ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Δικαιοδοσία Γονικής Μέριμνας
Ενώπιον: Μ. Τσαγγαρίδη, Προέδρου
Αρ. Αίτησης:81/2022
Μεταξύ:
Λ.Γ.
Αιτήτρια
και
Χ.Χ
Καθ’ ου η αίτηση
-----------------------------
Μονομερής Αίτηση ημερ.22.3.22
Ημερομηνία: 20 Μαΐου 2022
Εμφανίσεις:
Για την Αιτήτρια: κ. Λ. Χατζηδημητρίου
Για τον Καθ’ ου η Αίτηση: κα M. Μιχαήλ για Γ. Βασιλείου
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Η αιτήτρια, στις 22.3.22, καταχώρησε την πιο πάνω μονομερή αίτηση με την οποία αιτείται:
«Προσωρινό διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς της παραγράφου 3 του διατάγματος του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 28.9.21 που εκδόθηκε στην αίτηση γονικής μέριμνας με αριθμό 50/21 μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση της κυρίως αίτησης και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου».
Το Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο της πιο πάνω μονομερούς αιτήσεως, εξέδωσε προσωρινό διάταγμα ως η πιο πάνω μονομερής αίτηση.
Το προσωρινό διάταγμα, επιδόθηκε στον καθ’ου η αίτηση, ο οποίος καταχώρησε ένσταση.
Οι λόγοι της ένστασης είναι:
«1. Η αιτήτρια δεν παρουσίασε τέτοιους λόγους που να δικαιολογούν την έκδοση προσωρινού διατάγματος με τη παρούσα αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/60 και το άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6.
2. Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Νόμου και της Νομολογίας για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων.
3. Επί σκοπώ εξασφάλισης του προσωρινού διατάγματος ημερ.24.3.22 η αιτήτρια απέκρυψε από το Δικαστήριο την αλήθεια και/ή παραποίησε την αλήθεια και/ή παρουσίασε ψευδή στοιχεία και/ή δεν προσήλθε με καθαρά χέρια ενώπιον του Δικαστηρίου.
4. Το στοιχείο του κατεπείγοντος δεν είχε αποδειχτεί και/ή δεν υπήρχε και το διάταγμα ημερ.24.3.22 δεν έπρεπε να εκδοθεί χωρίς να ακουστεί ο καθ’ου η αίτηση.
5. Το καλώς νοούμενο συμφέρον των ανήλικων τέκνων των διαδίκων επιβάλει όπως το διάταγμα ημερ.24.3.22 ακυρωθεί και διατηρηθούν οι πρόνοιες του διατάγματος ημερ.28.9.21 στην αίτηση υπ’ αριθμό 50/21.
6. Ουδεμία ανεπανόρθωτη ζημία θα προκληθεί στην αιτήτρια από την ακύρωση του διατάγματος ημερ.24.3.22. Τέτοιος ισχυρισμός δεν στοιχειοθετείται. Αντίθετα ο καθ’ου η αίτηση θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημία από τη διατήρηση του διατάγματος σε ισχύ.
7. Η αιτήτρια δεν έχει επιδείξει καλό λόγο και δεν έχει καλό λόγο για τον οποίο να δικαιούται όπως το Δικαστήριο ασκήσει την διακριτική του ευχέρεια προς όφελος της, αντίθετα το ισοζύγιο της ευχέρειας συνηγορεί στην απόρριψη της αίτησης και ακύρωση του διατάγματος ημερ.24.3.22.
8. Το διάταγμα ημερ.24.3.22 είναι δραστικό και δημιουργεί ανεπιεική και άδικα αποτελέσματα και στερεί χωρίς ουσιαστική αιτιολογία βασικά και θεμελιώδη δικαιώματα του καθ’ου η αίτηση.
9. Υπήρξε καθυστέρηση από την αιτήτρια να αιτηθεί τα διατάγματα, καθυστέρηση η οποία ουδόλως δικαιολογείται».
Τόσο η μονομερής αίτηση όσο και η ένσταση, υποστηρίζονται, αντίστοιχα, με τις ένορκες δηλώσεις των διαδίκων.
Με βάση αυτές, οι διάδικοι ήσαν σύζυγοι, από τον Μάιο του 2011 μέχρι και τον Οκτώβριο του 2021, που ο γάμος λύθηκε με διάταγμα του Δικαστηρίου.
Από το γάμο τους οι διάδικοι έχουν αποκτήσει δύο (2) παιδιά, τον Σ. που γεννήθηκε στις 17.5.10 και τον Λ. που γεννήθηκε στις 22.6.15.
Στις 28.9.21, εκδόθηκε, στην αίτηση αρ.50/21 εκ συμφώνου διάταγμα με το οποίο ανατέθηκε στην αιτήτρια η φύλαξη και φροντίδα των παιδιών και καθορίστηκε ως τόπος διαμονής τους, ο τόπος διαμονής της αιτήτριας εντός της επαρχίας Λευκωσίας. Παράλληλα ρυθμίστηκε και το δικαίωμα επικοινωνίας του καθ’ου η αίτηση με τα παιδιά τους (Τεκμήριο 1 στην αίτηση).
Η αιτήτρια, στην ένορκη δήλωση της, ισχυρίζεται ότι η διάσταση στις σχέσεις τους επήλθε το Δεκέμβριο του 2020 με την αποχώριση του καθ’ου η αίτηση από την οικογενειακή στέγη. Η συμβίωση της μαζί του δεν ήταν ποτέ καλή και ένας από τους λόγους που κλονίστηκε ο γάμος τους ήταν επειδή ο καθ’ου η αίτηση, σε συχνά χρονικά διαστήματα και κάποτε χωρίς καν αφορμή φώναζε και ύβριζε μέσα στο σπίτι τόσο την ίδια όσο και τα παιδιά τους, με αποτέλεσμα να υπάρχει πάντα ένα κλίμα τρομοκρατίας, ψυχικής πίεσης και φόβου να εκφραστούν τόσο η ίδια όσο και ο Σ., ο Λ. ήταν ακόμη πολύ μικρός.
Ανά διαστήματα τα παιδιά έδειχναν ότι φοβούνταν τον καθ’ου η αίτηση, ο δε Σ. που είναι 12 ετών δεν του αρέσει να της εκμυστηρεύεται τι γίνεται με τον πατέρα του, διότι όπως λέει συχνά φοβόταν ότι μετά θα θυμώσει ο πατέρας του και θα του φώναζε όπως και έκανε πριν τη διάσταση. Πριν λίγες ημέρες ενώ ο Σ. ήταν μέσα στο αυτοκίνητο με τον καθ’ου η αίτηση ενεργήθηκε δύο φορές, δεν της έλεγε το λόγο αλλά η ίδια είναι σίγουρη πως κάτι έγινε και το παιδί τρομοκρατήθηκε από τον καθ’ου η αίτηση.
Το παιδί τους ο Λ. που είναι σήμερα 7 χρονών, κάποτε παθαίνει κρίσεις και δεν μπορεί να μιλήσει καλά και τραυλίζει, πολλές φορές ενώ ήταν σπίτι και ήταν όλα καλά έπεφτε στον καναπέ και φώναζε ότι δεν ήταν καλά, έκανε εμετούς και κατέληγαν στο Μακάριο Νοσοκομείο. Πιο παλιά τον πήρε και έκανε εγκεφαλογράφημα στο American Heart Institute λόγω ανησυχίας της ότι είχε κάποιο ιατρικό εγκεφαλικό θέμα, αλλά οι εξετάσεις του ήταν καθαρές. Μετά την εξέταση αυτή στο πιο πάνω νοσοκομειακό ίδρυμα τους παρέπεμψαν σε παιδοψυχολόγο για να εξετάσει τον Λ. Ο παιδοψυχίατρος που εξέτασε τον Λ., που ήταν πολύ μικρός τότε αφού φορούσε και πανί, τους είπε ότι δεν έχει οποιοδήποτε ψυχιατρικό πρόβλημα.
Πριν από 1½ έτος περίπου, την κάλεσαν στο νηπιαγωγείο στο οποίο φοιτούσε ο Λ. για να της πουν ότι εντελώς ξαφνικά ο Λ. δεν μπορούσε να μιλήσει και τραύλιζε, η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε για ένα περίπου μήνα και ο Λ. αρνιόταν πεισματικά να εκφραστεί και να πει τι είχε.
Το καλοκαίρι του 2021, μια ημέρα που ο Λ. επέστρεψε από την επικοινωνία με τον καθ’ου η αίτηση είχε μώλωπες πάνω στο σώμα του. Μόλις επέστρεψε πήγε στον καναπέ και έκλαιγε λέγοντας ότι δεν ήταν καλά. Αμέσως η ίδια επικοινώνησε με την παιδίατρο και τον πήρε την ίδια ημέρα για εξέταση. Η παιδίατρος δεν μπορούσε να καταλάβει πώς προκλήθηκαν οι μώλωπες αυτοί και της είπε ότι το παιδί πρέπει να εξεταστεί από παιδοψυχολόγο και ίσως χρειαστεί να τον δει και παιδοψυχίατρος, της έδωσε παραπεμπτικό για παιδοψυχολόγο, η οποία παιδοψυχολόγος παρακολουθεί τον Λ. εδώ και περίπου επτά μήνες. Πρόκειται για την Μ.Ι την οποία εντόπισε μέσω του ΓΕΣΥ.
Πριν λίγες ημέρες ενώ ήσαν στο σπίτι, ο Λ. ξαφνικά άρχισε να φωνάζει ενώ καθόταν στον καναπέ ότι φοβάτε ότι κάποιος θα του κάνει κακό και τον ρώτησε ποιόν φοβόταν, αλλά ο ίδιος αρνιόταν να πει οτιδήποτε.
Την Τετάρτη, 9.3.22, εντελώς ξαφνικά ο Λ. της είπε ότι ο καθ’ου η αίτηση τον σπρώχνει με πολύ δύναμη και ότι δεν αντέχει άλλο, και όταν τον σπρώχνει ο καθ’ου η αίτηση νοιώθει μεγάλη λύπη και φόβο. Αμέσως επικοινώνησε με την παιδοψυχολόγο και λόγω του επείγοντος της κατάστασης η παιδοψυχολόγος της είπε ότι ήθελε να μιλήσει με τον Λ. το συντομότερο δυνατό και έτσι διευθετήθηκε την επόμενη ημέρα τηλεδιάσκεψη μεταξύ του Λ. και της ιατρού, ενώ κανονικά θα τον συναντούσε το Σάββατο. Ο Λ. είπε στην παιδοψυχολόγο ότι ο καθ’ου η αίτηση τον κτυπάει πολύ και δεν αντέχει άλλο και ότι δεν θέλει να πάει ξανά στον πατέρα του. Η παιδοψυχολόγος του εξήγησε ότι αυτό που λέει είναι πάρα πολύ σοβαρό και ότι θα πρέπει να το πει στην αστυνομία κάτι το οποίο το παιδί αποδέχτηκε. Η παιδοψυχολόγος τον ρώτησε αν προτιμούσε να μιλήσει με άντρα ή γυναίκα αστυνομικό και ο Λ. απάντησε ότι προτιμούσε άντρα. Μετά την τηλεδιάσκεψη και συγκεκριμένα την επόμενη ημέρα η παιδοψυχολόγος της έστειλε μήνυμα στο κινητό, ρωτώντας την αν η ίδια γνώριζε ότι ο καθ’ου η αίτηση κτυπά τον Λ., και ότι ο Λ. δεν αντέχει άλλο. Η ίδια πρώτη φορά άκουε αυτό το πράγμα. Η παιδοψυχολόγος της είπε ότι πρέπει να πάει άμεσα στην αστυνομία και να σεβαστούν την επιθυμία του Λ., να μιλήσει σε άντρα και όχι γυναίκα αστυνομικό (Τεκμήριο 2).
Την επόμενη ημέρα, Παρασκευή 11.3.22, μετέβηκε στην αστυνομία και κατήγγειλε όσα έμαθε την προηγούμενη ημέρα και διευθετήθηκε όπως τη Δευτέρα το πρωί 14.3.22, ληφθεί οπτικογραφημένη κατάθεση από τους ανηλίκους, όπως και έγινε (Τεκμήριο 3). Η ίδια δεν ήταν παρούσα όταν έδιδαν την κατάθεση τα παιδιά και συνεπώς δεν γνωρίζει τι ακριβώς είπαν στην αστυνομία.
Ενώ η ίδια ανέμενε ότι η αστυνομία θα λάμβανε μέτρα, διότι έτσι νόμιζε ότι ήταν η διαδικασία, την Πέμπτη 17.3.22 της εξηγήθηκε, από ανώτερο αστυνόμο του Αρχηγείου Αστυνομίας, ότι για να μην μπορεί ο καθ’ου η αίτηση να έχει επικοινωνία με τα παιδιά, τουλάχιστον μέχρι τη διερεύνηση της καταγγελίας, θα πρέπει η ίδια να προσφύγει δικαστικά.
Την ίδια ημέρα, δηλαδή την Πέμπτη, 17.3.22 το απόγευμα, δέχθηκε τηλεφώνημα από τη δασκάλα του Λ. στο δημοτικό, η οποία της είπε ότι ενώ έκαναν μάθημα θρησκευτικών το πρωί και τους μιλούσε για οικογένειες, ο Λ. είπε στην τάξη ότι ο πατέρας του τον κτυπά πολύ και δυνατά. Η δασκάλα την πληροφόρησε ότι αυτό ήταν πολύ σοβαρό και ότι η ίδια η δασκάλα ήταν υπόχρεη να το αναφέρει στη διευθύντρια, πράγμα το οποίο είχε ήδη κάνει. Απ’ ό,τι η ίδια πληροφορήθηκε, το σχολείο είχε στείλει επιστολή στο Γραφείο Ευημερίας ενημερώνοντας για το θέμα.
Τις τελευταίες ημέρες, ο καθ’ου η αίτηση επικοινωνεί μαζί της και θέλει να έχει τα παιδιά, όμως η ίδια δεν μπορεί να επιτρέψει να έχει οποιαδήποτε επικοινωνία με τα παιδιά μόνος του. Η μοναδική επικοινωνία που είχε με τα παιδιά από την ημέρα που έδωσαν την οπτικογραφημένη κατάθεση, ήταν για περίπου δύο ώρες την Τετάρτη απόγευμα 16.3.22, επειδή ο καθ’ου η αίτηση πήγε και πήρε τα παιδιά από το σχολείο τους και τα είχε μαζί του μέχρι την ώρα που η ίδια επέστρεψε από την εργασία της. Το Σάββατο, 19.3.22, ο καθ’ου η αίτηση θα έπρεπε να έχει επικοινωνία με διανυκτέρευση με τα παιδιά, η ίδια του είπε μετά από όλα όσα έγιναν, δεν μπορούσε να το επιτρέψει να δει τα παιδιά και ο καθ’ου η αίτηση την κατήγγειλε στην αστυνομία, η οποία επικοινώνησε μαζί της το Σάββατο ενημερώνοντας την για την καταγγελία.
Ο καθ’ου η αίτηση επικοινώνησε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο με την προηγούμενη δικηγόρο της, (Τεκμήριο 4), ισχυριζόμενος ότι η ίδια προέβηκε σε παραβίαση του διατάγματος επικοινωνίας και απειλώντας για λήψη επιπρόσθετων, πέραν της καταγγελίας στην αστυνομία, μέτρων.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι με όσα τους αποκάλυψε ο Λ. πριν λίγες ημέρες, κατά την άποψη της, δικαιολογούνταν οι κρίσεις πανικού που είχε το παιδί, αφού εντελώς ξαφνικά σταματούσε να μιλά και τραύλιζε και τις νύκτες πήγαιναν στο Μακάριο Νοσοκομείο και τούτο γιατί διακατείχετο το παιδί από φοβίες και ανασφάλειες και δεν εκφραζόταν.
Τόσο ο Λ. όσο και ο Σ. ο οποίος αντιλαμβάνεται όλα όσα συμβαίνουν στο σπίτι λόγω και της ηλικίας του, τις δηλώνουν συνεχώς ότι δεν θέλουν να πάνε ξανά σπίτι του πατέρα τους. Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η έκδοση του διατάγματος είναι κατεπείγουσα, επειδή ο καθ’ου η αίτηση ξεκίνησε να την πιέζει και να απειλεί ότι την Τετάρτη, 23.3.22 θα πάει να παραλάβει ο ίδιος τα ανήλικα από το σχολείο και ότι η ίδια δεν θα μπορεί να είναι παρούσα γιατί εργάζεται, μέχρι η ώρα 15.00, καθημερινά.
Η μη έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων, θα είχε ως συνέπεια τόσο ο Λ. όσο και ο Σ. να υποστούν ανεπανόρθωτες, τουλάχιστον, ψυχικές ζημιές, η ίδια δεν έχει καμιά πρόθεση ούτε θέλει να στερήσει στα ανήλικα να έχουν επικοινωνία με τον πατέρα τους, αν η Αστυνομία και το Γραφείο Ευημερίας ολοκληρώσουν τις έρευνες τους και αποφασίσουν ότι τα παιδιά δεν διατρέχουν κανένα κίνδυνο.
Επίσης δεν έχει καμιά ένσταση τα παιδιά και ο καθ’ου η αίτηση να περνούν χρόνο μαζί του στο Γραφείο Ευημερίας, παρουσία λειτουργού.
Ο καθ ΄ου η αίτηση, στην ένορκη του δήλωση αποδίδει τη διάσταση των διαδίκων που επήλθε τον Δεκέμβριο του 2020, στην οξύθυμη, αυταρχική και εμμονική συμπεριφορά της αιτήτριας και στα ξεσπάσματα ζήλιας της.
Από τη διάσταση τους και δη από τον Δεκέμβριο του 2020, ασκεί αδιάληπτα διευρυμένη επικοινωνία με τα παιδιά του βάσει του διατάγματος του Δικαστηρίου ημερ. 28/9/2021, (Τεκμήριο 1). Περαιτέρω, όπως αναφέρει, στις 18/5/2021 εκδόθηκε διάταγμα, με το οποίο καταβάλλει το ποσό των €500 μηνιαίως για τη διατροφή και συντήρηση των παιδιών του.
Με τα παιδιά του διατηρεί μία ξεχωριστή και αναλλοίωτη από τη διάσταση σχέση, λόγω της καθημερινής επαφής που έχει με τα παιδιά του και των προσπαθειών που καταβάλλει να είναι ουσιαστικά δίπλα τους και να συμμετέχει έμπρακτα στο μεγάλωμα τους. Υπάρχει μεταξύ τους αγάπη, άριστη επικοινωνία, νοιάξιμο, όπως λέει, κατανόηση και τρυφερότητα. Τα παιδιά αναζητούν την επικοινωνία μαζί του και σε ημέρες και ώρες που δεν προβλέπονται από το διάταγμα, και προς τούτο επισυνάπτει, ως Τεκμήριο 2, γραπτό μήνυμα που στάλθηκε στις 10/1/2022 από την αιτήτρια προς τον ίδιο και από το οποίο μήνυμα φαίνεται ότι ο Λ. ήθελε να κοιμηθεί στο σπίτι του το βράδυ, όπως και έγινε.
Από τη διάσταση και μετέπειτα, διατηρεί με την αιτήτρια επικοινωνία που αφορά τα παιδιά τους και η Αιτήτρια γνωρίζει ότι όταν χρειαστεί οποιαδήποτε βοήθεια, είτε για οδική μεταφορά των παιδιών στο σχολείο και στα φροντιστήρια, είτε για φύλαξη τους σε ώρες εκτός τους διατάγματος, είτε για να αγοράσει οτιδήποτε χρειάζεται για τα παιδιά τους, είναι πάντοτε στη διάθεση της και επισυνάπτει προς τούτο, ως Τεκμήριο 3, σχετικά μηνύματα.
Ο καθ΄ ου η αίτηση αρνείται όλους τους ισχυρισμούς της αιτήτριας που περιέχονται στις παρ. 5 έως 35 της ένορκης δήλωση της, τους οποίους χαρακτηρίζει ως ψευδείς, κατασκευασμένους και ανυπόστατους, με σκοπό την παραπλάνηση του Δικαστηρίου, για να πετύχει η ίδια αλλότριους και εκδικητικούς σκοπούς, οι οποίοι δεν είναι άλλοι από το να του στερήσει τα παιδιά τους αψηφώντας το συμφέρον τους.
Τα πραγματικά γεγονότα για τον Καθ΄ ου η αίτηση έχουν ως ακολούθως:
Από τις αρχές του Φεβρουαρίου, παρατήρησε μία αλλαγή συμπεριφοράς της αιτήτριας απέναντι του, η οποία ήταν απότομη και νευρική όταν έπρεπε να επικοινωνήσουν για θέματα που αφορούσαν τα παιδιά τους. Η πιο πάνω συμπεριφορά της αιτήτριας άρχισε να εκδηλώνεται από τη στιγμή που οι δικηγόροι του έστειλαν για πρώτη φορά επιστολή ημερ. 31/1/2022 προς τον προηγούμενο δικηγόρο της αιτήτριας και η οποία επιστολή περιλάμβανε την πρόταση του για την επίλυση των περιουσιακών τους διαφορών (Τεκμήριο 4). Όταν η αίτητρια έλαβε γνώση αυτής της επιστολής, (Τεκμήριο 4), του ανέφερε χαρακτηριστικά «έχεις θράσος να ζητάς χρήματα από εμένα, θα δεις τι θα σου κάνω, θα σε πατήσω μες τον λαιμό».
Περί τα μέσα Φεβρουαρίου του 2022, το παιδί τους, ο Λ., νόσησε με κορωνοϊό, με αποτέλεσμα να μην ασκήσει επικοινωνία με τα παιδιά του για διάστημα 15 ημερών, διότι στο μεσοδιάστημα νόσησε και η Αιτήτρια.
Στις 8/3/2022, διαδραματίστηκε το πιο κάτω γεγονός, το οποίο τον προβλημάτισε ιδιαίτερα. Όταν έφθασε στο δημοτικό σχολείο για να αφήσει τα παιδιά, ο Λ. δεν ήθελε να κατεβεί από το αυτοκίνητο, διότι όπως του είπε πονούσε το μάτι του και μόλις έφυγαν, του είπε το παιδί να πάνε να κάνουν ποδήλατο και να πετάξουν χαρταετό. Ρώτησε το παιδί αν είναι αυτός ο λόγος που δεν ήθελε να πάει σχολείο ή αν πράγματι πονάει το μάτι του. Του απάντησε ότι είναι για να κάνουν ποδήλατο, να πετάξουν χαρταετό, αλλά και ότι πονάει το μάτι του. Του εξήγησε ότι μπορούσαν να κάνουν ποδήλατο και να πετάξουν χαρταετό οποιαδήποτε ημέρα ήθελε και ότι το παιδί έδωσε μία απάντηση που τον αιφνιδίασε, ότι δηλαδή η μάμα δεν θα τον αφήσει να έρθει. Τον ρώτησε τι είναι αυτά που λέει και το παιδί του απάντησε ότι «η μαμά λέει ότι δεν είσαι καλός και να μη σε βλέπουμε».
Την Παρασκευή, 18/3/2022, έστειλε μήνυμα στην αιτήτρια το πρωί για να την ενημερώσει ότι θα παραλάβει τα παιδιά από το σχολείο, όπως προβλέπει το πρόγραμμα επικοινωνίας και αυτή του απάντησε να μην πάει, γιατί είχε άδεια από την εργασία της και της απάντησε ότι θα παραλάβει τα παιδιά την επόμενη ημέρα, το Σάββατο 19/3/2022. Η αιτήτρια του απάντησε ότι κανόνισε κάτι και δεν θα του τα δώσει. Ακολούθως, του ανέφερε ότι δεν πρόκειται να του δώσει τα παιδιά, χωρίς να του αιτιολογήσει αυτή της την απόφαση.
Επειδή δεν κατάλαβε τι ακριβώς εννοούσε η αιτήτρια, επικοινώνησε με τον δικηγόρο του, ο οποίος τον συμβούλευσε να προβεί σε σχετική καταγγελία στον αρμόδιο αστυνομικό σταθμό, για παραβίαση του διατάγματος επικοινωνίας. Ο αρμόδιος αστυνομικός, τηλεφώνησε στην αιτήτρια και την προέτρεψε να του επιτρέψει να δει τα παιδιά όπως προβλέπει το διάταγμα επικοινωνίας.
Στις 21/3/2022, έστειλε γραπτό μήνυμα στην αιτήτρια και της ανέφερε ότι οι ημέρες που δεν εργάζεται και μπορεί να πάρει τα παιδιά είναι στις 23/3/2022 και στις 24/3/2022 και ότι την Παρασκευή θα τα έπαιρνε για διανυκτέρευση και η Αιτήτρια του απάντησε γραπτώς ότι «δεν θα τα πάρεις».
Στις 21/3/2022, σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τα παιδιά, ρώτησε τον επτάχρονο Λ., αν τον πεθύμησε και το παιδί απάντησε αυθόρμητα «ναι», το οποίο μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα διόρθωσε, απαντώντας «όχι», διότι όπως φαίνεται η αιτήτρια ήταν εκεί, αφού το παιδί μιλούσε από το τηλέφωνο της. Δεν το σχολίασε, διότι δεν ήθελε να φέρει σε δύσκολη θέση το παιδί, το οποίο απαντούσε μονολεκτικά, κάτι το οποίο δεν συνηθίζει όταν μιλούν στο τηλέφωνο.
Στις 22/3/2022 και πάλι σε τηλεφωνική επικοινωνία, ρώτησε τον Λ. πότε θα τον δει επειδή τον πεθύμησε και το παιδί απάντησε «θα έρθω όποτε πει η μάμα».
Ακολούθως, στις 24/3/2022, καταχώρησε αίτηση certiorari με την οποία αναστέλλετο το Διάταγμα του Δικαστηρίου ημερ. 23/3/2022.
Παρά το γεγονός ότι το διάταγμα είχε προσωρινά ανασταλεί, επειδή δεν ήθελε να φέρει σε δύσκολη θέση τα παιδιά και επιζητούσε να τα δει, ο δικηγόρος του πρότεινε στον δικηγόρο της αιτήτριας στις 31/3/2022 να πάει μία βόλτα με τα παιδιά στο Εμπορικό Κέντρο Λευκωσίας και παρόλο που αυτό είχε συμφωνηθεί μεταξύ των δικηγόρων τους, εντούτοις η Αιτήτρια του ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να δει μόνος του τα παιδιά και ότι θα τον περίμενε η ίδια με τα παιδιά την 1/4/2022 το πρωί στο εμπορικό κέντρο. Μη έχοντας άλλη επιλογή, υπέκυψε λόγω της μεγάλης επιθυμίας του να συναντήσει τα παιδιά του.
Την 1/4/2022, πράγματι συνάντησε τα παιδιά στο Εμπορικό Κέντρο Λευκωσίας, όπου κάθισε δίπλα στον Σ. τον οποίο αγκάλιασε και ρώτησε τον Λ. αν ήθελε να έρθει κοντά του να τον αγκαλιάσει. Τότε επενέβη η Αιτήτρια, η οποία του απάντησε «όχι». Λόγω της πιο πάνω κατάστασης και επειδή δεν μπορούσε να το διαχειριστεί, αφού κατά την τελευταία επικοινωνία στις 16/3/2022 τα παιδιά δεν ήθελαν να φύγουν από κοντά του, περιορίστηκε να τους πει ότι τα αγαπά και αποχώρησε.
Στις 3/4/2022 που συναντήθηκε για τελευταία φορά με τα παιδιά στο Εμπορικό Κέντρο Λευκωσίας, η αιτήτρια ήρθε με τα παιδιά και κρατούσε από το χέρι τον Λ. και ενώ ο ίδιος πήγε προς το μέρος του για να τον αγκαλιάσει, η αιτήτρια όπως κρατούσε τον Λ. από το χέρι, τον έσπρωξε προς το μέρος της λέγοντας του «όχι, αν θέλεις να βλέπεις τα μωρά έτσι θα τα βλέπεις».
Τηλεφωνεί αρκετές φορές την ημέρα στα παιδιά του, τα οποία όταν είναι μπροστά η αιτήτρια του μιλούν μονολεκτικά και αμήχανα. Όταν δεν είναι μπροστά η αιτήτρια το καταλαβαίνει, επειδή ο Σ. ο οποίος έχει κινητή συσκευή τηλεφώνου, είναι περισσότερο ομιλητικός και εκφράζεται πιο εύκολα. Για να μιλήσει στον Λ. τηλεφωνεί στην αιτήτρια, η οποία αρκετές φορές δεν του απαντά.
Όσον αφορά τους ισχυρισμούς της αιτήτριας για τα προβλήματα που είχαν όταν ο Λ. ήταν πολύ μικρός, περίπου 2 ½ - 3 ετών, η αιτήτρια ουδέποτε του είχε επιρρίψει ευθύνη για όλη τη διάρκεια της συμβίωσης τους και χρησιμοποιεί περιστατικά τα οποία παρουσιάζει κατασκευασμένα για να πετύχει αλλότριους σκοπούς. Η αιτήτρια, κατά τη διάρκεια της συμβίωσης τους, έλεγε ότι είναι ο καλύτερος πατέρας για τα παιδιά τους, διότι είναι αφοσιωμένος στη φροντίδα και στο μεγάλωμα τους.
Η αιτήτρια τα όσα αναφέρει στην ένορκη της δήλωση, ότι ο Λ. στις 9/3/2022 της είπε για πρώτη φορά ότι δήθεν τον σπρώχνει με πολύ δύναμη και δεν αντέχει άλλο και ότι την επόμενη ημέρα διευθετήθηκε τηλεδιάσκεψη μεταξύ του ανηλίκου και της παιδοψυχολόγου, όχι δια ζώσης αλλά μέσω κάμερας και με τη μητέρα να είναι δίπλα στον Λ. καθ’ όλη της διάρκεια της τηλεδιάσκεψης, όλο αυτό είχε τη σκοπιμότητα του.
Η συγκεκριμένη ψυχολόγος, η οποία είχε επιλεγεί από την ίδια την αιτήτρια και ξεκίνησε συνεδρίες και ο ίδιος είχε μόνο μία συνάντηση μαζί της, ουδέποτε τον ενημέρωσε για οτιδήποτε αρνητικό για τον Λ. Όπως ανέφερε, ενημερώθηκε ότι πραγματοποιεί συνεδρίες η συγκεκριμένη παιδοψυχολόγος με το παιδί, όταν το παιδί ήδη είχε κάνει και την τρίτη συνεδρία μαζί της, γεγονός το οποίο του προκαλεί εντύπωση, καθότι ο ίδιος ήταν δεκτικός να ξεκινήσει συνεδρίες το παιδί.
Δεν μπορεί παρά να σχολιάσει το γεγονός ότι αν και η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι ο Λ. στις 9/3/2022 της είπε για πρώτη φορά, γενικά και αόριστα, ότι τον σπρώχνει, ο ίδιος είχε επικοινωνήσει με τα παιδιά, όπως ορίζει το διάταγμα μέχρι και τις 16/3/2022, ημέρα κατά την οποία τα παιδιά δεν ήθελαν να φύγουν, λόγω του ότι η Αιτήτρια ήθελε να τα παραλάβει νωρίτερα από την προκαθορισμένη ώρα.
Στις 11/3/2022, συναντήθηκε με τη λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας, Ρ. Ι., με την οποία συζήτησε για τον Λ. και αφού της εξήγησε τι ακριβώς συμβαίνει, η εν λόγω λειτουργός του εισηγήθηκε να προβεί σε καταγγελία εναντίον της αιτήτριας για ψυχολογική βία εναντίον των παιδιών τους, γιατί τα παροτρύνει να μην έχουν επικοινωνία και σχέση μαζί του.
Με βάση την ένορκη δήλωση της αιτήτριας, είναι φανερό ότι η επικοινωνία των παιδιών του τερματίστηκε μετά από απόφαση της αιτήτριας και όχι των ίδιων των παιδιών, όπως τα ίδια τα παιδιά του αναφέρουν στο τηλέφωνο, όταν δεν βρίσκεται μπροστά η μητέρα τους, ότι δηλαδή δεν τους επιτρέπει να τον δουν.
Για το κατεπείγον της αίτησης, η αιτήτρια περιορίστηκε να παρουσιάσει γραπτά μηνύματα στο Δικαστήριο, που όπως ισχυρίζεται τα αντάλλαξε με την παιδοψυχολόγο, για τα οποία έχει επιφυλάξεις, στα οποία η παιδοψυχολόγος απλώς της ανέφερε τι της είπε ο Λ. στη συγκεκριμένη τηλεδιάσκεψη και όχι δια ζώσης και ο καθ΄ ου η αίτηση χαρακτηρίζει αυτή την ενέργεια της ως σκηνοθετημένη προσπάθεια. Σε αυτά τα γραπτά μηνύματα, η παιδοψυχολόγος ανέφερε τι της είπε στη συγκεκριμένη τηλεδιάσκεψη ο Λ. ότι δηλαδή τον κτυπά δυνατά συχνά και ότι δεν αντέχει πλέον τον πόνο, λόγια τα οποία παρατίθενται γενικά και χωρίς συγκεκριμενοποίηση και παράθεση λεπτομερειών και τα οποία αναμφίβολα δεν αποτελούν ούτε πόρισμα της ίδιας, ούτε γνωμάτευση.
Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι στο Τεκμήριο 2, η παιδοψυχολόγος, όπως αναφέρει η αιτήτρια στην ένορκη δήλωση της, την ρώτησε τα εξής «θα ήθελα επίσης να σας ρωτήσω κατά πόσο ενημερώσατε εκ των προτέρων τον Λ. για τη θεματολογία της έκτακτης συνάντησης ή αν ο ίδιος απευθείας ανοίχτηκε;». Το ερώτημα αυτό, κατά τον Καθ΄ ου η αίτηση, δημιουργεί ένα προβληματισμό, καθότι η συγκεκριμένη παιδοψυχολόγος διερωτάται αν πράγματι ήταν επιθυμία του ανηλίκου να της ανοιχτεί στη συγκεκριμένη τηλεδιάσκεψη, μετά από 7 μήνες συνεδριών ή αν του μίλησε η ίδια η Αιτήτρια για το θέμα της τηλεδιάσκεψης.
Περαιτέρω, ο καθ΄ ου η αίτηση αναφέρει στην ένορκη του δήλωση ότι ο δωδεκάχρονος Σ., ο οποίος είναι παρών όταν είναι με τον μικρότερο Λ., δεν τυγχάνει οποιασδήποτε αναφοράς από την Αιτήτρια στην ένορκη της δήλωση, παρά μόνο ότι αναφέρει στην παρ. 7, ότι δήθεν δεν αρέσει στον Σ. να της εκμυστηρεύεται τι γίνεται με τον πατέρα του, γιατί δήθεν τον φοβάται και διερωτάται ο Καθ΄ ου η αίτηση πώς είναι δυνατόν ένα δωδεκάχρονο παιδί να επιτρέπει μπροστά στα μάτια του να κτυπά τον μικρότερο αδελφό το και να μην μιλάει; Πρόκειται για ισχυρισμούς της Αιτήτριας που δεν έχουν λογική και αποδεικνύεται ότι η Αιτήτρια προσπαθεί μέσω της επιρροής που έχει στο πιο μικρό παιδί, τον Λ., να ικανοποιήσει της παράνομες ενέργειες της.
Με βάση τα πιο πάνω, ο καθ΄ ου η αίτηση και για τους νομικούς λόγους που αναφέρει στην ένσταση του, οι οποίοι έχουν ήδη παρατεθεί, αιτείται την ακύρωση του Διατάγματος ημερ. 24/3/2022, καθότι δεν εξυπηρετά το συμφέρον και την επιθυμία των παιδιών.
Η ακρόαση του προσωρινού διατάγματος διεξήχθηκε με τις γραπτές αγορεύσεις των δικηγόρων των διαδίκων.
Προβάλλεται, από την αιτήτρια, η θέση ότι θα πρέπει η ένσταση του καθ’ου η αίτηση να απορριφθεί, γιατί ο καθ’ου η αίτηση με την ένσταση του αξιώνει την ακύρωση του διατάγματος ημερ.24.3.22 αντί του διατάγματος 23.3.22. Βασίζει τη θέση της, στο γεγονός ότι το διάταγμα, με το οποίο αναστάληκε το διάταγμα επικοινωνίας του καθ’ου η αίτηση, δεν εκδόθηκε 24.3.22 αλλά στις 23.3.22. Το τι έγινε στις 24.3.22, σύμφωνα με την εισήγηση του, ήταν διόρθωση τυχαίου σφάλματος με βάση τη Δ.25, Θ.6. Έτσι το διάταγμα 24.3.22 δεν συνιστούσε καινούργιο διάταγμα και δεν ακύρωνε ή τροποποιούσε σε καμιά περίπτωση το διάταγμα ημερ.23.3.22.
Θεωρώ τον πιο πάνω ισχυρισμό ανεδαφικό. Είναι σαφέστατο τι επιδιώκει ο καθ’ου η αίτηση. Είναι την ακύρωση του διατάγματος με το οποίο ουσιαστικά επηρεάστηκε το διάταγμα επικοινωνίας του με την ανάλογη αναστολή του από το Δικαστήριο. Είτε το διάταγμα αυτό αναφερθεί ως διάταγμα ημερ.23.3.22 ή 24.3.22, ουδεμία σημασία έχει, αφού η ένσταση του καθ’ου η αίτηση αφορά το μοναδικό ενώπιον του Δικαστηρίου θέμα, που είναι η διατήρηση σε ισχύ ή η ακύρωση του προσωρινού διατάγματος με το οποίο ανεστάληκε το διάταγμα επικοινωνίας.
Ως εκ τούτου η πιο πάνω θέση της αιτήτριας απορρίπτεται ως αβάσιμη.
Προβάλλεται από τον καθ’ου η αίτηση ότι το προσωρινό διάταγμα θα πρέπει να ακυρωθεί διότι στην παρούσα υπόθεση δεν συντρέχει (α) το στοιχείο του κατεπείγοντος και (β) ότι η αιτήτρια απέκρυψε ουσιώδη στοιχεία.
Το άρθρο 9(i) του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου ορίζει ότι:
«9(i) Κάθε διάταγμα το οποίο το Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδώσει, δύναται, όταν αποδειχθεί το κατεπείγον ή άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις, να εκδοθεί με αίτηση του ενός από τους διαδίκους χωρίς ειδοποίηση στον άλλο.»
Σύμφωνα με την νομολογία του Ανωτάτου δικαστηρίου στην ουσία είναι δικονομικό άρθρο, αφού το άρθρο αυτό καθορίζει την πρακτική της άσκησης της εξουσίας του Δικαστηρίου. Όμως το παραταθέν ανωτέρω εδάφιο (ι) έχει, από τη νομολογία χαρακτηρισθεί ως δικαιοδοτικό, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για άσκηση διακριτικής εξουσίας από το Δικαστήριο.
Επίσης, η νομολογία έχει καθορίσει ότι παρέχεται στο Δικαστήριο το δικαιοδοτικό πλαίσιο, στις περιπτώσεις εκείνες που καταδεικνύεται το κατεπείγον του αιτήματος, όλως εξαιρετικά να εκδίδει παραπίπτοντα διατάγματα στην απουσία της άλλης πλευράς, (βλ. Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) ΙΒ Α.Α.Δ. 598, Έλενα Αμβροσιάδου ν. Martin Coward (2013) 1 Α.Α.Δ 78).
Περαιτέρω, στην Κούππας ν. Πουλλάς Τσαδιώνης Λτδ κ.ά, Πολιτική Έφεση αρ.312/10, 17.7.14, το Δικαστήριο ανέφερε ότι:
«από τη στιγμή που ένα διάταγμα εκδίδεται και η πλευρά του εναγομένου ακούγεται εφ’ όλης της ύλης, τότε μόνο αν διαπιστώνεται ότι υπήρξε απόκρυψη ή μη αποκάλυψη στοιχείων ή άλλος σοβαρός παράγων που οδήγησε σε παραπλάνηση του Δικαστηρίου στο να αναλάβει δικαιοδοσία, μπορεί να τεθεί θέμα κατεπείγοντας.»
Σε σχέση με το θέμα της απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων, αυτό έχει εξετασθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολλές αποφάσεις του.
Στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην Λεωνίδας Γεωργίου και Παναγιώτας Σταύρου, κ.ά., Έφεση αρ.32/2012, ημερ.8.12.15, λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«Είναι δεδομένο ότι η παράλειψη παρουσίασης ουσιαστικών γεγονότων θεωρείται ως είδος εξαπάτησης του Δικαστηρίου και το Δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει το διάταγμα χωρίς να εξετάσει την ουσία. Υπάρχουν όμως διάφορα κριτήρια που υποβοηθούν το Δικαστήριο στο έργο αυτό. Έχουν εν πολλοίς καταγραφεί στην απόφαση Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248 στην οποία μνημονεύθηκαν και οι υποθέσεις Zachariades Ltd v. Economides (1989) 1 C.L.R. 437, Resola (Cyprus) Ltd v. Christou (1998) 1 Α.Α.Δ. 597 και Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 597. Στην υπόθεση Brink's Mat Ltd v. Elcombe (C.A.) (1988) 1 W.L.R. 1350, το Αγγλικό Δικαστήριο διατύπωσε επτά προτάσεις ως προς τον τρόπο που το Δικαστήριο πρέπει να προσεγγίζει το θέμα. Παρά το γεγονός ότι ο αιτητής οφείλει να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη όλων εκείνων των στοιχείων που γνωρίζει, αλλά και εκείνων που θα μπορούσε να ανακαλύψει με εύλογη έρευνα, η δε πρόθεση του κατά την προώθηση της μονομερούς αίτησης δεν είναι σχετική και ούτε εναπόκειται σ΄ αυτόν να αποφασίσει τι είναι ουσιώδες ή όχι, εν τούτοις εναπόκειται στο Δικαστήριο στο τέλος της ημέρας να κρίνει κατά πόσο το γεγονός που παραλήφθηκε είναι ουσιαστικό, κατά πόσο δεν ήταν γνωστό στον αιτητή και αν η παράλειψη έγινε χωρίς σκοπό παραπλάνησης. Ακόμη το Δικαστήριο διατηρεί διακριτική ευχέρεια παρόλη την απόδειξη ουσιαστικής μη αποκάλυψης, να διατάξει τη συνέχιση της ισχύος του διατάγματος ή να εκδώσει νέο διάταγμα με όρους. Αυτά ιδιαιτέρως αναφέρονται στις προτάσεις 6 και 7 που διατύπωσε ο Ralf Gibson J. στην πιο πάνω απόφαση Brink's Mat Ltd v. Elcombe.»
Επίσης στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση της FEDOSSOVA LARISSA (Αρ.2) (1997) 1 ΑΑΔ 1333, λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«Ένας ενάγοντας που αποτείνεται με μονομερή αίτηση συμβάλλεται (καθώς έχει διατυπωθεί) με το Δικαστήριο ότι θα θέσει την όλη υπόθεση με πλήρη και δίκαιο τρόπο ενώπιον του Δικαστηρίου. Αν παραλείψει να το πράξει, και όταν το άλλο μέρος αποταθεί για ακύρωση του διατάγματος το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι έχει αποκρυφθεί οποιοδήποτε ουσιαστικό γεγονός ή δεν έχει υποβληθεί με τον ορθό τρόπο, στον ενάγοντα θα ειπωθεί ότι το Δικαστήριο δεν θα εξετάσει την ουσία, και ότι εφόσο έχει παραβεί τη σύμβαση του για επίδειξη καλής πίστης, το διάταγμα πρέπει να ακυρωθεί».
Σχετικές με το θέμα της αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων είναι και οι αποφάσεις στις υποθέσεις Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 ΑΑΔ 248, Μιχαήλ (Αρ.3) (2012) 1 ΑΑΔ 1943, Δήμος Πάφου ν. Βοσκού (2001) 1 ΑΑΔ 1168, Rybolovler v. Rybolovler (2010) 1 A AAΔ.82, Ιερά Μητρόπολης Πάφου ν. Aristo Developers Ltd (2011) 1 B AAΔ.1377.
Mετά την καταχώρηση της ένστασης και της μαρτυρίας του καθ’ου η αίτηση το Δικαστήριο έχει πλέον τη δυνατότητα, στη βάση της ολότητας των γεγονότων, να εξετάσει τη διατήρηση ή μη σε ισχύ του εκδοθέντος προσωρινού διατάγματος.
Η σφαιρική εξέταση όλων των γεγονότων, διαμορφώνει μια διαφορετική εικόνα από αυτή την οποία επέλεξε να παρουσιάσει η αιτήτρια στο Δικαστήριο, τα δε κενά και οι γενικότητες και αοριστίες στη μαρτυρία της, σε συνάρτηση με αναντίλεκτες θέσεις του καθ’ου η αίτηση, ως θα εξηγηθεί κατωτέρω, δεν αφήνουν άλλη επιλογή στο Δικαστήριο, παρά μόνο την ακύρωση του προσωρινού διατάγματος, λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 9(i) του Κεφ.6.
Είναι παραδεκτό γεγονός, ότι τα παιδιά των διαδίκων είναι ο μεν Σ. 12 ετών και ο Λ. 7 ετών. Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι την 28.9.21 ρυθμίστηκε με διάταγμα του Δικαστηρίου το δικαίωμα επικοινωνίας του καθ’ου η αίτηση, το οποίο είναι ομολογουμένως ευρείας έκτασης και ότι πριν την έκδοση του διατάγματος, ο καθ’ου η αίτηση, από τη διάσταση των διαδίκων και συγκεκριμένα από το Δεκέμβριο του 2020, είχε απρόσκοπτη επικοινωνία με τα παιδιά τους (Τεκμήριο 1).
Παραμένει αναντίλεκτο το γεγονός, ότι ο καθ’ου η αίτηση είχε μια αρμονική και στενή σχέση με τα παιδιά, ως φυσιολογικά αναμένεται για κάθε γονέα. Ενδεικτικό τούτου, είναι το Τεκμήριο 2, όπου με γραπτό της μήνυμα η αιτήτρια προς τον καθ’ου η αίτηση, ημερομηνίας 10.1.22, του αναφέρει ότι το παιδί τους ο Λ. ήθελε να κοιμηθεί στο σπίτι του καθ’ου η αίτηση, όπως και έγινε.
Επίσης παραμένει, ως αναντίλεκτο γεγονός, ότι ο καθ’ου η αίτηση είχε έμπρακτη παρουσία στη καθημερινή ζωή των παιδιών, αφού μετέφερε τα παιδιά στο σχολείο και στα φροντιστήρια, είτε για επαφή των παιδιών μαζί του ή παραμονή των παιδιών του μαζί του σε ώρες εκτός από τις προβλεπόμενες στο διάταγμα (Τεκμήριο 3).
Το πιο πάνω ειρηνικό και λειτουργικό κλίμα στις σχέσεις του καθ’ου η αίτηση με τα παιδιά, διαταράχθηκε όταν ο ίδιος, με επιστολή των δικηγόρων του ημερομηνίας 30.1.22, προς τον τότε δικηγόρο της αιτήριας, υπέβαλε πρόταση για επίλυση των περιουσιακών τους διαφορών. Τότε, όπως αναντίλεκτα αναφέρει, η συμπεριφορά της αιτήτριας απέναντι του, άλλαξε, και ήταν απότομη και νευρική απέναντι του, όταν έπρεπε να επικοινωνήσουν για θέματα που αφορούσαν τα παιδιά τους, αναφέροντας του εν τέλει, «έχεις θράσος να ζητάς χρήματα από εμένα, θα δεις τι θα σου κάνω, θα σε πατήσω μες τον λαιμό».
Όπως περαιτέρω, αναντίλεκτα αναφέρει ο καθ’ου η αίτηση, δεν είχε επικοινωνία με τον Λ. μόνο περί τα μέσα Φεβρουαρίου του 2022, για διάστημα 15 ημερών επειδή ο Λ και η αιτήτρια νόσησαν με Κορωνιό.
Είναι επίσης γεγονός, ότι ο Λ. από μικρής ηλικίας, λόγω προβλημάτων υγείας, για τα οποία έγινε εκτενής αναφορά κατά την παράθεση της μαρτυρίας, επισκέφθηκε διάφορα ιατρικά ιδρύματα, με αποτέλεσμα τελικά να παραπεμφθεί σε παιδοψυχολόγο. Τούτο έγινε περί το καλοκαίρι του 2021, και η παιδοψυχολόγος Μ.Ι, παρακολουθεί εδώ και επτά (7) μήνες το παιδί. Σημειώνεται ότι δεν υπάρχει, για τα πιο πάνω μέχρι τότε, οποιαδήποτε μαρτυρία ή εύρημα που να αποδίδει, επιλήψιμη, για τα πιο πάνω, συμπεριφορά ή πράξεις στον καθ’ου η αίτηση.
Ακολουθεί χρονολογικά η θέση της αιτήτριας, ότι στις 9.3.22 ο Λ. εντελώς ξαφνικά της είπε ότι ο καθ’ου η αίτηση τον σπρώχνει με πολύ δύναμη και ότι δεν αντέχει άλλο και ότι νοιώθει μεγάλη λύπη και φόβο. Εδώ όμως παρεμβάλλεται η αναντίλεκτη θέση του καθ’ου η αίτηση, ότι μια ημέρα προηγουμένως και συγκεκριμένα στις 8.3.22 μετέφερε τα παιδιά στο Δημοτικό σχολείο που φοιτούν και ότι ο Λ. δεν ήθελε να κατεβεί από το αυτοκίνητο, προφασιζόμενος ότι πονούσε το μάτι του και ότι μόλις έφυγαν το παιδί του είπε να πάνε να κάνουν ποδήλατο και να πάνε να πετάξουν χαρταετό.
Τον ρώτησε για τον πραγματικό λόγο που δεν ήθελε να πάει σχολείο και του απάντησε το παιδί ότι ήταν για να κάνουν ποδήλατο και να πετάξουν χαρταετό αλλά και επειδή πονάει το μάτι του, όταν όμως προσπάθησε να εξηγήσει ότι αυτά μπορούν να τα κάνουν οποιαδήποτε άλλη ημέρα θέλει τότε το παιδί του απάντησε ότι «η μάμα λέει ότι δεν είσαι καλός και να μη σε βλέπουμε». Επανερχόμενος, στο γεγονός 9.3.22, η αιτήτρια, όπως ισχυρίζεται, επικοινώνησε με την παιδοψυχολόγο και διευθετήθηκε τηλεδιάσκεψη την επόμενη ημέρα μεταξύ του Λ. και της παιδοψυχολόγου, όπου το παιδί της ανέφερε ότι ο καθ’ου η αίτηση τον κτυπά πολύ και δεν αντέχει άλλο και ότι δεν θέλει να ξαναπάει στον πατέρα του.
Η παιδοψυχολός, λόγω της σοβαρότητας της αναφοράς, υπέδειξε στο παιδί ότι πρέπει να τα πει στην αστυνομία, κάτι το οποίο και δέχθηκε και όταν την επόμενη ημέρα η παιδοψυχολόγος την ρώτησε αν τα γνώριζε αυτά, η απάντηση της ήταν ότι πρώτη φορά τα άκουε και η παιδοψυχολόγος μέσω μηνυμάτων την προέτρεψε να καταγγείλει άμεσα το θέμα στην αστυνομία.
Εδώ είναι άξιο απορίας, ότι η τηλεδιάσκεψη προφανώς γίνεται στην παρουσία της αιτήτριας, ότι ενώ το δικαίωμα επικοινωνίας του ο καθ’ου η αίτηση το ασκούσε και με τα δύο παιδιά ταυτόχρονα και επομένως ότι εγίνετο κατά ισχυρισμό και αφορούσε τον Λ. εγένετο στην παρουσία του μεγαλύτερου παιδιού του Σ., ηλικίας 12 ετών, η εν λόγω παιδοψυχολόγος ή ακόμη και η ίδια η αιτήτρια, δεν ένοιωσαν την ανάγκη να ερωτηθεί περί τούτου και ο Σ.
Είναι επίσης άξιο απορίας, ότι για ένα τέτοιο σοβαρό θέμα, πέραν της πλημμελούς έρευνας, δεν υπάρχει ή δεν ζητήθηκε από την αιτήτρια μια γραπτή γνωμάτευση ή έκθεση της παιδοψυχολόγου για να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο, ενόψει του γεγονότος ότι όλα αυτά έγιναν στις 10.3.22 και η μονομερής αίτηση καταχωρήθηκε στις 22.3.22.
Εν πάση περιπτώσει, το ό,τι ακολούθησε είναι η καταγγελία στην αστυνομία η οποία έγινε 11.3.22 και στις 14.3.22, κατόπιν προγραμματισμού από την αστυνομία, λήφθηκε οπτικογραφημένη κατάθεση και από τους δύο ανηλίκους.
Σημειώνεται ότι μέχρι τώρα είναι άγνωστο για το Δικαστήριο το πόρισμα της αστυνομίας σε σχέση με το πιο πάνω παράπονο και διερεύνηση.
Ισχυρίζεται, περαιτέρω, η αιτήτρια, ότι την Πέμπτη 17.3.22 δέχθηκε τηλεφώνημα από τη δασκάλα του Λ. ότι στο μάθημα θρησκευτικών ο Λ. είπε στη τάξη ότι ο πατέρας του τον κτυπάει πολύ και δυνατά, αναφορά την οποία λόγω της σοβαρότητας της η δασκάλα την ανέφερε στη διευθύντρια και απ’ ό,τι η ίδια η αιτήτρια πληροφορήθηκε, το σχολείο έχει αποστείλει επιστολή στο Γραφείο Ευημερίας ενημερώνοντας το για το θέμα.
Παρεμβάλλεται στα γεγονότα αυτά, η θέση του καθ’ου η αίτηση, η οποία παρέμεινε αναντίλεκτη, ότι μετά το γεγονός που επεσυνέβηκε στις 8.3.22 που αναφέρθηκε ανωτέρω, συναντήθηκε με τη λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας Ρ.Η. με την οποία συζήτησε για τον ανήλικο Λ. και αφού προηγουμένως της εξήγησε τι συμβαίνει, η εν λόγω λειτουργός του εισηγήθηκε να προβεί σε καταγγελία εναντίον της αιτήτριας για ψυχολογική βία εναντίον των παιδιών λόγω του ότι η αιτήτρια τα παροτρύνει να μην έχουν επικοινωνία και σχέση μαζί του.
Σημειώνεται ότι, όπως είναι παραδεκτό, μετά την λήψη της οπτικογραφημένης κατάθεσης από την αστυνομία και συγκεκριμένα στις 16.3.22 ο πατέρας είχε επικοινωνία μαζί με τα παιδιά του το απόγευμα. Η αιτήτρια δίνει την εξήγηση ότι τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι ο ίδιος πήγε και τα έπιασε από το σχολείο και ότι τα είχε μέχρι την ώρα που επέστρεψε από την εργασία της.
Ενώ όλα αυτά συμβαίνουν και αποδίδει η αιτήτρια επιλήψιμη και σοβαρή παραβατική συμπεριφορά του καθ’ου η αίτηση απέναντι του Λ. και προβαίνει σε σχετική καταγγελία στην αστυνομία, εντούτοις η ίδια προτιμά αντί να παραλάβει από το σχολείο τους η ίδια τα παιδιά, να παραμείνει στην εργασία της, συμπεριφορά η οποία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη φύση και τη σοβαρότητα των ισχυρισμών που προβάλει εναντίον του καθ’ου η αίτηση. Παρά ταύτα, στις 19.3.22 δεν επέτρεψε στον καθ’ου η αίτηση να έχει επικοινωνία με διανυκτέρευση με τα παιδιά με αποτέλεσμα αυτός να την καταγγείλει στην αστυνομία.
Υπάρχει όμως και ένα άλλο θέμα το οποίο δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστο από το Δικαστήριο.
Στο Τεκμήριο 2 της ένορκης δήλωσης της αιτήτριας, η παιδοψυχολόγος φαίνεται να ρώτησε τα εξής την αιτήτρια «Θα ήθελα επίσης να σας ρωτήσω κατά πόσο ενημερώσετε εκ των προτέρων το Λ. για την θεματολογία της έκτακτης συνάντησης ή αν ο ίδιος απευθείας ανοίκτηκε;»
To Δικαστήριο προβληματίζεται από αυτή την αναφορά που τέθηκε ενώπιον του, ενόψει του γεγονότος ότι για επτά ολόκληρους μήνες που παρακολουθείτο από την εν λόγω παιδοψυχολόγο, το παιδί ουδέποτε μίλησε για άσκηση βίας από τον πατέρα του. Όπως εύλογα στην εν λόγω παιδοψυχολόγο έτσι και στο Δικαστήριο, δημιουργείται η απορία αν το παιδί αυθόρμητα ανέφερε τα όσα κατά ισχυρισμό ισχυρίζεται η αιτήτρια ή αν οι εν λόγω αναφορές του αποτελούν αποτέλεσμα πίεσης ή το λιγότερο έντονης προτροπής της προς το παιδί, και τούτο ενόψει της αναντίλεκτης θέσης του πατέρα ότι στις 8.3.22 το ίδιο το παιδί είπε στον πατέρα, επαναλαμβάνω τη φράση «Η μάμα λέει ότι δεν είσαι καλός και να μην σε βλέπουμε», αλλά και της αναντίλεκτης θέσης του πατέρα, περί απειλής του από την αιτήτρια, μετά την υποβολή της πρότασης του για διευθέτηση των περιουσιακών τους διαφορών.
Περαιτέρω, όπως ισχυρίζεται ο καθ’ου η αίτηση, στις 21.3.22 σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τα παιδιά, ρώτησε το Λ. αν τον πεθύμησε και το παιδί είπε αυθόρμητα «ναι» αλλά ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά το διόρθωσε λέγοντας «όχι» και τούτο προφανώς επειδή η αιτήτρια ήταν παρούσα, το ίδιο δε και στις 22.3.22 όπου πάλι σε τηλεφωνική επικοινωνία ρώτησε τον ανήλικο Λ. πότε θα τον δει επειδή το έχει πεθυμήσει και το παιδί του είπε «Θα έλθω όποτε πει η μαμά». Σφαιρικά αντικρίζοντας όλα τα πιο πάνω, κρίνω ότι το κατεπείγον αλλά και οι ειδικές περιστάσεις του άρθρου 9(i) του Κεφαλαίου 6, δεν ικανοποιούνται από τη μαρτυρία της αιτήτριας όπως τέθηκε μονομερώς ενώπιον μου. Τουναντίον, η σφαιρικότητα της όλης μαρτυρίας, όπως τέθηκε ενώπιον μου μετά την καταχώριση της ένστασης, δεικνύει ότι το εν λόγω διάταγμα δεν θα έπρεπε, από το παρών Δικαστήριο, να εκδοθεί μονομερώς και ο τρόπος με τον οποίο όχι μόνο επιλεκτικά αλλά και αόριστα έθεσε τη μαρτυρία της η αιτήτρια ενώπιον του Δικαστηρίου, οδήγησε το Δικαστήριο σε μια εκ των πραγμάτων πεπλανημένη αντίληψη για το σύνολο των γεγονότων τα οποία περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση.
Ειδικότερα και επιπρόσθετα, για το παιδί των διαδίκων τον Σ., που είναι ηλικίας 12 ετών, το διάταγμα θα πρέπει οπωσδήποτε να ακυρωθεί, αφού δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία η απλά ισχυρισμός, ότι το παιδί είναι δέκτης επιλήψιμης συμπεριφοράς από τον πατέρα του. Καθίσταται λοιπόν φανερό ότι ως προς το παιδί αυτό και το δικαίωμα επικοινωνίας μαζί του δεν συντρέχει καμία από τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 9(i) του Κεφ.6, με αποτέλεσμα την ακύρωση του υπό κρίση προσωρινού διατάγματος σε σχέση με την επικοινωνία του πατέρα με τον Σ.
Αφήνω την απόφαση μου παραπέμποντας τους διαδίκους στις πιο κάτω σοφές υποδείξεις του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, στην υπόθεση Δημοσθένους ν. Δημοσθένους, Έφεση αρ.21/19, 29.6.20, που παρόλο που η απόφαση αυτή αφορούσε σε διατροφή ανηλίκου, εν τούτοις, κατά την άποψη μου, έχει ακόμη μεγαλύτερη σπουδαιότητα και σημασία σε υποθέσεις γονικής μέριμνας ανηλίκου.
«Όπου η λογική και η έμφυτη μητρική ή πατρική αγάπη πρυτανεύουν οι σύζυγοι δεν διασταυρώνουν τα ξίφη τους, ούτε αναλώνουν τις δυνάμεις τους στα Δικαστήρια, αλλά αντίθετα τις ενώνουν χάριν της ευημερίας των παιδιών.»
Για όλους τους πιο πάνω λόγους το υπο κρίση προσωρινό διάταγμα ακυρώνεται.
Ως προς τα έξοδα, ενόψει του αποτελέσματος, αυτά όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ του καθ’ου η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας, καταβλητέα όμως μετά το πέρας της εναρκτήριας αίτησης.
Μ. Τσαγγαρίδης, Πρόεδρος
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο