ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΓΟΝΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Τσαγγαρίδη, Πρ. Οικ. Δ.
Αρ. Αίτησης: 189/2019
Μεταξύ:
M. Μ. Μ.
Αιτήτριας
και
Ρ. Ε. G.
Καθ΄ ου η Αίτηση
-----------------------------------
Αίτηση δια κλήσεως υπό του Καθ’ ου η αίτηση / Αιτητή στην ανταπαίτηση ημερομ. 13/2/2020
4 Νοεμβρίου 2020
Εμφανίσεις:
Για Αιτήτρια / Καθ’ ης η αίτηση στην ανταπαίτηση: κα Β. Χριστοφόρου για Γ. Ζ. Γεωργίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Για Καθ΄ ου η αίτηση / Αιτητή στην ανταπαίτηση: κα Μ. Καρπούζη για Α. Γ. Δανός & Σία Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο Αιτητής, στα πλαίσια της ανταπαίτησής του, (κατωτέρω Αιτητής), καταχώρισε την πιο πάνω μονομερή αίτηση με την οποία αιτείται τα ακόλουθα:
«(1) Προσωρινό διάταγμα με το οποίο να ρυθμίζεται το δικαίωμα επικοινωνίας του καθ’ ου η αίτηση/ αιτητή με το ανήλικο τέκνο των διαδίκων E. P. E, από την 23/02/2020 μέχρι και την περάτωση της κυρίως αίτησης και/ή μέχρι την έκδοση τελικού διατάγματος του Σεβαστού Δικαστηρίου δια του οποίου να ρυθμίζεται η επικοινωνία του αιτητή/ καθ’ ου η αίτηση με το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, ως ακολούθως και/ή όπως θα κρίνει ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις το Σεβαστό Δικαστήριο, κατά τις πιο πάνω αναφερόμενες ημερομηνίες ως ακολούθως ή όπως θα κρίνει εύλογο και δίκαιο το Σεβαστό Δικαστήριο:
(α) Κάθε Δευτέρα από τις 18:30 μέχρι και την Τρίτη 8:00 π.μ. με δικαίωμα διανυκτέρευσης
(β) Κάθε Τετάρτη από τις 18:30 μέχρι και την Πέμπτη 8:00 π.μ. με δικαίωμα διανυκτέρευσης
(γ) Κάθε Παρασκευή από τις 18:30 μέχρι και το Σάββατο 10:00 π.μ. με δικαίωμα διανυκτέρευσης
(δ) Κάθε πρώτη και τρίτη εβδομάδα του μήνα από το Σάββατο από τις 10:00 π.μ. μέχρι την Κυριακή 10:00 π.μ. με δικαίωμα διανυκτέρευσης
(ε) Κάθε δεύτερη και τέταρτη εβδομάδα του μήνα από την Κυριακή 12:30 μέχρι τη Δευτέρα 8:00.
Ο αιτητής θα παραδίδει τον ανήλικο στο νηπιαγωγείο οποτεδήποτε η επικοινωνία λήγει στις 8:00 π.μ. εργάσιμης ημέρας.»
Η Καθ’ ης η αίτηση στην ανταπαίτηση, (κατωτέρω Καθ’ ης η αίτηση), στις 4/6/20 καταχώρισε ένσταση. Οι συγκεκριμένοι λόγοι ένστασης είναι οι πιο κάτω:
«1. Η ένορκος δήλωση του Καθ’ ου η Αίτηση-Αιτητή έχει μεταφραστεί από αναρμόδιο πρόσωπο και/ή κατά παράβαση του Άρθρου 14(2) του Περί Εγγραφής και Ρύθμισης Ορκωτού Μεταφραστή Νόμου του 2019 (45(Ι)/2019) και ως εκ τούτου δεν δύναται να ληφθεί υπόψη από το Σεβαστό Δικαστήριο.
2. Η αίτηση πάσχει δικονομικά καθότι δεν αναγράφονται οι ορθοί θεσμοί και Κανονισμοί.
3. Ο ενόρκως δηλών εσκεμμένα και με σκοπό την παραπλάνηση του Σεβαστού Δικαστηρίου επιμελώς παραλείπει να αποκαλύψει ουσιαστικά γεγονότα τα οποία σχετίζονται άμεσα με την υπόθεση και ειδικότερα τις περιστάσεις που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση και τη γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου των διαδίκων.
4. Ο ενόρκως δηλών αναφέρει ψευδείς ισχυρισμούς, παραπλανητικούς με σκοπό να πετύχει την έκδοση του προσωρινού διατάγματος.
5. Δεν συντρέχουν σωρευτικά οι προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος και/ή δεν δύναται στο παρόν στάδιο η έκδοση του διατάγματος που ο Καθ’ ου η Αίτηση-Αιτητής αιτείται.
6. Οι αιτούμενες θεραπείες αντίκεινται προς το συμφέρον του ανήλικου τέκνου των διαδίκων.
7. Το συμφέρον του ανήλικου τέκνου επιβάλλει την ηρεμία και τη μη διατάραξη της καθημερινότητας του.
8. Το Δικαστήριο δεν δύναται στο παρόν στάδιο να αποφασίσει για το θέμα διανυκτέρευσης του ανήλικου και/ή να αποφασίσει την έκδοση Διατάγματος όπως ο ίδιος την ζητά, χωρίς την ετοιμασία Έκθεσης από το Γραφείο Ευημερίας.
9. Η επιδιωκόμενη επικοινωνία που αιτείται ο Καθ’ ου η Αίτηση-Αιτητής είναι υπερβολική και ή υπερβολική και/ή μη εφαρμόσιμη υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης.
10. Η Αίτηση δεν αποκαλύπτει οποιεσδήποτε περιστάσεις που να δικαιολογούν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ του αιτήματος του Καθ’ ου η Αίτηση-Αιτητή.»
Περαιτέρω, στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, οι διάδικοι καταχώρισαν συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις, ο μεν Αιτητής στις 26/8/20, η δε Καθ’ ης η αίτηση στις 9/9/20. Οι Αιτητές είναι οι γονείς του ανήλικου Ε. P. G., ο οποίος γεννήθηκε στις 20/4/18, ενώ και οι δύο είναι Βούλγαροι στην καταγωγή και σήμερα ζουν στη Λευκωσία. Ο πιο πάνω ανήλικος είναι καρπός της σχέσης του Αιτητή με την Καθ’ ης η αίτηση τον οποίο και ο Αιτητής αναγνώρισε τον Οκτώβριο του 2019. Η συμβίωσή τους κατάρρευσε. Ο Αιτητής τον Φεβρουάριο του 2019 μετακόμισε στη Βουλγαρία για επαγγελματικούς λόγους και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κύπρο στις 22/2/2020, όπου και διαμένει σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα δύο υπνοδωματίων, το οποίο ο Αιτητής χαρακτηρίζει ως κατάλληλο για τη διανυκτέρευση του ανηλίκου, θέση την οποία αμφισβητεί η Καθ’ ης η αίτηση.
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να τονίσω ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, οι υποθέσεις γονικής μέριμνας έχουν χαρακτήρα εξεταστικό, δεν ενέχουν το στοιχείο αντιπαράθεσης μεταξύ των γονέων και ο τελικός σκοπός των διαδικασιών αυτών είναι η προστασία και η εξυπηρέτηση της ευημερίας και του συμφέροντος του ανηλίκου (βλ. Ιακωβίδης ν. Ιακωβίδου (2001) ΑΑΔ 1108, Ιωαννίδη κ.ά. ν. Ιωαννίδου (2002) 1(Γ) ΑΑΔ 1446, Στυλιανού ν. Στυλιανού (1993) 1 ΑΑΔ 130, Διευθύντρια Κοινωνικής Ευημερίας ν. Ντούμα κ.ά. (2001) 1(Γ) ΑΑΔ 1911, Σοφοκλέους ν. Τσεσμέλογλου (2006) 1(Β) ΑΑΔ 1153).
Προτού προχωρήσω στην εξέταση της υπό κρίση αίτησης, θεωρώ αναγκαίο να παραπέμψω στα πιο κάτω αποσπάσματα, από τη βιβλιογραφία και τη νομολογία, τα οποία είναι άκρως διαφωτιστικά ως προς τη φύση, τη λειτουργία και τον σκοπό του δικαιώματος επικοινωνίας.
Η πρώτη παραπομπή, γίνεται στο βιβλίο της Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, Τόμος ΙΙ, Έκδοση Δ΄, σελίδες 327-328, όπου αναφέρονται τα πιο κάτω:
«Ο κύριος σκοπός του δικαιώματος επικοινωνίας είναι η ικανοποίηση του αισθήματος της αγάπης μεταξύ του γονέα και του παιδιού και η αποφυγή της αποξένωσης τους· κατά δεύτερο λόγο όμως με το δικαίωμα επικοινωνίας πετυχαίνεται στην πράξη και κάποιος έλεγχος του γονέα με τον οποίο μένει ο ανήλικος από μέρους του άλλου γονέα».
«Σύμφωνα με το άρθρο 1520 § 3 οι ειδικότερες λεπτομέρειες του δικαιώματος επικοινωνίας ρυθμίζονται κάθε φορά από το δικαστήριο, το οποίο, συνεπώς, αποφασίζει για το χρόνο (συχνότητα και χρονική διάρκεια) και τον τόπο της επικοινωνίας ή για το είδος της».
Η δεύτερη παραπομπή γίνεται στην πρόσφατη απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, στην υπόθεση Αθηνά Ξενίδου και Ευαγόρα Οικονομίδη, Έφεση αρ. 28/14, 7/4/2015, όπου αναφέρθηκαν τα πιο κάτω:
«Στην Στυλιανού v. Στυλιανού (1993) 1 ΑΑΔ 131, λέχθηκαν τ΄ ακόλουθα σχετικά με τα ζητήματα που εξετάζονται στην παρούσα αίτηση:
«Όπως αναγνωρίστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην R. v. U.K (1987) Times, 9thJuly (Series A Judgments and Decisions Vol. 121), η πρόσβαση του γονέα στο τέκνο αποτελεί πτυχή του δικαιώματος του ανθρώπου για οικογενειακή ζωή που κατοχυρώνεται από το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. (Βλ. επίσης Ν. 39/62). Στην Κύπρο το δικαίωμα αυτό επίσης διασφαλίζεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 15 του Συντάγματος. Όπως εξηγείται όμως στην υπόθεση REKD (Aminor) (1988) 1 All E.R. 577 (H.L) το δικαίωμα μπορεί να περιοριστεί εφόσον δεν ασκείται προς όφελος του σκοπού για τον οποίο παρέχεται, που δεν είναι άλλος από την συμβολή στην ευημερία του τέκνου».
Περαιτέρω, παραπομπή γίνεται και στο πιο κάτω απόσπασμα από το βιβλίο του Βαθρακοκοίλη «Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο» Γ΄ ΄Εκδοση, 1994, σελίδα 612:
«Σκοπός επικοινωνίας: Σκοπός του δικαιώματος αυτού είναι η διατήρηση του ψυχικού δεσμού μεταξύ γονέα και τέκνου και η δυνατότητα του άλλου γονέα άμεσης γνώσης για την ανάπτυξη της προσωπικότητας, της πνευματικής ανάπτυξης και γενικά της παρακολούθησης της όλης κατάστασης του τέκνου.
...................
Η επικοινωνία γονέα-τέκνου στοχεύει στη διατήρηση των δεσμών ανάμεσα στα δύο μέρη, στη ψυχοσωματική ανάταση του τέκνου, στην απάμβλυνση των συνεπειών της ανώμαλης εξέλιξης της έγγαμης συμβίωσης, είναι τρόπος έκφρασης αισθημάτων συμπάθειας, αγάπης, ενδιαφέροντος, στοργής στο τέκνο και το συμφέρον του τέκνου, είναι η απόλαυση όλων των ηθικών πλεονεκτημάτων και αξιών απ΄ αυτήν την επικοινωνία.»
Στη σελίδα 614:
«Τρόπος επικοινωνίας: Στο περιεχόμενο του περιλαμβάνεται και η με αλληλογραφία, επικοινωνία αλλά όχι με την έννοια του μόνου τρόπου επικοινωνίας. Η επικοινωνία μπορεί να γίνεται και με την παρουσία τρίτου προσώπου, συγγενούς ή οργάνου εταιριών προστασίας ανηλίκων ή άλλων από το κράτος αναγνωρισμένων ιδρυμάτων, εφόσον όμως συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που αφορούν το συμφέρον του τέκνου.»
Ενόψει της πιο πάνω νομολογίας, το Δικαστήριο δεν πρόκειται να υπεισέλθει στις διαφορετικές θέσεις που εκφράζουν οι διάδικοι ως προς τους λόγους κατάρρευσης της σχέσης τους, τις εκατέρωθεν αμφισβητήσεις ως προς τον γονεϊκό ρόλο του καθενός γονέα, τις κατηγορίες για παράπονα στην Αστυνομία, για την ανάμειξη και την παρουσία της μητέρας της Καθ’ ης η αίτηση στη ζωή των διαδίκων. Τα πιο πάνω δεικνύουν ένα μη ειρηνικό κλίμα στις σχέσεις των διαδίκων, το οποίο προφανώς δηλητηριάζει τη μεταξύ τους επικοινωνία για ό,τι αφορά το κοινό τους παιδί και περαιτέρω πλήττει ενδεχόμενα το συμφέρον του παιδιού τους, το οποίο θα πρέπει να παραμείνει εκτός της αντιπαλότητάς τους. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι το στάδιο αυτό όπου θα αξιολογηθούν οι εκατέρωθεν θέσεις για εξαγωγή συμπερασμάτων, κάτι το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της κυρίως δίκης.
Η ακρόαση της παρούσας αίτησης διεξήχθη με τις γραπτές αγορεύσεις των δικηγόρων των διαδίκων.
Το πρώτο θέμα το οποίο καλείται να εξετάσει το Δικαστήριο, είναι ότι στην ένσταση της Καθ’ ης η αίτηση και στη γραπτή της αγόρευση εισηγείται ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να μη λάβει υπόψη την ένορκη δήλωση του Αιτητή, καθότι έχει μεταφραστεί από αναρμόδιο πρόσωπο και/ή κατά παράβαση του άρθρου 14(2) του περί Εγγραφής και Ρύθμισης Ορκωτού Μεταφραστή Νόμου του 2019 (Ν.45(Ι)/19). Για τους λόγους που θα εξηγήσω κατωτέρω δεν θα υιοθετήσω την πιο πάνω θέση της Καθ’ ης η αίτηση.
Το άρθρο 15 του πιο πάνω νόμου προνοεί ότι:
«15. Μεταφράσεις γραπτών κειμένων ή εγγράφων που διενεργήθηκαν από ορκωτό μεταφραστή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου θεωρούνται πιστοποιημένες μεταφράσεις και γίνονται αποδεκτές από τα δικαστήρια και τις αρχές της Δημοκρατίας.»
Το άρθρο 14(2) προνοεί τα πιο κάτω:
«(2) Πρόσωπο το οποίο ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου και το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο Μητρώο, καθώς και το δικηγορικό γραφείο στο οποίο αυτό εργάζεται, οφείλουν να απέχουν από τον χειρισμό οποιασδήποτε υπόθεσης συνδέεται με έγγραφα που το εν λόγω πρόσωπο έχει μεταφράσει:
Νοείται ότι δικηγόρος ο οποίος δεν είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο δύναται να διενεργεί μεταφράσεις οι οποίες αφορούν μόνο υποθέσεις που χειρίζεται ο ίδιος ή το δικηγορικό γραφείο στο οποίο εργάζεται και οι εν λόγω μεταφράσεις δύναται κατ’ εξαίρεση να γίνονται αποδεκτές ως πιστοποιημένες μεταφράσεις από τα δικαστήρια και τις αρχές της Δημοκρατίας, εφόσον συνοδεύονται από ένορκο δήλωση, στην οποία αναφέρεται ο εξαιρετικός λόγος για τον οποίο διενεργείται η συγκεκριμένη σε κάθε περίπτωση μετάφραση.»
Σημειώνω ότι αν και οι διάδικοι είναι Βούλγαροι υπήκοοι, εντούτοις επέλεξαν όπως ορκιστούν στην Αγγλική γλώσσα και ακολούθως εγένετο μετάφραση αυτών στην Ελληνική γλώσσα. Η Καθ’ ης η αίτηση πράγματι έκανε τη μετάφραση χρησιμοποιώντας ορκωτό μεταφραστή όπως προβλέπεται από τον πιο πάνω νόμο. Αντίθετα, ο Αιτητής τη μετάφρασή του στην Ελληνική γλώσσα την έχει κάνει ο δικηγόρος που τότε τον εκπροσωπούσε. Το ίδιο επεσυνέβη και στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση του Αιτητή. Το άρθρο 14(2) του Ν.45(Ι)/19 το οποίο έχει ήδη παρατεθεί, προνοεί ότι ο δικηγόρος για υποθέσεις που χειρίζεται ο ίδιος ή το δικηγορικό γραφείο στο οποίο εργάζεται, μπορεί κατ’ εξαίρεση οι μεταφράσεις τις οποίες κάνει να είναι αποδεκτές ως πιστοποιημένες μεταφράσεις από τα Δικαστήρια, εφόσον συνοδεύονται από ένορκη δήλωση στην οποία ο δικηγόρος να αναφέρει τον εξαιρετικό λόγο για τον οποίο διενεργήθηκε η συγκεκριμένη σε κάθε περίπτωση μετάφραση. Το πιο πάνω πράγματι δεν έχει επισυμβεί στην παρούσα υπόθεση. Κατά την κρίση μου όμως, δεν θα προχωρήσω να απορρίψω την αίτηση δια κλήσεως εκ του λόγου τούτου, εφόσον ο ομνύοντας Αιτητής ορκίστηκε στην Αγγλική γλώσσα η οποία γλώσσα είναι κατανοητή από το Δικαστήριο και έτσι μπορεί να βασιστεί στο περιεχόμενό της. Αντίθετη θα ήταν η προσέγγιση του Δικαστηρίου, αν η ένορκη δήλωση του Αιτητή εγένετο στη μητρική του γλώσσα, δηλαδή τη Βουλγάρικη γλώσσα, η οποία δεν είναι κατανοητή για το Δικαστήριο.
Σύμφωνα με το άρθρο 32 του Ν. 14/1960, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία, για να δικαιολογείται η έκδοση προσωρινού διατάγματος πρέπει να πληρούνται οι πιο κάτω προϋποθέσεις:
(α) Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση.
(β) Η πιθανότητα ο αιτών διάδικος να δικαιούται σε θεραπεία.
(γ) Θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.
Επιπλέον, το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί ότι η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος είναι εύλογη και δίκαιη υπό τις περιστάσεις (βλ. Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd 1982 (1) Α.Α.Δ. 557, Ιπποδρομική Αρχή Κύπρου v. Χατζηβασίλη 1989 (1) Α.Α.Δ. 152).
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να παραθέσω το πιο κάτω διαφωτιστικό, όντως, απόσπασμα από το βιβλίο του Απόστολου Σ. Γεωργιάδη ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, σελ. 592-593, το περιεχόμενο των οποίων απαντά πλήρως στο ερώτημα κατά πόσο, με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν. 14/60.
Παραθέτω λοιπόν το σχετικό απόσπασμα:
«Αποφασιστικό κριτήριο είναι και εδώ λοιπόν το συμφέρον του παιδιού, το οποίο εξυπηρετείται όταν η επικοινωνία συντελεί στην ανάπτυξη του ψυχικού κόσμου και της προσωπικότητάς του (βλ. και ΑΚ. 1511 § 2 εδ. α΄). Ωστόσο, συνεκτιμώνται και τα συμφέροντα του δικαιούχου γονέα για τη διατήρηση των προσωπικών σχέσεών του με το ανήλικο τέκνο. Εν προκειμένω δεν έχει σημασία ποιος ενδεχομένως ευθύνεται για τη διάσταση ή το διαζύγιο μεταξύ των γονέων.
Ενδεικτικώς, το Μονομελές Πρωτοδικείο (ΚΠολΔ 17 αρ. 2, 681 Β § 1 περ. β΄, 683 §§ 1 και 4) μπορεί να αποφασίσει ότι η επικοινωνία θα γίνεται: (α) Κάθε δεύτερο σαββατοκυρίακο (συχνότητα επικοινωνίας)· (β) για δύο ώρες κάθε Κυριακή (χρονική διάρκεια)· (γ) στο σπίτι του άλλου γονέα (τόπος επικοινωνίας)· (δ) τηλεφωνικώς, χωρίς διανυκτέρευση ή με την παρουσία τρίτων (τρόπος επικοινωνίας) κοκ. Πάντως, το δικαστήριο δεν μπορεί να διατάξει τον αποκλεισμό του δικαιώματος της επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο, ακόμη και όταν υπάρχει σοβαρός λόγος (επιχείρημα εξ αντιδιαστολής από την ΑΚ 1520 § 2)· ενδεχομένως όμως να καθίσταται επιβεβλημένος ο (προσωρινός) αποκλεισμός σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά βάση δηλαδή όταν αυτό επιβάλλει το συμφέρον του τέκνου και δεν ικανοποιούν άλλες ηπιότερες λύσεις (π.χ. πατέρας που καταδικάστηκε αμετάκλητα για βιασμό ανηλίκου ή ασκήθηκε κατ΄ αυτού ποινική δίωξη για ασελγείς πράξεις σε βάρος του τέκνου του). Σε κάθε περίπτωση, όταν η επικοινωνία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την ανατροφή του ανηλίκου, πρέπει η ενάσκηση του σχετικού δικαιώματος να ρυθμίζεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η πραγματοποίηση της επικοινωνίας να γίνεται κάτω από ορισμένους όρους, οι οποίοι αποτελούν και τις αναγκαίες προφυλάξεις για να εξουδετερωθεί ο κίνδυνος που μπορεί να προέλθει στο ανήλικο τέκνο από την επικοινωνία αυτή.»
Στην παρούσα υπόθεση συντρέχουν και οι τρεις προϋποθέσεις που απαιτεί το πιο πάνω άρθρο εφόσον, ό,τι συνάγεται από την παράγρ. 24 της αρχικής ένορκης δήλωσης της Καθ’ ης η αίτηση, αλλά και από την παράγρ. 9 της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσής της, είναι ότι η ίδια παραδέχεται ότι η ρύθμιση της επικοινωνίας του Αιτητή με το παιδί είναι προς το καλώς νοούμενο συμφέρον του, πλην όμως η ίδια περιορίζει την επικοινωνία του Αιτητή, σύμφωνα με την πιο πάνω θέση της, σε μερικές ώρες την εβδομάδα και αποκλείει την οποιαδήποτε διανυκτέρευση του παιδιού με τον πατέρα στο παρόν στάδιο. Παρενθετικά, ως προς το θέμα της διανυκτέρευσης, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν είναι ανάγκη στο παρόν στάδιο να προχωρήσει, έστω και προσωρινά, με τη ρύθμισή του, εφόσον κάτι τέτοιο θα αφεθεί να κριθεί στην εναρκτήρια αίτηση, όπου το Δικαστήριο θα έχει και τις θέσεις του Γραφείου Ευημερίας ως προς τις συνθήκες διαβίωσης κάθε γονέα αλλά και για το status, τόσο των ίδιων των διαδίκων όσο και του παιδιού τους. Ό,τι θεωρεί σημαντικό στο παρόν στάδιο το Δικαστήριο, είναι η ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας του πατέρα να είναι τέτοια, η οποία να μην αφήνει περιθώρια αποξένωσης του παιδιού από τον πατέρα, αλλά παράλληλα, να καλλιεργεί και να προάγει τον συναισθηματικό δεσμό και το εν γένει δέσιμο του παιδιού με τον πατέρα.
Καλούμαι, ως δικαστής του Οικογενειακού Δικαίου, να προσφέρω ουσιαστικά, λύση στην διαφορά των διαδίκων. Κατευθύνω λοιπόν την σκέψη και την κρίση μου στα λεχθέντα από τη νομολογία, ότι δηλαδή ο δικαστής του Οικογενειακού Δικαίου λειτουργεί, κατά το μεγαλύτερο μέρος της δικαιοδοσίας του στον ευαίσθητο και πιο σοβαρό κοινωνικό χώρο, αυτό των οικογενειακών σχέσεων, και ότι ο σκοπός του θα πρέπει να είναι η διόρθωση ή ο περιορισμός της περαιτέρω επιδείνωσης της οικογενειακής σχέσης, με σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στα μέλη της. (βλ. Κατσουρίδη v. Κατσουρίδης (1997) 1 Α.Α.Δ. 415). Τα πιο πάνω αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία και βαρύτητα σε υποθέσεις γονικής μέριμνας, ως η παρούσα, όπου κύριο κριτήριο είναι το συμφέρον του ανηλίκου. Όπως εύστοχα ανέφερε το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο στην απόφαση Μαρία Μαυρονικόλα v. Άντη Ξάνθου (2011) 1 Α.Α.Δ., 293:
«Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι γονείς έχουν συλλογική ευθύνη για την, όσο το δυνατό, πιο ομαλή ανάπτυξη των οικογενειακών δεσμών και ταυτοχρόνως αυξημένη υποχρέωση απάλειψης ή μείωσης των τραυματικών επιπτώσεων ενός διαζυγίου στα παιδιά τους».
Έχω αναφέρει το πιο πάνω απόσπασμα, διότι έχω αντιληφθεί, όπως ήδη έχω προαναφέρει, από τις ένορκες δηλώσεις, ότι τα αισθήματα τα οποία τρέφει ο ένας γονέας για τον άλλο, είναι έντονα και έκδηλα αρνητικά. Θα αρκεσθώ στην πιο πάνω απλή διαπίστωση η οποία είναι αρκετή για να αναφερθώ, επί του προκειμένου, στο πιο κάτω εύστοχο απόσπασμα από την απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην υπόθεση Φ. Κατσούρη v. M. Χατζηνικόλα (2010) 1 Α.Α.Δ.:
«Η αντιπαράθεση των γονέων και η αντιπαλότητα τους μέσα από δικαστικές διαδικασίες αντιστρατεύεται στα συμφέροντα και την ευημερία των ανηλίκων τέκνων τους».
Θα προχωρήσω κατωτέρω, στη βάση όλων των πιο πάνω να καθορίσω την προσωρινή ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας του Αιτητή ως προς τον τρόπο της επικοινωνίας. Αυτό φυσικά θα είναι με την άμεση επαφή του πατέρα με το παιδί. Ως προς την έκταση και τη χρονική διάρκεια, αυτή θα πρέπει να συνάδει και με την ηλικία του παιδιού.
Συνακόλουθα των πιο πάνω, εκδίδεται προσωρινό διάταγμα με το οποίο ρυθμίζεται η άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του Αιτητή με το ανήλικο τέκνο των διαδίκων ως ακολούθως:
(α) Την πρώτη εβδομάδα εφαρμογής του παρόντος διατάγματος, τη Δευτέρα, την Τετάρτη και την Παρασκευή από η ώρα 17:30 μέχρι η ώρα 20:00 και την Κυριακή από η ώρα 10:00 μέχρι η ώρα 17:30.
(β) Τη δεύτερη εβδομάδα εφαρμογής του παρόντος διατάγματος, την Τρίτη, την Πέμπτη και την Παρασκευή από η ώρα 17:30 μέχρι η ώρα 20:00, και ούτω καθεξής και εκ περιτροπής από εβδομάδα σε εβδομάδα.
Ο Καθ’ ου η αίτηση / Αιτητής στην ανταπαίτηση διατάσσεται όπως παραλαμβάνει από την Αιτήτρια / Καθ’ ης η αίτηση στην ανταπαίτηση στον τόπο διαμονής της το ως άνω ανήλικο τέκνο του και όπως επιστρέφει στην Αιτήτρια / Καθ’ ης η αίτηση στην ανταπαίτηση το ως άνω ανήλικο στον τόπο διαμονής της τις πιο πάνω ημέρες και ώρες επικοινωνίας.
Η Αιτήτρια / Καθ’ ης η αίτηση στην ανταπαίτηση διατάσσεται όπως παραδίδει στον Καθ’ ου η αίτηση / Αιτητή στην ανταπαίτηση στον τόπο διαμονής της το ως άνω ανήλικο τέκνο της και όπως παραλαμβάνει από τον Καθ’ ου η αίτηση / Αιτητή στην ανταπαίτηση το ως άνω ανήλικο τέκνο της στον τόπο διαμονής της κατά τις πιο πάνω ημέρες και ώρες επικοινωνίας.
Το παρόν διάταγμα ισχύει μέχρι περατώσεως της εναρκτήριας αίτησης ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.
Η εφαρμογή του παρόντος διατάγματος αρχίζει από την ημέρα έκδοσης της απόφασης η οποία θεωρείται ως η πρώτη εβδομάδα εφαρμογής του διατάγματος.
Τα έξοδα να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της εναρκτήριας αίτησης, σε καμία όμως περίπτωση να είναι εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση / Αιτητή στην ανταπαίτηση.
(Υπ.) ………………………………
Μ. Τσαγγαρίδης
Πρόεδρος Οικογενειακού Δικαστηρίου
/ΚΤ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο