ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ
Αρ. Αίτησης: 320/14
ΕΝΩΠΙΟΝ: M. Τσαγγαρίδη, Π. Οικ. Δ
Μεταξύ:
Ε.Κ.
Αιτήτριας
και
Χ. Ε.
Καθ’ ου η Αίτηση
----------------------------------
Κλήση με ημερομηνίες (α) 16.7.20 και (β) 2.9.20 βάσει
του άρθρου 124Α του Κεφ.155
21 Ιανουαρίου 2021
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για την Αιτήτρια: κ.κ. Ρ. Βραχίμης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Για τον Καθ’ ου η αίτηση: κ.κ. Α. Γ. Δανός & Σία Δ.Ε.Π.Ε.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι διάδικοι είναι οι γονείς δύο ανήλικων τέκνων.
Η κατάρρευση του γάμου τους, είχε ως συνακόλουθη συνέπεια να εκδοθεί, την 1/7/2015, διάταγμα διατροφής, με το οποίο καθορίσθηκε η συνεισφορά του Καθ’ ου η αίτηση στη διατροφή των παιδιών τους στο ποσό των €400 μηνιαίως.
Το πιο πάνω ποσό συνεισφοράς μετά τις προβλεπόμενες από τον νόμο προσαυξήσεις, άρθρο 36(2) Ν.216/90, διαμορφώθηκε τελικά στο ποσό των €484 μηνιαίως.
Στη βάση του πιο πάνω διατάγματος, εκδόθηκαν από το Δικαστήριο δύο κλήσεις· η πρώτη κλήση, εκδόθηκε στις 16/7/20 και αφορά τις διατροφές των μηνών Απριλίου του 2020 έως Ιουλίου του 2020, συνολικού ποσού €2.236. Η έκδοση της κλήσης αυτής, στηρίχτηκε στην αντίστοιχη ένορκη δήλωση της Αιτήτριας ημερομηνίας 16/7/20.
Η δεύτερη κλήση, εκδόθηκε στις 2/9/20 και αφορά τις μηνιαίες διατροφές Αυγούστου του 2020 και Σεπτεμβρίου του 2020, συνολικού ποσού €973.
Στις πιο πάνω κλήσεις, ο Καθ’ ου η αίτηση καταχώρισε, αντίστοιχα, ενστάσεις, με ημερομηνίες 10/9/20 και 16/10/20.
Οι λόγοι των ενστάσεων είναι οι ίδιοι και στις δύο ενστάσεις και παρατίθενται κατωτέρω:
«1. Η αιτήτρια δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια καθώς το ποσό που αιτείται είναι εσφαλμένο, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και είναι διογκωμένο.
2. Η αιτήτρια δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια καθώς δεν ανάφερε το γεγονός ότι τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων διέμεναν με τον καθ’ ου η αίτηση κατά τους μήνες που αιτείται τις διατροφές μετά από δική της προτροπή.
3. Η αιτήτρια δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια καθώς απέκρυψε το γεγονός ότι εκκρεμεί η αίτηση γονικής μέριμνας 274/2020 με την οποία ο καθ’ ου η αίτηση στην παρούσα ζητά την τροποποίηση του υφιστάμενου διατάγματος γονικής μέριμνας υπ’ αριθμό 532/2014.
4. Ο αιτητής κατά την περίοδο Απριλίου 2020 μέχρι και τον Ιούλιο 2020 λάμβανε επίδομα ειδικής αδείας σε γονείς, μέτρο που εξαγγέλθηκε από το Υπουργείο Εργασίας ως αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19.
5. Η ένορκος δήλωση είναι παράτυπη και/ή αντικανονική και νόμο αβάσιμη.
6. Η παρούσα αίτηση είναι εκδικητική, καταχρηστική και με σκοπό να εκβιάσει τον καθ’ ου η αίτηση για να αποσύρει την αίτηση υπ’ αριθμό 274/2020.»
Οι πιο πάνω ενστάσεις του Καθ’ ου η αίτηση συνοδεύονται, αντίστοιχα, με ένορκες δηλώσεις του, της ίδιας ημερομηνίας.
Η Αιτήτρια στην ένσταση του Καθ’ ου η αίτηση ημερομηνίας 10/9/2020 καταχώρησε συμπληρωτική, σε σχέση με την αρχική ένορκη της δήλωση ημερομηνίας 16/7/20, ένορκη δήλωση ημερομηνίας 30/10/20.
Σε σχέση με την ένσταση του Καθ’ ου η αίτηση, ημερομηνίας 16/10/20 και τη συνακόλουθη ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει, ο Καθ’ ου η αίτηση καταχώρησε συμπληρωματική ένορκη δήλωση στις 30/10/20 και η Αιτήτρια συμπληρωματική ένορκη δήλωση στις 5/11/20.
Σημειώνεται, ότι λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, πλην όμως αναφορά θα γίνεται όπου αυτή κρίνεται αναγκαία για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης.
Η ακρόαση των παρούσων αιτήσεων διεξήχθηκε με τις γραπτές αγορεύσεις των δικηγόρων των διαδίκων.
Τα διατάγματα διατροφής τα οποία εκδίδονται δυνάμει του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου, Ν.216/90, δύνανται στη βάση του άρθρου 40 να εκτελεσθούν και ως χρηματικές ποινές:
«Άρθρο 40: Τα διατάγματα διατροφής που εκδίδονται δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου μπορούν να εκτελεσθούν και ως χρηματικές ποινές σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου που τον καταργεί ή τον τροποποιεί.»
Η δυνατότητα εκτέλεσης ως χρηματική ποινή η οποία προσφέρεται δυνάμει του άρθρου 124Α του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 έχει ως ακολούθως:
«Φυλάκιση λόγω παράλειψης πληρωμής διατροφής
124Α.(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 118 έως 124 του παρόντος Μέρους, στις περιπτώσεις που πρόσωπο παραλείπει να συμμορφωθεί με διάταγμα διατροφής, που εκδίδεται δυνάμει του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου και του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου, το πρόσωπο προς όφελος του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα δύναται να καταχωρίσει στο Δικαστήριο ένορκη δήλωση για την έκδοση εντάλματος φυλάκισης του προσώπου που παρέλειψε να συμμορφωθεί και το Δικαστήριο, αφού καλέσει το επηρεαζόμενο πρόσωπο να εμφανιστεί ενώπιόν του κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2), δύναται να εκδώσει ένταλμα φυλάκισης εναντίον του επηρεαζόμενου προσώπου για την περίοδο που ορίζεται στο ένταλμα και για τέτοια περαιτέρω περίοδο στην οποία το πρόσωπο δυνατό να υπόκειται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 128 σε σχέση με τα έξοδα εκτέλεσης του εντάλματος φυλάκισης.
(2) Για να καταστεί δυνατή η εμφάνιση του επηρεαζόμενου προσώπου και να εκδοθεί το ένταλμα φυλάκισης δυνάμει του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριο καλεί γραπτώς το επηρεαζόμενο πρόσωπο να εμφανιστεί ενώπιόν του κατά την καθοριζόμενη στην κλήση ημερομηνία, που ορίζεται το αργότερο εντός δεκαπέντε ημερών από την καταχώριση της ένορκης δήλωσης, για να εξηγήσει τους λόγους γιατί παρέλειψε να συμμορφωθεί με το διάταγμα διατροφής και τον πληροφορεί ότι σε περίπτωση μη εμφάνισης του το ένταλμα φυλάκισης δύναται να εκδοθεί:
Νοείται ότι η επίδοση της κλήσης σύμφωνα με το παρόν άρθρο γίνεται στον καθορισμένο τύπο και δύναται να επιτευχθεί με την αποστολή της κλήσης στο επηρεαζόμενο πρόσωπο με το σύνηθες ταχυδρομείο με επιστολή που απευθύνεται σε αυτό στον τελευταίο γνωστό ή το συνήθη τόπο διαμονής του:
Νοείται περαιτέρω ότι αν το επηρεαζόμενο πρόσωπο δεν εμφανιστεί στο Δικαστήριο κατά την καθορισθείσα ημερομηνία το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει το ένταλμα φυλάκισης.»
Στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην υπόθεση Ι.Τ. – ΚΑΙ – Α. Α., Έφ. Αρ. 11/2017, ημερ. 28/5/2019, αναφορικά με το άρθρο 124Α του Κεφ. 155, αναφέρθηκαν τα πιο κάτω:
«Όπως παρατηρείται, στην προκείμενη περίπτωση, η προσφερόμενη δυνατότητα εκτέλεσης, διαταγμάτων διατροφής, που προβλέπεται στο άρθρο 40 του Ν. 216/90, εντάσσεται στο άρθρο 124Α του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Στη βάση αυτού του δεδομένου δεν δημιουργείται αυτόνομο αδίκημα, για το οποίο θα έπρεπε να υπάρχει ένοχη διάνοια. Η μη τήρηση υποχρέωσης καταβολής διατάγματος διατροφής εξετάζεται στο πλαίσιο των άρθρων 33 έως 40 του Νόμου 216/90. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε άλλη διαδικασία η οποία θα έπρεπε να υλοποιηθεί. Το δικαστήριο, όταν υποβληθεί ένορκη δήλωση από τη δικαιούχο, είναι υποχρεωμένο να ακολουθήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 124Α του Κεφ. 155, ήτοι, να καλέσει γραπτώς τον επηρεαζόμενο να εμφανιστεί ενώπιον του, με σκοπό «για να εξηγήσει τους λόγους γιατί παρέλειψε να συμμορφωθεί με το διάταγμα διατροφής ..». Το ότι επιδόθηκε δεόντως κλήση στον εφεσείοντα και εμφανίστηκε προς τούτο ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, δεν αμφισβητείται.»
Το πιο πάνω απόσπασμα, κατά την κρίση μου, καθιστά απορριπτέους τους λόγους ένστασης του Καθ’ ου η αίτηση, περί μη προσφυγής της Αιτήτριας με καθαρά χέρια ή ότι αυτή απέκρυψε ουσιώδη γεγονότα. Στη βάση των πιο πάνω, η διαδικασία του άρθρου 124Α δεν συνιστά διαδικασία αναθεώρησης προσωρινού διατάγματος διατροφής, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 32 του Ν.14/60, έτσι ώστε να τίθεται θέμα εξέτασης απόκρυψης ή αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων.
Η πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου, βρίσκει έρεισμα στην ακολουθούμενη πρακτική από το Πρωτοκολλητείο, για την είσπραξη των οφειλόμενων διατροφών ως χρηματικών ποινών, την οποία και ακολούθησε η Αιτήτρια στην παρούσα υπόθεση.
Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια συμπλήρωσε τυποποιημένο έγγραφο ένορκης δήλωσης που της δόθηκε, προφανώς, από το Πρωτοκολλητείο και στη βάση αυτού, εκδόθηκαν οι κλήσεις με ημερομ. 16/7/20 και 2/9/20, τις οποίες είναι υποχρεωμένο να εκδώσει το Δικαστήριο. Έτσι, κλήθηκε γραπτώς ο Καθ’ ου η αίτηση να προβάλει και να εξηγήσει τους λόγους που παράλειψε να συμμορφωθεί με το Διάταγμα διατροφής.
Είναι αναγκαίο να τονισθεί ότι η διαδικασία και η πρακτική που ακολουθείται για την έκδοση κλήσης στη βάση της τυποποιημένης ένορκης δήλωσης της Αιτήτριας ή του Αιτητή (ανάλογα με την περίπτωση) καθιστά πάντοτε αναγκαία, στις περιπτώσεις καταχώρησης ένστασης, την καταχώριση συμπληρωματικής/απαντητικής ένορκης δήλωσης από την Αιτήτρια ή τον Αιτητή, όπως έγινε και στην παρούσα περίπτωση.
Συμπληρωματικά, θα ήθελα να υποδείξω ότι μονομερώς δεν εκδόθηκε από το Δικαστήριο οποιοδήποτε ένταλμα φυλάκισης, έτσι ώστε να τίθεται θέμα εφαρμογής της αρχής της πλήρους αποκάλυψης ή μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων.
Στη βάση όλων των πιο πάνω, θα προχωρήσω, με βάση τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον μου, να εξετάσω τους λόγους τους οποίους πρόβαλε ο Καθ’ ου η αίτηση ενώπιον μου, έτσι ώστε να πετύχει τη μη έκδοση εντάλματος φυλάκισης στις πιο πάνω κλήσεις.
Θα ήθελα ευθύς εξαρχής να σημειώσω, ότι όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο Καθ’ ου η αίτηση, ως θέμα γενικής προσέγγισης του Δικαστήριου, απαντήθηκαν από την Αιτήτρια, χωρίς αυτή να αντεξεταστεί από τον Καθ’ ου η αίτηση και έτσι μπορεί να λεχθεί ότι οι απαντητικοί ισχυρισμοί της Αιτήτριας ως προς τους ισχυρισμούς που πρόβαλε ο Καθ’ ου η αίτηση, παρέμειναν αναντίλεκτοι, γεγονός το οποίο συνεπάγεται και την απόρριψη των ενστάσεων από το Δικαστήριο.
Όπως χαρακτηριστικά τονίστηκε από τη νομολογία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, η παράλειψη του Αιτητή να αντεξετάσει την Καθ’ ης η αίτηση ή να αντικρούσει τις θέσεις της Καθ’ ης η αίτηση, έχει καταλυτική επίδραση για την τύχη της υπόθεσής του. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στην απόφαση Χρ. Κώστα ν. Ε. Κώστα (2003) 1 ΑΑΔ 269, 272-273, Έφ. Αρ. 11/2017, 28/5/19, σχετικά για την καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης:
« ….. Τούτο ο Εφεσείων απέτυχε εντελώς να κάνει εφ’ όσον ούτε αντεξέτασε την Εφεσίβλητη για να υποσκάψει ενδεχομένως τους δικούς της ισχυρισμούς ούτε επεδίωξε να καταχωρήσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση για να τους αντικρούσει και να θέσει τη δική του εκδοχή ενώπιον του Δικαστηρίου.»
Παρά ταύτα και έχοντας κατά νου την πιο πάνω επισήμανση, θα προχωρήσω κατωτέρω να εξετάσω την ουσία των ισχυρισμών που προβάλλει ο Καθ’ ου η αίτηση, για τη μη έκδοση εντάλματος φυλάκισής του στις πιο πάνω κλήσεις.
Σε σχέση με την κλήση ημερομηνίας 16/7/20, ο Καθ’ ου η αίτηση προβάλλει στην ένορκη δήλωση του, ότι κατά την περίοδο της πανδημίας COVID-19, ο ίδιος είχε τη φύλαξη των παιδιών και συγκεκριμένα για την περίοδο Απριλίου 2020 μέχρι Ιουλίου 2020, τα παιδιά έμεναν μαζί του, κατόπιν παράκλησης της Αιτήτριας, την οποία απέστειλε με γραπτό μήνυμα, λόγω προβλήματος υγείας της ίδιας αλλά και της μητέρας της και επιπρόσθετα ότι οι ανήλικες δεν θέλουν να μένουν με τη μητέρα τους, (Αιτήτρια), λόγω της κακής συμπεριφοράς της και για τους λόγους που αναφέρονται στην αίτηση γονικής μέριμνας αρ. 274/20, Τεκμήριο 5.
Έτσι, κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, ως ισχυρίστηκε, εγκρίθηκε η ένταξη του στο πρόγραμμα άδειας σε γονείς, σύμφωνα με το σχέδιο που εγκρίθηκε από το Υπουργείο Εργασίας.
Το γεγονός αυτό το γνώριζε η Αιτήτρια, η οποία τον βοήθησε στη συμπλήρωση της αίτησης και έλαβε συνολικά, για τους μήνες αυτούς, το ποσό των €1.985. Την πιο πάνω θέση του Καθ’ ου η αίτηση αποδίδουν, οι παράγραφοι 15 και 16 της ένορκης δήλωσής του, οι οποίες παρατίθενται αυτούσιες.
«15. Κατά την διάρκεια που ήταν σε ισχύ τα μέτρα της πανδημίας, δηλαδή Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο 2020 αλλά και μετά της λήξη αυτών η αιτήτρια ισχυριζόταν ότι δεν μπορούσε να βλέπει τις ανήλικες κόρες μας για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω καθότι εργαζόταν κανονικά (ΤΕΚ 6) και περαιτέρω αφού οι κόρες μας έμεναν μαζί μου συνεχώς για την πιο πάνω περίοδο και κακώς και ή αδικαιολόγητα και ή παράνομα και ή αναληθώς ζητά διατροφή για τους μήνες αυτούς.
16. Αλλά και περαιτέρω και τον Ιούλιο και τον Αύγουστο και μέχρι σήμερα οι κόρες μας διαμένουν μαζί μου συνεχώς καθότι δεν επιθυμούν να μένουν με την μητέρα τους.»
Η πιο πάνω θέση του καταλήγει στο ότι η Αιτήτρια εκδικητικά προέβηκε στην καταχώριση της παρούσας κλήσης, διότι κατόπιν εντολής του ίδιου, οι δικηγόροι του καταχώρησαν την αίτηση γονικής μέριμνας αρ. 274/20, με την οποία ο ίδιος ζητά την τροποποίηση του υπάρχοντος διατάγματος γονικής μέριμνας, γεγονός το οποίο η Αιτήτρια δόλια απέκρυψε από την ένορκη δήλωσή της.
Θα ήθελα να τονίσω ότι όλες οι θέσεις της Αιτήτριας που θα αναφερθούν κατωτέρω αντικρούουν, αναντίλεκτα, τις πιο πάνω θέσεις του Καθ’ ου η αίτηση.
Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια, στην απαντητική ένορκη δήλωση της ημερομηνίας 30/10/20, προβάλλει τον ισχυρισμό ότι οι ανήλικες δεν διέμεναν συνεχώς με τον Καθ’ ου η αίτηση και ότι η ίδια έδωσε τη συγκατάθεση της να διανυκτερεύουν μαζί του κάποιες επιπρόσθετες ημέρες από αυτές που προνοούνται στο διάταγμα επικοινωνίας, για να μην έλθει η ρήξη μεταξύ τους, αλλά συνέχιζε καθόλο το διάστημα αυτό, να έχει υπό τη φύλαξη και φροντίδα τα ανήλικα, ως προνοεί το διάταγμα και ότι οι ανήλικες διανυκτέρευαν και εξίσου μαζί της. Περαιτέρω, η Αιτήτρια, βάσιμα κατά την άποψη του Δικαστηρίου, ισχυρίζεται ότι τα διάφορα μηνύματα τα οποία αποστάληκαν και τα οποία έχει καταθέσει ως Τεκμήριο 1 ο Καθ’ ου η αίτηση, είναι μηνύματα τα οποία αντάλλαξαν μεταξύ τους και αφορούν την περίοδο Οκτώβριο 2019 μέχρι 9 Μαρτίου 2020, ενώ η περίοδος που έκλεισαν τα σχολεία, λόγω του COVID-19, είναι 13/3/20 μέχρι 21/5/20.
Σημειώνω, ότι οι διάφορες φωτογραφίες που επικαλούνται και οι δύο διάδικοι, δεν τεκμηριώνουν, αφ’ εαυτών και χωρίς οτιδήποτε άλλο, θέσεις, όπως ότι τα παιδιά διέμεναν αποκλειστικά με τον ένα ή τον άλλο γονέα. Αναντίλεκτη παραμένει, επίσης, η θέση της Αιτήτριας ότι το γεγονός ότι ο Καθ’ ου η αίτηση εισέπραξε το ποσό των €1.985, λόγω της ένταξης του στο σχετικό πρόγραμμα του Υπουργείου Εργασίας λόγω της πανδημίας COVID-19, ουδόλως οδηγεί σε συμπέρασμα ότι καθόλη την πιο πάνω χρονική διάρκεια ο Καθ’ ου η αίτηση είχε την αποκλειστική φύλαξη και διατροφή των παιδιών, αφού όπως αναντίλεκτα ισχυρίζεται η Αιτήτρια στην παράγραφο 12, «Αποδέχθηκα να αιτηθεί το επίδομα φύλαξης τέκνου επειδή μόλις ανακοινώθηκαν τα μέτρα ο καθ’ ου η αίτηση μου τηλεφώνησε και μου ζήτησε να κάνει αυτός την αίτηση επειδή ‘είχε κουραστεί να δουλεύει και ήθελε να μείνει στο σπίτι να ξεκουραστεί’. Αυτό το αποδέχθηκα παρά το γεγονός ότι στην ουσία θα συνέχιζα να έχω τις ανήλικες περισσότερες ημέρες από εκείνον, για να μην έρθω σε ρήξη μαζί του. Οπότε διστακτικά, έδωσα την συγκατάθεση μου να αιτηθεί και να λάβει το επίδομα εκείνος αντί εγώ και να ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας του και κάποιες επιπρόσθετες μέρες πέραν αυτών που αναφέρονται στο διάταγμα όπως έχω ήδη αναφέρει πιο πάνω. Όμως παρά το γεγονός ότι αποδέχθηκα να κάνει την αίτηση και να λάβει εκείνος το επίδομα φύλαξης τέκνου αυτός δεν κατέβαλε τα ποσά διατροφής, παρά το ότι παραδέχεται στην παράγραφο 14 της ενόρκου δηλώσεως του ότι έλαβε τα ποσά που αναφέρει. Αντίθετα, εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι έδωσα την συγκατάθεση μου, για να αποφύγει τις υποχρεώσεις του.»
Θέλω να τονίσω ότι κατά την πιο πάνω περίοδο, ο Καθ’ ου η αίτηση είχε τη δυνατότητα να προσφύγει στο Δικαστήριο, στη βάση του άρθρου 38(1) του Νόμου 216/90 και με την προβλεπόμενη στο άρθρο αυτή διαδικασία, να ζητήσει την τροποποίηση του διατάγματος για όσο χρονικό διάστημα θα ισχύει η πανδημία, πράγμα που δεν έπραξε.
Το διάταγμα διατροφής είναι σαφές, δεν έχει ανασταλεί ή τροποποιηθεί και επιβάλλει υποχρέωση στον Καθ’ ου η αίτηση να καταβάλλει στην Αιτήτρια τη συνεισφορά του για τη διατροφή των παιδιών, και ως εκ τούτου οι πιο πάνω λόγοι, όπως τέθηκαν ανωτέρω, δεν είναι ικανοί να ματαιώσουν ή αναιρέσουν την υποχρέωση του για συνεισφορά του.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο απορρίπτει τη θέση του Καθ’ ου η αίτηση, ότι η Αιτήτρια προέβηκε στην έκδοση της κλήσης ημερ. 16/7/20 όπως επίσης και της δεύτερης κλήσης με ημερομηνία 2/9/20, εκδικητικά, λόγω της καταχώρισης της αίτησης γονικής μέριμνας με αριθμό 274/20.
Τα πιο κάτω γεγονότα κατά τη κρίση του Δικαστηρίου δεν δικαιολογούν την πιο πάνω θέση του Καθ’ ου η αίτηση. Η ένορκη δήλωση της Αιτήτριας για την κλήση ημερομ. 16/7/20 φέρει την ίδια ημερομηνία και η Εναρκτήρια αίτηση τροποποίησης του διατάγματος γονικής μέριμνας αρ. 274/20 όπως αναντίλεκτα ισχυρίζεται η Αιτήτρια, καταχωρήθηκε στις 14/7/20, πλην όμως της επιδόθηκε 23/7/20. Επομένως, το απλό αυτό γεγονός επιβεβαιώνει ότι όταν στις 16/7/20 η Αιτήτρια ορκιζόταν αγνοούσε την καταχώριση της αίτησης γονικής μέριμνας αρ. 274/20, εφόσον αυτή της επιδόθηκε στις 23/7/20.
Εν πάση περιπτώσει, έχω ήδη αναφέρει και εξηγήσει ανωτέρω ότι η διαδικασία κάτω από το άρθρο 124(Α) του Κεφαλαίου 155 δεν συνιστά διαδικασία η οποία γίνεται δυνάμει του άρθρου 32 του Ν14/60, και ότι με τα διατάγματα Διατροφής και Γονικής Μέριμνας να είναι σε ισχύ, χωρίς οποιαδήποτε τροποποίηση ή αναστολή της ισχύς τους, η άσκηση από την Αιτήτρια των δικαιωμάτων της, που απορρέουν από τα Διατάγματα αυτά, αναιρεί κάθε επιχείρημα περί κακόπιστης ή καταχρηστικής άσκησής τους, στη βάση πάντοτε των γεγονότων που η Αιτήτρια αναντίλεκτα έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου.
Ως προς την κλήση ημερομηνίας 2/9/20, αυτή αφορά τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2020.
Κατά την κρίση μου ότι το γεγονός ότι τα παιδιά διάμεναν τους πιο πάνω μήνες με τον Καθ’ ου η αίτηση, κατά παράβαση του διατάγματος γονικής μέριμνας που ισχύει και με βάση το οποίο η φύλαξη και ο τόπος διαμονής είναι στην Αιτήτρια, δεν τον απαλλάσσει, για τους λόγους που αναλυτικά θα αναφέρω, από την υποχρέωση του να καταβάλλει τη συνεισφορά του στην Αιτήτρια για την πιο πάνω περίοδο.
Σημειώνεται ευθύς εξαρχής, ότι η πιο πάνω ενέργεια του Καθ’ ου η αίτηση συνιστά παράνομη ενέργεια, αφού βρίσκεται σε αντίθεση και/ή απαγορεύεται από το διάταγμα γονικής μέριμνας το οποίο ισχύει σε σχέση με τα παιδιά τους.
Η πιο πάνω ενέργεια του Καθ’ ου η αίτηση, θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε καμιά περίπτωση δεν έγινε αποδεκτή από την Αιτήτρια, αφού αυτή, ευθύς εξαρχής, προέβηκε σε σχετικές καταγγελίες στην Αστυνομία, προκειμένου ο Καθ’ ου η αίτηση να της επιστρέψει τις ανήλικες και όπως αναντίλεκτα ισχυρίζεται, δημιουργήθηκαν ποινικοί φάκελοι εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση. Σε ενέργειες προς την αστυνομία προέβηκαν και οι δικηγόροι της, Τεκμήριο 5 στην ένορκη δήλωση της ημερομηνίας 30/10/20. Επανατονίζεται ότι το υφιστάμενο διάταγμα διατροφής δεν έχει ακυρωθεί, τροποποιηθεί ή μεταβληθεί με οποιοδήποτε τρόπο κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 38(1) του Ν.216/90.
Περαιτέρω, ούτε έχει εκδοθεί οποιοδήποτε διάταγμα από το Δικαστήριο με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς ή να τροποποιείται ή να διαφοροποιείται το διάταγμα γονικής μέριμνας το οποίο, ως προελέχθηκε, βρίσκεται σε ισχύ μεταξύ των διαδίκων. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου, η παραμονή των παιδιών με τον Καθ’ ου η αίτηση, είναι αντίθετη με ότι προβλέπεται από το διάταγμα και συνιστά εκ μέρους του Καθ’ ου η αίτηση μια παράνομη ενέργεια, την οποία ο Καθ’ ου η αίτηση δεν μπορεί να επικαλείται ως λόγο που προβλέπεται από το άρθρο 124Α του Κεφαλαίου 155 για τη μη έκδοση του εντάλματος φυλάκισης του.
Έχω την άποψη, ότι οι λόγοι που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, είναι λόγοι που στηρίζονται στη νομιμότητα και όχι στην παρανομία, η οποία είναι καλώς γνωστό ότι δεν παράγει δίκαιο ή δικαιώματα, ούτε βεβαίως το γεγονός ότι ο Καθ’ ου η αίτηση, μεταγενέστερα, συμμορφώθηκε με το διάταγμα γονικής μέριμνας, όπως υποδεικνύει στη γραπτή αγόρευσή του ο δικηγόρος του, όπου αναφέρει ότι «Να σημειωθεί ότι η αιτήτρια από τις 5.11.20 έχει στη φύλαξη της τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων και δεν επιτρέπει στον καθ’ ου η αίτηση να έχει επικοινωνία μαζί τους και το γεγονός ότι αυτός καταβάλλει κανονικά την διατροφή σύμφωνα με το διάταγμα», διαφοροποιεί την πιο πάνω κατάσταση πραγμάτων.
Το τελευταίο θέμα που θα απασχολήσει το Δικαστήριο, το οποίο, για όλους τους πιο πάνω λόγους, έχει καταλήξει ότι θα πρέπει να εκδοθούν τα εντάλματα φυλάκισης, είναι τα ποσά που αφορούν, αντίστοιχα, κάθε κλήση.
Ως προς την κλήση ημερομηνίας 16/7/20 υπάρχει, όπως προκύπτει από τις ένορκες δηλώσεις των διαδίκων, αλλά και από τις αγορεύσεις των δικηγόρων τους, διαφορά ως προς τα ποσά που οφείλονται.
Η κρίση του Δικαστηρίου είναι η πιο κάτω:
H κλήση ημερομηνίας 16/7/20, όπως η ίδια επιμαρτυρεί, εκδόθηκε από το Πρωτοκολλητείο για τους μήνες Απρίλιο 2020 μέχρι Ιούλιο 2020 και αναγράφεται στην πιο πάνω κλήση ως οφειλόμενο ποσό, το ποσό των €2.236. Έχω την άποψη, ότι το πιο πάνω ποσό είναι λανθασμένο και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την αντίστοιχη ένορκη δήλωση της αιτήτριας ημερομηνίας 16/7/20. Όπως η αιτήτρια παράθεσε στην παράγραφο 3 της τυποποιημένης ένορκής της δήλωσης, η περίοδος για την οποία εκδόθηκε η κλήση, ήτοι Απρίλιο μέχρι Ιούλιο 2020, δηλαδή για 4 μήνες, είναι σαφής. Η κλήση αυτή δεν εκδόθηκε για οποιαδήποτε περίοδο προγενέστερη είτε για οποιοδήποτε προγενέστερο ποσό προσαύξησης. Εκδόθηκε για καθορισμένη περίοδο, ήτοι για περίοδο 4 μηνών, επί €484 μηνιαίως, ίσον €1.936, συν €5 χαρτόσημα €1.941. Επομένως, η κλήση ημερομηνίας 16/7/20 αφορά το ποσό €1.941. Όσο αφορά την κλήση ημερομηνίας 2/9/20 που αφορά τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2020 για το ποσό €973 συν €5 χαρτόσημα, θεωρώ ότι είναι ορθή.
Συνακόλουθα, σε σχέση με την κλήση ημερομηνίας 16/7/20 εκδίδεται ένταλμα φυλάκισης του Καθ’ ου η αίτηση για περίοδο ενός έτους για το οφειλόμενο ποσό των €1.941 και για την κλήση ημερομηνίας 2/9/20 εκδίδεται ένταλμα φυλάκισης του Καθ’ ου η αίτηση για περίοδο ενός έτους για το οφειλόμενο ποσό €973.
Κρίνω όμως, υπό τις πιο πάνω περιστάσεις, ότι είναι ορθό και δίκαιο να δώσω μια ευκαιρία στον Καθ’ ου η αίτηση για να συμμορφωθεί με την εν λόγω απόφαση του.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, το ένταλμα φυλάκισης του Καθ’ ου η αίτηση στην κλήση ημερομ. 16/7/20 αναστέλλεται για περίοδο 45 ημερών από σήμερα.
Το ένταλμα το οποίο εκδόθηκε στην κλήση ημερομ. 2/9/20 αναστέλλεται για περίοδο ετέρων 45 ημερών από την εκπνοή της πρώτης προθεσμίας των 45 ημερών που δόθηκε για το ένταλμα φυλάκισης στην κλήση ημερομ. 16/7/20.
Τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας, όπως θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση.
(Υπ.) ………………………………
Μ. Τσαγγαρίδης
Πρόεδρος Οικογενειακού Δικαστηρίου
/ΣΝ
/ΚΤ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο