ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. Νεοφύτου, Δ.
Αρ. Αίτησης: 295/2022 (i)
Μεταξύ:
Μ.Κ.
Αιτήτριας
Και
Μ.Κ.
Καθ’ ου η αίτηση
Ημερομηνία: 17 Ιανουαρίου 2023
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για την Αιτήτρια: Α. Καρεκλάς για Α. Κ. Καρεκλά & Συνεργάτες
Για τον Καθ’ ου η αίτηση: Μ. Ε. Ευθυμίου (κα) για Δράκος & Ευθυμίου Δ.Ε.Π.Ε
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Οι διάδικοι είναι σύζυγοι και από τον γάμο τους απέκτησαν δύο ανήλικα τέκνα, την Α, ηλικίας 12 ετών και τον Β, ηλικίας 14 ετών. Από το καλοκαίρι του 2022 βρίσκονται σε διάσταση και έκτοτε η Αιτήτρια διαμένει με τα παιδιά στη συζυγική οικία, ο δε Καθ’ ου η αίτηση διαμένει σε διαμέρισμα ιδιοκτησίας των διαδίκων.
Στα πλαίσια εναρκτήριας αίτησης ημερομηνίας 10.10.2022 με τον ως άνω τίτλο και αριθμό, η Αιτήτρια επιδιώκει την έκδοση διατάγματος με το οποίο να καθορίζεται η συνεισφορά του Καθ’ ου η αίτηση στη διατροφή και συντήρηση των ανήλικων τέκνων τους, στο ποσό των €2.360 μηνιαίως. Στις 18.10.2022 αποτάθηκε μονομερώς στο Δικαστήριο για την έκδοση προσωρινού διατάγματος διατροφής για το ίδιο πιο πάνω ποσό.
Μετά από οδηγίες του Δικαστηρίου η μονομερής αίτηση επιδόθηκε στον Καθ’ ου η αίτηση, ούτως ώστε να του δοθεί το δικαίωμα ν’ ακουστεί. Με την ένσταση που καταχώρισε ο τελευταίος, εγείρεται σειρά λόγων προς απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας. Συνοπτικά αποδιδόμενοι οι λόγοι ένστασης του Καθ’ ου η αίτηση συνοψίζονται σε θέσεις όπως ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60 Νόμου για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση περιέχει ψευδή και αναληθή, η Αιτήτρια απέκρυψε ουσιώδη γεγονότα, οι οικονομικές του δυνατότητες δεν του επιτρέπουν να καταβάλλει το αιτούμενο ποσό και ότι το αιτούμενο ποσό είναι έκδηλα υπερβολικό και δεν αντικατοπτρίζει τις ανάγκες των παιδιών.
Τόσο η Αίτηση, όσο και η ένσταση υποστηρίζονται αντίστοιχα από τις ένορκες δηλώσεις των διαδίκων. Μετά την καταχώριση της ένστασης, δόθηκε άδεια στην Αιτήτρια να καταχωρίσει συμπληρωματική ένορκο δήλωση.
Στο σημείο αυτό και προτού παραθέσω τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των διαδίκων, θα ήθελα να τονίσω ότι η παρούσα υπόθεση αφορά τον προσωρινό καθορισμό της υποχρέωσης των διαδίκων να συνεισφέρουν στη διατροφή των δύο ανήλικων τέκνων τους. Ο Περί Σχέσεων και Γονέων και Τέκνων Νόμος, Ν.216/90 και συγκεκριμένα τα άρθρα 33 (1) και 37 θέτουν τις παραμέτρους, επί των οποίων καθορίζεται η συνεισφορά των υπόχρεων γονέων στην διατροφή των ανηλίκων τέκνων τους. Οι παράμετροι αυτοί είναι οι ανάγκες του δικαιούχου και οι οικονομικές δυνάμεις των υπόχρεων γονέων, παράμετροι οι οποίες περιορίζουν σημαντικά τα επίδικα θέματα. Συνεπώς δεν θα απασχολήσουν το Δικαστήριο ισχυρισμοί που σχετίζονται με τους λόγους κατάρρευσης του γάμου των διαδίκων ή ισχυρισμοί που ενδεχομένως να άπτονται της επίλυσης των περιουσιακών διαφορών των διαδίκων, ως άσχετοι με του επίδικα θέματα. Το Δικαστήριο θα προχωρήσει στην παράθεση της μαρτυρίας των διαδίκων που σχετίζεται με τις δύο πιο πάνω παραμέτρους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η υπόλοιπη μαρτυρία αγνοείται.
Η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι από τον Ιούλιο του 2022 οι διάδικοι βρίσκονται σε διάσταση και ότι από το Σεπτέμβριο του 2022 ο Καθ’ ου η αίτηση αποχώρησε από τη συζυγική οικία. Έκτοτε, διατηρεί επικοινωνία με τα παιδιά κατόπιν συνεννόησης των διαδίκων. Αρνείται όμως να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό για την διατροφή των παιδιών, με τη δικαιολογία ότι ξοδεύει πολλά χρήματα στον χρόνο επικοινωνίας του και ότι τα εισοδήματα της Αιτήτριας είναι κατά €1.000 περισσότερα από τα δικά του.
Για τα εισοδήματα του Καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι από την εργασία του ως Καθηγητής Ψυχολογίας κερδίζει περί τα €2,500 μηνιαίως και ότι τα απογεύματα δέχεται πελάτες στο χώρο διαμονής του, κάνει αξιολογήσεις παιδιών τις οποίες χρεώνει €450 εκάστη και βλέπει ασθενείς της ειδικότητας του μέσω ΓΕΣΥ, γεγονός που του αποφέρει επιπλέον εισόδημα της τάξεως των €2.000 περίπου μηνιαίως.
Για τα δικά της εισοδήματα, αναφέρει ότι ως επίκουρος Καθηγήτρια Ψυχολογίας λαμβάνει περί τα €3,700 μηνιαίως, από τα οποία αποκόπτεται με τραπεζική εντολή το ποσό των €1.581,00 μηνιαίως για την αποπληρωμή δανείων της οικογένειας.
Καθορίζει τα μηνιαία έξοδα της Α στο ποσό των €2.360 και τα μηνιαία έξοδα του Β στο ποσό των €2.195. Παραθέτει πίνακα όπου καταγράφει κάθε ξεχωριστό κονδύλι που απαρτίζει το μηνιαίο εξοδολόγιο των παιδιών, ως ακολούθως:
Ανήλικη Α
· Διατροφή (υπεραγορά, κρεοπώλης, φούρνος κτλ) - €450
· Ένδυση, υπόδηση - €165
· Λειτουργικά έξοδα οικίας - €150
· Δίδακτρα ιδιωτικού σχολείου - €665
· Μπαλέτο και GCSE εξετάσεις – €270
· Διακοπές – €250
· Διάφορα απρόβλεπτα έξοδα - €50
· Ιατρικά θέματα, ορθοδοντικός, Λείζερ - €310
· Ψυχαγωγία, γενέθλια – €100
· Μεταφορικά – €180
· Βιβλία και γραφική ύλη - €20
· Οικιακή βοηθός και Φορολογίες - €20
Ανήλικος Β
· Διατροφή (υπεραγορά, κρεοπώλης, φούρνος κτλ) - €450
· Ένδυση, υπόδηση – €165
· Λειτουργικά έξοδα οικίας – €150
· Δίδακτρα ιδιωτικού σχολείου - €665
· Κιθάρα (90), Ταεκβοντό (60), Ποδηλασία (30) – €155
· Διακοπές – €250
· Διάφορα απρόβλεπτα έξοδα – €50
· Ψυχαγωγία, γενέθλια – €100
· Μεταφορικά – €170
· Βιβλία και γραφική ύλη – €20
· Οικιακή βοηθός και Φορολογίες - €20
Ισχυρίζεται ότι η συνεισφορά του Καθ’ ου η αίτηση πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των €2.360 μηνιαίως και υποστηρίζει ότι είναι αδύνατο για την ίδια να επωμίζεται αποκλειστικά όλα τα έξοδα των παιδιών και ειδικότερα τα δίδακτρα του ιδιωτικού σχολείου, τα οποία προπληρώνονται. Κατέθεσε ως παράρτημα Α, αντίγραφο του καταλόγου διδάκτρων του σχολείου στο οποίο φοιτούν τα παιδιά, διευκρινίζοντας ότι η Α είναι στο 10ο έτος και ο Β στο 9ο έτος φοίτησης. Κατέθεσε επίσης ως Παράρτημα Β, δέσμη διαφόρων αποδείξεων πληρωμής εξόδων για την περίοδο μετά τη διάσταση.
Στην ένορκο δήλωση που συνοδεύει την ένσταση του, ο Καθ’ ου η αίτηση επιβεβαιώνει ότι μετά από τη διάσταση των διαδίκων διατηρεί επικοινωνία με τα παιδιά και αναφέρει ότι προς κατοχύρωση του δικαιώματος του, καταχώρησε σχετική αίτηση στο Δικαστήριο ( τεκμήριο 3).
Ισχυρίζεται ότι λόγω της αναγκαστικής μετακόμισης του από τη συζυγική οικία, επωμίσθηκε έξοδα μεταφοράς ύψους €1.000, ότι έχασε όλα τα προγραμματισμένα ραντεβού με τους πελάτες του για περίοδο 12 ημερών και ότι πλέον έχει έξοδα ενοικίασης χώρου εργασίας σε ιδιωτική κλινική στη Λευκωσία.
Αρνείται τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας ότι από τη διάσταση στις μεταξύ τους σχέσεις δεν συνεισφέρει στα έξοδα των παιδιών και ισχυρίζεται ότι μέχρι και το Σεπτέμβριο του 2022 πλήρωνε όλους τους λογαριασμούς, ασφάλειες και φόρους της συζυγικής οικίας, του διαμερίσματος των διαδίκων στον Πρωταρά και του διαμερίσματος που διαμένει σήμερα. Η Αιτήτρια κάλυπτε τα έξοδα των φροντιστηρίων των παιδιών που ήταν όμως πολύ χαμηλότερα σε αναλογία. Αναφέρει ότι την ενημέρωσε για την διαφορά αυτή και η Αιτήτρια του παρέδωσε μια λίστα με έξοδα της ίδιας και των παιδιών για να τα πληρώσει, ωστόσο, όπως ισχυρίζεται τα πλείστα από αυτά δεν αφορούσαν άμεσες βιοτικές ανάγκες των παιδιών. Κατέθεσε ως τεκμήριο 4 την εν λόγω λίστα. Κατέθεσε επίσης ως τεκμήριο 5, απόδειξη πληρωμής των μισών διδάκτρων του σχολείου που φοιτούν τα παιδιά.
Δεν αμφισβητεί τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας ότι από την εργασία του ως Καθηγητής λαμβάνει περί τα €2.500 μηνιαίως και διευκρινίζει ότι ως υπάλληλος σε ιδιωτικό Πανεπιστήμιο η μισθοδοσία του μπορεί να αλλάξει ανά πάσα στιγμή. Αποδέχεται ότι λαμβάνει επιπλέον εισοδήματα από πελάτες που παρακολουθεί ως ιδιώτης, διαφωνεί όμως με τα ποσά που αναφέρει η Αιτήτρια και ισχυρίζεται ότι οι πελάτες του δεν είναι σταθεροί και συνεχώς μειώνονται. Ισχυρίζεται επίσης ότι τον Αύγουστο, το Δεκέμβριο και για 15 ημέρες μέσα στις διακοπές του Πάσχα δεν λαμβάνει κανένα εισόδημα από την επιπλέον εργασία του, ενώ τον Ιούνιο και Ιούλιο έχει πολύ λίγα έσοδα. Κατέθεσε ως τεκμήριο 6, την μισθολογική του κατάσταση.
Αμφισβητεί τα όσα η Αιτήτρια αναφέρει για τα δικά της εισοδήματα και ισχυρίζεται ότι από την εργασία της κερδίζει περίπου €4.300 μηνιαίως. Υποστηρίζει επίσης ότι δεν αποκόπτεται από τα εισοδήματα της κάποιο ποσό για την αποπληρωμή δανείων, εφόσον αυτά πάντα πληρώνονταν και συνεχίζουν να πληρώνονται σταθερά από κοινό λογαριασμό των διαδίκων, στον οποίο καταθέτουν και οι δύο χρήματα. Προς τούτο, κατέθεσε ως τεκμήριο 7, απόδειξη πληρωμής του δανείου από τον κοινό λογαριασμό.
Ισχυρίζεται ότι η Αιτήτρια απέκρυψε ότι λαμβάνει ενοίκια ύψους €500 και €200 από υποστατικά που ενοικιάζει, ότι τα απογεύματα παρακολουθεί πελάτες στον δικό της χώρο, γεγονός που της αποφέρει επιπλέον εισόδημα και ότι κερδίζει επιπλέον χρήματα από παγκόσμιες και εγχώριες παρουσιάσεις και από υπηρεσίες που προσφέρει σε διάφορους οργανισμούς.
Απορρίπτει τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας αναφορικά με τα έξοδα των παιδιών και ισχυρίζεται ότι τα ποσά είναι έκδηλα υπερβολικά και/ή διογκωμένα και/ή παραπλανητικά. Δηλώνει ότι καλύπτει τα μισά δίδακτρα του σχολείου και τα φροντιστήρια και επιπλέον δίνει σε κάθε παιδί €80 τον μήνα μετρητά για τη διασκέδαση και την ψυχαγωγία τους. Πληρώνει επίσης το κινητό τους τηλέφωνο και έξοδα γραφικής ύλης, ένδυσης και υπόδησης όποτε του το ζητήσουν τα παιδιά. Ως δικαιούχος ασφάλειας υγείας, πληρώνει €100 τον μήνα για ιατροφαρμακευτική κάλυψη των παιδιών στην Κύπρο και στο εξωτερικό.
Υποδεικνύει ότι το κόστος της ποδηλασίας έχει μειωθεί, ότι τα μαθήματα μπαλέτου κοστίζουν €120 μηνιαίως και ότι η Αιτήτρια προσκόμισε ως τεκμήριο απόδειξη που αφορά και το επιπλέον κόστος εγγραφής.
Αρνείται να συνεισφέρει οποιοδήποτε ποσό για την κάλυψη του εξόδου της οικιακής βοηθού, αναφέροντας ότι εάν η Αιτήτρια επιθυμεί τέτοια υπηρεσία πρέπει η ίδια να επωμιστεί το κόστος.
Αποτελεί θέση του ότι η Αιτήτρια δεν δικαιούται να αξιώνει ποσά για γενέθλια, ψυχαγωγία και μεταφορικά, διότι επωμίζεται και ο ίδιος αντίστοιχα έξοδα στον χρόνο επικοινωνίας του, ενώ για το κονδύλι των διακοπών πιστεύει ότι ο κάθε διάδικος πρέπει να καλύπτει τα έξοδα του. Ισχυρίζεται επίσης ότι οι εξετάσεις (GCSE) των παιδιών δεν αποτελούν σταθερό έξοδο, αλλά πληρώνονται μια φορά και κοστίζουν €150. Κατέθεσε ως τεκμήριο 8, αποδείξεις πληρωμής διάφορων εξόδων των παιδιών.
Με βάση τους δικούς του υπολογισμούς, τα έξοδα σίτισης και των δύο παιδιών κοστίζουν περί τα €350 μηνιαίως, τα έξοδα ένδυσης και υπόδησης περί τα €150 μηνιαίως και τα λειτουργικά έξοδα της οικίας περί τα €160 μηνιαίως.
Ενόψει του ότι ανέκαθεν κάλυπτε τα δίδακτρα, τα έξοδα φροντιστηρίων, δραστηριοτήτων και τα ιατρικά έξοδα των παιδιών πιστεύει ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να τα συνυπολογίσει στα μηνιαία έξοδα τους, αλλά πρέπει να εκδοθεί διάταγμα που να τον διατάζει να τα πληρώνει απευθείας.
Δηλώνει ότι γνωρίζει πολύ καλά τις ανάγκες και τα έξοδα των παιδιών, εφόσον μέχρι πρότινος τα κάλυπτε από κοινού με την Αιτήτρια και καλεί το Δικαστήριο να συνυπολογίσει στα εισοδήματα της το επίδομα τέκνου και μονογονέα που θα λαμβάνει η Αιτήτρια.
Με την συμπληρωματική ένορκο δήλωση της, η Αιτήτρια διαψεύδει τους ισχυρισμούς του Καθ’ ου η αίτηση ότι τα εισοδήματα του δεν είναι σταθερά και ισχυρίζεται ότι από το 2004 τα εισοδήματα του δεν έχουν μειωθεί, εφόσον ανήκει στο μόνιμο προσωπικό του Πανεπιστημίου ΧΧΧ. Αναφορικά με τα επιπλέον εισοδήματα που λαμβάνει από αξιολογήσεις των πελατών του, ισχυρίζεται ότι χρεώνει περί τα €450 ανά αξιολόγηση και ότι τις περιόδους που οι μαθητές χρειάζονται αξιολογήσεις, τα επιπλέον εισοδήματα του κυμαίνονται μεταξύ €4500 - €9000 μηνιαίως.
Προς απάντηση στους ισχυρισμούς του Καθ’ ου η αίτηση ότι η ίδια κερδίζει επιπλέον χρήματα από παγκόσμιες και εγχώριες παρουσιάσεις και από υπηρεσίες που προσφέρει σε διάφορους οργανισμούς, διευκρινίζει ότι αυτά εισπράττονται από το Πανεπιστήμιο ΧΧΧ και ότι προστίθεται κάποιο ποσό αναλογικά στον μισθό της. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της κατέθεσε ως Παράρτημα Α, αντίγραφο μισθοδοσίας της από το Πανεπιστήμιο ΧΧΧ, όπου φαίνεται ότι ο καθαρός μισθός της είναι €3.774 και όχι €4.300, ως ο καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται. Διευκρινίζει επίσης ότι με βάση τα εισοδήματά της δεν είναι δικαιούχος επιδομάτων.
Αναφέρεται στο τεκμήριο 4 που κατέθεσε ο Καθ’ ου η αίτηση, επί του οποίου ο τελευταίος σημείωσε ποια έξοδα των παιδιών αποδέχεται και ποια όχι, θέλοντας να καταδείξει ότι η κατά το δοκούν αποδοχή συγκεκριμένων εξόδων και η απόρριψη άλλων που η ίδια θεωρεί αναγκαία, ενώ ο Καθ’ ου η αίτηση όχι, αποτελεί ακόμα ένα λόγο που η αίτηση πρέπει να εγκριθεί και να εκδοθεί διάταγμα διατροφής για συγκεκριμένο ποσό. Είναι σε αυτή τη βάση που εκφράζει την διαφωνία της στην πρόταση του Καθ’ ου η αίτηση να εκδοθεί διάταγμα απευθείας πληρωμών κάποιων εξόδων, εφόσον όπως ισχυρίζεται, με τη συμπεριφορά του ο Καθ’ ου η αίτηση δείχνει ότι «πρέπει να τον εκλιπαρείς για να πληρώσει κάτι για τα παιδιά».
Απορρίπτει τους ισχυρισμούς του καθ’ ου η αίτηση ότι λαμβάνει ενοίκια και ισχυρίζεται ότι τα υποστατικά είναι ιδιοκτησίας του πατέρα της. Αναφέρει ότι ανέκαθεν είχαν οικιακή βοηθό στο σπίτι του κάποιες ημέρες του μήνα και υποδεικνύει ότι το σχετικό ποσό που αξιώνει είναι μόνο €20 το μήνα.
Αναφορικά με τους ισχυρισμούς του Καθ’ ου η αίτηση ότι καλύπτει ασφάλεια υγείας των παιδιών με κόστος €100 τον μήνα, ισχυρίζεται ότι τις ημέρες που η θυγατέρα τους ασθενούσε και χρειάστηκε ιατρική παρακολούθηση, ο Καθ’ ου η αίτηση δεν προσφέρθηκε να καλύψει τα έξοδα μέσω της ασφάλειας, αλλά την ώρα της πληρωμής εξαφανίστηκε, ζητώντας αργότερα τις αποδείξεις που η αιτήτρια πλήρωσε για να τις παρουσιάσει ως δικές του.
Τέλος, κατέθεσε ως παράρτημα Β, δέσμη τριών σελίδων που φαίνονται τα (GCSE) μαθήματα που επέλεξε η Α να δώσει εξετάσεις και το κόστος της κάθε εξέτασης, ήτοι €1.145 ευρώ.
Η ακρόαση της αίτησης ολοκληρώθηκε με τις γραπτές αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων. Ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε.
Έχω μελετήσει την παρούσα αίτηση, την ένσταση, το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων των διαδίκων καθώς και τα όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων υποστήριξαν με τις αγορεύσεις τους.
Ο Καθ’ ου η αίτηση παραπονείται ότι η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση περιέχει ψευδή και αναληθή γεγονότα και ότι η Αιτήτρια απέκρυψε ουσιώδη γεγονότα από το Δικαστήριο.
Επισημαίνω προς τούτο, ότι η αρχή της πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων που ενδέχεται να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου, ως προς την έκδοση ή όχι ενός προσωρινού διατάγματος, είναι στοιχείο τα οποίο εξετάζεται και έχει ουσιαστική σημασία εκεί όπου η έκδοση του προσωρινού διατάγματος επιδιώκεται και πετυχαίνει στη βάση μονομερούς αίτησης. Οι οδηγίες που δόθηκαν για επίδοση της αίτησης στον καθ’ ου η αίτηση, ούτως ώστε να του δοθεί το δικαίωμα να ακουστεί, έχουν μετατρέψει την μονομερή αίτηση σε δια κλήσεως αίτηση, γεγονός που αφαιρεί οποιοδήποτε επιχείρημα περί μη συνδρομής της πιο πάνω αρχής. Κατά συνέπεια, ο σχετικός λόγος ένστασης απορρίπτεται (βλ. Κώστας Σμυρνιός (2000) 1 ΑΑΔ 43, Κυριακίδης ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λ.τ.δ. (2011) 1 (β) ΑΑΔ 2011, The Royal Bank of Scotland ν. Πλοίο “KALIA” (2012) 1 ΑΑΔ 6, Μαρκιτανή v. Μαρκιτανή (2000) 1 ΑΑΔ ).
Ο Καθ’ ου η αίτηση περαιτέρω, υποστηρίζει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος.
Στην διαδικασία έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσον συντρέχουν οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν. 14/60, όπως αυτές έχουν αποκρυσταλλωθεί σε σωρεία Αποφάσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου. Αυτές είναι η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, η ύπαρξη ορατής πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγοντας σε θεραπεία στην αγωγή και ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, εκτός εάν εκδοθεί το αιτούμενο Διάταγμα (Βλ. μεταξύ άλλων Odysseos v. Pieris Estates and Others(1982) 1 Α.Α.Δ. 557, Τσιολάκκη και άλλη ν. Στυλιανίδη (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 782, Πουργουρίδη κ.α .Μέζου, (1994) 1 Α.Α.Δ. 201, Κυτάλα κ.ά. ν. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 253, M & Ch Mitsingas Tr. Ltd κ.ά. ν. Timberland Co. (1997) 1 (Γ) 1 Α.Α.Δ. 1791).
Είναι περαιτέρω πάγια νομολογημένο ότι από μόνη της η ύπαρξη των τριών πιο πάνω προϋποθέσεων δεν είναι αρκετή, αλλά στο τελικό στάδιο το Δικαστήριο πρέπει να σταθμίσει και το κατά πόσον είναι δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα (Ιπποδρομιακή Αρχή v. Χ΄΄ Βασίλη (1989) 1 ΑΑΔ 152).
Το Δικαστήριο στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο περιορίζεται στην εξέταση της συνδρομής των πιο πάνω προϋποθέσεων, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της διαφοράς. Έτσι, δεν προβαίνει σε ευρήματα, ούτε αποφασίζει επί διαφιλονικούμενων θεμάτων. Οι αντικρουόμενοι ισχυρισμοί των διαδίκων θα εξετασθούν και θα αποφασιστούν κατά την ακρόαση της εναρκτήριας αίτησης (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 ΑΑΔ 363).
Σε σχέση με την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, έχει εξηγηθεί ότι δεν απαιτείται τίποτα περισσότερο από του να καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση, ενώ η δεύτερη προϋπόθεση σύμφωνα με την Odysseos ανωτέρω περικλείει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα αλλά κάτι λιγότερο από το «ισοζύγιο των πιθανοτήτων» που είναι το μέτρο απόδειξης στις αστικές διαφορές.
Ως προς την τρίτη προϋπόθεση, η οποία σχετίζεται με την επάρκεια της θεραπείας υπό το φως των γεγονότων της κάθε υπόθεσης, στην Timberland ανωτέρω έχει λεχθεί ότι:
«Η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου σε θεραπεία».
Στην απόφαση Κυρίσαββα v. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. έχει επίσης λεχθεί:
«όμως η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπ’ όψη. »
Οι πιο πάνω προϋποθέσεις κρίνονται με βάση τις διατάξεις του Νόμου που διέπει το υπό εξέταση κάθε φορά θέμα. Στην παρούσα υπόθεση, ως έχει ήδη λεχθεί, σχετικά είναι τα άρθρα 33(1) και 37 του Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν. 216/90 (στο εξής ο Νόμος).
Το άρθρο 33 (1) του Νόμου ορίζει ότι οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις τους.
Το άρθρο 37 (1) του Νόμου ορίζει ότι η διατροφή προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και τις οικονομικές δυνατότητες που υπάρχουν για διατροφή προσώπου.
Το άρθρο 37 (2) του Νόμου ορίζει ότι η διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του δικαιούχου και επιπλέον, ανάλογα με την περίπτωση, τα έξοδα για την εν γένει εκπαίδευσή του.
Ο Καθ’ ου η αίτηση προτείνει την έκδοση διατάγματος για απευθείας πληρωμές συγκεκριμένων εξόδων των παιδιών. Εισήγηση για απευθείας πληρωμές επαναλαμβάνεται και στην αγόρευση της συνηγόρου του. Συγκεκριμένα, προτείνει όπως ο Καθ’ ου η αίτηση πληρώνει τα μισά δίδακτρα, τα μισά έξοδα εξετάσεων και επιπλέον να καταβάλλει στην Αιτήτρια ένα ποσό της τάξεως των €500 για τα υπόλοιπα έξοδα των παιδιών.
Παρά το ότι ο Καθ’ ου η αίτηση αμφισβητεί τη συνδρομή των προϋποθέσεων του Νόμου για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, η στάση του και η προθυμία του να καλύπτει απευθείας κάποια έξοδα, δείχνει κατά την κρίση μου ότι αποδέχεται και αντιλαμβάνεται τη νομική υποχρέωση που έχει έναντι στα ανήλικα τέκνα του να συνεισφέρει στα έξοδα διατροφής και διαβίωσης τους και κατ’ επέκταση, ότι αποδέχεται τη συνδρομή και των τριών προϋποθέσεων του άρθρου 32 του Ν.14/60.
Ανεξαρτήτως όμως αυτού, κατωτέρω θα εξετάσω κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60, ως οφείλω να πράξω.
Στο σύγγραμμα του Απότολου Σ. Γεωργιάδη «ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ»,Β Έκδοση στη σελίδα 677, αναφέρονται τα εξής σε σχέση με το ποιος γονέας νομιμοποιείται να καταχωρήσει αίτηση για να εκδοθεί διάταγμα διατροφής :
«Περαιτέρω, αν ο δικαιούχος είναι ανήλικος, την αγωγή ασκεί για λογαριασμό του αυτός που έχει τη γονική μέριμνα ή έστω την επιμέλειά του (συνήθως η μητέρα) και, αν δεν την έχει κανείς, το πρόσωπο με το οποίο διαμένει το παιδί (ΑΚ 1516 § 2). Τα ίδια ισχύουν και όταν ακόμη η άσκηση της γονικής μέριμνας, άρα και της επιμέλειας, εξακολουθεί να ανήκει θεωρητικά και στους δύο γονείς, οπότε το ανήλικο θα εκπροσωπήσει ο γονέας που διαμένει μαζί του, χωρίς να χρειάζεται να διοριστεί τρίτος ως ειδικός επίτροπος.»
(Βλ. επίσης Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΞ, Τόμος VII, σελ. 713).
Δικαίωμα καταχώρισης αίτησης διατροφής αποκτά ο γονέας ο οποίος ασκεί την επιμέλεια ή έχει υπό την φύλαξη του το ανήλικο σύμφωνα με το διάταγμα γονικής μέριμνας, εάν υπάρχει, και η αίτηση στρέφεται εναντίον του άλλου γονέα. Στις περιπτώσεις όπου η γονική μέριμνα του ανηλίκου δεν έχει ρυθμιστεί με διάταγμα Δικαστηρίου, νόμιμο δικαίωμα καταχώρισης αίτησης διατροφής αποκτά ο γονέας με τον οποίο διαμένει το ανήλικο. Στην υπό κρίση περίπτωση, αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι η Αιτήτρια έχει υπό τη φύλαξη της τα παιδιά.
Είναι δε σημαντικό να τονιστεί ότι η υποχρέωση των γονέων να διατρέφουν τα τέκνα τους πηγάζει από το Νόμο και σκοπό έχει την κάλυψη των βιοτικών τους αναγκών για τη συντήρηση και διατροφή τους και την κάλυψη άλλων αναγκών, όπως αυτές προκύπτουν στην καθημερινότητα τους. Για παράδειγμα, αυτών που σχετίζονται με την εκπαίδευση και την υγεία τους. Η μη καταβολή από τον ένα εκ των δύο υπόχρεων του ποσού που του αναλογεί προς επίτευξη του πιο πάνω σκοπού, θέτει σε κίνδυνο την ίδια τη διαβίωση των ανηλίκων.
Στη βάση όλων των πιο πάνω, κρίνεται ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση αλλά και πιθανότητα η Αιτήτρια να δικαιούται σε θεραπεία στην εναρκτήρια αίτηση.
Ως προς την τρίτη προϋπόθεση, η οποία είναι συνυφασμένη με την επάρκεια αποζημιώσεων κατά την έκδοση της απόφασης, θεωρώ ότι πληρείται και αυτή. Η υπό κρίση αίτηση αποσκοπεί στη διασφάλιση της συμβολής των διαδίκων στη διατροφή και γενικότερα στην κάλυψη των βασικών αναγκών των ανηλίκων, μέχρι την πλήρη αποπεράτωση της εναρκτήριας αίτησης. Η φύση της διαδικασίας είναι τέτοια που τη διαφοροποιεί από άλλες διαδικασίες που έχουν ως σκοπό την επιδίκαση χρηματικών αποζημιώσεων. Η όποια αποζημίωση ενδεχομένως επιδικαστεί μετά την ακρόαση της εναρκτήριας αίτησης, δεν μπορεί να κριθεί ικανοποιητική, ενόψει του ότι η συντήρηση και η ευημερία των ανηλίκων αδιαμφησβήτητα είναι καθημερινή και τρέχουσα ανάγκη και εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να αναμένει την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης.
Μέσα από τις ένορκες δηλώσει των διαδίκων, διαφαίνεται η έντονη διαφωνία τους ως προς τα επιμέρους κονδύλια που απαρτίζουν το μηνιαίο εξοδολόγιο των παιδιών. Η διαφωνία τους εστιάζεται τόσο στο ύψος αυτών, όσο και στο κατά πόσο κάποια από αυτά συγκαταλέγονται στις άμεσες βιοτικές τους ανάγκες. Ο κάθε ένας εκφέρει τη δική του γνώμη, ωστόσο, η πραγματικότητα είναι ότι εάν ο Καθ’ ου η αίτηση αρνηθεί να συνεισφέρει στην κάλυψη εξόδων τα οποία κατά τον ίδιο κρίνονται ως μη αναγκαία, δεν μένει εκτεθειμένη η Αιτήτρια, αλλά τα ίδια τα παιδιά, εφόσον το δικαίωμα διατροφής ανήκει σε αυτά και αξιώνεται δια μέσου της.
Η Αιτήτρια αναφέρθηκε σε περιπτώσεις όπου ο Καθ’ ου η αίτηση αποφάσισε μονομερώς εάν θα συνεισφέρει στην κάλυψη ορισμένων εξόδων των παιδιών και σε άλλες περιπτώσεις όπου απέφυγε την υποχρέωση του. Η διαφωνία των διαδίκων ως προς το θέμα αυτό διαφαίνεται και από τον τρόπο που σχολιάζουν το τεκμήριο 4 που κατέθεσε ο Καθ’ ου η αίτηση και αφορά σε λίστα εξόδων που η Αιτήτρια του απέστειλε για να συνεισφέρει σε αυτά. Είναι αρκετό για το στάδιο αυτό, όπου δεν επιτρέπεται η εις βάθος αξιολόγηση της μαρτυρίας να αναφέρω ότι οι διάδικοι δεν συμφωνούν ούτε για το ποιες είναι οι άμεσες βιοτικές ανάγκες των παιδιών. Διαφαίνεται επίσης η Αιτήτρια καλείται να δίνει εξηγήσεις για κάθε ξεχωριστό κονδύλι και ότι επαφίεται τελικά στην κρίση του Καθ’ ου η αίτηση εάν θα συνεισφέρει η όχι.
Με το σχόλιο αυτό δεν υπονοώ ότι ο Καθ’ ου η αίτηση αρνείται γενικά να συνεισφέρει στα έξοδα των παιδιών, τουναντίον, η δήλωση του ότι επιθυμεί να καλύπτει μέρος των εξόδων με απευθείας πληρωμές, δείχνει, όπως προανέφερα, ότι αποδέχεται την υποχρέωση του να διατρέφει τα τέκνα του. Αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι η πρακτική που οι διάδικοι ακολουθούν, πρακτική που προφανώς δεν ικανοποιεί την Αιτήτρια, δημιουργεί συνεχείς προστριβές και διαφωνίες. Προφανώς αυτός είναι και ο λόγος που δεν μπορέσαν να γεφυρώσουν φιλικά τις διαφορές τους, αλλά επέλεξαν να το κάνουν δια μέσου της δικαστικής οδού.
Αυτό κατά την κρίση μου καταδεικνύει την αναγκαιότητα έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος, εφόσον οποιαδήποτε διαφωνία των διαδίκων ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει τον Καθ’ ου η αίτηση είτε να σταματήσει να συνεισφέρει στα έξοδα των παιδιών, είτε να μειώσει τη συνεισφορά του. Μόνο η δεσμευτικότητα ενός διατάγματος διασφαλίζει διαχρονικά και σταθερά την καταβολή ενός ποσού που το Δικαστήριο κρίνει εύλογο για την συνεισφορά του στην διατροφή των δικαιούχων ανήλικων τέκνων του.
Όπως έχει αναφερθεί στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου Δημοσθένους v. Δημοσθένους, Έφεση Αρ. 21/2019, ημερομηνίας 29 Ιουνίου 2020:
«Η υποχρέωση αυτή είναι διαρκής. Η πιθανότητα διακοπής της συνεισφοράς του εφεσείοντος ανά πάσα στιγμή και για οποιοδήποτε λόγο δεν τίθεται στη βάσανο μαρτυρίας προς τούτο. Από τη στιγμή που η εφεσίβλητη διεκδίκησε δικαστική συνεισφορά υπό το φως της απομάκρυνσης του εφεσείοντος από τη συζυγική οικία, παραμένει αυτονόητο ότι είτε συναινετικά, είτε διά αποφάσεως μετά από ακρόαση, ένα διάταγμα μέσω Δικαστηρίου, είναι απαραίτητο, προς διασφάλιση των βασικών αναγκών των ανηλίκων».
Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνεται ότι είναι δίκαιο, εύλογο αλλά και επιβεβλημένο να εκδοθεί ένα προσωρινό διάταγμα και ό,τι απομένει να εξεταστεί και να καθοριστεί, είναι το ύψος της συνεισφοράς του Καθ’ ου η αίτηση στα έξοδα διατροφής και συντήρησης των παιδιών του.
Έχω ήδη αναφερθεί στις διιστάμενες απόψεις και θέσεις των διαδίκων ως προς τα επιμέρους κονδύλια που αφορούν τις ανάγκες των παιδιών, θέσεις οι οποίες λαμβάνονται υπόψιν από το Δικαστήριο και συνυπολογίζονται μαζί με άλλους παράγοντες, όπως είναι για παράδειγμα η ηλικία των παιδιών, το γεγονός ότι η αιτήτρια ασκεί τη φύλαξη και φροντίδα τους και το βιοτικό επίπεδο ζωής που απολάμβαναν μέχρι σήμερα.
Ως προς τον τρόπο που το Δικαστήριο οφείλει να προσεγγίζει τις υποθέσεις διατροφής στο στάδιο έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος, καθ’ όλα καθοδηγητικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, Α.Μ ν. Μ.Ζ., Έφεση Αρ. 23/2019, ημερομηνίας 28.07.2020, τα οποία παραθέτω αυτούσια:
«Ως προς τα έξοδα της ανήλικης, όπως προαναφέραμε, καθορίζονται αφού το Δικαστήριο προβεί σε μια σφαιρική αντίκριση των δεδομένων. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι πρόκειται για ενδιάμεσο διάταγμα, το οποίο εκδίδεται γιατί υπάρχει η υποχρέωση και των δύο γονέων να συνεισφέρουν στη διατροφή του ανήλικου από τη διάσταση και πως αυτό περιορίζεται μέχρι την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης, όπου το Δικαστήριο θα αποφασίσει επί της ουσίας της αίτησης με βάση τα πραγματικά εισοδήματα των διαδίκων και των αναγκών του ανηλίκου και θα προβεί σε καταμερισμό στον κάθε γονέα.»
Κατωτέρω θα προβώ σε κάποιες γενικές παρατηρήσεις και επισημάνσεις αναφορικά με τα ισχυριζόμενα έξοδα των παιδιών, καθοδηγούμενη από τη σχετική Νομολογία σύμφωνα με την οποία το μέτρο της διατροφής δεν μπορεί να εξευρεθεί με απόλυτους αριθμούς. Η κοινή λογική και η πείρα της ζωής είναι παράγοντες οι οποίοι διαδραματίζουν ρόλο στην καλύτερη αντίληψη των γεγονότων προς εντοπισμό των πραγματικών αναγκών συγκεκριμένων ατόμων. Το Δικαστήριο, εξετάζοντας και καθορίζοντας το εύλογο των κονδυλίων που απαιτούνται για τη διατροφή και συντήρηση του δικαιούχου, δεν είναι υποχρεωμένο να υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες που να οδηγούν σε υπολογισμό με σεντ, αλλά θα πρέπει να σταθμίζει τις ανάγκες και να καταλήγει σε συμπεράσματα που θα επαναφέρουν, ή δυνατό, τα ανήλικα παιδιά σε μία πλησιέστερη κατάσταση, όπως θα ήταν εάν οι γονείς τους ζούσαν μαζί (βλ. Μαρκουλίδης ν. Μαρκουλίδης κ.ά. (1989) 1 ΑΑΔ 1386, Κορελλίδης ν. Κορελλίδη (2012) 1 ΑΑΔ 1975 Παναγιώτου ν. Σφικτού (2001) 1 ΑΑΔ 625, Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους (2010) 1 (Β) ΑΑΔ 951).
Σημειώνω αρχικά ότι πολλά από τα έξοδα των παιδιών παρουσιάζονται αυξημένα. Χωρίς να παραγνωρίζω το βιοτικό επίπεδο που τα παιδιά απολάμβαναν μέχρι σήμερα, κρίνω ότι €450 μηνιαίως για τη διατροφή, ήτοι την σίτιση του κάθε παιδιού είναι υπερβολικό, όπως και το ποσό των €170 για τα μεταφορικά έξοδα του κάθε παιδιού, εφόσον και ο Καθ’ ου η αίτηση επωμίζεται μέρος αυτών. Υποδεικνύω περαιτέρω την υπερβολή στην αναλογία των παιδιών στα λειτουργικά έξοδα της οικίας, ήτοι €150 μηνιαίως για κάθε παιδί. Από το τεκμήριο που κατέθεσε η Αιτήτρια, ο λογαριασμός ρεύματος, που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του κονδυλίου αυτού, για περίοδο δύο μηνών δεν ξεπερνά €270. Αναφορικά με τις απογευματινές δραστηριότητες και φροντιστήρια των παιδιών, σημειώνω ότι αυτά γίνονται για όσο διαρκεί το σχολικό έτος, ήτοι από το Σεπτέμβριο μέχρι τον Ιούνιο εκάστου έτους.
Επισημαίνω ότι οι φορολογίες δεν αποτελούν άμεση βιοτική ανάγκη των παιδιών και ότι ο κάθε γονέας πρέπει να επωμίζεται τα έξοδα των διακοπών που επιλέγει να κάνει με τα παιδιά του.
Αναφορικά με την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των παιδιών, αρκούμαι να αναφέρω ότι το ποσό των €310 που αφορά την ανήλικη Α, εκ πρώτης όψεως κρίνεται υπερβολικό, σημειώνοντας παράλληλα ότι η ανάγκη αυτή καλύπτεται από το ΓΕΣΥ.
Διάσταση στις θέσεις των διαδίκων, παρατηρείται και σε σχέση με τις οικονομικές τους δυνάμεις. Κατά πάγια Νομολογία, ο κάθε διάδικος έχει υποχρέωση να αποκαλύπτει ειλικρινώς τα εισοδήματα του και την δική του οικονομική δυνατότητα. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Δημητρίου v. Περδίου (2005) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1418 όπου λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«Όπως έχει η σχετική νομοθετική διάταξη (βλ. άρθρο 33(1) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν.216/90) η υποχρέωση για διατροφή των ανηλίκων τέκνων μίας οικογένειας ανήκει και στους δύο γονείς, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του καθενός. Έχουν και οι δύο υποχρέωση όπως προβαίνουν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των πραγματικών τους εισοδημάτων και όχι μόνο των εξόδων τους. Στην υπόθεση Ette v. Ette (1965) 1 All E.R. 341, 346 έχει λεχθεί ότι όταν ο Καθ΄ ού η αίτηση δεν προβαίνει ο ίδιος σε ειλικρινή και πλήρη αποκάλυψη σχετικά με την οικονομική του κατάσταση, τότε το Δικαστήριο μπορεί, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του επαγγέλματος του και το τι κερδίζουν άλλοι στο ίδιο το επάγγελμα, να υπολογίσει ότι ο Καθ΄ ού η αίτηση έχει ψηλότερα, απ΄ ότι ισχυρίζεται, εισοδήματα. Η αρχή αυτή συνάδει και με τον κανόνα ότι εκεί που κάποιος έχει την αποκλειστική γνώση γεγονότων, οφείλει να τα αποδείξει (βλ. Tarapoulouzis v. District Officer (1962) C.L.R. 91 και Μαρκουλίδης v. Μαρκουλίδης κ.α. (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1386, 1390). Επομένως σε υποθέσεις διατροφής των ανηλίκων τέκνων μιας οικογένειας, η οικονομική δυνατότητα του καθενός από τους γονείς δεν είναι θέμα που θα πρέπει να αποδεικνύεται από τον Αιτητή ή την Αιτήτρια, ανάλογα με την περίπτωση, αλλά θέμα αληθινής αποκάλυψης από τους ίδιους τους γονείς, των αντιστοίχων εισοδημάτων τους. Το δε δικαστήριο, προβαίνει σε πλήρη έρευνα αυτών των στοιχείων.
Περαιτέρω αναφέρουμε ότι από σχετική νομολογία φαίνεται ότι το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη όχι μόνο τα πραγματικά εισοδήματα αλλά και την ικανότητα του Καθ΄ ού η αίτηση να κερδίζει (his potential earning capacity). (Βλ. Klucinsky v. Klucinsky (1953) 1 All E.R. 683 και McEwan v. McEwan (1972)»
Από τα όσα οι διάδικοι αναφέρουν στις ένορκες δηλώσεις τους είναι εμφανές ότι δεν προβαίνουν σε πλήρη και αληθινή αποκάλυψη των πραγματικών τους εισοδημάτων, ως όφειλαν. Το γεγονός ότι ο ένας κατηγορεί τον άλλο ότι αποκρύβει τα επιπλέον εισοδήματα που λαμβάνει από την απασχόληση του τα απογεύματα έχει τη σημασία του, εφόσον ως σύζυγοι που ήταν μέχρι πρότινος, προφανώς έχουν κάποια γνώση τόσο των εισοδημάτων όσο και του κύκλου εργασιών τους.
Υποδεικνύω συγκεκριμένα ότι, ενώ ο Καθ’ ου η αίτηση παραδέχεται ότι βλέπει ασθενείς τα απογεύματα, τηρεί σιγήν ιχθύος ως προς τα ποσά που κερδίζει και αρκείται σε απλή άρνηση του ισχυρισμού ότι χρεώνει περί τα €450 ανά περιστατικό που αξιολογεί, χωρίς καμία περαιτέρω εξήγηση ή έστω αναφορά στα πραγματικά ποσά που χρεώνει. Η Αιτήτρια από την άλλη δεν σχολιάζει και δεν απαντά στους ισχυρισμούς του Καθ’ ου η αίτηση ότι παρακολουθεί ασθενείς τα απογεύματα, ούτε τεκμηριώνει τον ισχυρισμό της ότι δεν είναι ιδιοκτήτρια της ακίνητης περιουσίας στην οποία αναφέρεται ο Καθ’ ου η αίτηση.
Ένας απλός μαθηματικός υπολογισμός με δεδομένα τα κατ’ ισχυρισμόν εισοδήματα των διαδίκων, τα έξοδα των παιδιών και τα ποσά που οι διάδικοι καταβάλλουν για τα δάνεια τους, λαμβάνοντας δε υπόψιν ότι απαιτείται ένα ποσό για την κάλυψη των αναγκών των διαδίκων, καταδεικνύει εκ πρώτης όψεως ότι οι πραγματικές εισοδηματικές δυνάμεις των διαδίκων δεν είναι της τάξεως των ποσών που αναφέρουν.
Συνεπώς, το γενικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει το Δικαστήριο είναι ότι τόσο η Αιτήτρια, όσο και ο Καθ’ ου η αίτηση, παρέλειψαν να δώσουν μία τεκμηριωμένη εικόνα των οικονομικών τους δυνατοτήτων, έστω στο βαθμό που αυτό απαιτείται για τους περιορισμένους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας.
Τονίζω εκ νέου ότι στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της ουσίας της υπόθεσης, ούτε προδικάζει οποιοδήποτε ζήτημα σε σχέση με αυτήν. Οι οποιεσδήποτε διαπιστώσεις στις οποίες προβαίνει το Δικαστήριο, γίνονται για σκοπούς εξέτασης της έκδοσης ή μη ενός προσωρινού διατάγματος. Όλα τα ζητήματα που εγείρονται στην εναρκτήρια αίτηση, παραμένουν ζωντανά για να αποφασισθούν κατά την εκδίκαση της ουσίας. (Δημοκρατία της Σλοβενίας v. Beograska Banka D.D. (1999) 1 (A) ΑΑΔ 225,2336).
Υπό το φως των πιο πάνω και λαμβάνοντας υπόψιν την παραδοχή του Καθ’ ου η αίτηση ότι οι οικονομικές του δυνάμεις, του επιτρέπουν να καλύπτει το ½ των διδάκτρων, φροντιστηρίων και εξετάσεων των παιδιών και επιπλέον να καταβάλλει ένα ποσό της τάξεως των €500 στην Αιτήτρια, κατέληξα ότι το ποσό των €1.500 μηνιαίως είναι λογικό υπό τις περιστάσεις να καθοριστεί ως προσωρινή συνεισφορά του στα έξοδα διατροφής των ανήλικων τέκνων του.
Συνεπώς, εκδίδεται προσωρινό διάταγμα με το οποίο ο καθ’ ου η αίτηση διατάσσεται να καταβάλλει στην Αιτήτρια μηνιαίως από 01.02.2023, την πρώτη ημέρα κάθε επόμενου μηνός, το ποσό των €1.500 ως συνεισφορά του στην διατροφή και συντήρηση των ανήλικων τέκνων του Α και Β.
Το διάταγμα θα ισχύει μέχρι περατώσεως της εναρκτήριας αίτησης ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
Τα έξοδα της αίτησης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση, καταβλητέα μετά το πέρας της εναρκτήριας αίτησης.
Σ. Νεοφύτου, Δ.
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο