M.K. ν. Π.Τ., Αρ. Αίτησης: 316/2016, 2/6/2022

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Δικαιοδοσία Γονικής Μέριμνας

Ενώπιον:  Σ. Νεοφύτου, Δ.

 

                                                                             Αρ. Αίτησης: 316/2016

Μεταξύ:

M.K.

                                                                                                        Αιτήτρια  

 

και

 

Π.Τ.

 

                                                                                                Καθ’ ου η αίτηση

 

Ημερομηνία:  2  Ιουνίου 2022

 

Εμφανίσεις:

Για την αιτήτρια στην Αίτηση/καθ’ ης η αίτηση στην Ανταπαίτηση: Μ. Θρασυβούλου (κα) για Μ. Βορκάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε

Για τον καθ’ ου η αίτηση στην Αίτηση/αιτητή στην Ανταπαίτηση:  Μ. Δαμιανού (κα) για Σ. Σαμψών & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Οι διάδικοι υπήρξαν ζευγάρι και κατά τη διάρκεια της σχέσης τους απέκτησαν μία θυγατέρα, την Ξ, η οποία γεννήθηκε στις 05.07.2016. Ο καθ’ ου η αίτηση αναγνώρισε εκουσίως την ανήλικη. Η σχέση των διαδίκων τερματίστηκε μόλις λίγους μήνες μετά τη γέννηση της ανήλικης, δηλαδή περί τον Δεκέμβριο του 2016.

 

Με Εναρκτήρια Αίτηση ημερομηνίας 23.12.2016, η αιτήτρια αιτείται την έκδοση διατάγματος με το οποίο να ανατίθεται σε αυτήν η φύλαξη και φροντίδα της ανήλικης Ξ,  διάταγμα με το οποίο να καθορίζεται ο τόπος διαμονής της ανήλικης, ως ο εκάστοτε τόπος διαμονής της ίδιας και διάταγμα με το οποίο να ρυθμίζεται το δικαίωμα επικοινωνίας του καθ’ ου η αίτηση με την ανήλικη.

 

Στις 14.02.2017 ο καθ’ ου η αίτηση καταχώρισε Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση, δια της οποίας αιτείται την έκδοση διατάγματος που να αναθέτει σε αυτόν τη φύλαξη και φροντίδα της ανήλικης και διαζευκτικά, διάταγμα με το οποίο να ρυθμίζεται το δικαίωμα επικοινωνίας του με την ανήλικη. Ακολούθησε Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση εκ μέρους της αιτήτριας και έπειτα Απάντηση του καθ’ ου η αίτηση στην Υπεράσπιση της αιτήτριας στην Ανταπαίτηση του ιδίου.

 

Συνοπτικά, αποτελεί δικογραφημένη θέση της αιτήτριας, ότι από την γέννηση της ανήλικης έχει αναλάβει αποκλειστικά η ίδια την φροντίδα και ανατροφή της και ότι είναι πιο κατάλληλη από τον καθ’ ου η αίτηση να της παρέχει τη φροντίδα και περιποίηση που χρειάζεται για τη σωστή ψυχοσωματική της ανάπτυξη. Ισχυρίζεται ότι ο καθ’ ου η αίτηση δεν τη βοηθούσε, ούτε τη στήριζε και ότι από τις πρώτες μέρες της ζωής της ανήλικης δεν επιθυμούσε να τη φροντίσει ή να ασχοληθεί μαζί της. Ισχυρίζεται, ότι ο καθ’ ου η αίτηση ήθελε να την παρακολουθεί και ότι με τη συμπεριφορά του προκαλούσε συνεχώς προστριβές με το οικογενειακό της περιβάλλον. Υποστηρίζει ότι ουδέποτε εμπόδισε καθ’ οιονδήποτε τρόπο την επικοινωνία του καθ’ ου η αίτηση ή των μελών της οικογένειας του με την ανήλικη και ότι ουδέποτε πρόθεση της ήταν να αποστερήσει την ανήλικη από αυτόν.  

 

Ο καθ’ ου η αίτηση, απορρίπτει όλους τους ισχυρισμούς της αιτήτριας και ισχυρίζεται ότι η αιτήτρια και η μητέρα της επέδειξαν απαράδεκτη συμπεριφορά προς το πρόσωπο του, ότι η μητέρα της αιτήτριας, με την ανοχή της τελευταίας, επενέβαινε συνεχώς στη σχέση τους, του συμπεριφερόταν άσχημα και τον έβριζε. Ότι πάντοτε υποστήριζε και βοηθούσε την αιτήτρια στις επαγγελματικές της υποχρεώσεις, ότι από την γέννηση της ανήλικης δεν του επιτρεπόταν οποιαδήποτε ανάμειξη στη φροντίδα της και ότι του απαγόρευαν οποιαδήποτε επαφή με την ανήλικη, χωρίς την παρουσία της αιτήτριας ή μελών της οικογένειας της. Αποτελεί επίσης θέση του ότι η αιτήτρια προέβαινε σε ενέργειες για να παρεμποδίσει την επικοινωνία του με την ανήλικη και ότι στην ουσία η φύλαξη της ανήλικης ασκείται από την μητέρα της αιτήτριας και όχι από την ίδια. Τέλος, υποστηρίζει ότι με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, είναι πιο κατάλληλος και πιο ικανός να αναλάβει τη φύλαξη της ανήλικης, υποδεικνύοντας ότι η παραμονή της με την αιτήτρια εγκυμονεί άμεσους κινδύνους που σχετίζονται με την υγεία και την ευημερία της. Εισηγείται επίσης, όπως καθοριστεί το δικαίωμα επικοινωνίας της αιτήτριας με την ανήλικη.  

 

Στα πλαίσια της πιο πάνω αίτησης, ο καθ’ ου η αίτηση στις 15.02.2017 αποτάθηκε στο Δικαστήριο μονομερώς, με αίτημα την έκδοση προσωρινού διατάγματος που να ρυθμίζει το δικαίωμα επικοινωνίας του με την ανήλικη. Μετά από παρέμβαση και συμβολή του Γραφείου Ευημερίας, στις 05.07.2017, εκδόθηκε εκ συμφώνου προσωρινό διάταγμα επικοινωνίας με την ανήλικη ως ακολούθως:

 

«(i) Κάθε Τρίτη και Πέμπτη, αρχής γενομένης από 25.07.2017, από η ώρα 15:00 μέχρι και η ώρα 18:00 της ίδιας ημέρας.

(ii) Κάθε Κυριακή, αρχής γενομένης από 13.08.2017 και εντεύθεν, από η ώρα 10:00 μέχρι η ώρα 15:00 της ίδιας ημέρας».

 

Όλα τα πιο πάνω γεγονότα δεν αμφισβητούνται.

Μετά την έκδοση του πιο πάνω διατάγματος, οι διάδικοι κατέβαλαν προσπάθειες προς εξώδικο διευθέτηση της υπόθεσης. Προς τούτο, προέβησαν σε δηλώσεις ενώπιον του Δικαστηρίου και ζήτησαν όπως καταγραφούν στα πρακτικά δοκιμαστικά προγράμματα επικοινωνίας, όπου εξελικτικά προστέθηκαν διανυκτερεύσεις στην οικία του καθ’ ου η αίτηση, με τελικώς διαμορφωμένο πρόγραμμα αυτό που καταγράφηκε στο πρακτικό του Δικαστηρίου στις 06.07.2018. Σύμφωνα με αυτό, η ανήλικη θα διέμενε εξ’ ίσου και εναλλάξ με τους διαδίκους για 5 συνεχόμενες διανυκτερεύσεις στον καθένα (στο εξής πρόγραμμα 5 ημερών), πρόγραμμα το οποίο θα επαναλαμβάνετο. Το πρόγραμμα αυτό ουδέποτε καθορίστηκε με διάταγμα Δικαστηρίου, πλην όμως οι διάδικοι το ακολούθησαν για μικρό χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα μέχρι τα τέλη Ιουλίου 2018, όπου η επικοινωνία του καθ’ ου η αίτηση με την ανήλικη διακόπηκε.

 

Παρά τις πιο πάνω προσπάθειες, οι διάδικοι δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε μια κοινώς αποδεκτή λύση. Αίτηση και Ανταπαίτηση οδηγήθηκαν σε ακρόαση.

 

Πρώτη έδωσε μαρτυρία η Λειτουργός Ευημερίας κα Ε.Ι., η οποία ετοίμασε δύο Εκθέσεις. Για την πλευρά της αιτήτριας, μαρτυρία έδωσε εκτός από την ίδια και ο εργοδότης της, ο κος Κ.Ζ. (Μ.Αιτ.2). Για την πλευρά του καθ’ ου η αίτηση, μαρτυρία έδωσε ο ίδιος και η ψυχολόγος κα Χ.Χ.

 

Το Δικαστήριο ακολούθως πραγματοποίησε συνέντευξη με την ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων.

 

Μετά το πέρας της ακρόασης και αφού η υπόθεση ήταν ορισμένη για να καταχωρηθούν οι γραπτές αγορεύσεις των μερών, ο καθ’ ου η αίτηση καταχώρισε αίτηση τροποποίησης της Ανταπαίτησης του, αίτηση η οποία μετά από Ακρόαση απορρίφθηκε με ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 16.11.2021. Η ακρόαση της υπόθεσης ολοκληρώθηκε με τις γραπτές αγορεύσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων.

 

Η κα Έ.Ι., Λειτουργός Ευημερίας, κατέθεσε τις Εκθέσεις ημερομηνίας 24.01.2018 και 06.07.2018 (τεκμήριο 1 και 2 αντίστοιχα), το περιεχόμενο των οποίων υιοθέτησε. Ακολούθως αντεξετάστηκε από τους συνηγόρους των διαδίκων.  

 

Στην Έκθεση της, τεκμήριο 1, η Λειτουργός αναφέρεται στις συνθήκες διαβίωσης της αιτήτριας με την ανήλικη, στις συνθήκες διαβίωσης του καθ’ ου η αίτηση, στο ατομικό οικογενειακό ιστορικό των διαδίκων, στο ιστορικό της ανήλικης ως προς το θέμα της επικοινωνίας της με τον καθ’ ου η αίτηση και στο γονικό ρόλο των διαδίκων. Στο καταληκτικό μέρος της Έκθεσης της, καταγράφει τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα της.

 

Επιγραμματικά αναφέρω, ότι αποτελεί διαπίστωση της Λειτουργού ότι η ανήλικη διαμένει μόνιμα στην οικία της μητρικής γιαγιάς και ότι φροντίζεται σταθερά από τους μητρικούς παππούδες. Στην οικία που διαμένει η ανήλικη, δεν υπάρχει ο απαραίτητος οικιακός εξοπλισμός για τις ανάγκες της, οι συνθήκες διαβίωσης δεν είναι ικανοποιητικές και το επίπεδο καθαριότητας επιβάλλεται να βελτιωθεί. Δεν υπάρχει κατάλληλος χώρος απασχόλησης για την ανήλικη και η διατροφή της περιορίζεται συνήθως σε σπανακόρυζο. Η αιτήτρια διαμένει σε άλλη οικία και όχι στην οικία των γονέων της, όπου διαμένει και η ανήλικη. Η αιτήτρια δεν γνωρίζει επακριβώς τις συνήθειες της ανήλικης, σε αντίθεση με την μητέρα της που τις γνωρίζει με βεβαιότητα.

 

Η Λειτουργός διαπίστωσε ότι οι μητρικοί φωνάζουν, κατηγορούν και αποκαλούν τον καθ’ ου η αίτηση με διάφορα επίθετα στην παρουσία της ανήλικης, γεγονός που της προκαλεί αναστάτωση. Παρά τις παρεμβάσεις της για οριοθέτηση των λεγόμενων και των φωνών, δεν αντιλαμβάνονται το μέγεθος της βλάβης που προκαλείται στην ανήλικη.

 

Σύμφωνα με τα όσα κατέγραψε στην Έκθεση της, τεκμήριο 1, η αιτήτρια και η μητέρα της αγνοούν τον ορθό τρόπο καθαρισμού των γεννητικών οργάνων της ανήλικης. Δεν γίνεται συχνή αλλαγή πάνας, ακόμα και μετά από δικές της υποδείξεις με αποτέλεσμα να δημιουργείται υγρασία στα γεννητικά όργανα της ανήλικης και να υποφέρει από μύκητες και σύγκαμα. Η ανήλικη φορά τα ίδια παπούτσια για μεγάλο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα αυτά να είναι μικρά και να επηρεάζουν το βάδισμα της. Παρά τη καθοδήγηση των διαδίκων να αγοράσουν το ορθό μέγεθος παπουτσιών, η αιτήτρια δεν ανταποκρίθηκε, ο δε καθ’ ου η αίτηση αποτάθηκε σε ποδίατρο, με τις οδηγίες του οποίου η κατάσταση των ποδιών της ανήλικης βελτιώθηκε σημαντικά. 

 

Η Λειτουργός χαρακτήρισε τους χώρους της πατρική οικίας του καθ’ ου η αίτηση, στην οποία διαμένει με τους γονείς του από τον Ιούλιο του 2017, καθαρούς και εξοπλισμένους κατάλληλα για την ανήλικη. Υπάρχει μεγάλη επιλογή φαγητών για την ανήλικη, τα οποία ετοιμάζει η μητρική γιαγιά, επιλογές που η αιτήτρια αποκλείει και αμφισβητεί ότι αρέσουν στην ανήλικη.  

 

Εξήγησε τις δυσκολίες που αντιμετώπισε ο καθ’ ου η αίτηση και η Υπηρεσία Κοινωνικής Ευημερίας, (στο εξής ΥΚΕ) μέχρι να επιτευχθεί επικοινωνία του καθ’ ου η αίτηση με την ανήλικη, η οποία αρχικά δεν τον αναγνώριζε. Τόνισε την αρνητική στάση και συμπεριφορά της αιτήτριας και της μητέρας της στην όλη προσπάθεια που γινόταν στα γραφεία των ΥΚΕ για επιβλεπόμενη επικοινωνία. Υπέδειξε τις παραλήψεις τη αιτήτριας, τις αρνητικές συνθήκες που δημιουργούσε, τα προσκόμματα και τις δικαιολογίες που πρόβαλλε με σκοπό να αποτύχει η επικοινωνία.

 

Αναφέρθηκε στο περιστατικό ξυλοδαρμού του καθ’ ου η αίτηση και του εμπρησμού του οχήματος του, που είχαν ως αποτέλεσμα την 24ωρη κράτηση της αιτήτρια και στις υποδείξεις της προς την αιτήτρια όπως παραδίδει και παραλαμβάνει η ίδια την ανήλικη, προς αποφυγήν προστριβών μεταξύ των γονέων της και του καθ’ ου η αίτηση. Αναφορά γίνεται και στις συγκρουσιακές σχέσεις των διαδίκων, γεγονός που κατά την άποψη της, επιβάρυνε ακόμη περισσότερο τις σχέσεις τους.

 

Τονίζει την διαπίστωση της ότι την ανήλικη ουσιαστικά μεγαλώνει αποκλειστικά η μητέρα της αιτήτριας, η οποία ανέλαβε πλήρως την ανατροφή της χωρίς την εμπλοκή της αιτήτριας και ότι λόγω αυτού, δεν υπάρχει η αναμενόμενη σχέση μητέρας-παιδιού. Κατά την ίδια, είναι εμφανής η παραμέληση της ανήλικης σε θέματα υγιεινής, διατροφής, στοργής και ψυχαγωγίας.

 

Για τη σχέση της ανήλικης με τον καθ’ ου η αίτηση, η Λειτουργός αναφέρει ότι παρά το ότι αρχικά η ανήλικη δεν τον αναγνώριζε, ο καθ’ ου η αίτηση ακολούθησε πιστά την συμβουλευτική καθοδήγηση και κατάφερε εξελικτικά να δημιουργήσει με αυτήν συναισθηματικό δεσμό. Με τη στήριξη της μητέρας του, κατάφερε να είναι ο κύριος φροντιστής της ανήλικης κατά τις ώρες επικοινωνίας.

 

Στο καταληκτικό μέρος της Έκθεσης ημερομηνίας 24.01.2018, η Λειτουργός καταγράφει τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα της, τα οποία παραθέτω κατωτέρω συνοπτικά:

 

·         Η αιτήτρια αδυνατεί να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στον γονικό της ρόλο και έχει αναθέσει αυτόν στην μητέρα της, η οποία θεωρεί την ανήλικη ως προέκταση του δικού της παιδιού. Αμφισβητεί το ρόλο των ΥΚΕ και δεν αποδέχεται ότι οι συνθήκες του καθ’ ου η αίτηση κρίθηκαν ικανοποιητικές, αμφισβητώντας ακόμα και την ανάγκη της ανήλικης να εδραιώσει σχέση με τον πατέρα της. 

 

·         Η αιτήτρια θεωρεί ότι η φύλαξη των παιδιών πάντοτε δίδεται στη μητέρα, παρουσιάζει άγνοια για τη θετική άσκηση του γονικού της ρόλου και τις ανάγκες της ανήλικης και χρησιμοποιεί την υγεία της για να παρεμποδίσει την επικοινωνία. Δεν λειτουργεί προς το μέγιστο συμφέρον του παιδιού, επηρεασμένη από τα αρνητικά συναισθήματα που την διακατέχουν για τον καθ’ ου η αίτηση και την ανάγκη να ικανοποιεί τις προσωπικές της ανάγκες, οι οποίες φαίνεται να υπερτερούν από αυτές της ανήλικης.

 

·         Η αιτήτρια δεν ανταποκρίνεται θετικά στην συμβουλευτική παρέμβαση και αμφισβητεί συνεχώς τις συστάσεις που γίνονται, δημιουργώντας σοβαρές ανησυχίες κατά πόσο είναι σε θέση να αντιληφθεί τις πραγματικές ανάγκες ενός παιδιού, σε συνδυασμό με τις δικές της και να ανταποκριθεί θετικά σε αυτές.

 

·         Η ανήλικη δεν φροντίζεται ικανοποιητικά στους μητρικούς παππούδες και τακτικά υποφέρει από σοβαρής μορφής συγκάματα, λόγω παραμέλησης των κανόνων υγιεινής, έχει υποστεί τραύματα στα κάτω άκρα από χρήση μικρών παπουτσιών και άκοφτων νυχιών και γίνεται έκπτωση στον ψυχοσυναισθηματικό της τομέα, λόγω του ότι η αιτήτρια κατ’ επιλογή δεν διαμένει μαζί της και δεν υπάρχει δυνατότητα να της προσφέρει συναίσθημα.

 

·         Ο καθ’ ου η αίτηση συνεργάζεται αποτελεσματικά με τις ΥΚΕ, επιδεικνύει από την αρχή της συνεργασίας του εμπιστοσύνη και ακολουθεί κατά γράμμα τις υποδείξεις που του γίνονται για δημιουργία, βελτίωση και εδραίωση της σχέσης του με την ανήλικη.

 

·         Ο καθ’ ου η αίτηση ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στον γονικό του ρόλο, λειτουργώντας προς το βέλτιστο συμφέρον της ανήλικης και είναι έτοιμος να πράξει τα πάντα για να της παρέχει ασφάλεια, προστασία και ευκαιρίες ανάπτυξης. Γνωρίζει λεπτομερώς τις ανάγκες και συνήθειες της, αναγνωρίζει τα στάδια ανάπτυξης των παιδιών, αντιλαμβάνεται τις δυσκολίες που προκύπτουν σε κάθε στάδιο και είναι ανοικτός στη συμβουλευτική παρέμβαση των ΥΚΕ.

 

·         Ο καθ’ ου η αίτηση παρέχει άριστες συνθήκες διαβίωσης στην ανήλικη, τηρεί όλους τους κανόνες υγιεινής, σωστής διατροφής και φροντίδας και παρέχει σε αυτήν ευκαιρίες κοινωνικοποίησης, εκπαίδευσης και ψυχαγωγίας με κάθε δυνατό τρόπο.

 

Αποτελεί εισήγηση της Λειτουργού, ότι πρέπει να ρυθμιστεί η ενεργός εμπλοκή του καθ’ ου η αίτηση στη ζωή της ανήλικης, με σκοπό τη διασφάλιση των δικαιωμάτων της και ταυτόχρονα να βοηθηθεί και να εκπαιδευτεί η αιτήτρια, ούτως ώστε να αναπτύξει δεξιότητες θετικής άσκησης του γονικού της ρόλου.

 

Στη συμπληρωματική Έκθεση ημερομηνίας 06.07.2018 (τεκμήριο 2), η Λειτουργός, επαναλαμβάνει ότι η αιτήτρια αντιμετωπίζει δυσκολίες στο να ανταποκριθεί στον γονικό της ρόλο και να αντιληφθεί τις πραγματικές ανάγκες της ανήλικης και ότι δεν καταβάλλει προσπάθεια να οριοθετήσει τη συμπεριφορά της μητέρας της, όταν αυτή βρίζει ασταμάτητα τον καθ’ ου η αίτηση μπροστά στην ανήλικη, αλλά επιβεβαιώνει τα λεγόμενα της. Ότι παρά τις επανειλημμένες συστάσεις της, συνεχίζει να εμπλέκει τους γονείς της στην παραλαβή και παράδοση της ανήλικης, γεγονός που δημιουργεί περαιτέρω προστριβές. Ότι η εμφάνιση της ανήλικης συνεχίζει να είναι ατημέλητη, με λερωμένα ή σχισμένα ρούχα και απεριποίητα νύχια στα χέρια και στα πόδια. Ότι η κατάσταση της πάνας δεν έχει αλλάξει, συνεχίζει να είναι βεβαρυμμένη με ούρα αρκετών ωρών και η ευαίσθητη περιοχή της ανήλικης σε πολλές περιπτώσεις είναι συγκαμένη, όπου και πάλι ο καθ’ ου η αίτηση μετέφερε την ανήλικη σε παιδίατρο.

 

Για τον καθ’ ου η αίτηση αναφέρει ότι ασκεί ικανοποιητικά τον γονικό του ρόλο και ότι συνεχίζει να παρέχει στην ανήλικη ποιοτική φροντίδα, προστασία, υγιεινή, ψυχαγωγία και ευκαιρίες ανάπτυξης. Ότι κατόπιν καθοδήγησης του γιατρού, φροντίζει επαρκώς τα νύχια της  με ειδικό εργαλείο περιποίησης νυχιών, εφόσον λόγω του μικρού μεγέθους παπουτσιών αντιμετωπίζει πρόβλημα στα κάτω άκρα. 

 

Στο καταληκτικό μέρος της Έκθεσης ημερομηνίας 06.07.2018, η Λειτουργός καταγράφει τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα της, όπου μεταξύ άλλων επαναλαμβάνει ότι η αιτήτρια έχει αναθέσει τη φροντίδα της ανήλικης στους γονείς της, οι οποίοι την παραμελούν σε θέματα υγιεινής, διατροφής, ασφάλειας, ψυχαγωγίας και ευκαιριών ανάπτυξης. Ότι η ανήλικη εκτίθεται σε νοσηρό περιβάλλον, λόγω της της στάσης της εκ μητρός οικογένειας προς τον πατέρα, γεγονός που εξελικτικά μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στο παιδί. Ότι η αιτήτρια δυσκολεύεται να αντιληφθεί τις πραγματικές ανάγκες της ανήλικης και δεν συμμετέχει ενεργά στη ζωή της, ούτε την έχει εμπλέξει στη δική της ζωή. Ότι ενώ διεκδικεί τη φύλαξη  της, στην ουσία η υπόθεση γονικής μέριμνας αφορά υπόθεση μεταξύ του καθ’ ου η αίτηση και των γονέων της και ότι προσπαθεί να εντοπίσει τρόπους για να ακυρώσει το γονικό ρόλο του καθ’ ου η αίτηση, χωρίς όμως να καταβάλλει οποιαδήποτε ουσιαστική προσπάθεια να βελτιώσει το δικό της γονικό ρόλο.

 

Ο καθ’ ου η αίτηση χαρακτηρίζεται από την Λειτουργό ως σταθερά δεκτικός σε συστάσεις των ΥΚΕ, αφού εφαρμόζει με τυπικότητα την καθοδήγηση και παρέχει ικανοποιητική φροντίδα και προστασία στην ανήλικη.

 

Σύμφωνα με τα όσα έχει παρατηρήσει, η ευρύτερη εικόνα του καθ’ ου η αίτηση και της οικογένειας του είναι θετική και κρίνεται ότι μπορεί να φροντίσει αποτελεσματικά την ανήλικη.

 

Το τελικό συμπέρασμα και εισήγηση της Λειτουργού είναι το ακόλουθο:

 

«Συμπερασματικά και με βάση τα ευρήματα της 1ης έκθεσης γονικής μέριμνας ημερ.25/1/2018 καθώς επίσης τις διαπιστώσεις των ΥΚΕ για την περίοδο 1/2018 μέχρι 6/2018, στην παρούσα συμπληρωματική έκθεση γονικής μέριμνας που έχει σκοπό να διασφαλίσει το μέγιστο συμφέρον του βρέφους κρίνεται αναγκαίο στο παρόν στάδιο όπως εξεταστεί το ενδεχόμενο να ανατεθεί η φύλαξη του βρέφους στον πατέρα και να ρυθμιστεί επικοινωνία με διανυκτερεύσεις στην μητέρα.

 

Ταυτόχρονα γίνεται εισήγηση όπως τύχει η μητέρα κάθε δυνατής στήριξης και καθοδήγησης εφόσον η ίδια αποταθεί στις ΥΚΕ για θέματα θετικής άσκησης του γονικού της ρόλου στο πρόγραμμα Προληπτικής Εργασίας και Στήριξης Οικογενειών με Ανήλικα Παιδιά. Επιπρόσθετα, γίνεται εισήγηση να συνδεθούν οι γονείς με τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας ή κάποιον επαγγελματία της επιλογής τους, για να βοηθηθούν να διαχειριστούν τις προσωπικές τους προστριβές και να εντοπίσουν τρόπο επικοινωνίας για τα ζητήματα που αφορούν το παιδί διαχρονικά. Στόχος είναι να πετύχουν την αναμενόμενη επικοινωνία και να μπορέσουν εξελικτικά να διαχειριστούν τα ζητήματα του παιδιού τους μόνοι τους, χωρίς την εμπλοκή Υπηρεσιών.»

 

Η Λειτουργός αντεξετάστηκε για τα προσόντα και την εργασιακή της εμπειρία αλλά και για τη μέθοδο που χρησιμοποίησε για να συντάξει τις Εκθέσεις. Εξήγησε ότι τα ευρήματα μιας Έκθεσης γονικής μέριμνας είναι αποτέλεσμα παρατήρησης, διαπίστωσης και ότι όταν χρειάζεται γνωμάτευση από άλλη ειδικότητα, τότε παραπέμπεται η υπόθεση σε άλλους επαγγελματίες. Μεγάλη έμφαση δόθηκε στον αριθμό των επισκέψεων που είχε με κάθε διάδικο και στις ημερομηνίες που αυτές έλαβαν χώρα.

 

Ανέφερε ότι λόγω του ότι οι επισκέψεις γίνονταν στην οικία των μητρικών παππούδων, η πρώτη προγραμματισμένη επίσκεψη στην οικία της αιτήτριας έγινε στις 27.10.2017, όπου όπως και στις πλείστες επισκέψεις, η ανήλική δεν βρισκόταν εκεί.

 

Αντεξετάστηκε επί του τεκμηρίου 3, (αντίγραφο χειρόγραφου εγγράφου με τις συνήθειες της ανήλικης ημερομηνίας 07.07.2017) και εξήγησε ότι ζητήθηκαν από την αιτήτρια πληροφορίες για τις συνήθειες της ανήλικης για να προετοιμαστεί κατάλληλα ο καθ’ ου η αίτηση για τις επερχόμενες επικοινωνίες. Παραδέχτηκε ότι κατά την συνέντευξη που έλαβε χώρα στις 07.07.2017, κατέγραφε σε ένα χαρτί τις οδηγίες που της έδιδε η αιτήτρια, με σκοπό να ενημερωθεί ο καθ’ ου η αίτηση για τις ανάγκες του βρέφους. Ήταν η θέση της ότι η αιτήτρια απαντούσε με αβεβαιότητα και αμφιβολία για τις ποσότητες τροφής ή φαρμάκων, επειδή όπως η ίδια η αιτήτρια της ανέφερε, δεν ήταν υπεύθυνη γι’ αυτά.

 

Στην αμφισβήτηση του ευρήματος της περί ανάπτυξης συναισθηματικού δεσμού του καθ’ ου η αίτηση με την ανήλικη σε μικρό χρονικό διάστημα, εξήγησε ότι υπήρχε απεριόριστος χρόνος προς τούτο, εφόσον η Έκθεση αφορούσε την περίοδο από 30.06.17 μέχρι 25.01.18. Αναφορικά με τη διαπίστωση της ότι δεν υπάρχει ο αναμενόμενος συναισθηματικός δεσμός μεταξύ της αιτήτριας και της  ανήλικης,  διευκρίνησε ότι αυτό είναι κάτι που διαπιστώθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεργασίας και ότι έγιναν άπειρες συστάσεις προς την αιτήτρια για τη βελτίωση της σχέσης της με την ανήλικη, χωρίς ωστόσο και πάλι να επιτευχθεί ο αναμενόμενος συναισθηματικός δεσμός.

 

Αντεξεταζόμενη η Λειτουργός από τη συνήγορο του καθ’ ου η αίτηση, επανέλαβε ότι παρατήρησε παραμέληση της ανήλικης σε θέματα φροντίδας και υγιεινής κατά το χρόνο που βρισκόταν με την αιτήτρια.

 

Ακολουθήσε η μαρτυρία της πλευράς της αιτήτριας. Πρώτη κατέθεσε η  ίδια η αιτήτρια (Μ.Α.1), όπου πέραν της γραπτής της δήλωσης, η οποία αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης της (Έγγραφο Α), έδωσε και προφορική μαρτυρία. Ακολούθως αντεξετάστηκε από τη συνήγορο του καθ’ ου η αίτηση.

 

Στη μαρτυρία της, αναφέρθηκε στη γνωριμία των διαδίκων και στα επικοινωνιακά και σεξουαλικά προβλήματα που εντόπισε από τα αρχικά στάδια του δεσμού τους, πριν ακόμα μείνει έγκυος, ωστόσο όπως ανέφερε, έκανε υπομονή ώστε να διατηρηθεί η σχέση τους. Υποστήριξε ότι ο καθ’ ου η αίτηση παρακολουθούσε το κινητό της, την ηχογραφούσε (σχετικό είναι το τεκμήριο 6, συσκευή ηχογράφησης) και ότι της απέκρυψε ότι έπαιρνε χάπια που προκαλούν στύση, γεγονός που της προκάλεσε ανησυχία για την υγεία του εμβρύου. 

 

Ισχυρίστηκε, ότι κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της ο καθ’ ου η αίτηση της επέβαλλε να εργάζεται με τους ίδιους ρυθμούς όπως και πριν, για να μην μειωθούν τα εισοδήματα της, παραγνωρίζοντας την εγκυμοσύνη και την ψυχολογική της κατάσταση. Αναφέρθηκε στο πρόβλημα θυροειδή που αντιμετώπισε κατά την εγκυμοσύνη της, εξαιτίας του οποίου οι γιατροί της ανέφεραν ότι υπάρχει ενδεχόμενο το παιδί να γεννηθεί με κάποιο πρόβλημα.

 

Ανέφερε ότι αμέσως μετά τη γέννηση της ανήλικης, αναγκάστηκε να διαμείνει στην οικία της μητέρας της, η οποία ήταν σε θέση να παρέχει σε αυτήν και την ανήλικη τη φροντίδα που χρειάζονταν, φροντίδα που δεν μπορούσε να τους παρέχει ο καθ’ ου η αίτηση. Χαρακτήρισε τον τελευταίο, ως αδιάφορο και απρόθυμο να ασχοληθεί με οτιδήποτε αφορούσε την ανήλικη και υπέδειξε την αδιαφορία του ως τον  κυριότερο λόγο που δημιουργούνταν προστριβές μεταξύ τους.

 

Υποστήριξε ότι μετά την διακοπή της σχέσης τους, ουδέποτε εμπόδισε τον καθ’ ου η αίτηση να έχει επικοινωνία με την ανήλικη, αλλά του επέτρεπε να επισκέπτεται όποτε επιθυμούσε την οικία της. Ωστόσο, η συμπεριφορά του έναντι της ίδιας και της οικογένειας της ήταν προσβλητική, υποτιμητική και ανεπίτρεπτη.

 

Ισχυρίστηκε ότι από τον Ιούλιο του 2017 μέχρι το Σεπτέμβριο του 2017, η επικοινωνία του καθ’ ου η αίτηση με την ανήλικη ασκείτο στα γραφεία των ΥΚΕ, επειδή ο καθ’ ου η αίτηση δεν γνώριζε τις συνήθειες της ανήλικης και επειδή κάθε φορά που επισκεπτόταν την οικία της, δημιουργούσε προβλήματα και της μιλούσε άσχημα για τη μητέρα της. Στα γραφεία των ΥΚΕ, η Λειτουργός της ζήτησε να την ενημερώσει για τις συνήθειες της ανήλικης.  Ισχυρίστηκε ότι το τεκμήριο 3, συντάχθηκε μετά από δικές της αναφορές και αρνήθηκε τις διαπιστώσεις της Λειτουργού ότι δεν γνώριζε τις δοσολογίες φαρμάκων, τροφής κτλ της ανήλικης.

 

Αρνήθηκε επίσης τις διαπιστώσεις της Λειτουργού για τις συνθήκες διαβίωσης της ανήλικης στην οικία των γονέων της και δήλωσε ότι μετά την κατάθεση της πρώτης Έκθεσης, έφτασε στο σημείο να φωτογραφίζει καθημερινά το σπίτι και την ανήλικη. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της κατέθεσε τα ακόλουθα τεκμήρια:

 

Τεκμήριο 11 Α-Στ, φωτογραφίες από τους εξωτερικούς χώρους της οικίας της μητέρας της. Τεκμήριο 12 Α-Δ, φωτογραφίες από το σαλόνι της οικίας της μητέρας της. Τεκμήριο 13 Α-Β, φωτογραφίες από το χώρο που παίζει η ανήλικη. Τεκμήριο 14, φωτογραφία του δωματίου των γονέων της. Τεκμήριο 15 Α-Β, φωτογραφίες δωματίου ανήλικης. Τεκμήριο 16 Α-Β,  φωτογραφίες μπάνιου οικίας, φωτογραφίες κουζίνας οικίας.

 

Ανέφερε ότι στις επισκέψεις της Λειτουργού ήταν συνεργάσιμη και πρόθυμη να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις, αλλά η Λειτουργός επέμενε ότι διαμένει στην πατρική της οικία, παρά το ότι της εξήγησε ότι η οικία της βρίσκεται σε πολύ κοντινή απόσταση και ότι πηγαινοέρχεται με την ανήλικη, γιατί ως εργαζόμενη που ήταν χρειαζόταν τη βοήθεια.

 

Αναφέρθηκε στο ωράριο εργασίας της και ισχυρίστηκε ότι αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την δουλειά της στη Λευκωσία, από όπου ελάμβανε πολύ ικανοποιητικό μισθό και συνέχισε να εργάζεται στη Λάρνακα, με πιο λίγα εισοδήματα, για να διαθέτει περισσότερο χρόνο στην ανήλικη.

 

Υποστήριξε ότι η Λειτουργός δεν τη στήριζε, ήταν εχθρική απέναντι της, ότι δεν έλαβε χώρα ικανοποιητικός αριθμός συναντήσεων και ότι οι προειδοποιημένες και απροειδοποίητες επισκέψεις δεν διαρκούσαν πέραν των δέκα λεπτών. Τη χαρακτήρισε ως ψυχρό κριτή, επειδή από την αρχή της συνεργασίας τους προσπαθούσε να την πείσει να αποδεχτεί διάταγμα από κοινού φύλαξης, ενώ διερωτήθηκε εάν υπάρχει καμία μάνα στην Κύπρο που να δίνει το παιδί της μισές μέρες.

 

Απέρριψε τις διαπιστώσεις της Λειτουργού ότι φορούσε στην ανήλικη μικρά και ατημέλητα ρούχα και ισχυρίστηκε ότι έχει υπερβολική αδυναμία στην αγορά παιδικών ενδυμάτων και αξεσουάρ. Παρά το ότι τα έδειξε στη Λειτουργό, δεν τα κατέγραψε στην Έκθεση της. Κατέθεσε ως τεκμήριο 18 Α-Στ και 19 Α-Ι, φωτογραφίες ανήλικης.

 

Κατηγόρησε τη Λειτουργό ότι σε κανένα σημείο της Έκθεσης της δεν κατέγραψε τα συναισθήματα και την αγάπη που τρέφει για το παιδί της, ούτε μπήκε στον κόπο να αναλύσει το ενδιαφέρον που είχε για την ψυχική της υγεία και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη που της παρείχε, ότι δηλαδή ήταν συνεπής στους εμβολιασμούς του παιδιού. Κατέθεσε ως τεκμήριο 8, αντίγραφο του βιβλιάριου υγείας της ανήλικης.

 

Ισχυρίστηκε ότι για να ολοκληρώσει την δεύτερη Έκθεση η Λειτουργός, την επισκέφτηκε περίπου τέσσερις φορές από δέκα λεπτά την κάθε φορά και επανέλαβε τα ίδια αναληθή συμπεράσματα, χωρίς να αναφέρει τις προσπάθειες που κατέβαλε για να βελτιωθεί μετά τις παρατηρήσεις της. Προς τούτο, κατέθεσε ως τεκμήριο 9, πιστοποιητικό παρακολούθησης σεμιναρίου με θέμα «Επάγγελμα … Γονιός», ημερομηνίας 03.11.2018.

 

Υποστήριξε ότι δεν συμφωνούσε με το πρόγραμμα των 5 ημερών, ότι το αποδέχτηκε μετά από πιέσεις και ότι το θεωρούσε καταστροφικό για την ψυχοσωματική ανάπτυξη της ανήλικης.

 

Περιγράφοντας τον εαυτό της, ανέφερε ότι είναι συνεσταλμένο άτομο, ότι εκκλησιάζεται συχνά με την ανήλικη, δεν πίνει αλκοόλ, δεν καπνίζει και δεν της αρέσουν οι νυχτερινές έξοδοι. Επιδιώκει να περνά χρόνο με την ανήλικη, την οικογένεια της και οικογενειακούς φίλους. Είναι ικανή και κατάλληλη να προσφέρει στην ανήλικη την απαραίτητη φροντίδα και περιποίηση για τη σωστή συναισθηματική και ψυχοσωματική της ανάπτυξη, δεδομένης της ευαίσθητης και τρυφερής της ηλικίας. Από τη γέννηση της, η ανήλικη έχει συνδεθεί με τον τόπο διαμονής της αιτήτριας, νιώθει άνετα και ευχάριστα και έχει αναπτύξει με αυτόν ψυχοσωματικό δέσιμο. Ισχυρίζεται ότι η οικία στην οποία διαμένει προσωρινά είναι ευρύχωρη, άνετη, με όλες τις ανέσεις και η ανήλικη έχει το δικό της ξεχωριστό υπνοδωμάτιο. Πιστεύει ότι είναι προς το συμφέρον της ανήλικης να συνεχίσει να βρίσκεται υπό τη δική της φύλαξη και φροντίδα και να καθοριστεί το δικαίωμα επικοινωνίας του καθ’ ου η αίτηση κάθε Δευτέρα και Τετάρτη και κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο.

 

Κληθείσα κατά την προφορική της μαρτυρία να απαντήσει κατά πόσο είναι μεμπτό να ζητά να καθοριστεί ο τόπος διαμονής της ανήλικης στην οικία των γονέων της, εφόσον εκεί διαμένει, υπέδειξε ότι και ο καθ’ ου η αίτηση μένει με τους γονείς του και υποστήριξε σθεναρά τη θέση ότι το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να έχει η ανήλικη ένα σταθερό πρόγραμμα και περιβάλλον, ότι δεν την ενδιαφέρει ο τόπος διαμονής και ότι το μόνο που ζητά είναι να επικοινωνεί ο καθ’ ου η αίτηση με την ανήλικη όπως κάθε άλλος πατέρας ενός τρίχρονου παιδιού.  

 

Αντεξετάστηκε για το θέμα της συνεισφοράς του καθ’ ου η αίτηση στη διατροφή της ανήλικης και συμφώνησε ότι της κατέβαλλε διατροφή πριν ακόμα εκδοθεί προσωρινό διάταγμα διατροφής.  

 

Σε υποβολή, ότι για πρώτη αφορά αναφέρθηκε στα σεξουαλικά προβλήματα κατά την κυρίως εξέταση της και γι’ αυτό δεν τα ανέφερε στη Λειτουργό, ούτε την αντεξέτασε επί της ισχυριζόμενης παράλειψης της να τα αναφέρει, η αιτήτρια επέμενε ότι της ανέφερε σταδιακά όλα τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι διάδικοι.

 

Αναφέρθηκε στον τρόπο που ανακάλυψε ότι ο καθ’ ου η αίτηση παρακολουθούσε το τηλέφωνο της και υποστήριξε ότι ο τελευταίος εγκατέστησε σε αυτό σύστημα ηχογράφησης των συνομιλιών της, το οποίο διέγραψε μετά από απειλή ότι θα προβεί σε καταγγελία στην Αστυνομία.

 

Αρνήθηκε ότι στα πλαίσια της εργασίας της ο καθ’ ου η αίτηση εγκατέστησε στο κινητό της την εφαρμογή "MightyText", για να τη βοηθά στις συνομιλίες της με πελάτες και ισχυρίστηκε ότι αυτό γινόταν  μέσα από την επαγγελματική της σελίδα και την εφαρμογή messenger.  

 

Ανέφερε ότι η απόφαση για το ποιο όνομα θα έδιδαν στην ανήλικη, ήταν δική της αποκλειστικά  και ότι ενημέρωσε σχετικά τον καθ’ ου η αίτηση μετά την γέννηση της. Παραδέχτηκε επίσης ότι παρά το γεγονός ότι ο καθ’ ου η αίτηση ήθελε άλλο όνομα, τελικά επικράτησε η επιθυμία της.

 

Συμφώνησε ότι κατά τη συμβίωση των διαδίκων, κυρίως ο καθ’ ου η αίτηση φρόντιζε για το μαγείρεμα και το ψώνισμα του σπιτιού, ωστόσο όπως ανέφερε, έψαχνε πάντα να αγοράσει τα πιο φθηνά προϊόντα.

 

Ανέφερε ότι το χειρότερο λάθος της ζωής της ήταν να δεχτεί τη ρύθμιση της επικοινωνίας των 5 ημερών. Ερωτηθείσα για το εάν θα ήταν καλύτερο ένα πρόγραμμα ανά 2 ή 3 ημέρες που προτάθηκε στο παρελθόν, απάντησε ότι είναι σίγουρα καλύτερο, συμπληρώνοντας ότι δεν αντιλαμβάνεται γιατί δεν είναι καλύτερο να κοιμάται στην οικία της η ανήλικη και να την παραλαμβάνει ο καθ’ ου η αίτηση κάθε μέρα για επικοινωνία. Να υπάρχει δηλαδή ένα σταθερό πρόγραμμα. Σε άλλο σημείο της αντεξέτασης της επί του συγκεκριμένου θέματος, ανέφερε ότι θα ήθελε να συμβουλευθεί κάποιο παιδοψυχολόγο για το πρόγραμμα επικοινωνίας.

 

Αντεξετάστηκε για τον άνδρα που διατηρούσε σχέσεις, ο οποίος κατηγορείται για ξυλοδαρμό του καθ’ ου η αίτηση και εμπρησμό του οχήματος του και υποστήριξε μεταξύ άλλων, ότι πλέον δεν είναι ζευγάρι.

 

Σχολιάζοντας το τεκμήριο 15Α και Β, (φωτογραφίες δωματίου ανήλικης), ανέφερε ότι το δωμάτιο ετοιμάστηκε μετά την ετοιμασία των δύο Εκθέσεων από την Λειτουργό, ότι μέχρι τότε η ανήλικη κοιμόταν σε άλλο δωμάτιο μαζί της και ότι δεν κατέθεσε σχετικές φωτογραφίες, παρά το ότι τις έχει στην κατοχή της.

 

Αρνήθηκε ότι παρέδιδε την ανήλικη με σχισμένα παπούτσια, ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε της έγιναν υποδείξεις για τα απεριποίητα νύχια της ανήλικης και ότι δεν ενημερώθηκε για τις διαπιστώσεις του γιατρού που εξέτασε την ανήλικη στις 21.12.2017 (τεκμήριο 105).  Αντεξετάστηκε επί των τεκμηρίων 100,101,102,103, 104, 106 και 107 (φωτογραφίες απεριποίητων νυχιών και πληγών και παπουτσιών ανήλικης) και αρνήθηκε την υποβολή ότι παρέδιδε στον αιτητή την ανήλικη με τα σκισμένα παπούτσια που φοράει στη φωτογραφία τεκμήριο 100.

 

Συμφώνησε ότι η ανήλικη βαφτίστηκε τον Μάιο του 2017 και ότι εκείνη την περίοδο ο καθ΄ ου η αίτηση δεν επικοινωνούσε με αυτήν. Αρνήθηκε ότι το σύγκαμα στα γεννητικά όργανα της ανήλικης που φαίνεται στο τεκμήριο 28, προέρχεται από δική της αμέλεια και παραβίαση των κανόνων υγιεινής. Ανέφερε επίσης ότι έχει και η ίδια φωτογραφίες από τις ημέρες που η ανήλικη βρισκόταν με τον καθ’ ου η αίτηση που δείχνουν το παιδί συγκαμένο, τις οποίες όμως δεν κατέθεσε.

 

Αρνήθηκε ότι φορούσε στην ανήλικη σχισμένα ή λερωμένα ρούχα, επαναλαμβάνοντας ότι μετά την πρώτη Έκθεση της Λειτουργού, έβγαζε συνεχώς την ανήλικη φωτογραφίες. Υποστήριξε επίσης ότι η Λειτουργός την επισκεπτόταν το μεσημέρι συνήθως, την ώρα του φαγητού και ότι είναι φυσιολογικό για ένα παιδί που περπατά ή μπουσουλά να είναι λερωμένο.

 

Συμφώνησε ότι μετά τη γέννηση της ανήλικης διέμεινε στη μητέρα της για 40 ημέρες, και ακολούθως μεταφέρθηκε με την ανήλικη και τον καθ’ ου η αίτηση στην οικία της. Αρνήθηκε ότι η μητέρα της διέμενε μαζί τους εκείνο το διάστημα και ισχυρίστηκε ότι την βοηθούσε κάποιες ώρες και ότι μόνο κάποιες νύχτες διανυκτέρευε εκεί. Μετά από 2-3 μέρες, είχε ένα ατύχημα και χρειάστηκε ξανά τη βοήθεια της μητέρας της. Αρνήθηκε, ότι ο καθ’ ου η αίτηση την παρακαλούσε να μείνουν μόνοι τους σαν οικογένεια, χωρίς την συνεχή παρουσία της μητέρας της και απέρριψε τις θέσεις του ότι δεν του επιτρεπόταν καμία ανάμειξη στην φροντίδα της ανήλικης.

 

Ισχυρίστηκε ότι είναι πολύ συνδεδεμένη με την ανήλικη, επαναλαμβάνοντας ότι το καλύτερο για την ανήλικη είναι να διαμένει μαζί της και να την βλέπει ο καθ’ ου η αίτηση κάθε μέρα εάν το επιθυμεί. Είναι καλύτερο όπως είπε, ένα πρόγραμμα ανά 2 ή 3 ημερών, παρά το πρόγραμμα των 5 ημερών που εφάρμοζαν. Επανέλαβε ότι για να το αποδεχτεί χρειάζεται την γνώμη ειδικού.

 

Αρνήθηκε ότι παραδίδει εσκεμμένα την ανήλικη νυσταγμένη και άυπνη στον καθ’ ου η αίτηση για να κλαίει και διαφώνησε με τη θέση ότι όταν ο καθ’ ου η αίτηση παραλαμβάνει την ανήλικη από το νηπιαγωγείο, τρέχει χαρούμενη στην αγκαλιά του.  

 

Αντεξεταζόμενη επί του τεκμηρίου 6 (συσκευή παρακολούθησης), επέμεινε στη θέση της ότι άκουσε τυχαία συνομιλίες. Συμφώνησε, ότι στο δωμάτιο της ανήλικης υπήρχε οπτικοακουστική συσκευή και ότι υπήρχε εφαρμογή με την οποία μπορούσαν οι διάδικοι ανά πάσα στιγμή να ακούσουν και να δουν τι γίνεται στο δωμάτιο. Ήταν η θέση της όμως ότι ουδέποτε τέθηκε σε λειτουργία η συσκευή, παρά το ότι της υποδείχθηκαν φωτογραφίες που λήφθηκαν από αυτήν.

 

Υποστήριξε, ότι ουδέποτε στέρησε την ανήλικη από τον καθ’ ου η αίτηση και αρνήθηκε ότι κάθε φορά που αυτός προσπαθούσε να τη δει, δημιουργούνταν προβλήματα, δηλαδή είτε τον έβριζαν, είτε τον χτυπούσαν είτε τον κατάγγελλαν στην Αστυνομία άτομα της οικογένειας της. Παραδέχτηκε ωστόσο, ότι η μητέρα της κατηγορήθηκε και βρέθηκε ένοχη σε υπόθεση ξυλοδαρμού του καθ’ ου η αίτηση. Σε άλλο σημείο της αντεξέτασης της, αρνήθηκε τις αναφορές της Λειτουργού ότι άκουσε την ίδια και την οικογένεια της να βρίζουν τον καθ’ ου η αίτηση και υποστήριξε ότι στην οικογένεια της ουδέποτε βρίζουν.

 

Συμφώνησε ότι ήταν δική της επιθυμία η παραλαβή και παράδοση της ανήλικης να γίνεται από το σπίτι των γονέων της, αρνήθηκε όμως ότι εκεί διέμενε μόνιμα η ανήλικη. Ανέφερε επίσης ότι κάποιες φορές διέμενε στους γονείς της, γεγονός που δεν ανέφερε στη Λειτουργό επειδή φοβόταν.  

 

Τέλος, αναφέρθηκε στην αιτήτρια ένα περιστατικό που έλαβε χώρα τον Δεκέμβριο του 2018, όπου η ανήλικη νοσηλεύτηκε και της υποβλήθηκε ότι προσπαθούσε να την εντοπίσει ο καθ’ ου η αίτηση για να την ενημερώσει, αλλά ήταν κλειστό το κινητό της και ότι τελικά επισκέφθηκε το νοσοκομείο μόνο για 10 λεπτά, με τη δικαιολογία ότι ήταν η μέρα του καθ’ ου η αίτηση να μείνει με την ανήλικη και έφυγε γιατί ήταν Σάββατο και είχε προγραμματισμένη έξοδο. Η αιτήτρια δεν συμφώνησε και ισχυρίστηκε ότι μόλις είδε τις κλήσεις και τα μηνύματα του καθ’ ου η αίτηση επισκέφθηκε αμέσως το νοσοκομείο, έφυγε και επέστρεψε ξανά με τον αδελφό της.

 

Ως δεύτερος μάρτυρας για την πλευρά της αιτήτριας κατέθεσε ο εργοδότης, κος  Κ.Ζ. (Μ.Αιτ.2), στην εταιρεία του οποίου εργάζεται από τον Φεβρουάριο του 2019. Ο μάρτυρας αναφέρθηκε στα καθήκοντα και στην άψογη συμπεριφορά της αιτήτριας, τον επαγγελματισμό και τις άριστες σχέσεις που έχει με τους συναδέλφους της. Υποστήριξε ότι από την αρχή της συνεργασίας τους η αιτήτρια του μίλησε για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει με τον καθ’ ου η αίτηση και τον ενημέρωσε ότι ενδέχεται να απουσιάζει από την εργασία της για να παραστεί στο Δικαστήριο. Ανέφερε ότι η αιτήτρια χειρίζεται υπεύθυνα και με τόσο καλή και πρόσχαρη διάθεση τα προβλήματα που προκύπτουν στο χώρο εργασίας, που από τότε που την προσέλαβε ηρέμησαν τα πράγματα μεταξύ κάποιων υπαλλήλων. Υποστήριξε επίσης ότι δεν την θεωρεί συγκρουσιακό άτομο.

 

Αντεξεταζόμενος, ανέφερε μεταξύ άλλων, ότι έχει δει την αιτήτρια με την ανήλικη δύο φορές σε κάποιο εξωτερικό  χώρο, όχι όμως στην οικία της και ότι δεν γνωρίζει τους γονείς της.

 

Η αιτήτρια δεν προσέφερε άλλη μαρτυρία και η ακρόαση της υπόθεσης συνεχίστηκε με την μαρτυρία της πλευράς του καθ’ ου η αίτηση.

 

Πρώτος ο καθ’ ου η αίτηση  κατέθεσε γραπτή δήλωση, ως μέρος της κυρίως εξέτασης του (έγγραφο Β) και στη συνέχεια αντεξετάστηκε από τη συνήγορο της αιτήτριας. Ακολούθησε επανεξέταση.

 

Στη μαρτυρία του ανέφερε ότι το κυριότερο πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι διάδικοι από την αρχή της συμβίωσης τους, ήταν η παρεμβατική συμπεριφορά των γονέων της αιτήτριας και ιδιαίτερα της μητέρας της, η οποία μετά τη γέννηση της ανήλικης, ήθελε να έχει λόγο σε όλες τις αποφάσεις που την αφορούσαν. Με την πάροδο του χρόνου, επεδείκνυε επιθετική, υβριστική και εριστική συμπεριφορά προς το πρόσωπο του. Με την συμπεριφορά της και τη συγκατάθεση της αιτήτριας, ασκούσε τη φύλαξη της ανήλικης, αφού ανέλαβε πλήρως τη φροντίδα της. Η αιτήτρια παρέμενε αδρανής στην συμπεριφορά της μητέρας της και ουδέποτε τον υποστήριζε. Αντίθετα, υπήρξαν περιπτώσεις όπου απευθυνόταν σε αυτόν με υβριστικές και προσβλητικές φράσεις, ακόμα και στην παρουσία της Λειτουργού και της ανήλικης.

 

Αρνήθηκε τις κατηγορίες της αιτήτριας ότι έπαιρνε χάπια Viagra και ότι είχε εμμονή με ταινίες ερωτικού περιεχομένου, χαρακτηρίζοντας όλους τους σχετικούς ισχυρισμούς, ως εκ των υστέρων σκέψεις, υποδεικνύοντας ότι για πρώτη φορά η αιτήτρια αναφέρθηκε στην εμμονή αυτή κατά την ακρόαση της υπόθεσης. Υπέδειξε επίσης ότι η αιτήτρια ουδέποτε συζήτησε τα θέματα αυτά μαζί του.

 

Υποστήριξε ότι από την αρχή της σχέσης των διαδίκων στήριζε την αιτήτρια, στάθηκε δίπλα της ανιδιοτελώς και τη βοηθούσε με κάθε δυνατό τρόπο στην δουλειά της. Κατά τη συγκατοίκηση τους μερίμνησε για την οργάνωση των ρούχων και των παπουτσιών της και φρόντιζε γενικότερα για την καθαριότητα και το καθημερινό ψώνισμα του σπιτιού, εφόσον η αιτήτρια δεν έδειχνε ενδιαφέρον.

 

Όταν η αιτήτρια έμεινε έγκυος, συνέχιζε να κάνει όλα τα πιο πάνω και ουδέποτε την πίεσε να εργαστεί περισσότερες ώρες, αλλά αντίθετα προσπαθούσε με κάθε τρόπο να την αποφορτίσει. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του κατέθεσε γραπτές συνομιλίες των διαδίκων μέσω μηνυμάτων και εφαρμογών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (τεκμήρια 37- 40). Αρνήθηκε ότι η αιτήτρια αντιμετώπισε πρόβλημα υγείας κατά την εγκυμοσύνη της και ότι είχε αυξημένο θυροειδή και προς τούτο κατέθεσε το τεκμήριο 20 (αντίγραφο αποτελεσμάτων εξετάσεων της αιτήτριας).

 

Αναφέρθηκε στην εφαρμογή ״Mightytext״ και εξήγησε λεπτομερώς τη λειτουργία της. Σχετικό είναι το τεκμήριο 36 (αντίγραφα γραπτών συνομιλιών) που κατέθεσε.

 

Χαρακτήρισε την ημέρα που γεννήθηκε η ανήλικη, ως την καλύτερη ημέρα της ζωής του και περιέγραψε πώς η αιτήτρια και η μητέρα της τον απέκλεισαν από κάθε εμπλοκή και επαφή με αυτήν. Ισχυρίστηκε ότι αποφάσιζαν μονομερώς για οτιδήποτε την αφορούσε, ακόμα και για το όνομα της.  Υποστήριξε επίσης, ότι παρά τις έντονες αντιρρήσεις και διαμαρτυρίες του, με την έξοδο τους από την κλινική, η αιτήτρια του ανακοίνωσε ότι θα διαμείνει στην οικία της μητέρας της με την ανήλικη, με τη δικαιολογία ότι θα την βοηθά στη φροντίδα του βρέφους. Απέρριψε τους ισχυρισμούς της αιτήτριας ότι δεν ήθελε να φροντίζει εκείνην και την ανήλικη και κατέθεσε ως τεκμήρια 45 και 46, αντίγραφα γραπτών συνομιλιών των διαδίκων. Τόνισε, ότι παρά τις συνεχείς του εκκλήσεις να φροντίσει την ανήλικη, μόνο μία φορά του επιτράπηκε να την πάρει στην αγκαλιά του, εκμεταλλευόμενος την παρουσία της μητέρας του. Ωστόσο, μόλις αυτή αποχώρησε, η αιτήτρια και η μητέρα της δημιούργησαν ένταση, απειλώντας τον ότι εάν προσπαθήσει να πάρει το βρέφος ξανά, θα τον «έσυρναν» από το παράθυρο.

 

Ανέφερε ότι οι διάδικοι επέστρεψαν στη δική τους οικία, υπό τον όρο που του έθεσε η αιτήτρια,  ότι δηλαδή θα διέμενε μαζί τους και η μητέρα της, η οποία κοιμόταν σε ξεχωριστό δωμάτιο με την ανήλικη. Υποστήριξε ότι η μητέρα της αιτήτριας επεδείκνυε απαράδεκτη, επιθετική, υβριστική και εριστική συμπεριφορά, τον αποκαλούσε «μισιαρό», «ποκλάουρο» και «βρωμισμένο» και  του ζητούσε να «ξεκουμπιστεί από το σπίτι». Η αιτήτρια  παρέμενε αδρανής στη συμπεριφορά της μητέρας της και τις λίγες φορές που επενέβαινε, ήταν για να την υποστηρίξει.

 

Ισχυρίστηκε ότι η μητέρα της αιτήτριας απαγόρευε στους διαδίκους να παίρνουν την ανήλικη σε κοινωνικές ή άλλες εξόδους και περιόριζε στο ελάχιστο τη συμμέτοχη των διαδίκων στη φροντίδα και ανατροφή της, επικαλούμενη την ηλικία και την απειρία τους. Συνέχισε να φροντίζει ο ίδιος για τις αγορές από σουπερμάρκετ και φαρμακείο, προετοίμαζε το νερό για το μπάνιο της ανήλικης, καθάριζε και συγύριζε τα ρούχα της, άλλαζε τα σεντόνια για το κρεβατάκι της και αποστείρωνε τα μπιμπερό και τις πιπίλες. Παρ’ όλα αυτά, δεν του επέτρεπαν να αλλάξει την πάνα της, για να μην δει τα γεννητικά της όργανα, ούτε να την κοιμίσει ή να της αλλάξει ρούχα.

 

Αρνήθηκε ότι τοποθέτησε συσκευή μαγνητοφώνησης στο δωμάτιο της ανήλικης (τεκμήριο 6) και ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε του ανέφερε οτιδήποτε η αιτήτρια για το θέμα αυτό. Κατέθεσε ως τεκμήριο 47, αποδείξεις αγοράς και δέσμη φωτογραφιών/screenshot που τραβήχτηκαν από την εφαρμογή της κάμερας/οπτικοακουστική συσκευής παρακολούθησης που είχαν εγκατεστημένη στο δωμάτιο της ανήλικης.  

 

Αναφερόμενος στην περίοδο μετά τον τερματισμό της σχέσης των διαδίκων, υποστήριξε ότι η αιτήτρια, αν και αρχικά τον επιβεβαίωνε ότι θα έχει καθημερινή επικοινωνία με την ανήλικη, σε κάθε προσπάθεια του προς επίτευξη τούτου, υπήρχαν αντιδράσεις και οι γονείς της προκαλούσαν εντάσεις και καυγάδες. Αναφέρθηκε σε διάφορα περιστατικά, μεταξύ άλλων και στο επεισόδιο που έλαβε χώρα στις 23.12.2016, όπου ενώ βρισκόταν στο σπίτι της αιτήτριας για σκοπούς επικοινωνίας με την ανήλικη, η μητέρα της του επιτέθηκε και τον χτύπησε. Για το περιστατικό αυτό η μητέρα της βρέθηκε ένοχη για αδικήματα πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης και βίας στην οικογένεια (τεκμήριο 55, αντίγραφο Απόφασης ποινής). Εξήγησε ότι μετά περιστατικό και προς αποφυγήν εντάσεων, ζήτησε από την αιτήτρια όπως ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας του εκτός της οικίας της, αίτημα το οποίο η αιτήτρια απέρριψε. Κατέθεσε ως τεκμήρια 56 και 57, γραπτά μηνύματα που του απέστειλε η αιτήτρια.  

 

Ισχυρίστηκε ότι η οικογένεια της αιτήτριας με τη στάση της, τον απέκλεισε από κάθε απόφαση που αφορούσε την ανήλικη, παρά τις συνεχείς εκκλήσεις του να ενημερώνεται και να συμμετέχει στη ζωή της. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 2017, καταχώρισε μονομερή αίτηση, με την οποία ζητούσε να ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας του.

 

Αναφέρθηκε στην περίοδο όπου οι επικοινωνία του ασκείτο στα γραφεία των ΥΚΕ, με πρώτη καθορισμένη συνάντηση  την  ημέρα των πρώτων γενεθλίων της ανήλικης. Ο καθ’ ου η αίτηση ζήτησε όπως επισκεφθούν πρώτα ένα παιδότοπο στην παρουσία της Λειτουργού και αγόρασε τούρτα και διάφορα είδη γενεθλίων, για να γιορτάσει με την ανήλικη (τεκμήριο 63, αποδείξεις αγοράς και φωτογραφίες τούρτας). Ισχυρίστηκε ότι η αιτήτρια ήταν συνεχώς σε ένταση και επαναλάμβανε απευθυνόμενη στην ανήλικη «Πώς να είσαι καλά, άμα δεν είναι η μαμά;», «Αφού εν τον θέλεις γιατί σε πιέζουν;», «Εν με το ζόρι να τον θέλεις;». Υποστήριξε ότι στις συναντήσεις που γίνονταν στις ΥΚΕ, η αιτήτρια είχε εμφανώς αρνητική πρόθεση στο να μην επιτύχει η επικοινωνία, δεν ήταν συνεργάσιμη και δεν προετοίμαζε κατάλληλα την ανήλικη, γεγονός που της προκαλούσε αναστάτωση. Αναφέρθηκε επίσης στα προσκόμματα και τις δικαιολογίες που πρόβαλλε η αιτήτρια, με σκοπό να εμποδίσει την επικοινωνία του με την ανήλικη, ισχυριζόμενη ακόμα και προβλήματα υγείας της ανήλικης.  

 

Υποστήριξε ότι παρά τις πιο πάνω δυσκολίες, κατάφερε γρήγορα με την βοήθεια της μητέρας του να συνδεθεί με την ανήλικη και εφόσον η επικοινωνία εξελισσόταν θετικά, η Λειτουργός πρότεινε όπως οι συναντήσεις συνεχιστούν στην οικία του. Η αιτήτρια όμως, τον ενημέρωσε ότι είχε προγραμματισμένες διακοπές στη Πάφο με την ανήλικη. Για να μην διακοπούν οι προσπάθειες, μετέβη  και ο ίδιος στην Πάφο, όπου έγιναν επικοινωνίες στα γραφεία των ΥΚΕ.

 

Ισχυρίστηκε, ότι μετά από την πρώτη επικοινωνία που έλαβε χώρα στην οικία του, συγκεκριμένα στις 31.07.201, δέχτηκε επίθεση και ξυλοκοπήθηκε από τον Λ.Λ., συνοδό της αιτήτριας. Για το περιστατικό αυτό καταχωρήθηκε η ποινική υπόθεση 7717/2018 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Ανέφερε επίσης ότι δέχτηκε απειλές για να αποσύρει το παράπονο του. Αφού αναγνώρισε στο Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό της Λάρνακας τον Λ.Λ., ως ένα εκ των προσώπων που τον είχαν ξυλοκοπήσει, το επόμενο βράδυ, δηλαδή στις 03.08.2017, άγνωστα άτομα προχώρησαν σε εμπρησμό του αυτοκινήτου ιδιοκτησίας του πατέρα του, το οποίο χρησιμοποιούσε ο ίδιος. Κατέθεσε ως τεκμήριο τεκμήριο 65, φωτογραφίες του οχήματος. Εκείνη την ημέρα, λόγω της 24ωρης κράτησης της αιτήτριας στον Αστυνομικό Σταθμό, φιλοξένησε για πρώτη φορά κατά τις βραδινές ώρες την ανήλικη. Συνέχισε δε να λαμβάνει απειλές από άτομα του περιβάλλοντος της αιτήτριας, για να προσέχει για το που πηγαίνει και τι κάνει.

 

Υποστήριξε ότι η σχέση της αιτήτριας με το Λ.Λ. δεν τερματίστηκε, παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις της τόσο στη Λειτουργό, όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου περί το Δεκέμβριο του 2019 και ότι η εγκληματική συμπεριφορά του, του προκαλεί ανησυχία για την ασφάλεια της ανήλικης.

 

Μετά τα πιο πάνω περιστατικά, η επικοινωνία του με την ανήλικη συνεχίστηκε στα γραφεία των ΥΚΕ και ακολούθως, από το Σεπτέμβριο του 2017, τέθηκε και πάλι σε ισχύ το προσωρινό διάταγμα επικοινωνίας στην οικία του.  Αναφέρθηκε στις προσπάθειες που κατέβαλλε και στις ενέργειες που προέβαινε για να περνά ποιοτικό χρόνο με την ανήλικη, στον τρόπο που μεριμνούσε για τη διατροφή και τη φροντίδα της αλλά και στην υποστήριξη που είχε από τη μητέρα του. Κατέθεσε ως τεκμήριο 69, δέσμη από φωτογραφίες που έβγαζε στις επικοινωνίες του με την ανήλικη την περίοδο μεταξύ 21.07.2017 – 24.06.2019.  Κατέθεσε επίσης, σωρεία αποδείξεων αγοράς φαρμάκων, προϊόντων υπεραγοράς, ειδών ένδυσης και υπόδησης, ιατρικές εκθέσεις από παιδοοδοντίατρο, καρδιολόγο, ποδίατρο, φωτογραφίες των παιχνιδιών και των ειδών ένδυσης και υπόδησης που αγόραζε στην ανήλικη (τεκμήρια 70-74). Κατέθεσε ως τεκμήριο 75, πιστοποιητικό παρακολούθησης σεμιναρίου με τίτλο «Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα στις Βασικές Πρώτες Βοήθειες για Γονείς» του Υπουργείου Υγείας (Υπηρεσία Ασθενοφόρων) και σχετικά e-mail, ως τεκμήριο 76, αντίγραφα γραπτών τηλεφωνικών συνομιλιών των διαδίκων σε διάφορες ημερομηνίες, όπου ενημερώνει την αιτήτρια λεπτομερώς για την υγειά του παιδιού και ως τεκμήριο 77,  απόδειξη αγοράς παιχνιδιών, υπό την μορφή Tablet, ημερομηνίας 23.10.2017.

 

Αναφέρθηκε στην περίοδο που άρχισαν οι διανυκτερεύεις της ανήλικης στην οικία του και ακολούθως την περίοδο από τον Ιούλιο του 2018 και μετά, όπου οι διάδικοι εφάρμοζαν το πρόγραμμα επικοινωνίας των 5 ημερών (τεκμήριο 77, πρόγραμμα επικοινωνίας (5-5) από 08.07.2018 μέχρι 31.07.2019). Υποστήριξε, ότι κατά τη διάρκεια του προγράμματος, η ανήλικη ουδέποτε παραπονέθηκε ή έκλαψε, εκτός από κάποιες περιπτώσεις που δεν ήθελε να πάει πίσω στην αιτήτρια. Κατάφερε όμως να  οριοθετήσει τη συμπεριφορά της και δεν την άφησε να τον χειραγωγήσει, εξηγώντας της ότι η μαμά της την αγαπάει.

 

Θέλοντας να καταδείξει ότι δεν ευσταθούν οι ισχυρισμοί της αιτήτριας ότι η ανήλικη δεν τον ήθελε, αλλά ήταν χαρούμενη και περνούσε καλά μαζί του κατά το διάστημα που εφαρμοζόταν το πρόγραμμα των 5 ημερών, κατέθεσε ως τεκμήρια 94, 95 και 96, διάφορες φωτογραφίες από εκείνη την περίοδο.

 

Ισχυρίστηκε ότι η αιτήτρια δεν συναινούσε στην εγγραφή της ανήλικης σε νηπιαγωγείο, με τη δικαιολογία ότι «τα μωρά μεγαλώνουν με τις γιαγιάδες» και «δεν πετάσσουμε τα μωρά σε νηπιαγωγεία» και ότι λόγω της άρνησης της, προσέλαβε νηπιαγωγό που επισκεπτόταν την οικία του κατά της ημέρες τις επικοινωνίας του το διάστημα μεταξύ Σεπτεμβρίου - Οκτώβριου 2018, η οποία  διαπαιδαγωγούσε και εκπαίδευε την ανήλικη, ακολουθώντας όσο πιο πιστά μπορούσε έναν πρόγραμμα Νηπιαγωγείου. Τελικά, τον Νοέμβριο του 2018 η ανήλικη άρχισε να φοιτά στο νηπιαγωγείο Παραμυθόκοσμος. Κατέθεσε ως τεκμήριο 78, σημείωμα/έκθεση που ετοιμάστηκε από τη Διευθύντρια του Νηπιαγωγείου.  Σύμφωνα με τα λεγόμενα του, η αιτήτρια δεν επιθυμούσε την συμμετοχή της ανήλικης στις διάφορες εκδηλώσεις του νηπιαγωγείου και γενικότερα δεν συνεργαζόταν και δεν ακολουθούσε τις υποδείξεις των νηπιαγωγών.

 

Ισχυρίστηκε, ότι η αιτήτρια δεν επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον όταν η ανήλικη έπρεπε να νοσηλευτεί λόγω προβλήματος υγείας  (τεκμήρια 80-82) και ότι γενικότερα δεν ενδιαφερόταν και δεν μεριμνούσε για την ιατροφαρμακευτική της περίθαλψη, ούτε ακολουθούσε τις συστάσεις των γιατρών. Επιπλέον, δεν εφάρμοζε συγκεκριμένη θεραπευτική αγωγή στην ανήλικη για την αντιμετώπιση των τσιμπημάτων κουνουπιών.

 

Ισχυρίστηκε ότι τον Αύγουστο του 2019, η επικοινωνία του με την ανήλικη διακόπηκε απότομα, γεγονός που αποδίδει στη συμπεριφορά και στις ενέργειες της αιτήτριας, η οποία χρησιμοποιούσε ως δικαιολογία την άρνηση της ανήλικης να τον δει, ενώ την ώρα της παραλαβής της τη τσιμπούσε και της έλεγε με θυμωμένο ύφος, «Ξ., πες ότι δε θέλεις να πας στο παπά».  Κατηγόρησε την αιτήτρια ότι άφηνε εσκεμμένα την ανήλικη άυπνη για να είναι κουρασμένη και ιδιότροπη κατά την παραλαβή της από το σχολείο και να φαίνεται ότι κλαίει επειδή την παραλαμβάνει ο ίδιος. Σε άλλη περίπτωση, όπου η αιτήτρια και πάλι ισχυρίστηκε ότι η ανήλικη δεν επιθυμεί την επικοινωνία, αρνήθηκε την πρόταση του να την παραλάβει κοιμισμένη, όπως είχαν ήδη πράξει στο παρελθόν και του πρότεινε να την παραλάβει την επόμενη ημέρα, πράγμα που δεν έγινε. Προς αποφυγήν των πιο πάνω, συμφώνησαν ότι η παραλαβή θα γίνεται από το νηπιαγωγείο. Από την ημέρα όμως που έκλεισε το νηπιαγωγείο για θερινές διακοπές, δηλαδή στις 31.07.2019, παρά τις απέλπιδες προσπάθειες του, δεν κατέστη δυνατό να παραλάβει την ανήλικη, με τη δικαιολογία και πάλι ότι δεν τον θέλει.

 

Τον Σεπτέμβριο του 2019, όταν πλέον επαναλειτούργησε το νηπιαγωγείο και ενώ έγινε διευθέτηση μέσω Λειτουργού του Γραφείου Ευημερίας για να παραλάβει την ανήλικη, η ανήλικη δεν βρισκόταν εκεί, με την δικαιολογία ότι δεν ήθελε να πάει σχολείο. Τελικά, η αιτήτρια ενημέρωσε τη διεύθυνση του νηπιαγωγείου ότι αποφάσισε να τερματίσει την φοίτηση της ανήλικης, γιατί φοβόταν ότι θα την παραλάβει ο καθ’ ου η αίτηση. Εκείνο το διάστημα  η αιτήτρια αρνήθηκε να μεταφέρει την ανήλικη στα μαθήματα μπαλέτου που διευθέτησε ο καθ’ ου η αίτηση και πάλι με την δικαιολογία ότι η ανήλικη δεν θέλει.

 

Ο καθ’ ου η αίτηση πιστεύει, ότι η αιτήτρια και η οικογένεια της, με διάφορες προφάσεις και ψευδείς ισχυρισμούς, τον απέκλεισαν εντελώς από τη ζωή της ανήλικης, του στέρησαν οποιαδήποτε επαφή μαζί της και οποιαδήποτε πληροφορία σε σχέση με αυτήν. Παρά τις προσπάθειες των Λειτουργών, η αιτήτρια αρνείτο να μεταφέρει την ανήλικη στα γραφεία των ΥΚΕ για να πραγματοποιηθεί επικοινωνία, ενώ οι γονείς της δεν ήταν διατεθειμένοι να αναλάβουν τον ρόλο αυτό. Όταν οι γονείς του καθ’ ου η αίτηση επικοινώνησαν με την αιτήτρια και της ζήτησαν να δουν την ανήλικη και πάλι αρνήθηκε, λέγοντας τους ότι η ανήλικη δεν θέλει να τους δει. 

 

Σχολιάζοντας τις συνθήκες διαβίωσης της ανήλικης στην οικία των μητρικών της παππούδων, ισχυρίστηκε ότι οι φωτογραφίες (τεκμήρια 12-17) που κατέθεσε η αιτήτρια, ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα και ότι είναι φτιαχτές, με μοναδικό σκοπό να παραπλανήσουν το Δικαστήριο.

 

Ισχυρίστηκε ότι κατά τον πρώτο χρόνο που διατηρούσε ακόμα επικοινωνία με την ανήλικη, η τελευταία είχε μώλωπες σε όλο της το σώμα,  κόκκινα αυτιά, σοβαρής μορφής συγκάματα με μύκητες, μεγάλα και απεριποίητα νύχια σε βαθμό που της προκαλούσαν πόνο, φορούσε ακατάλληλα και μικρά παπούτσια, βρώμικα ή σχισμένα ρούχα, ήταν άλουστη, είχε μαύρους κύκλους και ήταν χλωμή. Αναφέρθηκε επίσης στις ενέργειες του για να περιθάλψει και να φροντίσει την ανήλικη. Προς υποστήριξη των ισχυρισμών του, ανέφερε συγκεκριμένες ημερομηνίες και περιστατικά, όπου η ανήλικη φορούσε σκισμένα παπούτσια (06.09.2018, τεκμήριο 100 - φωτογραφία) και είχε απεριποίητα νύχια (28.11.17, 03.05.18, 12.06.18, 26.12.2018, τεκμήρια 101, 102, 103 και 104 σχετικές φωτογραφίες και τεκμήριο 105 – ιατρικό πιστοποιητικό).

 

Περαιτέρω, προς απόδειξη του ισχυρισμού του ότι η αιτήτρια φορούσε στην ανήλικη μικρά παπούτσια, κατέθεσε ως τεκμήριο 106, φωτογραφίες της ανήλικης που τραβήχτηκαν στις 24.08 2017, 24.09.2017, 03.05.2018, 06.05.2018 και 03.07.2018, όπου την απεικονίζουν να φορά τα ίδια σανδάλια και τα πόδια της να έχουν φουσκάλες. Με τον ίδιο τρόπο θέλησε να υποστηρίξει και τους ισχυρισμούς του ότι η ανήλικη φορούσε σχισμένα και λερωμένα ρούχα.

 

Ισχυρίστηκε ότι στις 31.12.2017, στα πλαίσια άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας του, αντιλήφθηκε ότι η ανήλικη είχε «κριθαράκι» στο μάτι και αναφέρθηκε στην άρνηση της μητέρας τη αιτήτριας να ακολουθήσει τις υποδείξεις του για τη θεραπεία που του πρότεινε ο γιατρός. Κατέθεσε ως τεκμήριο 112, φωτογραφία της ανήλικης και ως τεκμήριο 113 ιατρική συνταγή. Ισχυρίστηκε επίσης στις 19.06.18 και 18.07.18 ο γιατρός διέγνωσε σταφυλόκοκκο στην ανήλικη (τεκμήριο 114 και 115 φωτογραφίες ανήλικης). 

 

Ανέφερε ότι η αιτήτρια και η μητέρα της δεν άλλαζαν την πάνα της ανήλικης όταν περιείχε μόνο ούρα και σε περίπτωση που τα κόπρανα της ήταν στερεά, απλά τα αφαιρούσαν και της έβαζαν ξανά την ίδια πάνα. Το διάστημα που η ανήλικη έμενε μαζί του για 5 συνεχόμενες ημέρες, την παραλάμβανε συνεχώς συγκαμένη, με μύκητες, γεγονός που αποδίδει στην μη συχνή αλλαγή πάνας και του λανθασμένου τρόπου καθαρισμού της ευαίσθητης περιοχής της ανήλικης. Αναφέρθηκε επίσης στις ενέργειες που προέβη για να περιθάλψει και να φροντίσει την ανήλικη.

 

Υποστήριξε περαιτέρω, ότι εάν η αιτήτρια δεν τον αποξένωνε από την ανήλικη, θα αντιλαμβανόταν έγκαιρα το πρόβλημα ομιλίας που έχει και θα έπραττε ανάλογα, σε αντίθεση με την αιτήτρια που παρέμενε αδρανής. Κατά την αντεξέταση του, διευκρίνισε ότι ενόσω διατηρούσε ακόμα επαφή με την αιτήτρια, δεν πήρε την ανήλικη σε κάποιον ειδικό για το θέμα της ομιλίας της, επειδή όπως τον συμβούλευσαν από το νηπιαγωγείο, έπρεπε να περιμένει μέχρι η ανήλικη να γίνει 3 ετών και ότι τότε δεν ήταν έτοιμη ακόμα.

 

Αναφέρθηκε στην απόφαση των διαδίκων να αποταθούν στην ψυχολόγο κα Χ.Χ. κατόπιν επιθυμίας της αιτήτριας και στη δέσμευση της να ακολουθήσουν την εισήγηση της.  Αναφέρθηκε επίσης στην απόφαση της αιτήτριας να διακόψει τη συνεργασία της με την ψυχολόγο, στις προσπάθειες που κατέβαλε η ψυχολόγος για να επιτευχθεί εκ νέου επικοινωνία με την ανήλικη και στην αρνητική συμπεριφορά και στάση που επεδείκνυε η αιτήτρια και οι γονείς της καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεργασίας.  

 

Πιστεύει ότι αν εκδοθεί διάταγμα που να αναθέτει στην αιτήτρια τη φύλαξη και φροντίδα της ανήλικης, θα είναι καταδικαστικό για τον ίδιο και την ανήλικη, αφού δεν θα του επιτρέπεται να την δει και η ανήλικη θα συνεχίσει να διαμένει με τους μητρικούς παππούδες. Δηλώνει ότι εάν αναλάβει ο ίδιος της φύλαξη της, έχει τον τρόπο να οριοθετήσει την συμπεριφορά της σε περίπτωση άρνησης της να πηγαίνει στην μητέρα της και ότι δεν επιθυμεί να την απομακρύνει από την ζωή της μητέρας της, άλλα μόνο να την προστατέψει.   

 

Εξήγησε ότι το ωράριο εργασίας του, του επιτρέπει να παραλαμβάνει ο ίδιος την ανήλικη από το σχολείο και να την μεταφέρει στις διάφορες απογευματινές της δραστηριότητες,  ρόλο που σήμερα έχουν αναλάβει οι γονείς της αιτήτριας, εφόσον η ίδια εργάζεται τα απογεύματα και διαμένει σε άλλη οικία από αυτήν που διαμείνει η ανήλικη, μαζί με τον σύντροφο της.

 

Κατά την αντεξέταση του αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στα ποσά που κατέβαλλε στην αιτήτρια για τη διατροφή της ανήλικης αλλά και στο πως συνείσφερε γενικότερα με απευθείας αγορές ειδών ένδυσης και υπόδησης. Διευκρίνισε ότι οτιδήποτε αγόραζε για την ανήλικη, η αιτήτρια και οι γονείς της δεν τα αποδέχονταν και πολλές φορές τα έβρισκε στην πόρτα την επόμενη ημέρα. Ανέφερε επίσης ότι αποταμιεύει χρήματα για τις σπουδές της ανήλικης και για τη αγορά αυτοκινήτου όταν αυτή ενηλικιωθεί.  

 

Σε ερώτηση για το κατά πόσο θεωρεί ότι η αιτήτρια δεν ενδιαφέρεται για την ανήλικη, απάντησε ότι μια μητέρα που ενδιαφέρεται για το παιδί της δεν διαμένει σε ξεχωριστό σπίτι και να το βλέπει μόνο για λίγες ώρες, ενδιαφέρεται για το ντύσιμο του, την υγιεινή του, έχει τα απαραίτητα πράγματα μαζί της, δεν υποδεικνύει τον πατέρα του παιδιού της για να τον ξυλοκοπήσουν, δεν σταματά το παιδί της από το νηπιαγωγείο μόνο και μόνο για να μην έχει πρόσβαση ο πατέρας και όταν της λέει μια ειδικός ότι χρειάζεται λογοπαθολόγο, ανταποκρίνεται.

 

Διευκρίνισε ότι ο λόγος που έγραψε ο ίδιος την ανήλικη στο ΓΕΣΥ, ήταν γιατί του το ζήτησε ο παιδίατρος, όταν αντιλήφθηκε ότι δεν είχε καταχωρηθεί η επίσκεψη και η αιτήτρια το παραμέλησε, παρά το ότι τον ενημέρωσε ότι είχε διευθετήσει το θέμα η ίδια.

 

Αντεξετάστηκε επί των τεκμηρίων 128 και 129 (βίντεο ανήλικης) και τοποθετήθηκε επί της θέσης της αιτήτριας ότι της τα έστειλε κατά λάθος και ότι η συμπεριφορά του σε αυτά συνιστά κακοποίηση της ανήλικης. Κατά την επανεξέταση του, εξήγησε τους λόγους που απέστειλε τα βίντεο και υποστήριξε ότι η αιτήτρια έχει αποκόψει μέρος αυτών. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του κατέθεσε τα τεκμήρια 130 και 131.  

 

Ερωτήθηκε τι θα γίνει σε περίπτωση που πάρει ο ίδιος τη φύλαξη της ανήλικης, εάν δηλαδή θα την παραδίδει στην αιτήτρια για επικοινωνία, αφού θεωρεί ακατάλληλη την οικογένεια της και τόνισε ότι ουδέποτε παρέλειψε να την παραδώσει και ότι ακόμα και στις περιπτώσεις που η ανήλικη έκλαιγε και δεν ήθελε να επιστρέψει, πάντα την οριοθετούσε.

 

Τέλος, κληθείς να σχολιάσει τη θέση της αιτήτριας, ότι έχει εμμονή μαζί της και ότι σκοπίμως μαζεύει τεκμήρια, ανέφερε ότι από την πρώτη ημέρα που άρχισε η δικαστική διαδικασία, η αιτήτρια τον κατηγορούσε για τα πάντα και επειδή ήθελε να αποδείξει ότι «δεν είναι ελέφαντας» μάζευε αποδείξεις και τεκμήρια για να τεκμηριώσει τις θέσεις του.

 

Ως τελευταία μάρτυρας από πλευράς του καθ’ ου η αίτηση, κλήθηκε η ψυχολόγος κα Χ. Χ. (Μ.Υ.2). Προτού καταπιαστώ με τη μαρτυρία της, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω τα εξής. Μετά το πέρας της μαρτυρίας της αιτήτριας και μετά από δική της εισήγηση, οι διάδικοι συμφώνησαν και ζήτησαν από κοινού από το Δικαστήριο, όπως τους δοθεί η ευκαιρία να αποταθούν σε ψυχολόγο κοινής αποδοχής, με σκοπό τη συναισθηματική αποφόρτιση τους και για να εξεύρουν μια κοινώς αποδεκτή λύση. Κύριος στόχος της συνεργασίας θα ήταν η εξελικτική αποκατάσταση της επικοινωνίας του καθ’ ου η αίτηση με την ανήλικη. Οι διάδικοι ζήτησαν όπως καταγραφούν στα πρακτικά του Δικαστηρίου τα πιο πάνω, ούτως ώστε να τα κοινοποιήσουν στην κα Χ.Χ. Στην πορεία, η αιτήτρια υπαναχώρησε από τα όσα οι διάδικοι συμφώνησαν και αποφάσισε ότι δεν επιθυμεί να εμπλακεί περαιτέρω στη συνεργασία με την ψυχολόγο.

 

Κατά την κυρίως εξέταση της, η κα Χ.Χ, αφού κατέθεσε την Έκθεση της ημερομηνίας 27.1.02020 (τεκμήριο 144), υιοθέτησε το περιεχόμενο της. Ακολούθησε η αντεξέταση της   από την συνήγορο της αιτήτριας και η επανεξέταση της από τη συνήγορο του καθ’ ου η αίτηση.

 

Στην Έκθεση της (τεκμήριο 144), η κα Χ.Χ. αναφέρεται μεταξύ άλλων στη συνεργασία που είχε με τους διαδίκους, διευκρινίζοντας ότι δεν κατέστη δυνατό να γίνει κοινή συνάντηση με αυτούς, αρχικά λόγω των περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν για τη μη εξάπλωση της πανδημίας του κορωνοιού και μετέπειτα, λόγω άρνησης της αιτήτριας. Περιγράφει τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στην επικοινωνία της με την αιτήτρια, γεγονός που δεν της επέτρεψε να ολοκληρώσει την αποστολή της, όπως αυτή ζητήθηκε από τα δύο μέρη, εφόσον μία εβδομάδα μετά την πρώτη επιτυχημένη προσπάθεια επιβλεπόμενης επικοινωνίας, η αιτήτρια διέκοψε την συνεργασία τους, προβάλλοντας αρχικά ως δικαιολογία την πανδημία και ακολούθως οικονομικούς λόγους.

 

Εξηγεί ότι για να εμπλακεί άμεσα στις προσπάθειες για επίτευξη επικοινωνίας, πραγματοποίησε προειδοποιημένες και απροειδοποίητες επισκέψεις στην οικία των γονέων της αιτήτριας, στις οποίες αναφέρθηκε με λεπτομέρεια. Περιγράφει επίσης τις προσπάθειες που έγιναν προς επίτευξη επικοινωνίας σε χώρους άλλους από την οικία των μητρικών παππούδων, εξιστορώντας όσα έλαβαν χώρα σε αυτές, προβαίνοντας σε παρατηρήσεις για τη συμπεριφορά των διαδίκων και τις αντιδράσεις της ανήλικης.

 

Η κα Χ.Χ, αξιολογώντας το συμφέρον της ανήλικης, προβαίνει σε παρατηρήσεις, διαπιστώσεις και συστάσεις ως προς την ανάθεση της φύλαξης της ανήλικης στον καθ’ ου η αίτηση, τον καθορισμό επιβλεπόμενης επικοινωνίας της ανήλικης με την αιτήτρια και το οικογενειακό της περιβάλλον, την αξιολόγηση των μητρικών παππούδων από ανεξάρτητους Ειδικούς Ψυχικής Υγείας, τη συνεργασία της αιτήτριας με ψυχολόγο, τη διασφάλιση ότι θα διατηρηθεί η φυσική απόσταση των μελών της μητρικής οικογένειας από τον καθ’ ου η αίτηση, την εγγραφή της ανήλικης σε σταθερό σχολικό περιβάλλον, τη ψυχοθεραπευτική υποστήριξη της ανήλικης και τη ψυχολογική υποστήριξη του καθ’ ου η αίτηση.

 

Διευκρινίζει, ότι η συλλογή δεδομένων και η παρέμβαση της στην υπόθεση, επεκτάθηκε πέραν από τη διερεύνηση των θέσεων των γονέων, της σχέσης της ανήλικης με τον καθ’ ου η αίτηση και τη συναισθηματική αποφόρτιση των εμπλεκόμενων μερών, ως ήταν αρχικά οι οδηγίες της, εφόσον έκρινε ότι το κύριο ζήτημα αφορά την εξυπηρέτηση του συμφέροντος της ανήλικης.

 

Η μάρτυρας αντεξετάστηκε για τα προσόντα και την εμπειρία της στον τομέα των υποθέσεων γονικής μέριμνας και για τα εργαλεία και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε για τη σύνταξη της Έκθεσης. Αντεξετάστηκε επίσης επί των όρων εντολής που έλαβε από τους διαδίκους, τον αριθμό των συναντήσεων που πραγματοποίησε με τα εμπλεκόμενα μέρη και τη συμπεριφορά της αιτήτριας στις επιβλεπόμενες επισκέψεις. Βαρύτητα επίσης δόθηκε στο εύρημα της περί ψυχοπαθολογίας της αιτήτριας και των γονέων της.

 

Στην αμφισβήτηση της εξουσίας της να κάνει απροειδοποίητες επισκέψεις στην οικία των μητρικών παππούδων, απάντησε ότι δεν πληροφόρησε τους διαδίκους από την αρχή της συνεργασίας τους ότι θα γίνονταν τέτοιες επισκέψεις, πλην όμως αυτές έγιναν στα πλαίσια της βοήθειας που παρείχε στους διαδίκους και για να επιβεβαιώσει τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς.

 

Αμφισβητήθηκε η αντικειμενικότητά της, με συγκερικέμενες υποβολές ότι δεν αναφέρει κάτι θετικό για την μητέρα, ότι δεν έκανε συνέντευξη του παιδιού και ότι προβαίνει σε αυθαίρετα συμπεράσματα.

 

Τέλος, απαντώντας σε ερωτήσεις για τη συναισθηματική σύνδεση της ανήλικης με τους διαδίκους, απάντησε ότι η ανήλικη έχει καλή σχέση με τη μητέρα της και θετικά συναισθήματα προς τον πατέρα της, παρά το ότι δεν τον είχε δει για μεγάλο χρονικό διάστημα.  Σε ερώτηση για το πως αισθάνεται η ανήλικη με τον καθ’ ου η αίτηση και γιατί δεν το έχει καταγράψει, απάντησε ότι δεν γνωρίζει, εφόσον η συνεργασία δεν ολοκληρώθηκε, λόγω της στάσης της αιτήτριας και των δυσκολιών που παρουσίαζε η ανήλικη, όπου δεν μπορούσε να καταγραφεί η θέση της.

 

Μετά το πέρας της μαρτυρίας των δύο πλευρών, πραγματοποιήθηκε κατ’ ιδίαν συνέντευξη της ανήλικης από το Δικαστήριο. Λεπτομερής αναφορά στη συνέντευξη γίνεται κατωτέρω.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Η άσκηση της γονικής μέριμνας ανηλίκων διέπεται από τον Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμο του 1990, Ν.216/90 (στο εξής «ο Νόμος» ). Σύμφωνα με το άρθρο. 5(1) (α) του Νόμου, η γονική μέριμνα είναι καθήκον και υποχρέωση των γονέων, οι οποίοι το ασκούν από κοινού. 

 

Το άρθρο 6 του Νόμου ορίζει ότι κάθε απόφαση των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου, στο οποίο πρέπει να αποβλέπει και κάθε απόφαση του Δικαστηρίου που ρυθμίζει την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή τον τρόπο άσκησης της (Στυλιανού ν. Στυλιανού (1993) 1 ΑΑΔ 130 , Διευθύντρια Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ν.  Ντούμα κ.ά.  (2001) 1 (Γ) ΑΑΔ 1911). Προνοείται επίσης, ότι η απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις με βάση το φύλο, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πεποιθήσεις, την ιθαγένεια, την εθνική ή κοινωνική προέλευση ή την περιουσία.

 

Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Κκουφού ν. Κκουφού  (1997) 1 (Γ) ΑΑΔ 1588, 1593, η διαμόρφωση κρίσης πάνω σε θέματα γονικής μέριμνας είναι έργο λεπτό και σύνθετο.  Δεν είναι εγχείρημα που στοχεύει στην απόδοση ευθυνών ή στην επιβολή κύρωσης για μεμπτή συμπεριφορά. Γνώμονας είναι το συμφέρον του ανηλίκου και κατά την εκτίμησή του, προσλαμβάνει σημασία το σύνολο των στοιχείων. Έχει πολλές φορές τονιστεί από τη νομολογία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου ότι η διαδικασία της γονικής μέριμνας είναι διαδικασία εξεταστικού χαρακτήρα, που αποκλειστικό στόχο έχει την ευημερία και το συμφέρον του ανηλίκου (βλ. Στυλιανού ν. Στυλιανού  και Ιακωβίδης ν. Ιακωβίδου (2000) 1 ΑΑΔ 1108).

 

Στην Ιωαννίδης κ.ά. ν. Ιωαννίδη κ.ά. (2002) 1 (Γ) ΑΑΔ Σελ. 1446, 1452 λέχθηκαν τα πιο κάτω σε σχέση με τις υποθέσεις που αφορούν την γονική μέριμνα ανηλίκων:

 

 «Στη διαδικασία αιτήσεων γονικής μέριμνας δεν υπάρχει το στοιχείο της αντιπαράθεσης μεταξύ των γονέων.  Πρόκειται για διαδικασία εξεταστικού χαρακτήρα της οποίας, ο τελικός σκοπός είναι η καλύτερη εξυπηρέτηση της ευημερίας και του συμφέροντος του ανηλίκου.  Στα άρθρα 6 και 14 του νόμου, αναφέρεται ότι το κύριο κριτήριο για τη γονική μέριμνα είναι το συμφέρον του τέκνου.  Πρόκειται για αρχή η οποία επαναλαμβάνεται συχνά στη νομολογία (βλ. Στυλιανού ν. Στυλιανού (ανωτέρω) και Ιακωβίδης ν. Ιακωβίδη, (2000) 1 ΑΑΔ 1108 από την οποία και η πιο κάτω επιγραμματική διατύπωση της αρχής: «Η ύψιστη αρχή που το Δικαστήριο θα πρέπει πάντα να έχει υπόψιν σε τέτοιες υποθέσεις είναι η ευημερία του ανηλίκου».

 

Στην υπόθεση Π.Ε. v. K.R.U, Έφεση Αρ. 23/2018, ημερομηνίας 3.12.2019, όπου τονίστηκε εκ νέου, ότι το συμφέρον του παιδιού αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα και το ζητούμενο κάθε απόφασης του Δικαστηρίου, αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά:

 

«Το συμφέρον του παιδιού δεν μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί ή να προσδιοριστεί επακριβώς. Νοείται το σωματικό, ψυχικό, πνευματικό, υλικό, ηθικό και κάθε είδους συμφέρον που αποβλέπει στην ορθή ψυχοσωματική και ψυχοδιανοητική ανάπτυξη και ανάπλαση του παιδιού. Τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε περίπτωσης καθορίζουν σε ποιο στοιχείο θα δοθεί βαρύνουσα σημασία. Ο ψυχικός σύνδεσμος του παιδιού με έναν από τους δύο γονείς είναι αποφασιστικής σημασίας και σε περιπτώσεις όπου το παιδί είναι ώριμο και μπορεί να ακουστεί στο Δικαστήριο, αν προκύψει ότι είναι ψυχολογικά συνδεδεμένο με ένα από τους δύο γονείς, αυτό θα πρέπει να γίνει σεβαστό από το Δικαστήριο».

 

Το άρθρο 6 (3) του Νόμου ορίζει ότι, ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου και στο βαθμό που μπορεί να αντιληφθεί, πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του πριν από κάθε απόφαση σχετικά με τη γονική μέριμνα, εφόσον η απόφαση αφορά τα συμφέροντα του.

 

Μέσα στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω με προσοχή όλους τους μάρτυρες ενώ κατέθεταν ενόρκως ενώπιον μου. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας τους γίνεται λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων, την σαφήνεια, αμεσότητα και αληθοφάνεια των απαντήσεων τους, την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος στην υπόθεση και τη λογικότητα της εκδοχής τους. Αντιφάσεις σε μικρολεπτομέρειες δεν αποδυναμώνουν μια κατά τα άλλα αξιόπιστη μαρτυρία, αλλά αντίθετα την ενδυναμώνουν με την έννοια ότι δεν υπήρξε προσχεδιασμός ως προς το τι θα κατέθεταν οι μάρτυρες (Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2Α Α.Α.Δ. 612). Σε κάθε περίπτωση η μαρτυρία πρέπει να αντικρίζεται με ευρύτητα και όχι μικροσκοπικά.  

 

Με βάση τις αρχές που καθιερώθηκαν διαχρονικά (βλ. μεταξύ άλλων C&A Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου, (1999) 1 Α.Α.Δ. σελ. 1273, στις σελ. 1280 - 1281,  Ομήρου v. Δημοκρατίας, (2001) 2 Α.Α.Δ. 506),  η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρος πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενο, την ποιότητα, την πειστικότητα και τη σύγκριση της με την υπόλοιπη μαρτυρία. Ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς, ενώ δεν θεωρείται επιλήψιμη η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας του (Kadis v. Nicolaou (1986) 1 C.L.R 212, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1(A) Α.Α.Δ. 45 και Ιωάννου ν. Κουννίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 1215).

 

Η λογική του πράγματος, δηλαδή των ουσιωδών πραγματικών γεγονότων που περιβάλλουν και περιστοιχίζουν όλη την έκταση της διαφοράς, μπορεί να εξαχθεί από τη σύγκριση, σύγκλιση και την αντιπαραβολή όλου του φάσματος της μαρτυρίας, όπως αυτή έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου από τη σκοπιά που κάθε ένας μάρτυρας έχει αντιληφθεί τα γεγονότα, στο βαθμό που έχει εμπλακεί άμεσα ή έμμεσα, σε άμεση συσχέτιση βέβαια, αν θα ληφθεί υπόψη ή όχι, με τους ισχυρισμούς και θέσεις όπως αυτές προβάλλονται στη δικογραφία, αφού μαρτυρία που δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη (βλ. Κουκούνη κ.ά ν. A.N. Stasis Estates Co Ltd κ.ά (2006) 1 ΑΑΔ 489 και Σοφοκλής ν. Τσεσμέλογλου (2006) 1 ΑΑΔ 1153)».

 

Σημειώνω ότι οι  υποβολές των  συνηγόρων από μόνες τους δεν έχουν καμιά αποδεικτική αξία και αν δεν προσαχθεί αντίστοιχη μαρτυρία, παραμένουν απλά μετέωροι ισχυρισμοί (Ησαϊας Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 640). Αξίζει δε να αναφερθεί, ότι κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, το Δικαστήριο δεν πρέπει κατά κανόνα να λαμβάνει υπόψη άσχετα με τα επίδικα θέματα στοιχεία, ακόμα και όταν αυτά παρείσδυσαν χωρίς ένσταση (Hellenic Bank Public Co Ltd v. Χριστοδουλίδη, ΠΕ 82/11, ημ. 24.02.2016). 

 

Έχω μελετήσει τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου όσο και τις θέσεις και εισηγήσεις των συνηγόρων των διαδίκων, τις οποίες λαμβάνω υπόψη μου. Σημειώνω ότι δεν απαιτείται λεπτομερής ανάλυση κάθε επί μέρους εισήγησης, όταν κρίνεται ότι δεν εξυπηρετεί οιονδήποτε σκοπό προς επίλυση των επίδικων θεμάτων (βλ. Οδυσσέα v. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 490).

 

Προτού ασχοληθώ με την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Λειτουργού, κρίνω σκόπιμο να υποδείξω ότι το Δικαστήριο, στα πλαίσια του κατ’ εξοχήν εξεταστικού χαρακτήρα των υποθέσεων γονικής μέριμνας, έχει καθήκον να αναθέσει στο Τμήμα Κοινωνικής Ευημερίας όπως ετοιμάσει σχετική Έκθεση (Κανονισμός 5 του περί Κηδεμονίας Ανηλίκων και Ασώτων Διαδικαστικό Κανονισμό, όπως τροποποιήθηκε με τον Κανονισμό 5 του ΔΚ 1/72). Η Έκθεση των Λειτουργών Ευημερίας πρέπει ιδανικά να παρέχει τα απαραίτητα στοιχεία στο Δικαστήριο, για να μπορέσει να το υποβοηθήσει να καταλήξει στην απόφαση του.

 

Σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθείται κατά την εκδίκαση υποθέσεων γονικής μέριμνας, η Λειτουργός Ευημερίας καλείται από το Δικαστήριο και καταθέτει πρώτη την Έκθεση και την μαρτυρία της. Ακολουθεί η αντεξέταση της από τους συνηγόρους των διαδίκων, των οποίων η μαρτυρία έπεται χρονικά. Με αυτή την πρακτική, παρέχεται κάθε δυνατότητα στους διαδίκους να τοποθετηθούν με τη μαρτυρία τους επί των όσων αναφέρθηκε η Λειτουργός και να παρουσιάσουν μαρτυρία για όσα γεγονότα συμφωνούν ή διαφωνούν. Τούτο γίνεται στα πλαίσια του εξεταστικού χαρακτήρα της διαδικασίας, για τη διακρίβωση των συμφερόντων του ανηλίκου και η σημασία του γεγονότος ότι η Λειτουργός είναι η πρώτη μάρτυρας σε αυτής της φύσεως υποθέσεις, έγκειται ακριβώς στο ότι οι διάδικοι δεν καταλαμβάνονται εξαπίνης και έχουν κάθε ευκαιρία κατά την πρόοδο της διαδικασίας να παρουσιάσουν τις θέσεις τους επί των όσων αναφέρθηκαν από την Λειτουργό, μαρτυρία η οποία συνεκτιμάται από το Δικαστήριο.

 

Στην υπόθεση Δαμιανού ν. Δαμιανού (1989) 1 Α.Α.Δ. 29 αναφέρεται ότι:

 

«Η θέσπιση του Κ5 δικαιολογείται από τη φύση του επιδίκου θέματος που είναι ο καθορισμός των συμφερόντων του ανηλίκου, και όχι το βάσιμο των διεκδικήσεων των αντιδικούντων γονέων. Η εξασφάλιση ανεξάρτητης πηγής για τη διαφώτιση του Δικαστηρίου στον ευαίσθητο τομέα των συμφερόντων του ανηλίκου αποτελεί ουσιαστική νομοθετική πρόνοια. Και δεν παρέχεται διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να την παρακάμψει. Ο Κ5 δε ρυθμίζει μόνο διαδικαστικά θέματα αλλά και θέματα ουσίας που αφορούν τη μαρτυρία που είναι αναγκαία για τον καθορισμό των συμφερόντων του ανηλίκου. Στα πλαίσια της κατεξοχήν εξεταστικής διαδικασίας για τη διαπίστωση των συμφερόντων του ανηλίκου, αποτελεί καθήκον του Δικαστηρίου να εξασφαλίσει την έκθεση που προβλέπουν οι θεσμοί, βασική προϋπόθεση για την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Χωρίς την μαρτυρία αυτή δε μπορεί, σύμφωνα με τις ρητές διατάξεις του Κ5(1), να κριθεί αίτηση για την κηδεμονία, φύλαξη και φροντίδα του ανηλίκου».

 

Στο σύγγραμμα Bromley's Family Law, Tenth Edn., στη σελίδα 490 αναφέρεται ότι:

 

«Once appointed reporters or welfare officers are generally expected to investigate the circumstances of the child or children concerned and the important figures in their lives with a view to providing the court with factual information on which to make a decision».

 

 Με δεδομένο ότι και οι δύο διάδικοι διεκδικούν τη φύλαξη της ανήλικης και έχοντας κατά νου τον εξεταστικό χαρακτήρα των υποθέσεων γονικής μέριμνας, προχωρώ να εξετάσω την ενώπιον μου μαρτυρία, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη μου ότι η κατάληξη μου θα πρέπει πρωτίστως να εξυπηρετεί το καλώς νοούμενο συμφέρον της ανήλικης Ξ.

 

Η Λειτουργός κα Ι., ετοίμασε τα τεκμήρια 1 και 2 (Εκθέσεις ημερομηνίας 24.01.2018 και 06.07.2018 αντίστοιχα). Αντεξεταζόμενη επί των πλείστων αναφορών και διαπιστώσεων της, παρέμεινε σταθερή στις απόψεις της, χωρίς να παρεκκλίνει από τις θέσεις της, ως αυτές καταγράφονται στις δύο Εκθέσεις. Απαντούσε με σαφήνεια και σιγουριά, τεκμηριώνοντας και ενισχύοντας ακόμα περισσότερο τα ευρήματα της με περαιτέρω διευκρινήσεις, όπου έκρινε σκόπιμο.

 

Είμαι ικανοποιημένη ότι οι Εκθέσεις της είναι αποτέλεσμα μιας αντικειμενικής και ανεπηρέαστης διερεύνησης, παρά το ότι δέχτηκε κατηγορίες ότι δεν υπήρξε αντικειμενική και αμφισβητήθηκαν τα ευρήματα της από πλευράς της αιτήτριας, εξαιτίας κάποιων αρνητικών διαπιστώσεων που αφορούσαν την ίδια και το οικογενειακό της περιβάλλον. Στις υποβολές ότι δεν υπήρξε αντικειμενική και αμερόληπτη και ότι εσκεμμένα παρέλειψε να αναφέρει θετικές εικόνες για την αιτήτρια, εξήγησε επανειλημμένως, ότι όλες της οι διαπιστώσεις βασίζονται σε γεγονότα που η ίδια παρατήρησε και κατέγραψε κατά τη διάρκεια της συνεργασίας, εφόσον ήταν αδύνατο να τα θυμάται μετά.

 

 Όλα τα πιο πάνω, εν πάση περιπτώσει, παρέμειναν απλές υποβολές, καθώς δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία που να δικαιολογεί την πιο πάνω θέση, ή ότι η Λειτουργός είχε οποιοδήποτε λόγο να λειτουργήσει προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων του καθ’ ου η αίτηση. Έχω πεισθεί ότι στα πλαίσια των καθηκόντων της, προσπάθησε να καθοδηγήσει και τους δύο διαδίκους, όχι μόνο για να συνδεθεί η ανήλικη με τον καθ’ ου η αίτηση αλλά και για να βελτιώσουν οι διάδικοι τον γονικό τους ρόλο.

 

Δέχτηκε επίμονες ερωτήσεις από τη συνήγορο της αιτήτριας για τα προσόντα και την πείρα της από την ανάμειξη της σε υποθέσεις γονικής μέριμνας, τις μεθόδους που χρησιμοποίησε για τη σύνταξη των Εκθέσεων και τον αριθμό των συναντήσεων που είχε με κάθε διάδικο. Οι απαντήσεις της ήταν λεπτομερείς και με αναφορά σε συγκεκριμένες ημερομηνίες. Περαιτέρω, με βάση τα όσα ανέφερε, κρίνω ότι η κα Ι. διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα, την απαιτούμενη εμπειρία και προϋπηρεσία στον τομέα των υποθέσεων γονικής μέριμνας, εφόδια που της επιτρέπουν να αξιολογεί ορθώς και να προβαίνει σε ασφαλή ευρήματα επί των επίδικων ζητημάτων.

 

Σημειώνω ότι η εμπλοκή της στην παρούσα υπόθεση ήταν διευρυμένη και όχι μια τυπική συνεργασία προς το σκοπό σύνταξης της Έκθεσης και μόνο, εφόσον η συνεργασία της με τους διαδίκους άρχισε περί τα τέλη Ιουνίου του 2017 και συνεχίστηκε μέχρι την ολοκλήρωση της δεύτερης Έκθεσης ημερομηνίας 05.07.2018. Στο χρονικό αυτό διάστημα, η Λειτουργός αφιέρωσε πολύ χρόνο και αναμίχθηκε ενεργά στις προσπάθειες που γίνονταν εντός και εκτός των γραφείων των ΥΚΕ προς επίτευξη επικοινωνίας του καθ’ ου η αίτηση με την ανήλικη, προέβη σε προειδοποιημένες και απροειδοποίητες επισκέψεις, τόσο στην οικία των μητρικών παππούδων που διέμενε η ανήλικη, όσο και στην οικία των πατρικών παππούδων που διέμενε ο καθ’ ου η αίτηση και είχε συναντήσεις με τους μητρικούς και πατρικούς παππούδες και τους διαδίκους. Κρίνω ότι η εκτεταμένη ανάμειξη της στην υπόθεση, τη βοήθησε να διαμορφώσει, όχι σε περιορισμένο χρονικά διάστημα, μια πλήρη εικόνα των όσων τελικά κατέγραψε και παρουσίασε ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Αποδέχομαι τα ευρήματα της Λειτουργού, ότι οι συνθήκες διαβίωσης της ανήλικης στην οικία των μητρικών παππούδων δεν είναι ικανοποιητικές και ότι δεν υπάρχει ο κατάλληλος οικιακός εξοπλισμός για τη φροντίδα της ή κατάλληλος χώρος για την απασχόληση της και ότι το επίπεδο καθαριότητας δεν είναι ικανοποιητικό. Αποδέχομαι επίσης τη διαπίστωση της, ότι η ανήλικη φροντιζόταν αποκλειστικά από τους μητρικούς παππούδες και διέμενε μόνιμα στην οικία τους.

 

Αναφορικά με το τελευταίο, υποδεικνύω ότι οι διαπιστώσεις της Λειτουργού βασίστηκαν σε διάφορα γεγονότα και παρατηρήσεις τα οποία κατέγραψε αναλυτικά, κυρίως στην πρώτη Έκθεση και μέρος αυτών επανέλαβε στη Έκθεση που ακολούθησε, με βάση την οποία δεν φαίνεται να υπήρχε διαφοροποίηση της κατάστασης. Μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι στην πλειοψηφία των προειδοποιημένων και απροειδοποίητων επισκέψεων (καθημερινές πρωί/απόγευμα/ βράδυ και Σαββατοκύριακα πρωί/απόγευμα/βράδυ), η ανήλικη ουδέποτε εντοπίστηκε στο σπίτι της αιτήτριας, αλλά βρισκόταν πάντοτε, μαζί με τα προσωπικά της αντικείμενα στο σπίτι των μητρικών παππούδων. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, σε όλες τις πρωινές απροειδοποίητες επισκέψεις, ακολούθησε αμέσως μετά επίσκεψη στο σπίτι των γονέων της αιτήτριας, όπου η ανήλικη βρισκόταν στο υπνοδωμάτιο που διατηρούν οι γονείς της αιτήτριας και κοιμόταν με την μητρική γιαγιά. Παρατήρησε επίσης, ότι η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να απαντήσει με βεβαιότητα στις ερωτήσεις της αναφορικά με την ποσότητα γάλακτος, φαγητού, συχνότητα ύπνου κλπ. της ανήλικης, σε αντίθεση με την μητέρα της, που γνώριζε με βεβαιότητα τις συνήθειες της.

 

Κατά την αντεξέταση της, επανέλαβε ότι στην οικία της αιτήτριας δεν υπήρχαν τα προσωπικά αντικείμενα της ανήλικης και ότι όταν ζητήθηκε από την αιτήτρια να της υποδείξει τα ρούχα της ανήλικης, της υπέδειξε ρούχα πιο μικρής ηλικίας, δηλαδή 0-3 μηνών, ενώ η ανήλικη ήταν ήδη 15 μηνών. Ανέφερε ότι κατά παραδοχή της αιτήτριας, τα αντικείμενα της ανήλικης μεταφέρονταν από σπίτι σε σπίτι μέσα σε μία τσάντα και ότι η αιτήτρια, ακόμα και όταν ισχυριζόταν ότι μετακόμισε και αυτή στην οικία της μητέρας της, δεν ήταν σε θέση να υποδείξει τα δικά της ρούχα. Η δε μητέρα της, σχολίαζε ότι δεν έχει μεταφέρει τα προσωπικά της αντικείμενα. Ανέφερε ακόμα, ότι αν και η αιτήτρια της δήλωσε ότι εργάζεται από το σπίτι, στις απροειδοποίητες επισκέψεις ήταν πάντοτε απούσα, ακόμα και τα Σαββατοκύριακα και ότι πάντοτε παρόντες ήταν οι γονείς της, οι οποίοι είχαν ενεργό ρόλο στις συναντήσεις, σε αντίθεση με τον καθ’ ου η αίτηση που διαχειριζόταν ο ίδιος το θέμα της συνεργασίας τους και απαντούσε αυτός στις ερωτήσεις.

 

Κατά την αντεξέταση αναγνώρισε το τεκμήριο 3 (χειρόγραφες σημειώσεις της Λειτουργού για τις συνήθειες τις ανήλικης) και παραδέχτηκε ότι η ίδια το κατέγραψε. Στην υποβολή ότι αυτό αποτελεί ένδειξη ότι η αιτήτρια γνώριζε πάντοτε της συνήθειες της ανήλικης και ότι τα όσα αναγράφονται στο τεκμήριο 1, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, η Λειτουργός εξήγησε ότι η αιτήτρια δεν ήταν σίγουρη για τις ανάγκες του παιδιού της και δεν είχε μαζί της τα απαραίτητα, όπως διακινείται συνήθως μια μητέρα με ένα βρέφος σε οποιοδήποτε άλλο χώρο εκτός από το σπίτι. Κρίνεται δε απόλυτα λογική η θέση της, ότι εάν η αιτήτρια γνώριζε επακριβώς τις ανάγκες της ανήλικης, δεν θα χρειαζόταν να δοθεί και σε αυτήν το αντίγραφο, αλλά μόνο στον καθ’ ου η αίτηση.

 

Δεδομένων των πιο πάνω, αποκτά ιδιαίτερη σημασία η αναφορά της Λειτουργού ότι η μητρική γιαγιά αποτελεί το σταθερό πρόσωπο στη ζωή της ανήλικης και ότι εξ’ αυτού του λόγου, δεν υπάρχει η αναμενόμενη σχέση μητέρας – παιδιού. Αξιοσημείωτη αλλά και βάσιμη, λόγω της κατάστασης που παρατήρησε, κρίνεται και η αναφορά της ότι η παρούσα υπόθεση αφορά διαφορά γονικής μέριμνας, όχι μεταξύ των γονέων, αλλά μεταξύ του πατέρα και των μητρικών παππούδων.

 

Όλα τα πιο πάνω, επιβεβαιώνουν το εύρημα της Λειτουργού, ότι η ανήλικη ουδέποτε διέμεινε με την αιτήτρια στη δική της οικία, αλλά διέμενε μόνιμα στην οικία των πατρικών παππούδων και ότι η ανήλικη μεγαλώνει με τους γονείς της αιτήτριας, οι οποίοι ανέλαβαν όχι μόνο την καθημερινή της φροντίδα, αλλά και την εκπροσώπηση της αιτήτριας, στη συνεργασία και στις συναντήσεις που γίνονταν με την Λειτουργό. Σύμφωνα δε με τις διαπιστώσεις της, η αιτήτρια ανέθεσε σε αυτούς και τον πολύ σημαντικό ρόλο της παράδοσης και παραλαβής της  ανήλικης στον καθ’ ου η αίτηση και παρά τις συνεχείς της συστάσεις όπως εμπλακεί η ίδια, η στάση της δεν διαφοροποιήθηκε.

 

Η αιτήτρια απέρριψε τη θέση της Λειτουργού ότι η ανήλικη ήταν ατημέλητη, φορούσε λερωμένα ρούχα και δεν φροντιζόταν σε ικανοποιητικό επίπεδο. Εξήγησε ότι είναι λογικό για ένα βρέφος που μπουσουλά να λερώνεται και ότι η Λειτουργός επισκεπτόταν την οικία της συνήθως τις ώρες που έτρωγε η ανήλικη, όπου και πάλι ήταν λογικό να λερωθούν τα ρούχα της.  Συμφωνώ εν μέρει με την αιτήτρια. Πραγματικά, τα παιδιά, ιδιαίτερα αυτά της ηλικίας της Ξ., συχνά λερώνονται κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού  ή του γεύματος τους, ωστόσο οφείλω να διευκρινίσω ότι η διαπίστωση της Λειτουργού δεν αφορούσε μια συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά μια μόνιμη κατάσταση, η οποία διήρκησε πέραν του ενός έτους και δεν παρουσίασε βελτίωση, ακόμα και μετά την κατάθεση της πρώτης Έκθεσης. Το ίδιο ισχύει και για τις διαπιστώσεις της Λειτουργού ότι η ανήλικη δεν φροντίζεται ικανοποιητικά από μητρικούς παππούδες, εφόσον αυτές βασίζονται στην έρευνα της καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεργασίας.

 

Την ίδια στάση κράτησε η αιτήτρια και η μητέρα της στις συστάσεις της Λειτουργού για τον ορθό τρόπο καθαριότητας των γεννητικών οργάνων της ανήλικης, τη συχνή αλλαγή πάνας προς αποφυγήν συγκάματος και στην προτροπή της να φορούν στην ανήλικη το ορθό μέγεθος παπουτσιών. Αποδέχομαι τις διαπιστώσεις της Λειτουργού ότι στις περιπτώσεις αυτές παρατήρησε βελτίωση μόνο όταν ο καθ’ ου η αίτηση και η μητέρα του άρχισαν να λούζουν την ανήλικη και να χρησιμοποιούν ειδική κρέμα για το σύγκαμα και μόνο αφού  ο καθ’ ου η αίτηση αποτάθηκε σε ποδίατρο, με τις οδηγίες του οποίου η κατάσταση των ποδιών της ανήλικης βελτιώθηκε σημαντικά. 

 

Αποδέχομαι επίσης τις θέσεις της ότι στην οικία των μητρικών παππούδων που διαμένει η ανήλικη επικρατεί ανησυχία και ότι κατηγορούν τον καθ’ ου η αίτηση ακόμα και στην παρουσία της. Είναι λογικό η κατάσταση αυτή να προκαλεί αναστάτωση στην ανήλικη, κατάσταση η οποία δεν παρουσίασε βελτίωση παρά τις παρεμβάσεις της για οριοθέτηση των φωνών και των όσων λέγονται μπροστά στην ανήλικη. Δεν είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι συχνά γίνονταν καταγγελίες στη Αστυνομία ή ότι τελικά η μητέρα της αιτήτριας κρίθηκε ένοχη για άσκηση σωματικής βίας εις βάρος του καθ’ ου η αίτηση. Τα γεγονότα αυτά αποκαλύπτουν την έντονη συγκρουσιακή σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ των μελών της οικογένειας της αιτήτριας και του καθ’ ου η αίτηση, αλλά και την υπέρμετρη, χωρίς όρια παρουσία της μητρικής γιαγιάς στην ανατροφή, διαπαιδαγώγηση και εν γένει καθημερινότητα του παιδιού.  

 

Έχω περαιτέρω πεισθεί, ότι όσα η Λειτουργός παρατήρησε και κατέγραψε σε σχέση με τα τεχνάσματα ή δικαιολογίες που προέβαλε η αιτήτρια, για να ακυρώσει και/ή να επηρεάσει αρνητικά τις προσπάθειες που γίνονταν προς ανάπτυξη και διατήρηση δεσμού του καθ’ ου η αίτηση με την ανήλικη, αποτελούν όσα πραγματικά εισέπραξε από τη συνεργασία της με αυτήν και το οικογενειακό της περιβάλλον.

 

Αναφέρω ως παράδειγμα τις προσπάθειες που γίνονταν στα γραφεία των ΥΚΕ, όπου αρχικά υπήρξε δυσκολία στο να επιτευχθεί επικοινωνία, εφόσον η ανήλικη δεν αναγνώριζε τον καθ’ ου η αίτηση και η αρνητική στάση και τα σχόλια της αιτήτριας επηρέαζαν αρνητικά την όλη προσπάθεια. Η Λειτουργός παρατήρησε ότι η αιτήτρια ήταν συνεπής, προέβαινε όμως σε αρνητικά σχόλια, φώναζε με τη μητέρα της στους διαδρόμους αμφισβητώντας το έργο της Λειτουργού, δεν είχε μαζί της τα απαραίτητα για ένα παιδί της ηλικίας της ανήλικης, όπως πάνες, πιπίλα και μωρομάντηλα και εσκεμμένα άφηνε την ανήλικη με λερωμένο πανί και πολλές φορές πεινασμένη ή διψασμένη, στην προσπάθεια της να δημιουργήσει αρνητικές συνθήκες για την αποτυχία της επικοινωνίας. Χαρακτηριστική είναι η διαπίστωση της ότι στις πρώτες συναντήσεις, όταν η ανήλικη έκλαιγε, η αιτήτρια έδειχνε να απολαμβάνει το σκηνικό χαμογελώντας, εφόσον, όπως ανέφερε στη Λειτουργό, ο δικηγόρος της τη συμβούλεψε ότι σε περίπτωση που η ανήλικη έκλεγε, δεν θα πραγματοποιείτο η επικοινωνία. Όπως η Λειτουργός ανέφερε στη μαρτυρία της και επανέλαβε κατά την αντεξέταση της, αυτός ήταν και ο λόγος που ζήτησε από την αιτήτρια και τη μητέρα της να αποχωρούν από το χώρο των συναντήσεων, αμέσως μετά την παράδοση της ανήλικης σε αυτήν. Το γεγονός αυτό, της απομάκρυνσης τους δηλαδή από το χώρο, η αιτήτρια δεν το αμφισβήτησε. 

 

Ούτε αμφισβήτησε, ότι στο στάδιο όπου θα άρχιζαν πλέον οι επικοινωνίες στην οικία του καθ’ ου η αίτηση, χωρίς την επίβλεψη της Λειτουργού, προγραμμάτισε διακοπές στην Πάφο με την ανήλικη για μία εβδομάδα και τελικά διαπιστώθηκε ότι η ανήλικη βρισκόταν στην Πάφο με τους μητρικούς παππούδες και όχι μαζί της.  

 

Ενδεικτική επίσης είναι και η προσπάθεια της αιτήτρια, που κατέγραψε η Λειτουργός, για ματαίωση της επικοινωνίας σε διάφορες περιπτώσεις, προφασιζόμενη λόγους υγείας της ανήλικης, όπως κρυολόγημα, αναπνευστικά προβλήματα και εξάνθημα που παρουσίασε από επαφή με σκύλους και γάτους, τα οποία όμως, με βάση τους ισχυρισμούς της, δεν επαληθεύτηκαν. Παρόμοια περιστατικά αναφέρθηκαν και από τον καθ’ ου η αίτηση.

 

Ως προς τις συνθήκες διαβίωσης του καθ’ ου η αίτηση στην οικία των γονέων του, αποδέχομαι τα ευρήματα και τις διαπιστώσεις της Λειτουργού, ότι αυτές κρίνονται κατάλληλες, οι χώροι είναι καθαροί, υπάρχει ο απαραίτητος εξοπλισμός για τις ανάγκες του παιδιού και υπνοδωμάτιο με όλα τα αναγκαία έπιπλα και έχει διαμορφωθεί ειδικός χώρος παιχνιδιού με μαλακό δάπεδο, όπου υπάρχουν πολλά παιχνίδια με ερεθίσματα για την ανήλικη. Υπάρχει επίσης επιλογή φαγητών που ετοιμάζει η πατρική γιαγιά. Και αυτές οι διαπιστώσεις είναι αποτέλεσμα της επισταμένης έρευνας που διεξήγαγε και της εκτενούς συνεργασίας που είχε με τους διαδίκους.

 

Η διαπίστωση της ότι ο καθ’ ου η αίτηση κατάφερε εξελικτικά να δημιουργήσει συναισθηματικό δεσμό με την ανήλικη και ότι με τη στήριξη της μητέρας του είναι ο κύριος φροντιστής της  κατά τις ώρες επικοινωνίας, συνάδει με τα όσα αναφέρει για τη συμπεριφορά του κατά τη διάρκεια της συνεργασία τους και την εμπιστοσύνη που επέδειξε στις Υπηρεσίες. Το γεγονός ότι πολύ σύντομα διακόπηκαν οι επιβλεπόμενες επικοινωνίες και έγινε εισήγηση όπως αυτές συνεχιστούν στην οικία του καθ’ ου η αίτηση, δεικνύει ότι κατάφερε να συνδεθεί με την ανήλικη, ότι δημιούργησε πολύ καλές συνθήκες για τη διαβίωση της σε σύντομο χρονικό διάστημα και ότι ανταποκρινόταν επαρκώς στις αυξημένες ανάγκες της ανήλικης, δεδομένου και του πολύ νεαρού της ηλικίας της. Πιστεύω ότι εάν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, εάν δηλαδή διαπιστωνόταν ότι ο καθ’ ου η αίτηση δεν μπορούσε να αναλάβει μόνος του τη φροντίδα της ανήλικης ή ότι η ανήλικη δεν ήταν ακόμα έτοιμη να παραμείνει μαζί του, χωρίς την υποστήριξη των Λειτουργών, δεν θα του επιτρεπόταν μη επιβλεπόμενη επικοινωνία. Οι Υπηρεσίες θα συνέχιζαν την εμπλοκή τους στις επικοινωνίες, μέχρι να διασφαλίσουν ότι ο καθ’ ου η αίτηση μπορεί να ανταποκριθεί επαρκώς στον ρόλο του, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο το συμφέρον της ανήλικης. 

 

Τα όσα έρχεται η Λειτουργός να καταγράψει στο τεκμήριο 2, δεν διαφοροποιούν την πιο πάνω εικόνα, εφόσον η αιτήτρια εξακολουθεί να αντιμετωπίζει δυσκολίες στο να ανταποκριθεί στον γονικό της ρόλο και να αντιληφθεί τις πραγματικές ανάγκες της ανήλικης, δεν καταβάλλει προσπάθεια να οριοθετήσει τη συμπεριφορά της μητέρας της, ψάχνει τρόπους για να ακυρώσει το γονικό ρόλο του καθ’ ου η αίτηση, χωρίς να καταβάλλει οποιαδήποτε ουσιαστική προσπάθεια να βελτιώσει το δικό της ρόλο. Συνεχίζει να εμπλέκει τους γονείς κατά την παραλαβή και παράδοση της ανήλικης στον καθ’ ου η αίτηση. Οι γονείς της παραμένουν οι κύριοι φροντιστές της ανήλικης, οι οποίοι την παραμελούν σε θέματα υγιεινής, διατροφής, ασφάλειας, ψυχαγωγίας και ευκαιριών ανάπτυξης. Η ανήλικη εκτίθεται σε νοσηρό περιβάλλον λόγω της στάσης της εκ μητρός οικογένειας για τον καθ’ ου η αίτηση. Η εμφάνιση της ανήλικης συνεχίζει να είναι ατημέλητη με λερωμένα ή σχισμένα ρούχα και απεριποίητα νύχια στα χέρια και στα πόδια, ενώ σε κάθε αναφορά της Λειτουργού στο θέμα αυτό, απαντά η εκ μητρός γιαγιά. Η κατάσταση της πάνας δεν έχει αλλάξει, συνεχίζει να είναι βεβαρυμμένη με ούρα αρκετών ωρών και η ευαίσθητη περιοχή της ανήλικης σε πολλές περιπτώσεις ήταν συγκαμένη, όπου και πάλι ο καθ’ ου η αίτηση καθοδηγήθηκε να μεταφέρει την ανήλικη σε παιδίατρο.

 

Για τον καθ’ ου η αίτηση προκύπτει ότι  εξακολουθεί να ασκεί ικανοποιητικά τον γονικό του ρόλο και ότι συνεχίζει να παρέχει στην ανήλικη ποιοτική φροντίδα, προστασία, υγιεινή, ψυχαγωγία και ευκαιρίες ανάπτυξης. Είναι πάντοτε φροντισμένη με καθαρά ρούχα και καινούρια παπούτσια. Φροντίζει επαρκώς τα νύχια της και είναι σταθερά δεκτικός σε συστάσεις των ΥΚΕ. Κατάφερε εξελικτικά να δημιουργήσει δυνατό συναισθηματικό δεσμό με την ανήλικη. 

 

Τελικό συμπέρασμα και εισήγηση της Λειτουργού στη 2η Έκθεση είναι όπως εξεταστεί το ενδεχόμενο να ανατεθεί η φύλαξη της ανήλικης στον πατέρα και να ρυθμιστεί επικοινωνία με διανυκτερεύσεις στην μητέρα, με ταυτόχρονη εισήγηση να δεχτούν οι διάδικοι στήριξη και καθοδήγηση, με σκοπό τη διασφάλιση του συμφέροντος της ανήλικης Ξ.

 

Με βάση τα ευρήματα και τις διαπιστώσεις της Λειτουργού, η εισήγηση αυτή κρίνεται βάσιμη και δικαιολογημένη, εφόσον στηρίζεται σε γεγονότα, συμπεριφορές και πραγματικές καταστάσεις που έχει βιώσει και παρατηρήσει κατά το χρονικό διάστημα της συνεργασίας της με τους διαδίκους και το οικογενειακό τους περιβάλλον, αλλά κυρίως στο ότι δεν υπήρξε ουσιαστική βελτίωση στα θέματα φροντίδας, περιποίησης, αντίληψης και ανταπόκρισης της αιτήτριας στα θέματα φροντίδας και υγιεινής της ανήλικης. Η Λειτουργός εξήγησε τους λόγους που υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ των δύο εισηγήσεων, εστιάζοντας κυρίως στο ότι αυτό που αναμενόταν από την αιτήτρια και το οποίο δεν έπραξε ήταν να καταβάλει προσπάθειες ούτως ώστε να βελτιώσει την άσκηση του γονικού της ρόλου.

 

Στρέφομαι στη μαρτυρία της αιτήτριας, η οποία δεν με εντυπωσίασε θετικά. Καταθέτοντας, πολύ συχνά απέφευγε να απαντήσει ευθέως και με σαφήνεια. Άλλες φορές απαντούσε με ερωτήσεις, αφήνοντας την εντύπωση ότι ήθελε να αποφύγει να τοποθετηθεί επί των θεμάτων που ερωτάτο. Ήταν φανερή η αμυντική της στάση και η ετοιμότητα της να κατηγορήσει τις ΥΚΕ και την αρμόδια Λειτουργό ότι δεν έκαναν καλά την δουλειά τους, ότι δεν την βοήθησαν όσο έπρεπε στο να βελτιωθεί ή ότι δεν της έδωσαν τις ευκαιρίες που έπρεπε.

 

Χωρίς να αμφισβητώ τα αισθήματα αγάπης και στοργής που τρέφει για την Ξ, αυτό που αποκόμισα από τη μαρτυρία της, είναι η εικόνα μιας μητέρας που δεν επιζητά την λύση που εξυπηρετεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το συμφέρον της ανήλικης και δεν μπορεί να δεχτεί ότι και ο καθ’ ου η αίτηση ως γονέας έχει ίσα με αυτήν δικαιώματα και υποχρεώσεις έναντι της ανήλικης. Διαπίστωσα ότι οι διαφορές της με τον καθ’ ου η αίτηση και η έντονα συγκρουσιακή σχέση που έχουν, δεν την αφήνουν να δει με ήρεμη και λογική σκέψη το συμφέρον της ανήλικης, με αποτέλεσμα η τελευταία να γίνεται δέκτης θλιβερών καταστάσεων και ταυτόχρονα να είναι αποξενωμένη από τον πατέρα της.  Η αιτήτρια εστίασε την προσοχή της στο πώς να παρουσιάσει μια αρνητική εικόνα για τον καθ’ ου  αίτηση, παρά στο πώς να τονίσει και να αναδείξει την δική της ικανότητα και καταλληλόλητα ως γονέας. Τουλάχιστον ως προς το τελευταίο, θα αναμενόταν από αυτήν να δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα, ενόψει και των διαπιστώσεων της Λειτουργού ότι την ανήλικη φροντίζουν κατ’ αποκλειστικότητα οι γονείς της.

 

Απέτυχε να αποδείξει τις βασικές της θέσεις, ότι δηλαδή ο καθ’ ου η αίτηση υπήρξε αδιάφορος από την αρχή της σχέσης τους και δεν ήθελε να φροντίζει την ανήλικη. Ότι επεδείκνυε τέτοια συμπεριφορά με το να την παρακολουθεί, που της προκαλούσε ανησυχία για το εάν είναι κατάλληλος να φροντίζει την ανήλικη. Ότι του επέτρεπε να επικοινωνεί με την ανήλικη όποτε το επιθυμούσε ή ότι ο καθ’ ου η αίτηση δημιουργούσε συνεχώς προστριβές και ερχόταν σε αντιπαράθεση με τους γονείς της. Η αιτήτρια δεν με έχει πείσει ότι με τη συμπεριφορά της διευκόλυνε την επίτευξη ανάπτυξης σχέσης γονέα - παιδιού, ή ότι είναι αυτή το σταθερό και κύριο πρόσωπο που επιμελείται και φροντίζει την ανήλικη. Περαιτέρω, δεν με έχει πείσει ότι κατέβαλε προσπάθειες να βελτιώσει τις συνθήκες διαμονής της ανήλικης ή ότι ανταποκρίνεται επαρκώς στις ανάγκες της, είτε αυτές αφορούν την καθημερινή της φροντίδα, εκπαίδευση, υγεία ή την διασφάλιση της ψυχοσυναισθηματικής της κατάστασης.

 

Ως προς τον εργοδότη της αιτήτριας (Μ.Α.2), κρίνω σκόπιμo αρχικά να επισημάνω ότι η συγγενική, επαγγελματική ή φιλική σχέση ενός μάρτυρα με ένα διάδικο, από μόνη της, δεν μπορεί να αποτελέσει εύλογη βάση αμφισβήτησης της αξιοπιστίας του, ωστόσο, ανάλογα πάντα με τις συνθήκες που περιβάλλουν κάθε περίπτωση, μπορεί να αποβεί κρίσιμη και καθοριστική επί του θέματος. (βλ. Γεώργιος Μιχαηλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 125/2017, 127/17, 129/17, 130/17, 131/17, 26/4/2018).

 

Στην προκείμενη περίπτωση ο Μ.Α/2, ο εργοδότης της αιτήτριας όπως ανέφερε, συναναστρέφεται με την αιτήτρια αποκλειστικά στο χώρο εργασίας τους, πλην ενός ή δύο συναντήσεων που έγιναν σε οικογενειακό πλαίσιο. Η μαρτυρία του περιστράφηκε γύρω από τον τρόπο που η αιτήτρια συμπεριφέρεται στο χώρο εργασίας, στο πως αλληλοεπιδρά με τους συναδέλφους της και στο πως ανταποκρίνεται στα καθήκοντα της. Διαφαίνεται από τη μαρτυρία του ότι δεν γνωρίζει σε προσωπικό επίπεδο την αιτήτρια και δεν διατηρεί φιλικές σχέσεις μαζί της. Η γνώση του ως προς το επίδικο θέμα περιορίζεται στις αναφορές της αιτήτριας, δηλαδή ότι αντιμετωπίζει κάποια προβλήματα με τον καθ’ ου η αίτηση και ότι ενδέχεται να απουσιάζει από την εργασία της για να παραστεί στο Δικαστήριο. Θεωρώ ότι η καθαρά επαγγελματική σχέση που διατηρεί με την αιτήτρια δεν του επιτρέπει να εξάγει συμπεράσματα ως προς τον τρόπο που αυτή συμπεριφέρεται και ενεργεί στις προσωπικές της σχέσεις ή εάν ανταποκρίνεται επαρκώς στα γονικά της καθήκοντα και υποχρεώσεις. Η μαρτυρία του δεν μπορεί να αξιοποιηθεί από το Δικαστήριο καθ’ οιονδήποτε τρόπο που να εξυπηρετεί την επίλυση των επίδικων θεμάτων.

 

Ο καθ’ ου η αίτηση έδειξε να είναι ένα σοβαρό και συγκροτημένο άτομο, το οποίο δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην φροντίδα και διαπαιδαγώγηση της ανήλικης. Μέσα από τη μαρτυρία του διαφαίνεται η έντονη επιθυμία που είχε και συνεχίζει να έχει για ενεργή εμπλοκή στη ζωή της. Υπήρξε συνεργάσιμος και δεκτικός στις οποιεσδήποτε παρατηρήσεις και επισημάνσεις της Λειτουργού, έχοντας ως προτεραιότητα την εξυπηρέτηση του καλώς νοούμενου συμφέροντος της ανήλικης. Απέδειξε ότι αφιέρωνε χρόνο και κατέβαλλε προσπάθειες, ώστε να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για να περνά ποιοτικό χρόνο με την ανήλικη, όσο περιορισμένος κι’ αν ήταν αυτός σε κάποιες περιπτώσεις και ότι μπορεί να ανταποκριθεί επαρκώς στην εξυπηρέτηση των αναγκών της ανήλικης, σε όλους τους τομείς, είτε αυτοί αφορούν την υγεία, την εκπαίδευση και την γενικότερη καθημερινή φροντίδα της.  

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία και παρά την έντονη αντεξέταση στην οποία υπεβλήθη, δεν κλονίστηκε με οποιοδήποτε τρόπο η αξιοπιστία του. Απαντούσε με ευθύτητα, χωρίς να παρεκκλίνει από τις θέσεις του και χωρίς να περιπέσει σε ασάφειες ή αντιφάσεις. Η γενική εικόνα και εντύπωση που μου άφησε είναι ότι η ανήλικη αποτελεί το κέντρο της ζωής του και ότι πρώτιστο μέλημα του είναι η διαφύλαξη του συμφέροντος της.

 

Η κα Χ.Χ (Μ.Υ.2), ψυχολόγος, ως έχω ήδη αναφέρει ήταν η ψυχολόγος που οι διάδικοι από κοινού αποτάθηκαν, μετά από εισήγηση της αιτήτριας, ούτως ώστε να τους βοηθήσει σε σχέση με τον τρόπο χειρισμού της ανήλικης και την αποκατάσταση της σχέσης της με τον καθ’ ου η αίτηση.

 

Επισημαίνω ότι τα προσόντα της κας Χ. αναφορικά με το θέμα που κλήθηκε να καταθέσει,  δεν έχουν αμφισβητηθεί, παρά το ότι κατά την αντεξέταση της ερωτήθηκε γι’ αυτά, στοιχείο το οποίο σε συνάρτηση με την εμπειρία της και την εκπαίδευση της, την κατατάσσουν στην κατηγορία εμπειρογνωμόνων. Δεν είναι άνευ σημασίας, κατά την άποψη μου, το γεγονός ότι οι διάδικοι την εμπιστευτήκαν και την επέλεξαν από κοινού, αποτάθηκαν σε αυτήν ως την κατάλληλη ειδικό και αποδέχτηκαν να λάβουν την επαγγελματική της βοήθεια, αναγνωρίζοντας προφανώς τα προσόντα και την εμπειρία της στον τομέα της. Ό,τι αμφισβητείται από την πλευρά της αιτήτριας είναι η μέθοδος που χρησιμοποίησε, τα συμπεράσματα και οι συστάσεις της.  

 

Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η εκτίμηση της μαρτυρίας των πραγματογνωμόνων δεν αντιμετωπίζεται από το Δικαστήριο με τρόπο διαφορετικό από ότι οι άλλοι μάρτυρες. Η μαρτυρία τους αξιολογείται στη βάση των ίδιων αρχών. Ωστόσο, η συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα δεν έχει και τόση σπουδαιότητα για τη διαπίστωση της αξιοπιστίας τους, αν και οπωσδήποτε παραμένει ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη (Βλ. Κοινοτικό Συμβούλιο  Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1 (Γ) ΑΑΔ 113, Star Fiberglass Ltd v. Elena Trading Ltd (1992) 1 ΑΑΔ  875, Χαραλάμπους ν. Αβραάμ και ΄Αλλης  (1999) 1 (B) ΑΑΔ 1451). 

 

Στην απόφαση Ιωαννίδου κ.ά. ν. JAGJID SINGH κ.ά., (2001) 1Γ  Α.Α.Δ. 1805 στη σελίδα 1814 αναφέρονται τα εξής:

 

«Το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια όπως για κάθε μάρτυρα να δεχθεί ή όχι τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα αφού αιτιολογήσει την απόφαση του. Όπως λέχθηκε στην πολύ πρόσφατη απόφαση στη Βασιλείου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 1414 "είναι σταθερή η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία εμπειρογνώμονα αξιολογείται όπως και κάθε άλλη μαρτυρία. Οι κανόνες αξιολόγησης είναι οι ίδιοι τόσο για τις μαρτυρίες εμπειρογνώμονα όσο και για τις συνήθεις μαρτυρίες". Παράδειγμα είναι η υπόθεση Λουκά ν. Κούρτη κ.α.(1993) 1 Α.Α.Δ. 603, όπου το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα και προχώρησε στην εξαγωγή των συμπερασμάτων του βασιζόμενο στη μαρτυρία του εναγομένου».

 

Ο εμπειρογνώμονας οφείλει να εφοδιάζει το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του έτσι που το Δικαστήριο να δύναται να διαμορφώσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση επί των γεγονότων (βλ. Davie ν. Edinborough Magistrates (1953) SC 34, Andreas Anastasiades ν. R. (1977) 2 CLR 97, Pouris and another ν. R. (1980) 2 CLR 170, Philippou ν. Odysseos (1989) 1 CLR Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1 ΑΑΔ 2898, Θεοσκέπαστη Φαρμ ν. Δημοκρατίας (1990) 1 ΑΑΔ 984, Yiannis N. Erimodis Estates Ltd κ.α. ν. Χριστοδουλίδου (1995) 1 ΑΑΔ 926, Νεοφύτου ν. Ανδρέου κ.α. (2005) 1 ΑΑΔ 692).

 

Σύμφωνα με την υπόθεση Θεοσκέπαστη Φαρμ Λτδ ν. Δημοκρατίας (1990) 1 Α.Α.Δ. 984, η εμπειρογνωμοσύνη πάνω σε ένα θέμα δεν βασίζεται μόνο στα ακαδημαϊκά προσόντα, αλλά και στην πραγματική εμπειρία που αποκτάται πάνω σ΄ αυτό.

 

Μελετώντας την Έκθεση (τεκμήριο 144), διαπιστώνω ότι κατά το μεγαλύτερο της μέρος αποτελείται από τις αναφορές του καθ’ ου η αίτηση προς τη μάρτυρα, τις  οποίες η τελευταία καταγράφει όπως ακριβώς της μεταφέρθηκαν γραπτώς. Παραθέτει επακριβώς τις συνομιλίες που αντάλλαξε με τον καθ’ ου η αίτηση μέσω μηνυμάτων, για να ενημερωθεί για το ιστορικό της υπόθεσης. Γίνεται εκτενής αναφορά στα όσα οι γονείς του καθ’ ου η αίτηση της μετέφεραν για το ιστορικό της υπόθεσης και καταγράφει την πληροφόρηση που έλαβε από τη συνεργασία που είχε με τη Διευθύντρια του νηπιαγωγείου που φοιτούσε η ανήλικη, αναφορές για τις οποίες δεν υπάρχει καταγεγραμμένη η αντίστοιχη θέση της αιτήτριας.

 

Τόσο στην Έκθεση όσο και κατά την αντεξέταση της, η κα Χ. ανέφερε ότι λειτούργησε πέραν των όρων εντολής της και ότι δεν ενημέρωσε εκ των προτέρων τους διαδίκους ότι στα πλαίσια της βοήθειας που θα τους παρείχε και με βάση τα όσα της ζήτησαν να κάνει, θα πραγματοποιούσε προειδοποιημένες και απροειδοποίητες επισκέψεις στην οικία τους. Παραδέχτηκε, ότι στην προσπάθεια της να διαπιστώσει εάν οι αναφορές του καθ’ ου η αίτηση ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, πραγματοποίησε απροειδοποίητες επισκέψεις στην οικία των μητρικών παππούδων, χωρίς οι ίδιοι να το γνωρίζουν και χωρίς να γίνει αντιληπτή από αυτούς. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι σε δύο περιπτώσεις, παρέμεινε σε μικρή απόσταση από την οικία τους μέσα στο αυτοκίνητο της για να τους παρατηρήσει.

 

Διατηρώ τις επιφυλάξεις μου ως προς τη μέθοδο που επέλεξε να εφαρμόσει. Ούτε έχει τεθεί ενώπιον μου μαρτυρία που να με πείθει ότι η μεθοδολογία που ακολούθησε η κα Χ., το να παρατηρεί δηλαδή τους διαδίκους και τα μέλη της οικογένειας της αιτήτριας από απόσταση, για να εξάγει συμπεράσματα για την συμπεριφορά τους, είναι ορθή και δικαιολογημένη. Δυσκολεύομαι να αποδεχτώ τη μαρτυρία της στο μέτρο και στο βαθμό που αυτή είναι προϊόν παρακολούθησης,  χωρίς να το γνωρίζουν τα εμπλεκόμενα μέρη.

 

Επιπλέον, όπως η ίδια παραδέχτηκε, ουδέποτε της ζητήθηκε να τοποθετηθεί επί θεμάτων φύλαξης και επιμέλειας της ανήλικης. Η  κα Χ., δεν περιορίστηκε στα όσα οι διάδικοι από κοινού της ζήτησαν να ερευνήσει και να αξιολογήσει, αλλά επεκτάθηκε και σε διερεύνηση άλλων πτυχών της υπόθεσης, χωρίς ωστόσο να προκύπτει ότι οι διάδικοι ενημερώθηκαν γι’ αυτό. Κατά την αντεξέταση της παραδέχτηκε ότι παρέκκλινε των οδηγιών και των όρων εντολής των διαδίκων και ότι οι εισηγήσεις της άπτονται θεμάτων που ουδέποτε της ζητήθηκε να διερευνήσει και να τοποθετηθεί. Παραδέχεται ότι δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την αποστολή της και την ίδια στιγμή προβαίνει σε ευρήματα ότι η αιτήτρια και οι γονείς της παρουσιάζουν ψυχοπαθολογία, συμπεράσματα που κατά την αντεξέταση της φάνηκε ότι δεν βάσισε σε οποιαδήποτε διαγνωστικά τεστ ή κάποιες εξειδικευμένες εξετάσεις. Όπως η ίδια δήλωσε, στηρίχτηκε στην δική της εκτίμηση, με βάση την παρακολούθηση συμπεριφοράς και με βάση τις ενδείξεις που καταγράφονται στις επίσημες θέσεις της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού του 2012 και 2018 με τίτλο «Αναφορικά με το ρόλο των κρατικών υπηρεσιών σε περιπτώσεις προβλημάτων επικοινωνίας παιδιού – γονέα του οποίου οι γονείς είναι σε διάσταση ή διαζευγμένοι». Εφάρμοσε δηλαδή σε θεωρητικό επίπεδο την επίσημη θέση της Επιτρόπου στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Σε σχετική υποβολή της συνηγόρου της αιτήτριας, απέφυγε να τοποθετηθεί, δίδοντας την εξής απάντηση:

 

«Έχω ήδη αναφέρει τα εργαλεία που αξιοποίησα. Δεν νομίζω να βρείτε άλλο ψυχολόγο που θα σας πει ότι δεν έχει αξιοποιήσει 18  ετών εμπειρία σε διάφορες υποθέσεις ανάμεσα σε αυτές και υποθέσεις Γονικής Μέριμνας, για να χρησιμοποιήσει άλλα εργαλεία που εσείς η ίδια δεν γνωρίζετε».

 

Παραδέχτηκε ότι δεν της ζητήθηκε η άποψη της για το θέμα της φύλαξης της ανήλικης, πλην όμως, όπως ανέφερε, κατέστη σαφές για την ίδια ότι η υπόθεση αυτή δεν εμπίπτει στις υποθέσεις που το κύριο θέμα είναι η ρύθμιση της επικοινωνίας και γι’ αυτό οι παρεμβάσεις της επεκτάθηκαν πέραν από τη διερεύνηση των σχέσεων της ανήλικης με τον πατέρα της και τη συναισθηματική αποφόρτιση των μερών. Ωστόσο, σε άλλο σημείο της αντεξέτασης της παραδέχτηκε ότι ουδέποτε πραγματοποίησε κατ’ ιδίαν συνέντευξη με την ανήλικη, πέραν των δύο συναντήσεων που είχε μαζί της στο χώρο διαμονής της, στα πλαίσια της γνωριμίας τους. Προκύπτει περαιτέρω, ότι ο αριθμός των συναντήσεων που είχε με την αιτήτρια ήταν πολύ μικρότερος σε σχέση με αυτόν που είχε με τον καθ’ ου η αίτηση και ότι δεν έγιναν συναντήσεις στην παρουσία και των δύο διαδίκων. Δεν μου διαφεύγει ότι η μάρτυρας έδωσε την εξήγηση της ως προς αυτό. Ανέφερε επανειλημμένως ότι το έργο της δεν ολοκληρώθηκε, λόγω της αρνητικής διάθεσης της αιτήτριας και της απόφασης της να διακόψει τη συνεργασία τους. Η συνεχής όμως αναφορά στο ότι δεν κατέστη δυνατό να ολοκληρώσει την έρευνα της, δικαιολογημένα δημιουργεί και το ερώτημα εάν τελικά κατάφερε να συλλέξει ικανοποιητικά στοιχεία, ώστε να διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη άποψη για να είναι σε θέση να καταλήξει στα όσα καταγράφει και εισηγείται. Ένεκα των πιο πάνω, διατηρώ ενδοιασμούς για το κατά πόσο δικαιολογείται η εξαγωγή των συμπερασμάτων και διαπιστώσεων της, δίχως καμία επιφύλαξη από μέρους της. Ως εκ τούτου, αποκτά ιδιαίτερη σημασία, ως προς τον τρόπο προσέγγισης της αξιολόγησης της μαρτυρίας της, το γεγονός ότι οι οποιεσδήποτε διαπιστώσεις της δεν έχουν το χαρακτήρα της οριστικότητας και βεβαιότητας, αφού βασίζονται και είναι αποτέλεσμα ημιτελούς έρευνας.

 

Υπήρξαν δε περιπτώσεις όπου η μάρτυρας υπερέβαινε το ρόλο της και προέβαινε σε εικασίες επί θεμάτων που δεν σχετίζονται και δεν αφορούν τη δική της αρμοδιότητα, αφήνοντας την εντύπωση ότι με την μαρτυρία της και την παρουσία της στο Δικαστήριο, στόχευε στην ενίσχυση της πλευράς του καθ’ ου η αίτηση, παρά το ότι δήλωνε ότι δεν είναι με το μέρος κανενός. Το γεγονός αυτό δημιουργεί αμφιβολίες ως προς το εάν τα ευρήματα της είναι αποτέλεσμα αντικειμενικής διερεύνησης της υπόθεσης.

 

Αναφέρω ως παράδειγμα το σχόλιο της στη σελ. 9 της Έκθεσης, αναφορικά με την απόφαση της αιτήτριας να διακόψει την συνεργασία τους, «Δεν μπορεί να τύχει εμπιστοσύνης η δήλωση της κας Κ.., στις 2/9/20, ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι το χειρισμό της υπόθεσης πρέπει να συνεχίσουν οι κρατικές υπηρεσίες ….» ή «η κα Κ. ισχυρίστηκε προς εμένα (με τηλεφωνικά μηνύματα στις 1413/20 και στις 24/5/20) ότι ο κ.Τ. δεν καταβάλλει διατροφή για την ανήλικη, ισχυρισμός που αποδείχτηκε ψευδής στο Δικαστήριο». Η απάντηση που απέστειλε στην αιτήτρια μέσω γραπτού μηνύματος, όπου εν ολίγοις την απειλεί, ότι εάν δεν συνεργαστεί η μητέρα της θα χάσει το δικαίωμα της να βλέπει την ανήλικη, ξεπερνά τα όρια του ρόλου που της ανατέθηκε και της επαγγελματικής προσέγγισης και παροχής βοήθειας προς επίτευξη των όσων είχαν συμφωνηθεί.

 

Σε ερώτηση της συνηγόρου της αιτήτριας, εάν έχει ερευνήσει οποιοδήποτε ιστορικό για να καταλήξει σε ψυχοπαθολογία, αφού απάντησε ότι η ακαδημαϊκή της εμπειρία της επιτρέπει να πάρει θέση στη υπόθεση, προέβει σε περαιτέρω σχόλια όπως:

 

 «Εάν θεωρείτε ότι η πελάτιδα σας και η οικογένεια της δεν έχουν ψυχοπαθολογία τότε να αποταθούν στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας για να διερευνηθεί το ιστορικό κατά πόσο  παρουσιάζουν παθολογία. Εντούτοις έχω και τις αμφιβολίες μου κατά πόσο θα δεχτούν να πάρουν βοήθεια, καθότι μπροστά μου έχουν καταφύγει πέραν της μίας φοράς εναντίον των Κρατικών Υπηρεσιών».

 

Σε άλλο σημείο της αντεξέτασης της ερωτήθηκε εάν την προβληματίζει το γεγονός ότι ο καθ’ ου η αίτηση δεν έχει κάτι θετικό να αναφέρει για την αιτήτρια. Αντί όμως να τοποθετηθεί επ’ αυτού, επέλεξε να επικεντρωθεί στο ότι ούτε η αιτήτρια ανέφερε κάτι θετικό για τον καθ’ ου η αίτηση, δίδοντας την εντύπωση ότι βρίσκεται στο Δικαστήριο για να εξυπηρετήσει και να προωθήσει τη δική του εκδοχή.

 

Σε ερώτηση για το πως αισθάνεται η ανήλικη για τον καθ’ ου η αίτηση, απάντησε ότι δεν γνωρίζει, επειδή δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την έρευνα της.   

 

Όλα τα πιο πάνω, δημιουργούν αμφιβολίες ως προς τα κίνητρα της και η μαρτυρία της εμπεριέχει τέτοιους κινδύνους, που το Δικαστήριο δεν μπορεί την αποδεχτεί, εφόσον δεν έχω πεισθεί ότι η πραγματογνωμοσύνη της είναι ανεξάρτητο και ανεπηρέαστο, από τις ανάγκες της παρούσας υπόθεσης προϊόν. 

 

Εξετάζοντας τη μαρτυρία των διαδίκων, διαπίστωσα ότι μεγάλο μέρος της μαρτυρίας της αιτήτριας περιστρέφεται γύρω από τους λόγους κατάρρευσης της σχέσης τους, λόγους τους οποίους συνδέει με την ακαταλληλότητα του καθ’ ου η αίτηση να φροντίζει τη ανήλικη.  Όπως και ο καθ’ ου η αίτηση υποδεικνύει, η μαρτυρία  της έρχεται  σε αντίθεση με τα όσα η ίδια καταγράφει στην Ένορκη Δήλωση (ημερομηνίας 25.04.2017) που συνοδεύει την Ένσταση της στη μονομερή αίτηση του για έκδοση προσωρινού διατάγματος επικοινωνίας, αλλά και με τα όσα η ίδια ανέφερε στη Λειτουργό. Για πρώτη φορά κατά την ακρόαση, η αιτήτρια  παρουσίασε τον καθ’ ου η αίτηση ως ένα άτομο που είχε εμμονή να παρακολουθεί ταινίες ερωτικού περιεχομένου, θέλοντας  να καταδείξει την ακαταλληλότητα του να φροντίζει την ανήλικη, ισχυρισμός που δεν δικογραφείται και δεν δύναται να ληφθεί υπόψη. Ισχυρίζεται ότι ανακάλυψε τυχαία ότι ο καθ’ ου η αίτηση έπαιρνε χάπια στυτικής δυσλειτουργίας, πριν ακόμα μείνει έγκυος, γεγονός που απέκρυψε από αυτόν και τη Λειτουργό, όταν συζητούσαν για τα προβλήματα στις σχέσεις των διαδίκων. Κατά την αντεξέταση της παρουσίασε αυτό το γεγονός ως ένα από τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετώπιζε στη σχέση της με τον καθ’ ου η αίτηση, που της προκαλούσε ακόμα και ανησυχία για την υγεία του εμβρύου. Έφτασε στο σημείο να τάξει την ανήλικη στον Άγ. Ξ, ωστόσο ουδέποτε ανέφερε οτιδήποτε σχετικό στον καθ’ ου η αίτηση. Η ενέργεια της να μη συζητήσει με τον σύντροφο της, αυτό το σοβαρό κατά την δική της θέση πρόβλημα και να συνεχίσει τη σχέση τους, ακόμα δε περισσότερο να αποκτήσει παιδί μαζί του, στερείται λογικής και οι σχετικοί ισχυρισμοί της δεν γίνονται αποδεκτοί. Το δε τεκμήριο 32 που κατέθεσε ο καθ’ ου η αίτηση, από το οποίο προκύπτει ότι έχει φυσιολογική αγγειακή στυτική λειτουργία, καταρρίπτει την εκδοχή της.

 

Ούτε το γεγονός ότι ανακάλυψε τυχαία μια συσκευή ηχογράφησης πίσω από τη συρταριέρα της ανήλικης, όταν άκουσε όπως είπε συνομιλίες μεταξύ της ίδιας και της μητέρας της, το ανέφερε στον καθ’ ου η αίτηση. Θα ανέμενε κανείς ότι η αιτήτρια θα τον ενημέρωνε για κάτι τόσο σοβαρό, που ως φαίνεται την απασχολούσε ιδιαίτερα, αφού μεταξύ άλλων τον κατηγόρησε ότι παρακολουθούσε τις συνομιλίες στο κινητό της, τα μηνύματα και το λογαριασμό της σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ότι σε άλλη περίπτωση τον απείλησε ότι θα τον καταγγείλει στην Αστυνομία. Ας σημειωθεί ότι η αιτήτρια ουδέποτε ζήτησε να ακουστεί το περιεχόμενο της συσκευής, την οποία κατέθεσε ως τεκμήριο 6, ενώ σε υποβολή της συνηγόρου του καθ’ ου η αίτηση ότι για να ακούσει κάποιος συνομιλίες πρέπει να ενώσει τη συσκευή με ηλεκτρονικό υπολογιστή, εφόσον πρόκειται για συσκευή με usb, δεν τοποθετήθηκε, αλλά επέμενε ότι άκουσε συνομιλίες. Συμφώνησε ότι στο δωμάτιο της ανήλικης υπήρχε οπτικοακουστική συσκευή, η οποία ήταν συνδεδεμένη με τα κινητά τηλέφωνα των διαδίκων, ούτως ώστε να μπορούν ανά πάσα στιγμή να παρακολουθούν τι γίνεται στο δωμάτιο της ανήλικης. Το γεγονός αυτό ενισχύει τη θέση του καθ’ ου η αίτηση ότι δεν συνέτρεχε κανένας λόγος να τοποθετήσει άλλη συσκευή παρακολούθησης. Ο ισχυρισμός της ότι ουδέποτε έθεσαν σε λειτουργία την οπτικοακουστική συσκευή, καταρρίπτεται από το τεκμήριο 47, το οποίο καταδεικνύει ότι οι διάδικοι αγόρασαν τη συγκεκριμένη συσκευή, ότι η συσκευή καταγράφει ήχο και εικόνα και ότι έγινε αποθήκευση στιγμιότυπων. Κατ’ επέκταση, ότι μπορούσε κάποιος ανά πάση στιγμή να παρακολουθήσει τι γινόταν μέσα στο δωμάτιο.

 

Η εξήγηση που ο καθ’ ου η αίτηση έδωσε για να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της αιτήτριας ότι παρακολουθούσε το κινητό της τηλέφωνο ήταν καθόλα πειστική. Ότι δηλαδή είχε εγκαταστήσει την εφαρμογή "Mightytext" στον ηλεκτρονικό της υπολογιστή, δια μέσου της οποίας είχε πρόσβαση στο κινητό της τηλέφωνο για να απαντά στους πελάτες της και να αναρτά ακίνητα στο διαδίκτυο εκ μέρους της. Μπορούσε παράλληλα και η αιτήτρια να συνεχίσει οποιαδήποτε συνομιλία με τους πελάτες της από το κινητό της. Από το τεκμήριο 36 που κατέθεσε, προκύπτει ότι αυτό ήταν εις γνώσιν της αιτήτριας, η οποία κατά την αντεξέταση της αρνήθηκε ότι με την εφαρμογή αυτή ο καθ’ ου η αίτηση την βοηθούσε στη δουλειά της. Ωστόσο, ο καθ’ ου η αίτηση ούτως ή αλλιώς είχε πρόσβαση στους λογαριασμούς και στο κινητό της για να διαχειρίζεται τις επαγγελματικές της σελίδες, γεγονός που ανέφερε και η ίδια.

 

Η αιτήτρια παρουσίασε τον καθ’ ου η αίτηση ως ένα άτομο καταπιεστικό, που της επέβαλλε να εργάζεται σκληρά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της. Ισχυρίστηκε ότι παράβλεπε την κατάσταση της, της ζητούσε να βλέπει συνέχεια πελάτες, να απαντά σε μηνύματα και να πηγαίνει σε ραντεβού, διότι το μόνο που τον ένοιαζε ήταν το οικονομικό. Ο ισχυρισμός του καθ’ ου η αίτηση ότι υπήρξε  υποστηρικτικός και ανέλαβε μεγάλο μέρος της φροντίδας του σπιτιού που οι διάδικοι διέμεναν πριν αποκτήσουν την ανήλικη, όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκε, αλλά η ίδια η αιτήτρια παραδέχτηκε ότι κυρίως ο καθ’ ου η αίτηση ψώνιζε, μαγείρευε και φρόντιζε την οικία τους. Οι αναφορές της αιτήτριας κατά την αντεξέταση της ότι ο καθ’ ου η αίτηση είχε πρόσβαση στους λογαριασμούς των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ενισχύουν τη θέση του καθ’ ου η αίτηση ότι στήριζε την επαγγελματική της πορεία και τη βοηθούσε στη εξεύρεση και προώθηση ελεύθερων ακινήτων. Τα τεκμήρια 37 – 40 που ο καθ’ ου η αίτηση κατέθεσε είναι αποκαλυπτικά της στάσης του αυτής, όχι μόνο κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης της αιτήτριας αλλά και την περίοδο που ακολούθησε τη γέννηση της ανήλικης. Προκύπτει ότι ο καθ’ ου η αίτηση βοηθούσε την αιτήτρια και προσπαθούσε να την αποφορτίσει από τις υποχρεώσεις της δουλειάς της αδιαμαρτύρητα, ότι τη φρόντιζε και υπήρξαν περιπτώσεις όπου της ετοίμαζε ακόμα και το πρόγευμα της. Η εικόνα του αδιάφορου συντρόφου που η αιτήτρια επιχείρησε να παρουσιάσει, δεν συνάδει με τις συνομιλίες των διαδίκων, αλλά και την παραδοχή της αιτήτριας ότι κυρίως αυτός φρόντιζε για την καθαριότητα, το ψώνισμα και γενικότερα την λειτουργία του νοικοκυριού τους.

 

Υποδεικνύω ότι η υπαιτιότητα του γονέα ως προς τη διακοπή της συμβίωσης,  δεν προεξοφλεί την ικανότητα του να ασκεί επαρκώς τον γονικό του ρόλο, ιδιαίτερα όταν η ισχυριζόμενη υπαιτιότητα δεν σχετίζεται με στοιχεία του χαρακτήρα ενός ατόμου που θα μπορούσαν να επιδράσουν αρνητικά στην άσκηση του ρόλου αυτού. Οι αναφορές της αιτήτριας για την αδιάφορη συμπεριφορά του καθ’ ου η αίτηση απέναντι της και οι κατηγορίες ότι ήθελε να την παρακολουθεί ή ότι την πίεζε να εργάζεται πιο πολλές ώρες όταν ήταν έγκυος, σχετίζονται πρωτίστως με τους λόγους που η αιτήτρια επικαλείται για την κατάρρευση της σχέσης τους και την υπαιτιότητα του καθ’ ου η αίτηση ως προς αυτό, λόγοι που δεν είναι δυνατό να συνδεθούν με τον τρόπο που οι διάδικοι ασκούν τον γονικό τους ρόλο. Ο μόνος λόγος που γίνεται αναφορά στους ισχυρισμούς αυτούς, είναι γιατί η ίδια η αιτήτρια τους συνδέει με το επίδικο θέμα και την κατ’ ισχυρισμό ακαταλληλότητα του καθ’ ου η αίτηση να φροντίζει την ανήλικη.  

 

Προτού στραφώ στην περίοδο που ακολούθησε τη γέννηση της ανήλικης, θα ήθελα να αναφερθώ στη μαρτυρία των διαδίκων ως προς το όνομα που θα έδιδαν στην ανήλικη. Υποστήριξε ο καθ’ ου η αίτηση ότι η απόφαση αυτή πάρθηκε μονομερώς από την αιτήτρια, η οποία του ανέφερε ότι το όνομα Ξ. ήταν το αγαπημένο της και απωθημένο της μητέρα της, όχι όμως ότι την έταξε στον Αγ. Ξ. για λόγους υγείας. Η αιτήτρια στη γραπτή της μαρτυρία ανέφερε ότι έταξε το παιδί στον Αγ. Ξ. λόγω υψηλού θυροειδή που παρουσίασε στην εγκυμοσύνη της, εξαιτίας του οποίου οι γιατροί της ανέφεραν ότι ενδέχεται το παιδί να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα υγείας. Αντεξεταζόμενη επί του θέματος και αφού της υποδείχθηκε ότι με βάση το τεκμήριο 20 (αντίγραφο αποτελεσμάτων εξετάσεων της αιτήτριας για το θυροειδή ημερομηνίας 04.12.2015), η τιμή του θυροειδή της ήταν φυσιολογική, ανέφερε ότι θα προσκομίσει άλλο έγγραφο για να αποδείξει τους ισχυρισμούς της, έγγραφο το οποίο ουδέποτε παρουσίασε. Σε άλλο σημείο της αντεξέτασης της, συνέδεσε την απόφαση της να ονομάσει την ανήλικη Ξ, με την ανακάλυψη της ότι ο καθ’ ου η αίτηση έπαιρνε χάπια στυτικής λειτουργίας, για να δηλώσει τελικά ότι ενημέρωσε τον καθ’ ου η αίτηση ότι η ανήλικη θα ονομαστεί Ξ., μετά τη γέννηση της. Η αναφορά στο θέμα αυτό γίνεται για να καταδείξω ότι ο ισχυρισμός του καθ’ ου η αίτηση ότι δεν ενημερωνόταν για θέματα που αφορούσαν την ανήλικη και δεν ζητείτο η γνώμη του γι’ αυτά, δεν είναι υπερβολικός, εφόσον για ένα τόσο σημαντικό θέμα, η αιτήτρια προαποφάσισε μονομερώς και του το ανακοίνωσε ως τετελεσμένο γεγονός. Παρά τις αντιδράσεις του, τελικά επικράτησε η δική της άποψη.   

 

Μονομερώς, κατά την κρίση μου, η αιτήτρια αποφάσισε και την διαμονή της στην οικία των γονέων της, αμέσως μετά την έξοδο της από τη κλινική. Ο ισχυρισμός της ότι εξ’ ανάγκης διέμεινε εκεί, λόγω της αδιάφορης στάσης του καθ’ ου η αίτηση και της απροθυμίας του να φροντίζει την ίδια όσο και την ανήλικη, δεν γίνεται αποδεκτή. Στην ουσία, ουδέποτε δόθηκε αυτή η επιλογή στον καθ’ ου η αίτηση. Όπως η αιτήτρια ανέφερε, τις πρώτες 40 ημέρες της ζωής της ανήλικης, τις πέρασαν στην οικία της μητέρας της. Ακολούθως, περί τα μέσα Αυγούστου, μετακόμισαν στην δική τους οικία,  με την μητέρα της να συνεχίζει τις καθημερινές επισκέψεις για τη φροντίδα της ανήλικης. Στις 18 Αυγούστου, μετά από ένα ατύχημα που είχε η αιτήτρια, αναγκάστηκε όπως ισχυρίστηκε να ζητήσει και πάλι τη βοήθεια της μητέρας της. Αντεξεταζόμενη, παραδέχτηκε ότι το διάστημα που οι διάδικοι έμειναν μόνοι τους με την ανήλικη στην οικία τους ήταν περίπου 2 ή 3 ημέρες. Η θέση της αιτήτριας ότι από τις 2-3 ημέρες, κάποιες μόνο διανυκτέρευσε η μητέρα της μαζί τους, ενώ τις υπόλοιπες μετέβαινε στην οικία τους για να τους βοηθά, δεικνύει ότι ακόμα και όταν οι διάδικοι αποφάσισαν να επιστρέψουν στην οικία τους, η μητέρα της συνέχισε να αποτελεί το άτομο που ήταν υπεύθυνο για τη φροντίδα της ανήλικης.

 

Συνεπώς δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι ο καθ’ ου η αίτηση δεν ήθελε να ξυπνά τα βράδια ή σιχαινόταν να αλλάξει την πάνα της ανήλικης, εφόσον η μητέρα της ήταν καθημερινά παρούσα για να φροντίσει την ανήλικη και ουδέποτε του δόθηκε η ευκαιρία να ασχοληθεί ο ίδιος με τη φροντίδα της.  Η συστηματική αναφορά της Λειτουργού ότι η ανήλικη φροντίζετο αποκλειστικά από την μητέρα της αιτήτριας, είναι επιβεβαιωτική των ισχυρισμών του καθ’ ου η αίτηση προς τούτο. Περαιτέρω,  η διαπίστωση της Λειτουργού ότι ο καθ’ ου η αίτηση ήταν ο κύριος φροντιστής της ανήλικης στο χρόνο επικοινωνίας του με αυτήν και ότι ανταποκρινόταν επαρκώς στις ανάγκες της ανήλικης, αποδεικνύει ότι επιθυμούσε και μπορούσε να ανταπεξέλθει στην καθημερινή φροντίδα της ανήλικης, μεταξύ άλλων και στην αλλαγή της πάνας της.

 

Επιβεβαιωτική της θέσης του καθ’ ου η αίτηση ότι η αιτήτρια και η μητέρα της δεν τον θεωρούσαν ικανό να φροντίσει την ανήλικη, ότι τον υποβίβαζαν και τον μείωναν με τη συμπεριφορά τους, είναι η αναφορά της Λειτουργού ότι ήταν μάρτυρας τέτοιας συμπεριφοράς και ότι παρά τις όποιες συστάσεις της, δεν υπήρξε διαφοροποίηση της κατάστασης. Οι παρεμβάσεις της μητέρας της αιτήτριας ήταν τέτοιου βαθμού, που έφτασε στο σημείο να θεωρεί τον εαυτό της υπεύθυνο για την φροντίδα της ανήλικης. Στο γεγονός αυτό συνέτεινε και η ανοχή της αιτήτριας, η οποία δεν προσπάθησε, ως θα ήταν αναμενόμενο, να οριοθετήσει τη συμπεριφορά της μητέρας της. Κρίνω ότι η στάση της αιτήτριας ως προς το θέμα αυτό, στάθηκε εμπόδιο στην ανάπτυξη μιας υγιούς σχέσης μεταξύ της ανήλικης και του καθ’ ου η αίτηση από τη γέννηση της ανήλικης.

 

Η μαρτυρία του καθ’ ου η αίτηση ότι η μητέρα της αιτήτριας δεν του επέτρεπε να πλησιάσει ή να φροντίσει την ανήλικη, αλλά περιόριζε στο ελάχιστο τη συμμέτοχη ακόμα και της αιτήτριας  στη φροντίδα και ανατροφή της, επικαλούμενη την ηλικία και την απειρία τους, γίνεται πιστευτή από το Δικαστήριο. Εάν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, η ανήλικη θα αναγνώριζε τον καθ’ ου η αίτηση στις πρώτες επιβλεπόμενες επικοινωνίες, έστω ως ένα πρόσωπο οικείο. Αντίθετα, χρειάστηκε η παρέμβαση της Λειτουργού για να εξοικειωθεί η ανήλικη με την παρουσία του.

 

Η θέση της αιτήτριας ότι ο καθ’ ου η αίτηση ήταν αδιάφορος και απρόθυμος να τη φροντίσει μετά τη γέννηση της ανήλικης αποδυναμώνεται και από τα τεκμήρια 45 και 46, τα γραπτά μηνύματα που οι διάδικοι αντάλλαζαν μεταξύ τους, από τα οποία προκύπτει ότι ο καθ’ ου η αίτηση ανταποκρινόταν σε κάθε κάλεσμα της για βοήθεια, ότι ανέμενε την επιστροφή τους στο σπίτι και ότι ήταν πρόθυμος να την φροντίσει.

 

Η πάγια θέση της αιτήτριας ότι ουδέποτε εμπόδισε τον καθ’ ου η αίτηση να έχει επικοινωνία με την ανήλικη αμέσως μετά τη διακοπή της σχέσης τους και ότι του επέτρεπε να την επισκέπτεται όποτε το επιθυμούσε, ή ότι ήταν ξεκάθαρο για την ίδια ότι έπρεπε να διασφαλιστεί η μεταξύ τους επικοινωνία, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την τελική κατάληξη  να μην διατηρεί καμία επαφή με την ανήλικη ο καθ’ ου η αίτηση. Κατά την κρίση μου, εάν η δηλωθείσα πρόθεση της αιτήτριας ήταν ειλικρινής και είχε ως προτεραιότητα την διαφύλαξη της σχέσης της ανήλικης με τον πατέρα της, θα ενεργούσε έμπρακτα προς αυτή την κατεύθυνση. Ο δε καθ’ ου η αίτηση δεν θα αναγκαζόταν να προχωρήσει με αίτηση στο Δικαστήριο για να εξασφαλίσει προσωρινό διάταγμα επικοινωνίας και να αρκεστεί αρχικά σε κάποιες μόνο ώρες επικοινωνίας. Ούτε θα απαιτείτο η παρέλευση πέντε μηνών για την έκδοση προσωρινού διατάγματος.

 

Οι  ισχυρισμοί της αιτήτριας ότι η συμπεριφορά του καθ’ ου η αίτηση προς την οικογένεια της, όταν του επέτρεπε την επικοινωνία, ήταν απαράδεκτη, δεν υποστηρίζονται από σχετική μαρτυρία, εφόσον σε κανένα τέτοιο περιστατικό δεν αναφέρθηκε η αιτήτρια. Αρνήθηκε ότι οι γονείς της του συμπεριφέρονταν άσχημα και τον έβριζαν στις επισκέψεις, δηλώνοντας συγκεκριμένα κατά την αντεξέταση της, ότι στο σπίτι της δεν βρίζουν, ενώ σε άλλο σημείο της αντεξέτασης της παραδέχτηκε ότι η μητέρα της κρίθηκε ένοχη από το Δικαστήριο σε κατηγορία πρόκλησης σωματικής βλάβης του καθ’ ου η αίτηση (τεκμήριο 55, αντίγραφο Απόφασης ποινής). Πέραν του ότι τα γεγονότα αυτά διαψεύδουν τις δηλώσεις της, καταδεικνύουν ότι η συμπεριφορά των γονέων της, στην περίπτωση αυτή, της μητέρας της, ήταν απαράδεκτη. Φανερώνουν επίσης την ένταση και την έντονη συγκρουσιακή σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ του καθ’ ου η αίτηση και των μελών της οικογένειας της αιτήτριας, όχι κατ’ επιλογήν του καθ’ ου η αίτηση.

 

Η αιτήτρια με τη συμπεριφορά της επέτρεψε τη συνεχή μεταξύ τους επαφή, εφόσον δεν ενεπλάκη στη διαδικασία παράδοσης και παραλαβής της ανήλικης. Καθ΄ υπόδειξη δε της ιδίας, οι γονείς της ήταν οι υπεύθυνοι να εγκρίνουν ή να απορρίπτουν τα αιτήματα του καθ’ ου η αίτηση να επικοινωνεί με την ανήλικη, γεγονός που προκύπτει ξεκάθαρα από το  τεκμήριο 56, (απάντηση αιτήτριας σε γραπτό μήνυμα του καθ’ ου η αίτηση που της ζητά να δει την ανήλικη, «Να μιλάς με τον παπά μου για να έρχεσαι να το βλέπεις»).  Το  δε τεκμήριο 57, (γραπτό μήνυμα της αιτήτριας προς τον καθ’ ου η αίτηση «είπαμε τα ξανά χωρίς την μητέρα του δεν πάει πουθενά το βρέφος τα είπαμε χίλιες φορές») δείχνει την άκαμπτη στάση της αιτήτριας, να μην επιτρέπει στον καθ’ ου η αίτηση επικοινωνία χωρίς την παρουσία της.

Εξαίρεση αποτέλεσαν οι ημερομηνίες 11.03.20217, 16.03.2017 και 18.03.2017, όπου επιτράπηκε στον καθ’ ου η αίτηση να δει την ανήλικη χωρίς την παρουσία των μελών της οικογένειας της, στο χώρο πάντοτε της αιτήτριας. Οι αναφορές του καθ’ ου η αίτηση ότι αμέσως μετά ακολούθησαν απειλές από τον πατέρα της αιτήτριας ή ότι ενημερώθηκε από την Αστυνομία για εναντίον καταγγελίες από την αιτήτρια και τον πατέρα της για εξύβριση και απειλή με χρήση όπλου, παρέμειναν στην ουσία αναντίλεκτες.  Η σταθερή υπεράσπιση της αιτήτριας σε αυτά, είναι ότι ουδέποτε εμπόδισε την επικοινωνία του καθ’ ου η αίτηση με την ανήλικη.  Υπό αυτά τα δεδομένα, η ενέργεια του καθ’ ου η αίτηση να μην επισκεφθεί ξανά την οικία της αιτήτριας, κρίνεται πλήρως δικαιολογημένη, εφόσον η συμπεριφορά που αντιμετώπιζε κάθε φορά, ήταν έξω από τα φυσιολογικά και αναμενόμενα πλαίσια μιας τυπικής σχέσης μεταξύ του ιδίου και των γονέων της αιτήτριας.

 

Ακόμα όμως και στις προσπάθειες που γίνονταν στα γραφεία των ΥΚΕ, η αιτήτρια επεδείκνυε αρνητική στάση και δεν συμπεριφερόταν με τρόπο που να δείχνει ότι επιθυμεί και η ίδια την επιτυχία της επικοινωνίας, στάση που κράτησε και η μητέρα της, η οποία ήταν παρούσα στις επικοινωνίες. Όλα τα πιο πάνω, έχουν διαπιστωθεί και από τη Λειτουργό, η οποία  παρατήρησε ότι η αιτήτρια σχολίαζε αρνητικά,  ήταν συνεχώς σε ένταση και δεν είχε μαζί της τα απαραίτητα αντικείμενα που χρειάζεται ένα παιδί. Με δεδομένο ότι η αιτήτρια εξέφρασε επανειλημμένως ενώπιον του Δικαστηρίου ότι ουδέποτε θέλησε να στερήσει την ανήλικη από τον καθ’ ου η αίτηση, θα ανέμενε κανείς ότι θα υποστήριζε την προσπάθεια που γινόταν. Θα ενθάρρυνε την ανήλικη με τη συμπεριφορά της και θα δημιουργούσε ευνοϊκές για αυτήν συνθήκες προς επίτευξη της επικοινωνίας. Η συμπεριφορά της μητέρας στις περιπτώσεις αυτές είναι υψίστης και καθοριστικής σημασίας, μπορεί να προκαλέσει αίσθημα ασφάλειας και να καθορίσει τη συνεργασία του ανηλίκου με τον άλλο γονέα. Είχε επίσης καθήκον προς την ανήλικη και όφειλε εκ των προτέρων να  ικανοποιήσει τις ανάγκες της για ύπνο, φαγητό και αλλαγή πάνας, για να είναι ήρεμη στις συναντήσεις.

 

Η συνεργασία του καθ’ ου η αίτηση, η εμπιστοσύνη που επέδειξε στις Λειτουργούς και η προθυμία του να ακολουθήσει τις συμβουλές και την καθοδήγηση των ΥΚΕ, τον βοήθησε να συνδεθεί με την ανήλικη σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να είναι σε θέση από μόνος του να φροντίζει την ανήλικη. Αποδέχομαι ότι ο καθ’ ου η αίτηση εξελικτικά έμαθε να ανταποκρίνεται σε όλες στις ανάγκες της ανήλικης και όπως ήδη  ανέφερα, αυτός είναι και ο λόγος που εξέλειπαν πλέον οι λόγοι η επικοινωνία να γίνεται στην παρουσία Λειτουργών και έγινε εισήγηση όπως οι συναντήσεις συνεχιστούν στην οικία του καθ’ ου η αίτηση.

 

Η ενέργεια της αιτήτριας να δηλώσει ότι έχει προγραμματισμένες διακοπές στη Πάφο με την ανήλικη, κάτι που όπως φάνηκε δεν ίσχυε, εφόσον η ανήλικη βρισκόταν για διακοπές με τους μητρικούς παππούδες τελικά, αποτελεί ακόμα μια ένδειξη της τακτικής που υιοθετούσε. Να προσπαθεί δηλαδή με διάφορες προφάσεις και δικαιολογίες να τορπιλίσει τις επιτυχείς προσπάθειες του καθ’ ου η αίτηση να επικοινωνεί με την ανήλικη. Χωρίς να υπονοώ ότι είναι κάτι το μεμπτό, ένα παιδί να πηγαίνει με τους παππούδες του διακοπές, θεωρώ ότι στη προκείμενη περίπτωση, η αιτήτρια αγνόησε την κρισιμότητα της χρονικής στιγμής που επέλεξε να απομακρύνει την ανήλικη. Αν και επικροτώ το γεγονός ότι παρευρέθηκε σε μία από τις δύο συναντήσεις που έγιναν στα γραφεία των ΥΚΕ της Πάφου, κρίνω ότι η ορθή αντιμετώπιση θα ήταν να αναβάλει ή να μην διευθετήσει εξ’ αρχής διακοπές με τους παππούδες τη δεδομένη χρονική περίοδο. Θεωρώ επίσης ότι η προτροπή των Λειτουργών και η  προθυμία του καθ’ ου η αίτηση να συνεχιστούν οι επικοινωνίες στην Πάφο, λειτούργησε προς όφελος της ανήλικης, η οποία διατήρησε επαφή με τον πατέρα της, έστω και κάτω από αυτές τις συνθήκες και δεν υπήρξε οπισθοδρόμηση στην πρόοδο που παρατηρήθηκε στην ανάπτυξη σχέσης πατέρα – παιδιού.      

 

Υπήρξαν όμως κι’ άλλες περιπτώσεις, όπου στην προσπάθεια της η αιτήτρια να εμποδίσει την επικοινωνία του καθ’ ου η αίτηση με την ανήλικη, προφασίστηκε προβλήματα υγείας, τακτική την οποία παρατήρησε και κατέγραψε και η Λειτουργός στην Έκθεση της. Αναφέρω ως παράδειγμα την περίπτωση που προφασίστηκε ότι η ανήλικη είναι άρρωστη με αναπνευστικά προβλήματα, ότι είναι λιποβαρής και ότι δεν γίνεται να βγαίνει εκτός του τόπου διαμονής της. Ωστόσο, ο καθ’ ου η αίτηση διαπίστωσε ότι η αιτήτρια δεν επισκέφθηκε είτε το Γενικό Νοσοκομείο είτε τον παιδίατρο του παιδιού, ο οποίος τον εφοδίασε με ιατρικό πιστοποιητικό ημερομηνίας 23.07.2017. Σύμφωνα με αυτό, τουλάχιστον μέχρι τις 20.02.2017 που ήταν η τελευταία φορά που εξέτασε την ανήλικη, η ανάπτυξη της ήταν φυσιολογική (τεκμήριο 61).Η μαρτυρία αυτή δεν διαψεύσθηκε από την αιτήτρια.

 

Ο καθ’ ου η αίτηση δίνει έμφαση στο επεισόδιο ξυλοδαρμού του, υποδεικνύοντας ότι χρονικά αυτό συνέβη μετά την πρώτη επικοινωνία που έλαβε χώρα στην οικία του, δηλαδή στις  31.07.2017. Ισχυρίστηκε ότι ενώ βρισκόταν σε εστιατόριο με παρέα, δέχτηκε επίθεση και ξυλοκοπήθηκε άγρια από τον Λ.Λ., συνοδό της αιτήτριας.  Όπως ανέφερε, η αιτήτρια ήταν παρούσα στο επεισόδιο, όπου κάποιος τρίτος τον κρατούσε για να τον χτυπά ο Λ.Λ, πλην όμως δε έκανε τίποτα για να τον σταματήσει. Προς τούτο προέβη σε καταγγελία στην Αστυνομία και κατέθεσε ως τεκμήριο 64, ιατρική συνταγή του Δρ. Π. Π., απόδειξη φαρμακείου ημερομηνίας 04.08.2017, αντίγραφο απόδειξης πληρωμής αρ. 2284 του Δρ. Π. Π. και αντίγραφο Ιατρικής Έκθεσης της Δρ. Κ. Α. ημερομηνίας 02.08.2017. Στην Ιατρική Έκθεση καταγράφεται ότι μετακινήθηκε η κάτω γνάθος από τα κτυπήματα. Ανέφερε ότι ακολούθησαν απειλές της αιτήτριας, μέσω τρίτων προσώπων, ότι εάν δεν αποσύρει το παράπονο του στην Αστυνομία θα υπάρξουν αντίποινα. Στις 02.08.2017, αναγνώρισε στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό της Λάρνακας τον Λ.Λ., ως ένα από τα άτομα που τον είχαν ξυλοκοπήσει. Ως αποτέλεσμα, καταχωρήθηκε εναντίον του Λ.Λ. η ποινική υπόθεση υπ’ αρ. 7717/2018 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Το επόμενο βράδυ, δηλαδή στις 03.08.2017, άγνωστα άτομα προχώρησαν σε εμπρησμό του αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας του πατέρα του, το οποίο χρησιμοποιούσε ο ίδιος, περιστατικό για το οποίο επίσης έγινε καταγγελία στην Αστυνομία (τεκμήριο 65 φωτογραφίες οχήματος). Την ίδια ημέρα, λόγω της 24ωρης κράτησης της αιτήτριας στον Αστυνομικό Σταθμό, ο καθ’ ου η αίτηση φιλοξένησε για πρώτη φορά κατά τις βραδινές ώρες την ανήλικη στην οικία του.

 

Αντεξεταζόμενη η αιτήτρια, παραδέχτηκε ότι για τα πιο πάνω περιστατικά τέθηκε υπό 24ωρη κράτηση με τον Λ.Λ. και τον πατέρα της και ισχυρίστηκε ότι η σχέση της με τον Λ.Λ. διακόπηκε το Πάσχα του 20108, ισχυρισμό τον οποίο θέλησε να διαψεύσει ο καθ’ ου η αίτηση με το τεκμήριο 67 που κατέθεσε.  Όπως ισχυρίζεται, οι δύο αυτές φωτογραφίες απεικονίζουν τον Λ.Λ. με την αιτήτρια στις 07.01.2020, τον οποίο προφανώς γνωρίζει, εφόσον τον αναγνώρισε και στον Αστυνομικό Σταθμό. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του καθ’ ου η αίτηση ότι η αιτήτρια συνεχίζει μέχρι σήμερα να διατηρεί δεσμό και συγκατοικεί με το πρόσωπο αυτό σε οικία άλλη από αυτήν που διαμένει η ανήλικη, δεν μπορεί να είναι αποκύημα της φαντασίας του.  

 

Για το πιο πάνω περιστατικό εκκρεμεί ποινική υπόθεση και το παρόν Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφασίσει περί της ενοχής ή όχι του κατηγορουμένου. Δεν μπορώ ωστόσο να αφήσω ασχολίαστο το γεγονός ότι συνεχώς δημιουργούνται διαπληκτισμοί και εντάσεις μεταξύ των διαδίκων, που τελικά καταλήγουν σε καταγγελίες στην Αστυνομία και ποινικές υποθέσεις. Είναι ωστόσο άξιο αναφοράς το γεγονός ότι η αιτήτρια δεν ασχολείται καθόλου με το συγκεκριμένο περιστατικό στη κυρίως εξέταση της, ενώ γνώριζε πολύ καλά ότι αυτό απασχολεί τον καθ’ ου η αίτηση, ο οποίος έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα σε αυτό στα δικόγραφα του και ενημέρωσε σχετικά τη Λειτουργό. Είναι περαιτέρω λυπηρό το γεγονός ότι χρειάστηκε να τεθεί η αιτήτρια υπό 24ωρη κράτηση για να επιτραπεί στον καθ’ ου η αίτηση να φιλοξενήσει την ανήλικη στην οικία του και ότι ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, σύμφωνα με τις αναφορές της Λειτουργού, η μητέρα της αιτήτριας αντέδρασε και θεωρούσε ότι έχει η ίδια την νομική ευθύνη της ανήλικης και όχι ο πατέρας της. Οι ισχυρισμοί του καθ’ ου η αίτηση, ότι εκκρεμούν ποινικές υποθέσεις ναρκωτικών εναντίον του Λ.Λ. δεν έχουν τεκμηριωθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ως εκ τούτου δεν μπορώ να τους αποδεχθώ.

 

Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι μετά τα πιο πάνω περιστατικά, η επικοινωνία του καθ’ ου η αίτηση άρχισε και πάλι να γίνεται στα Γραφεία των ΥΚΕ, μέχρι το Σεπτέμβριο του 2017, όπου τέθηκε και πάλι σε ισχύ το προσωρινό διάταγμα επικοινωνίας. Χωρίς να αμφισβητώ ότι είναι λογικό ένα παιδί να κλαίει όταν αποχωρίζεται τη μητέρα του ή την γιαγιά του στην περίπτωση αυτή, ως τα πλέον οικεία του πρόσωπα, κρίνω υπερβολικό τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι η ανήλικη έκλαιγε συνέχεια σε σημείο εξάντλησης στις συναντήσεις. Οι φωτογραφίες που ο καθ’ ου η αίτηση κατέθεσε ως τεκμήριο 68, οι οποίες απεικονίζουν την ανήλικη στο Γραφείο Ευημερίας μεταξύ των ημερομηνιών 17.07.2017 – 06.09.2017, δείχνουν ένα παιδί χαρούμενο, ευδιάθετο, όπως ο καθ’ ου η αίτηση την χαρακτήρισε και πάντως όχι εξαντλημένο.  

 

Κατά την άποψη μου, σε αυτό συνέτεινε και η συμπεριφορά του καθ’ ου η αίτηση, ο οποίος όπως ανέφερε και τεκμηρίωσε με σχετικές φωτογραφίες, κάθε φορά που είχε επικοινωνία με την ανήλικη φρόντιζε να διαμορφώνει ειδικό χώρο με πλαστικό παιδικό πάτωμα, μετέφερε πισίνα με μπάλες και πολλά αλλά παιχνίδια ανάλογα με την ηλικία της ανήλικης και προνοούσε να υπάρχουν διάφορα είδη φαγητών της αρεσκείας της. Το τεκμήριο 68 που κατέθεσε, μαρτυρεί όλα τα πιο πάνω και οι σχετικοί ισχυρισμοί του γίνονται αποδεκτοί από το Δικαστήριο. Οι ενέργειες του δείχνουν ένα γονέα που γι’ αυτόν δεν υπερτερεί τίποτα άλλο, παρά το πώς θα ανταποκριθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο σε όλες τις ανάγκες της ανήλικης. Αυτός είναι και ο λόγος που η ανήλικη προσαρμόστηκε χωρίς δυσκολία στις διανυκτερεύσεις που ακολούθησαν τον Ιανουάριο του 2018.  

 

Ενδεικτικό επίσης παράδειγμα της στάσης του καθ’ ου η αίτηση να μεριμνά και να προβαίνει σε επωφελείς για την ευημερία της ανήλικης ενέργειες, είναι και το γεγονός ότι μετά την άρνηση της αιτήτριας να εγγράψουν την ανήλικη σε κάποιο νηπιαγωγείο, τις ημέρες που είχε την φύλαξη της με βάση το πρόγραμμα των 5 ημέρων, προσέλαβε προσωπική Νηπιαγωγό.  Η τελευταία επισκεπτόταν την οικία του, διαπαιδαγωγούσε και εκπαίδευε την ανήλικη, δίδοντας της την ευκαιρία να λάβει κάποιου είδους εκπαίδευση μέχρι η αιτήτρια να συναινέσει στην  εγγραφή της σε κάποιο νηπιαγωγείο. Περαιτέρω, ο καθ’ ου η αίτηση αποταμιεύει χρήματα για τις σπουδές της ανήλικης (τεκμήριο 141), ενώ υπήρξε συνεπής και στην υποχρέωση του να καταβάλλει διατροφή στην αιτήτρια, ακόμα και το διάστημα που εφάρμοζαν το πρόγραμμα των 5 ημερών.   

 

Αποδέχομαι τους ισχυρισμούς του καθ’ ου η αίτηση ότι η αιτήτρια δεν επιθυμούσε ή εν πάση περιπτώσει δεν επεδίωκε, ως θα αναμενόταν από ένα γονέα,  την συμμετοχή της ανήλικης σε διάφορες εκδηλώσεις του νηπιαγωγείου και ότι γενικότερα δεν συνεργαζόταν και δεν ακολουθούσε τις υποδείξεις των νηπιαγωγών, παρά μόνο μετά από συνεχείς συστάσεις, γεγονός που καταγράφει και η Διευθύντρια στην επιστολή που ετοίμασε και παρέδωσε στον καθ’ ου η αίτηση (τεκμήριο 78). Τα όσα αναφέρονται σε αυτήν σχετικά με τα πιο πάνω δεν αντικρούστηκαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο από την αιτήτρια, πλην της γενικής άρνησης τους και πάντως η αιτήτρια δεν χρησιμοποίησε το δικαίωμα της να αντεξετάσει την συντάκτρια του εγγράφου.

 

Αποδέχομαι επίσης τους ισχυρισμούς του καθ’ ου η αίτηση ότι υπήρξαν περιπτώσεις όπου η ανήλικη δεν ήθελε να επιστρέψει στην αιτήτρια, όχι γιατί δεν είχε ανάγκη την επαφή με τη μητέρας της, αλλά γιατί γενικότερα τα παιδιά τείνουν να «δοκιμάζουν» τα όρια των γονέων τους και προσπαθούν να χειραγωγήσουν τη συμπεριφορά τους. Δεν υπάρχει μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, που να καταδεικνύει ότι έστω και μια φορά ο καθ’ ου η αίτηση αρνήθηκε να παραδώσει την ανήλικη στην αιτήτρια ή στους γονείς της, γεγονός που δείχνει ότι ουδέποτε εκμεταλλεύτηκε ή χρησιμοποίησε την άρνηση της ως δικαιολογία για να αναβάλει την παράδοση.

 

Παράδειγμα της στάσης του αυτής είναι και τα περιστατικά που ο ίδιος βιντεογράφησε με το κινητό του τηλέφωνο και του υποδείχθηκαν για πρώτη φορά από την συνήγορο της αιτήτριας κατά την αντεξέταση του (τεκμήρια 128 και 129, 2 βίντεο).  Σε αυτά φαίνεται η ανήλικη να κλαίει και να απαντά αρνητικά όταν την ερωτά εάν θέλει να πάει πίσω στην αιτήτρια. Του υποβλήθηκε ότι τα έστειλε κατά λάθος στην αιτήτρια και ότι η συμπεριφορά του σε αυτά συνιστά κακοποίηση της ανήλικης, αφού θα έπρεπε ως σωστός πατέρας να την παρηγορεί και όχι να την καταγράφει με το κινητό του. Ο καθ’ ου η αίτηση εξήγησε ότι συμβουλεύτηκε ψυχολόγο, ο οποίος του είπε όταν κλαίει η ανήλικη και δεν θέλει να επιστρέψει στην αιτήτρια ή ζητά να γίνει το δικό της, ένα από τα πράγματα που μπορεί να κάνει αρχικά είναι να λέει όχι. Εάν η ανήλικη επιμένει, να την αγνοεί και να την αφήνει να ηρεμήσει. Αρνήθηκε ότι τα βίντεο στάλθηκαν κατά λάθος στην αιτήτρια και ισχυρίστηκε ότι έχει γίνει περικοπή του τεκμηρίου 129 και ότι παρουσιάζεται παραποιημένο. Περαιτέρω, υποστήριξε ότι ακόμα και όταν η ανήλικη έκλαιγε και δεν ήθελε να επιστρέψει στην αιτήτρια, κατάφερνε να οριοθετήσει τη συμπεριφορά της, σε αντίθεση με την αιτήτρια που του απαγόρευσε την επικοινωνία.

 

Κατά την επανεξέταση του, κατέθεσε το τεκμήριο 130 και εξήγησε πως μπορεί κάποιος να δει ακριβώς την ώρα που στάληκαν τα βίντεο.  Υποστήριξε ότι απέστειλε στην αιτήτρια το πρώτο βίντεο (τεκμήριο 128) και επειδή διαπίστωσε ότι δεν το είχε ακόμα ανοίξει, της έστειλε μήνυμα λίγα λεπτά αργότερα, για να την ενημερώσει (τεκμήριο 130 αντίγραφο μηνύματος). Εξήγησε ότι τράβηξε τα δύο βίντεο γιατί ήθελε να αποδείξει στην αιτήτρια ότι δεν ευσταθούν οι ισχυρισμοί που πρόβαλε για πρώτη φορά κατά την αντεξέταση της, στις 05.08.2019, ότι όταν η ανήλικη βρισκόταν στην οικία του έκλαιγε και την ζητούσε. Επίσης, επειδή η αιτήτρια αμφισβητούσε ότι η ανήλικη έκλαιγε κάποιες φορές όταν βρισκόταν στην οικία του και δεν ήθελε να επιστρέψει σε αυτήν και του ζητούσε αποδείξεις. Εξήγησε ότι αποκοπήκαν 11 δευτερόλεπτα από το τεκμήριο 129 και κατέθεσε ως τεκμήριο 131, ολοκληρωμένο το βίντεο.

 

Το τεκμήριο 131, περιέχει βίντεο που διαρκεί 45 δευτερόλεπτα σε αντίθεση με το τεκμήριο 128,  όπου το αντίστοιχο βίντεο διαρκεί 34 δευτερόλεπτα. Έχει δηλαδή αποκοπεί ένα κομμάτι κάποιων δευτερολέπτων. Στο βίντεο η ανήλικη ακούγεται αρχικά να απαντά αρνητικά όταν ο καθ’ ου η αίτηση της λέει ότι θα επιστρέψει στη μητέρα της ή ότι η μητέρα της την αγαπά. Μετά ακούγεται να λέει ότι θέλει να πάει στο Mc Donalds. Ακούγεται επίσης ο καθ’ ου η αίτηση να της λέει ότι πρώτα θα την πάρει στο Mc Donalds και μετά στη μητέρα της, ακολουθώντας προφανώς τις συμβουλές του παιδοψυχολόγου για οριοθέτηση της συμπεριφοράς της. Από το τεκμήριο 130 και από όσα ο καθ’ ου η αίτηση εξήγησε σχετικά με αυτό, προκύπτει το αληθές των ισχυρισμών του. Ότι δηλαδή στις 16.08.2018  η ώρα 16:31 έστειλε το βίντεο στην αιτήτρια. Μετά από λίγα λεπτά της έστειλε γραπτό μήνυμα για να δει το βίντεο και ακολούθησε άλλο ένα βίντεο. Η αλληλουχία των γεγονότων καταδεικνύει ότι ο καθ’ ου η αίτηση εις γνώσιν του έστειλε τα σχετικά βίντεο. Δεν μπορώ περαιτέρω να δεχτώ την θέση της αιτήτριας ότι στα βίντεο απεικονίζεται οποιαδήποτε μορφής κακοποίησης της ανήλικης, εφόσον ότι πραγματικά συμβαίνει είναι αυτό που έχω περιγράψει πιο πάνω. Παρουσιάζεται ένα παιδί που κλαίει για να γίνει το δικό του. Κρίνω ως απόλυτα λογική την αντίδραση του καθ’ ου η αίτηση αλλά και επιβεβαιωτική των ισχυρισμών του ότι ακολουθώντας τις συμβουλές του παιδοψυχολόγου, κατάφερε να οριοθετήσει τη συμπεριφορά της ανήλικης με σκοπό τελικά να την παραδώσει στην αιτήτρια.

 

Από την ενώπιον μου μαρτυρία, διαφαίνεται ότι ο καθ’ ου η αίτηση ανταποκρινόταν άμεσα και στα θέματα υγείας της ανήλικης. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι σε κάθε πρόβλημα που παρουσίαζε η ανήλικη, αμέσως απευθυνόταν σε γιατρό για να το αντιμετωπίσει και ταυτόχρονα, ενημέρωνε την αιτήτρια. Ανέφερε ως παράδειγμα το περιστατικό που συνέβη στις 08.12.2018, όπου ενώ η ανήλικη βρισκόταν υπό τη φύλαξη του χρειάστηκε να νοσηλευτεί για ένα βράδυ στο νοσοκομείο λόγω γαστρεντερίτιδας, ή το περιστατικό που έλαβε χώρα στις 18.06.2019, όπου η ανήλικη και πάλι είχε γαστρεντερίτιδα. Ο καθ’ ου η αίτηση απέστειλε δύο γραπτά μηνύματα στην αιτήτρια στις 03:44 και 03:48 τα ξημερώματα για να την ενημερώσει για το περιστατικό με την ίδια να του απαντά στις 07:13 το πρωί. Εκλαμβάνει αυτή την καθυστέρηση, ως ένδειξη της αδιαφορίας της, θέση την οποία δεν συμμερίζομαι για το συγκεκριμένο περιστατικό. Μου φαίνεται λογικό όταν κάποιος κοιμάται να μην ακούσει το κινητό του τηλέφωνο. Η θέση της αιτήτριας ότι αμέσως μόλις είδε το μήνυμα ανταποκρίθηκε, γίνεται πιστευτή.

 

Ωστόσο, αποδέχομαι τους ισχυρισμούς του καθ’ ου η αίτηση ότι ενημέρωνε την αιτήτρια για τα θέματα υγείας που αντιμετώπιζε η ανήλικη και τις θεραπείες που ελάμβανε μετά από υποδείξεις των γιατρών, στους οποίους ο ίδιος τη μετέφερε. Σχετικό, είναι το τεκμήριο 76, που κατέθεσε. Αποδέχομαι επίσης ότι ανέλαβε ο ίδιος την εγγραφή της ανήλικης στο ΓΕΣΥ, εφόσον η αιτήτρια το είχε αμελήσει.

 

Ως προς το θέμα της ατημέλητης εμφάνισης της ανήλικης, σχετικό είναι το τεκμήριο 109, φωτογραφίες δηλαδή της ανήλικης οι οποίες απεικονίζουν την κατάσταση των ρούχων της κατά την παραλαβή της από τον καθ’ ου η αίτηση. Οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν το  Δεκέμβρη του 2017 και τον Ιούνιο του 2018, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι οι παρατηρήσεις της Λειτουργού δεν αφορούσαν μία μεμονωμένη περίπτωση, αλλά μια μόνιμη κατάσταση, η οποία δεν βελτιώθηκε ούτε μετά από τις υποδείξεις της. Με αυτά τα δεδομένα, ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι έχει υπερβολική αδυναμία στην αγορά παιδικών ενδυμάτων και αξεσουάρ, γεγονός που όπως ανέφερε, η Λειτουργός παρέλειψε να αναφέρει στην Έκθεση της, δεν γίνεται αποδεκτός. 

 

Ο καθ’ ου η αίτηση κατά την αντεξέταση του, κατηγορήθηκε ότι επέστρεφε την ανήλικη στην ίδια κατάσταση όπως την παρέλαβε, ωστόσο με βάση την εξήγηση που έδωσε, ότι δηλαδή η αιτήτρια και οι γονείς της δεν αποδέχονταν ρούχα και παπούτσια που είχε ο ίδιος αγοράσει και  του τα επέστρεφαν, ενώ πολλές φορές του τα πετούσαν στα μούτρα, μου φαίνεται ότι δεν είχε άλλη επιλογή.   

 

Για να διαψεύσει η αιτήτρια τις διαπιστώσεις της Λειτουργού αναφορικά με την κατάσταση που επικρατούσε στην οικία όπου διέμενε η ανήλικη, ανέφερε ότι μετά την κατάθεση της πρώτης Έκθεσης,  έφτασε  στο σημείο να φωτογραφίζει την ανήλικη και την οικία της μητέρας της. Οι  πλείστες φωτογραφίες που κατέθεσε (τεκμήρια 11Α-11ΣΤ, φωτογραφίες της οικίας) δεν φέρουν ημερομηνία, ενώ οι υπόλοιπες φέρουν ημερομηνία μεταγενέστερη της 29ης Μαΐου 2018, όπου με βάση τους ισχυρισμούς της Λειτουργού κατά την αντεξέταση της, ήταν η τελευταία φορά που επισκέφθηκε την οικία των γονέων της αιτήτριας. Παράλογη επίσης κρίνεται και η απάντηση της αιτήτριας στην υποβολή της συνηγόρου του καθ’ ου η αίτηση, ότι  «έστησαν το σπίτι»  για να το φωτογραφίσουν, αφού όπως της υποδείχθηκε σε κάποιες φωτογραφίες φαίνονται οι ίδιες φωτογραφίες σε διαφορετικά μέρη του σπιτιού. Η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι έχουν τις ίδιες φωτογραφίες σε πολλά μέρη του σπιτιού.  Ως προς τα τεκμήρια τα τεκμήρια 15 Α και Β, (φωτογραφίες που απεικονίζουν το δωμάτιο της ανήλικης), η ίδια η αιτήτρια παραδέχτηκε, ότι το δωμάτιο αυτό ετοιμάστηκε μετά την ετοιμασία των δύο Εκθέσεων. Συνεπώς, δεν μπορώ να αποδεχτώ ότι οι εν λόγω φωτογραφίες απεικονίζουν την ίδια εικόνα με αυτήν που η είδε και μετέφερε στο Δικαστήριο η Λειτουργός στις επισκέψεις της, εφόσον  δεν λήφθηκαν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα.

 

Ούτε και η θέση της αιτήτριας ότι ουδέποτε η Λειτουργός της έκανε υποδείξεις ότι πρέπει να φορά στην ανήλικη το ορθό μέγεθος παπουτσιών γίνεται αποδεκτή. Όταν της υποδείχθηκαν φωτογραφίες της ανήλικης (τεκμήρια 106,107) που φαίνεται να φορά παπούτσια μικρότερου μεγέθους και ρωτήθηκε εάν συμφωνεί ότι στη φωτογραφία απεικονίζεται η ανήλικη, απέφυγε να απαντήσει, λέγοντας απλά ότι τα συγκεκριμένα παπούτσια τα έχει και ότι κατά την άποψη της το νούμερο είναι μια χαρά για ένα παιδί της ηλικίας της Ξ.

 

Για το θέμα αυτό, η Λειτουργός ανέφερε συγκεκριμένα, ότι όταν γίνεται η αναφορά στην μητέρα για τα ρούχα ή τα νύχια απαντά η γιαγιά, πάντα προβάλλοντας δικαιολογίες, όπως ότι δεν συνεργάζεται το βρέφος να κοπούν τα νύχια και ταυτόχρονα διερωτάται τους λόγους που γίνεται σχολιασμός. Η στάση αυτή δείχνει την αδιαφορία της αιτήτριας και της μητέρας της στα θέματα φροντίδας που έθιγε η Λειτουργός και ότι δεν έδιναν την απαιτούμενη σημασία, θεωρώντας τα ίσως ως δευτερεύοντα θέματα. Όταν υποδείχθηκαν στην αιτήτρια οι φωτογραφίες τεκμήρια 101 και 102, δήλωσε πως δεν τις αναγνωρίζει και ότι ο καθ’ ου η αίτηση παραλάμβανε την ανήλικη στις 3:00 μ.μ., ενώ η φωτογραφία τραβήχτηκε στις 4:15 μ.μ., αφήνοντας να νοηθεί ότι όταν την παρέδωσε ήταν μια χαρά τα νύχια της. Επέμενε ότι ουδέποτε ενημερώθηκε για τις πληγές στα πόδια της ανήλικης, παραδέχτηκε όμως ότι για την περίοδο μεταξύ Μαΐου 2018 και Αυγούστου 2018, η ανήλικη φορούσε τα ίδια παπούτσια.

 

Σύμφωνα με το τεκμήριο 105 (ιατρικό πιστοποιητικό) που κατέθεσε ο καθ’ ου η αίτηση, η ανήλικη παρουσίασε ήπια δυσμορφία στο 2ο δάκτυλο των κάτω άκρων και σημεία πίεσης επιδερμικά, που μπορεί να οφείλονται σε χρήση ακατάλληλων παπουτσιών, καθώς και είσφρυση νυχιού που μπορεί να οφείλεται είτε στη δυσμορφία του 2ου δακτύλου, είτε σε χρήση ακατάλληλων υποδημάτων, είτε σε κακή υγιεινή, (κόψιμο νυχιών).

 

Πάντως, οι πληγές από τα άκοφτα και απεριποίητα νύχια της ανήλικης στα τεκμήρια 101 και 102, είναι εμφανείς και προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι η αιτήτρια για τη δική της παράλειψη να περιθάλψει την ανήλικη, επιρρίπτει ευθύνη στη Λειτουργό ότι δεν την ενημέρωσε σχετικά. Προφανώς, η αιτήτρια δεν αντιλήφθηκε την ομολογουμένως άσχημη κατάσταση των ποδιών της ανήλικης επειδή δεν την φροντίζει η ίδια, αλλά η μητέρα της, η οποία  πρόβαλλε διάφορες δικαιολογίες στη Λειτουργό για την παράλειψη της να περιποιηθεί την ανήλικη και να συμμορφωθεί με τις συστάσεις της. 

 

Ο καθ’ ου η αίτηση αναφέρθηκε και σε άλλες περιπτώσεις, όπου στα πλαίσια επικοινωνίας του με την ανήλικη αντιλήφθηκε ότι απαιτείται η επίσκεψη σε κάποιο γιατρό, όπως για παράδειγμα στις 31.12.2017, όπου είδε ότι η ανήλικη είχε «κριθαράκι» στο μάτι (τεκμήριο 112 φωτογραφία της ανήλικης και ως τεκμήριο 113 ιατρική συνταγή) ή στις 19.06.18 και 18.07.18 όπου αντιλήφθηκε κάποια σημάδια στα χέρια της ανήλικης και επισκέφθηκε τον παιδίατρο ο οποίος διέγνωσε σταφυλόκοκκο (τεκμήρια 114 και 115, φωτογραφίες ανήλικης). Δεν έχω αμφιβολία ότι ο καθ’ ου η αίτηση σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, αντιλήφθηκε το πρόβλημα και μερίμνησε άμεσα για επίσκεψη σε κάποιο γιατρό και για την ανάλογη φροντίδα της ανήλικης, γεγονός που δεν αμφισβητείται από την αιτήτρια, επιβεβαιώνεται δε από τη Λειτουργό.  

 

Οι ισχυρισμοί του καθ’ ου η αίτηση ότι η αιτήτρια και η μητέρα της δεν άλλαζαν την πάνα της ανήλικης όταν περιείχε μόνο ούρα και σε περίπτωση που τα κόπρανα της ήταν στερεά, απλά τα αφαιρούσαν και έβαζαν ξανά την ίδια πάνα στην ανήλικη, ενισχύονται από το τεκμήριο 99, όπου ανάμεσα σε άλλες φωτογραφίες, φαίνονται βρεφικές πάνες μιας χρήσεως απλωμένες έξω για να στεγνώσουν. Υποστήριξε επίσης, ότι το διάστημα που η ανήλικη έμενε μαζί του για 5 συνεχόμενες ημέρες, συχνά την παραλάμβανε συγκαμένη, με μύκητες, γεγονός που αποδίδει στη μη συχνή αλλαγή πάνας και του λανθασμένου τρόπου καθαρισμού της ευαίσθητης περιοχής της ανήλικης. Το γεγονός αυτό το παρατήρησε η Λειτουργός και το κατέγραψε και στις δύο Εκθέσεις.  Το μέγεθος του συγκάματος της ανήλικης είναι εμφανές στο τεκμήριο 28 που κατέθεσε ο καθ’ ου η αίτηση και αφορά την περίοδο που δεν είχε καθόλου επικοινωνία με την ανήλικη. 

 

Όταν υποδείχθηκε στην αιτήτρια το τεκμήριο 28, παραδέχτηκε ότι το διάστημα που ελήφθησαν, ο καθ’ ου η αίτηση δεν είχε επικοινωνία με την ανήλικη και  αρνήθηκε ότι από δική της αμέλεια η ανήλικη παρουσίαζε σύγκαμα. Ισχυρίστηκε ότι ο δερματολόγος που  εξέτασε την ανήλικη, της ανέφερε ότι ήταν παρενέργεια από εμβόλιο και ότι το δέρμα της ανήλικης είναι τόσο λευκό που παρουσιάζει αυτού του είδους τον ερεθισμό. Η τελευταία εκδοχή της αιτήτριας κρίνεται λογική. Θα έπρεπε όμως να ήταν πιο προσεκτική με την ευαίσθητη περιοχή της ανήλικης, λόγω ακριβώς αυτής της ευαισθησίας. Παρά ταύτα, δεν μπορώ να παραγνωρίσω ότι οι αναφορές της Λειτουργού για την άγνοια της αιτήτριας και της μητέρας της να περιποιούνται και να καθαρίζουν με τον ορθό τρόπο τα γεννητικά όργανα της ανήλικης, δεν αφορούσαν μία μόνο περίπτωση συγκάματος, εφόσον σχετικές διαπιστώσεις έγιναν και στις δύο Εκθέσεις. Δεν μπορώ να παραγνωρίσω επίσης τη διαπίστωση της ότι η κατάσταση της ευαίσθητης περιοχής της ανήλικης παρουσίασε βελτίωση μετά την φροντίδα του καθ’ ου η αίτηση.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, αποδέχομαι τη θέση του καθ’ ου η αίτηση ότι εάν συνεχιζόταν το άτυπο πρόγραμμα που οι διάδικοι είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους, θα μπορούσε να αντιληφθεί το πρόβλημα ομιλίας της ανήλικης. Η γενικότερη συμπεριφορά του και η ανταπόκριση στα θέματα υγείας της ανήλικης, δείχνει ένα υπεύθυνο άτομο, το οποίο αμέσως ενεργούσε προς την άμεση αντιμετώπιση τους, γεγονός που με κάνει να πιστεύω ότι εάν είχε την ευκαιρία, θα έπραττε ανάλογα και γι’ αυτό το θέμα.

 

Το πρόγραμμα των 5 ημερών δεν διήρκησε πολύ και το δικαίωμα του καθ’ ου η αίτηση να φιλοξενεί την ανήλικη, να ασκεί στην ουσία τη φύλαξη της, διακόπηκε περί τα τέλη Ιουλίου του 2019. Από εκείνο το διάστημα και μετά δεν εφαρμόστηκε ούτε το προσωρινό διάταγμα επικοινωνίας.   

 

Η αιτήτρια  αποκλείοντας παντελώς το ενδεχόμενο να ευθύνεται και η ίδια για την διακοπή της επικοινωνίας,  άφησε να νοηθεί ότι η ανήλικη είναι που δεν επιθυμεί την επαφή με τον καθ’ ου η αίτηση, εξαιτίας της συμπεριφοράς του, προφανώς για να δικαιολογήσει την μονομερή απόφαση της να διακόψει το πιο πάνω πρόγραμμα. Δεν αναφέρθηκε όμως σε συγκεκριμένες πράξεις, ενέργειες ή περιστατικά τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου, δεν αποκαλύπτει οτιδήποτε που να δικαιολογεί τη θέση αυτή. Ο καθ’ ου η αίτηση από την άλλη, καταχώρισε σωρεία φωτογραφιών για εκείνο το διάστημα ενισχύοντας τους ισχυρισμούς του ότι η ανήλικη ήταν χαρούμενη και περνούσε καλά μαζί του (τεκμήρια 94, 95,96). 

 

Η αιτήτρια συνέδεσε την άρνηση της ανήλικης να ακολουθήσει τον καθ’ ου η αίτηση και με το πρόγραμμα των 5 ημερών, το οποίο χαρακτήρισε ως «έγκλημα», διερωτόμενη κατά την αντεξέταση της,  εάν υπάρχει άλλη μάνα στην Κύπρο που να δίνει το παιδί της μισές ημέρες στον πατέρα του. Ισχυρίστηκε ότι δεν συμφωνούσε με αυτό το πρόγραμμα, ότι το αποδέχτηκε μετά από πίεση και ανέφερε ότι την «περιπαίζουν» ότι είναι δοκιμαστικό. Το θεωρούσε καταστροφικό για την ψυχοσωματική ανάπτυξη της ανήλικης, επειδή κάθε φορά που η ανήλικη επέστρεφε από τον καθ’ ου η αίτηση ήταν προσκολλημένη πάνω της, έκλαιγε και πολλές φορές δεν ήθελε να πάει στο νηπιαγωγείο, γιατί στερείτο για πολλές μέρες την παρουσία της. Όπως ανέφερε, πολλές φορές δεν πήγαινε στην εργασία της ή επέστρεφε νωρίτερα, για να της αφιερώσει περισσότερο χρόνο. Η ανήλικη ξυπνούσε στη μέση της νύχτας και ήθελε να κοιμηθεί μαζί της. Εξέφρασε έντονα το παράπονο της, ότι δεν παρακολούθησε την ανήλικη κάποιος παιδοψυχολόγος για να διαπιστωθεί εάν αυτό το πρόγραμμα μπορεί να λειτουργήσει, ενώ σε άλλο σημείο της αντεξέτασης της ανέφερε ότι θέλει να πάρει τη γνώμη κάποιου ειδικού για να αποδεχτεί οποιαδήποτε ρύθμιση με διανυκτερεύσεις.  

 

Θεωρώ, ότι εάν οι πιο πάνω ισχυρισμοί και ανησυχίες της αιτήτριας ήταν ειλικρινείς, θα έπρεπε πρωτίστως να συζητήσει το θέμα με τον καθ’ ου η αίτηση και να αποταθεί σε κάποιον ειδικό για να απαντηθούν τα ερωτήματα της και να καθησυχαστούν οι  ανησυχίες της, έστω και σε συμβουλευτικό επίπεδο. Αντί αυτού όμως, επέλεξε την διακοπή κάθε επαφής της ανήλικης με τον πατέρα της.

 

Η θέση του καθ’ ου η αίτηση είναι ότι η χρονική συγκυρία που η αιτήτρια άρχισε να προφασίζεται την άρνηση της ανήλικης δεν είναι τυχαία, εφόσον την αμέσως επόμενη ημέρα που η αιτήτρια αντεξετάστηκε από τη συνήγορο του, δηλαδή στις 03.07.2019, όταν πήγε να παραλάβει την ανήλικη, η αιτήτρια του ανέφερε ότι η ανήλικη δεν θέλει να τον ακολουθήσει και ταυτόχρονα την τσιμπούσε και της έλεγε με θυμωμένο ύφος, «Ξ., πες ότι δε θέλεις να πας στο παπά» με αποτέλεσμα να αρχίσει να κλαίει. Την επόμενη ημέρα επιχείρησε να παραλάβει την ανήλικη από το νηπιαγωγείο, στην παρουσία Λειτουργού, όπου τον ενημέρωσαν ότι η ανήλικη ήταν πολύ αναστατωμένη. Μετά από παρέμβαση της Λειτουργού, παρέλαβε την ανήλικη το ίδιο απόγευμα και ήταν χαρούμενη, όπως φαίνεται  από τη φωτογραφία που τράβηξε την ώρα της παραλαβής (τεκμήριο 87).

 

Ως αποτέλεσμα της στάσης της αιτήτριας, ο καθ’ ου η αίτηση αποξενώθηκε εκ νέου από την ανήλικη, εφόσον από τις 31.07.2019 που έκλεισε το νηπιαγωγείο, από το οποίο την παραλάμβανε, δεν κατέστη δυνατό να την παραλάβει ξανά.

 

Η προηγούμενη συμπεριφορά που επέδειξε η αιτήτρια και ο τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκαν τα γεγονότα, δείχνουν ότι ο συλλογισμός του καθ’ ου η αίτηση ότι η αιτήτρια, χρησιμοποιώντας ως δικαιολογία την άρνηση της ανήλικης να πηγαίνει σχολείο, αποφάσισε μονομερώς να τερματίσει την φοίτηση της και ότι στη πραγματικότητα αυτό που επεδίωκε ήταν να εμποδίσει την παραλαβή της από εκεί, δεν είναι ούτε παράλογος, ούτε αβάσιμος. Εάν όντως η ανήλικη αρνείτο να πάει στο σχολείο, η αιτήτρια θα έπρεπε να την καθοδηγήσει ανάλογα και να ενεργήσει προς το καλώς νοούμενο συμφέρον της και την αδιαμφισβήτητη ανάγκη της για εκπαίδευση. Η τελική απόφαση για ένα τόσο καίριο θέμα δεν μπορεί να επηρεάζεται από την γνώμη ενός μικρού παιδιού, το οποίο εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να αποφασίζει για σημαντικά ζητήματα της ζωής του.

 

Η στάση που επέδειξε η αιτήτρια δεν μου επιτρέπει να αποδεχτώ τους ισχυρισμούς της ότι κατέβαλε προσπάθειες για να βελτιώσει το γονικό της ρόλο. Η παρακολούθηση του Σεμιναρίου που επικαλέστηκε (τεκμήριο 9, Πιστοποιητικό Παρακολούθησης Συνεδρίου με θέμα «Επάγγελμα…Γονιός», ημερομηνίας 03.11.2018), φαίνεται ότι παρέμεινε σε θεωρητικό επίπεδο και κρίνω ότι δεν βοήθησε την αιτήτρια να βελτιώσει τον γονικό της ρόλο.  Χάριν παραδείγματος αναφέρω, ότι ακόμα και μετά την παρακολούθηση του σεμιναρίου, προχώρησε στη διακοπή της φοίτησης του παιδιού στο νηπιαγωγείο, με αποκλειστικό κίνητρο να μην έχει επαφή με τον πατέρα του.

 

Ότι έπεται χρονικά της διακοπής της επικοινωνίας του καθ΄ ου η αίτηση με την ανήλικη, είναι η συνεργασία των διαδίκων με την ψυχολόγο, κα Χ.Χ. Υποδεικνύω, ότι όλα όσα ο καθ’ ου η αίτηση ανέφερε στην μαρτυρία του σε σχέση με τη συμπεριφορά της αιτήτριας το διάστημα εκείνο, παρέμειναν στην ουσία αναντίλεκτα. Είναι γεγονός, ότι η αιτήτρια δεν θα μπορούσε εκ των πραγμάτων να τοποθετηθεί επ’ αυτών όταν έδιδε τη μαρτυρία της, εφόσον πρόκειται για γεγονότα που έλαβαν χώρα μεταγενέστερα. Επισημαίνεται όμως ότι η αιτήτρια δεν προσέφερε αντικρουστική μαρτυρία.

 

Δεν έχω σκοπό να επαναλάβω όλα όσα λέχθηκαν από τον καθ’ ου η αίτηση επί του θέματος αυτού, αρκούμαι μόνο να επισημάνω ότι η μαρτυρία του ενισχύει τους ισχυρισμούς του ότι η αιτήτρια δεν συμπεριφέρθηκε με τρόπο που να δείχνει ότι επιθυμούσε πραγματικά να επιτύχουν οι προσπάθειες που γίνονταν για επανέναρξη των επικοινωνιών του με την ανήλικη. Αντίθετα, η προετοιμασία που ο καθ’ ου η αίτηση έκανε κάθε φορά, όπως για παράδειγμα η ενέργεια του να μεταβεί νωρίτερα στο πάρκο που θα γινόταν η συνάντηση, για να ετοιμάσει τραπέζι δραστηριοτήτων με παιχνίδια και φαγώσιμα για την ανήλικη, (τεκμήριο 125, σχετική φωτογραφία), δείχνει την έντονη επιθυμία του και την διάθεση του να κάνει ότι περνά από το χέρι του για να δημιουργήσει ευχάριστη και φιλική προς την ανήλική ατμόσφαιρα, με απώτερο στόχο την επιτυχία της επικοινωνίας. Δείχνει ένα άτομο το οποίο αντιλαμβάνεται τις ανάγκες ενός παιδιού και προσπαθεί να ανταποκριθεί σε αυτές, αφού προσέφερε στην ανήλικη ερεθίσματα μέσω παιχνιδιού, για να τη διευκολύνει και να τη βοηθήσει να αποδεχτεί την παρουσία του. Η συμπεριφορά του και οι ενέργειες του, όλο το χρονικό διάστημα της συνεργασίας των διαδίκων με τη ψυχολόγο, δείχνουν ότι επιθυμεί διακαώς να αποτελεί μέρος της ζωής της ανήλικης και ότι ουδέποτε παραιτήθηκε του δικαιώματος του να ασκεί τον γονικό του ρόλο.

 

Πιστεύω ότι είναι ειλικρινής η δήλωση του ότι εάν τελικά ανατεθεί στον ίδιο η φύλαξη της ανήλικης, δεν θα παρεμποδίσει την επικοινωνία της με την αιτήτρια, εφόσον ουδέποτε παρέλειψε να την παραδώσει και οριοθετούσε τη συμπεριφορά της. Η αφοσίωση που επέδειξε στην ανήλικη και η γενικότερη στάση του με έχει πείσει ότι είναι διατεθειμένος να αφιερώσει όσο χρόνο χρειάζεται στην καθημερινή φροντίδα της ανήλικης. Λόγω του ωραρίου εργασίας του,  είναι σε θέση να παραλαμβάνει ο ίδιος την ανήλικη από το σχολείο και να την μεταφέρει στις διάφορες απογευματινές της δραστηριότητες, σε αντίθεση με την αιτήτρια που έχει εναποθέσει τη άσκηση του γονικού της ρόλου στους γονείς της.

 

Μέσα από τη μαρτυρία της αιτήτριας είναι εύκολο να διακρίνει κανείς την πεποίθηση της, ότι ως μητέρα της ανήλικης έχει προτεραιότητα έναντι του καθ’ ου η αίτηση σε οτιδήποτε την αφορά. Προσπάθησε να πείσει το Δικαστήριο ότι μοναδικό της μέλημα είναι να διαφυλάξει το συμφέρον της ανήλικης, το οποίο θεωρεί ότι εξυπηρετείται καλύτερα με το να ανατεθεί στην ίδια η φύλαξη και φροντίδα της, παραβλέποντας ότι και ο καθ’ ου η αίτηση ως γονέας, έχει ίσα δικαιώματα πρόσβασης στο τέκνο του. Η μαρτυρία της άφησε στο Δικαστήριο την εντύπωση ενός ατόμου που αγωνιά να κερδίσει τη φύλαξη της Ξ, γιατί αυτό είναι το σύνηθες, γεγονός που επανέλαβε πολλές φορές στη μαρτυρία της, χωρίς να την απασχολεί η αδιαμφισβήτητη ανάγκη ενός παιδιού να διατηρεί υγιείς δεσμούς και με τους δύο του γονείς.  Παράδειγμα της στάσης της, είναι η τοποθέτηση της όταν κλήθηκε να σχολιάσει την πρόθεση του καθ’ ου η αίτηση να αναλάβει τη φύλαξη της ανήλικης, την οποία παραθέτω αυτούσια:

 

«Έχει 3 χρόνια που γέννησα και τρέχω στα Δικαστήρια να αποδείξω ότι δεν είμαι τέλεια μάμα και ότι κάνω και εγώ λάθη διότι δεν μπορεί να ξεπεράσει ούτε ότι το ανακάλυψα για  τούτα ούλλα που βίωσα και λειτουργεί μόνο εκδικητικά σε εμένα, θέλει την καταστροφή μου, πιάνει το παιδί, πιάνει διανυκτέρευση τι άλλο θέλει από εμένα.  Έχει τρία χρόνια λες και είμαι ένας εγκληματίας.  Εν αγάπη να πιάσεις το μωρό που τη μάμα και να πεις της κοινωνίας ότι έπιασα το μωρό που τη μάνα, τι έκαμα δηλαδή, είμαι του δρόμου;»

 

Θεωρεί ότι η ιδιότητα της μητέρας της ανήλικης, της δίνει προβάδισμα και την καθιστά πιο κατάλληλη για να αναλάβει τη φύλαξη της. Δεν μπορεί να δεχτεί το ενδεχόμενο να δοθεί η φύλαξη της ανήλικης στον καθ’ ου η αίτηση, εφόσον «ούτε του δρόμου είναι ούτε πίνει ούτε κάνει ναρκωτικά», ωσάν αυτά μόνο να είναι τα κριτήρια μιας τέτοιας απόφασης. Οι αναφορές της ότι ο καθ’ ου η αίτηση  «παραπιάνει» την ανήλικη σε σχέση με άλλους μπαμπάδες και ότι είναι προς το συμφέρον της ανήλικης ο καθ’ ου η αίτηση να επικοινωνεί με αυτήν όπως «όλοι οι πατεράδες που πιάνουν τα μωρά τους στην ηλικία των τριών χρονών», φανερώνουν την γενικότερη στάση της απέναντι στον καθ’ ου η αίτηση, τον οποίο απαξιώνει, μηδενίζοντας και μη αναγνωρίζοντας τον ρόλο του ως πατέρας. Ενδεικτικό του ότι η αιτήτρια δεν κατανοεί τη ζημιά που προκαλεί στην ανήλικη η στάση της να κατηγορεί τον καθ’ ου η αίτηση μπροστά της, είναι η απάντηση της σε σχετική υποβολή, όπου ανέφερε ότι δεν είναι δυνατόν ένα παιδί 3 ετών να αντιλαμβάνεται αυτά τα πράγματα.

 

Η αιτήτρια παραβλέπει ότι το φύλο των γονέων δεν αποτελεί κριτήριο για τη δικαστική κρίση, παρά μόνο το αληθινό συμφέρον του τέκνου. Οι σχέσεις των γονέων και των τέκνων τους ρυθμίζονται χωρίς να γίνονται αυτού του είδους οι διακρίσεις. Πουθενά στον νόμο η μητέρα δεν προκρίνεται έναντι του πατέρα και δεν θεωρείται περισσότερο κατάλληλη λόγω της ιδιότητας της αυτής.

 

Ούτε και η θέση της ότι από τη γέννηση της ανήλικης ανέλαβε αποκλειστικά η ίδια τη φροντίδα της γίνεται αποδεκτή. Αντίθετα, ότι προκύπτει από τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι ότι από τις πρώτες κιόλας μέρες της ζωής της, η ανήλικη φροντίζεται από τη μητρική γιαγιά. Η αιτήτρια όχι μόνο μετεκύλησε την ευθύνη της ανατροφής της ανήλικης στους γονείς της, αλλά παραχώρησε σε αυτούς την άδεια να αποφασίζουν και να χειρίζονται πολύ σοβαρά θέματα που την αφορούν, όπως για παράδειγμα τη σχέση της με τον πατέρα της.

 

Ως προς τη θέση της αιτήτριας ότι ο καθ’ ου η αίτηση έχει εμμονές μαζί της, όπως κατά την κρίση της προκύπτει από τη σωρεία τεκμηρίων που κατέθεσε  στην παρούσα διαδικασία, αρκεί να αναφέρω ότι ο κάθε διάδικος έχει το δικαίωμα να υποστηρίξει την υπόθεση του όπως καλύτερα πιστεύει. Η κατάθεση αριθμού τεκμηρίων δεν μπορεί να χρησιμοποιείται εναντίον του καθ’ ου η αίτηση ως ένδειξη κακών στοιχείων του χαρακτήρα του. Η θέση του καθ’ ου  αίτηση ότι αναγκάστηκε να μαζεύει πληροφορίες και στοιχεία για να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, κρίνεται καθόλα λογική και επιβαλλόμενη ενέργεια, προς απάντηση των ενεργειών που η ίδια η αιτήτρια και το οικογενειακό της περιβάλλον προέβαινε σε σχέση με τα γονικά του δικαιώματα και την ανατροφή, διαπαιδαγώγηση και υγιεινή του παιδιού, όπως εκτενώς έγινε αναφορά στην παρούσα απόφαση.    

 

Μετά το πέρας της μαρτυρίας των διαδίκων, πραγματοποιήθηκε κατ’ ιδίαν συνέντευξη της ανήλικης από το Δικαστήριο. Σύμφωνα με το άρθρο 6 (3) του Ν.216/90, ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου και στο βαθμό που μπορεί να αντιληφθεί, πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του πριν από κάθε απόφαση σχετικά με τη γονική μέριμνα, εφόσον η απόφαση αφορά τα συμφέροντα του.

 

Στην υπόθεση Π.Ε. v. K.R.U, Έφεση Αρ. 23/2018, ημερομηνίας 3.12.2019, αναφέρθηκε ότι:

 

«Η γνώμη του παιδιού έχει βαρύνουσα σημασία, και συνεπώς η βούλησή του, αναλόγως της ωριμότητάς του, πρέπει να αναζητείται και να συνεκτιμάται (βλ. Στυλιανού ν. Στυλιανού (1993) 1 ΑΑΔ 130, Πασιαρδή ν. Θεοδοσίου (2004) 1 ΑΑΔ 338). Αυτό αποτελεί ένδειξη σεβασμού της προσωπικότητας του παιδιού από το νομοθέτη. Η αναζήτηση της γνώμης του παιδιού είναι υποχρεωτική, εφόσον το παιδί είναι ώριμο, λόγω βιολογικών ή κοινωνικών παραγόντων, να εκφράσει τη γνώμη του για συγκεκριμένο θέμα.

 

Η γνώμη του παιδιού λαμβάνεται υπόψη νοουμένου ότι είναι γνήσια και όχι υποβολιμαία ή στηρίζεται στη μονομερή επίδραση του ενός εκ των γονέων. Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου το παιδί ζεί με τον ένα γονέα  ή όπου καλλιεργείται από τον ένα γονέα η αποξένωση ως προς τον άλλο γονέα.

 

Τα δικαιώματα του παιδιού έχουν θεσμοθετηθεί με τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, καθώς και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την άσκηση των δικαιωμάτων του παιδιού, η οποία κυρώθηκε με τον περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την άσκηση των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικό Νόμο) του 2005, Ν.23(ΙΙΙ)/2005.»

 

Στην Στυλιανού v. Στυλιανού (1993) 1 ΑΑΔ 130, ειπώθηκαν τα εξής:

 

«Η μαρτυρία των ανηλίκων αναφορικά με τις επιθυμίες τους ως προς την επιμέλεια και φροντίδα του προσώπου τους, αποτελεί πρωτογενές συστατικό στοιχείο για την άσκηση της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου για τη ρύθμιση της γονικής μέριμνας όπου καταρρέει ο γάμος. Αυτό συνάγεται ευθέως από τις πρόνοιες του άρθρου 6 (3) του Ν. 216/90 που επιτάσσει την αναζήτηση της γνώμης  των ανηλίκων, εφόσον έχουν την ωριμότητα να διαμορφώσουν γνώμη, πριν τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης σχετικά με την γονική τους μέριμνα. Η μαρτυρία των ανηλίκων σε διαδικασία για γονική μέριμνα δεν στρέφεται εξ αντικειμένου εναντίον οποιουδήποτε∙ είναι δηλωτική της γνώμης τους για το συμφέρον και τη ευημερία τους. Το δικαίωμα που τους αναγνωρίζεται αποτελεί απόρροια της αυθυπαρξίας του ατόμου τους.

 

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------

 

Η λήψη της γνώμης του παιδιού, εφόσον η ωριμότητα του καθιστά δυνατή τη διαμόρφωση γνώμης, για την ανάθεση της επιμέλειας και μέριμνας του είναι υποχρεωτική, όπως προβλέπει το Άρθρο 6(3) του Ν. 216/90 και ενέχει βαρύνουσα σημασία ως αποκαλυπτική της δικής του βούλησης για την ευτυχία και πρόοδο του. Όπως εξηγείται στην Gillick (ανωτέρω), όσο μεγαλώνει το παιδί και ανεξαρτητοποιείται ανάλογα μεγαλύτερη και βαρύνουσα καθίσταται και η γνώμη του για την επιμέλεια του ατόμου του.»

 

Στην Ιωαννίδης  v. Ιωαννίδη (2002) 1 ΑΑΔ 1446, αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Η διακρίβωση του βαθμού ωριμότητας ενός ανηλίκου προκειμένου να κριθεί κατά πόσο  η γνώμη του μπορεί να ληφθεί υπόψη για να συνεκτιμηθεί μαζί με άλλα στοιχεία μαρτυρίας συνήθως γίνεται μέσω συνομιλίας του Δικαστή με τον ανήλικο που έχει ακριβώς αυτό το στόχο. Δεν υπάρχουν θεσμοθετημένοι κανόνες οι οποίοι διέπουν τη διεξαγωγή της συνομιλίας.  Αυτή γίνεται με βάση τη λογική και με σαφή επίγνωση του αντικειμένου.  Το τρυφερής ηλικίας παιδί διακατεχόμενο από ποικίλα και εν πολλοίς συγκρουόμενα συναισθήματα διαδραματίζει το δικό του ρόλο.  Αυτός ο παράγοντας δεν πρέπει ποτέ να  παραγνωρίζεται. Έτσι, η συνομιλία πρέπει να διεξάγεται μέσα σε ήρεμο κλίμα υπό συνθήκες άνεσης, ασφάλειας και εμπιστοσύνης του παιδιού για τα δρώμενα χωρίς εξωγενείς επιδράσεις και προσπάθεια επηρεασμού του ανηλίκου. Είναι αυτονόητο ότι η συνομιλία με το παιδί θα σταματήσει, σε περίπτωση που ο Δικαστής θα κρίνει ότι το παιδί είναι εντελώς ανώριμο και συνεπώς η γνώμη του ούτως ή άλλως δεν θα έχει οποιαδήποτε βαρύτητα ή αξία σε ό,τι αφορά την επίλυση των επίδικων θεμάτων.  Όμως, σε περίπτωση που θα κριθεί ότι χαρακτηρίζει το παιδί κάποια ωριμότητα, η συνομιλία συνεχίζεται προς αναζήτηση της γνώμης του είτε με ερωτήσεις υποβαλλόμενες ευθέως είτε καταβάλλοντας προσπάθεια ανίχνευσης της γνώμης μέσω της συνομιλίας.  Εναπόκειται στο Δικαστήριο να αξιολογήσει στο τέλος τη γνώμη του ανηλίκου και να αποφασίσει κατά πόσο θα της προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα  ή αξία και ανάλογα με την περίπτωση να εντάξει το αποτέλεσμα αυτής της διεργασίας στο υπόλοιπο υλικό προς συνεκτίμηση. »

 

Περαιτέρω, στην Π.Ε. v. K.R.U (βλ.ανωτέρω) λέχθηκε ότι:

 

 «Ο ρόλος της διαδικασίας της συνέντευξης δεν είναι να καταλήξει το δικαστήριο σε γεγονότα (fact finding), ούτε και στοχεύει στο να εξάξει το δικαστήριο συμπεράσματα ως προς τις πραγματικές επιθυμίες του ανηλίκου. Οι επιθυμίες του ανηλίκου μεταφέρονται στο Δικαστήριο από ειδικούς του CAFCASS ή ψυχολόγους και σε κατάλληλες περιπτώσεις, μέσω κατάθεσης του ανηλίκου, εάν η ηλικία του το επιτρέπει» καταλήγοντας ότι « η γραμμή που διαχωρίζει τι είναι επιτρεπτό για το δικαστήριο να αποκομίσει από μία συνέντευξη με το παιδί και τι υπερβαίνει τις εξουσίες του, είναι λεπτή. Κρίνεται ότι είναι επιτρεπτό για το Δικαστήριο να χρησιμοποιήσει τη συνέντευξη για να αντιληφθεί τη θέση του παιδιού και να λύσει τις δικές του απορίες ως προς το ρόλο του δικαστηρίου και της όλης διαδικασίας. Όμως πρέπει να είναι προσεκτικό, ειδικότερα σε περιπτώσεις μικρών παιδιών, όπως ήταν ο xxx, να μην υποκαταστήσει τους ειδικούς για να καταλήξει το ίδιο στα δικά του συμπεράσματα.»

 

Στην απόφαση Ιωαννίδης Ησαϊας και Άλλη ν. Chada Ιωαννίδη και Άλλου (2002) 1 ΑΑΔ 1446, αναφέρθηκε: 

 

«Εναπόκειται στο Δικαστήριο να αξιολογήσει στο τέλος τη γνώμη του ανηλίκου και να αποφασίσει κατά πόσο θα της προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα ή αξία και ανάλογα με την περίπτωση να εντάξει το αποτέλεσμα αυτής της διεργασίας στο υπόλοιπο υλικό προς συνεκτίμηση».

 

Αναφέρω αρχικά ότι οι γονείς διαφώνησαν γι’ αυτό το θέμα, προβαίνοντας σε τοποθετήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου για το εάν τελικά η ηλικία και η πνευματική ωριμότητα της Ξ. της επιτρέπει να αντιληφθεί την διαδικασία και να απαντήσει στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου. Η συνέντευξη τελικά πραγματοποιήθηκε, ήταν δε πολύ σύντομη και διακόπηκε μόλις  ανήλικη ζήτησε να επιστρέψει στη μητέρα της. Τη δεδομένη στιγμή έκρινα ότι η συνέχιση της συνέντευξης και η αναστάτωση της ανήλικης, δεν θα εξυπηρετούσε οποιοδήποτε σκοπό και πρωτίστως το συμφέρον της. Οι δύο πλευρές ενημερώθηκαν ότι μπορούν να παραλάβουν πιστό αντίγραφο των πρακτικών της συνέντευξης αμέσως μετά την ετοιμασία τους και προτού ετοιμάσουν τις γραπτές αγορεύσεις τους.

 

Η γνώμη του ανηλίκου προσμετράται εφόσον το επιτρέπει ο βαθμός της ωριμότητας του και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, ότι ο δεσμός με τον γονέα για τον οποίο εκφράζει ρητώς την προτίμηση του, έχει αναπτυχθεί αβίαστα και φυσιολογικά. Είναι δηλαδή το αποτέλεσμα ελεύθερης και ανεπηρέαστης βούλησης του ανηλίκου.  

 

Όπως μπορεί κάποιος να αντιληφθεί από τα πρακτικά της συνέντευξης, η ομιλία της Ξ. σε πολλές περιπτώσεις ήταν ακατάληπτη. Οι απαντήσεις της συνάδουν με την ηλικία της, αλλά και με τα όσα έχει βιώσει το τελευταίο διάστημα, για τα οποία είναι σε θέση να διατηρεί μνήμες. Η ανήλικη κατά τη συνέντευξη ήταν σχεδόν 5 ετών και δεν είχε ουσιαστική έως καθόλου επικοινωνία με τον αιτητή για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Το γεγονός αυτό κατά την κρίση μου είναι καταλυτικής σημασίας, ως προς το τι μπορεί να θυμάται ένα παιδί της ηλικίας της Ξ.

 

Στην ερώτηση του Δικαστηρίου με ποιους διαμένει, η ανήλικη απάντησε αυθόρμητα, με την γιαγιά, τον παππού και την Ανδριάνα (αδελφή της αιτήτριας), χωρίς αναφορά στην μητέρα της και μόνο όταν ερωτήθηκε σχετικά, απάντησε ότι διαμένει και η μητέρα της μαζί. Η πρώτη αντίδραση της ανήλικης στο ερώτημα πώς λένε τον πατέρα της, ήταν ότι δεν έχει πατέρα, γεγονός που προκαλεί εντύπωση αλλά και θλίψη, ένα παιδί στην ηλικία της Ξ. να μην αναγνωρίζει την ύπαρξη του πατέρα της.  Δεν θα επεκταθώ περαιτέρω στα όσα η ανήλικη ανέφερε, περιορίζομαι μόνο στο ότι η εντύπωση που έχει η ανήλικη για τον πατέρα της είναι ότι δεν πηγαίνει να την επισκεφθεί ή ότι η μαμά της δεν την μεταφέρει σε αυτόν. Προφανώς αγνοεί ότι ο καθ’ ου η αίτηση ουδέποτε παραιτήθηκε του δικαιώματος του να ασκεί τα γονικά του δικαιώματα. Αρχικά η ανήλικη ήταν διστακτική να απαντήσει εάν επιθυμεί να βλέπει τον πατέρα της, στη συνέχεια όμως η απάντηση της ήταν αρνητική, χωρίς όμως να μπορεί να εξηγήσει γιατί.

 

Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η Ξ. απάντησε με την αθωότητα και τον αυθορμητισμό που πρέπει να έχει ένα παιδί της ηλικίας της. Κρίνω ωστόσο, ότι δεν έχει την ωριμότητα που απαιτείται για μπορεί να τοποθετηθεί για ένα τόσο σοβαρό θέμα, όπως είναι η άσκηση της γονικής της μέριμνας. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από τον τρόπο που απαντούσε στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου και ιδιαίτερα στο γεγονός ότι κάποιες από τις απαντήσεις της δεν είχαν συνοχή.  

 

Κρίνεται επιπλέον ότι η γνώμη της ανήλικης ότι δεν θέλει να βλέπει τον πατέρα της, δεν μπορεί να είναι γνήσια, αλλά στηρίζεται στη μονομερή επίδραση της αιτήτριας και του οικογενειακού της περιβάλλοντος. Η απουσία ουσιαστικής επαφής με τον πατέρα της για μεγάλο χρονικό διάστημα, εξαιρουμένων των λίγων και σύντομων συναντήσεων που έγιναν στα πλαίσια της προσπάθειας επίτευξης επικοινωνίας με τη συμβολή της ψυχολόγου, στην περίπτωση της Ξ, ενός παιδιού νηπιακής τότε ηλικίας, επέδρασε καθοριστικά ως προς τη διαμόρφωση της άποψης της ότι δεν έχει πατέρα ή ότι ο πατέρας της δεν ενδιαφέρεται να τη συναντήσει. Υπό αυτές τις περιστάσεις, οι απαντήσεις της δεν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικές. Συνεπώς, η γνώμη της  δεν θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε βαρύτητα ή αξία σε ότι αφορά την επίλυση των επίδικων θεμάτων και γι’ αυτόν τον λόγο.

 

Έχει ήδη τονιστεί, ότι κύριο ζητούμενο στις υποθέσεις γονικής μέριμνας είναι το συμφέρον του ανηλίκου, προς τη διαπίστωση του οποίου, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εκτιμώνται όλα τα στοιχεία και οι περιστάσεις που αποδείχθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, καταλήγοντας στον γονέα που μπορεί να προσφέρει στο ανήλικο τις καλύτερες προϋποθέσεις για την ευημερία και τη μετέπειτα εξέλιξη του. Με δεδομένη την επιθυμία και των δύο γονέων να αναλάβουν την φύλαξη της ανήλικης Ξ., το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει ποιος από τους δύο γονείς κρίνεται καταλληλότερος προς τούτο.

 

Για να καταλήξει στην απόφαση του, το Δικαστήριο συνεκτιμά αριθμό κριτηρίων, σε συνάρτηση πάντοτε με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Σχετική παραπομπή γίνεται σε απόσπασμα από το σύγγραμμα του Β. Βαθρακοκοίλη "Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο", σελ. 584, 585, όπου αναφέρονται τα εξής:

 

«Κριτήρια για το δικαστήριο: Το δικαστήριο για να αξιολογήσει το συμφέρον του τέκνου δεν πρέπει ν’ αποδίδει μεγαλύτερη σημασία στις υλικές συνθήκες διαβίωσης του ανηλίκου και να παραγνωρίζει τον βασικό παράγοντα της ορθής ψυχοσωματικής ανάπτυξης του παιδιού.

 

Η βαρύτητα πρέπει να είναι στα στοιχεία που διαμορφώνουν το απαραίτητο, το πρόσφορο περιβάλλον για μία σωστή ψυχοσωματική και ψυχοδιανοητική ανάπτυξη του τέκνου, γιατί, σύμφωνα με τις νεότερες κοινωνικές αντιλήψεις, οι άνετες και υλικές παροχές δεν διαπλάθουν ψυχή, σώμα και νόηση, αλλά κυρίως καταστροφικές επιδράσεις ασκούν στον ανήλικο, ο οποίος έχει ανάγκη, για την ανάπτυξή του γενικά, μιας σωστής διαπαιδαγώγησης και φροντίδας λογικής και όχι της φθοροποιού χλιδής.

 

Ο νόμος παραθέτει αορίστως την προϋπόθεση του συμφέροντος, χωρίς να προσδιορίζει το περιεχόμενό του, αλλ’ ούτε και να ορίζει κριτήρια προσδιορισμού αυτού. Την αόριστη αυτή νομική έννοια, που σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση έχει το δικό της περιεχόμενο, πρέπει να συγκεκριμενοποιήσει το δικαστήριο. Πρέπει για τον σκοπό αυτό να λάβει υπόψη του τις ψυχολογικές, προεχόντως, οικονομικές και ιατρικές πτυχές της υπόθεσης, με γνώμονα τα δεδομένα της σύγχρονης παιδαγωγικής, ψυχολογίας και κοινωνιολογίας. Ακόμη πρέπει, για τον σχηματισμό ασφαλούς κρίσης, να ερευνήσει τις ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το ιστορικό και την επαγγελματική απασχόλησή τους, τη δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, την τυχόν εκτροπή από την ορθή κοινωνική συμπεριφορά και γενικά την ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής μέσα στα πλαίσια της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων.

 

Άλλα κριτήρια: Για τη ρύθμιση της άσκησης της γονικής μέριμνας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ορισμένα κριτήρια, καθοριστικά γι’ αυτήν, όπως η ηλικία, το φύλο, οι ειδικές ανάγκες του τέκνου, οι προσωπικές ιδιότητες των γονέων, η επαγγελματική απασχόλησή τους, οι χρονικές δυνατότητες του κάθε γονέα για την αυτοπρόσωπη άσκηση της γονικής μέριμνας  και η αδυναμία άσκησης της γονικής μέριμνας».

 

Περαιτέρω, για το ίδιο θέμα, παραπομπή γίνεται στο σύγγραμμα του Α. Σ. Γεωργιάδη, "Οικογενειακό Δίκαιο" Β’ Έκδοση, στη σελ. 574 όπου αναφέρονται τα εξής:

 

«Το συμφέρον του τέκνου είναι αόριστη νομική έννοια. Κριτήρια δε για την εξειδίκευση του συμφέροντος του τέκνου είναι η ηλικία του, οι δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και τα αδέλφια του καθώς και τυχών συμφωνίες των γονέων  (βλ. και ΑΚ 1513§2), οι ικανότητες και οι προσωπικές κλίσεις του παιδιού, ο παράγων της ενίσχυσης της προσωπικότητας του (ΑΚ 1518), η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του, οι δυνατότητες αυτοπρόσωπης άσκησης της επιμέλειας του τέκνου, οι δεσμοί του με τρίτα πρόσωπα ή πράγματα, η οικονομική κατάσταση των γονέων σε συνάρτηση με την εξασφάλιση ευνοϊκών συνθηκών διαβίωσης, η ικανότητα προσαρμογής του στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας στο πλαίσιο ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων, η ψυχοσωματική τους υγεία, τα πρότυπα που προβάλλουν οι γονείς κ.α».

 

Όπως ήδη υπέδειξα, το Δικαστήριο οφείλει σύμφωνα με το νόμο να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων, να μην κάνει διακρίσεις με βάση το φύλο, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πεποιθήσεις, την ιθαγένεια, την εθνική ή κοινωνική προέλευση ή την περιουσιακή κατάσταση των γονέων. Οφείλει πάντως να καταλήξει στη ρύθμιση που θα εξυπηρετεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το συμφέρον του τέκνου, αξιολογώντας την καταλληλόλητα των γονέων για την ανάληψη του έργου της καθημερινής φροντίδας, διαπαιδαγώγησης, μόρφωσης, περίθαλψης και παροχής ενός υγιούς και σταθερού περιβάλλοντος διαβίωσης.

 

Στη βάση της αποδεκτής μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, η πλάστιγγα γέρνει υπέρ του καθ’ ου η αίτηση, ο οποίος κρίνεται ως καταλληλότερος γονέας για να του ανατεθεί η φύλαξη και φροντίδα της  ανήλικης Ξ.

 

Ο καθ’ ου η αίτηση, κατά το χρονικό διάστημα που ασκούσε το δικαίωμα επικοινωνίας του και για όσο η ανήλικη βρισκόταν υπό τη φύλαξη του, ενήργησε με ιδιαίτερη επιμέλεια, άσκησε επαρκώς τον γονικό του ρόλο και απέδειξε ότι είναι σε θέση να παρέχει στην ανήλικη άριστες συνθήκες διαβίωσης. Ανταπεξήλθε πλήρως στο γονικό του καθήκον και κρίνεται πιο κατάλληλος από τη αιτήτρια να εξυπηρετεί τις καθημερινές ανάγκες της ανήλικης και να παρέχει σε αυτήν την φροντίδα, την προστασία και τη σταθερότητα συνθηκών ανάπτυξης που χρειάζεται. Εκπλήρωσε με ευσυνειδησία τα καθήκοντα επιμέλειας της ανήλικης και κρίνεται ικανός και κατάλληλος να παρέχει σε αυτήν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, τηρώντας όλους τους κανόνες υγιεινής, σωστής διατροφής και φροντίδας.

 

Είναι σε θέση να παρέχει στην ανήλικη ευκαιρίες κοινωνικοποίησης και εκπαίδευσης, εφόσον κατόπιν δικής του προτροπής και επιμονής, άρχισε η φοίτηση της ανήλικης σε νηπιαγωγείο. Η ενέργεια του να προσφέρει κατ’ οίκον εκπαίδευση στην ανήλικη, ανάλογη με αυτήν που θα ελάμβανε σε νηπιαγωγείο, καταδεικνύει την ωριμότητα και την σοβαρότητα  με την οποία αντιμετωπίζει τα θέματα εκπαίδευσης της ανήλικης. Ως εκ της συμπεριφοράς του, θεωρείται πιο κατάλληλος για την ανάληψη της φύλαξης της ανήλικης, ως έχων την δυνατότητα να επιδράσει ωφέλιμα στη διαπαιδαγώγηση της.

 

Το αντίστοιχο δεν μπορεί να καταλογιστεί στην αιτήτρια, η οποία παραβλέποντας την αδιαμφισβήτητη ανάγκη εκπαίδευσης, τερμάτισε την φοίτηση της ανήλικη, με σκοπό να παρεμποδίσει την παραλαβή της από τον καθ’ ου η αίτηση, βλάπτοντας πρωτίστως το συμφέρον της. Η αιτήτρια, υπέδειξε επιπόλαια και ανεύθυνη συμπεριφορά στην άσκηση του γονικού της ρόλου.

 

Για τα θέματα υγείας της ανήλικης, ο καθ’ ου η αίτηση υπέδειξε υπευθυνότητα, εφόσον είναι ο γονέας που μεριμνούσε για αυτά και την μετέφερε στους γιατρούς, όποτε παρίστατο ανάγκη. Ακολουθούσε πιστά τις οδηγίες τους και φρόντιζε πάντοτε να ενημερώνει την αιτήτρια, η οποία δεν επέδειξε το ανάλογο ενδιαφέρον.

 

Κυρίως δε ο καθ’ ου η αίτηση, κατάφερε εξελικτικά να αποτελεί το κύριο πρόσωπο που ασχολείτο με την φροντίδα της ανήλικης κατά το χρονικό διάστημα που τη φιλοξενούσε, σε αντίθεση με την αιτήτρια, η οποία έχει εναποθέσει τον ρόλο αυτό στους γονείς της. Ο χρόνος που διαθέτει κάθε γονέας για το παιδί του είναι κρίσιμο στοιχείο, σε συνδυασμό πάντα με την ποιότητα της επαφής που μπορεί να προσφέρει στο παιδί. Ο καθ’ ου η αίτηση έχει  ικανοποιητικό διαθέσιμο χρόνο να φροντίζει ο ίδιος την ανήλικη, να την παραλαμβάνει από το σχολείο και να αναλαμβάνει ο ίδιος τις απογευματινές της δραστηριότητες. Το γεγονός αυτό συνυπολογίζεται ανάμεσα σε άλλα κριτήρια, ιδιαίτερα στην υπό κρίση περίπτωση, όπου η αιτήτρια μονομερώς και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του, μετακύλησε την ευθύνη της ανατροφής της ανήλικης στους γονείς της, στερώντας της το δικαίωμα, από  πολύ τρυφερή ηλικία, να απολαμβάνει την φροντίδα του πατέρα της.

 

Αναγνωρίζω ότι είναι πολύ σπάνιο ένας γονέας να μπορεί να αφιερώνει καθημερινά όλο του τον χρόνο στην ανατροφή των παιδιών του, εφόσον παρίσταται ανάγκη εργασίας, προς εξασφάλιση πόρων τη διαβίωση της οικογένειας. Αναγνωρίζω επίσης ότι συνηθίζεται, η απουσία του γονέα να αναπληρώνεται από τρίτα πρόσωπα, πολύ συχνά από στενούς συγγενείς, όπως είναι για παράδειγμα οι παππούδες. Ωστόσο, τα  πρόσωπα αυτά λειτουργούν υποστηρικτικά και συνεπικουρούν τον γονέα. Σε καμία όμως περίπτωση, δεν πρέπει να τον υποκαθιστούν εξ’ ολοκλήρου. Σε αντίθεση με τον καθ’ ου η αίτηση, η αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει τη δυνατότητα αυτοπρόσωπης παρουσίας στην καθημερινή φροντίδα και επιμέλεια της ανήλικης, φροντίδα που εν πάση περιπτώσει, δεν ασκείται ικανοποιητικά από τα πρόσωπα στα οποία την έχει αναθέσει.

 

Πολύ δε περισσότερο, η αιτήτρια, παρά τις επανειλημμένες συστάσεις και υποδείξεις της Λειτουργού και γενικότερα των ΥΚΕ, δεν αντιλήφθηκε την αναγκαιότητα διαφύλαξης της παρουσίας του καθ’ ου η αίτηση στη ζωή της ανήλικης, γεγονός που βλάπτει την ίδια την ανήλικη και παραβιάζει τα δικαιώματα του καθ’ ου η αίτηση, να απολαμβάνει την παρουσία του στη ζωή του παιδιού του και αντίστροφα.

 

Τονίζω περαιτέρω ότι, ο  καθ’ ου η αίτηση απέδειξε εμπράκτως  ότι μεριμνά για την επίλυση θεμάτων που ανακύπτουν σε σχέση με τη συμπεριφορά της ανήλικης, με τρόπο που εξυπηρετεί πρωτίστως το συμφέρον της, εφόσον κατάφερε να οριοθετήσει τη συμπεριφορά της και δεν την χρησιμοποίησε ως δικαιολογία για να την αποξενώσει από τη μητέρα της. Αποτάθηκε σε παιδοψυχολόγο για να λάβει επαγγελματική καθοδήγηση για τον τρόπο χειρισμού της συμπεριφοράς της, ενώ με τις ενέργειες του απέδειξε ότι αντιλαμβάνεται τις αρνητικές επιπτώσεις που επιφέρει στον ψυχικό κόσμο ενός παιδιού η αποξένωση του από τον άλλο γονέα. Αποδέχεται την ανάγκη κάθε παιδιού να μεγαλώνει με την παρουσία και των δύο γονέων στη ζωή του και πιστεύω ότι η ανάθεση της φροντίδας της ανήλικη σε αυτόν, θα λειτουργήσει προς όφελος της και θα τη βοηθήσει να έχει μια υγιή και ισορροπημένη ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη, γεγονός που θα επιδράσει θετικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητας της.

 

Δεν μου διαφεύγει ότι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας που το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη και να σταθμίσει, προτού αποφασίσει οριστικά το θέμα της ανάθεσης της φύλαξης ενός παιδιού, είναι η υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων (status quo). Η ανήλικη από την ημέρα της γέννησης της διαμένει στην οικία των πατρικών παππούδων και φροντίζεται κυρίως από αυτούς, με εξαίρεση τις ημέρες που διανυκτέρευε στην οικία του καθ’ ου η αίτηση και την περίοδο όπου εφαρμόστηκε το πρόγραμμα των 5 ημερών. Έκτοτε ο καθ’ ου η αίτηση έχει αποξενωθεί από την ανήλικη.

 

Ο πατέρας ζητά να του ανατεθεί η φύλαξη της ανήλικης, αίτημα το οποίο εάν εγκριθεί, ανατρέπει πλήρως την υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων. Ένας από τους παράγοντες που συγκαθορίζουν το συμφέρον του τέκνου, είναι η σταθερότητα και η αποφυγή μεταβολών στη ζωή του.

 

Γενικά, τα Δικαστήρια είναι απρόθυμα να διαταράξουν την υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων, αν αυτή είναι ικανοποιητική. Η διαμονή του παιδιού με συγκεκριμένο γονέα για σειρά ετών, προσδίδει προτεραιότητα στον γονέα αυτό, εκτός εάν κρίνεται από το Δικαστήριο ακατάλληλος (Re A (A Minor) [1991] F.L.R. 399). Η αρχή αυτή εφαρμόστηκε στην υπόθεση Stylianou v. Stylianou (1988) 1 CLR 520 (βλ. Π.Ε. v. K.R.U, ανωτέρω). Παρατηρείται δηλαδή,  μια εγγενής προδιάθεση υπέρ της υφιστάμενης κατάστασης, στο βαθμό όμως που αυτή εμφανίζεται ευμενής και λειτουργεί υπέρ του συμφέροντος του τέκνου.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, κάτι τέτοιο δεν υφίσταται. Αντίθετα, στην βάση των όσων αναφέρονται εκτενώς ανωτέρω, κρίνω ότι το συμφέρον της ανήλικης επιβάλλει όπως μεταβληθεί η υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων, με τρόπο που να διασφαλίζει την ευημερία της. Το συμφέρον του τέκνου δεν είναι στατικό αλλά μεταβάλλεται συνεχώς καθώς αυτό μεγαλώνει και η απόφαση του Δικαστηρίου απαιτείται να αποβλέπει και στο πως αυτό εξυπηρετείται καλύτερα μακροπρόθεσμα. Αναμφίβολα, η καθημερινότητα της ανήλικης όπως την γνώριζε μέχρι σήμερα θα διαταραχθεί και ενδέχεται να βιώσει προσωρινά μια στρεσογόνα κατάσταση. Ωστόσο, κρίνω ότι η αλλαγή αυτή εξυπηρετεί πλήρως τα συμφέροντα της, εφόσον η συνέχιση της υφιστάμενης κατάστασης κρίνεται επισφαλής γι’ αυτήν.

 

Αντιλαμβανόμενη πλήρως την ανάγκη διατήρησης δεσμών της ανήλικης με την μητέρα της και αποδεχόμενη τα αισθήματα αγάπης που τρέφει για αυτήν, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν έχουν αμφισβητηθεί, κρίνω ότι είναι υψίστης σημασίας για την ορθή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη της ανήλικης, η αιτήτρια να συνεχίσει να αποτελεί μέρος της ζωής της. Με την παρούσα απόφαση επιβάλλεται να ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας της αιτήτριας με την ανήλικη.

 

Όπως αναφέρεται  στο σύγγραμμα Οικογενειακό  Δίκαιο,  Απόστολου Γεωργιάδη σελ. 592:

 

«Μάλιστα, ορθώς γίνεται δεκτό, παρά τον αυτοτελή χαρακτήρα  του δικαιώματος  επικοινωνίας, ότι σε  δίκη για τη ρύθμιση  της γονικής μέριμνας το δικαστήριο μπορεί να ρυθμίσει  και το ζήτημα της επικοινωνίας γονέα και  τέκνου, ακόμη και αν δεν έχει υποβληθεί  σχετικό αίτημα, αφού αυτό σαφώς επιβάλλεται από το συμφέρον του τέκνου.»

 

Προτού αφήσω την απόφαση μου, θα ήθελα να προτρέψω τους διαδίκους, έστω και στο στάδιο αυτό να παραμερίσουν τα όποια αρνητικά αισθήματα τρέφει ο ένας για τον άλλο και να εξεύρουν κοινό δίαυλο επικοινωνίας για το καλό του παιδιού τους.

 

Παραθέτω, προς τούτο, ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, από την απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου,  Μαρία Μαυρονικόλα ν. Άντη Ξάνθου (2011) 1 Α.Α.Δ. 293, όπου λέχθηκαν τα πιο κάτω:

 

«Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι γονείς έχουν συλλογική ευθύνη για την, όσο το δυνατό, πιο ομαλή ανάπτυξη των οικογενειακών δεσμών και ταυτοχρόνως αυξημένη υποχρέωση απάλειψης ή μείωσης των τραυματικών επιπτώσεων ενός διαζυγίου στα παιδιά τους.  Η καταφυγή σε αντιμετώπιση των όποιων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων με, «εμπορικούς όρους» σαφώς δεν οδηγεί σε επίτευξη του πιο πάνω στόχους.» 

 

Θα ήθελα δε να υπενθυμίσω όσα λέχθηκαν από το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο στην υπόθεση Φ. Κατσούρη ν. Μ. Χατζηνικόλα (2010) 1 ΑΑΔ, 1634:

 

«Η αντιπαράθεση των γονέων και η αντιπαλότητα τους μέσα από δικαστικές διαδικασίες αντιστρατεύεται στα συμφέροντα και την ευημερία των ανηλίκων τέκνων τους».

 

Στην βάση όλων όσων έχουν ανωτέρω αναφερθεί και με πρωταρχικό μέλημα του Δικαστηρίου την διασφάλιση του συμφέροντος της ανήλικης Ξ., η Εναρκτήρια Αίτηση απορρίπτεται. Στα πλαίσια της Ανταπαίτησης εκδίδονται τα ακόλουθα  διατάγματα:

 

1.    Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο ανατίθεται στον αιτητή στην Ανταπαίτηση, η φύλαξη και φροντίδα της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων Ξ.

 

2.    Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο καθορίζεται ότι οι υπόλοιπες πτυχές της γονικής μέριμνας της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων Ξ. θα ασκούνται από κοινού από τους διαδίκους.

 

3.    Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο καθορίζεται ως τόπος διαμονής της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων Ξ., ο εκάστοτε τόπος διαμονής του αιτητή στην Ανταπαίτηση, εντός της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου.

 

4.    Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο διατάσσεται η καθ’ ης η αίτηση στην Ανταπαίτηση, όπως εντός 72 ωρών από την επίδοση του παρόντος διατάγματος σε αυτήν, παραδώσει την ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων  Ξ., στον αιτητή στην Ανταπαίτηση, στην κατοικία του.

 

5.    Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο ρυθμίζεται το δικαίωμα επικοινωνίας της καθ’ ης η αίτηση στην Ανταπαίτηση, με την ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων Ξ., ως ακολούθως:

 

(α) Tην πρώτη βδομάδα έκαστου μηνός, Τρίτη από η ώρα 1:05 μ.μ. ή την ώρα που    η ανήλικη σχολνάει από το σχολείο στο οποίο φοιτά, έως την Τετάρτη η ώρα 7:30 π.μ., όπου θα παραδίδει την ανήλικη στο σχολείο στο οποίο φοιτά και Σάββατο, από η ώρα 10.00 π.μ. μέχρι τη Δευτέρα, η ώρα 7:30 π.μ., όπου θα παραδίδει την ανήλικη στο σχολείο στο οποίο φοιτά.

 

     Τη δεύτερη εβδομάδα εκάστου μηνός, Τρίτη από η ώρα 1:05 μ.μ. ή την ώρα που η ανήλικη σχολνάει από το σχολείο στο οποίο φοιτά, έως την Τετάρτη η ώρα 7:30 π.μ., όπου θα  παραδίδει την ανήλικη στο σχολείο στο οποίο φοιτά και Παρασκευή, από η ώρα 1:05 μ.μ ή την ώρα που η ανήλικη σχολνάει από το σχολείο στο οποίο φοιτά, μέχρι τις 8:30 μ.μ. της ίδιας ημέρας.

 

Το πιο πάνω πρόγραμμα θα επαναλαμβάνεται ανά δεκαπενθήμερο.

 

(β) Κατά τις εορτές των Χριστουγέννων κάθε έτους, από η ώρα 10:00 π.μ. της  24ης   Δεκεμβρίου, έως η ώρα 7:30 μ.μ. της 29ης  Δεκεμβρίου (α΄ περίοδος)  ή από η ώρα  10:00 π.μ. της 30ης  Δεκεμβρίου έως η ώρα 7:30 μ.μ. της 4ης Ιανουαρίου (β΄ περίοδος).

 

Κατά τις εορτές των Χριστουγέννων του 2022, η καθ’ ης η αίτηση στην Ανταπαίτηση θα ασκήσει το δικαίωμα της την α΄ περίοδο και ούτω καθ’ εξής και εναλλάξ από χρόνο σε χρόνο. 

 

(γ)  Την περίοδο των εορτών του Πάσχα, από η ώρα 3:00 μ.μ. της Μεγάλης Τρίτης έως η ώρα 7:30μ.μ. της Κυριακής του Πάσχα (α΄ περίοδος) ή από η ώρα 7:30 μ.μ. της Κυριακής του Πάσχα έως η ώρα 7:30 μ.μ. της Παρασκευή της Διακαινησίμου (β΄ περίοδος).

 

Κατά τις εορτές του Πάσχα του 2023, η  καθ’ ης η αίτηση στην Ανταπαίτηση, θα ασκήσει το δικαίωμα της την β΄ περίοδο και ούτω καθ’ εξής και εναλλάξ από χρόνο σε χρόνο. 

 

(δ) Κατά την διάρκεια των θερινών διακοπών κάθε έτους, από η ώρα 10.00π.μ. της 7ης  Αυγούστου έως η ώρα 7:30 μ.μ. της 17ης Αυγούστου ή από η ώρα 10:00 π.μ. της 18ης  Αυγούστου έως η ώρα 7:30 μ.μ. της 28ης Αυγούστου.

 

Κατά την διάρκεια των θερινών διακοπών του 2022, η καθ’ ης η αίτηση στην Ανταπαίτηση θα ασκήσει το δικαίωμα της την α΄ περίοδο και ούτω καθ’ εξής και εναλλάξ από χρόνο σε χρόνο.

 

Νοείται ότι κατά τις περιόδους των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, του Πάσχα και των καλοκαιρινών διακοπών που η καθ’ ης η αίτηση στην Ανταπαίτηση θα έχει δικαίωμα επικοινωνίας με την ανήλικη την μία περίοδο, ο αιτητής στην Ανταπαίτηση θα έχει αντίστοιχο δικαίωμα επικοινωνίας με την ανήλικη την άλλη περίοδο και το δικαίωμα επικοινωνίας της καθ’ ης η αίτηση στην Ανταπαίτηση, αναφορικά με τις καθημερινές και τα Σαββατοκύριακα για εκείνη την περίοδο θα αναστέλλεται.

 

Ο αιτητής στην Ανταπαίτηση ΔΙΑΤΑΣΣΕΤΑΙ να παραδίδει στην και να παραλαμβάνει από την καθ’ ης η αίτηση στην Ανταπαίτηση στον τόπο διαμονής του την ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων, τις ημέρες και ώρες, όπως πιο πάνω αναφέρεται, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που προνοείται διαφορετικά, οπότε η ανήλικη θα παραδίδεται στο σχολείο στο οποίο φοιτά και θα παραλαμβάνεται από το σχολείο στο οποίο φοιτά.

 

Η καθ’ ης η αίτηση στην Ανταπαίτηση, ΔΙΑΤΑΣΣΕΤΑΙ να παραλαμβάνει από και να παραδίδει στον αιτητή στην Ανταπαίτηση στον τόπο διαμονής του την ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων, τις ημέρες και ώρες, όπως πιο πάνω αναφέρεται, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που προνοείται διαφορετικά, οπότε η ανήλικη θα παραλαμβάνεται από το σχολείο στο οποίο φοιτά και θα παραδίδεται στο σχολείο στο οποίο φοιτά.

 

 

 

Δίδονται οδηγίες στη Διευθύντρια του Γραφείου Ευημερίας όπως παρακολουθήσει την περίπτωση και παράσχει κάθε δυνατή κατά την κρίση της βοήθεια για όσο χρονικό διάστημα κρίνει απαραίτητο.

 

Ακολουθώντας το αποτέλεσμα της υπόθεσης, τα έξοδα της Εναρκτήριας Αίτησης και της Ανταπαίτησης επιδικάζονται υπέρ του καθ’ ου η αίτηση/αιτητή στην Ανταπαίτηση και εναντίον της αιτήτριας/καθ’ ης η αίτηση στην Ανταπαίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Λόγω του ότι Αίτηση και Ανταπαίτηση ακούσθηκαν μαζί, να υπολογιστεί ένα σετ εξόδων.

 

 

 

 (Υπ.)…………………….

Σ. Νεοφύτου, Δ

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο