ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. Νεοφύτου, Δ.
Αρ. Αίτησης: 366/18
Μεταξύ:
Σ.Χ.Κ.
Αιτητής
και
Μ.Χ.
Καθ’ ης η αίτηση
Ημερομηνία: 29 Ιουνίου 2021
Εμφανίσεις: Για τον αιτητή: κα Ν. Ιωάννου για Πελεκάνος & Πελεκάνου ΔΕΠΕ
Για την καθ’ ης η αίτηση: κα Σ. Νικολάου για Κούσιος, Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ
ΑΠΟΦΑΣΗ
Οι διάδικοι είναι πρώην σύζυγοι και από τον γάμο τους απέκτησαν τρία τέκνα, τα δύο εκ των οποίων σήμερα έχουν ενηλικιωθεί.
Όπως προκύπτει από τα δικόγραφα και την ενώπιον μου μαρτυρία, στις 02.11.2016 εκδόθηκαν από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, δύο διαφορετικά διατάγματα διατροφής. Το ένα εκδόθηκε στα πλαίσια της αίτησης με αριθμό 361/16 και με αυτό διατάχθηκε ο αιτητής να καταβάλλει στην καθ’ ης η αίτηση το ποσό των €300 μηνιαίως, ως συνεισφορά του στα έξοδα διατροφής και συντήρησης της ανήλικης Θ. Το άλλο, εκδόθηκε στα πλαίσια της αίτησης με αριθμό 240/16 και με αυτό διατάχθηκε η καθ’ ης η αίτηση να καταβάλλει στον αιτητή το ποσό των €270 μηνιαίως, ως συνεισφορά της στα έξοδα διατροφής και συντήρησης του ανήλικου τότε Α.
Με εναρκτήρια αίτηση ημερομηνίας 25.10.2018, ο αιτητής αιτείται την τροποποίηση και των δύο των πιο πάνω διαταγμάτων, αφενός την μείωση του ποσού που καταβάλλει στην καθ’ ης η αίτηση ως συνεισφορά του στην διατροφή της ανήλικης Θ., από €300 σε €150 μηνιαίως και αφετέρου, την αύξηση του ποσού που η καθ’ ης η αίτηση καταβάλλει σε αυτόν ως συνεισφορά της στην διατροφή του ανήλικου τότε Α., από €270 σε €540 μηνιαίως.
Παράλληλα, ο αιτητής αιτείται διάταγμα το οποίο να διατάσσει όπως μη ισχύσει η εκ του νόμου αυτόματη αύξηση του 10% και/ή όπως αυτή ανασταλεί για περίοδο 4 ετών ή άλλη περίοδο που το Δικαστήριο ήθελε κρίνει δίκαιη υπό τις περιστάσεις.
Η ακρόαση της αίτησης, έγινε με την καταχώριση έγγραφης μαρτυρίας, στη βάση της Δ.30 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Οι διάδικοι κατέθεσαν την μαρτυρία τους υπό μορφή ενόρκων δηλώσεων, επί των οποίων αμφότεροι επισύναψαν τα αναγκαία κατά την κρίση τους τεκμήρια προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Ουδείς εξ’ αυτών αντεξετάστηκε. Η εκδίκαση της υπόθεσης ολοκληρώθηκε με την κατάθεση των γραπτών αγορεύσεων των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων.
Στο στάδιο παράδοσης των γραπτών αγορεύσεων, η συνήγορος του αιτητή δήλωσε στο Δικαστήριο ότι δεν θα προωθήσει το αιτητικό που αφορά την τροποποίηση του διατάγματος διατροφής του Ανδρέα και ζήτησε την άδεια του Δικαστηρίου να το αποσύρει, καλώντας παράλληλα το Δικαστήριο να αγνοήσει τη σχετική μαρτυρία. Η συνήγορος της καθ’ ης η αίτηση δεν έφερε ένσταση στο αίτημα, δηλώνοντας ότι δε θα προωθήσει την προδικαστική ένσταση που εγείρει με την 1η παράγραφο της υπεράσπισης της και ζήτησε με τη σειρά της όπως αγνοηθεί η σχετική μαρτυρία.
Συνεπώς, ότι παραμένει προς εξέταση είναι η αξίωση του αιτητή για την τροποποίηση του διατάγματος διατροφής ημερομηνίας 02.11.2016 που εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας στα πλαίσια της αίτησης υπ’ αριθμό 361/16, δια της μειώσεως του ποσού που καταβάλλει στην καθ’ ης η αίτηση για τη διατροφή της ανήλικης Θ., από €300 σε €150 μηνιαίως και το αίτημα του να μην ισχύσει η εκ του νόμου αύξηση του 10% για 4 χρόνια. Στη βάση αυτή, το Δικαστήριο θα προχωρήσει με την αξιολόγηση της μαρτυρίας που σχετίζεται με το θέμα αυτό, χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι η υπόλοιπη μαρτυρία αγνοείται.
Κρίνω σκόπιμο πρώτα να υποδείξω ότι με βάση την πάγια νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, τα επίδικα θέματα περιορίζονται αυστηρά από τη δικογραφία. Η μαρτυρία που κάθε διάδικος θα παρουσιάσει στο Δικαστήριο πρέπει να είναι εντός των πλαισίων που καθορίζονται από αυτά. Η αναγκαιότητα αυστηρού καθορισμού των επίδικων θεμάτων, αντανακλάται και στο δικαίωμα ενός διαδίκου να γνωρίζει τι έχει να αντιμετωπίσει ενώπιον του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο εξακολουθεί να έχει καθήκον εκεί όπου εμφιλοχωρεί μαρτυρία, η οποία δεν θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή, στο τέλος να αγνοήσει τέτοια μαρτυρία και να βασισθεί μόνο σε αποδεκτή μαρτυρία, έστω και εάν δεν είχε εγερθεί ένσταση κατά την εισαγωγή της (Miorage v. Radivojenic (1998) 1 B ΑΑΔ 1162).
Ο αιτητής, με τη μαρτυρία του εισάγει γεγονότα και ισχυρισμούς τα οποία δεν έχουν δικογραφηθεί, όπως για παράδειγμα οι ισχυρισμοί που αφορούν τα έξοδα εγκατάστασης του Χαράλαμπου στην Πάτρα, η πληρωμή ενοικίου, η κατάθεση μετρητών κτλ (βλ. παράγραφος 11 γραπτής μαρτυρίας). Κατά συνέπεια η σχετική με τα πιο πάνω γεγονότα μαρτυρία και τα σχετικά με αυτήν τεκμήρια που κατατέθηκαν, δεν δύναται να ληφθούν υπόψη αφού το Δικαστήριο εξετάζει και λαμβάνει υπόψη μόνο μαρτυρία η οποία καλύπτεται από τα δικόγραφα και αγνοεί μαρτυρία που δεν συνάδει με αυτήν (βλ. Παπαγεωργίου ν. Λούη Κλάπα (Investments Services Ltd) (1991) 1 A.A.Δ. 24, Πούρικκος ν. Σάββα κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 507).
Τα πιο πάνω ισχύουν και για τα όσα η καθ’ ης η αίτηση αναφέρει σχετικά με το πιο πάνω θέμα, εφόσον και οι δικοί της ισχυρισμοί δεν έχουν συμπεριληφθεί στα δικόγραφα της.
Ο αιτητής, στη σχετική με τα δικόγραφα μαρτυρία του, ισχυρίζεται ότι έχει επέλθει αλλαγή των συνθηκών επί των οποίων εκδόθηκε το υφιστάμενο διάταγμα, γεγονός που κατά την άποψη του καθιστά αναγκαία την τροποποίηση του. Συγκεκριμένα, στηρίζει το αίτημα του στα ακόλουθα γεγονότα:
Στις 02.05.2015, η Τράπεζα Κύπρου καταχώρισε αγωγή, σε κλίμακα άνω των €2.000.000,00 τόσο εναντίον του, όσο και εναντίον άλλων μελών της οικογένειας του, η οποία εκκρεμεί μέχρι σήμερα. Έχει καταβάλει πολλές προσπάθειες για να εξευρεθεί ένας συμβιβασμός, οι οποίες όμως δεν έχουν καρποφορήσει. Αποτέλεσμα αυτού είναι η οικονομική του επιβάρυνση με δικηγορικά έξοδα και έξοδα οικονομικών συμβούλων. Κατέθεσε ως τεκμήριο 1, αντίγραφο της 1ης σελίδας του κλητηρίου εντάλματος της αγωγής υπ’ αρ. 5318/15, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Είναι εγγυητής των πιστωτικών διευκολύνσεων της οικογενειακής επιχείρησης που διατηρεί η οικογένεια του με το όνομα «[ ] ΛΤΔ» (στο εξής «Κέντρο [ ]»), η οποία αντιμετωπίζει πολλά οικονομικά προβλήματα, όπως αδυναμία καταβολής τελών φορολογίας, οικονομικό βάρος το οποίο όπως ισχυρίζεται έχει μετατεθεί στον ίδιο. Κατέθεσε ως τεκμήριο 2, κατάσταση λογαριασμού της επιχείρησης «Κέντρο [ ]», ως τεκμήριο 3, επιστολή από το Τμήμα Φορολογίας ημερομηνίας 13.01.2016 για οφειλόμενο ποσό φορολογίας εκ μέρους της επιχείρησης ύψους €17.200 και ως τεκμήριο 4, επιστολή ημερομηνίας 20.07.2017 από το Άρτεμις Τραπεζικά Συστήματα Πληροφοριών Λτδ, με επισυνημμένο σημείωμα για την κατάσταση δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς της επιχείρησης. Περαιτέρω, κατέθεσε ως τεκμήριο 5 (α) και 5 (β), πιστοποιήσεις ημερομηνίας 08.10.2020 από την εταιρεία E & A Economikos Ltd, όπου πιστοποιείται ότι το έτος 2019 δεν έλαβε κανένα μέρισμα από τις οικογενειακές επιχειρήσεις «Κέντρο [ ]» και «[ ] Properties Ltd.»
Κατά/ή περί τις 29.12.2015, οι διάδικοι υπέγραψαν Συμφωνία Επίλυσης Περιουσιακών Διαφορών (στο εξής η «Συμφωνία»). Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η καθ’ ης η αίτηση τερμάτισε παράνομα τη Συμφωνία, γεγονός που τον ανάγκασε να εγείρει αγωγή εναντίον της στο Επαρχιακό Δικαστήριο (αγωγή υπ’ αρ. 2009/2017), η οποία εκκρεμεί μέχρι σήμερα. Αναφέρει ότι βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην πιο πάνω Συμφωνία και στην καταβολή χρηματικών ποσών σε αυτόν εκ μέρους της καθ’ ης η αίτηση και ότι η λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον της τελευταίας, του προκάλεσε περαιτέρω οικονομική επιβάρυνση.
Κατά την έκδοση του υφιστάμενου διατάγματος ελάμβανε το ποσό των €130 μηνιαίως για τη διατροφή του ενήλικα πλέον τέκνου του Χ., ποσό το οποίο δε λαμβάνει σήμερα λόγω της ενηλικίωσης του. Αναφέρει ότι κατά το διάστημα της θητείας του Χαράλαμπου και του Α. στην Εθνική Φρουρά κάλυπτε πολλά από τα έξοδα τους και ότι η ενηλικίωση τους έχει εναποθέσει σε αυτόν μεγάλο οικονομικό βάρος. Για το Χ. συγκεκριμένα αναφέρει ότι κάλυπτε τα έξοδα που αφορούν την αγορά, ασφάλεια και συντήρηση του αυτοκινήτου του, τα μεταφορικά του έξοδα, το χαρτζιλίκι, τα έξοδα κουρέα, τα έξοδα υπεραγοράς και το τηλέφωνο του. Κατέθεσε ως τεκμήρια 11 – 16, αποδείξεις για ιατρικές επισκέψεις, αποδείξεις για την πληρωμή ιδιωτικών φροντιστηρίων και σχολής οδηγού και απόδειξη πληρωμής συμμετοχής του Χ. στις Παγκύπριες εξετάσεις.
Ισχυρίζεται ότι τα έξοδα της Θ., η οποία διαμένει μαζί του δύο φορές την εβδομάδα, έχουν μειωθεί από το χρόνο έκδοσης του υφιστάμενου διατάγματος διατροφής. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι τα μαθήματα Αγγλικών και χορού έχουν μειωθεί από €53 σε €40 και από €50 σε €40 μηνιαίως αντίστοιχα και ότι κάποια έξοδα, όπως για παράδειγμα τα έξοδα γενεθλίων, καλοκαιρινού σχολείου και διακοπών, δεν τα επιβαρύνεται πλέον η καθ’ ης η αίτηση, εφόσον πέραν του ποσού της διατροφής καταβάλλει ο ίδιος τα ακόλουθα ποσά:
Καλοκαιρινό σχολείο για τους μήνες Ιούλιο-Αύγουστο - €200
Μαθήματα κολύμπι για τους μήνες Ιούλιο – Αύγουστο - €60
Πάρτι γενεθλίων ετησίως - €300
Σχολικά είδη ετησίως - €70
Επιτήρηση ανήλικης – απογευματινό σχολείο μηνιαίως - €60
Σούπερ μάρκετ (φαγητό, σαμπουάν και άλλα είδη) μηνιαίως - €50
Ρουχισμός/ παπούτσια μηνιαίως- €40
Ψυχαγωγία/παιχνιδότοπος μηνιαίως - €50
Καλοκαιρινές διακοπές ετησίως - €300
Προς απόδειξη των πιο πάνω εξόδων κατέθεσε ως τεκμήριο 26, δέσμη αποδείξεων είσπραξης από το Σύνδεσμο Γονέων Α’ Δημοτικού Σχολείου [ ], ως τεκμήριο 27, απόδειξη είσπραξης από το «[ ]» ημερομηνίας 31.07.2018 και ως τεκμήριο 28, δέσμη αποδείξεων πληρωμών για το σχολείο «[ ]».
Υποστηρίζει ότι ο τερματισμός της Συμφωνίας εκ μέρους της καθ’ ης η αίτηση, η καταχώριση αγωγής εναντίον της, η αποτυχία διευθέτησης της αγωγής που έχει καταχωρίσει η Τράπεζα Κύπρου εναντίον της οικογένειας του και της οικογενειακής επιχείρησης, η οποία τα τελευταία δύο χρόνια έχει μηδαμινά έσοδα, η αύξηση των εξόδων των ενήλικων πλέον τέκνων του Ανδρέα και Χαράλαμπου και τα επιπλέον έξοδα που καταβάλλει για την ανήλικη Θ., έχουν μεταβάλει την οικονομική του κατάσταση. Πέραν των πιο πάνω, καλύπτει και τα δικά του έξοδα διαβίωσης, τα οποία καθορίζει στο ποσό των €500 μηνιαίως. Προς τούτο κατέθεσε ως τεκμήρια 31-36, διάφορες αποδείξεις πληρωμής λογαριασμών για τα λειτουργικά έξοδα της οικίας του.
Ισχυρίζεται ότι ο μισθός του κατά το χρόνο καταχώρισης της παρούσας αίτησης ήταν €1.414,45 ενώ σήμερα είναι €1.527,70 και ότι δε λαμβάνει κανένα επιπλέον εισόδημα από την οικογενειακή επιχείρηση. Κατέθεσε ως τεκμήριο 29, βεβαίωση των απολαβών του από Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας για το Δεκέμβριο του 2019.
Αναφέρει περαιτέρω, ότι για να ανταπεξέλθει στις ανάγκες των παιδιών του αναγκάζεται πολλές φορές να δανείζεται χρήματα από συγγενικά του πρόσωπα, σε αντίθεση με την καθ’ ης η αίτηση η οποία είναι δημόσια υπάλληλος και κατά το χρόνο έκδοσης του υφιστάμενου διατάγματος ελάμβανε το καθαρό ποσό των €1.466,62 και κάποιο επιπλέον εισόδημα από υπηρεσίες ψυχαγωγίας παιδιών ως παλιάτσος σε παιδικά γενέθλια.
Κατέθεσε ως τεκμήριο 30, καταστάσεις λογαριασμού για την περίοδο από 01.07.2019 – 22.01.2019.
Με βάση όλα τα πιο πάνω, αποτελεί θέση του ότι επιβάλλεται η μείωση του ποσού που καταβάλλει για τη διατροφή της ανήλικης Θ., ούτως ώστε να είναι σε θέση να εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή διαβίωση για τον ίδιο και να συνεχίσει να φροντίζει τα ενήλικα παιδιά του, Α. και Χ., τα οποία σπουδάζουν και χρειάζονται τη στήριξη του.
Η θέση της καθ’ ης η αίτηση, όπως αυτή προκύπτει από τη σχετική με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της μαρτυρία, είναι ότι από την έκδοση του επίδικου διατάγματος, ουδεμία μεταβολή επήλθε που να δικαιολογεί την μείωση του ποσού της διατροφής που ο αιτητής της καταβάλλει για την ανήλικη Θ. ή που να δικαιολογεί την αναστολή ισχύος της αυτόματης αύξησης του 10% που προβλέπει ο νόμος.
Ισχυρίζεται ότι όλα όσα αναφέρει ο αιτητής σε σχέση με την αγωγή που έχει εγερθεί εναντίον του, τα ισχυριζόμενα χρέη και οι τραπεζικές εγγυήσεις της οικογενειακής επιχείρησης «κέντρο [ ]», είναι γεγονότα που προϋπήρχαν της έκδοσης του υφιστάμενου διατάγματος.
Χαρακτηρίζει ως αναληθείς τους ισχυρισμούς του αιτητή για τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει εξαιτίας της Συμφωνίας και ισχυρίζεται ότι και αυτό το γεγονός προϋπήρχε της έκδοσης των διαταγμάτων διατροφής, εφόσον σύμφωνα με τους δικούς του ισχυρισμούς η παραβίαση της Συμφωνίας έλαβε χώρα τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 2016, ενώ το υφιστάμενο διάταγμα εκδόθηκε το Νοέμβριο του 2016. Κατέθεσε ως τεκμήριο Β, την αγωγή υπ’ αρ. 2009/2017 που ο αιτητής καταχώρισε εναντίον της και την έκθεση υπεράσπισης και ανταπαίτηση που καταχώρισε η ίδια.
Αναφέρει ότι ο αιτητής είναι μέτοχος και διευθυντής της εταιρείας [ ] Properties Ltd και της οικογενειακής επιχείρησης «κέντρο [ ]», παρέλειψε όμως να παρουσιάσει οικονομικές καταστάσεις των εταιρειών, ούτως ώστε να διαφανεί η οικονομική τους κατάσταση. Κατά την άποψη της, τα έγγραφα που κατέθεσε ο αιτητής για ισχυριζόμενες οφειλές προς τον Έφορο Φορολογίας, τα έγγραφα από το σύστημα Αριάδνη και από τους λογιστές των εν λόγω εταιρειών, δεν αποδεικνύουν ότι αυτός δε λαμβάνει μερίσματα και μηνιαίο εισόδημα από τις εν λόγω εταιρείες. Εξ’ όσων είναι σε θέση να γνωρίζει, κατά τη διάρκεια της έγγαμης τους συμβίωσης, ο αιτητής ελάμβανε από την οικογενειακή επιχείρηση, το «κέντρο [ ]», το ποσό των €1.500 μηνιαίως.
Απαντώντας στους ισχυρισμούς του αιτητή ότι ο ίδιος κάλυπτε τα έξοδα του Α. και του Χ. μετά την ενηλικίωση τους, η καθ’ ης η αίτηση αναφέρει ότι και τα δύο παιδιά, για όσο χρονικό διάστημα βρίσκονταν ακόμα στην Κύπρο δεν είχαν σταθερό τόπο διαμονής και επέλεγαν τα ίδια με ποιον θα διαμένουν. Έτσι, κάλυπτε και η ίδια μεγάλο μέρος των εξόδων τους, ενώ ταυτόχρονα συντηρούσε και την ανήλικη Θ. Κατέθεσε ως τεκμήριο Γ, καταστάσεις των τραπεζικών της λογαριασμών, για να καταδείξει την κίνηση τους.
Αρνείται ότι ο αιτητής καλύπτει άλλα έξοδα της Θ., πέραν του ποσού που καταβάλει με βάση το διάταγμα διατροφής, διευκρινίζοντας ότι το κολύμπι και το καλοκαιρινό σχολείο ήταν δραστηριότητες που ο ίδιος επέλεξε να παρακολουθεί η ανήλικη κατά τις ώρες που ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας του. Ισχυρίζεται ωστόσο, ότι για το κολύμπι κατέβαλε και η ίδια το ποσό των €127 και για το καλοκαιρινό σχολείο το ποσό των €120. Για το απογευματινό σχολείο της ανήλικης, υποστηρίζει ότι είναι επιλογή του αιτητή η ανήλικη να φοιτά στο σχολείο τα «[ ]» μόνο κατά τις μέρες και ώρες που έχει επικοινωνία με αυτήν, παρά το ότι το σχολείο στο οποία φοιτά παρέχει σίτιση, επιτήρηση, διάβασμα και ψυχαγωγία μέχρι τις 16:00 το απόγευμα. Έτσι, κατά τις ημέρες που η ανήλικη βρίσκεται με την καθ’ ης η αίτηση, φοιτά στο απογευματινό σχολείο του σχολείου της, ενώ τις ημέρες που βρίσκεται με τον αιτητή, φοιτά στο απογευματινό σχολείο τα «[ ]». Υποδεικνύει περαιτέρω, ότι ο αιτητής δεν κατέθεσε κάποια απόδειξη που να αποδεικνύει τα υπόλοιπα έξοδα που ισχυρίζεται ότι καλύπτει, όπως γενέθλια και διακοπές της ανήλικης.
Αναφορικά με τα σημερινά έξοδα της Θ., ισχυρίζεται ότι αυτά έχουν αυξηθεί και ότι για τα μαθήματα Αγγλικών καταβάλλει πλέον το ποσό των €80 μηνιαίως, ότι το 2018-2019 η ανήλικη παρακολούθησε μαθήματα θεάτρου και μαγειρικής ύψους €140 κατ’ έτος και ότι σήμερα η ανήλικη παρακολουθεί μαθήματα θεάτρου που κοστίζουν €70. Κατέθεσε ως τεκμήριο ΣΤ, δέσμη αποδείξεων για τα έξοδα της ανήλικης Θ.
Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η μείωση στα δίδακτρα των Αγγλικών της Θ. είναι της τάξεως των €13, χαρακτηρίζοντας το ποσό αυτό «αστείο», για να διεκδικεί ο αιτητής μείωση της συνεισφοράς του, τη στιγμή που τα συνολικά έξοδα διαβίωσης της ανήλικης έχουν αυξηθεί, κυρίως λόγω των άλλων ενασχολήσεων της, χωρίς ωστόσο η ίδια να ζητά αύξηση του ποσού διατροφής.
Χαρακτηρίζει ως αναληθή τα όσα ο αιτητής ισχυρίζεται για τα προσωπικά του έξοδα και ισχυρίζεται ότι αυτός διαμένει με άλλα άτομα σε μέρος άλλο από αυτό που δηλώνει, και ότι τα τεκμήρια που κατέθεσε για να αποδείξει τα λειτουργικά έξοδα της οικίας του, έχουν διαφορετική διεύθυνση από αυτήν που αναφέρεται στα δικόγραφα.
Ισχυρίζεται ότι ο αιτητής, πέρα από τα μηνιαία του εισοδήματα, λαμβάνει εισοδήματα από την οικογενειακή επιχείρηση «κέντρο [ ],» η οποία λειτουργεί μέχρι και σήμερα και ότι ο είναι ένας εκ των ιδιοκτητών και εργάζεται εκεί καθημερινές και Σαββατοκύριακα. Λαμβάνει επίσης εισοδήματα από την εκτροφή και πώληση σκύλων και από την παροχή υπηρεσιών διαχωρισμού οικοπέδων. Η ίδια, όπως αναφέρει, το 2016 έδωσε στον αιτητή το ποσό των €10.000 ως μέρος της Συμφωνίας και το ποσό των €17.000, χωρίς οποιαδήποτε γραπτή εξασφάλιση. Ο δε ισχυρισμός του ότι δανείζεται χρήματα από συγγενικά πρόσωπα χαρακτηρίζεται από αυτήν ως ψευδής και ότι προβάλλεται μόνο για να δημιουργήσει προβλήματα.
Αναφέρει ότι τα δικά της έξοδα διαβίωσης ανέρχονται στο ποσό των €810 μηνιαίως, πλέον το ποσό των €722 που καταβάλλει ως δόση σε οικιστικό δάνειο.
Αποτελεί θέση της ότι ο αιτητής δεν απέδειξε μείωση στα εισοδήματα του, ούτε μεταβολή των συνθηκών που να δικαιολογεί το αίτημα του για τη μείωση του ποσού που καταβάλει για τη διατροφή της ανήλικης Θ. και τη μη ισχύ της εκ του νόμου αύξησης του 10% και ζητά την απόρριψη της αίτησης με έξοδα εις βάρος του.
Κατωτέρω, θα προβώ σε αξιολόγηση της μαρτυρίας που έχει τεθεί ενώπιον μου, στη βάση των όσων προβλέπονται από τον Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμο του 1990, (Νόμος 216/90), αλλά και τις νομολογιακές αρχές, ως αυτές έχουν καθιερωθεί για τη δυνατότητα τροποποίησης ενός διατάγματος διατροφής.
Το άρθρο 38 του Νόμου δίδει εξουσία στο Οικογενειακό Δικαστήριο να τροποποιεί προηγούμενη απόφαση του. Στην υπόθεση Άντρη Αντρέου v. Ιωάννη Τσίρου, Έφεση 16/12013, ημερ. 21.12.2016, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Το άρθρο 38, το οποίο είναι προσδιοριστικό της δυνατότητας τροποποίησης υφιστάμενου διατάγματος διατροφής, ερμηνεύθηκε σε αριθμό υποθέσεων όπως τις Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 195, Αριστείδου ν. Χρυσάνθου (1994) 1 Α.Α.Δ. 711, Δημητρίου ν. Περδίου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1418 και άλλες. Η νομολογία έχει καθορίσει ότι μόνο γεγονότα τα οποία ανακύπτουν μετά την έκδοση του αρχικού διατάγματος είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη προς αναθεώρηση του υφιστάμενου διατάγματος. Είναι η μεταβολή των όρων που καθιστά την αρχική απόφαση μεταρρυθμιστέα. Αυτό σημαίνει ότι οιοσδήποτε των διαδίκων που υπόκειται στο αρχικό διάταγμα διατροφής, μπορεί να υποβάλει αίτηση για τροποποίηση είτε προς τα άνω, είτε προς τα κάτω, ή, ακόμη και να επιδιώξει εξ ολοκλήρου τερματισμό της διατροφής, (δέστε σχετικά και τα όσα αναφέρονται στα συγγράμματα του Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη: Οικογενειακό Δίκαιο, Τόμος ΙΙα, σελ. 144-145, Γιώργου Κουμάντου: Οικογενειακό Δίκαιο, Τόμος ΙΙ, σελ. 123-125 και Βασίλη Βαθρακοκοίλη: Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο, Γ΄ Έκδοση, σελ. 515-518, που ερμηνεύουν το αντίστοιχο άρθρο 1494 του Αστικού Κώδικα). Ο αιτητής έχει βέβαια το βάρος απόδειξης ότι οι όροι του υφιστάμενου διατάγματος διατροφής έχουν μεταβληθεί ούτως ώστε να είναι αναγκαία η τροποποίηση του.»
Το ερώτημα που καλείται το Δικαστήριο να απαντήσει στην παρούσα υπόθεση είναι το κατά πόσο μετά την έκδοση του υφιστάμενου διατάγματος διατροφής, προέκυψαν γεγονότα που να διαφοροποιούν το πραγματικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο αυτό στηρίχθηκε, ούτως ώστε να ενεργοποιείται η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για την τροποποίηση του.
Το Δικαστήριο έχει ενώπιον του αίτημα για την μείωση του ποσού της διατροφής και επιπλέον, αίτημα για έκδοση διατάγματος μη ισχύος της εκ του νόμου αύξησης του 10%. Κατά συνέπεια, ο αιτητής είναι αυτός που φέρει το βάρος να αποδείξει την μεταβολή των όρων και περιστάσεων που επικαλείται, για την διαφοροποίηση του υφιστάμενου διατάγματος (βλ. ανωτέρω Άντρη Αντρέου v. Ιωάννη Τσίρου).
Οι όροι της διατροφής δεν είναι άλλοι από τις δυνάμεις των υπόχρεων γονέων από την μια και τις ανάγκες του ανηλίκου από την άλλη.
Για να εξακριβώσει το Δικαστήριο εάν υπάρχει ουσιώδης μεταβολή των όρων, θα πρέπει αναπόφευκτα να προβεί σε μία σύγκριση των συνθηκών ως αυτές ίσχυαν κατά το χρόνο έκδοσης του υφιστάμενου διατάγματος, με αυτών που ισχύουν κατά το χρόνο που ζητείται η τροποποίηση του διατάγματος. Τα γεγονότα που υποστηρίζουν το αίτημα τροποποίησης διατάγματος διατροφής, θα πρέπει να έχουν προκύψει μετά την έκδοση του επίδικου διατάγματος, συναφώς, γεγονότα τα οποία προϋπήρχαν της έκδοσης του δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη εφόσον καλύπτονται από το δεδικασμένο και δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση για νέα αγωγή.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο Σύγγραμμα Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθοπούλου, Αστικώς Κώδικας, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Τόμος VII, σελ. 767:
«2. Γενικές προϋποθέσεις: α. Η μεταβολή των όρων διατροφής πρέπει να είναι ουσιώδης και να επήλθε σε χρόνο μεταγενέστερο από εκείνον που καθορίζει η απόφαση ή η «ρυθμιστική σύμβαση» ως χρόνο έναρξης της διατροφής, και μάλιστα σε χρόνο τόσο μεταγενέστερο που ώστε να μην ήταν δικονομικά δυνατόν σ’ εκείνον που ζητεί τη μεταρρύθμιση να προβάλλει τη μεταβολή στην αρχική δίκη.»
Υπό το φως των πιο πάνω και για τους λόγους που θα εξηγήσω στη συνέχεια, κρίνω ότι ο αιτητής απέτυχε να προωθήσει την υπόθεση του αποτελεσματικά, εφόσον με βάση τα όσα ισχυρίζεται στα δικόγραφα του και με βάση τη συναφή με αυτά μαρτυρία, δεν έχει καταδειχθεί ότι έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών από το χρόνο έκδοσης του υφιστάμενου διατάγματος. Ως έχει ήδη λεχθεί, για να καταλήξει το Δικαστήριο σε ένα τέτοιο συμπέρασμα, πρέπει να έχει ενώπιον του τους όρους βάσει των οποίων εκδόθηκε το υφιστάμενο διάταγμα αλλά και τους όρους, όπως αυτοί ισχύουν κατά το χρόνο που επιζητείται η τροποποίηση του, ούτως ώστε να γίνει σύγκριση και το Δικαστήριο να είναι σε θέση να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα ως προς την μεταβολή.
Αρχικά θα ασχοληθώ με τους ισχυρισμούς του αιτητή ότι από το χρόνο έκδοσης του επίδικου διατάγματος, έχει επέλθει μεταβολή στις οικονομικές του δυνάμεις, κυρίως λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η οικογενειακή του επιχείρηση και η αδυναμία αυτής να ανταποκριθεί στις τραπεζικές και φορολογικές της οφειλές. Απότοκο αυτής της κατάστασης είναι η έγερση αγωγής υπ’ αρ. 5318/18 σε κλίμακα άνω των €2.000.000, τόσο εναντίον της εταιρείας «[ ] Λτδ» όσο και εναντίον του ιδίου και άλλων μελών της οικογένειας του. Υποστηρίζει ότι η αποτυχία εξώδικης διευθέτησης της υπόθεσης, τον έχει επιβαρύνει οικονομικά με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις καθημερινές ανάγκες των παιδιών του και να αναγκάζεται να δανείζεται χρήματα από συγγενικά του πρόσωπα. Επιπρόσθετο οικονομικό βάρος έχει προκαλέσει, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του και η αγωγή που κατέθεσε ο ίδιος εναντίον της καθ’ ης η αίτηση, για την κατ’ ισχυρισμό παραβίαση της μεταξύ τους Συμφωνίας, εφόσον έχει επιβαρυνθεί με δικηγορικά και άλλα συναφή έξοδα.
Εν πρώτοις να αναφέρω ότι η αγωγή στην οποία κάνει αναφορά ο αιτητής, είναι ένα γεγονός το οποίο προϋπήρχε της έκδοσης του επίδικου διατάγματος, εφόσον όπως προκύπτει από το τεκμήριο 1 που ο ίδιος κατέθεσε, αυτή καταχωρήθηκε ένα χρόνο πριν την έκδοση του υφιστάμενου διατάγματος. Από το τεκμήριο 2 που κατέθεσε, προκύπτει ότι οι φορολογικές οφειλές της οικογενειακής επιχείρησης υφίσταντο από το 2008, ενώ το τεκμήριο 3 αφορά τις φορολογικές οφειλές της εταιρείας, για τις οποίες έχει δεσμευτεί περιουσία της εν λόγω εταιρείας.
Σε σχέση με την παραβίαση Συμφωνίας, στη βάση των ισχυρισμών που ο ίδιος ο αιτητής προωθεί με την αγωγή που καταχώρισε εναντίον της καθ’ ης η αίτηση (τεκμήριο Β μαρτυρίας καθ’ ης η αίτηση), προκύπτει ότι η κατ’ ισχυρισμό παραβίαση και/ή ο τερματισμός της Συμφωνίας εκ μέρους της, επίσης έλαβε χώρα πριν από την έκδοση του υφιστάμενου διατάγματος. Ανεξαρτήτως τούτου, θα ήθελα να υποδείξω ότι οι περιουσιακές διαφορές των υπόχρεων διατροφής, πρώην συζύγων, σε καμία περίπτωση δεν σχετίζονται και δεν πρέπει να προτείνονται ως λόγος για περιορισμό της συνεισφοράς ενός εκάστους εξ’ αυτών στην διατροφή των ανήλικων τέκνων τους.
Συνάγεται από τα πιο πάνω, ότι τα οικονομικά προβλήματα της οικογενειακής επιχείρησης, η αδυναμία της να ανταποκριθεί στις πιστωτικές και/ή στις άλλες οικονομικές της υποχρεώσεις και η κατ’ ισχυρισμό παραβίαση της Συμφωνίας εκ μέρους της καθ’ ης η αίτηση προϋπήρχαν της έκδοσης του υφιστάμενου διατάγματος, γεγονός που καθιστά αδύνατη την εξέταση των σχετικών ισχυρισμών, ως βάση για την τροποποίηση του διατάγματος, καθότι αυτό έρχεται σε σύγκρουση με την αρχή του δεδικασμένου.
Επιπρόσθετα με τα πιο πάνω, θα ήθελα να υποδείξω ότι σύμφωνα με την απόφαση του στη υπόθεση Δημητρίου v. Περδίου (2005) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1418, σε υποθέσεις διατροφής ανηλίκων, η ύπαρξη χρεών δεν απαλλάσσει τον υπόχρεο γονέα από τη νομική του υποχρέωση για συνεισφορά στη διατροφή των παιδιών του, γιατί η διατροφή ανηλίκων αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση των γονέων και προηγείται των άλλων υποχρεώσεων τους. Στην μεταγενέστερη απόφαση, Χριστίνα Χαραλάμπους v. Χαράλαμπου Χαραλάμπους (2010) 1 Α.Α.Δ. 951, επαναλαμβάνεται η πιο πάνω αρχή ενώ μεταξύ άλλων λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«….. η διατροφή έχει σκοπό να καλύψει τις καταναλωτικές και όχι τις κεφαλαιουχικές δαπάνες, τις οποίες οι ίδιοι οι γονείς αναλαμβάνουν και επωμίζονται με σκοπό την επ΄ ονόματι τους απόκτηση περιουσίας. ……………………………………………………………………………………….η δόση που θα καταβάλλεται υπό τύπο «ενοικίου», στην πραγματικότητα θα βοηθά στην αποπληρωμή του στεγαστικού δανείου, που μοναδικό σκοπό έχει την σταδιακή απόκτηση οικίας, που θα παραμείνει ως κεφαλαιουχικό δεδομένο, πολύ μετά που θα σταματήσει το διάταγμα διατροφής».
Συνακόλουθα, το γεγονός ότι ένας εκ των δύο υπόχρεων διατροφής έχει χρέη δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωση του να συνεισφέρει στα έξοδα διατροφής των ανήλικων τέκνων του, υποχρέωση η οποία προηγείται έναντι άλλων υποχρεώσεων.
Δίχως επηρεασμό των όσων αναφέρονται πιο πάνω, θα ήθελα να υποδείξω ότι θα αναμενόταν από τον αιτητή να είναι πιο συγκεκριμένος, τεκμηριώνοντας επαρκώς τη θέση του ως προς τους ισχυρισμούς του ότι για το έτος 2019 δεν έλαβε κανένα μέρισμα από τις δύο οικογενειακές επιχειρήσεις. Στα τεκμήρια 5 (α) και 5 (β) που κατέθεσε, γίνεται αναφορά μόνο στο έτος 2019. Για τους υπόλοιπους ουσιώδεις με την παρούσα αίτηση χρόνους, δεν γίνεται καμία αναφορά στα σχετικά τεκμήρια, ενώ άγνωστο παραμένει εάν έλαβε ή συνεχίζει να λαμβάνει κάποιο ποσό ως μισθό από τις οικογενειακές επιχειρήσεις. Ο αιτητής απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του για ένα τόσο καίριο και καταλυτικό για την τύχη της υπόθεσης του θέμα, ενώ θα μπορούσε πολύ απλά να καταθέσει τις οικονομικές καταστάσεις των πιο πάνω εταιρειών.
Επίσης είναι εξίσου σημαντικό να τονιστεί το γεγονός ότι ο αιτητής με τη μαρτυρία του έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στην τρέχουσα οικονομική του κατάσταση και παρά τα όσα έχει αναφέρει, δεν έχει διαφωτίσει το Δικαστήριο ως προς το εύρος της εισοδηματικής του ικανότητας κατά το χρόνο έκδοσης του υφιστάμενου διατάγματος. Η μόνη αναφορά που εντοπίζω στη γραπτή του μαρτυρία είναι στην παράγραφο αρ. 23, όπου αναφέρεται στο μηνιαίο εισόδημα που ελάμβανε κατά το χρόνο καταχώρισης της υπό εξέταση αίτησης και στο εισόδημα που ελάμβανε κατά το χρόνο σύνταξης της μαρτυρίας του. Η λοιπή μαρτυρία του περιστρέφεται γύρω από την τρέχουσα οικονομική του κατάσταση και στο πως αυτή έχει επηρεαστεί από τα χρέη της οικογενειακής επιχείρησης και την αγωγή που καταχώρισε εναντίον της καθ’ ης η αίτηση. Καμία σχετική μαρτυρία δεν έχει προσφέρει ως προς το χρόνο έκδοσης του υφιστάμενου διατάγματος, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η σύγκριση των δύο ουσιωδών χρόνων και η εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος ως προς τη διαφοροποίηση που επικαλείται στις εισοδηματικές του δυνάμεις. Το γεγονός ότι ο αιτητής κατά το χρόνο έκδοσης του υφιστάμενου διατάγματος εργαζόταν ως Δημόσιος Υπάλληλος, εργασία την οποία συνεχίζει μέχρι σήμερα δεν αμφισβητείται. Ότι παραμένει άγνωστο για τη μαθηματική πράξη της σύγκρισης των δύο ουσιωδών χρόνων, είναι τα επιπλέον εισοδήματα που λαμβάνει από τις οικογενειακές επιχειρήσεις, εφόσον όπως έχω ήδη αναφέρει, από τη μια απέτυχε να αποδείξει ποια ήταν αυτά κατά το χρόνο έκδοσης του διατάγματος και εν συνεχεία ότι αυτά σήμερα είναι μηδαμινά.
Από την άλλη, οι ισχυρισμοί της καθ’ ης η αίτηση ότι η οικογενειακή επιχείρηση «κέντρο [ ]» εξακολουθεί να λειτουργεί και ότι ο αιτητής πέραν της εργασίας του απασχολείται σε αυτήν σχεδόν καθημερινά, παρέμειναν αναντίλεκτοι όπως αναντίλεκτος παρέμεινε και ο ισχυρισμός της, ότι ο αιτητής λαμβάνει επιπλέον εισοδήματα από την εκτροφή και πώληση σκύλων και από το διαχωρισμό οικοπέδων.
Συνοψίζοντας όλα τα πιο πάνω, καταλήγω ότι η θέση του αιτητή, ότι έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών επί των οποίων στηρίχθηκε η έκδοση του υφιστάμενου διατάγματος και συγκεκριμένα οι ισχυρισμοί του ότι έχουν μειωθεί τα εισοδήματα του δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί για δύο βασικούς λόγους.
Ο πρώτος είναι αυτός που έχω ήδη αναφέρει, ότι δηλαδή τα οικονομικά βάρη της οικογενειακής επιχείρησης και ο τερματισμός της συμφωνίας επίλυσης περιουσιακών διαφορών των διαδίκων, είναι γεγονότα τα οποία προϋπήρχαν της έκδοσης του υφιστάμενου διατάγματος. Ο δεύτερος είναι η παράλειψη του αιτητή να αποδείξει την μεταβολή που ισχυρίζεται στα εισοδήματα του, εφόσον το μόνο στοιχείο που έχει το Δικαστήριο ενώπιον του είναι η κατ’ ισχυρισμό δραματική μείωση στα εισοδήματα του.
Στην κατάληξη μου αυτή συνηγορεί και το γεγονός ότι η εικόνα που επέλεξε ο αιτητής να παρουσιάσει για την οικονομική του κατάσταση δεν συνάδει με τα γεγονότα που ο ίδιος παραθέτει, εφόσον όπως ισχυρίζεται, πέραν του ποσού διατροφής που καταβάλλει σήμερα για την ανήλικη, καταβάλλει μεταξύ άλλων €300 ετησίως για τις διακοπές της ανήλικης, €200 για το καλοκαιρινό σχολείο (2 μήνες), €300 ετησίως για τα γενέθλια της, €60 μηνιαίως για το απογευματινό σχολείο, €40 για ένδυση και υπόδηση κτλ. Επιπλέον, καλύπτει σχεδόν όλα τα έξοδα σπουδών των δύο ενήλικων υιών των διαδίκων, γεγονός που καταδεικνύει ότι έχει την οικονομική δυνατότητα να ανταπεξέλθει σε όλες τις πιο πάνω υποχρεώσεις. Οι δε ισχυρισμοί του ότι δανείζεται χρήματα από άλλα μέλη της οικογένειας του παρέμειναν στη σφαίρα της αοριστίας.
Ως προς τους ισχυρισμούς του ότι από το χρόνο έκδοσης του υφιστάμενου διατάγματος έχει επέλθει μεταβολή στα έξοδα της ανήλικης και ότι αυτά έχουν μειωθεί, υποδεικνύω ότι για να καταδειχθεί αυτή η μεταβολή, ο αιτητής όφειλε να προσφέρει μαρτυρία σχετικά με όλα τα έξοδα της Θ. και κάθε επιμέρους κονδύλι αυτών, όπως αυτά ίσχυαν κατά τους δύο ουσιώδεις χρόνους, ως αυτοί έχουν καθοριστεί ανωτέρω. Μόνο έτσι θα ήταν δυνατό να διαφανεί η αλλαγή την οποία επικαλείται. Η μόνη αναφορά που εντοπίζεται στη μαρτυρία του, η οποία συμμορφώνεται με τον αυστηρό τρόπο απόδειξης της μεταβολής του όρου των αναγκών ενός παιδιού, είναι η αναφορά του για τη μείωση στα δίδακτρα των Αγγλικών και χορού από €53 σε €40 και από €50 σε €40 μηνιαίως. Ωστόσο, πέραν του ότι οι ισχυρισμοί αυτοί εστιάζονται σε δύο μόνο επιμέρους κονδύλια των συνολικών εξόδων διατροφής της ανήλικης, η μείωση αυτή σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «ουσιώδης» μεταβολή, ικανή να οδηγήσει στην αναθεώρηση του διατάγματος διατροφής.
Ως προς τα υπόλοιπα έξοδα της ανήλικης, όπως διατροφή, ψυχαγωγία, ένδυση, υπόδηση, μεταφορικά κτλ, καμία αναφορά δε γίνεται και καμία πληροφόρηση δεν έχει προσφέρει ο αιτητής γι’ αυτά. Γίνεται προσπάθεια από μέρους της συνηγόρου του να εισάγει μαρτυρία σχετική με τα πιο πάνω, μέσω της αγόρευση της, κάτι το οποίο δεν επιτρέπεται. Κατά πάγια νομολογία, οι αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων δεν αποτελούν μέσο προσαγωγής μαρτυρίας ή διεύρυνσης των επίδικων θεμάτων (βλ. Μισιρλής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 379, Κοινότης Λυσού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) (3) ΑΑΔ 537). Συνεπώς, τέτοια μαρτυρία δεν μπορεί παρά να αγνοηθεί.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δε γνωρίζει το συνολικό ποσό που απαιτείτο για την κάλυψη των αναγκών της Θ. κατά το χρόνο έκδοσης του διατάγματος και κάθε επιμέρους κονδύλι που αυτό αφορά, καθώς και το ποσό που απαιτείται μετά τη μεταβολή των συνθηκών που ο αιτητής επικαλείται, ούτως ώστε να προβεί στην αναγκαία σύγκριση.
Δεν παραβλέπω τους ισχυρισμούς του αιτητή ότι πέραν του ποσού της διατροφής ξοδεύει κάποια ποσά για τις ανάγκες της ανήλικης κατά το χρόνο που ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας του με αυτήν. Ωστόσο, θεωρώ λογικό και αναπόφευκτο, κατά την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του ο αιτητής να ξοδεύει κάποια ποσά για την κάλυψη των αναγκών της ανήλικης που προκύπτουν στο χρόνο αυτό. Λογικό και αναμενόμενο είναι επίσης ότι καθημερινά προκύπτουν και πολλά άλλα απρόβλεπτα και έκτακτα έξοδα, τα οποία δεν είναι δυνατό να συμπεριληφθούν εξαντλητικά σε ένα διάταγμα διατροφής, έξοδα τα οποία καλείται να καλύψει ο γονέας με τον οποίο διαμένει το ανήλικο. Οι σχετικοί ισχυρισμοί του αιτητή θα μπορούσαν ενδεχομένως να εξεταστούν στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, εάν υπήρχε σαφής εικόνα των εξόδων της ανήλικης όπως αυτά ίσχυαν κατά το χρόνο έκδοσης του διατάγματος και πως αυτά έχουν διαμορφωθεί κατά το χρόνο υποβολής του αιτήματος του. Πέραν τούτου, όπως προκύπτει από την αναντίλεκτη μαρτυρία της καθ’ ης η αίτηση, κάποια από τα κονδύλια που ο αιτητής επιβαρύνεται φαίνεται ότι αποτελούν αποκλειστικά δική του επιλογή και αφορούν μόνο τις ημέρες άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας του. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η επιλογή του να εγγράψει την ανήλικη στο απογευματινό σχολείο «τα Περιστεράκια» μόνο για τις ημέρες που ασκεί την επικοινωνία του, τη στιγμή που το σχολείο της ανήλικης παρέχει σίτιση και απογευματινή φύλαξη, με αποτέλεσμα η ανήλικη να είναι εγγεγραμμένη σε δύο διαφορετικά προγράμματα απογευματινής φύλαξης.
Ως προς τους ισχυρισμούς της καθ’ ης η αίτηση ότι τα έξοδα της ανήλικης έχουν αυξηθεί από την έκδοση του υφιστάμενου διατάγματος, σημειώνω ότι θα είχε νόημα αυτοί να εξεταστούν εάν υπήρχε αντίστοιχο αίτημα από μέρους της για αύξηση του ποσού της διατροφής.
Ιδιαίτερη αναφορά από τους διαδίκους γίνεται και στο ότι και οι δύο επωμίζονται τα έξοδα των ενήλικων υιών τους. Ο αιτητής συγκαταλέγει το γεγονός ότι σταμάτησε να λαμβάνει το ποσό των €130 μηνιαίως από την καθ’ ης η αίτηση για τη διατροφή του Ανδρέα, ανάμεσα στις συνθήκες που έχουν μεταβληθεί. Η διατροφή δεν αποτελεί μέρος των εισοδημάτων που λαμβάνει ο ένας γονέας από τον άλλο γονέα, εφόσον αυτή δίδεται αποκλειστικά για την κάλυψη των αναγκών των ανηλίκων. Ανεξαρτήτως όμως αυτού, θα ήθελα να υποδείξω ότι η διατροφή ανήλικων τέκνων προηγείται της διατροφής ενήλικων τέκνων, γεγονός που συνάγεται και από τον ίδιο τον νόμο, ο οποίος καθιστά υποχρεωτική την διατροφή ανηλίκων και δυνητική υπό προϋποθέσεις την διατροφή ενήλικα τέκνου [βλ. άρθρο 33 (1) και (2) του Νόμου]. Έτσι, το γεγονός ότι ο αιτητής δε λαμβάνει πλέον το πιο πάνω ποσό, δεν μπορεί να συγκαταλεγεί ανάμεσα στους όρους που έχουν μεταβληθεί, έτσι ώστε να καθίσταται αναγκαία η τροποποίηση του υφιστάμενου διατάγματος.
Με βάση όλα τα ανωτέρω, κρίνω ότι ο αιτητής δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος της απόδειξης των προϋποθέσεων του άρθρου 38 του Ν. 216/90, ως όφειλε (βλ. Πάμπος Ζένιου v. Νέδης Ζένιου (1998) 1 ΑΑΔ 796 και Άντρη Αντρέου v. Ιωάννη Τσίρου, ανωτέρω). Η παράλειψη αυτή είναι καθοριστική για την τύχη του αιτήματος του για μείωση του ποσού που καταβάλλει για τη διατροφή της ανήλικης Θ.
Η κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς το αίτημα μείωσης της διατροφής, αναπόφευκτα συμπαρασείρει και το αίτημα του αιτητή να μην ισχύσει η αυτόματη εκ του νόμου αύξηση του 10% για 4 έτη, εφόσον αυτό στηρίζεται στα ίδια γεγονότα και ισχυρισμούς, τους οποίους το Δικαστήριο δεν έχει κάνει αποδεκτούς.
Συνακόλουθα, η αίτηση απορρίπτεται.
Τα έξοδα, εκτός όπου υπάρχει αντίθετη διαταγή, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ της καθ’ ης η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
(Υπ.)…………………
Σ. Νεοφύτου, Δ.
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο