ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Τσαγγαρίδη, Πρ. Οικ. Δ.
Αρ. Αίτησης: 164/2020
Μεταξύ:
M. I. K.
Αιτήτριας
και
Σ. Κ.
Καθ΄ ου η Αίτηση
-----------------------------------
Μονομερής αίτηση ημερομ. 5/6/2020
30 Οκτωβρίου 2020
Εμφανίσεις:
Για Αιτήτρια: κα Σ. Θεμιστοκλέους
Για Καθ΄ ου η αίτηση: κ. Αρ. Βρυωνίδης για Α. Βρυωνίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Η Αιτήτρια μέσα στα πλαίσια καταχώρισης εναρκτήριας αίτησης, δικαιοδοσία Διατροφής, καταχώρισε και την παρούσα μονομερή αίτηση με την οποία αιτείται τις πιο κάτω θεραπείες:
«Α. Προσωρινό διάταγμα με το οποίο να κατάβάλλει στην Αιτήτρια από την καταχώρηση της παρούσας αίτησης το ποσό των €800,00 το μήνα, ως συνεισφορά του για τη διατροφή και συντήρηση της ή οιονδήποτε άλλο ποσό που το Δικαστήριο θα κρίνει δίκαιο και εύλογο, μέχρι την εκδίκαση της κυρίως αιτήσεως ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
Β. Προσωρινό διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται ο Καθ’ ου η αίτηση να καταβάλει το ½ των εξόδων για τα μαθήματα οδήγησης, την εξέταση και την άδεια οδήγησης, το συνολικό κόστος των οποίων θα ανέλθει στο ποσό των €560,00.
Γ. Οποιαδήποτε άλλη διαταγή που το Δικαστήριο θα κρίνει δίκαιη και εύλογη υπό τις περιστάσεις.
Δ. Τα έξοδα της παρούσης αιτήσεως, πλέον Φ.Π.Α. (Αρ. μητρώου [ ]), πλέον έξοδα επίδοσης.»
Το Δικαστήριο επιλαμβανόμενο της πιο πάνω μονομερούς αίτησης, διέταξε την επίδοσή της στον Καθ’ ου η αίτηση για να ακουστεί. Έτσι, ο Καθ’ ου η αίτηση στις 8/7/20 καταχώρισε ένσταση. Οι λόγοι ένστασης είναι οι ακόλουθοι:
«1. Το αιτούμενο διάταγμα δεν δικαιολογείται από τα γεγονότα και δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις των Κανονισμών που επικαλείται η Αιτήτρια
2. Η Αιτήτρια δεν αποκάλυψε όλα τα γεγονότα ενώπιον του Σεβαστού Δικαστηρίου με την Ένορκο Δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση.
3. Η Αιτήτρια προβαίνει σε ισχυρισμούς που ανάγονται σε χρονικές περιόδους που η ίδια ήταν δέκα – δώδεκα ετών και προφανέστατα ουδεμία γνώση είχε σε σχέση με τα γεγονότα τα οποία επικαλείται.
4. Από το περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεως της Αιτήτριας είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχει συνειδητή προσπάθεια παραποίησης της αλήθειας και καταδεικνύεται ότι από το περιεχόμενο των πλείστων ισχυρισμών που περιλαμβάνονται στην ένορκο δήλωση της αίτησης, είναι καθοδηγούμενα και πλήρως ελεγχόμενα από τη μητέρα της Αιτήτριας.
5. Τα προσβαλλόμενα και περιγραφόμενα έξοδα της Αιτήτριας είναι έκδηλα υπερβολικά και ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα.
6. Καμία από τις προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία για την έκδοση τέτοιων διαταγμάτων δεν υφίσταται στην παρούσα περίπτωση.»
Περαιτέρω, κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου οι διάδικοι καταχώρισαν συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις, η μεν Αιτήτρια στις 20/7/20, ο δε Καθ’ ου η αίτηση στις 4/9/20.
Όπως προκύπτει από τα γεγονότα τα οποία περιέχονται στις ενόρκους δηλώσεις των διαδίκων, η Αιτήτρια είναι το μοναδικό τέκνο το οποίο απέκτησε ο Καθ’ ου η αίτηση κατά τη διάρκεια του γάμου του με τη μητέρα της Αιτήτριας, γάμος ο οποίος έχει λυθεί με απόφαση του Δικαστηρίου στις 7/12/2004. Η Αιτήτρια γεννήθηκε στις 21/3/2002 και στις 21/3/2020 συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας της. Εξακολουθεί όμως να είναι μαθήτρια της έβδομης τάξης του ιδιωτικού σχολείου “[ ]” και τα δίδακτρα της φοίτησής της ανέρχονται στο ποσό των €7.850.
Πριν από την ενηλικίωσή της, ο Καθ’ ου η αίτηση κατάβαλλε το ποσό των €641,30 μηνιαίως ως συνεισφορά του για τη διατροφή της. Το ποσό αυτό είναι απόρροια του αρχικού επιδικασθέντος ποσού συνεισφοράς του Καθ’ ου η αίτηση το οποίο ήταν στα €530 μηνιαίως όπως καθορίστηκε με το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομ. 20/1/2011 και διαμορφώθηκε τελικά με τις προσαυξήσεις του ύψους10%, όπως προβλέπεται από τον σχετικό νόμο. Μετά την ενηλικίωσή της, ο Καθ’ ου η αίτηση της κατέβαλε στον τραπεζικό της λογαριασμό το ποσό των €1.822 και παράλληλα σε άλλο λογαριασμό της, της καταβάλλει το ποσό των €250 μηνιαίως για τα έξοδά της. Η ίδια, ως ισχυρίζεται, προσπάθησε να εξηγήσει στον Καθ’ ου η αίτηση ότι το ποσό των €250 δεν ήταν αρκετό για την κάλυψη των βασικών της αναγκών και των ιδιαιτέρων μαθημάτων τα οποία ως τελειόφοιτη θα αναγκαστεί να συνεχίσει, όπως αυτά των μαθηματικών και της χημείας, πλην όμως ο Καθ’ ου η αίτηση της ανάφερε ότι δεν μπορεί να της προσφέρει οποιοδήποτε μεγαλύτερο ποσό.
Η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι ο Καθ’ ου η αίτηση δυνάμει της αίτησης αρ. 420/13 αιτείτο μείωση της διατροφής όπως καθορίστηκε με το διάταγμα ημερομ. 20/1/11 συμπεριλαμβανομένης και της αυτόματης αύξησης του 10%. Η πιο πάνω αίτησή του απορρίφθηκε τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση, μέχρι όμως και την έκδοση απόφασης από το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, ο Καθ’ ου η αίτηση καταχώρισε και νέα αίτηση με αρ. 226/17 για μείωση της διατροφής και η οποία ακόμα εκκρεμεί. Κοινό σημείο και των δύο πιο πάνω αιτήσεων είναι ότι ο Καθ’ ου η αίτηση απώλεσε την εργασία του και μειώθηκαν τα εισοδήματα του μετά την αναγκαστική αφυπηρέτησή του από την Τράπεζα Κύπρου. Όπως περαιτέρω ισχυρίζεται η Αιτήτρια, ο Καθ’ ου η αίτηση έλαβε ως αποζημίωση της εθελούσιας εξόδου του από την τράπεζα που εργαζόταν τα ποσά των €79.149, το ποσό των €10.000 από την ΕΤΥΚ και το ποσό των €100.000 από το Ταμείο Προνοίας του. Περαιτέρω, ο Καθ’ ου η αίτηση λαμβάνει ενοίκια από ιδιόκτητο διαμέρισμά του στον Άγιο Δομέτιο και από κατοικία με την οποία είναι συνιδιοκτήτης με τον αδελφό του στον Άγιο Ανδρέα, τα οποία ενοίκια ανέρχονται στο ποσό των €700 μηνιαίως. Μετά την αποχώρησή του από την τράπεζα, ο Καθ’ ου η αίτηση εργάζεται ως υπάλληλος σε εταιρεία και λαμβάνει πέραν των €2.000 μηνιαίως. Πρόσφατα δε, μετακόμισε σε πολυτελή κατοικία που ανέγειρε με τη νέα του σύζυγο σε ιδιόκτητο οικόπεδό της στην Ηλιούπολη.
Οι καθαρές μηνιαίες απολαβές της μητέρας της Αιτήτριας ανέρχονται στο ποσό των €2.210 μηνιαίως και επιπλέον λαμβάνει ως επίδομα μονογονιού το ποσό των €160 μηνιαίως και ως επίδομα τέκνου το ποσό των €193,74 ετησίως. Η εισδοχή της Αιτήτριας στην [ ] Λευκωσίας έγινε κατόπιν προετοιμασίας της και με τη σύμφωνη γνώμη του Καθ’ ου η αίτηση, η οποία άρχισε τον Οκτώβριο του 2012 και τον Μάρτιο του 2014 εξασφάλισε θέση εισδοχής της. Ενώ ο Καθ’ ου η αίτηση είχε υποσχεθεί την εγγραφή της και τη φοίτησή της στην Ιδιωτική Σχολή, λόγω της άρνησης της μητέρας της να δεχθεί μείωση της διατροφής στην αίτηση με αρ. 420/13, δήλωσε ότι αδυνατεί να συνεισφέρει οικονομικά στα έξοδα φοίτησής της στο ιδιωτικό σχολείο. Περαιτέρω, ο Καθ’ ου η αίτηση καταβάλλει το ποσό των €120 μηνιαίως για αποταμιευτικό σχέδιο σε ασφαλιστική εταιρεία, αντί να πληρώνει τα δίδακτρα του σχολείου της. Μέχρι σήμερα στο εν λόγω ασφαλιστικό σχέδιο υπάρχει στο όνομα του Καθ’ ου η αίτηση ένα ποσό πέραν των €25.000. Οι μηνιαίες ανάγκες για τη διατροφή και συντήρηση της, όπως ισχυρίζεται η Αιτήτρια, έχουν ως ακολούθως:
«α. Διατροφή (Υπεραγορά, φρουταρία) €250,00
β. Ένδυση /Υπόδηση €170,00
γ. Διακίνηση (αναλογία) €150,00
δ. Ψυχαγωγία €140,00
ε. Τηλέφωνο κινητό € 30,00
ζ. Γραφική ύλη/Σχολικά είδη/Εκδρομές € 57,00
η. Δίδακτρα μπαλέτου (αναλογία έτους) € 67,00
θ. Παραστάσεις μπαλέτου/Στολές € 39,00
ι. Τηλέφωνο σταθερό/internet (αναλογία) € 36,00
κ. Νερό/Ρεύμα (αναλογία) € 20,00
λ. Θέρμανση (αναλογία) € 67,00
μ. Ιδιαίτερα μαθηματικών €150,00
ν. Αισθητικό/laser € 97,50
ξ. Κομμωτήριο € 20,00
ο. Ιδιαίτερα Χημείας €208,00
π. Δίδακτρα ιδιωτικού σχολείου €654,00
ρ. βιβλία/τετράδια € 64,00
σ. Χαρτζιλίκι €100,00
τ. Μαθήματα Οδήγησης/Άδεια/Εξέταση € 47,00
Σύνολο €2.366,50»
Ο Καθ’ ου η αίτηση προβάλλει τη θέση, η οποία είναι διάχυτη, τόσο στην αρχική ένορκη δήλωσή του όσο και στη συμπληρωματική του ένορκη δήλωση, ότι τα όσα η Αιτήτρια ισχυρίζεται αποτελούν γεγονότα τα οποία δεν έχει οποιαδήποτε γνώση και αντίθετα αποτελούν ισχυρισμούς της κατόπιν πιέσεων που εξασκεί η μητέρα της. Ο Καθ’ ου η αίτηση προβάλλει τη θέση ότι συμφωνήθηκε με τη μητέρα της Αιτήτριας ότι τυχόν αποδοχή του για εγγραφή της Αιτήτριας σε ιδιωτικό σχολείο, θα συνεπαγόταν και την απαλλαγή του από οποιαδήποτε οικονομική επιβάρυνση σε σχέση με το κόστος που θα συνεπαγόταν το ιδιωτικό σχολείο. Ισχυρίζεται ότι το 2013, με τα γνωστά γεγονότα της οικονομίας, είχε απωλέσει την εργασία του και ήταν αδύνατο να ανταποκριθεί στο κόστος φοίτησης της Αιτήτριας σε ιδιωτικό σχολείο. Αντίθετα, την περίοδο εκείνη, η μητέρα της Αιτήτριας είχε εισοδήματα πέραν των €4.000 μηνιαίως και γι’ αυτό επέμενε στη φοίτηση της τότε ανήλικης Αιτήτριας σε ιδιωτικό σχολείο χωρίς οποιαδήποτε οικονομική συνεισφορά του. Ως προς τα έξοδα της Αιτήτριας, ο Καθ’ ου η αίτηση προβάλλει τη θέση ότι τα έξοδα τα οποία αναφέρονται στις παραγρ. 14 (ν), (ο) και (π) αφορούν τα έξοδα φοίτησης της Αιτήτριας στο ιδιωτικό σχολείο και αφορούν μόνο τη μητέρα της Αιτήτριας. Ως προς τα έξοδα τα οποία αναφέρονται στην παράγρ. 14 (η) και (θ) σε σχέση με τα έξοδα μπαλέτου, αποτελεί ισχυρισμό του ότι η Αιτήτρια τον πληροφόρησε προ καιρού ότι τερμάτισε κάθε δραστηριότητα σε σχέση με το μπαλέτο, καθότι οι προτεραιότητες της έχουν επικεντρωθεί αλλού με την ενηλικίωσή της. Ο Καθ’ ου η αίτηση, παραδέχεται ότι μετά την ενηλικίωση της Αιτήτριας, με δικές του ενέργειες, της παρέδωσε τραπεζικό λογαριασμό τον οποίο είχε ανοίξει με το ποσό περίπου των €1.900 και ότι σε καινούργιο λογαριασμό επ’ ονόματι της Αιτήτριας καταθέτει το ποσό των €250 μηνιαίως προς όφελός της.
Η συμπληρωματική ένορκη δήλωση της Αιτήτριας, ουσιαστικά αποτελεί επανάληψη των αρχικών της ισχυρισμών με αναφορά σε τεκμήρια. Επαναλαμβάνει ότι σήμερα ο μισθός της μητέρας της ανέρχεται στο ποσό των €2.212 μηνιαίως, και ότι η μητέρα της καταβάλλει δόση του στεγαστικού δανείου το οποίο ανέρχεται στο ποσό των €360 μηνιαίως. Διευκρινίζει ότι όταν πέρασε τις εξετάσεις για το ιδιωτικό σχολείο [ ], τότε ο Καθ’ ου η αίτηση αποφάσισε να αλλάξει γνώμη αναφορικά με τη φοίτησή της σε ιδιωτικό σχολείο και ως εκ τούτου ο θείος της, αδελφός του Καθ’ ου η αίτηση, είχε αναλάβει τη συνεισφορά του στην κάλυψη των διδάκτρων του ιδιωτικού σχολείου για δύο χρόνια. Μετά τα δύο χρόνια, η μητέρα της διεκδίκησε από τον Καθ’ ου η αίτηση στα πλαίσια της αίτησης διατροφής με αρ. 226/17 τη συνεισφορά του στα δίδακτρα του ιδιωτικού σχολείου και άλλα έξοδά της τα οποία είχαν αυξηθεί. Ως προς το θέμα των εξόδων που αφορούν το μάθημα μπαλέτου ισχυρίζεται ότι είναι ο ίδιος ο Καθ’ ου η αίτηση που επέμενε να συνεχίσει την εν λόγω δραστηριότητα, πλην όμως η ίδια επέλεξε να περιορίσει το εν λόγω έξοδο, λαμβάνοντας μόνο μαθήματα σύγχρονου χορού για να λάβει μέρος στην τελική παράσταση του σχολείου και το ποσό αυτό περιορίστηκε στα €67 μηνιαίως αντί στο ποσό των €125 μηνιαίως που ήταν πριν την ενηλικίωσή της. Τελικά, ισχυρίζεται ότι θα πρέπει να εκδοθεί προσωρινό διάταγμα στην παρούσα υπόθεση, αφού το ποσό των €250 μηνιαίως, που καταβάλλει ο πατέρας της σε λογαριασμό της, δεν είναι αρκετό για να καλύψει βασικές της ανάγκες.
Ο Καθ’ ου η αίτηση, στη συμπληρωματική του ένορκη δήλωση, επαναλαμβάνει τον ισχυρισμό του, ότι η Αιτήτρια είναι κάτω από τον έλεγχο της μητέρας, η οποία και την χρησιμοποιεί κατά τρόπο απαράδεκτο, σε μια προσπάθεια της μητέρας της να ενεργεί εκδικητικά εναντίον του. Σε σχέση με την είσπραξη ενοικίων από διαμέρισμα στον Άγιο Δομέτιο, ισχυρίζεται ότι το διαμέρισμα αυτό, κάτω από το βάρος των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε αναγκάστηκε να το πουλήσει τον Απρίλιο του 2018 για να καλύψει μέρος των δανειακών του υποχρεώσεων. Σε σχέση με το ενοίκιο από την κατοικία στον Άγιο Ανδρέα, ο Καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι είναι γνωστό, ότι εδώ και πολλά χρόνια στην εν λόγω παλιά κατοικία διαμένει η μητέρα του, γιαγιά της Αιτήτριας, η οποία και διατηρεί επικαρπία του ακινήτου εφ όρου ζωής.
Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η αξίωση της Αιτήτριας, η οποία περιλαμβάνεται στο αιτητικό Β της ήδη παρατεθείσας θεραπείας, έχει αποσυρθεί από την Αιτήτρια, αφού δήλωσε ξεκάθαρα ότι ο Καθ’ ου η αίτηση εκπλήρωσε την υποχρέωση συνεισφοράς του, σε σχέση με τα έξοδα για τα μαθήματα οδήγησης, την εξέταση και την άδεια οδήγησης.
Η ακρόαση της ενδιάμεσης αίτησης διεξήχθη με τις γραπτές αγορεύσεις των δικηγόρων των διαδίκων, τα ουσιαστικά επιχειρήματα των οποίων θα απαντηθούν κατωτέρω.
Το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60, παρέχει στο Δικαστήριο ευρεία διακριτική εξουσία, εφόσον συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτει το εν λόγω άρθρο, να εκδώσει οποιοδήποτε προστακτικό ή απαγορευτικό παρεμπίπτον διάταγμα που το Δικαστήριο θα έκρινε δίκαιο και πρόσφορο.
Οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν κατά το άρθρο 32 είναι οι πιο κάτω:
α) Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση.
β) Η ύπαρξη ορατής πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγων σε θεραπεία στην αγωγή, και
γ) Ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρως δικαιοσύνη, σε μεταγενέστερο στάδιο, χωρίς την έκδοση του διατάγματος (βλ. μεταξύ άλλων Odysseos v. Pieris Estates and other (1982) 1 Α.Α.Δ. 557, Κυτάλα κ.α. ν. Χρυσάνθου κ.α. (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 253).
Το Δικαστήριο πρέπει επίσης στο τελικό στάδιο να σταθμίσει το κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο το αιτούμενο διάταγμα (Ιπποδρομιακή Αρχή ν. Χατζηβασίλη (1989) 1 Α.Α.Δ. 152). Πρόσθετα, στο στάδιο αυτό, το Δικαστήριο εξετάζει την ενώπιον του μαρτυρία, με μόνο σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο είναι δίκαιο ή όχι να εκδοθεί το διάταγμα και δεν αποφασίζει πάνω στα διαφιλονικούμενα θέματα επί των οποίων θα κριθεί η κυρίως αίτηση (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 A.A.Δ. 263). Επίσης υπάρχει υποχρέωση του Αιτητή όταν αιτείται την έκδοση προσωρινού διατάγματος μονομερώς να αποκαλύπτει όλα τα ουσιώδη γεγονότα. (Στυλιανού ν. Στυλιανού (1992) 1 ΑΑΔ 583, Σάββα ν. Τηλεμάχου (2001) 1 ΑΑΔ 2081).
Επίσης, οι οποιεσδήποτε διαπιστώσεις στις οποίες προβαίνει το Δικαστήριο, γίνονται για τους σκοπούς της εξέτασης της έκδοσης ή μη του προσωρινού διατάγματος. Όλα τα ζητήματα που εγείρονται στην αγωγή παραμένουν ζωντανά για να αποφασιστούν όταν θα εκδικασθεί η ουσία της (Δημοκρατία της Σλοβενίας ν. Beograska Banka D.D. (1999) 1 (A) Α.Α.Δ. 225, 236).
Οι προϋποθέσεις που απαιτεί το άρθρο 32 του Ν. 14/60 και οι οποίες αναφέρθηκαν ανωτέρω, κρίνονται με βάση τα γεγονότα που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά και με βάση τις διατάξεις του Νόμου που διέπει το υπό κρίση θέμα, οι οποίες στην εξεταζόμενη περίπτωση είναι τo άρθρο 33 (2) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν. 216/90.
Συγκεκριμένα το άρθρο 33 (2) ορίζει ότι:
«Με απόφαση και σχετική ρύθμιση από το Δικαστήριο, η υποχρέωση των γονέων δυνάμει του εδαφίου (1) είναι δυνατό να συνεχίσει και μετά την ενηλικίωση του τέκνου, στις περιπτώσεις όπου ειδικές περιστάσεις επιβάλλουν τούτο, όπως σε περίπτωση ανικανότητας ή αναπηρίας του τέκνου ή υπηρεσίας θητείας του στην Εθνική Φρουρά ή φοίτησης του σε εκπαιδευτικό ίδρυμα ή επαγγελματική σχολή.»
Σύμφωνα με την νομολογία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, η έκδοση δικαστικής απόφασης βάσει του άρθρου 33 (2) (ανωτέρω) αποτελεί προϋπόθεση για την συνέχιση της υποχρέωσης. Βλ. Τσιτσινίδη ν. Τσιτσινίδη (1994) 1 Α.Α.Δ. 385, Βουνού ν. Βουνού (1998) 1 Α.Α.Δ. 400, Χρίστου ν. Χρίστου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1891, Κυπριανίδης ν. Κυπριανίδη (2010) 1 Α.Α.Δ. 382.
Προτού προχωρήσω κατωτέρω στην εξέταση της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 32 του Ν.14/60, κρίνω αναγκαίο στο σημείο αυτό να τονίσω, ότι το Δικαστήριο επιλαμβανόμενο της μονομερούς αίτησης δεν εξέδωσε οποιοδήποτε προσωρινό διάταγμα, αλλά αντίθετα έδωσε οδηγίες για να επιδοθεί η αίτηση. Έτσι, με αυτή του την ενέργεια το Δικαστήριο ουσιαστικά μετάτρεψε τη μονομερή αίτηση σε αίτηση δια κλήσεως έτσι, ώστε να μην τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση η νομολογιακή αρχή που επιβάλλει υποχρέωση στον αιτούντα να προβεί σε πλήρη και αληθή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων (Μαρκιτανή ν. Μουτζούρη (2000) 1 ΑΑΔ 923).
Επισημαίνεται περαιτέρω, ότι η παρούσα υπόθεση αφορά ουσιαστικά αίτημα μαθητή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, (English School) ο οποίος έχει όμως ενηλικιωθεί. Ουσιαστικά και στην πραγματικότητα, η αίτηση αυτή δεν διαφέρει από οποιαδήποτε άλλη αίτηση ανήλικου μαθητή ο οποίος είναι στην τελευταία τάξη της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, υπό την έννοια ότι ουσιαστικά και ο ενήλικας μαθητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δεν μπορεί να εργαστεί και είναι απόλυτα εξαρτώμενο πρόσωπο, όπως και ο ανήλικος, από τη συνεισφορά και των δύο υπόχρεων προς τούτο γονέων του. Υπό το πιο πάνω πνεύμα, το Δικαστήριο θα προχωρήσει στην εξέταση της παρούσας αίτησης.
Θα ήθελα επί του σημείου αυτού, να αναφέρω περαιτέρω ότι στο παρόν στάδιο, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε αξιολόγηση της εκατέρωθεν μαρτυρίας με σκοπό την εξαγωγή συμπερασμάτων, ευρημάτων και ότι το Δικαστήριο εξετάζει σφαιρικά όλα τα ενώπιόν του τεθέντα γεγονότα, με σκοπό την κατάληξη κατά πόσον είναι λογική και δίκαιη η έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος. Σημειώνεται και η διαφορά, ότι η Αιτήτρια ως ενήλικη έχει πλέον ίδιον και αυτοτελές νομικό δικαίωμα να ενάγει η ίδια προσωπικά, υπό την ιδιότητά του τέκνου, τους υπόχρεους προς συνεισφορά στη διατροφή και την εν γένει εκπαίδευσή της, γονείς της.
Θα ήθελα περαιτέρω να σημειώσω ότι οι οποιεσδήποτε συμφωνίες έγιναν (αν έγιναν), μεταξύ των γονέων της κατά τον χρόνο της ανηλικότητας της Αιτήτριας, είτε ως προς το θέμα της πληρωμής των διδάκτρων του ιδιωτικού σχολείου είτε για οποιοδήποτε άλλο θέμα, δεν μπορούν ενόψει της ενηλικότητας της Αιτήτριας και του αυτοτελούς προσωπικού της δικαιώματος προς άσκηση αγωγής, ως ανωτέρω, να αποτελούν εμπόδιο ή ανάχωμα στη διεκδίκηση της αναλογίας συνεισφοράς των γονέων της. Η ενηλικότητα της σύμφωνα με τον νόμο την καθιστά νομικά ικανή να εξασφαλίζει την ευημερία της, όπως προβλέπεται από το άρθρο 37(2) του Ν.216/90, που ορίζει ότι η διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του δικαιούχου και επί πλέον ανάλογα με την περίπτωση τα έξοδα για την εν γένει εκπαίδευσή του.
Στη βάση όλων των πιο πάνω είναι η κρίση του Δικαστηρίου, ότι συντρέχουν και οι τρείς προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.216/90. Η Αιτήτρια έχει ίδιον δικαίωμα αξίωσης συνεισφοράς από τους γονείς της, εφόσον η φοίτηση σε εκπαιδευτικό ίδρυμα είναι μια από τις περιπτώσεις οι οποίες συνιστούν ειδικές περιστάσεις σύμφωνα με το λεκτικό του άρθρου 33(2) του Ν.216/90. Περαιτέρω, τα έξοδα διαβίωσης και της εν γένει εκπαίδευσης της Αιτήτριας είναι θέματα καθημερινά και τρέχοντα, η κάλυψη των οποίων, αποτελεί σύμφωνα και με την πείρα της ζωής, αναγκαία ενέργεια από τους έχοντες προς τούτο υποχρέωση συνεισφοράς γονείς της.
Θα ήθελα επί του προκειμένου να παραπέμψω και στην απόφαση του Δ.Ο.Δ. στην Χρυσάνθου ν. Χρυσάνθου, Έφ. Αρ. 8/10, Δ.Ο.Δ., 24/10/11 (2011) 1 ΑΑΔ 1890, όπου αναφέρεται:
«Επί της ουσίας τώρα, ο Εφεσείων παραπονείται ότι δεν αιτιολογείται η διαπίστωση του δικαστηρίου ότι επληρούντο οι προϋποθέσεις του Αρθρου 32 για σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και ορατή πιθανότητα επιτυχίας.
Στην απόφαση, λέγει, απλώς παρατίθεται η πρόνοια του Αρθρου 33(2) του Ν. 216/1990 ότι η υποχρέωση των γονέων μπορεί να συνεχίσει και μετά από την ενηλικίωση του όταν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, όπως η υπηρεσία θητείας στην Εθνική Φρουρά, και δεν εξειδικεύονται τα στοιχεία τα οποία το δικαστήριο θεώρησε σημαντικά για την κατάληξή του.
Η σύντομη απάντηση βεβαίως είναι ότι, καθ' όσον ο ίδιος ο νόμος προσδιορίζει τη θητεία στην Εθνική Φρουρά ως ουσιαστικά μια από τις ειδικές περιστάσεις, προκύπτει τεκμήριο ειδικών περιστάσεων ώστε να μην εχρειάζετο, για σκοπούς του Αρθρου 32, περαιτέρω εξειδίκευση. Εν πάση περιπτώσει όμως, υπήρχαν και τα στοιχεία που ο Εφεσίβλητος είχε περιλάβει τόσο στην κυρίως αίτηση όσο και στην αίτηση για ενδιάμεσο διάταγμα, τα οποία παραθέσαμε ανωτέρω και σε συνάρτηση με τα οποία θα εκρίνοντο οι εν λόγω προϋποθέσεις. Τα στοιχεία αυτά δικαιολογούσαν πλήρως την κατάληξη του δικαστηρίου.
Παραπονείται ακόμα ο Εφεσείων ότι κακώς το δικαστήριο έκρινε ότι ικανοποιείτο και η άλλη προϋπόθεση του Αρθρου 32 ως προς τη μη δυνατότητα απονομής δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, περιοριζόμενο να παρατηρήσει ότι οι ανάγκες του Εφεσίβλητου ήσαν τρέχουσες και δεν θα μπορούσαν να αντικαθίσταντο μεταγενέστερα, ενώ αγνόησε ότι ο Εφεσίβλητος είχε καταθέσεις και είχε διατυπώσει υπερβολικές απαιτήσεις στην αίτησή του.
Ούτε σε αυτή την εισήγηση διαπιστώνουμε έρεισμα. Ασφαλώς οι ανάγκες διατροφής ήσαν τρέχουσες και άμεσες και θα διαρκούσαν καθ' όλη τη διάρκεια της θητείας του. Εξ άλλου, το δικαστήριο δεν επεδίκασε όλο το ποσό των €800 μηνιαίως που ο Αιτητής είχε ζητήσει, παρά μόνο εκείνο των €200 μηνιαίως. Ο δε ισχυρισμός του Εφεσείοντα για καταθέσεις του Εφεσίβλητου δεν ετεκμηριώθη.
Αυτά καλύπτουν και το επόμενο παράπονο για το ύψος του ποσού των €200 μηνιαίως, στη βάση ότι το δικαστήριο δεν εξηγεί ποία έξοδα θεωρεί απαραίτητα ώστε να δικαιολογείτο αυτό το ποσό. Να σημειωθεί όμως η ύπαρξη του προηγούμενου διατάγματος για €351,70 μηνιαίως που, σε συσχετισμό και με τα άλλα ως άνω δεδομένα, δεν καθιστούσε το ποσό των €200 εκτός των πλαισίων της ευλόγου κρίσεως του δικαστηρίου, προκειμένου μάλιστα περί ενδιάμεσου και όχι τελικού διατάγματος.»
Περαιτέρω, όπως διαπιστώνεται από τα γεγονότα της υπόθεσης, ο Καθ’ ου η αίτηση έχει δημιουργήσει καταθετικό λογαριασμό ύψους €1.900 επ’ ονόματι της Αιτήτριας. Το γεγονός αυτό από μόνο του δεν συνιστά λόγο μη έκδοσης προσωρινού διατάγματος. Παραπέμπω προς τούτο στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Δ.Ο.Δ. σε προσωρινό διάταγμα, στη Γ. Γ. ν. Ι. Γ., Έφ. Αρ. 29/17, 12/4/19, όπου λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«Αναφορικά με την ύπαρξη προθεσμιακής κατάθεσης επ΄ονόματι της εφεσίβλητης, δεν κρίνουμε λανθασμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αυτή δεν θα έπρεπε να τερματιστεί ενωρίτερα για να χρησιμοποιηθεί για τα άμεσα και τρέχοντα έξοδά της με κίνδυνο να απωλέσει τους τόκους που θα προκύψουν.»
Περαιτέρω, θα πρέπει να εξεταστεί και το θέμα της μηνιαίας κατάθεσης των €250 επ’ ονόματι της Αιτήτριας από τον Καθ’ ου η αίτηση. Κρίνω ότι ούτε αυτό το γεγονός μπορεί να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα ως προς την έκδοση του προσωρινού διατάγματος, διότι αυτή η κατάθεση μπορεί ανά πάσα στιγμή να τερματιστεί και περαιτέρω η κρίση του Δικαστηρίου είναι ότι το οποιοδήποτε ποσό προσφέρεται εθελούσια από τον υπόχρεο για συνεισφορά, δεν μπορεί να είναι λόγος μη έκδοσης προσωρινού διατάγματος, αν το ύψος του ποσού σε σχέση πάντοτε και με την οικονομική κατάσταση του υπόχρεου, είναι τέτοιο, το οποίο αντικειμενικά κρινόμενο, να μην είναι αρκετό για της εξασφάλιση της διατροφής και της εν γένει ευημερίας του δικαιούχου ανήλικου ή ενήλικου.
Στη βάση όλων των πιο πάνω πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60. Η δε έκδοση προσωρινού διατάγματος, είναι απόλυτα δίκαιη και εύλογη, εφόσον η Αιτήτρια, αν και ενήλικη, όπως εξειδικεύτηκε ανωτέρω, δεν διαφέρει στην πραγματικότητα και στην ουσία από οποιονδήποτε άλλο ανήλικο.
Ως προς τα έξοδα διατροφής, σύμφωνα με τη νομολογία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, το μέτρο με το οποίο θα καθοριστεί η διατροφή δεν μπορεί να αποτιμάται με απόλυτους αριθμούς, ούτε αναμένεται η απόδειξη των κονδυλίων με περισσή αυστηρότητα, ενώ η κοινή λογική και η πείρα της ζωής είναι παράγοντες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τις ανάγκες των συγκεκριμένων ενώπιον του Δικαστηρίου ατόμων. Επίσης, το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει το εύλογο των κονδυλίων που απαιτούνται για τη διατροφή και συντήρηση του δικαιούχου (βλ. Μαρκουλίδης ν. Μαρκουλίδης κ.ά. (1989) 1 ΑΑΔ 1386, Παναγιώτου ν. Σφικτού (2001) 1 ΑΑΔ 625, Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους (2010) 1 (Β) ΑΑΔ 951).
Στην απόφαση του Δ.Ο.Δ. στην υπόθεση Κορελλίδη ν. Κορελλίδη (2012) 1 ΑΑΔ 1975, λέχθηκε ότι «το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες που να οδηγούν σε υπολογισμό με σεντ, αλλά θα πρέπει να σταθμίζει τις ανάγκες και να καταλήγει σε συμπεράσματα που θα επαναφέρουν, ή δυνατό, τα ανήλικα παιδιά σε μία πλησιέστερη κατάσταση, όπως θα ήταν εάν οι γονείς τους ζούσαν μαζί.»
Οι πιο πάνω παράγοντες θα συνεκτιμηθούν από το Δικαστήριο για σκοπούς έκδοσης προσωρινού διατάγματος. Δεν αναμένεται στο στάδιο αυτό, το Δικαστήριο να προβεί σε αξιολόγηση της μαρτυρίας και εξαγωγή ευρημάτων, κάτι το οποίο θα αποτελέσει το αντικείμενο της κύριας δίκης.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, οι γονείς έχουν και οι δύο την υποχρέωση όπως προβούν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των εισοδημάτων τους. Σχετικά παραπέμπω στην υπόθεση Δημητρίου ν. Περδίου (2005) 1(Β) ΑΑΔ 1418 όπου λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«Όπως έχει η σχετική νομοθετική διάταξη (βλ. άρθρο 33(1) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν.216/90) η υποχρέωση για διατροφή των ανηλίκων τέκνων μίας οικογένειας ανήκει και στους δύο γονείς, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του καθενός. Έχουν και οι δύο υποχρέωση όπως προβαίνουν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των πραγματικών τους εισοδημάτων και όχι μόνο των εξόδων τους. Στην υπόθεση Ette v. Ette (1965) 1 All E.R. 341, 346 έχει λεχθεί ότι όταν ο Καθ’ ου η αίτηση δεν προβαίνει ο ίδιος σε ειλικρινή και πλήρη αποκάλυψη σχετικά με την οικονομική του κατάσταση, τότε το Δικαστήριο μπορεί, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του επαγγέλματος του και το τι κερδίζουν άλλοι στο ίδιο το επάγγελμα, να υπολογίσει ότι ο Καθ’ ου η αίτηση έχει ψηλότερα, απ’ ότι ισχυρίζεται, εισοδήματα. Η αρχή συνάδει και με τον κανόνα ότι εκεί που κάποιος έχει την αποκλειστική γνώση γεγονότων, οφείλει να τα αποδείξει (βλ. Tarapoulouzis v. District Officer (1962) C.L.R. 91 και Μαρκουλίδης ν. Μαρκουλίδης κ.α. (1998) 1 (Γ) 1 Α.Α.Δ. 1386, 1390). Επομένως σε υποθέσεις διατροφής των ανηλίκων τέκνων μιας οικογένειας, η οικονομική δυνατότητα του καθενός από τους γονείς δεν είναι θέμα που θα πρέπει να αποδεικνύεται από τον Αιτητή ή την Αιτήτρια, ανάλογα με την περίπτωση, αλλά θέμα αληθινής αποκάλυψης από τους ίδιους τους γονείς, των αντιστοίχων εισοδημάτων τους. Το δε δικαστήριο, προβαίνει σε πλήρη έρευνα αυτών των στοιχείων.
Περαιτέρω αναφέρουμε ότι από σχετική νομολογία φαίνεται ότι το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη όχι μόνο τα πραγματικά εισοδήματα αλλά και την ικανότητα του Καθ’ ου η αίτηση»
Έχω ήδη παραθέσει τις θέσεις των διαδίκων, ως προς τις οικονομικές δυνάμεις των γονέων της Αιτήτριας. Στο στάδιο αυτό όπως προελέχθει, το Δικαστήριο δεν αξιολογεί την ενώπιον του μαρτυρία για τους σκοπούς εξαγωγής τελικού συμπεράσματος, κάτι το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της κυρίως δίκης. Αρκεί να λεχθεί ότι και οι δύο υπόχρεοι γονείς έχουν αρκούντως ικανοποιητικές οικονομικές δυνάμεις έτσι ώστε η οποιαδήποτε έκδοση διατάγματος συνεισφοράς, να μην επενεργήσει αρνητικά στο δικαίωμα τους για την εξασφάλιση της δικής τους αυτοδιατροφής και αυτοσυντήρησης. Για σκοπούς καθορισμού, στο στάδιο αυτό, του ποσού συνεισφοράς του Καθ’ ου η αίτηση, αντλώ περαιτέρω καθοδήγηση και από το πιο κάτω απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση του Δ.Ο.Δ. στη Δημοσθένους ν. Δημοσθένους, Έφ. Αρ. 21/2019, 29/6/20, όπου λέχθηκαν τα πιο κάτω:΅
«Κλείνοντας πρέπει να τονιστεί με τον πλέον εμφαντικό τρόπο το εξής: Ούτε ο Νόμος αρ. 216/90, ούτε και οι σχετικοί Διαδικαστικοί Κανονισμοί, προνοούν, πόσο μάλλον επιβάλλουν, την οποιαδήποτε ενδιάμεση διαδικασία, ειδικά με σκοπό την παροχή ενδιάμεσης διατροφής. Τέτοιες διαδικασίες αποτελούν απόκλιση από την ορθή πορεία των πραγμάτων. Μία αίτηση διατροφής θα έπρεπε να υποβάλλεται, αυτή να εκδικάζεται τάχιστα προς πλήρη και τελικό διακανονισμό της συνεισφοράς εκάστου, χωρίς υπερβολική ανάλυση επί των γεγονότων. Το Δικαστήριο με την εισαγωγή της αίτησης, θα μπορούσε να καθορίζει εξ ιδίων του ενδιαμέσως ένα ποσό γύρω στο 50%-75% του ύψους της διατροφής (κατ΄ αναλογία της πρόνοιας που υπάρχει στο άρθρο 8 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου αρ. 232/91), για να καλύπτεται στο μεσοδιάστημα επαρκής διατροφή και η τελική απόφαση του να ανατρέχει, με τις αναγκαίες διαφοροποιήσεις, στο χρόνο καταχώρησης της αίτησης.»
Λαμβανομένου, περαιτέρω, υπόψη, ότι στον αμέσως προηγούμενο χρόνο και/ή ημέρα της ενηλικίωσης της Αιτήτριας, βάσει διατάγματος του Δικαστηρίου, ο Καθ’ ου η αίτηση κατέβαλλε το ποσό των €641,30 μηνιαίως, ως συνεισφορά του στη διατροφή και συντήρησή της, κρίνω ότι το ποσό αυτό, όπως καθορίστηκε και αναδιαμορφώθηκε κατά τον χρόνο της ανηλικότητας της Αιτήτριας, είναι ορθό και δίκαιο να συνεχίσει να καταβάλλεται από τον Καθ’ ου η αίτηση. Συνακόλουθα η αίτηση γίνεται δεκτή.
Εκδίδεται προσωρινό διάταγμα με το οποίο διατάσσεται ο Καθ’ ου η αίτηση όπως καταβάλλει μηνιαίως από 5/6/20 (ημερομηνία καταχώρισης της μονομερούς αίτησης) στην Αιτήτρια, το ποσό των €641,30 ως η συνεισφορά του για τη διατροφή και συντήρησή της Αιτήτριας.
Το παρόν προσωρινό διάταγμα θα ισχύει μέχρι περατώσεως της εναρκτήριας αίτησης ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.
Τα έξοδα της μονομερούς αίτησης να είναι έξοδα στην πορεία της εναρκτήριας αίτησης, αλλά σε καμία περίπτωση να είναι εναντίον της Αιτήτριας.
(Υπ.) ………………………………
Μ. Τσαγγαρίδης
Πρόεδρος Οικογενειακού Δικαστηρίου
/ΚΤ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο