ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Δικαιοδοσία Περιουσιακών Διαφορών
Ενώπιον: Σ. Νεοφύτου, Δ.
Αρ. Αίτησης: 126 / 2015
Μεταξύ:
Β.Π.Α.Ο
Αιτήτριας
και
Α.Ο
Καθ’ ου η Αίτηση
Ημερομηνία: 24 Ιουνίου 2022
Εμφανίσεις:
Για την αιτήτρια: Εμφανίζεται προσωπικά
Για τον καθ’ ου η αίτηση: κ. Γ.Φ. Τρίγκας
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την υπό κρίση αίτηση, η αιτήτρια επιδιώκει τη ρύθμιση των περιουσιακών διαφορών των διαδίκων. Αξιώνει τη συνεισφορά της στην επαύξηση της περιουσίας του καθ’ ου η αίτηση (πρώην συζύγου της) και συγκεκριμένα, αιτείται όπως εγγραφεί ως ιδιοκτήτρια του ½ μεριδίου της συζυγικής οικίας των διαδίκων (τα στοιχεία της οποίας καταγράφονται στο αιτητικό Β της αίτησης, εφεξής «η συζυγική οικία») και του ¼ του μεριδίου του ακινήτου, εντός του οποίου ανεγέρθηκε η πιο πάνω συζυγική οικία των διαδίκων (τα στοιχεία του οποίου καταγράφονται επίσης στο αιτητικό Β της αίτησης, εφεξής «το οικόπεδο»).
Ο Καθ’ ου η αίτηση καταχώρισε Υπεράσπιση, με την οποία αμφισβητεί την αξίωση της αιτήτριας. Ακολούθησε Απάντηση στην Υπεράσπιση εκ μέρους της αιτήτριας.
Μετά τη συμπλήρωση της δικογραφίας, εκδόθηκαν διατάγματα δυνάμει του άρθρου 14 Α (1) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμο του 1991 (Ν.232/91) και οι διάδικοι διατάχθηκαν να αποκαλύψουν ενόρκως την αρχική και τελική τους περιουσία, κατά τους ουσιώδης χρόνους που καθορίζονται στα σχετικά διατάγματα.
Σύμφωνα με τις δικογραφημένες θέσεις της αιτήτριας, το Μάϊο του 1995 οι διάδικοι αγόρασαν το οικόπεδο (συγκεκριμένα ½ του οικοπέδου) στην τιμή των Λ.Κ.10,000, το οποίο ενεγράφη επ’ ονόματι του καθ’ ου η αίτηση. Για την αγορά του οικοπέδου οι διάδικοι κατέβαλαν ποσό ύψους Λ.Κ.1,000 που κέρδισαν σε ξυστό λαχείο και για το υπόλοιπο ποσό έκαναν κοινό δάνειο στην Τράπεζα Κύπρου.
Από τα δώρα γάμου που έλαβαν, αφού εξόφλησαν τα έξοδα του γάμου, απέμεινε το ποσό των ΛΚ.18,000, το οποίο χρησιμοποίησαν για να αγοράσουν υλικά για το κτίσιμο της συζυγικής οικίας. Η οικία άρχισε να ανεγείρεται το Φεβρουάριο του 1997 και ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 1998. Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι οι διάδικοι εργάστηκαν με χειρωνακτική εργασία και ότι για τα καλούπια, τις κολώνες και τις πλάκες του υπογείου και του 1ου ορόφου, κατέβαλαν στον θείο του καθ’ ου η αίτηση το ποσό των ΛΚ.1,700, πλήρωσαν ΛΚ.1,487.50 για την αγορά σιδήρου και ΛΚ.850 για την επεξεργασία του σιδήρου.
Ακολούθως, για την αποπεράτωση του υπογείου και του 1ου ορόφου οι διάδικοι εξασφάλισαν δάνειο ύψους ΛΚ 25,000, από τη Συνεργατική Στροβόλου. Το 2006, αποφάσισαν να αναγείρουν 2ο όροφο και συνήψαν νέο δάνειο ύψους ΛΚ.62,000. Αφού εξόφλησαν το ποσό των ΛΚ.43,000, που όφειλαν στο προηγούμενο δάνειο, το υπόλοιπο ποσό κατατέθηκε στο λογαριασμό του καθ’ ου η αίτηση για να χρησιμοποιηθεί για τις εργασίες της συζυγικής οικίας.
Τον Ιούνιο του 2008, οι διάδικοι συνήψαν νέο δάνειο ύψους €120,000, με το οποίο αποπληρώθηκε το προηγούμενο δάνειο και επιπλέον ο καθ’ ου η αίτηση αγόρασε αυτοκίνητο μάρκας Skoda Octavia στην τιμή των €20.000.
Αποτελεί θέση της αιτήτριας ότι συνέβαλε κατά το ήμισυ στην απόκτηση του οικοπέδου και στην ανέγερση της συζυγικής οικίας, εφόσον τα δάνεια τα έκαναν μαζί με τον καθ’ ου η αίτηση. Κατέβαλλε επίσης στον καθ’ ου η αίτηση το μισθό από την εργασία της, ψώνιζε για την οικογένεια τους, φρόντιζε τη συζυγική οικία και αγόρασε όλα τα έπιπλα και τον εξοπλισμό της συζυγικής οικίας. Ισχυρίζεται ότι ο καθ’ ου η αίτηση έπρεπε να καλύπτει τα λειτουργικά έξοδα της οικίας και να καταβάλλει τις δόσεις των δανείων, πράγμα που δεν έκανε, με αποτέλεσμα το δάνειο να αυξάνεται αντί να μειώνεται.
Ισχυρίζεται επίσης, ότι μετά τη διάσταση στις σχέσεις των διαδίκων, προέβη με δικά της έξοδα στο διαχωρισμό του υπογείου, το οποίο μετέτρεψε σε δύο ξεχωριστά διαμερίσματα.
Ο καθ’ ου η αίτηση με την Υπεράσπιση του απορρίπτει τη θέση της αιτήτριας ότι έχει συνεισφέρει καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην απόκτηση του οικοπέδου και στην ανέγερση της συζυγικής οικίας. Αρνείται ότι οι διάδικοι κέρδισαν ξυστό λαχείο και ισχυρίζεται ότι το οικόπεδο αγοράστηκε από τον ίδιο με δάνειο που έλαβε, αφού υποθήκευσε περιουσία που του δόθηκε ως δωρεά από τον πατέρα του. Η δόση του δανείου, ύψους ΛΚ. 157, αποκόπτετο από τον τρεχούμενο λογαριασμό του.
Ισχυρίζεται επίσης ότι το χρηματικό ποσό που απέμεινε από τα δώρα του γάμου μετά την πληρωμή των εξόδων του γάμου, ήταν πολύ μικρότερο από ΛΚ.18,000.
Περί το 2003, έλαβε δάνειο ύψους ΛΚ.3,000 από τη ΣΠΕ Στροβόλου και στις 11.09.2004, έλαβε νέο δάνειο ύψους ΛΚ. 45,000 με μηνιαία δόση ύψους ΛΚ.390,92. Στις 13.02.2006, προέβη σε νέα συμφωνία δανείου με τη ΣΠΕ Στροβόλου, για το ποσό των ΛΚ.62,000, με μηνιαία δόση ύψους Λ.Κ.409.
Αποτελεί θέση του ότι όλα τα πιο πάνω δάνεια έγιναν για την ανέγερση και ολοκλήρωση της συζυγικής οικίας και αποπληρώνονταν από τα εισοδήματα του. Τα εισοδήματα που η αιτήτρια ελάμβανε κατά διαστήματα ήταν πενιχρά και δεν της επέτρεπαν να συνεισφέρει στα οικογενειακά βάρη. Έτσι, η συνεισφορά της ήταν ελάχιστη και αφορούσε μόνο εκτέλεση οικιακών εργασιών. Μέρος δε των εισοδημάτων της, το χρησιμοποιούσε για να συντηρεί την μητέρα της, η οποία βρισκόταν στην Κύπρο, ενώ υπήρξαν περιπτώσεις όπου έστελνε χρήματα σε τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε στη Βουλγαρία.
Ισχυρίζεται ότι η εκτιμημένη αξία της συζυγικής οικίας κατά το 2015, μετά τις μετατροπές που η αιτήτρια έκανε χωρίς τη συγκατάθεση του και χωρίς πρώτα να λάβει πολεοδομική άδεια, ήταν €293.000. Αναφέρει επίσης ότι κατά το Φεβρουάριο του 2016, το οφειλόμενο ποσό στο στεγαστικό δάνειο ήταν περίπου €160.000.
Οι διάδικοι, τόσο στα δικόγραφα όσο και στη μαρτυρία τους, αναφέρονται εκτενώς στην περίοδο που ακολούθησε τη διάσταση στις σχέσεις τους. Η μεν αιτήτρια αναφέρεται σε εργασίες που εκτέλεσε στη συζυγική οικία με δικά της έξοδα, ο δε καθ’ ου η αίτηση στην αναδιάρθρωση του στεγαστικού δανείου, στην πώληση της συζυγικής οικίας, στις υποθέσεις γονικής μέριμνας που εκρεμούσαν μεταξύ τους και στην αγωγή που καταχώρισε ο ίδιος εναντίον της αιτήτριας, μετά την έκδοση του διαζυγίου των διαδίκων, για ανάκτηση κατοχής της συζυγικής οικίας, εφόσον η αιτήτρια αρνείτο να αποχωρήσει.
Οι πιο πάνω θέσεις και ισχυρισμοί δεν θα απασχολήσουν το Δικαστήριο, στο μέτρο και στο βαθμό που δεν σχετίζονται με τα επίδικα θέματα. Υποδεικνύω περαιτέρω ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί δεν αφορούν την επίδικη περίοδο, ήτοι την περίοδο που αρχίζει από τη σύναψη του γάμου, ή στην περίπτωση των διαδίκων, από την αμοιβαία υπόσχεση γάμου και εκτείνεται χρονικά μέχρι και τη διάσταση στις σχέσεις των διαδίκων. Οιεσδήποτε οικονομικές διαφορές των διαδίκων, που αφορούν περίοδο εκτός των πιο πάνω πλαισίων, ενδεχομένως να πρέπει να επιλυθούν με άλλες διαδικασίες ή να έχουν ήδη επιλυθεί, εφόσον μεταξύ τους εκκρεμούν αγωγές και ποινικές υποθέσεις.
Ως προς το επιπρόσθετο αίτημα της αιτήτριας, όπως η ίδια το ονομάζει, το οποίο προωθεί με τη μαρτυρία της και αφορά σε ακύρωση της πράξης αγοραπωλησίας της συζυγικής οικίας, διευκρινίζω ότι αυτό δε δύναται να εξεταστεί στα πλαίσια της παρούσας απόφασης, εφόσον δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου με το ορθό δικονομικό διάβημα.
Επισημαίνω περαιτέρω, ότι βάσει της πάγιας νομολογίας του Ανώτατου Δικαστηρίου, τα επίδικα θέματα περιορίζονται αυστηρά από την δικογραφία. Η μαρτυρία που κάθε διάδικος θα παρουσιάσει στο Δικαστήριο πρέπει να είναι εντός των πλαισίων που καθορίζονται από αυτά. Η αναγκαιότητα αυστηρού καθορισμού των επίδικων θεμάτων αντανακλάται και στο δικαίωμα ενός διαδίκου να γνωρίζει τι έχει να αντιμετωπίσει ενώπιον του Δικαστηρίου. Στην Αντώνης Σαλαχώρη v. Αργυρούλα Παναγιώτου, Πολ. Έφεση 257/2010 λέχθηκε ότι :
«Η αναγκαιότητα να παραμείνει η δίκη μέσα στην πορεία που προδιαγράφουν τα δικόγραφα, έχει απασχολήσει επανειλημμένα το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά αποφάσεων με ξεκαθαρισμένο πλέον το νομολογιακό πλαίσιο (Γεωργική Εταιρεία ΠΛΑΤΩΝΙΑ ΛΤΔ ν. Mohammad Al Sharif (2012) 1 A.A.Δ. 28 και Eurogal Surveys Ltd v. D. Trade International Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 348/2009, 17.10.2014). Ο ενάγων, ή, ο εναγόμενος αντιστοίχως, πρέπει να εγείρει με το δικόγραφο του όλα εκείνα τα θέματα που καθιστούν την αξίωση ή την ανταξίωση αστήρικτη, Δ.19 θ. 13. Παρέκκλιση από την αρχική δικογραφημένη αιτία αγωγής επενεργεί προς ανατροπή της αρχικής αιτίας και των θέσεων που προβάλλει ο ενάγων (Alikhani v. Προδρόμου κ.α. (2012) 1 Α.Α.Δ. 657 και Eurogal Surveys Ltd (ανωτέρω). Προκύπτει συναφώς, ότι παρά το ότι ο εφεσείων δεν ακολούθησε εξ υπαρχής ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία δικογράφηση των θέσεων του, εφόσον η απάντηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υποκατάστατο μιας ορθής και εξ αρχής δικογραφημένης απαίτησης (Eurogal Surveys Ltd (ανωτέρω), το Δικαστήριο δεν τήρησε αυστηρά την ορθή πορεία και αποκλίνοντας από τα θέσμια, επέτρεψε να δοθεί μαρτυρία στη βάση της απάντησης»
Κατ’ ακολουθίαν των πιο πάνω, οι ισχυρισμοί των διαδίκων που δεν έχουν δικογραφηθεί δεν θα ληφθούν υπόψη.
Τέλος, υποδεικνύω ότι οι αγορεύσεις των διαδίκων δεν αποτελούν μέσο προσαγωγής μαρτυρίας ή διεύρυνσης των επίδικων θεμάτων (βλ. Μισιρλής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 379, Κοινότης Λυσού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) (3) ΑΑΔ 537). Ως εκ τούτου, οι οποιεσδήποτε αναφορές γεγονότων και μαρτυρίας στις γραπτές αγορεύσεις των μερών, δεν αποτελούν μέρος της μαρτυρίας.
Κατά την ακρόαση της υπόθεσης, μαρτυρία έδωσαν μόνο οι διάδικοι και η διαδικασία ολοκληρώθηκε με την κατάθεση γραπτών αγορεύσεων εκ μέρους της αιτήτριας και του συνηγόρου του καθ’ ου η αίτηση.
Μέσα από τη δικογραφία και τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, προκύπτουν ως παραδεκτά και εν πάση περιπτώσει, ως μη αμφισβητούμενα τα ακόλουθα γεγονότα:
1. Οι διάδικοι έδωσαν αμοιβαία υπόσχεση γάμου στις 14.02.1994. Τέλεσαν πολιτικό γάμο σε Δημαρχείο στη Βουλγαρία περί τον Δεκέμβριο του 1995 (τεκμήριο 9) και ακολούθως, περί τον Ιούνιο του 1996 τέλεσαν θρησκευτικό γάμο στον Ιερό Ναό Αγ. Βασιλείου στο Στρόβολο.
2. Από τον γάμο τους απέκτησαν δύο παιδιά, τα οποία σήμερα έχουν ενηλικιωθεί.
3. Μετά τον γάμο τους εγκαταστάθηκαν στην κατοικία της μητέρας του καθ’ ου η αίτηση στη Λευκωσία.
4. Τον Απρίλιο του 1998 εγκαταστάθηκαν στη συζυγική οικία.
5. Οι διάδικοι ευρίσκονται σε διάσταση από τις 30.05.2011.
6. Ο πολιτικός και θρησκευτικός γάμος των διαδίκων λύθηκε με διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 10.12.2012.
7. Το οικόπεδο εντός του οποίου ανεγέρθηκε η συζυγική οικία αγοράστηκε στην τιμή των Λ.Κ.10,000.
Τα πιο πάνω παραδεκτά γεγονότα αποτελούν και ευρήματα του Δικαστηρίου.
Στην σχετική με τους δικογραφημένους της ισχυρισμούς μαρτυρία της, η αιτήτρια ανέφερε ότι εγκαταστάθηκε στην Κύπρο το 1993 και ότι περί το 1995 απέκτησε Κυπριακή Υπηκοότητα. Έκτοτε, εργάζεται ανελλιπώς και κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων παρέμεινε άνεργη μόνο δύο φορές. Κατέθεσε ως τεκμήριο 11, κατάσταση κοινωνικών ασφαλίσεων για την περίοδο μεταξύ 1993 και 2011. Διευκρίνισε, ότι από τα τέλη του 2005 μέχρι το Μάρτιο του 2007 και από το Φεβρουάριο του 2008 μέχρι τον Οκτώβριο του 2008, εργάστηκε ως ασφαλιστικός σύμβουλος και ασχολήθηκε με το διαδικτυακό marketing, χωρίς ωστόσο να είναι εγγεγραμμένη στις κοινωνικές ασφαλίσεις.
Ισχυρίστηκε ότι στις 03.12.1995 οι διάδικοι κέρδισαν σε ξυστό λαχείο το ποσό των ΛΚ.1,000, το οποίο έδωσαν ως προκαταβολή για την αγορά του οικοπέδου, εντός του οποίου ανεγέρθηκε η συζυγική οικία. Η τιμή του οικοπέδου ήταν Λ.Κ10,000, αλλά στο συμβόλαιο αγοράς φαίνεται μόνο το ποσό των ΛΚ.7,500. Το ποσό των ΛΚ.9,000 το κατέβαλαν από δάνειο που έλαβαν, ύψους Λ.Κ. 25,000. Ο καθ’ ου η αίτηση είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του οικοπέδου, παρά το ότι η ίδια πίστευε ότι είναι συνιδιοκτήτρια, επειδή οι διάδικοι προέβησαν σε άνοιγα κοινού τραπεζικού λογαριασμού το Μάρτιο του 1995, τον οποίο ο καθ’ ου η αίτηση τερμάτισε τον Ιούλιο του 1996. Προς τούτο κατέθεσε ως τεκμήριο 5, Βιβλιάριο Ταμιευτηρίου της Τράπεζας Κύπρου, όπου στο όνομα καταθέτη φαίνονται τα ονόματα των διαδίκων και η πρώτη καταχωρημένη αναφορά φαίνεται ότι έγινε στις 07.03.1995.
Ανέφερε ότι το Φεβρουάριο του 1997, άρχισαν να κτίζουν τη συζυγική οικία, την οποία ισχυρίζεται ότι σχεδίασε η ίδια, πολύ πριν αποταθούν στον αρχιτέκτονα Α.Γ. Κατέθεσε ως τεκμήριο 6, μέρος των αρχιτεκτονικών σχεδίων (2 σελίδες). Η αιτήτρια πιστεύει ότι ποσό των Λ.Κ.43,000 ήταν αρκετό για να ολοκληρώσουν το υπόγειο και τον 1ο όροφο. Κατέθεσε ως τεκμήριο 15, αντίγραφο Έκθεσης Εκτίμησης ημερομηνίας 11.06.1999, με βάση την οποία η συνολική αγοραία αξία του ακινήτου (οικόπεδο και συζυγική οικία) καθορίστηκε στο ποσό των Λ.Κ.46,000. Κατέθεσε επίσης ως τεκμήριο 16, αντίγραφο επανεκτίμησης ημερομηνίας 25.08.2004, σύμφωνα με την οποία η συνολική αγοραία αξία του ακινήτου (οικόπεδο και συζυγική οικία), καθορίστηκε στο ποσό των Λ.Κ.88.000.
Ισχυρίστηκε ότι τις 16.09.2004, οι διάδικοι έλαβαν δάνειο ύψους ΛΚ.45,000, από το οποίο εξόφλησαν το ποσό των ΛΚ.19,400 που χρωστούσαν στο πρώτο δάνειο και απέμεινε το ποσό των ΛΚ.25,000. Κατέθεσε ως τεκμήριο 17, αντίγραφο Συμφωνίας δανείου του καθ’ ου η αίτηση, ημερομηνίας 11.09.2004 για το ποσό των ΛΚ.45,000 και αντίγραφο κατάστασης λογαριασμού του καθ’ ου η αίτηση. Στις 12.06.2006, ο καθ’ ου η αίτηση έκανε άλλο δάνειο ύψους ΛΚ.62,000, γεγονός που κατά την ίδια δείχνει ότι δεν ήταν συνεπής στην πληρωμή των δόσεων του. Το 2008, ο καθ’ ου η αίτηση αποφάσισε να αγοράσει καινούριο αυτοκίνητο στην τιμή των ΛΚ.20,000 και συνήψε νέο δάνειο ύψους ΛΚ.120,000. Κατέθεσε ως τεκμήριο 18, αντίγραφο Συμφωνίας δανείου του καθ’ ου η αίτηση, ημερομηνίας 15.12.2008, για το ποσό των Λ.Κ.130,000 και ως τεκμήριο 19, Συμβόλαιο ασφάλισης μηχανοκίνητου οχήματος, στο όνομα του καθ’ ου η αίτηση.
Υποστήριξε ότι ο καθ’ ου η αίτηση σκόπιμα δεν ήταν συνεπής στις δόσεις του, με αποτέλεσμα το δάνειο να αυξάνεται. Κατέθεσε ως τεκμήριο 20, επιστολή της ΣΠΕ Στροβόλου ημερομηνίας 16.02.2010, που απευθύνεται στον καθ’ ου η αίτηση, με την οποία τον ενημερώνουν ότι εγκρίθηκε το αίτημα του για μείωση του επιτοκίου του δανείου και επιστολή ημερομηνίας 29.06.2011, όπου τον ενημερώνουν ότι εγκρίθηκε το αίτημα του για μείωση της δόσης του δανείου.
Υποστήριξε, ότι όταν οι διάδικοι έκαναν το πρώτο δάνειο, συμφώνησαν ότι ο καθ’ ου η αίτηση θα αναλάμβανε την αποπληρωμή της δόσης, τα λειτουργικά έξοδα της οικίας και τα δημοτικά τέλη και η ίδια θα αναλάμβανε τα έξοδα διατροφής, ρουχισμού, επίπλωσης και αγοράς ηλεκτρικών ειδών και εξοπλισμού της οικίας. Κατέθεσε ως τεκμήριο 23, αποδείξεις πληρωμής κλιματιστικών, έγγραφο εγγύησης λέβητα, δελτίο παραγγελίας τζακιού και δελτίο παράδοσης ενός καναπέ, υποδεικνύοντας ότι σε αντίθεση με τον καθ’ ου η αίτηση, η ίδια τήρησε τη συμφωνία τους και γι’ αυτό κατέληξε κατά τη διάσταση να έχει δύο πιστωτικές κάρτες με συνολικό χρέος €4,700. Κατέθεσε ως τεκμήριο 24, αντίγραφα δύο τραπεζικών λογαριασμών. Ισχυρίστηκε ότι ο καθ’ ου η αίτηση δεν προσέφερε τίποτα για το σπίτι, ότι ουδέποτε είχε χρήματα στην τσέπη του και ότι την κατηγορούσε ότι συντηρούσε τους γονείς της. Η ίδια αγόραζε πράγματα από παζαράκια σε μειωμένες τιμές και υπήρχαν περιπτώσεις όπου κατέβαλε χρηματικά ποσά στο δάνειο. Κατέθεσε ως τεκμήριο 25, δύο αποδείξεις κατάθεσης επιταγών συνολικού ύψους €980 και μια απόδειξη εμβάσματος για το ποσό των €380.
Πιστεύει ότι ο λόγος που ο καθ’ ου η αίτηση ήθελε να χωρίσουν, ήταν για να μην την ενημερώνει για τα δάνεια και για τα χρήματα που έκανε ανάληψη κάθε μήνα από τον τρεχούμενο λογαριασμό του. Κατέθεσε ως τεκμήριο 26, αντίγραφο κατάστασης του τρεχούμενου λογαριασμού του καθ’ ου η αίτηση στη ΣΠΕ Στροβόλου για την περίοδο 01.01.2007-09.12.2007, ως τεκμήριο 27, αντίγραφο κατάστασης λογαριασμού/δανείου του καθ’ ου η αίτηση στη ΣΠΕ Στροβόλου για την περίοδο 27.01.2010-31.12.2010, ως τεκμήριο 28, αντίγραφο κατάστασης τρεχούμενου λογαριασμού του καθ’ ου η αίτηση στη ΣΠΕ Στροβόλου για την περίοδο 01.01.2008-02.02.2009, ως τεκμήριο 29, αντίγραφο κατάστασης λογαριασμού/δανείου του καθ’ ου η αίτηση στη ΣΠΕ Στροβόλου για την περίοδο 01.01.2007-18.12.2008, ως τεκμήριο 30, αντίγραφο κατάστασης του τρεχούμενου λογαριασμού του καθ’ ου η αίτηση στη ΣΠΕ Στροβόλου για την περίοδο 03.02.2009-30.06.2011 και ως τεκμήριο 31, αντίγραφο του τραπεζικού της λογαριασμού στη Λαϊκή Τράπεζα για την περίοδο 02.01.2002-28.04.2011.
Κατά την αντεξέταση της, η αιτήτρια ανέφερε ότι όταν εργαζόταν ως ασφαλιστικός σύμβουλος δεν ελάμβανε εισόδημα, αφού ήταν εκπαιδευόμενη και ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων εργαζόταν, πλην μιας περιόδου 6 μηνών που ελάμβανε ανεργιακό επίδομα.
Συμφώνησε ότι ο καθ’ ου η αίτηση ανέλαβε να πληρώνει το δάνειο και επανέλαβε ότι η ίδια έπαιρνε τρόφιμα στο σπίτι, έκανε finance για την αγορά της θέρμανσης και πλήρωσε τρεις δόσεις στο δάνειο. Αρνήθηκε όμως ότι τα χρήματα της τα έδωσε ο καθ’ ου η αίτηση.
Επέμεινε στη θέση της ότι έλαβαν το ποσό των ΛΚ.18,000 ως δώρα γάμου και ισχυρίστηκε ότι μετά την πληρωμή των εξόδων του γάμου απέμεινε το ποσό των ΛΚ.2,000-3,000.
Υποστήριξε ότι με το 1/3 του μισθού του, ο καθ’ ου η αίτηση κάλυπτε τα δάνεια και ότι το υπόλοιπο ποσό κατατίθετο σε δικό του τρεχούμενο λογαριασμό, χωρίς η ίδια να γνωρίζει που ξόδευε τα χρήματα. Υποστήριξε επίσης ότι ζήτησε από τον καθ’ ου η αίτηση να είναι συνοφειλέτες στο πρώτο και δεύτερο δάνειο, γιατί πίστευε ότι με αυτόν τον τρόπο θα ήταν και συνιδιοκτήτρια της περιουσίας τους.
Στην υποβολή ότι στο τεκμήριο 11, φαίνεται ότι οι ασφαλιστέες της αποδοχές ήταν πολύ χαμηλές, απάντησε ότι ως πωλήτρια αυτά ήταν τα εισοδήματα της και ότι κάλυπτε τα είδη ένδυσης, έκανε finance και είχε δύο κάρτες. Ανέφερε επίσης ότι από το τεκμήριο 23 (συγκεκριμένα το έγγραφο που αφορά την αγορά λέβητα), φαίνεται ότι έλαβε χρηματοδότηση από την Τράπεζα, υπό μορφή δανείου.
Αρνήθηκε ότι βοηθούσε οικονομικά τη μητέρα της και διευκρίνισε ότι ο external τραπεζικός λογαριασμός που διατηρούσε για να μπορεί να στέλνει χρήματα στη Βουλγαρία έκλεισε το 1996, επειδή δεν είχε χρήματα να καταθέτει.
Καθόρισε την αξία της συζυγικής οικίας στο ποσό των €293.000 και υποστήριξε ότι τα δάνεια που χρωστούσε ο καθ’ ου η αίτηση δεν αφορούσαν την οικία.
Συμφώνησε ότι, όταν τελικά αποχώρησε από τη συζυγική οικία τον Απρίλιο του 1996, πήρε μαζί της ότι μπορούσε, ήτοι αρκετά έπιπλα και έναν νιπτήρα.
Ο καθ’ ου η αίτηση στη σχετική με τους δικογραφημένους του ισχυρισμούς μαρτυρία, ανέφερε ότι είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του ½ μεριδίου της ακίνητης περιουσίας που αποτέλεσε τη συζυγική οικία των διαδίκων. Κατέθεσε ως τεκμήριο 36, αντίγραφο της άδειας οικοδομής και ως τεκμήριο 37, αντίγραφο του τίτλου ιδιοκτησίας.
Ισχυρίστηκε ότι το οικόπεδο αγοράστηκε από τον ίδιο στις 27.02.1996, με δάνειο και αφού υποθήκευσε περιουσία που του δόθηκε από τον πατέρα του ως δωρεά. Κατέθεσε ως τεκμήριο 38, αντίγραφο συμφωνίας δανείου ημερομηνίας 14.02.1996 για το ποσό των ΛΚ.10,000 και ως τεκμήριο 42, αντίγραφο αγοραπωλητηρίου εγγράφου του οικοπέδου. Κατέθεσε επίσης ως τεκμήριο 39, αντίγραφο σύμβασης και δήλωσης Υποθήκης του ακινήτου που αποτέλεσε τη συζυγική οικία, ημερομηνίας 18.12.2008, για το ποσό των €130.000 και ως τεκμήριο 40, αντίγραφο του εν λόγω δανείου. Ισχυρίστηκε ότι η δόση του δανείου ύψους €893,78 αποκόπτετο από τον μισθό του και κατέθεσε ως τεκμήριο 47, αντίγραφο απόδειξης κατάθεσης ημερομηνίας 09.03.2016 και ως τεκμήριο 48, δέσμη αντίγραφων οκτώ καταστάσεων τραπεζικών λογαριασμών του καθ’ ου η αίτηση στην Τράπεζας Κύπρου.
Ισχυρίστηκε ότι όταν ανέβαινε η αξία του ακινήτου, το έβαζε ξανά υποθήκη και έκανε νέο δάνειο για να προχωρήσει το χτίσιμο της συζυγικής οικίας. Κατέθεσε ως τεκμήριο 43, αντίγραφα τριών δανείων, ημερομηνίας 12.05.2003 για το ποσό των ΛΚ.3,000, ημερομηνίας 11.09.2004 για το ποσό των ΛΚ.45,000 και ημερομηνίας 13.02.2006 για το ποσό των ΛΚ. 62,000. Ισχυρίστηκε ότι όλα τα πιο πάνω δάνεια έγιναν για την ανέγερση της συζυγικής οικίας και πληρώνονταν από το μισθό του (τεκμήριο 53, κατάσταση ασφαλιστέων αποδοχών καθ’ ου η αίτηση για την περίοδο 1991-2017).
Δεν θυμάται, όπως ανέφερε, να κέρδισαν οι διάδικοι κάποιο ξυστό λαχείο και υποστήριξε ότι εάν αυτό συνέβη, δεν το γνωρίζει, επειδή προφανώς η αιτήτρια έστειλε τα χρήματα στην πατρίδα της κρυφά.
Ισχυρίστηκε ότι η αιτήτρια δεν είχε καμία συνεισφορά στην αγορά του οικοπέδου και στην αποπληρωμή του δανείου και κατέθεσε ως τεκμήριο 55, δέσμη αποδείξεων που κατέβαλε ο ίδιος για την ανέγερση και εξοπλισμό της συζυγικής οικίας. Μαζί με τον πατέρα του, ο οποίος ήταν κτίστης, ανέλαβαν να ολοκληρώσουν την κατοικία για να μειώσουν το κόστος. Ο πατέρας του δεν έλαβε χρήματα για τις εργασίες του, αλλά χρέωνε μόνο τα υλικά που χρησιμοποιούσαν. Ισχυρίστηκε επίσης ότι κάλυπτε ο ίδιος τα έξοδα διαβίωσης της οικογένειας τους και προς τούτο κατέθεσε ως τεκμήριο 56, αντίγραφο της κατάστασης λογαριασμού του στην ΣΠΕ Στροβόλου για την περίοδο 02.01.2007 – 09.12.2007 και ως τεκμήριο 57, αντίγραφο της κατάστασης λογαριασμού του στην ΣΠΕ Στροβόλου για την περίοδο 29.03.2011 – 30.12.2011.
Υποστήριξε ότι η αιτήτρια χρησιμοποιούσε μέρος των πενιχρών εισοδημάτων της για να συντηρεί την μητέρα της, η οποία βρισκόταν στην Κύπρο και ότι έστελνε χρήματα σε τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε στη Βουλγαρία. Επειδή ήταν πάντα χαμηλόμισθη, η συνεισφορά της περιοριζόταν στο να παίρνει στο σπίτι κάποια τρόφιμα από την φρουταρία που εργαζόταν ως πωλήτρια, τα οποία πολλές φορές ήταν χαλασμένα.
Εξήγησε ότι λόγω της οικονομικής κρίσης και επειδή δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει οικονομικά, αφού ανέλαβε πλήρως την επιμέλεια των παιδιών των διαδίκων, αναγκάστηκε να αναστείλει την πληρωμή του δανείου και ακολούθως, κατόπιν συμφωνίας που έκαμε με τη ΣΠΕ Στροβόλου, κατέβαλλε μειωμένη δόση ύψους €300, από 31.08.2013 μέχρι τις 31.08.2014.
Όταν επέστρεψε πλέον στη συζυγική οικία με τα παιδιά του, δεν μπορούσε να ανταποκριθεί οικονομικά στα έξοδα διαβίωσης τους, στα έξοδα σπουδών του ενήλικα υιού των διαδίκων και στην αποπληρωμή του δανείου και αναγκάστηκε τελικά να πωλήσει τη συζυγική οικία. Το υπόλοιπο του δανείου τον Φεβρουάριο του 2014 ήταν €142,223.90 και το χρηματικό ποσό που έλαβε από την πώληση, το χρησιμοποίησε εξ’ ολοκλήρου για την εξόφληση του δανείου της συζυγικής οικίας, το οποίο μέχρι τότε είχε ανέλθει στο ποσό των €160,000 περίπου. Κατέθεσε ως τεκμήριο 54, βεβαίωση υπολοίπου δανείου και ως τεκμήριο 52, αντίγραφο εξόφλησης δανείων.
Ο καθ’ ου η αίτηση αντεξετάστηκε από την αιτήτρια. Ερωτήθηκε για το τεκμήριο 5 (βιβλιάριο ταμιευτηρίου κοινού λογαριασμού των διαδίκων) και συμφώνησε ότι ο εν λόγω λογαριασμός φέρει τα ονόματα των διαδίκων, ωστόσο δήλωσε ότι δεν θυμάται για ποιο σκοπό ανοίχθηκε ο λογαριασμός και υπέδειξε ότι τα στοιχεία των διαδίκων είναι συμπληρωμένα χειρόγραφα, με τρεις διαφορετικούς γραφικούς χαρακτήρες και διαφορετικό χρώμα πέννας.
Υποβλήθηκε στον καθ’ ου η αίτηση ότι με το 1/3 του μισθού του ξοφλούσε τη δόση του δανείου και το υπόλοιπο κατατίθετο στον τρεχούμενο λογαριασμό του και του ζητήθηκε να εξηγήσει τι έκανε με εκείνα τα χρήματα. Ο καθ’ ου η αίτηση ισχυρίστηκε ότι κάλυπτε τα έξοδα διαβίωσης της οικογένειας τους. Κλήθηκε επίσης να δώσει εξηγήσεις για τις αναλήψεις που έκανε από τον τρεχούμενο του λογαριασμό (τεκμήριο 28), και εξήγησε ότι η δόση του δανείου αποκόπτετο από τον μισθό του πριν τα χρήματα κατατεθούν στον τρεχούμενο λογαριασμό και ακολούθως έκανε αναλήψεις χρηματικών ποσών, ανάλογα με τις ανάγκες της οικογένειας. Υποδείχθηκαν στον καθ’ ου η αίτηση αναλήψεις συγκεκριμένων ποσών και του ζητήθηκε να αναφέρει που τα ξόδεψε, με τον ίδιο να απαντά ότι δεν μπορεί να θυμάται κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.
Για τις αναλήψεις που φαίνονται στο τεκμήριο 26, εξήγησε ότι αυτές έγιναν το Δεκέμβριο, παραμονές Χριστουγέννων, όπου συνήθιζε να κάνει ανάληψη χρημάτων για την αγορά δώρων. Εξήγησε επίσης ότι επειδή ελάμβανε 13ο μισθό, άφηνε κάποιες υποχρεώσεις για να τις πληρώσει στο τέλος του χρόνου.
Η αιτήτρια υπέδειξε στον καθ’ ου η αίτηση το δικό της τραπεζικό λογαριασμό (τεκμήριο 32), υποβάλλοντας του ότι φαίνονται αγορές από υπεραγορά, καταστήματα ειδών υπόδησης και επίπλων. Ο καθ’ ου η αίτηση υποστήριξε ότι οι αγορές αυτές δεν αφορούν είδη πρώτης ανάγκης, ενώ για τις αγορές επίπλων υποστήριξε ότι η αιτήτρια με την αποχώρηση από την συζυγική οικία πήρε μαζί της όλα τα έπιπλα, ακόμα και τον νιπτήρα και ότι στην ουσία του άφησε ένα σπίτι άδειο.
Αντεξεταζόμενος για το αυτοκίνητο που αγόρασε (scoda Octavia) ανέφερε ότι στην προσπάθεια τους οι διάδικοι να εφαρμόσουν το προικοσύμφωνο, ότι δηλαδή ο καθ’ ου η αίτηση θα έκτιζε σπίτι χωρίς η αιτήτρια να συνεισφέρει οτιδήποτε, αποφάσισαν να κάνουν δάνειο για μεγαλύτερο ποσό για να πάρουν και ένα αυτοκίνητο, το οποίο χρησιμοποιούσαν και οι δύο.
Αναφορικά με τα δάνεια που συνήψε ο καθ’ ου η αίτηση, αντεξεταζόμενος σχετικά, ανέφερε ότι έπρεπε να τα κάνει για να ολοκληρώσει την ανέγερση της συζυγικής οικίας.
Νομική Πτυχή
Το άρθρο 14 του περί ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, Ν.232/91, προβλέπει τα εξής:
«14 (1) Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.
(2) Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.
(3) Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν:
(α) από δωρεά, κληρονομία, κληροδοσία ή άλλη χαριστική αιτία.
(β) με διάθεση περιουσίας που αποκτήθηκε με τις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) αιτίες.»
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου, η λέξη «περιουσία», ερμηνεύεται ως η κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου, από οποιοδήποτε από τους συζύγους. Η λέξη «συνεισφορά», σημαίνει την οποιαδήποτε μορφής συνεισφορά των συζύγων στην απόκτηση ή τη δημιουργία περιουσίας και περιλαμβάνει τη φροντίδα της οικογενειακής εστίας και των μελών της οικογένειας.
Το άρθρο 14 έχει ερμηνευθεί στην υπόθεση Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ 179, όπου τέθηκαν οι αρχές για την επίλυση των περιουσιακών διαφορών των συζύγων. Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε ότι:
«(β) Αντικείμενο του διαμοιρασμού δεν είναι, όπως στο Αγγλικό δίκαιο, το περιουσιακό στοιχείο αφ΄ εαυτού, αλλά η αύξηση της περιουσίας εκάτερου των συζύγων μετά το γάμο. Επομένως, αφετηρία για την επίλυση διαφορών αυτής της φύσης αποτελεί η διαπίστωση των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων κατά το χρόνο του γάμου. Σε δεύτερο στάδιο, έρχεται η διαπίστωση της αύξησης, (αν υπάρχει), και σε τρίτο η προέλευση της αύξησης και η συνάρτησή της με τη συνεισφορά του ετέρου των συζύγων στην πραγμάτωσή της.»
Αποφασίστηκε επίσης ότι:
«…Η αύξηση, η οποία υπόκειται σε διανομή, δεν είναι η αξία των περιουσιακών στοιχείων του ιδιοκτήτη συζύγου, αλλά η καθαρή αξία της περιουσίας του η οποία ανευρίσκεται μετά από συνυπολογισμό των περιουσιακών του στοιχείων αφενός, και των χρηματικών του υποχρεώσεων αφετέρου.»
Για το θέμα της αύξησης της περιουσίας, κατατοπιστικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από το βιβλίο της Ε. Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη «Οικογενειακό Δίκαιο», Τόμος Ι, Β’ έκδοση, σελίδα 249:
«Η περιουσιακή αύξηση του υποχρέου πρέπει να έχει λάβει χώρα κατά τη διάρκεια του γάμου και επομένως, προκύπτει από τη σύγκριση της περιουσίας του κατά την αρχή και το τέλος του γάμου, δηλαδή από την αφαίρεση της αρχικής από την τελική του περιουσία».
Σύμφωνα με τα πιο πάνω, για να πετύχει η αξίωση της αιτήτριας στη βάση του άρθρου 14 του Νόμου, πρέπει κατ’ αρχήν να αποδειχθεί αύξηση της περιουσίας του καθ’ ου η αίτηση. Για να υπολογιστεί η αύξηση, είναι αναγκαία η αποτίμηση της αρχικής και τελικής του περιουσίας. Ακολουθεί η σύγκριση τους και η αφαίρεση των χρεών ή άλλων οικονομικών υποχρεώσεων του καθ’ ου η αίτηση και έτσι ανευρίσκεται η αύξηση της περιουσίας.
Εφαρμόζοντας όλα τα πιο πάνω στα γεγονότα και περιστατικά της παρούσας υπόθεσης και αφού έχω διεξέλθει της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μου, κρίνω ότι η αίτηση είναι καταδικασμένη σε απόρριψη.
Η αιτήτρια δεν προσκόμισε σχετική μαρτυρία και απέτυχε να αποδείξει την αρχική και την τελική περιουσία του καθ’ ου η αίτηση και συνεπώς την απαραίτητη αύξηση, η οποία θα συνίστατο στη διαφορά θα που θα προέκυπτε από τη σύγκριση των πιο πάνω.
Ακόμα και στην περίπτωση όμως που θα θεωρείτο ότι η αρχική περιουσία του καθ’ ου η αίτηση είναι μηδενική, όπως ο ίδιος αναφέρει στην ένορκο δήλωση αποκάλυψης περιουσίας ημερομηνίας 25.02.2018, δεν παρουσιάστηκε η τελική του περιουσία, αφού δεν αποδείχθηκε η αξία της επίδικης περιουσίας κατά τον χρόνο της διάστασης.
Από την εν λόγω ένορκο δήλωση προκύπτει μόνο ότι κατά το χρόνο διακοπής της συμβίωσης ο καθ’ ου η αίτηση ήταν ιδιοκτήτης δύο αυτοκινήτων (για τα οποία δεν υπάρχει σχετική αξίωση) και του οικοπέδου μαζί με τη συζυγική οικία. Η αξία του οικοπέδου καθορίζεται από αυτόν στο ποσό των ΛΚ.10,000, ενώ καμία αναφορά δεν γίνεται στην αξία της συζυγικής οικίας κατά τον χρόνο της διάστασης. Ωστόσο, κατά τη διάσταση υπήρχε χρέος ύψους €142.000, το οποίο αφορούσε την ανέγερση της συζυγικής οικίας. Ο καθ’ ου η αίτηση δεν καθορίζει την αξία της συζυγικής οικία κατά τον ουσιώδη χρόνο της διάστασης και ως εκ τούτου, το περιεχόμενο της ένορκης του δήλωσης δε δύναται να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο για σκοπούς της παρούσας απόφασης. Ο καθ’ ου η αίτηση παρέλειψε να αναφέρει πλήρως, με σαφήνεια και κατά συγκεκριμένο τρόπο την περιουσία στην οποία είχε οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον κατά τις ημερομηνίες που του ζητήθηκαν, ήτοι κατά την ημερομηνία τέλεσης του πολιτικού γάμου και κατά την ημερομηνία διακοπής της συμβίωσης των διαδίκων, με αποτέλεσμα αυτή να μην είναι διαφωτιστική ως προς την αξία της συζυγικής κατοικίας κατά το χρόνο της διάστασης των διαδίκων.
Η αιτήτρια από την άλλη, καμία μαρτυρία δεν προσέφερε ως όφειλε, για την αξία της συζυγικής οικίας κατά τον ουσιώδη χρόνο της διάστασης, ήτοι κατά το Μάιο του 2011, προκειμένου να αφαιρεθούν από αυτήν τα χρέη, ήτοι το δάνειο του καθ’ ου η αίτηση και να προκύψει έτσι η καθαρή περιουσία. Επικεντρώθηκε στο πως θα αποδείξει τη συνεισφορά της στην αύξηση της περιουσίας του καθ’ ου η αίτηση, παραβλέποντας το κύριο ζήτημα της ίδιας της αύξησης της περιουσίας. Τα τεκμήρια 15 και 16 που κατέθεσε δεν είναι διαφωτιστικά ως προς το θέμα της αύξησης της περιουσίας και δεν μπορούν να τύχουν οιασδήποτε αξιοποίησης από το Δικαστήριο, εφόσον οι αξίες που αναφέρονται σε αυτά δεν αφορούν τον ουσιώδη χρόνο της διάστασης, αλλά άσχετες με αυτόν περιόδους. Συγκεκριμένα, το τεκμήριο 15 αναφέρεται στην αξία της συζυγικής οικίας κατά το έτος 1999 και το τεκμήριο 16, κατά το έτος 2004. Η
Στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, Μικρού ν. Κωνσταντινίδου, Έφεση υπ’ αρ.188, ημερομηνίας 7.10.2004, σελ. 2 (η οποία δεν έχει δημοσιευθεί):
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε τη μαρτυρία που προσκομίστηκε ενώπιον του, κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο εφεσείων δεν απέδειξε οποιαδήποτε αύξηση της περιουσίας της εφεσίβλητης μέσα στην ορθή έννοια του άρθρου 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου, (Ν.232/91), (όπως τροποποιήθηκε), ώστε να εγείρεται οποιοδήποτε θέμα υπολογισμού της συνεισφοράς του. Το είδος της μαρτυρίας που έδωσε ο εφεσείων, και που ο συνήγορος του επιβεβαίωσε ενώπιον μας, αφορούσε τη συνεισφορά του στην ανοικοδόμηση κτιρίων επί του ακινήτου της εφεσίβλητης χωρίς να υπάρχει η απαραίτητη νομική προϋπόθεση της αύξησης της επίδικης ακίνητης ιδιοκτησίας. Συγκεκριμένα δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε εκτίμηση της επίδικης περιουσίας κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου των διαδίκων, εκτίμηση της ακίνητης ιδιοκτησίας κατά το χρόνο της διάστασης των διαδίκων, και βεβαίως το ύψος των επιβαρύνσεων επί της επίδικης ακίνητης ιδιοκτησίας που υφίσταντο κατά τις δύο πιο πάνω χρονικές περιόδους.»
Στην υπόθεση Σοφοκλέους ν. Σοφοκλέους (2005) 1 ΑΑΔ 1030, 1033, αναφέρθηκε ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να λειτουργεί ως πραγματογνώμονας για να υπολογίσει την αξία των ακινήτων κατά τον ουσιώδη χρόνο. Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:
«Στις πιο κρίσιμες διαπιστώσεις του, στη βάση της μαρτυρίας, κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο πως η εφεσείουσα δεν παρουσίασε καμιά μαρτυρία για την απόδειξη της αξίας της περιουσίας του εφεσίβλητου κατά το χρόνο της διάστασης, η οποία, και ως εκ τούτου παραμένει άγνωστη. Ορθά δε υπέδειξε το Δικαστήριο πως δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως πραγματογνώμονας για να αποτιμήσει το ενεργητικό της περιουσίας του εφεσίβλητου κατά τον πιο πάνω χρόνο.»
Η απλή αναφορά των περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου, χωρίς να είναι κατορθωτή η σύγκριση της αρχικής και τελικής περιουσίας, δε δύναται να αποδείξει αύξηση με την έννοια του Νόμου. Όπως έχει ήδη υποδειχθεί, το αντικείμενο του διαμοιρασμού είναι η αύξηση της περιουσίας και όχι το ίδιο το περιουσιακό στοιχείο (βλ. Ορφανίδης ανωτέρω)
Με τη μαρτυρία και τα δεδομένα που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι αδύνατη η απόδοση οποιασδήποτε τυχόν συμβολής της αιτήτριας στην αύξηση της περιουσίας του καθ’ ου η αίτηση, εφόσον παρέμεινε άγνωστη η αξία της περιουσίας του καθ’ ου η αίτηση κατά το χρόνο της διάστασης. Η αιτήτρια, η οποία είχε και το σχετικό βάρος απόδειξης, απέτυχε πρωτίστως να αποδείξει ότι αυξήθηκε η περιουσία του καθ’ ου η αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Νόμου, πρωταρχικό και κύριο στοιχείο το οποίο πρέπει να αποδειχθεί για να τεκμηριωθεί η διεκδίκηση του αγώγιμου δικαιώματος που δημιουργείται με βάση τις διατάξεις του Νόμου.
Υπό αυτά τα δεδομένα, δεν εγείρεται θέμα συζήτησης οποιασδήποτε συνεισφοράς της αιτήτριας στην αύξηση της περιουσίας του καθ’ ου η αίτηση και δεν απαιτείται αξιολόγηση της μαρτυρίας των διαδίκων αναφορικά με την συνεισφορά της αιτήτριας στην απόκτηση της επίδικης περιουσίας, εφόσον οποιαδήποτε μαρτυρία σχετική με τη συνεισφορά, πρέπει να συνδέεται με την αύξηση της περιουσίας του καθ’ ου η αίτηση, η οποία στην υπό κρίση περίπτωση δεν έχει αποδειχθεί.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση απορρίπτεται. Τα έξοδα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ του καθ’ ου η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.
(Υπ.) ……………………………………
Σ. Νεοφύτου, Δ
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο