Κ.Π. ν. Ι.Γ., Αρ. Αίτησης: 57/08, 22/12/2022

 

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Σ. Νεοφύτου, Δ.

 

                                                                                     Αρ. Αίτησης: 57/08

Μεταξύ:

Κ.Π.

                                                   Αιτήτρια

και

 

Ι.Γ.

 

                    Καθ’ ου η αίτηση

 

Κλήση ημερομηνίας  23.06.2022 βάσει του άρθρου 124 Α του Κεφ.155, όπως τροποποιήθηκε

 

Ημερομηνία: 22 Δεκεμβρίου  2022

Εμφανίσεις:

Για την αιτήτρια: Α. Τζίρτη (κα)

Για τον καθ’ ου η αίτηση: Μαρκιτανής Α. για Ν. Κληρίδου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

 ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Στις 27.04.2009 στα πλαίσια της αίτησης με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό, εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας εκ συμφώνου διάταγμα διατροφής, με το οποίο ο καθ’ ου η αίτηση διατάχθηκε να καταβάλλει στην αιτήτρια από 01.07.2008, την πρώτη ημέρα κάθε επόμενου μήνα το ποσό των €285, ως συνεισφορά του στην διατροφή και συντήρηση της ανήλικης θυγατέρας του.  

 

Στις 23.06.2022 η αιτήτρια καταχώρισε ένορκο δήλωση με σκοπό την έκδοση εντάλματος φυλάκισης εναντίον του καθ’ ου η αίτηση, για την είσπραξη του ποσού των €17.016,68 ως χρηματική ποινή. Το ποσό αυτό αφορά τις εκ του νόμου αυξήσεις του 10% για την περίοδο από 01.07.2010 μέχρι και τις 30.06.2022, πλέον €5 χαρτόσημο.  Στην ένορκο δήλωση της η αιτήτρια επισύναψε πίνακα, στον οποίο γίνεται αναλυτική αναφορά στο πως διαμορφώνεται το ποσό της διατροφής ανά 24 μήνες, από την ημέρα της επιβολή της 1ης αύξησης, ήτοι την 01.07.2010 μέχρι και τις 30.06.2022. Σύμφωνα με αυτόν, ο αιτητής οφείλει τα πιο κάτω ποσά:

 

  1. Για την περίοδο από 01.07.2010 μέχρι 30.06.2012, το ποσό των €684
  2. Για την περίοδο από 01.07.12 μέχρι 30.06.14, το ποσό των €1.436.40
  3. Για την περίοδο από 01.07.14 μέχρι 30.06.2016, το ποσό των €2.263.92
  4. Για την περίοδο από 01.07.2016 μέχρι 30.06.2018, το ποσό των €3.174,24
  5. Για την περίοδο από 01.07.2018 μέχρι 30.06.2020, το ποσό των €4.175,76
  6. Για την περίοδο από 01.07.2020 μέχρι 30.06.2022, το ποσό των €5.277,36

 

Το άρθρο 124Α του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ. 155),  όπως τροποποιήθηκε, προνοεί τη διαδικασία που ακολουθείται λόγω παράλειψης πληρωμής διατροφής:

 

 «124Α.(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 118 έως 124 του παρόντος Μέρους, στις περιπτώσεις που πρόσωπο παραλείπει να συμμορφωθεί με διάταγμα διατροφής, που εκδίδεται δυνάμει του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου και του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου, το πρόσωπο προς όφελος του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα δύναται να καταχωρίσει στο Δικαστήριο ένορκη δήλωση για την έκδοση εντάλματος φυλάκισης του προσώπου που παρέλειψε να συμμορφωθεί και το Δικαστήριο, αφού καλέσει το επηρεαζόμενο πρόσωπο να εμφανιστεί ενώπιόν του κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2), δύναται να εκδώσει ένταλμα φυλάκισης εναντίον του επηρεαζόμενου προσώπου για την περίοδο που ορίζεται στο ένταλμα και για τέτοια περαιτέρω περίοδο στην οποία το πρόσωπο δυνατό να υπόκειται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 128 σε σχέση με τα έξοδα εκτέλεσης του εντάλματος φυλάκισης.

 

(2) Για να καταστεί δυνατή η εμφάνιση του επηρεαζόμενου προσώπου και να εκδοθεί το ένταλμα φυλάκισης δυνάμει του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριο καλεί γραπτώς το επηρεαζόμενο πρόσωπο να εμφανιστεί ενώπιόν του κατά την καθοριζόμενη στην κλήση ημερομηνία, που ορίζεται το αργότερο εντός δεκαπέντε ημερών από την καταχώριση της ένορκης δήλωσης, για να εξηγήσει τους λόγους γιατί παρέλειψε να συμμορφωθεί με το διάταγμα διατροφής και τον πληροφορεί ότι σε περίπτωση μη εμφάνισης του το ένταλμα φυλάκισης δύναται να εκδοθεί:

 

Νοείται ότι η επίδοση της κλήσης σύμφωνα με το παρόν άρθρο γίνεται στον καθορισμένο τύπο και δύναται να επιτευχθεί με την αποστολή της κλήσης στο επηρεαζόμενο πρόσωπο με το σύνηθες ταχυδρομείο με επιστολή που απευθύνεται σε αυτό στον τελευταίο γνωστό ή το συνήθη τόπο διαμονής του:

 

Νοείται περαιτέρω ότι αν το επηρεαζόμενο πρόσωπο δεν εμφανιστεί στο Δικαστήριο κατά την καθορισθείσα ημερομηνία το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει το ένταλμα φυλάκισης.»

 

Το νομικό πλαίσιο για την υποβολή τέτοιου αιτήματος είναι το άρθρο 40 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου Ν.216/1990 το οποίο προβλέπει ότι:

 

«Τα διατάγματα διατροφής που εκδίδονται δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου μπορούν να εκτελεσθούν και ως χρηματικές ποινές σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή οποιοδήποτε άλλου Νόμου που τον καταργεί ή τον τροποποιεί.»

 

Στη βάση της ενόρκου δηλώσεως της αιτήτριας εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 124 (Α) του Κεφ. 155, η υπό εξέταση κλήση προς τον καθ’ ου η αίτηση,  με την οποία ο τελευταίος καλείτο να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου στις 08.07.2022 για να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους παρέλειψε να συμμορφωθεί με το πιο πάνω διάταγμα διατροφής. Στην κλήση σημειώνεται επίσης ότι εάν ο καθ’ ου η αίτηση παραλείψει να εμφανιστεί στο Δικαστήριο κατά την ημέρα και ώρα που ορίζεται σε αυτήν, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει εναντίον του ένταλμα φυλάκισης.   

 

Ο καθ’ ου η αίτηση εμφανίστηκε στην διαδικασία και στις 29/11/2019 καταχώρισε ένορκο δήλωση προβάλλοντας λόγους για τους οποίους η κλήση πρέπει να απορριφθεί.

 

Πέραν της οικονομικής  αδυναμίας που επικαλείται για να συμμορφωθεί με το διάταγμα, ισχυρίζεται ότι η αιτήτρια κωλύεται να ζητά αναδρομικά την είσπραξη του ποσού των €17.016,68, εφόσον πάντοτε εισέπραττε το ποσό της διατροφής αδιαμαρτύρητα και χωρίς καμία επιφύλαξη και ότι με τη συμπεριφορά της έχει αποποιηθεί του δικαιώματος της αύξησης, συμπεριφορά που συνιστά κατάχρηση και/ή εμπόδιο και/ή κώλυμα για την διεκδίκηση οποιουδήποτε ποσού μετά την πάροδο τόσων ετών.

 

Ισχυρίζεται ότι το διάταγμα μόλις πρόσφατα του επιδόθηκε και αναφέρει ότι από την έκδοση του διατάγματος καταβάλλει ανελλιπώς το ποσό της διατροφής. Αναφέρει επίσης ότι στο παρελθόν και συγκεκριμένα στις 25.10.2018, η αιτήτρια διεκδίκησε ξανά μέσω έκδοσης κλήσης το ποσό των €3.331,72, το οποίο αφορούσε αναδρομικά την εκ του Νόμου αύξηση του 10% μέχρι τότε, κλήση την οποία τελικώς απέσυρε κατόπιν υποδείξεως του Δικαστηρίου, υπό διαφορετική από την παρούσα σύνθεση.

 

Αναφέρεται στις εισοδηματικές δυνάμεις των διαδίκων για να καταδείξει ότι δεν δικαιολογείται η αύξηση του 10%, αλλά αντίθετα δικαιολογείται η μείωση του ποσού της διατροφής και περαιτέρω ισχυρίζεται ότι το ποσό της διατροφής, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί σήμερα με τις νόμιμες αυξήσεις δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά έξοδα της ανήλικης.

 

Στη συμπληρωματική ένορκο δήλωση που καταχώρισε η αιτήτρια κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, αναφέρει ότι το διάταγμα διατροφής επιδόθηκε στον καθ’ ου η αίτηση τόσο στις 04.10.2018, όσο και στις 08.06.2022 και ότι η καταβολή του ποσού της διατροφής γινόταν μέσω κατάθεσης  στον τραπεζικό της λογαριασμό, γι’ αυτό δεν ήταν δυνατή η διαμαρτυρία της.  

 

Αναφέρει ότι στις 04.10.18, ο συνήγορος που την εκπροσωπούσε τότε απέστειλε προς τον καθ’ ου η αίτηση επιστολή (τεκμήριο 1), με την οποία τον καλούσε να της καταβάλει το ποσό των €8.254,46, που αφορούσε την αύξηση του 10% αναδρομικά μέχρι τότε. Ο καθ’ ου η αίτηση της πρότεινε να της καταβάλει το ποσό των €600 έναντι του ποσού των αυξήσεων, με τον όρο να μην διεκδικήσει το υπόλοιπο ποσό, πρόταση την οποία απέρριψε.

 

Ισχυρίζεται ότι απέσυρε άνευ βλάβης το ένταλμα φυλάκισης ημερομηνίας 25.10.2018, λόγω λανθασμένης νομικής συμβουλής που έλαβε και ότι επιπρόσθετα κατέβαλε ποσό ύψους €630 ως έξοδα στη δικηγόρο του καθ’ ου η αίτηση (τεκμήριο 2 – απόδειξη πληρωμής).

 

Αναφέρει επίσης ότι  ο καθ’ ου η αίτηση στις 07.12.2018 καταχώρισε αίτηση για μείωση του ποσού της διατροφής και αναστολή της αύξησης του 10% (τεκμήριο 3), την οποία απέσυρε με διαταγή όπως η κάθε πλευρά επωμιστεί τα έξοδα της, χωρίς ωστόσο να λάβει σχετική ενημέρωση από το δικηγόρο της (τεκμήριο 4 πρακτικό Δικαστηρίου). Κατέθεσε ως τεκμήριο 5, την επιστολή του  δικηγόρου που την εκπροσωπούσε, με την οποία ζητούσε την πληρωμή των εξόδων του ύψους €1.452.96.

 

Ακολούθως, στις 08.06.2022 η δικηγόρος της απέστειλε επιστολή στον καθ’ ου η αίτηση καλώντας τον εκ νέου να της καταβάλει αναδρομικά το ποσό της αύξησης και λόγω της άρνησης του να συμμορφωθεί, προχώρησε με την έκδοση της υπό εξέταση κλήσης.

 

Ισχυρίζεται ότι ουδέποτε αποποιήθηκε του δικαιώματος της να αξιώσει την νόμιμη αύξηση του 10% και ότι εν πάση περιπτώσει, τα έξοδα της ανήλικης έχουν αυξηθεί από την έκδοση του διατάγματος, εφόσον σήμερα είναι τελειόφοιτη και παρακολουθεί επιπλέον ιδιαίτερα μαθήματα με κόστος περί τα €700 μηνιαίως. Υποδεικνύει ότι με βάση νομική συμβουλή που έλαβε από τη δικηγόρο της, η αύξηση του 10% είναι αυτόματη, εκτός εάν καταχωρηθεί αίτηση από τον υπόχρεο γονέα για την μη επιβολή της.

 

Τέλος, αναφέρει ότι μέχρι και σήμερα ο καθ’ ου η αίτηση συνεχίζει να καταβάλλει μόνο το αρχικό ποσό διατροφής, γεγονός που όπως ισχυρίζεται αδικεί την ανήλικη.

 

Στην συμπληρωματική ένορκο δήλωση που καταχώρισε ο αιτητής μετά από άδεια του Δικαστηρίου, επαναλαμβάνει ότι η αιτήτρια για σειρά ετών δεν απαίτησε την αύξηση του 10%, ούτε προχώρησε σε λήψη οποιουδήποτε δικαστικού μέτρου και προσθέτει ότι η αιτήτρια εμποδίζεται με βάση τη νομολογία να αξιώνει ξανά το ποσό της αύξησης για την περίοδο που συμπεριέλαβε στην κλήση ημερομηνίας 25.10.2018, αφού κατά την απόσυρση της δεν έγινε δήλωση για δικαίωμα καταχώρισης νέου φυλακιστηρίου.

 

Υποστηρίζει επίσης ότι εάν η αιτήτρια θεωρούσε το ποσό της διατροφής ανεπαρκές, θα έπρεπε να καταχωρίσει αίτηση για αύξηση του ποσού και ταυτόχρονα να απαιτήσει τις αυξήσεις, κάτι που δεν έπραξε ούτε στα πλαίσια της δικής του αίτησης για μείωση της διατροφής και ζητά την απόρριψη της κλήσης.

 

Η ακρόαση ολοκληρώθηκε με τις γραπτές αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων και ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε. Μελέτησα την εξεταζόμενη κλήση, το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων των διαδίκων, καθώς και όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι  των δύο πλευρών υποστήριξαν με τις αγορεύσεις τους.

 

Εξ’ αρχής διευκρινίζω ότι στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας το Δικαστήριο δεν έχει καμία δυνατότητα διαφοροποίησης του διατάγματος διατροφής. Οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί των διαδίκων αναφορικά με τις οικονομικές τους δυνάμεις και την αύξηση ή μείωση των εξόδων της ανήλικης, αποτελούν γεγονότα τα οποία τους δίνουν το δικαίωμα να αποταθούν στο Δικαστήριο και να ζητήσουν την αναθεώρηση του υφιστάμενου διατάγματος διατροφής λόγω μεταβολής των συνθηκών που υπήρχαν κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 38 του Νόμου 216/90.

 

Ένα από τα επιχειρήματα  που προβάλλει ο καθ’ ου η αίτηση για την απόρριψη της κλήσης, είναι ότι η αιτήτρια κωλύεται να αξιώνει με την υπό εξέταση κλήση ποσά τα οποία συμπεριέλαβε στην κλήση ημερομηνίας 25.10.18. Ο συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση, με παραπομπή στην υπόθεση Πατσαλίδης ν. Δίσπυρου (2006) 1 (Α) Α.Α.Δ. 17, υποστηρίζει ότι εφόσον η αιτήτρια δεν ζήτησε την άδεια του Δικαστηρίου να αποσύρει την κλήση με επιφύλαξη του δικαιώματος της να καταχωρίσει νέα ένορκη δήλωση για το ίδιο ποσό, το Δικαστήριο πρέπει να απορρίψει τις αυξήσεις που αφορούν την περίοδο από 2010-2018.

 

Το θέμα που απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Πατσαλίδης ν. Δίσπυρου (2006) 1 (Α) Α.Α.Δ. 17, ήταν εάν προέκυψε δεδικασμένο από τον τρόπο που αποσύρθηκε η αίτηση και εάν αυτό διέπεται αποκλειστικά από τη Δ.15, Θ.2 των Κανόνων Πολιτικής Δικονομίας. Συγκεκριμένα αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Θα αρκεστούμε, γιατί δεν χρειάζεται τίποτε άλλο να λεχθεί, να παραθέσουμε περικοπή από την υπόθεση Παμπορίδης ν. Κτηματικής Τράπεζας Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670, όπου ο δικαστής Κωνσταντινίδης αναφέρθηκε στη γένεση της νομολογιακής αρχής από το Δικαστήριο μας λέγοντας τα εξής στις σελίδες 675-676:

 

«Το ζήτημα καλύπτεται από τη Δ.15 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας. Οι προεκτάσεις της εξηγήθηκαν στις υποθέσεις Kypreos (1984) 1 C.L.R. 565 και Eleftheriades v. Cyprus Hotels (1985) 1 C.L.R. 677. Με τη θέσπιση της η ελευθερία που αναγνωριζόταν στον ενάγοντα για απόσυρση της αγωγής οποτεδήποτε, διατηρώντας δικαίωμα επαναφοράς της αιτίας της αγωγής που αποτελούσε το αντικείμενο της με νέα αγωγή ή σε μεταγενέστερη διαδικασία, δεν υπάρχει πλέον. Ο ενάγων μπορεί να αποφασίσει αν θα προωθήσει την αγωγή του ή αν θα την αποσύρει. Αυτό είναι δικό του προνόμιο και είναι ο κανόνας πως στο βαθμό που η απόσυρση της αγωγής διενεργείται για να οδηγηθεί η ορισμένη αντιδικία σε οριστικό τέλος, ούτε ο εναγόμενος έχει λόγο αλλά ούτε και το Δικαστήριο. Εκείνο που δεν δικαιούται να κάμει είναι να τερματίσει οποτεδήποτε θέλει τη διαδικασία διατηρώντας μονομερώς το δικαίωμα να επανέλθει στα ίδια. Οι περιορισμοί εν προκειμένω είναι σαφείς. Ο ενάγων δικαιούται να διακόψει (discontinue) με γραπτή ειδοποίηση την αγωγή, δηλαδή να την τερματίσει με δικαίωμα καταχώρισης νέας, οποτεδήποτε πριν την παραλαβή της υπεράσπισης, ή μετά την παραλαβή της πριν προβεί σε οποιοδήποτε άλλο δικονομικό διάβημα, (με επιφύλαξη ως προς οποιανδήποτε ενδιάμεση αίτηση). Από εκεί και πέρα ο ενάγων παύει να είναι dominus litis. Η διακοπή της αγωγής τελεί πλέον υπό την αίρεση της εξασφάλισης άδειας από το Δικαστήριο. Η απόσυρση της αγωγής και η επακόλουθη απόρριψη της χωρίς τέτοια άδεια που εξ ορισμού εμπεριέχει την αναγνώριση στον ενάγοντα δικαιώματος καταχώρισης νέας αγωγής, δημιουργεί δεδικασμένο. Βλ. Spencer Bower and Turner - the Doctrine of Res Judicata 2η έκδοση σελ.36, παράγραφος 39).»

 

Στην απόφαση  Επίσημος Παραλήπτης ως Εκκαθαριστή της περιουσίας της Arpactopil Trading Ltd κ.α v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. κ.α, Πολιτική έφεση αρ. 81/2012, ημερομηνίας 28 Νοεμβρίου 2018, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με το κατά πόσο δημιουργείται δεδικασμένο στις περιπτώσεις όπου διακόπτεται ή αποσύρεται μια αγωγή:

 

 «Αναφορικά με το ζήτημα του δεδικασμένου, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην υπόθεση Παμπορίδης ν. Κτηματικής Τραπέζης Λτδ (1995) 1 ΑΑΔ, 670, στην οποίαν αναφέρθηκαν οι αρχές με βάση τις οποίες δημιουργείται δεδικασμένο ή κώλυμα, μετά από τη διακοπή ή την απόσυρση μιας αγωγής.   Μεταξύ άλλων τονίζεται, στην Παμπορίδης, ότι η απόσυρση μιας αγωγής και η επακόλουθη απόρριψη της, χωρίς άδεια του δικαστηρίου, η οποία άδεια εξ ορισμού εμπεριέχει την αναγνώριση δικαιώματος καταχώρησης νέας αγωγής εκ μέρους του ενάγοντα, δημιουργεί δεδικασμένο.  Στην προκείμενη περίπτωση, όμως, οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι, εξυπακουόμενα, ζήτησαν άδεια του δικαστηρίου να αποσύρουν την προηγούμενη αγωγή, με επιφύλαξη δικαιωμάτων, δεν υπήρξε ένσταση εκ μέρους των εναγομένων και το δικαστήριο έδωσε τη ζητηθείσα άδεια και απέρριψε την προηγούμενη αγωγή, άνευ βλάβης των δικαιωμάτων των εναγόντων, δηλαδή χωρίς επηρεασμό του δικαιώματος τους να καταχωρήσουν νέα αγωγή.»

 

Επισημαίνω ότι η διαδικασία έκδοσης κλήσης αποτελεί μέτρο εκτέλεσης της απόφασης διατροφής, συμφώνως του άρθρου 40 του Ν. 216/90, το οποίο αναφέρει ότι τα διατάγματα διατροφής μπορούν να εκτελεσθούν και ως χρηματικές ποινές, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου που τον καταργεί ή τον τροποποιεί (βλ. ανωτέρω).  Ως εκ τούτου, κρίνω ότι δεν έχει εφαρμογή η Δ.15, η οποία αφορά την διακοπή διαδικασίας στα πλαίσια αγωγής, όχι όμως μέτρου εκτέλεσης, ως είναι η παρούσα διαδικασία.

 

Εν πάση δε περιπτώσει, όπως προκύπτει από το πρακτικό του Δικαστηρίου ημερομηνίας 14.12.2018, η αιτήτρια ζήτησε άδεια για να αποσύρει την αίτηση, εννοώντας προφανώς την κλήση και μάλιστα άνευ βλάβης. Το Δικαστήριο απέρριψε την κλήση εναντίον του καθ’ ου η αίτηση με τη σαφή πρόνοια «άνευ βλάβης», εξυπακούεται των δικαιωμάτων της αιτήτριας. Παραθέτω αυτούσιο το περιεχόμενο του σχετικού πρακτικού:

 

«Αιτήτρια: Ζητώ άδεια να αποσύρω την αίτηση άνευ βλάβης.

Κα Κληρίδου: Ζητούμε έξοδα όπως υπολογιστούν.

Δικαστήριο:  Άδεια δίδεται, η κλήση 25.10.2018 απορρίπτεται ως αποσυρθείσα, άνευ βλάβης. Τα έξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ του καθ’ ου η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.»

 

Στην βάση των όσων αναφέρονται πιο πάνω, σε συνδυασμό με τον τρόπο που η αιτήτρια απέσυρε την κλήση ημερομηνίας 25.10.2018 καθίσταται σαφές ότι δεν τίθεται θέμα δεδικασμένου. Η φράση "άνευ βλάβης" που καταγράφεται στο πρακτικό του Δικαστηρίου, δίδει το δικαίωμα στην αιτήτρια να προχωρήσει με την έκδοση νέας κλήσης, ακόμα και αν αυτή αφορά το ίδιο ποσό με αυτήν  που έχει αποσύρει. Συνακόλουθα, ο σχετικός ο λόγος ένστασης κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Ο καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι το διάταγμα διατροφής του επιδόθηκε για πρώτη φορά στις 07.10.2018, δηλαδή πριν από την έκδοση της κλήσης στις 25.10.2018 και ακολούθως του επιδόθηκε εκ νέου στις 08.06.2022. Από τα πρακτικά του Δικαστηρίου προκύπτει ότι στις 27.04.2009, ημερομηνία έκδοσης της απόφασης διατροφής, ο καθ’ ου η αίτηση ήταν παρών στο Δικαστήριο και έλαβε γνώση του διατάγματος και των όρων αυτού. Ο δε ισχυρισμός του περί ανελλιπούς καταβολής του ποσού της διατροφής δεν αφήνει καμία αμφιβολία προς τούτο. Το γεγονός  ότι το διάταγμα του επιδόθηκε για πρώτη φορά στις 07.10.2018 και αργότερα στις 08.06.2022, δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωση του να συμμορφώνεται με αυτό, αφού η επίδοση προφανώς έγινε, εφόσον κάτι τέτοιο αποτελεί προϋπόθεση για τη δυνατότητα έκδοσης κλήσης δυνάμει του άρθρου 124 Α Κεφ.155, με σκοπό την έκδοση εντάλματος φυλάκισης.

 

Το βασικό ωστόσο επιχείρημα που προβάλλει ο καθ’ ου η αίτηση για την απόρριψη της υπό εξέτασης κλήσης, είναι ότι η αιτήτρια κωλύεται να διεκδικεί αναδρομικά ποσά που αφορούν την εκ του Νόμου αύξηση, εφόσον πάντοτε αποδεχόταν την πληρωμή της μηνιαίας διατροφής χωρίς διαμαρτυρία και ότι η συμπεριφορά της συνιστά εμπόδιο και/ή κώλυμα να αξιώνει τώρα τα ποσά αυτά. Θεωρεί ότι η αποδοχή εκ μέρους της αιτήτριας του ποσού της διατροφής, συνεπάγεται παραίτηση του δικαιώματος της να διεκδικήσει το ποσό που απαιτεί σήμερα.

 

Το θέμα της αύξησης του ποσού της διατροφής που καταβάλλεται δυνάμει διατάγματος, διέπεται από το άρθρο 38 (2) του Ν. 216/90. Στο άρθρο αυτό προβλέπεται ότι το ύψος του ποσού της διατροφής αυξάνεται αυτόματα κατά 10% ανά περίοδο 24 μηνών και ότι  ο υπόχρεος μπορεί να καταχωρίσει αίτηση, για να μην ισχύσει η αυτόματη αύξηση, οπόταν η υποχρέωση καταβολής οποιασδήποτε αύξησης αναστέλλεται, μέχρι την έκδοση της απόφασης, η οποία δύναται να έχει αναδρομική ισχύ από την ημερομηνία καταχώρισης της αίτησης.

 

Το Ανώτατο  Δικαστήριο, κατά πλειοψηφία, απεφάνθη ότι το άρθρο  38(2) του Ν.216/90 δεν αντίκειται στο άρθρο 30.2 του  Συντάγματος (Χριστοφόρου ν. Χριστοφόρου Νομικό  Ερώτημα Αρ.  373 ημερ.  2.5.17). Στην απόφαση αυτή αναφέρονται τα εξής σχετικά:

 

  «Το άρθρο 38(2) δεν έχει δημιουργήσει κάποιο μαχητό ή αμάχητο τεκμήριο.  Δεν υπάρχει εδώ, η διά νόμου πρόβλεψη περί αναγωγής ορισμένων εννόμων συνεπειών από ορισμένα υποθετικά πραγματικά στοιχεία. Απλώς έχει μεταθέσει το βάρος στον υπόχρεο διατροφής να αποτείνεται εκείνος σε περίπτωση που δεν επιθυμεί την αύξηση αυτή, αύξηση που είναι εν πάση περιπτώσει προς όφελος του δικαιούχου και κυρίως των ανηλίκων τέκνων. »

 

Όπως επεξηγείται στην πιο πάνω απόφαση, το άρθρο 38 (2) του Ν.216/90 σκοπεί στην υποβοήθηση της διαδικασίας καταβολής διατροφής προς αποφυγήν καταχώρισης συνεχόμενων αιτήσεων για τον επανακαθορισμό του ποσού της διατροφής εκ μέρους των ατόμων που δικαιούνται διατροφή, ώστε να διασώζεται πολύτιμος δικαστικός χρόνος με αχρείαστες αιτήσεις, ενστάσεις, ακροαματικές διαδικασίες και εφέσεις. Φαίνεται δε ότι με την εισαγωγή της διάταξης αυτής στον Νόμο,  ο νομοθέτης αναγνωρίζει ότι, κατά κανόνα, όσο μεγαλώνουν τα παιδιά αυξάνονται και οι ανάγκες τους

 

Σημειώνω επιπλέον ότι στον  περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου, Ν. 216/90, που ρυθμίζει την διατροφή ανηλίκων, δεν τίθεται οποιοσδήποτε χρονικός περιορισμός για την απαίτηση παρελθουσών διατροφών ανηλίκων. Ο νομοθέτης δεν θέλησε όπως η αξίωση αυτή υπόκειται σε παραγραφή,  σε αντίθεση με την διατροφή συζύγων, όπου στο άρθρο 9(3) του Ν.232/91 προνοείται ότι:

 

 «Ποσό που οφείλεται δυνάμει διατάγματος διατροφής για περίοδο μεγαλύτερη από δύο χρόνια δεν μπορεί να εισπραχθεί, αλλά οποιαδήποτε περίοδος απουσίας του οφειλέτη από τη Δημοκρατία δεν υπολογίζεται για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου.»

 

Συνακόλουθα, το ότι η αξίωση της αιτήτριας αφορά παρελθούσες οφειλές αύξησης, δεν συνιστά κώλυμα για την ίδια, ούτε  ο χρόνος καταχώρισης της παρούσας κλήσης εκ μέρους της συνιστά παραίτηση ή κατάχρηση του δικαιώματος της να αξιώσει παρελθούσες αυξήσεις διατροφής,  ως ο καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται.

 

Για το υπό κρίση ζήτημα, ήτοι την διεκδίκηση παρελθούσων διατροφών παραπομπή γίνεται στο σύγγραμμα του καθηγητή Α. Σ. Γεωργιάδη «Οικογενειακό Δίκαιο», Β’  Έκδοση, σελ.639 όπου αναφέρονται τα εξής:

 

 

 

 

«III. Διατάξεις αναγκαστικού δικαίου

 

Οι διατάξεις για τη διατροφή είναι κατά μεγάλο ποσοστό διατάξεις αναγκαστικού δικαίου και συνεπώς οι αντίθετες συμφωνίες των μερών, που διαταράσσουν την ισορροπία της υποχρέωσης και του δικαιώματος διατροφής σε βάρος του δικαιούχου, είναι άκυρες. Κανόνας ενδοτικού δικαίου είναι π.χ. ο κανόνας για καταβολή της διατροφής σε χρήμα (ΑΚ 1496, 1497) ή ο κανόνας ότι διατροφή οφείλεται από την υπερημερία (ΑΚ1498). Από την άλλη, κανόνας αναγκαστικού δικαίου είναι π.χ. η απαγόρευση παραίτησης από τη διατροφή για το μέλλον, όχι όμως για παρελθόν (ΑΚ 1499 εδ.α’), ακόμη και αν γίνεται με αντάλλαγμα.»

 

Με βάση το άρθρο 33 (1) του Ν.216/90, το οποίο διέπει το θέμα της διατροφής ανηλίκων, οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού, ο καθ’ ένας ανάλογα με τις δυνάμεις του. Ο δικαιούχος της διατροφής  είναι ο ανήλικος, ενώ υπόχρεοι είναι και οι δύο γονείς.

 

Πουθενά στον Νόμο δεν γίνεται αναφορά για παραίτηση δικαιώματος από γονέα σε σχέση με την υποχρέωση του να διατρέφει το τέκνο του. Οι κανόνες διατροφής, ως κατεξοχήν κανόνες αναγκαστικού δικαίου, δεν επιδέχονται αλλοίωση με παραίτηση ή αντίθετη συμφωνία, ως ανωτέρω αναφέρεται (βλ.  σύγγραμμα Γεωργιάδη). 

 

Η αξίωση διατροφής ανηλίκου πηγάζει από τον Νόμο και έχει ως βάση τις οικογενειακές σχέσεις. Δεν αποτελεί συμβατική υποχρέωση, όπου θα μπορούσε ενδεχομένως να  γίνεται λόγος για παραίτηση δικαιώματος ή εφαρμογή των αρχών του κωλύματος λόγω συμπεριφοράς.

 

Περαιτέρω, όπως ξεκάθαρα προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου 38 (2) του Ν.216/90, ο υπόχρεος ο οποίος δεν επιθυμεί την αύξηση, πρέπει ο ίδιος να αποταθεί στο Δικαστήριο και να λάβει σχετικά μέτρα για να μην ισχύσει. Αυτό είναι και το μόνο μέτρο αντίδρασης που  του παρέχει ο Νόμος. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην απόφαση Χριστοφόρου (Νομικό Ερώτημα, βλ. ανωτέρω), η σχετική διάταξη «ουδαμώς αποστερεί τον υπόχρεο διατροφής από του να αιτηθεί στο Δικαστήριο οποτεδήποτε για να μην ισχύει η αύξηση αυτή, ή, να περιοριστεί το ύψος της.»

 

Εξ’ αντιδιαστολής των πιο πάνω προκύπτει ότι η επιβολή της αύξησης του 10% δεν προϋποθέτει οποιαδήποτε ενέργεια εκ μέρους του δικαιούχου και ότι το ποσό της αύξησης προστίθεται «αυτόματα» στο ποσό της διατροφής και αποτελεί μέρος της συνολικού ποσού αυτής. Όπως προελέχθη, η παρούσα διαδικασία αποτελεί μέτρο εκτέλεσης της απόφασης διατροφής και δεν είναι η κατάλληλη για να αποφασιστεί οποιαδήποτε ένσταση του καθ’ ου η αίτηση στην επιβολή της αυτόματης αύξησης. Η ορθή διαδικασία προς τούτο, είναι η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 38 (2) του Νόμου και η αναστολή της αύξησης επιτυγχάνεται μόνο μετά από σχετική απόφαση του Δικαστηρίου.

 

Ο καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι η αιτήτρια παρέμεινε αδρανής και άφησε να παρέλθουν τα χρόνια, χωρίς να διαμαρτυρηθεί και έρχεται τώρα καταχρηστικά να ζήτα όλες τις εκ του Νόμου αυξήσεις. Προκύπτει ωστόσο ότι και το 2018 η αιτήτρια αξίωσε αναδρομικά τις αυξήσεις που επιβλήθηκαν μέχρι τότε, αφού πρώτα τον ενημέρωσε γραπτώς για την πρόθεση της.

 

Ο καθ’ ου η αίτηση αντέδρασε στην έκδοση της κλήσης  με την καταχώριση ένστασης, αίτησης μείωσης του ποσού της διατροφής και αίτησης για αναστολή των επόμενων αυξήσεων και ενόψει της άρνησης του να καταβάλει το ποσό της αύξησης, θα ανέμενε κανείς ότι θα προωθούσε μέχρι τέλους το αίτημα του, τουλάχιστον αναφορικά με την αναστολή των αυξήσεων.  Αντί αυτού, απέσυρε κάθε διαδικασία, αρνούμενος και πάλι να καταβάλει το ποσό της αύξησης. Συνεπώς, δεν μπορεί σήμερα να παραπονείται ότι η αιτήτρια ουδέποτε αναζήτησε τις νόμιμες αυξήσεις, ιδιαίτερα τη στιγμή που ο ίδιος εγκατάλειψε το αίτημα του να μην ισχύσουν οι αυξήσεις, έστω οι επερχόμενες.

 

Οι ενέργειες της αιτήτριας από τη μια δείχνουν την πρόθεση της να διεκδικήσει τις αυξήσεις και από την άλλη δείχνουν  ότι ο καθ’ ου η αίτηση γνώριζε για την υποχρέωση του να τις καταβάλει. Ας σημειωθεί επίσης ότι η καταβολή του ποσού της διατροφής γινόταν με κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό της αιτήτριας, συνεπώς δεν μπορεί να χρεωθεί στην τελευταία η παράλειψη του καθ’ ου η αίτηση να συμμορφωθεί με το διάταγμα.

 

Επισημαίνω δε, ότι ούτε μετά την έκδοση της υπό εξέταση κλήσης ο καθ’ ου η αίτηση προέβη σε οποιοδήποτε διάβημα για την αναστολή της επόμενης αύξησης που έχει ήδη επιβληθεί στο διάταγμα διατροφής.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω, κατέληξα ότι ο καθ’ ου η αίτηση οφείλει να καταβάλει στην αιτήτρια αναδρομικά  το ποσό της εκ του Νόμου αύξησης του 10%, ποσό το οποίο με βάση τον αναλυτικό πίνακα που επισύναψε η αιτήτρια στην ένορκο δήλωση της ημερομηνίας 23.06.2022 αλλά και με βάση τους υπολογισμούς που προέβη το Δικαστήριο προς επαλήθευση του ποσού, ανέρχεται σε €17.016,68. Συνεπώς δικαιολογείται η έκδοση εντάλματος φυλάκισης εναντίον του για το πιο πάνω ποσό.

 

Είναι γεγονός ότι έχει συσσωρευθεί μεγάλο ποσό καθυστερημένων διατροφών. Λαμβάνοντας υπόψιν τους ισχυρισμούς του καθ’ ου η αίτηση περί οικονομικής αδυναμίας να καταβάλει άμεσα και εφάπαξ το αξιούμενο ποσό, τις συνέπειες που μπορεί να έχει η έκδοση ενός εντάλματος φυλάκισης εναντίον του και το γεγονός ότι εξακολουθεί να υφίσταται η υποχρέωση του να καταβάλλει το ποσό των €555, ως έχει διαμορφωθεί σήμερα το διάταγμα διατροφής με τις εκ του Νόμου αυξήσεις, κρίνω ορθό και δίκαιο όπως δοθεί κάθε ευκαιρία στον καθ’ ου η αίτηση να συμμορφωθεί με το παρόν ένταλμα.

 

Συνακόλουθα, εκδίδεται ένταλμα φυλάκισης εναντίον του καθ’ ου η αίτηση για περίοδο ενός έτους, για το οφειλόμενο ποσό διατροφής ύψους €17.016,68. Θα υπάρχει αναστολή εκτέλεσης του παρόντος εντάλματος, εφόσον ο καθ’ ου η αίτηση καταβάλλει στην αιτήτρια, από 01.01.2023, την πρώτη ημέρα κάθε επόμενου μηνός με 5 μέρες χάρη, το ποσό των €300 μηνιαίως, μέχρι την πλήρη εξόφληση της πιο πάνω οφειλής του.

 

Νοείται, περαιτέρω, ότι παράλειψη πληρωμής οποιασδήποτε ανωτέρω δόσης, θα καθιστά την ποινή άμεσα εκτελεστή.

 

Τα έξοδα της παρούσας  διαδικασίας όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον του καθ’ ου η αίτηση.

 

 

                                                          (Υπ.)…………………….

                                                                                     Σ. Νεοφύτου, Δ

 

 

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο