ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Δικαιοδοσία Γονικής Μέριμνας
Ενώπιον: Σ. Νεοφύτου, Δ.
Αρ. Αίτησης: 332/2021
Μεταξύ:
Α.Φ.
Αιτητής
και
Μ.Ε.Α
Καθ’ ης η αίτηση
Αίτηση δια κλήσεως ημερομηνίας 16.07.2021.
Ημερομηνία: 26 Ιανουαρίου 2022
Εμφανίσεις:
Για τον αιτητή: Α. Τζίρτη (κα)
Για την καθ’ ης η αίτηση: Μούσουλος για Μούσουλος, Κανέλα & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Οι διάδικοι υπήρξαν ζευγάρι και από τη σχέση τους απέκτησαν μια θυγατέρα τη Ν, η οποία γεννήθηκε στις 10.4.2014 στη Λευκωσία. Ο αιτητής προέβη σε εκούσια αναγνώριση της ανήλικης. Οι διάδικοι διέκοψαν τη σχέση τους λίγο καιρό μετά τη γέννηση της ανήλικης.
Στις 30.6.2016 εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας εκ συμφώνου διάταγμα γονικής μέριμνας στην αίτηση με αρ. 71/15 σύμφωνα με το οποίο η φύλαξη και φροντίδα της ανήλικης ανατέθηκε στην καθ’ ης η αίτηση, καθορίστηκε ως τόπος διαμονής της ανήλικης ο εκάστοτε τόπος διαμονής της καθ’ ης η αίτηση στην Κύπρο και επιπλέον εκδόθηκε διάταγμα με το οποίο οι υπόλοιπες πτυχές της γονικής μέριμνας θα ασκούνται από κοινού από τους διαδίκους. Με το πιο πάνω διάταγμα ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του αιτητή με την ανήλικη (τεκμήριο 2 στην ένορκη δήλωση του αιτητή). Ο αιτητής καταβάλλει στην καθ’ ης η αίτηση δυνάμει διατάγματος διατροφής το ποσό των €360 μηνιαίως, ως συνεισφορά του στα έξοδα διατροφής της ανήλικης.
Κατά η περί τις 13.05.2021, η καθ’ ης η αίτηση κατήγγειλε τον αιτητή στο Τμήμα Καταπολέμησης Θεμάτων Βίας στην Οικογένεια και Κακοποίησης Ανηλίκων για σεξουαλική κακοποίησης της ανήλικης. Μετά τη λήψη καταθέσεων από τον αιτητή και την ανήλικη καταχωρίστηκε εναντίον του αιτητή ποινική υπόθεση στα πλαίσια του Νόμου Περί Βίας στην Οικογένεια, όπου και εκδόθηκε διάταγμα απομάκρυνσής του από την ανήλικη. Στις 21.05.2020 καταχωρίστηκε η ποινική υπόθεση υπ’ αριθμόν 9346/2021 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας και στις 22.06.2021 στα πλαίσια της εν λόγω διαδικασίας εκδόθηκε διάταγμα με το οποίο ο αιτητής αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους και διάταγμα απομάκρυνσης του από την ανήλικη, υπό τον όρο ότι «θα επιτρέπεται στον κατηγορούμενο να έχει επικοινωνία με την ανήλικη θυγατέρα του κάθε Δευτέρα και Πέμπτη μεταξύ των ωρών 16.00 και 17.30. Η επικοινωνία αυτή θα γίνεται αυστηρά στην παρουσία και την επίβλεψη λειτουργού του Γραφείου Ευημερίας, σε τόπο που θα καθοριστεί από αυτό, σε συνεννόηση με τις Αστυνομικές Αρχές. Το διάταγμα παραμένει σε ισχύ, μέχρι τις 22/06/2021.»
Στις 22.06.2021 ημέρα κατά την οποία ο αιτητής εμφανίστηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, ανανεώθηκε το διάταγμα απομάκρυνσης με την διαφοροποίηση ότι «θα παρέχεται ευχέρεια επικοινωνίας του αιτητή με την ανήλικη παραπονούμενη θυγατέρα του, δύο φορές την εβδομάδα διάρκειας δύο ωρών η καθεμιά, με την επικοινωνία αυτήν αυστηρώς να γίνεται στην παρουσία και κάτω από την επίβλεψη λειτουργού του Γραφείου Ευημερίας.» (Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)
Τα πιο πάνω διατάγματα κατέθεσε ο αιτητής ως τεκμήριο 4.
Από την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης μέχρι σήμερα ο αιτητής διατηρεί επιβλεπόμενη επικοινωνία με την ανήλικη στην παρουσία αρμόδιου λειτουργού του Γραφείου Ευημερίας.
Με εναρκτήρια αίτηση ημερομηνίας 16.07.2021, ο αιτητής αξιώνει μεταξύ άλλων την έκδοση διατάγματος που να διατάζει την καθ’ ης η αίτηση να μεταφέρει την ανήλικη σε παιδοψυχολόγο μέχρι την έκβαση της πιο πάνω ποινικής υπόθεσης και διάταγμα που να αναστέλλει τις υπ’ αριθμό 5 και 6 πρόνοιες του υφιστάμενου διατάγματος γονικής μέριμνας ημερομηνίας 30.06.2016.
Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης της μεταξύ των διάδικων διαφοράς παραθέτω τις πρόνοιες υπ’ αρ. 4, 5 και 6 του υφιστάμενου διατάγματος γονικής μέριμνας.
«4. ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ ΕΚ ΣΥΜΦΩΝΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑ με το οποίο κατά την περίοδο των διακοπών των Χριστουγέννων και του Πάσχα, η καθ’ ης η αίτηση θα έχει δικαίωμα να ταξιδεύει με την ανήλικη για περίοδο μέχρι δεκαπέντε ημέρες κάθε φορά, χωρίς τη συγκατάθεση του αιτητή, νοουμένου ότι θα τον ενημερώνει γραπτώς επτά ημέρες προηγουμένως σχετικά με τις λεπτομέρειες του ταξιδιού.
5. ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΚ ΣΥΜΦΩΝΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑ με το οποίο κατά την περίοδο μεταξύ Ιουνίου και Σεπτεμβρίου η καθ’ ης η αίτηση θα έχει δικαίωμα να ταξιδεύει με την ανήλικη για περίοδο μέχρι είκοσι ημερών, χωρίς τη συγκατάθεση του αιτητή, νοουμένου ότι θα τον ενημερώνει γραπτώς επτά ημέρες προηγουμένως σχετικά με τις λεπτομέρειες του ταξιδιού.
6. ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ ΕΚ ΣΥΜΦΩΝΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑ με το οποίο η καθ’ ης η αίτηση θα έχει δικαίωμα να ταξιδεύει με την ανήλικη στο εξωτερικό τέσσερις επιπλέον φορές το χρόνο, πέραν των αναφερόμενων στις παραγράφους 4 και 5, για περίοδο μέχρι επτά ημερών κάθε φορά, χωρίς τη συγκατάθεση του αιτητή, νοουμένου ότι θα τον ενημερώνει γραπτώς τρεις ημέρες προηγουμένως σχετικά με τις λεπτομέρειες του ταξιδιού».
Στα πλαίσια της εναρκτήριας αίτησης ο αιτητής καταχώρισε ενδιάμεση δια κλήσεως αίτηση για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων ως ακολούθως:
1. Προσωρινό διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου, με το οποίο να διατάσσεται η καθ’ ης η αίτηση να μεταφέρει την ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων σε παιδοψυχολόγο, ως οι οδηγίες του Δικαστηρίου, μέχρι την εκδίκαση της κυρίως αίτησης σε εβδομαδιαία βάση και/ή ως θα κριθεί αναγκαίο με βάση την/τον ειδικό.
2. Προσωρινό διάταγμα, με το οποίο θα τροποποιείται η πρόνοια της παραγράφου 5 του διατάγματος το οποίο εκδόθηκε στην αίτηση ΓΜ 71/15 του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 30.06.16, με τρόπο ώστε η διάρκεια του ταξιδιού δεν θα ξεπερνά τις 10 μέρες, αντί 20 ημέρες ως προβλέπεται, μέχρι την εκδίκαση της κυρίως αίτησης.
3. Προσωρινό διάταγμα, με το οποίο θα αναστέλλεται η πρόνοια της παραγράφου 6 του διατάγματος το οποίο εκδόθηκε στην αίτηση ΓΜ 71/15 του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 30.6.16, μέχρι την εκδίκαση της κυρίως αίτησης.
4. Οποιαδήποτε άλλη διαταγή το Δικαστήριο κρίνει πρόσφορη υπό τις περιστάσεις.
Μετά την επίδοση της ενδιάμεσης αίτησης στην καθ’ ης η αίτηση και συγκεκριμένα στις 08.10.21, εκδόθηκε εκ συμφώνου προσωρινό διάταγμα σύμφωνα με το οποίο η καθ’ ης η αίτηση διατάχθηκε να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες ούτως ώστε η ανήλικη να αρχίσει συναντήσεις με παιδοψυχολόγο και εφόσον κριθεί αναγκαίο αυτές να συνεχιστούν. Οι διάδικοι συμφώνησαν επίσης ότι το κόστος των συναντήσεων θα το επωμιστεί ο αιτητής αποκλειστικά, πλην των συναντήσεων που θα αφορούν την καθ’ ης η αίτηση, το κόστος των οποίων θα βαρύνουν την ίδια.
Για τις υπόλοιπες θεραπείες δόθηκαν οδηγίες για καταχώριση ένστασης. Παράλληλα γίνονταν προσπάθειες για την εκ συμφώνου διευθέτηση και αυτών, προσπάθειες που τελικώς δεν τελεσφόρησαν. Έτσι, οι θεραπείες υπ’ αρ. 2 και 3 της ενδιάμεσης δια κλήσεως αίτησης οδηγήθηκαν σε ακρόαση.
Στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι μέχρι τον Μάϊο του 2020 εφάρμοζε το διάταγμα επικοινωνίας και είχε μια άψογη σχέση με την ανήλικη, ζητούσε δε να έχει περισσότερη επικοινωνία, γεγονός που η καθ’ ης η αίτηση αρχικά αποδέχτηκε και η ανήλικη έμενε μαζί του για περισσότερες ώρες τα Σαββατοκύριακα.
Ισχυρίζεται ότι στις 03.03.2021 η καθ’ ης η αίτηση τον ενημέρωσε ότι αρραβωνιάστηκε. Έκτοτε, άρχισε να ενεργεί μόνη της σε θέματα που αφορούσαν την ανήλικη, διέκοψε τη φοίτηση της στο ολοήμερο σχολείο από όπου την παραλάμβανε πλέον ο αρραβωνιαστικός της, χωρίς την έγκριση του αιτητή και χωρίς πρώτα να ενημερώσει τη διεύθυνση του σχολείου για την ύπαρξη σχετικού διατάγματος γονικής μέριμνας. Προς τούτο, ο αιτητής απέστειλε σχετική επιστολή προς τη Διεύθυνση του σχολείου, την οποία κοινοποίησε στο Υπουργείο Παιδείας και στο Γραφείο Ευημερίας, ενημερώνοντας τους ότι δεν αποδέχεται να παραλαμβάνει κανένας τρίτος την ανήλικη από το σχολείο. Για την ενέργεια του αυτή η καθ’ ης η αίτηση τον κατάγγειλε στην Αστυνομία.
Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η καθ’ ης η αίτηση του απαγόρευσε την επικοινωνία με την ανήλικη πέραν των ωρών που προβλέπονται στο υφιστάμενο διάταγμα και ότι συμφώνησαν όπως προβούν σε τροποποίηση του διατάγματος αμέσως μετά την επιστροφή της καθ’ ης η αίτηση από την Ελλάδα στις 10.05.2021. Προς τούτο, στις 12.05.2021 της παρέδωσε συμφωνία τροποποίησης του διατάγματος επικοινωνίας, ώστε να προστεθούν και διανυκτερεύσεις, εφόσον η ανήλικη το 2016 που εκδόθηκε το διάταγμα ήταν βρέφος. Κατέθεσε ως τεκμήριο 3 τη σχετική συμφωνία.
Αποτελεί θέση του ότι η αιτήτρια την επόμενη ημέρα τον κατάγγειλε για σεξουαλική παρενόχληση της ανήλικης, θέλοντας να τον εκδικηθεί για την πρόθεση του να προβεί σε τροποποίηση του διατάγματος.
Ο λόγος που αιτείται την τροποποίηση του υφιστάμενου διατάγματος και/ή την αναστολή μέρος αυτού, είναι διότι κατά τις επιβλεπόμενες επικοινωνίες με την ανήλικη παρατήρησε ότι αυτή καθοδηγείται από την καθ’ ης η αίτηση, γεγονός που επηρεάζει τη σχέση του με την ανήλικη και ενδεχομένως να επηρεάσει την πορεία της ποινικής υπόθεσης, εφόσον η ανήλικη είναι ο κύριος μάρτυρας.
Ως παράδειγμα της συμπεριφοράς της ανήλικης, μεταξύ άλλων αναφέρει ότι κατά την επιβλεπόμενη επικοινωνία που έλαβε χώρα στις 24.05.2021 παρατήρησε ότι η ανήλικη ήταν ιδιαίτερα επιθετική (έριχνε πέτρες, ξύλα και δάγκωνε), συμπεριφορά που δεν εκδήλωνε ποτέ στο παρελθόν. Κατά την άποψη του η αλλαγή στη συμπεριφορά της οφείλεται στις συνεχείς υποβολές της καθ’ ης η αίτηση. Σε αντίθεση με τα πιο πάνω, ισχυρίζεται ότι στις 27.05.2021, η συμπεριφορά της ανήλικη ήταν εντελώς διαφορετική, έπαιζε μαζί του και δεν εκδήλωνε επιθετικές συμπεριφορές.
Ισχυρίζεται ότι στις 03.06.2021, ο νυν σύζυγος της καθ’ ης η αίτηση μετέφερε την ανήλικη στο Mc Donalds Λατσιών για σκοπούς επικοινωνίας και η ανήλικη δεν ήθελε να κατεβεί από το αυτοκίνητο. Στις 17.06.2021 η ανήλικη ήταν αντιδραστική παρ’ όλες τις προσπάθειες της λειτουργού και τις δικές του για να παίξουν. Εκδήλωσε ασυνήθιστη συμπεριφορά, τσίριζε, φώναζε, τον κτυπούσε, κτυπούσε τις πόρτες και όταν η λειτουργός της ζήτησε να μιλήσει λίγο μαζί του, της απάντησε ότι ο μπαμπάς της είναι ο Σ, ο σύζυγος της καθ’ ης η αίτηση.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι στην επικοινωνία που έλαβε χώρα στις 25.06.021, η ανήλικη του ανέφερε ότι θα πάει για πάντα στην Ελλάδα και ότι στις 28.06.2021, η επικοινωνία διήρκησε μόνο 25 λεπτά, διότι η ανήλικη ήθελε να φύγει και φώναζε μπροστά του το Σ. μπαμπά.
Κατά τον αιτητή, όλα τα πιο πάνω δεικνύουν δίχως αμφιβολία ότι η ανήλικη χειραγωγείται από την καθ’ ης η αίτηση και ότι η καταγγελία εναντίον του αποτελεί πρόφαση για να επιτύχει το σκοπό της, να εγκατασταθεί δηλαδή μόνιμα στην Ελλάδα με την ανήλικη και το νυν σύζυγο της.
Ισχυρίζεται ότι ο χρόνος που θα παρέλθει μέχρι την αποπεράτωση της ποινικής υπόθεσης θα αποβεί εις βάρος του, αφού είναι φανερό ότι η καθ’ ης η αίτηση επηρεάζει αρνητικά την ανήλικη, της καλλιεργεί μίσος εναντίον του και την υποβάλλει σε δεινές ψυχολογικές καταστάσεις, με μόνο στόχο να εξασφαλίσει άδεια να μεταβεί μόνιμα στην Ελλάδα με το νυν σύζυγό της και την ανήλικη.
Πιστεύει ότι κάτω από αυτές τις ιδιαίτερες συνθήκες τις οποίες ζει η ανήλικη και ο ίδιος, υπάρχει κίνδυνος απομάκρυνσης της ανήλικης από αυτόν και γι’ αυτό πρέπει να ανασταλεί η πρόνοια του διατάγματος που αφορά το ταξίδι στην Ελλάδα για περίοδο μεγαλύτερη των 10 ημερών και/ή για περισσότερες φορές επιπλέον από μια φορά το χρόνο το καλοκαίρι. Ήδη, όπως αναφέρει, η καθ’ ης η αίτηση ταξίδεψε με την ανήλικη για 20 ημέρες ως η παράγραφος αρ. 5 του υφιστάμενου διατάγματος και συμπληρωματικά πρόσθεσε άλλες 7 ημέρες, ως οι παράγραφοι αρ. 4 και 6 του διατάγματος, με συνολική απουσία από την Κύπρο 27 ημερών. Κατέθεσε ως τεκμήριο 6, σχετική γραπτή ενημέρωση της καθ’ ης η αίτηση ημερομηνίας 12.04.21.
Τέλος, δηλώνει ότι ζητά από το Δικαστήριο να προστατεύσει την ανήλικη από πιθανή απομάκρυνση και αποξένωσή της από αυτόν και/ή την μόνιμη εγκατάσταση της στην Ελλάδα.
Η καθ’ ης η αίτηση καταχώρισε ένσταση εγείροντας συνολικά 8 λόγους για τους οποίους η αίτηση πρέπει να απορριφθεί. Συνοπτικά αποδιδόμενοι οι λόγοι ένστασης που τελικώς προώθησε κατά την ακρόαση της αίτησης αφορούν θέσεις όπως ότι ο αιτητής δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και/ή προέβη σε απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων, το αίτημα είναι πρόωρο εφόσον δεν έχουν ξεκαθαρίσει τα γεγονότα που το περιβάλλουν, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν. 14/60, η αίτηση είναι εκδικητική και/ή έχει καταχωρηθεί με κακή πίστη και τέλος, ότι η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος δεν είναι προς το συμφέρον της ανήλικης.
Στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση, η καθ’ ης η αίτηση ισχυρίζεται ότι η ανήλικη συχνά της εξέφραζε παράπονα αναφορικά με το χρόνο που περνούσε με τον αιτητή στην οικία του και ότι δεν περνούσαν ποιοτικό χρόνο μαζί, αρνείτο να τη βοηθήσει με τα μαθήματά της και να την μεταφέρει στις εξωσχολικές της δραστηριότητες. Ισχυρίζεται ότι η ανήλικη καθ’ υπόδειξη του αιτητή δεν της ανέφερε ακριβώς πως περνούσαν τον χρόνο τους. Ωστόσο, πρόσφατα αποκαλύφθηκε ότι ο αιτητής την κακοποιούσε σεξουαλικά, εξ ου και η καταγγελία εναντίον του και η καταχώριση της ποινικής υπόθεσης ενώπιον του Κακουργιοδικείου, υπόθεση που εκκρεμεί μέχρι σήμερα.
Αρνείται ότι συμφώνησε στην καταχώριση αίτησης τροποποίησης του υφιστάμενου διατάγματος γονικής μέριμνας και ισχυρίζεται ότι της είχε απλώς αναφερθεί και ακολούθως παραδοθεί από τον αιτητή στις 12.05.2021 η προτεινόμενη συμφωνία, τεκμήριο 3 της ενόρκου δηλώσεως του αιτητή.
Αρνείται ότι προέβη εκδικητικά στην καταγγελία εναντίον του αιτητή και ισχυρίζεται ότι η ανήλικη αφότου επέστρεψε από την επικοινωνία που είχε με τον αιτητή εκείνη την ημέρα, ήταν μελαγχολική, λυπημένη και φοβισμένη. Της ανέφερε τα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης που έτυχε από τον αιτητή και κατευθείαν προέβη σε καταγγελία στην Αστυνομία. Υποδεικνύει ότι ο αιτητής παραπέμφθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου το οποίο εξέδωσε αμέσως διάταγμα απομάκρυνσης εναντίον του και ακολούθως η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας. Υποδεικνύει ότι όλοι οι κατηγορούμενοι και κατάδικοι δικαιούνται να επικοινωνούν με τα παιδιά τους στην παρουσία τρίτων, εάν αυτό επιβάλλεται και ότι ο αιτητής ωραιοποιεί τα γεγονότα με τον τρόπο που τα παρουσιάζει για να παραπλανήσει το Δικαστήριο και να μην του επιτρέψει να αντιληφθεί την σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία προέβη εναντίον της ανήλικης.
Διευκρινίζει ότι η ανήλικη είναι η παραπονούμενη στην ποινική υπόθεση και όχι η ίδια και αρνείται ότι η ανήλικη καθοδηγείται και/ή επηρεάζεται από αυτήν. Θεωρεί ότι ο αιτητής είναι υπαίτιος της συμπεριφοράς της ανήλικης προς αυτόν, καθότι οι Αστυνομικές Αρχές και το αρμόδιο Γραφείο Ευημερίας την παρέπεμψαν σε ειδικούς παιδοψυχολόγους μη κερδοσκοπικής οργάνωσης για σκοπούς σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης και για να αντιληφθεί ότι η εν λόγω συμπεριφορά και οι πράξεις στις οποίες προέβαινε ο αιτητής εις βάρος της δεν ήταν φυσιολογικές και σε κάθε περίπτωση ήταν επικίνδυνες και παράνομες.
Αποτελεί επίσης θέση της ότι θα έπρεπε να τον χαροποιεί το γεγονός ότι η επικοινωνία του ρυθμίστηκε απευθείας από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας και ότι οφείλει να εκμεταλλευτεί τις εν λόγω επικοινωνίες στο μέγιστο και όχι να επιζητεί περιορισμό των μεταβάσεων της ανήλικης στο εξωτερικό, εφόσον ούτως ή άλλως δεν επηρεάζεται από αυτές.
Δηλώνει ότι δεν υπάρχει πρόθεση από μέρους της να μετοικήσει στην Ελλάδα, εφόσον η ζωή της και η ζωή της ανήλικης αλλά και του συζύγου της, ο οποίος είναι εξ Ελλάδος, έχει ως επίκεντρο την Κύπρο. Η αιτήτρια αδυνατεί να αντιληφθεί πώς ο αιτητής επηρεάζεται από τα ταξίδια στην Ελλάδα, εφόσον οι επιβλεπόμενες επικοινωνίες του θα διεκπεραιώνονται κανονικά. Υποστηρίζει ότι το μόνο άτομο του οποίου τα συμφέροντα επηρεάζονται αρνητικά είναι της ίδιας της ανήλικης, καθότι με το να μην μεταβαίνει στην Ελλάδα και να μην βλέπει τους λοιπούς της συγγενείς, έστω και για λίγες μέρες ως έπραττε μέχρι σήμερα, θα επενεργήσει εις βάρος της και θα μεταβάλει τον τρόπο ζωής της.
Ισχυρίζεται ότι η εκδικητική στάση του αιτητή διαφαίνεται και από την άρνηση του να μεταβεί με την ανήλικη σε προγραμματισμένο ταξίδι στην Ελλάδα για την περίοδο 30.09.2021 – 04.10.2021, παρόλο που τηρήθηκαν όλες οι πρόνοιες του διατάγματος. Αναφέρει συγκεκριμένα ότι στις 30.09.2021, ο υπεύθυνος αστυνομικός του αεροδρομίου Λάρνακας κάλεσε τυπικά τον αιτητή για να τον ρωτήσει εάν ήταν ενήμερος για το ταξίδι που θα πραγματοποιούσαν. Παρόλο που παραδέχτηκε ότι ήταν ενήμερος, αρχικά αρνείτο να δώσει τη συγκατάθεσή του να ταξιδέψει η ανήλικη στην Ελλάδα, δημιουργώντας τεράστια αναστάτωση στην ανήλικη στους χώρους ελέγχου διαβατηρίων του αεροδρομίου. Εν τέλει όπως αναφέρει, ο αρμόδιος αστυνομικός του εξήγησε ότι με το να μην συναινεί προβαίνει σε παρακοή διατάγματος και έτσι πραγματοποιήθηκε το ταξίδι. Ισχυρίζεται επίσης ότι ο αιτητής δεν έχασε ούτε μία μέρα από τις προβλεπόμενες επικοινωνίες που είχε, καθότι το διάταγμα τηρείται κατά γράμμα.
Αναφέρει περαιτέρω ότι από την έκδοση του επίδικου διατάγματος μέχρι και σήμερα έχει ταξιδέψει συνολικά 21 φορές στην Ελλάδα με την ανήλικη χωρίς κανένα πρόβλημα ή ένσταση από πλευράς του αιτητή. Προς τούτο κατέθεσε ως τεκμήριο 1, τη δήλωση συγκατάθεσης του αιτητή για το ταξίδι της περιόδου 17.06.2020 μέχρι και 12.07.2020, και την εγκεκριμένη αίτηση PLF για είσοδο στην Ελλάδα.
Υποστηρίζει ότι εφόσον διενεργούνται κανονικά οι επιβλεπόμενες επικοινωνίες που όρισε το Κακουργιοδικείο, ο αιτητής δεν επηρεάζεται με κανένα τρόπο από τη μετάβαση της ανήλικης στο εξωτερικό, καταφανώς όμως αυτό λειτουργεί εναντίον των συμφερόντων της και της ομαλής ψυχοσυναισθηματικής της υγείας, η οποία έχει ήδη ζημιωθεί από τις πράξεις και την συμπεριφορά του. Κατά την κρίση της, οι συνθήκες και οι περιστάσεις τη υπόθεσης δεν δικαιολογούν την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, εφόσον ο μόνος ο οποίος είναι υπαίτιος για την σχέση του με την ανήλικη είναι ο ίδιος και η παράνομη συμπεριφορά του.
Τέλος, υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο έχει ήδη προστατεύσει την ανήλικη με τον καθορισμό επιβλεπόμενων επικοινωνιών και απομάκρυνσης του αιτητή από αυτήν, το δε υφιστάμενο διάταγμα καθορίζει ήδη τον τόπο διαμονής της στην Κύπρο.
Η ακρόαση της αίτησης ολοκληρώθηκε με τις γραπτές αγορεύσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων οι οποίοι παρέπεμψαν το Δικαστήριο στα γεγονότα της υπόθεσης όπως αυτά αντικατοπτρίζονται στις αντίστοιχες ένορκες δηλώσεις και στη νομική πτυχή που διέπει το επίδικο θέμα. Ουδείς εκ των διαδίκων αντεξετάστηκε.
Έχω μελετήσει με προσοχή τόσο τις ένορκες δηλώσεις των διαδίκων όσο και τις θέσεις και εισηγήσεις των συνηγόρων τους, τις οποίες και λαμβάνω υπόψιν μου. Όπου δε χρειαστεί στη συνέχεια θα γίνει αναφορά σε αυτές, χωρίς ωστόσο να σημαίνει ότι οι υπόλοιπες θέσεις και ισχυρισμοί τους αγνοούνται. Σημειώνω προς τούτο ότι δεν απαιτείται λεπτομερής ανάλυση κάθε επί μέρους εισήγησης, όταν κρίνεται ότι δεν εξυπηρετεί οιονδήποτε σκοπό προς επίλυση των επίδικων θεμάτων (βλ. Οδυσσέα v. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 490).
Αναφορικά με τους λόγους ένστασης της καθ’ ης η αίτηση περί απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων με σκοπό την παραπλάνηση του Δικαστηρίου και ότι ο αιτητής δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, σπεύδω να τονίσω ότι η αρχή της πλήρης και ειλικρινούς αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων που ενδέχεται να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου, ως προς την έκδοση ή όχι ενός προσωρινού διατάγματος είναι στοιχείο το οποίο εξετάζεται και έχει ουσιαστική σημασία εκεί όπου η έκδοση του προσωρινού διατάγματος επιδιώκεται και πετυχαίνει στη βάση μονομερούς αίτησης. Η καταχώριση της παρούσας αίτησης ως δια κλήσεως αίτησης και κυρίως η μη έκδοση ενός διατάγματος μονομερώς, αφαιρεί οποιοδήποτε επιχείρημα περί μη συνδρομής της πιο πάνω αρχής. Κατά συνέπεια, οι σχετικοί λόγοι ένστασης απορρίπτονται (βλ. Κώστας Σμυρνιός (2000) 1 ΑΑΔ 43, Κυριακίδης ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λ.τ.δ. (2011) 1 (β) ΑΑΔ 2011, The Royal Bank of Scotland ν. Πλοίο “KALIA” (2012) 1 ΑΑΔ 6, Μαρκιτανή v. Μαρκιτανή (2000) 1 ΑΑΔ ).
Αποτελεί λόγο ένστασης της καθ’ ης η αίτηση ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των αιτούμενων διαταγμάτων.
Για να δικαιολογείται η έκδοση προσωρινού διατάγματος στη βάση του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, ως έχει τροποποιηθεί, θα πρέπει να συνυπάρχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
Α. Ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση,
Β. Ύπαρξη ορατής πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγοντας σε θεραπεία στην αγωγή, και
Γ. Ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε κατοπινό στάδιο, εκτός εάν εκδοθεί το αιτούμενο Διάταγμα.
(Βλ. μεταξύ άλλων Odysseos v. Pieris Estates and Others(1982) 1 Α.Α.Δ. 557, Τσιολάκκη και άλλη ν. Στυλιανίδη (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 782, Πουργουρίδη κ.α .Μέζου, (1994) 1 Α.Α.Δ. 201, Κυτάλα κ.ά. ν. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 253, M & Ch Mitsingas Tr. Ltd κ.ά. ν. Timberland Co. (1997) 1 (Γ) 1 Α.Α.Δ. 1791).
Σε σχέση με την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, έχει εξηγηθεί ότι δεν απαιτείται τίποτα περισσότερο από του να καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση, ενώ η δεύτερη προϋπόθεση, σύμφωνα με την Odysseos ανωτέρω, περικλείει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα αλλά κάτι λιγότερο από το «ισοζύγιο των πιθανοτήτων» που είναι το μέτρο απόδειξης στις αστικές διαφορές.
Ως προς την τρίτη προϋπόθεση, η οποία σχετίζεται με την επάρκεια της θεραπείας υπό το φως των γεγονότων της κάθε υπόθεσης, στην Κυρίσαββα v. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. έχει λεχθεί το εξής: «όμως η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπ’ όψη».
Είναι πάγια νομολογημένο επιπλέον, ότι από μόνη της η ύπαρξη των τριών πιο πάνω προϋποθέσεων δεν είναι αρκετή. Το Δικαστήριο πρέπει επιπρόσθετα στο τελικό στάδιο να σταθμίσει κατά πόσον είναι δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα (Ιπποδρομιακή Αρχή v. Χ΄΄ Βασίλη (1989) 1 ΑΑΔ 152).
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό δεν ενεργεί ως Δικαστήριο ουσίας, δε δύναται δηλαδή να καταλήξει σε ευρήματα ούτε να αποφασίσει επί διαφιλονικούμενων θεμάτων (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 ΑΑΔ 363). Οι αντικρουόμενοι ισχυρισμοί των διαδίκων θα εξετασθούν κατά την ακρόαση της κυρίως αίτησης.
Η παρούσα υπόθεση αφορά αίτημα του πατέρα για την τροποποίηση και/ή αναστολή μέρους του υφιστάμενου διατάγματος γονικής μέριμνας. Συνεπώς, όλες πιο πάνω προϋποθέσεις θα κριθούν με βάση το άρθρο 20 του Ν. 216/90 (Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμος) το οποίο δίδει εξουσία στο Οικογενειακό Δικαστήριο να τροποποιεί προηγούμενη απόφαση του που αφορά την γονική μέριμνα ανηλίκου.
«20. Αν από τότε που εκδόθηκε δικαστική απόφαση σχετικά με τη γονική μέριμνα μεταβλήθηκαν οι συνθήκες, το Δικαστήριο μπορεί ύστερα από αίτηση του ενός ή και των δύο γονέων ή του Διευθυντή να προσαρμόσει την απόφαση του στις νέες συνθήκες ανακαλώντας ή τροποποιώντας την.»
Στην υπό εξέταση υπόθεση αδιαμφισβήτητα έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών που περιβάλλουν γενικότερα τη ζωή των διαδίκων και επηρεάζουν πρωτίστως την ανήλικη, εφόσον η ποινική υπόθεση που εκκρεμεί εναντίον του αιτητή είχε ως επακόλουθο την διαταγή απομάκρυνσης του από αυτήν και την εκ βάθρων διαφοροποίηση του τρόπου με τον οποίο ασκείται το δικαίωμα επικοινωνίας του με αυτήν. Το δικαίωμα του έχει περιορισθεί σημαντικά, τόσο χρονικά όσο και ποιοτικά εφόσον η επικοινωνία λαμβάνει χώρα αυστηρά κάτω από την επίβλεψη τρίτου προσώπου, αρμόδιου λειτουργού του Γραφείου Ευημερίας, δύο μόνο φορές την εβδομάδα για λίγες ώρες. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η κατάσταση αυτή ως έχει διαμορφωθεί ελλοχεύει τον κίνδυνο της πλήρους αποξένωσης του από την ανήλικη με καταστροφικές συνέπειες τόσο για τον ίδιο όσο και για την ανήλικη.
Κρίνω ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση στην ακρόαση της εναρκτήριας αίτησης και ότι ο αιτητής έχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας, ένεκα της εξουσίας του Δικαστηρίου να αποφασίζει, σε περίπτωση που τα δεδομένα βάσει των οποίων εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα έχουν διαφοροποιηθεί σε τέτοιο βαθμό που κρίνεται αναγκαίο οι πρόνοιες του διατάγματος διαφοροποιηθούν ούτως ώστε να ανταποκρίνονται στις νέες συνθήκες, με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον του τέκνου.
Σε σχέση με το κατά πόσο θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, εκτός εάν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, σημειώνω ότι λόγω της φύσης της υπόθεσης θα ήταν παρακινδυνευμένο η προϋπόθεση αυτή να εξεταστεί σε συνάρτηση με οποιαδήποτε χρηματική αποζημίωση. Στην M & Ch Mistingas Trading Ltd v. The Timberland Co (1997) 1 ΑΔΔ 1791, λέχθηκε συγκεκριμένα ότι «η έννοια της δικαιοσύνης, δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με την προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου σε θεραπεία.»
Αυτή η αρχή έχει ιδιαίτερη σημασία, ειδικότερα στις υποθέσεις που έχουν αντικείμενο οικογενειακές διαφορές, όπως είναι η παρούσα. Στην απόφαση Κατσουρίδης ν. Κατσουρίδης (1997) 1Α ΑΑΔ 415, τονίστηκαν τα ακόλουθα (σελ 427):
«Ο εφεσειων δεν αμφισβήτησε ούτε την τρίτη προϋπόθεση από τις προϋποθέσεις της επιφύλαξης στο άρθρο 32(1). Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο σύγγραμμα του David Bean, Ijunctions, 5η έκδοση σελ. 149 ως προς τη δυνατότητα του Δικαστηρίου για άμεση παρέμβαση με παρεμπίπτον διάταγμα στις περιπτώσεις οικογενειακών διαφορών που απολήγουν σε πράξεις βίας ή που επηρεάζουν την ευημερία ανηλίκων για να καταλήξει πως «οι πληγωμένες σχέσεις και τα τραυματισθέντα συναισθήματα των διαδίκων και των ανηλίκων δεν αποτιμούνται σε χρήμα και δεν αποκαθίστανται μεταγενέστερα».
Το ερώτημα που τίθεται στην υπό εξέταση υπόθεση είναι το εξής:
Εάν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα θα είναι αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, δεδομένων των ισχυρισμών του αιτητή περί ορατού ενδεχόμενου αποξένωσης του από την ανήλικη;
Κατά την άποψη μου, με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης η απάντηση είναι αρνητική.
Υποδεικνύω αρχικά ότι ο αιτητής δεν ζητά γενικότερα την απαγόρευση των ταξιδιών στο εξωτερικό, αλλά μόνον τον χρονικό τους περιορισμό. Συνεπώς, η θέση του ότι υπάρχει ο κίνδυνος η καθ’ ης η αίτηση να μεταφέρει μόνιμα την ανήλικη στην Ελλάδα δεν βρίσκει έρεισμα στα λεγόμενα του και δεν αντικατοπτρίζεται στα διατάγματα που ζητά. Εάν όντως οι φοβίες και υποψίες που εκφράζει προς τούτο ήταν ειλικρινείς και βάσιμες, θεωρώ ότι πρωτίστως θα ζητούσε διάταγμα απαγόρευσης εξόδου της ανήλικης από την Κύπρο χωρίς τη συγκατάθεση του και όχι τον περιορισμό μόνο του αριθμού και της διάρκειας των ταξιδιών που προνοεί το διάταγμα. Κατά συνέπεια, ο σχετικός λόγος που επικαλείται προς υποστήριξη του αιτήματος δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και δεν μπορεί να συνδέεται με τις ανησυχίες που εκφράζει για μόνιμη αποξένωση της ανήλικης.
Ο αιτητής πιστεύει ότι η καθ’ ης η αίτηση χειραγωγεί την ανήλικη και προσπαθεί να την επηρεάσει αρνητικά προς το πρόσωπο του. Εκφράζει την ανησυχία ότι η απουσία της ανήλικης από την Κύπρο για μεγάλα χρονικά διαστήματα θα έχει ως αποτέλεσμα την αποξένωση του από αυτήν, γεγονός που αντίκειται στο συμφέρον της. Η καθ’ ης η αίτηση από την άλλη, ισχυρίζεται ότι αποκλειστική ευθύνη για τη συμπεριφορά της ανήλικης φέρει ο αιτητής και οι παράνομες πράξεις του.
Στις υποθέσεις γονικής μέριμνας το κύριο κριτήριο για την άσκηση δικαστικής κρίσης αποτελεί πάντοτε το συμφέρον του τέκνου. Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση Κκουφού ν. Κκουφού (1997) 1 (Γ) ΑΑΔ 1588, 1593:
«Η διαμόρφωση κρίσης πάνω σε θέματα γονικής μέριμνας είναι έργο λεπτό και σύνθετο. Δεν είναι εγχείρημα που στοχεύει στην απόδοση ευθυνών ή στην επιβολή κύρωσης για μεμπτή συμπεριφορά. Γνώμονας είναι το συμφέρον του ανηλίκου και κατά την εκτίμησή του, προσλαμβάνει σημασία το σύνολο των στοιχείων».
Ως συμφέρον του τέκνου εννοείται το σωματικό, το υλικό, το πνευματικό, το ψυχικό, το ηθικό και γενικότερα το κάθε είδους συμφέρον (Διευθύντρια Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ν. Ντούμα κ.α.(2001) 1 Α.Α.Δ. 1911, Σ. Σοφοκλέους ν. Κ. Τσεσμέλογλου (2006) 1 ΑΑΔ 1153, Κ. Ιακωβίδου ν. Α. Ιακωβίδη (1996) 1 ΑΑΔ 1057 και Στυλιανού ν. Στυλιανού, ανωτέρω).
Όπως έχει πολλές φορές τονιστεί από τη νομολογία, στις υποθέσεις γονικής μέριμνας δεν υπάρχει το στοιχείο της αντιπαράθεσης μεταξύ των διαδίκων. Πρόκειται για διαδικασία εξεταστικού χαρακτήρα με στόχο την ευημερία και το συμφέρον του ανηλίκου (βλ. Στυλιανού ν. Στυλιανού (ανωτέρω) και Ιακωβίδης ν. Ιακωβίδου (2000) 1 ΑΑΔ 1108).
Στην Στυλιανού v. Στυλιανού (ανωτέρω) αναφέρεται συγκεκριμένα ότι:
« Παρόλο που η διαδικασία μπορεί να εγερθεί από τον ένα σύζυγο και να στρέφεται εναντίον του άλλου, η δικαιοδοσία για τη γονική μέριμνα δεν έχει το στοιχείο της αντιπαράθεσης μεταξύ των γονέων. Αντίθετα, έχει ως άξονα το κοινό καθήκον των γονέων για την φροντίδα των παιδιών τους και συνισταμένη την ευημερία των τέκνων. Ο εξεταστικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας που σχετίζεται με την κηδεμονία και μέριμνα των ανηλίκων αναγνωρίστηκε στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δαμιανού ν. Δαμιανού (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 29. Και στην Αγγλία όπως συνάγεται από την απόφαση στην Re Ε (SA) (A minor) [1984] 1 All E.R. 289 (H.L.) αναγνωρίζεται ότι η διαδικασία που έχει ως αντικείμενο την κηδεμονία και μέριμνα ανηλίκου δεν ενέχει χαρακτήρα αντιπαράθεσης αλλά ερευνητικό προς διαπίστωση των συμφερόντων του ανηλίκου.»
Ομοίως και στην Ιωαννίδης κ.ά. ν. Ιωαννίδη κ.ά. (2002) 1 (Γ) ΑΑΔ Σελ. 1446, 1452 λέχθηκαν τα πιο κάτω σε σχέση με τις υποθέσεις που αφορούν την γονική μέριμνα ανηλίκων:
«Στη διαδικασία αιτήσεων γονικής μέριμνας δεν υπάρχει το στοιχείο της αντιπαράθεσης μεταξύ των γονέων. Πρόκειται για διαδικασία εξεταστικού χαρακτήρα της οποίας, ο τελικός σκοπός είναι η καλύτερη εξυπηρέτηση της ευημερίας και του συμφέροντος του ανηλίκου. Στα άρθρα 6 και 14 του νόμου, αναφέρεται ότι το κύριο κριτήριο για τη γονική μέριμνα είναι το συμφέρον του τέκνου. Πρόκειται για αρχή η οποία επαναλαμβάνεται συχνά στη νομολογία (βλ. Στυλιανού ν. Στυλιανού (ανωτέρω) και Ιακωβίδης ν. Ιακωβίδη, (2000) 1 ΑΑΔ 1108 από την οποία και η πιο κάτω επιγραμματική διατύπωση της αρχής: «Η ύψιστη αρχή που το Δικαστήριο θα πρέπει πάντα να έχει υπόψιν σε τέτοιες υποθέσεις είναι η ευημερία του ανηλίκου».
Το υφιστάμενο διάταγμα γονικής μέριμνας εκδόθηκε εκ συμφώνου το 2016 και έκτοτε η ανήλικη ταξιδεύει με την μητέρα της κατά τις καλοκαιρινές διακοπές, τις διακοπές του Πάσχα και των Χριστουγέννων. Δικαιούται να ταξιδεύει ακόμα 4 φορές κατ’ έτος, από 7 ημέρες κάθε φορά. Από τη μαρτυρία των διαδίκων προκύπτει ότι τα πλείστα, αν όχι όλα τα ταξίδια, γίνονται στην Ελλάδα και εξ’ όσων μπορώ να αντιληφθώ, η συμφωνία των γονέων προς τούτο έγκειται στο ότι η καθ’ ης η αίτηση κατάγεται από την Ελλάδα. Είναι δε λογικό να θέλει να επισκέπτεται τη χώρα καταγωγής της, όχι μόνο για να διατηρήσει η ίδια τους οικογενειακούς και φιλικούς δεσμούς που την συνδέουν με την Ελλάδα αλλά και για να δημιουργήσει η ανήλικη οικογενειακές σχέσεις και δεσμούς με τους εκ μητρός παππούδες και λοιπά συγγενικά πρόσωπα της καθ’ ης η αίτηση. Έχει δηλαδή δημιουργηθεί μια κατάσταση πραγμάτων την οποία οι διάδικοι από κοινού συμφωνήσαν και αποδέχτηκαν.
Υπό τα δεδομένα της υπό κρίσης υπόθεσης, το συμφέρον της ανήλικης, πρωταρχικός οδηγός της Δικαστικής κρίσης, επιτάσσει όπως η κατάσταση πραγμάτων, ως αυτή έχει διαμορφωθεί από το 2016 παραμείνει ως έχει μέχρι την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης όπου το Δικαστήριο λειτουργεί εξεταστικά και πιθανότατα θα έχει ενώπιον του τόσο τη θέση ειδικού ψυχολόγου που παρακολουθεί την ανήλικη ως η καθ’ ης η αίτηση δηλώνει, όσο και την κοινωνική έκθεση που θα ετοιμαστεί από αρμόδιο λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας. Ακόμα πιο σημαντικό όμως είναι το γεγονός ότι το Δικαστήριο προτού αποφασίσει οριστικά επί του επίδικου θέματος θα ακούσει τη γνώμη της ανήλικης, σύμφωνα με το άρθρο 6(3) Ν.216/90 (Δαμιανού ν. Δαμιανού (1989) 1 ΑΑΔ (Ε) 29).
Με βάση όλα όσα έχω παραθέσει, κρίνω ότι δεν πληρείται η τρίτη προϋπόθεση που τίθεται από το άρθρο 32 του Ν.14/60. Σταθμίζοντας από τη μια το αναφαίρετο δικαίωμα του αιτητή να επικοινωνεί με την ανήλικη, δικαίωμα το οποίο ήδη ασκεί περιορισμένα, λόγω του ότι κατηγορείται για το αδίκημα της σεξουαλικής παρενόχλησης της ανήλικης και την εξυπηρέτηση του συμφέροντος της ανήλικης με τον καλύτερο δυνατό τρόπο από την άλλη, κρίνω ότι η πλάστιγγα γέρνει προς το δεύτερο, την προστασία δηλαδή της ανήλικης. Κρίνω ότι οποιαδήποτε εκ νέου ανατροπή του προγράμματος και της καθημερινότητας της ανήλικης θα έχει ως αποτέλεσμα την περαιτέρω επιβάρυνση της ψυχολογικής, ψυχικής και συναισθηματικής της υγείας, γεγονός που ενδεχομένως επιδράσει αρνητικά στη σχέση της με τον αιτητή. Κατά την άποψη μου, η απουσία της ανήλικης από την Κύπρο και η πραγματοποίηση των διακοπών της στο εξωτερικό όπως γινόταν μέχρι σήμερα, δεν θα επιφέρει την μεταξύ τους αποξένωση στο βαθμό που ο αιτητής ισχυρίζεται, εφόσον αμέσως μετά την επιστροφή της επαναρχίζουν οι επικοινωνίες, ως έχει ήδη συμβεί και μετά από το τελευταίο ταξίδι.
Ως προς το ισοζύγιο της ευχέρειας, κρίνω ότι και αυτό κλίνει υπέρ της απόρριψης της παρούσας αίτησης.
Στο Σύγγραμμα των κ.κ. Γιώργου Ερωτοκρίτου και Πέτρου Αρτέμη «Διατάγματα», Έκδ. 2016, στη σελ. 145 αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Αποφασίζοντας κατά πόσον είναι «δίκαιον ή πρόσφορον» να εκδοθεί ένα διάταγμα, το δικαστήριο θα πρέπει να σταθμίσει όλους τους σχετικούς παράγοντες και να αποδώσει σ' αυτούς την πρέπουσα βαρύτητα. Η βαρύτητα κάθε παράγοντα δεν είναι πάντα η ίδια και εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά κάθε υπόθεσης. Γι' αυτό και η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου έχει τόση μεγάλη, και πολλές φορές καθοριστική, σημασία.
Ως γενική αρχή το δικαστήριο, κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, λαμβάνει πρωτίστως υπόψη (i) τις ανάγκες της δικαιοσύνης σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης και (ii) κατά πόσο θα πρέπει να διατηρηθεί η κατάσταση που επικρατούσε πριν ο εναγόμενος αρχίσει τη δραστηριότητα του (status quo ante). Πέραν τούτου, δεν είναι δυνατή η εκ των προτέρων απαρίθμηση των παραγόντων οι οποίοι ενδεχομένως θα έχουν επίδραση στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου. Ορισμένοι παράγοντες μπορεί να αποδειχθεί ότι έχουν μεγαλύτερη σημασία από άλλους. Μπορεί ένας παράγοντας να αποδειχθεί ο πιο σημαντικός από όλους. Γι' αυτό και κανένας παράγοντας δεν μπορεί να αγνοείται ή να υποτιμάται»
Όπως έχω ήδη αναφέρει, τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης είναι τέτοια που τυχόν περαιτέρω διατάραξη του υφιστάμενου status quo ante θα προκαλέσει επιπλέον αναστάτωση στην ανήλικη και θα επηρεάσει δυσμενώς την ήδη διαταραγμένη ψυχολογική και ψυχική της κατάσταση. Εκ των πραγμάτων η ανήλικη βρίσκεται ήδη στο επίκεντρο μιας δυσάρεστης και μη φυσιολογικής για κάθε παιδί κατάστασης, όπου θα κληθεί να δώσει μαρτυρία εναντίον του πατέρα της. Ενδεχόμενη στέρηση των ταξιδιών αναψυχής και των διακοπών της με τον τρόπο που αυτές λαμβάνουν χώρα μέχρι σήμερα, θα επιδράσει αρνητικά στην ψυχολογία της, είναι δε αμφίβολο εάν θα λειτουργήσει προς όφελος της σχέσης της με τον αιτητή, όπως ο ίδιος πιστεύει. Σε κάθε περίπτωση, το δικαίωμα επικοινωνίας του αιτητή έχει ήδη ρυθμιστεί, οι δε συναντήσεις του με την ανήλικη θα πραγματοποιούνται αμέσως με την επιστροφή της ανήλικης στην Κύπρο.
Όλα αυτά τα αναφέρω χωρίς να παραγνωρίζω το τεκμήριο αθωότητας του αιτητή ή την αξία και τη σημασία της επικοινωνίας κάθε παιδιού με τους γονείς του, αξία η οποία έχει επανειλημμένως τονιστεί τόσο στη νομολογία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου όσο και σε νομικά συγγράμματα (βλ. ενδεικτικά Σύγγραμμα Έ. Κ. Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, Τόμος ΙΙ, Έκδοση Δ, σελ. 327-328, απόφαση Αθηνά Ξενίδου και Ευαγόρα Οικονομίδη, Έφεση αρ. 28/14, 07.04.2015).
Τη σημασία της επικοινωνίας του αιτητή με την ανήλικη φαίνεται να μην έχει παραβλέψει ούτε το Ποινικό Δικαστήριο και το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η ποινική υπόθεση, εφόσον πέραν του διατάγματος απομάκρυνσης του αιτητή από την ανήλικη, έχουν και τα δύο Δικαστήρια προνοήσει για τη συνέχιση του δικαιώματος επικοινωνίας του υπό επίβλεψη.
Το ισοζύγιο της ευχέρειας λοιπόν, συνηγορεί υπέρ της διατήρησης του υφιστάμενου διατάγματος ως έχει, εφόσον έτσι εξασφαλίζεται η σταθερότητα στη ζωή της ανήλικης τουλάχιστον ως προς το κομμάτι των διακοπών της με την καθ’ ης η αίτηση, μέχρι την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης.
Πέραν των όσων έχουν λεχθεί ανωτέρω, είναι σημαντικό να λεχθεί ότι η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα ισοδυναμούσε κατά κάποιο τρόπο με τον τερματισμό της διαφοράς των διαδίκων στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο χωρίς εν τω μεταξύ το Δικαστήριο να έχει την ευχέρεια να αξιολογήσει εις βάθος τη μαρτυρία των διαδίκων και χωρίς την απαραίτητη πληροφόρηση από αρμόδιο λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας μέσω της κοινωνικής έκθεσης που θα του ζητηθεί να ετοιμάσει κυρίως όμως, χωρίς να ληφθεί υπόψιν η γνώμη της ανήλικης.
Επισημαίνω ότι οι όποιες διαπιστώσεις στις οποίες προβαίνει το Δικαστήριο, γίνονται για τους σκοπούς εξέτασης της παρούσας αίτησης και της έκδοσης ή όχι ενός προσωρινού διατάγματος. Όλα τα ζητήματα που εγείρονται στην εναρκτήρια αίτηση παραμένουν ζωντανά για να αποφασιστούν όταν θα εκδικασθεί η ουσία της (Δημοκρατία της Σλοβενίας ν. Beograska Banka D.D. (1999) 1 (A) Α.Α.Δ. 225, 236).
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση απορρίπτεται.
Τα έξοδα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ της καθ’ ης η αίτηση και εναντίον του αιτητή, καταβλητέα με το πέρας της εναρκτήριας αίτησης.
(Υπ.) ..........................
Σ. Νεοφύτου, Δ
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο