανεμπόδιστη επικοινωνία του ανηλίκου με την μητέρα του.
Όπως έχω ήδη αναφέρει, ο καθ’ ου η αίτηση δεν αρνείται το δικαίωμα της αιτήτριας να επικοινωνεί με τον ανήλικο, αντίθετα προτείνει ένα πρόγραμμα επικοινωνίας το οποίο δεν απέχει και πολύ από αυτό που ζητά η ίδια η αιτήτρια. Έτσι, οι λόγοι ένστασης του καθ’ ου η αίτηση ότι η αιτήτρια είναι ανίκανη να έχει υπό την φύλαξη της τον ανήλικο έστω και για σκοπούς επικοινωνίας ή ότι το αίτημα της είναι αβάσιμο και καταχρηστικό φαίνεται να ατονούν και να μην έχουν πλέον οποιοδήποτε έρεισμα. Επιπλέον, όπως ο ίδιος ο καθ’ ου η αίτηση ανέφερε στην ένορκο δήλωση του, όταν η αιτήτρια του ζήτησε να μεταβεί για λίγες ημέρες στην Πάφο με τον ανήλικο αυτός δεν αρνήθηκε. Όπως προκύπτει από τα γεγονότα της υπόθεσης, η παρούσα περίπτωση δεν αφορά έναν γονέα ο οποίος ουδέποτε άσκησε το δικαίωμα επικοινωνίας του ή δεν διατηρούσε σχέσεις με τον ανήλικο ούτως ώστε να καθίσταται αναγκαία η ανάμιξη κάποιου ειδικού για να βοηθήσει τον ανήλικο να αποδεχτεί την επικοινωνία του με την μητέρα του, με την οποία όσο αυτή διέμενε στην Λευκωσία περνούσε αρκετό χρόνο μαζί της. Εάν ευσταθούν οι ισχυρισμοί της αιτήτριας, ως αυτοί καταγράφονται στην ένορκο δήλωση της, τότε ο ανήλικος διέμενε τόσο την οικία της όσο και στην οικία του καθ’ ου η αίτηση. Η απόφαση της όμως να διαμένει πλέον στην Πάφο, προκαλεί δυσκολία στην επικοινωνία, κυρίως στην ίδια, εφόσον πρέπει να μεταβαίνει στην Λευκωσία για να παραλαμβάνει τον ανήλικο. Αυτός ο παράγοντας φαίνεται να μην την ενοχλεί, εφόσον ζητά καθημερινή επικοινωνία με τον ανήλικο. Στο στάδιο αυτό και με τον τρόπο που έχουν εξελιχτεί και διαμορφωθεί τα δεδομένα των διαδίκων, λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο που αυτά έχουν στον ανήλικο ο οποίος βρίσκεται στην τρυφερή ηλικία των 6 σχεδόν ετών, κρίνω ότι επιβάλλεται να του δοθεί η ευκαιρία να επανασυνδεθεί με την μητέρα του ανεπηρέαστος και χωρίς την παρουσία τρίτων ατόμων. Κρίνω ότι είναι και εύλογο και δίκαιο να εκδοθεί ένα διάταγμα στο παρόν στάδιο, καθότι τυχόν μόνιμη αποξένωση και απομάκρυνση του ανηλίκου από την μητέρα του θα είναι πολύ δύσκολο να αποκατασταθεί σε μεταγενέστερο στάδιο και η ενδεχόμενη αποστέρηση της προσωπικής τους επικοινωνία, θα πλήξει πρωτίστως το συμφέρον του ανηλίκου, με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται στην ομαλή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του.
Ο καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι η έκδοση διατάγματος στο στάδιο αυτό, δεν θα αποβεί προς το συμφέρον του ανηλίκου καθότι ο ανήλικος αρνείται να ακολουθήσει την αιτήτρια και ότι απαιτείται η εμπλοκή κάποιου ειδικού για να τον βοηθήσει στην αποκατάσταση της σχέσης του με την μητέρα του, θέση με την οποία διαφωνώ. Πέραν του επεισοδίου της 4ης Σεπτεμβρίου 2019, όπου η αιτήτρια μετέβη στην Πάφο χωρίς ο καθ’ ου η αίτηση να το γνωρίζει και χωρίς να εξετάζω στο στάδιο αυτό τις προθέσεις της αιτήτριας, επεισόδιο το οποίο έληξε με επαναφορά του ανηλίκου στην Επαρχία του τόπου διαμονής του, δεν φαίνεται να έχει συμβεί κάποιο άλλο γεγονός που να δικαιολογεί την τόσο αρνητική και άκαμπτη στάση του ανηλίκου όπως ο καθ’ ου η αίτηση την παρουσιάζει. Ακόμα κι’ αν αυτοί οι ισχυρισμοί του καθ’ ου η αίτηση ευσταθούν, η ηλικία του ανηλίκου είναι τέτοια που δεν του επιτρέπει να αντιληφθεί τις συνέπειες της άρνησης του να επικοινωνεί με την μητέρα του – αιτήτρια. Στην άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας από τον ένα γονέα, η υποχρέωση να ενεργεί με τρόπο που θα καθιστά την επικοινωνία δυνατή και λειτουργική στην πράξη, βαρύνει και τον γονέα με τον οποίο διαμένει το τέκνο. Ο καθ’ ου η αίτηση οφείλει να καλλιεργεί θετικά αισθήματα στον ανήλικο για την επικοινωνία του με την μητέρα του, να τον ενθαρρύνει και να τον παροτρύνει προς την κατεύθυνση αυτή, ούτως ώστε ο ανήλικος να μπορεί να απολαμβάνει τα ωφελήματα της προσωπικής επαφής και επικοινωνίας με την μητέρα του ελεύθερος και ανεπηρέαστος. Οι όποιες διαφορές και συγκρούσεις υπάρχουν μεταξύ των γονέων, δεν πρέπει να επηρεάζουν και να εμποδίζουν την ανάπτυξη υγειών σχέσεων του ανηλίκου με αυτούς.
Στο σύγγραμμα των Σταθόπουλου και Γεωργιάδη «ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΞ», Τόμος VII, στην σελίδα 228-229, αναφέρονται τα πιο κάτω σχετικά:
«Συνήθως πριν και μετά το διαζύγιο, όποτε κυρίως ασκείται το δικαίωμα επικοινωνίας, επικρατούν ταραγμένες σχέσεις μεταξύ των συζύγων. Ενόψει αυτού του δεδομένου, η πραγματοποίηση της επικοινωνίας θα πρέπει να γίνεται με τρόπο που εξασφαλίζει κατά το δυνατόν καλύτερα το συμφέρον του παιδιού. Οι γονείς θα πρέπει να φροντίζουν, ώστε το παιδί να μένει εκτός του προσωπικού πεδίου εντάσεως αλλά και να μην θίγονται με την συμπεριφορά καθενός από αυτούς τα δικαιώματα του άλλου. Τα παραπάνω προϋποθέτουν αμοιβαίο σεβασμό και συνεργασία μεταξύ των γονέων. Στο δικαίωμα επικοινωνίας του ενός γονέα αντιστοιχεί η υποχρέωση του άλλου να απέχει από κάθε ενέργεια, η οποία άμεσα ή έμμεσα μπορεί να οδηγήσει στην παρεμπόδιση της, είτε επιδρώντας στην θέληση του παιδιού να δεχθεί την επικοινωνία, είτε με την δημιουργία άλλων εμποδίων. Πολύ περισσότερο ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο θα πρέπει να ευνοεί και να διευκολύνει, χάριν του συμφέροντος του παιδιού, την επικοινωνία με τον άλλο γονέα, παραμερίζοντας τυχόν αντίθετες δικές του επιθυμίες.»
Αποτελεί γεγονός ότι η αιτήτρια πουθενά στην ένορκο δήλωση της δεν αναφέρει πού συγκεκριμένα διαμένει στην Πάφο. Ίσως αφήνεται να νοηθεί ότι διαμένει στην οικία της μητέρας της, δεν προκύπτει όμως ξεκάθαρα από την μαρτυρία της κάτι τέτοιο. Ως εκ τούτου, κρίνω δικαιολογημένη την ανησυχία του καθ’ ου η αίτηση και την επιθυμία να του να γνωρίζει πού θα διαμένει ο ανήλικος όταν θα μεταβαίνει με την μητέρα του στην Πάφο, ιδιαίτερα μετά το περιστατικό όπου η αιτήτρια μετέφερε τον ανήλικο στην Πάφο χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει, αποκλείοντας τον από κάθε προσωπική ή τηλεφωνική επικοινωνία με αυτόν. Ως εκ τούτου, η αιτήτρια θα πρέπει άμεσα και πριν το διάταγμα επικοινωνίας τεθεί σε ισχύ, να ενημερώσει τον καθ’ ου η αίτηση για τον τόπο διαμονής της.
Στην βάση των πιο πάνω, ότι απομένει να καθοριστεί είναι η έκταση της επικοινωνίας της αιτήτριας με τον ανήλικο. Δεδομένου ότι η αιτήτρια σήμερα διαμένει στην Πάφο και ο ανήλικος στην Λευκωσία, λαμβάνοντας υπόψη το πρόγραμμα του ανηλίκου όπως αυτό έχει αναφερθεί από τον καθ’ ου η αίτηση και θέλοντας να διασφαλίσω μία ουσιαστική επικοινωνία μεταξύ της αιτήτριας και του ανηλίκου, κατέληξα στην έκδοση του πιο κάτω προσωρινού διατάγματος.
Εκδίδεται προσωρινό διάταγμα, με το οποίο ρυθμίζεται η άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας της καθ’ ης η αίτηση – αιτήτριας με το ανήλικο τέκνο της Μ ως ακολούθως:
Την πρώτη εβδομάδα εφαρμογής του διατάγματος, την Τρίτη και Πέμπτη από τις 15:00 μέχρι τις 19:00 της ίδιας ημέρας. Την δεύτερη εβδομάδα εφαρμογής του διατάγματος, την Τρίτη από τις 15:00 μέχρι τις 19:00 της ίδιας ημέρας και την Παρασκευή από τις 15:00 μέχρι τις 18:00 της Κυριακής με δικαίωμα διανυκτέρευσης, και ούτω καθ’ εξής εκ περιτροπής από εβδομάδα σε εβδομάδα.
Η καθ’ ης αίτηση - αιτήτρια ΔΙΑΤΑΣΣΕΤΑΙ να παραλαμβάνει από και να παραδίδει στον αιτητή - καθ’ ου η αίτηση στον τόπο διαμονής του το πιο πάνω ανήλικο τέκνο τους τις ημέρες και ώρες, όπως πιο πάνω αναφέρεται.
Ο αιτητής – καθ’ ου η αίτηση ΔΙΑΤΑΣΣΕΤΑΙ να παραδίδει στην και να παραλαμβάνει από την καθ’ ης η αίτηση - αιτήτρια στον τόπο διαμονής του το πιο πάνω ανήλικο τέκνο τους τις ημέρες και ώρες, όπως πιο πάνω αναφέρεται,
Το πιο πάνω διάταγμα θα ισχύει μέχρι πλήρους αποπεράτωσης της εναρκτήριας αίτησης ή νεωτέρας διαταγής του δικαστηρίου.
Η σύνταξη του διατάγματος τελεί υπό την προϋπόθεση ότι η καθ’ ης η αίτηση - αιτήτρια θα καταχωρήσει ενώπιον του Πρωτοκολλητή του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ένορκη δήλωση στην οποία θα αναφέρει την διεύθυνση διαμονής της στην Πάφο. Η ισχύς του διατάγματος θα αρχίζει από την ημερομηνία καταχώρησης της ένορκης δήλωσης και ως πρώτη εβδομάδα εφαρμογής του διατάγματος καθορίζεται η εβδομάδα εντός της οποίας θα καταχωρηθεί η πιο πάνω ένορκη δήλωση.
Τα έξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ της καθ’ ης η αίτηση στην εναρκτήρια και αιτήτριας στην παρούσα και εναντίον του αιτητή στην εναρκτήρια αίτηση και καθ’ ου η αίτηση στην παρούσα, καταβλητέα στο τέλος της διαδικασίας.
Υπ.)…………………….
Σ. Νεοφύτου, Δ.
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
Τα πλήρη ονόματα των διαδίκων και αναφερομένων προσώπων στην απόφαση του Δικαστηρίου βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο