Ι.Ν. ν. Κ.Κ., Αρ. Αίτησης: 553/2018, 6/12/2022

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Δικαιοδοσία Γονικής Μέριμνας

Ενώπιον:  Σ. Νεοφύτου, Δ.

 

                                                                                           Αρ. Αίτησης: 553/2018

Μεταξύ:

 

                                                            Ι.Ν.             

Αιτήτρια

                                                            Και

 

                                                           Κ.Κ.

 

                                                                                                Καθ’ ου η αίτηση

 

Ημερομηνία:  06 Δεκεμβρίου 2022      

 

Αίτηση ημερομηνίας 17.10.2022 για επανάνοιγμα της υπόθεσης  

 

Εμφανίσεις:

Για καθ’ ου η αίτηση στην εναρκτήρια αίτηση/αιτητή στην παρούσα: Α. Παναγή (κα) για Αργυρού & Κωνσταντίνου Δ.Ε.Π.Ε.

Για  αιτήτρια στην εναρκτήρια αίτηση/καθ’ ης η αίτηση στην παρούσα: Ι. Παπαμιλτιάδους (κα) για Χ. Μ. Τριανταφυλλίδης.

 

 

                                                ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο εναρκτήρια αίτηση, η αιτήτρια αιτείται την έκδοση διατάγματος με το οποίο να ανατίθεται σε αυτήν η φύλαξη και φροντίδα του ανήλικου τέκνου των διαδίκων και διάταγμα με το οποίο να καθορίζεται ως τόπος διαμονής του ανήλικου ο εκάστοτε τόπος διαμονής της. Ο καθ’ ου η αίτηση καταχώρισε Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση δια της οποίας αιτείται την ρύθμιση της άσκησης της γονικής μέριμνας του ανήλικου και την ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας του με αυτό.

 

Στα πλαίσια της εναρκτήριας αίτησης εκδόθηκε προσωρινό διάταγμα σύμφωνα με το οποίο η φύλαξη και φροντίδα του ανηλίκου ανατέθηκε στην αιτήτρια και ως τόπος διαμονής του καθορίστηκε ο εκάστοτε τόπος διαμονής της αιτήτριας εντός της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου. Ρυθμίστηκε επίσης το δικαίωμα επικοινωνίας του καθ’ ου η αίτηση με τον ανήλικο. Ακολούθως και μετά από αίτημα του καθ’ ου η αίτηση το πιο πάνω προσωρινό διάταγμα τροποποιήθηκε με ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου.

 

Η διαφορά των διαδίκων περιορίστηκε τελικώς στο δικαίωμα επικοινωνίας του καθ’ ου η αίτηση, ωστόσο δεν κατέστη δυνατόν οι διάδικοι να γεφυρώσουν τις διαφορές τους και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση με τον καθ’ ου η αίτηση να διεκδικεί διεύρυνση του δικαιώματος επικοινωνίας του. Κατά την ακροαματική διαδικασία, ως πρώτη μάρτυρας κλήθηκε η Λειτουργός Ευημερίας, η οποία αφού κατέθεσε την έκθεση που ετοίμασε, αντεξετάστηκε από τους συνήγορους των διαδίκων. Ακολούθησε η μαρτυρία των διαδίκων και η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε με τις γραπτές αγορεύσεις των διαδίκων και την επιφύλαξη της απόφασης στις 27.09.2022.

 

Με την υπό κρίση αίτηση ο καθ’ ου η αίτηση στην εναρκτήρια αίτηση/αιτητής στην παρούσα (στο εξής αιτητής) αξιώνει την ακόλουθη θεραπεία:

 

«Διάταγμα του Δικαστηρίου για επανάνοιγμα της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο υπόθεσης λόγω γεγονότων που προέκυψαν μετά την επιφύλαξη της απόφασης και/ή περιήλθαν στην αντίληψη του Αιτητή μετά την επιφύλαξη της απόφασης στις 27/09/2022 και/ή γεγονότων που απέκρυψε η Αιτήτρια από το Δικαστήριο κατά την ακρόαση της υπόθεσης μέχρι την επιφύλαξη της υπόθεσης στις 27/09/2022 και τα οποία είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης να γνωρίζει το Δικαστήριο πριν την έκδοση της απόφασης γιατί επηρεάζουν ουσιαστικά το συμφέρον του ανήλικου τέκνου των διαδίκων Κ.Κ. »

 

Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκο δήλωση του αιτητή, ο οποίος αναφέρει ότι μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας και την επιφύλαξη της απόφασης στις 27.09.2022, ο ανήλικος υιός του τον πληροφόρησε ότι θα βλέπει τη μητέρα του μόνο τα Σαββατοκύριακα γιατί έγινε δασκάλα και ότι τα βράδια διανυκτερεύει στην οικία των γονέων της καθ’ ης η αίτηση όπου διαμένουν και οι δύο αδελφές της.

 

Για να εξακριβώσει το αληθές των πιο πάνω, ο αιτητής προέβη σε έρευνα και διαπίστωσε ότι κάποια βράδια η καθ’ ης η αίτηση δεν διέμενε στο διαμέρισμα της και ότι ο ανήλικος διανυκτέρευε στους γονείς της. Διαπίστωσε επίσης ότι τις ημέρες που δεν ασκούσε το δικαίωμα επικοινωνίας του, οι αδελφές ή ο πατέρας της αιτήτριας στην εναρκτήρια αίτηση/καθ’ ης η αίτηση στην παρούσα (στο εξής καθ’ ης η αίτηση) μετέφεραν τον ανήλικο στις απογευματινές του δραστηριότητες και στο σχολείο.  Αφού πληροφορήθηκε από την καθ’ ης η αίτηση ότι διορίστηκε ως δασκάλα στον Πύργο Τυλληρίας, επιβεβαίωσε τα πιο πάνω με την συνήγορο της καθ’ ης η αίτηση, η οποία του πρότεινε να γίνει μια διευθέτηση με τους γονείς της, ούτως ώστε ο ανήλικος να διανυκτερεύει στην οικία του κάποια επιπλέον βράδια όταν η καθ’ ης η αίτηση θα απουσίαζε.

 

Η πιο πάνω πρόταση απορρίφθηκε από την συνήγορο του επειδή θεώρησε ορθότερο να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου τα νέα δεδομένα και να ληφθούν υπόψιν στην έκδοση της απόφασης που είχε ήδη επιφυλαχθεί. Προς τούτο απέστειλε προς το Δικαστήριο ηλεκτρονικό μήνυμα, ζητώντας επανάνοιγμα της υπόθεσης. Το μήνυμα κοινοποιήθηκε στην δικηγόρο της καθ’ ης η αίτηση, η οποία επέμεινε στην θέση ότι δεν δικαιολογείται το επανάνοιγμα της υπόθεσης (βλ. τεκμήριο 1 σχετική αλληλογραφία).

 

Ο αιτητής αναφέρει ότι μετά από την πιο πάνω εξέλιξη και επειδή είχε την πρόθεση να καταχωρίσει την παρούσα αίτηση, άρχισε να παρακολουθεί την οικία της καθ’ ης η αίτηση για να διαπιστώσει τελικά ότι σε διάφορες ώρες στις 12.10.2022 και στις 13.10.2022, το αυτοκίνητο της καθ’ ης η αίτηση δεν βρισκόταν σταθμευμένο στον χώρο στάθμευσης και ότι εκεί βρισκόταν είτε το αυτοκίνητο του πατέρα της είτε της αδελφής της. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του κατέθεσε ως τεκμήρια 2, 3 και 4 φωτογραφίες που ο ίδιος τράβηξε από τον χώρο στάθμευσης. Ανέφερε επίσης ότι στις 14.10.202, μετέβη το σχολείο του ανηλίκου, όπου διαπίστωσε ότι εκεί τον μετέφερε η αδελφή της καθ’ ης η αίτηση. Υποστηρίζει επίσης ότι εκείνη την ημέρα ο ανήλικος ήταν στεναχωρημένος και ότι η αδελφή της καθ’ ης η αίτηση του ζήτησε να μιλήσει με τον ανήλικο γιατί δεν ήθελε να πάει στο σχολείο.

 

Πιστεύει ότι η ενέργεια της καθ’ ης η αίτηση να μεταβεί στον Πύργο Τυλληρίας ήταν προσχεδιασμένη, γι’ αυτό η δικηγόρος της δεν αποδεχόταν να καθοριστεί ο τόπος διαμονής του ανηλίκου εντός της πόλης της Λευκωσίας και επέμεινε να καθοριστεί εντός της Επαρχίας Λευκωσίας, καθότι με αυτό τον τρόπο δεν θα παραβίαζε το διάταγμα, εφόσον ο Πύργος Τυλληρίας ανήκει στην Επαρχία Λευκωσίας.

 

Κατηγορεί την καθ’ ης η αίτηση ότι αδιαφορεί για τα δικαιώματα του και ότι προσπαθεί να ξεγελάσει το Δικαστήριο αποκρύπτοντας την αλήθεια για την τρέχουσα κατάσταση πραγμάτων, την οποία το Δικαστήριο πρέπει να γνωρίζει προτού αποφασίσει την εναρκτήρια αίτηση.

 

Ο ίδιος είναι πρόθυμος, ικανός και διαθέτει το χρόνο να ασκήσει τα γονικά του καθήκοντα σε αντίθεση με την καθ’ ης η αίτηση η οποία τα εκχωρεί στους γονείς της. Είναι αδιανόητο για τον ίδιο να διανυκτερεύει ο ανήλικος στους γονείς της καθ’ ης η αίτηση, κάτι για το οποίο ουδέποτε συγκατατέθηκε, τη στιγμή που ο ίδιος μετακόμισε από την Λάρνακα στη Λευκωσία για να είναι πιο κοντά στο παιδί του. 

 

Τέλος, πιστεύει ότι επιβάλλεται το επανάνοιγμα της υπόθεσης καθότι αυτό που επηρεάζεται άμεσα είναι το συμφέρον του ανηλίκου.

 

Το Δικαστήριο διέταξε την επίδοση της αίτησης στην καθ’ ης η αίτηση.  Οι λόγοι ένστασης που προώθησε συνοψίζονται σε θέσεις όπως ότι η αίτηση στερείται ουσιαστικού και νομικού ερείσματος, δεν αποκαλύπτονται γεγονότα στην βάση των οποίων θα μπορούσε να αποδοθεί η αιτούμενη θεραπεία και ότι η αίτηση είναι καταχρηστική και μοναδικό σκοπό έχει την καθυστέρηση της υπόθεσης.

 

Η ένσταση υποστηρίζεται από ένορκο δήλωση της κας Μ. Κυριάκου, δικηγόρου που εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την καθ’ ης η αίτηση. Η ενόρκως δηλούσα επαναλαμβάνει τους λόγους ένστασης και διευκρινίζει ότι η καθ’ ης η αίτηση έχει διοριστεί ως καθηγήτρια Φιλόλογος στη Λάρνακα και στον Κάτω Πύργο Τυλληρίας. Συγκεκριμένα, κάθε Δευτέρα και Τρίτη εργάζεται στη Λάρνακα και κάθε Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή εργάζεται στον Πύργο Τυλληρίας.  Κατέθεσε ως τεκμήριο 1, σχετικό ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε η καθ’ ης η αίτηση στο δικηγορικό γραφείο, με το οποίο ενημερώνει και επεξηγεί στους δικηγόρους της  το ωράριο και το πρόγραμμα που ακολουθεί μετά τον διορισμό της.

 

Η ενόρκως δηλούσα επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του αιτητή ότι η δικηγόρος της καθ’ ης η αίτηση πρότεινε στην δικηγόρο του να προβεί σε διευθετήσεις με τους γονείς της καθ’ ης η αίτηση για να παίρνει τον ανήλικο κάποιες επιπλέον διανυκτερεύσεις, θέση που η συνήγορος του απέρριψε.

 

Υποστηρίζει ότι η περίπτωση δεν είναι κατάλληλη για να διαταχθεί επανάνοιγμα της υπόθεσης, εφόσον τα γεγονότα που επικαλείται ο αιτητής ουδόλως επηρεάζουν το δικαίωμα επικοινωνίας του, το οποίο ασκεί χωρίς κανένα πρόβλημα.

 

Η ακρόαση της αίτησης ολοκληρώθηκε με τις γραπτές αγορεύσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων. Ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Η δυνατότητα επανανοίγματος υπόθεσης αποτέλεσε το αντικείμενο εξέτασης σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όπως επιβεβαιώνεται και από την Νομολογία, η εξουσία για επανάνοιγμα υπόθεσης μετά το πέρας της ακρόασης και πριν την έκδοση της απόφασης δεν προβλέπεται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Επανάνοιγμα υπόθεσης μπορεί να διαταχθεί μόνο εφόσον το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι αυτό επιβάλλει το συμφέρον της δικαιοσύνης λόγω γεγονότων που προέκυψαν μετά την επιφύλαξη της απόφασης. Όπως λέχθηκε στην απόφαση Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1996) 1 Α.Α.Δ.49:

 

«Όπως τονίζεται στην Abse v. Smith [1986] 1 All E.R. 350, ο καθορισμός των διαδικασιών για την πρόσφορη απονομή της δικαιοσύνης ανάγεται στη Δικαστική Εξουσία ως συλλογικό (κολλεγιακό) σώμα (collegiate body). Η τήρηση των θεσμοθετημένων διαδικασιών ενέχει μεγάλη σημασία, όπως υποδεικνύεται στην ίδια απόφαση, για την απονομή της δικαιοσύνης. Η εκ των προτέρων γνώση της πρακτικής και διαδικασιών του δικαστηρίου, και γενικά η προκαθορισμένη πορεία της δικαιοσύνης, ώστε ο κάθε διάδικος να μπορεί με βεβαιότητα να ετοιμάζει και να παρουσιάζει την υπόθεση του ενώπιον του δικαστηρίου, είναι ύψιστης σπουδαιότητας για την εύρυθμη απονομή της δικαιοσύνης.

 

5. Η επιφύλαξη δικαστικής απόφασης δεν αποτελεί στάδιο της διαδικασίας. Όπως επισημαίνεται στη Δημοκρατία ν. Ηρακλέους (Αρ.1), (1994) 2 Α.Α.Δ. 213, η έκδοση της δικαστικής απόφασης αποτελεί καθήκον του δικαστηρίου μόλις αυτό καταλήξει στην ετυμηγορία του. Το επανάνοιγμα υπόθεσης, στην οποία η απόφαση έχει επιφυλαχθεί, μπορεί να διαταχθεί μόνο εφόσον το δικαστήριο διαπιστώσει ότι αυτό επιβάλλει το συμφέρον της δικαιοσύνης, λόγω γεγονότων τα οποία προέκυψαν μετά την επιφύλαξη της απόφασης - (βλ. Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 848· Παπαϊωάννου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 659· Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Υποθέσεις Αρ. 416/88 και 445/88 -14/2/92)· και Συμεωνίδου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1993) 3 Α.Α.Δ. 165. Βλ., επίσης, Payiatas v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1239, 1245)».

 

Στην απόφαση στην Ανδρέας Λαμπή κ.α. ν Διοικητή Κεντρικής Τράπεζας κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 302 λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Ακούσαμε τον κ. Αγγελίδη ως προς το θέμα του επανανοίγματος υπόθεσης μετά από την επιφύλαξη απόφασης. Και βεβαίως, είναι πάγια και σαφής η νομολογία που διέπει το θέμα. Δεν υπάρχει δικαίωμα επανανοίγματος υπόθεσης μετά από την επιφύλαξη της απόφασης, παρά μόνο υπάρχει δικαιοδοσία σύμφυτη στο ίδιο το Δικαστήριο για επανάνοιγμα, εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι τούτο είναι αναγκαίο προς το συμφέρον της δικαιοσύνης και με ευρύτερες διαστάσεις στο δημόσιο συμφέρον. Η δικαιοδοσία αυτή ασκείται στη συνήθη περίπτωση όσον αφορά γεγονότα τα οποία έχουν προκύψει από την επιφύλαξη της απόφασης και τα οποία θα μπορούσαν να είχαν σημασία ως προς αυτήν».

 

Στην υπόθεση Φροσούλλα Θεοκλέους v 1. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας κ.α., υπόθεση 471/2011, ημερομηνίας 19.07.2013, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Σύμφωνα με τη νομολογία, στις περιπτώσεις που έχει ήδη επιφυλαχθεί απόφαση, δεν μπορεί να επανανοίξει η υπόθεση, εκτός εάν το ίδιο το δικαστήριο κρίνει ότι αυτό επιβάλλεται για το συμφέρον της δικαιοσύνης, ενόψει γεγονότων τα οποία προέκυψαν μετά την επιφύλαξη της απόφασης. Όπως εξηγείται, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για επανάνοιγμα της υπόθεσης διατάσσεται με φειδώ και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Σχετικές είναι οι αποφάσεις στη Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 ΑΑΔ 848, 849 οι αρχές της οποίας υιοθετήθηκαν στην Παπαϊωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1991) 3 ΑΑΔ 659, 661 και Ξενοφώντος ν. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 261 (βλ. επίσης Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο Α. και Σ. Αγγελίδη (2011) σελ. 155-160).»

 

Από τα πιο πάνω, καθίσταται σαφές ότι η νομολογία θέτει αυστηρά κριτήρια έγκρισης αιτημάτων για επανάνοιγμα της υπόθεσης και ότι τέτοια αιτήματα εγκρίνονται με φειδώ.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή επικεντρώνεται στη φύση της υπόθεσης και ισχυρίζεται ότι τα γεγονότα που προέκυψαν μετά την επιφύλαξη της απόφασης επηρεάζουν το δικαίωμα επικοινωνίας του αιτητή, καθότι η όλη υπόθεση του και η εισήγηση που έθεσε με τις τελικές αγορεύσεις στηρίζεται στα δεδομένα που γνώριζε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Υποστηρίζει ότι η υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων πλέον καθιστά «ανίκανη» την καθ’ ης η αίτηση να ασκεί τα γονικά της καθήκοντα, εφόσον απουσιάζει αρκετές ώρες από την οικία της, με αποτέλεσμα να έχει παραχωρήσει μεγάλο μέρος των ευθυνών της στους γονείς της. Υποστηρίζει επίσης ότι τα νέα δεδομένα θέτουν σε μια άλλη βάση την υπόθεση, εφόσον με το επανάνοιγμα της ο αιτητής επιθυμεί πια να διεκδικήσει τη φύλαξη του ανηλίκου και τον καθορισμό του τόπου διαμονής του στο δικό του τόπο διαμονής.  

 

Παραπέμπει  το Δικαστήριο στην απόφαση Ησαΐας Ιωαννίδης v. Chada Ιωαννίδη (2002) 1 ΑΑΔ1446 και εισηγείται ότι λόγω της φύσης και του εξεταστικού χαρακτήρα των υποθέσεων γονικής μέριμνας, το Δικαστήριο οφείλει να επανανοίξει την υπόθεση για να ακούσει τα νέα γεγγιατί αυτό απαιτεί το συμφέρον του ανηλίκου.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της καθ’ ης η αίτηση, υποστηρίζει ότι δεν αποτελεί κανόνα το επανάνοιγμα της υπόθεσης σε κάθε περίπτωση που προκύπτουν νέα γεγονότα μετά την επιφύλαξη της απόφασης, αλλά τέτοιο αίτημα εγκρίνεται αφού το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι αυτό επιβάλλει το συμφέρον της δικαιοσύνης. Η υπό κρίση περίπτωση συνεχίζει, δεν είναι τέτοια που να δικαιολογεί το αίτημα για επανάνοιγμα, εφόσον ο αιτητής  ουσιαστικά ζητά την επανακρόαση της υπόθεσης.

 

Όπως καθίσταται αντιληπτό, το θέμα που απασχολεί τον αιτητή είναι ο διορισμός της καθ’ ης η αίτηση σε σχολείο εκτός της Επαρχίας Λευκωσίας, γεγονός που όπως υποστηρίζει έχει μεταβάλει την κατάσταση πραγμάτων όπως την γνώριζε μέχρι και την κατάθεση των γραπτών αγορεύσεων των δύο πλευρών προς ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας. Δεν συμφωνεί στη ανάθεση μέρους των ευθυνών της καθ’ ης η αίτηση που αφορούν τον ανήλικο σε μέλη της οικογένειας της και ζητά το επανάνοιγμα της υπόθεσης για να θέσει όλα τα πιο πάνω ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Υποδεικνύω αρχικά ότι η υπόθεση Ησαΐας Ιωαννίδης ανωτέρω, στην οποία η συνήγορος του αιτητή παρέπεμψε το Δικαστήριο δεν σχετίζεται με το υπό εξέταση θέμα καθότι εκεί το Δικαστήριο ενήργησε αυτεπάγγελτα και διέταξε επανάνοιγμα της υπόθεσης, όχι για να ακούσει μαρτυρία επί νέων γεγονότων που προέκυψαν μετά την επιφύλαξη της απόφασης, αλλά για να αναζητήσει τη γνώμη του ανηλίκου, ως όφειλε, συμφώνως του άρθρου 6 (3) του Νόμου 216/1990.

 

Περαιτέρω και για τους λόγους που θα εξηγήσω κατωτέρω και παρά το γεγονός ότι δεν αμφισβητείται ο διορισμός της καθ’ ης η αίτηση σε Επαρχία άλλη από αυτήν του τόπου διαμονής της, γεγονός σύνηθες για τους εκπαιδευτικούς, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται το επανάνοιγμα της υπόθεσης.

 

Από το τεκμήριο 1 που συνοδεύει την ένσταση της καθ’ ης η αίτηση, προκύπτει ότι η αλλαγή στην καθημερινότητα της είναι προσωρινή και τον Ιούνιο του 2023 αναμένει ότι θα λάβει μετάθεση σε σχολείο πιο κοντινής απόστασης, αφού θα έχει ολοκληρώσει υπηρεσία εκτός της επαρχίας του τόπου διαμονής της (το αγροτικό της όπως το ονομάζει). Το ότι ενίοτε αναγκάζεται να διανυκτερεύει στην Επαρχία της Πάφου δεν φαίνεται να επηρεάζει το δικαίωμα επικοινωνίας του αιτητή, το οποίο ο τελευταίος συνεχίζει να ασκεί απρόσκοπτα όπως και ο ίδιος αναφέρει στην ένορκο δήλωση του. Αποτελεί δε παραδεκτό γεγονός, ότι η καθ’ ης η αίτηση πρότεινε στον αιτητή όπως ο ανήλικος διαμένει μαζί του κάποια επιπλέον βράδια όταν αυτή θα διανυκτερεύει εκτός Λευκωσίας, πρόταση που ο αιτητής απέρριψε. 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, τα γεγονότα που προέκυψαν μετά την επιφύλαξη της απόφασης δεν δικαιολογούν το αίτημα για επανάνοιγμα, εφόσον πρόκειται για μια κατάσταση προσωρινή με ημερομηνία λήξης, κατάσταση που επαναλαμβάνω δεν επηρεάζει το δικαίωμα επικοινωνίας του αιτητή. Συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα αναγκαιότητας  παρουσίασης των νέων γεγονότων και προσκόμισης περαιτέρω μαρτυρίας σε σχέση με αυτά, εφόσον δεν πρόκειται για γεγονότα που μεταβάλλουν μόνιμα την υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων, αλλά πρόκειται όπως ανέφερα για γεγονότα που δεν επηρεάζουν το δικαίωμα επικοινωνίας του αιτητή, το οποίο ήταν και το μοναδικό επίδικο θέμα κατά την ακρόαση της υπόθεσης.   

 

Καταλυτικής σημασίας για την κατάληξη του Δικαστηρίου είναι επίσης το γεγονός ότι με το επανάνοιγμα της υπόθεσης ο αιτητής επιθυμεί στην ουσία τον επαναπροσδιορισμό των επίδικων θεμάτων.  Από τα όσα αναφέρει η συνήγορος του για να υποστηρίξει το σχετικό αίτημα,  διαπιστώνεται ότι η πρόθεση του πλέον είναι να διεκδικήσει τη φύλαξη του ανηλίκου και τον καθορισμό του τόπου διαμονής του στον δικό του τόπο διαμονής. Κατηγορεί την καθ’ ης η αίτηση ότι τα νέα γεγονότα δεν της επιτρέπουν να ασκεί ικανοποιητικά τον γονικό της ρόλο, κάτι που δεν αποτέλεσε επίδικο θέμα κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Τυχόν έγκριση του αιτήματος για επανάνοιγμα της υπόθεσης, υπό αυτά τα δεδομένα, θα μεταβάλει πλήρως το πραγματικό πλαίσιο επί του οποίου άρχισε και ολοκληρώθηκε η ακροαματική διαδικασία. Ο αιτητής επιχειρεί επαναπροσδιορισμό των επίδικων θεμάτων, αφού έχει ακουστεί μαρτυρία από τους διαδίκους και τη Λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας,  η οποία κατέθεσε την έκθεση που ετοίμασε βασιζόμενη στο ότι επίδικο θέμα ήταν η διεύρυνση του δικαιώματος επικοινωνίας του αιτητή.

 

Είναι βέβαιο ότι σε περίπτωση έγκρισης του αιτήματος για επανάνοιγμα η υπόθεση θα εκτροχιαστεί, εφόσον η προώθηση νέας αξίωσης οδηγεί ουσιαστικά στην έναρξη της δίκης από την αρχή. Ο αιτητής ζητά να ακουστεί επί θεμάτων που οι διάδικοι μέχρι πρότινος συμφωνούσαν και υπό αυτές τις περιστάσεις θα απαιτείτο ετοιμασία έκθεσης προόδου από την αρμόδιο Λειτουργό, στη βάση της αξίωσης του αιτητή για ανάθεση της φύλαξης και φροντίδας του ανηλίκου στον ίδιο. Θα απαιτείτο επίσης τροποποίηση στα δικόγραφα για να τεθούν οι νέοι ισχυρισμοί και αναγκαστικά η εκ νέου ακρόαση των μαρτύρων και η καταχώριση επιπλέον γραπτών αγορεύσεων.

 

 Σε άμεση συνάρτηση με τα πιο πάνω, κρίνεται ότι το επανάνοιγμα της υπόθεσης θα ισοδυναμούσε  με παροχή δεύτερης ευκαιρίας στον αιτητή να ακουστεί για θέματα εκτός των επιδίκων, στη βάση των οποίων ολοκληρώθηκε η εκδίκαση της υπόθεσης, γεγονός που πλήττει το θεμέλιο των κανόνων απονομής δικαιοσύνης. Η επανακρόαση που επιζητεί ο αιτητής δεν μπορεί να γίνει στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, όπου ότι απομένει είναι η έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου. 

 

 Όπως αναφέρεται στην απόφαση Μαυρογένης (βλ. ανωτέρω), «Η επιθυμία διαδίκου να προβάλει περαιτέρω επιχειρηματολογία προς στήριξη των θέσεων του, στην ουσία απολήγει στην επανακρόαση της υπόθεσης και την παροχή δεύτερης ευκαιρίας στο διάδικο ν' αναπτύξει την υπόθεση του. Η παροχή δεύτερης ευκαιρίας στο διάδικο ν' ακουστεί πλήττει το θεμέλιο των κανόνων απονομής της δικαιοσύνης, που συναρτά την τελεσιδικία με το κλείσιμο της υπόθεσης των αντιδίκων».

(Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου).

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω κρίνεται ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης δεν επιβάλει το επανάνοιγμα της υπόθεσης και η αίτηση απορρίπτεται.

 

Τα έξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας στην εναρκτήρια αίτηση/καθ’ ης η αίτηση στην παρούσα και εναντίον του καθ’ ου η αίτηση στην εναρκτήρια/αιτητή στην παρούσα,  καταβλητέα με το πέρας της εναρκτήριας αίτησης.

 

 

 

 

Υπ.)…………………….

                                                                                                           Σ. Νεοφύτου, Δ.

 

 

 

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο