ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. Νεοφύτου, Δ.
Αρ. Αίτησης: 275/10
Μεταξύ:
Ο.Α.
Αιτήτρια
και
Σ.Κ.
Καθ’ ου η αίτηση
Κλήση ημερομηνίας 11.01.2023 βάσει του άρθρου 124 Α του Κεφ.155, όπως τροποποιήθηκε
Ημερομηνία: 22 Ιουνίου 2023
Εμφανίσεις:
Για την Αιτήτρια: προσωπικά
Για τον Καθ’ ου η αίτηση: Δ. Διομήδους για Καλλής & Καλλής Δ.Ε.Π.Ε.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Στις 23.12.12 στα πλαίσια εναρκτήριας αίτησης με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό, εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας εκ συμφώνου διάταγμα διατροφής σύμφωνα με το οποίο ο Καθ’ ου η αίτηση διατάχθηκε να καταβάλλει στην αιτήτρια από 01.03.2012 και την πρώτη ημέρα κάθε επόμενου μήνα το ποσό των €600 μηνιαίως, ως συνεισφορά του στην διατροφή και συντήρηση των ανήλικων τέκνων του Α και Χ. Από το φάκελο της υπόθεσης προκύπτει ότι το διάταγμα επιδόθηκε προσωπικά στον Καθ’ ου η αίτηση στις 14.12.2022.
Στις 11.01.23 η Αιτήτρια καταχώρισε ένορκο δήλωση για την έκδοση εντάλματος φυλάκισης εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση, για την είσπραξη του ποσού των €19.594,00 ως χρηματική ποινή. Η Αιτήτρια επισύναψε στην ένορκο δήλωση της αναλυτική χειρόγραφη κατάσταση στην οποία επεξηγεί το πως κατέληξε στο πιο πάνω ποσό.
Με βάση αυτή ισχυρίζεται ότι ο Καθ’ ου η αίτηση οφείλει για την διατροφή της Α, για την περίοδο από 01.03.14 μέχρι 31.12.22, ήτοι για περίοδο 10 μηνών, το ποσό των €9.842 και για τη διατροφή της Χ, για την περίοδο από 01.03.2014 μέχρι 30.04.22 (η Χ ενηλικιώθηκε τον Μάιο του 2022), το ποσό των €8.547. Η Αιτήτρια αξιώνει περαιτέρω το ποσό των €1.200, ως οφειλόμενο ποσό για τις διατροφές του έτους 2021, όπου ο Καθ’ ου η αίτηση της κατέβαλλε το ποσό των €500 μηνιαίως αντί του ποσού των €600 μηνιαίως (12x€100).
Το άρθρο 124Α του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ. 155), όπως τροποποιήθηκε, προνοεί τη διαδικασία που ακολουθείται λόγω παράλειψης πληρωμής διατροφής:
«124Α.(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 118 έως 124 του παρόντος Μέρους, στις περιπτώσεις που πρόσωπο παραλείπει να συμμορφωθεί με διάταγμα διατροφής, που εκδίδεται δυνάμει του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου και του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου, το πρόσωπο προς όφελος του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα δύναται να καταχωρίσει στο Δικαστήριο ένορκη δήλωση για την έκδοση εντάλματος φυλάκισης του προσώπου που παρέλειψε να συμμορφωθεί και το Δικαστήριο, αφού καλέσει το επηρεαζόμενο πρόσωπο να εμφανιστεί ενώπιόν του κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2), δύναται να εκδώσει ένταλμα φυλάκισης εναντίον του επηρεαζόμενου προσώπου για την περίοδο που ορίζεται στο ένταλμα και για τέτοια περαιτέρω περίοδο στην οποία το πρόσωπο δυνατό να υπόκειται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 128 σε σχέση με τα έξοδα εκτέλεσης του εντάλματος φυλάκισης.
(2) Για να καταστεί δυνατή η εμφάνιση του επηρεαζόμενου προσώπου και να εκδοθεί το ένταλμα φυλάκισης δυνάμει του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριο καλεί γραπτώς το επηρεαζόμενο πρόσωπο να εμφανιστεί ενώπιόν του κατά την καθοριζόμενη στην κλήση ημερομηνία, που ορίζεται το αργότερο εντός δεκαπέντε ημερών από την καταχώριση της ένορκης δήλωσης, για να εξηγήσει τους λόγους γιατί παρέλειψε να συμμορφωθεί με το διάταγμα διατροφής και τον πληροφορεί ότι σε περίπτωση μη εμφάνισης του το ένταλμα φυλάκισης δύναται να εκδοθεί:
Νοείται ότι η επίδοση της κλήσης σύμφωνα με το παρόν άρθρο γίνεται στον καθορισμένο τύπο και δύναται να επιτευχθεί με την αποστολή της κλήσης στο επηρεαζόμενο πρόσωπο με το σύνηθες ταχυδρομείο με επιστολή που απευθύνεται σε αυτό στον τελευταίο γνωστό ή το συνήθη τόπο διαμονής του:
Νοείται περαιτέρω ότι αν το επηρεαζόμενο πρόσωπο δεν εμφανιστεί στο Δικαστήριο κατά την καθορισθείσα ημερομηνία το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει το ένταλμα φυλάκισης.»
Το νομικό πλαίσιο για την υποβολή τέτοιου αιτήματος είναι το άρθρο 40 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου Ν.216/1990 το οποίο προβλέπει ότι:
«Τα διατάγματα διατροφής που εκδίδονται δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου μπορούν να εκτελεσθούν και ως χρηματικές ποινές σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή οποιοδήποτε άλλου Νόμου που τον καταργεί ή τον τροποποιεί.»
Στη βάση της ενόρκου δηλώσεως της Αιτήτριας εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 124 (Α) του Κεφ. 155, η υπό εξέταση κλήση, με την οποία ο Καθ’ ου η αίτηση κλήθηκε να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου στις 27.01.2023, για να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους παρέλειψε να συμμορφωθεί με το διάταγμα διατροφής. Στην κλήση σημειώνεται επίσης ότι εάν ο Καθ’ ου η αίτηση παραλείψει να εμφανιστεί στο Δικαστήριο κατά την ημέρα και ώρα που ορίζεται σε αυτήν, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει εναντίον του ένταλμα φυλάκισης.
Η ένταση υποστηρίζεται από ένορκο δήλωση του Καθ’ ου η αίτηση και της ενήλικης θυγατέρας των διαδίκων Χ.
Στην ένορκο δήλωση του ο Καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι δεν είναι σίγουρος για το κατά πόσο του έχει επιδοθεί το διάταγμα διατροφής, εφόσον πέρασαν πολλά χρόνια από την έκδοση του και ήταν πάντοτε συνεπής στην υποχρέωση του να καταβάλλει το ποσό της διατροφής.
Ισχυρίζεται περαιτέρω, ότι μετά από συζητήσεις με την Αιτήτρια συμφώνησαν ότι το ποσό της διατροφής θα παραμείνει σταθερό στα €600 μηνιαίως και η Αιτήτρια δεν θα αξιώσει οποιαδήποτε αύξηση επί του ποσού αυτού, με την προϋπόθεση ότι ο Καθ’ ου η αίτηση με την ενηλικίωση των παιδιών θα τους αγοράσει από ένα αυτοκίνητο. Με βάση τα λεγόμενα του και δίδοντας πίστη στα όσα οι διάδικοι συμφώνησαν, προέβη σε άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού επ’ ονόματι του και προς όφελος των δύο τέκνων του, όπου κατέθετε το ποσό των €100 μηνιαίως. Κατέθεσε ως τεκμήριο 1, καταστάσεις τραπεζικού λογαριασμού.
Υποστηρίζει ότι από το 2012 μέχρι το 2017 κατέβαλλε την διατροφή σε μετρητά και η Αιτήτρια εξέδιδε και του παρέδιδε απόδειξη καταβολής της διατροφής. Κατέθεσε ως τεκμήριο 2, δέσμη αποδείξεων που κατάφερε να εντοπίσει και εξηγεί ότι σε κάποιες αποδείξεις όπως για παράδειγμα σε αυτήν ημερομηνίας 04.12.2014 αναγράφεται η λέξη «εξόφληση». Ακολούθως και για να αποφύγει οποιαδήποτε επαφή με την Αιτήτρια συνέχισε να καταβάλλει το ποσό της διατροφής με κατάθεση στον τραπεζικό της λογαριασμό, χωρίς και πάλι η Αιτήτρια είτε να διαμαρτυρηθεί είτε να αξιώσει οποιαδήποτε αύξηση.
Είναι η θέση του ότι η πιο πάνω συμπεριφορά της Αιτήτριας καταδεικνύει και επιβεβαιώνει εγγράφως την πρόθεση της να μην αξιώσει τις αυξήσεις και την εμποδίζει από του να τις διεκδικεί, αφού η ίδια εξέδιδε και παρέδιδε τις εξοφλητικές αποδείξεις για τη διατροφή που ελάμβανε αδιαμαρτύρητα, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη των δικαιωμάτων της. Θεωρεί ότι με τη συμπεριφορά της αποποιήθηκε του δικαιώματος της να αξιώνει τη νόμιμη αύξηση μετά από 11 χρόνια.
Υποδεικνύει ότι υπήρξε πάντοτε συνεπής με την υποχρέωση του να καταβάλλει το ποσό της διατροφής και εξηγεί ότι προς υλοποίηση της μεταξύ τους συμφωνίας, μόλις η θυγατέρα τους Χ έλαβε άδεια οδήγησης, της αγόρασε αυτοκίνητο αξίας €8.800. Κατέθεσε ως τεκμήριο 3, σχετικό τιμολόγιο ημερομηνίας 22.10.2022. Αναφέρει ότι το όχημα είναι εγγεγραμμένο επ’ ονόματι του για σκοπούς πληρωμής χαμηλότερου ασφάλιστρου, ήτοι €470 κατ’ έτος. Κατέθεσε ως τεκμήριο 4, χρεωστική σημείωση από ασφαλιστική εταιρεία. Ισχυρίζεται επίσης ότι τα έξοδα για την απόκτηση της άδειας οδήγησης της Χ ύψους €1.950 περίπου τα επωμίστηκε ο ίδιος αποκλειστικά, αφού η Αιτήτρια κανένα ενδιαφέρον δεν επέδειξε.
Ισχυρίζεται ότι μέχρι και σήμερα συνεχίζει να καταθέτει στον τραπεζικό λογαριασμό – τεκμήριο 1, το ποσό των €100 μηνιαίως, ούτως ώστε μόλις ενηλικιωθεί η Α να αγοράσει και σε αυτήν αυτοκίνητο. Θα καλύψει επίσης, όπως δηλώνει, τα έξοδα για την απόκτηση άδειας οδήγησης και ασφάλισης αυτοκινήτου, έξοδα που θα ξεπεράσουν τις €10.000.
Ισχυρίζεται ότι πάντοτε κύριο μέλημα του ήταν να μην αποστερήσει τίποτα από τα παιδιά του καταβάλλοντας ποσά πέραν της διατροφής. Αναφέρει ως παράδειγμα ότι όταν οι θυγατέρες του βρίσκονταν σε ηλικία που μπορούσαν να διατηρούν τραπεζικό λογαριασμό επ’ ονόματι τους, ήτοι το 2016 για τη Χ και το 2017 για την Α, προέβη σε άνοιγμα λογαριασμών με προπληρωμένη κάρτα, όπου κατέθετε το ποσό των €50 μηνιαίως για να καλύπτουν τις επιμέρους τους ανάγκες και/ή τα καθημερινά τους έξοδα. Για την ενέργεια του αυτή ήταν ενήμερη και η Αιτήτρια. Κατέθεσε ως τεκμήριο 5, σχετική κατάσταση λογαριασμού.
Αναφέρει επίσης ότι τα έξοδα των διακοπών του με τις ανήλικες τα κάλυπτε αποκλειστικά ο ίδιος χωρίς την παραμικρή συνεισφορά της Αιτήτριας, αλλά κάθε φορά που οι ανήλικες ταξίδευαν με την Αιτήτρια έδινε περί τα €200 - €250 σε κάθε παιδί για να καλύπτουν μέρος των εξόδων τους.
Ο Καθ’ ου η αίτηση αναφέρεται στο έτος 2017, όπου μετά από συμφωνία των διαδίκων για την εξ’ ημισείας κάλυψη των διδάκτρων του ιδιωτικού σχολείου της ανήλικης Χ, κατέβαλε για το πρώτο έτος φοίτησης το ποσό των €2.525 (τεκμήριο 6, αποδείξεις πληρωμής). Κατά τη διάρκεια εκείνης της σχολικής χρονιάς και συγκεκριμένα τον Φεβρουάριο του 2017, λόγω συγκρούσεων και τσακωμών μεταξύ της Αιτήτρια και την ανήλικης, η Αιτήτρια εκδίωξε την ανήλικη από την οικία της και διέμεινε με τον Καθ’ ου η αίτηση για περίοδο τριών μηνών. Ο Καθ’ ου η αίτηση υποστηρίζει ότι με δικές του ενέργειες και προτροπές αποκαταστάθηκε η σχέση της ανήλικης με την Αιτήτρια, αφού είχε διευθετήσει συναντήσεις με παιδοψυχολόγο, το κόστος του οποίου επωμίστηκε ο ίδιος. Κατέθεσε ως τεκμήριο 7, αποδείξεις ύψους €210. Ακολούθως η ανήλικη επέστρεψε στην οικία της Αιτήτριας ενώ με την ολοκλήρωση της σχολικής χρονιάς εγγράφηκε σε δημόσιο σχολείο.
Υποστηρίζει επίσης ότι βασιζόμενος στη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία ότι η Αιτήτρια δεν θα αναζητήσει τις νόμιμες αυξήσεις, κατά διαστήματα κάλυπτε διάφορα έξοδα των παιδιών, χωρίς ωστόσο να έχει κρατήσει αποδείξεις για όλα. Κατέθεσε ως τεκμήριο 8, όσες αποδείξεις κατάφερε να περισυλλέξει και ή να εξεύρει, όπως αποδείξεις πληρωμών ιατρών, έξοδα έκδοσης ταυτοτήτων και διαβατηρίων, αγοράς γυαλιών οράσεων κτλ. Είναι η θέση του ότι όλα τα προηγούμενα έτη έχει καταβάλει ποσά και/ή έχει καλύψει έξοδα των παιδιών τα οποία υπερκαλύπτουν την οποιαδήποτε αύξηση θα έπρεπε να επιβληθεί στο διάταγμα διατροφής.
Αναφορικά με το ποσό των €1.200 που η αιτήτρια αξιώνει ως υπόλοιπο για το ποσό της διατροφής του έτους 2021, υποστηρίζει ότι το Δεκέμβριο του 2020 αγόρασε καινούρια συσκευή τηλεφώνου στην Α, αξίας €1.500. Ακολούθως, επειδή ήθελε και η ανήλικη Χ καινούρια συσκευή, συμφώνησαν με την Αιτήτρια ότι θα την αγοράσει ο ίδιος και ότι θα αποκόπτει το ποσό των €100 μηνιαίως από τη διατροφή, μέχρι εξόφλησης του ποσού αγοράς. Για την αγορά κατέβαλε €200 σε μετρητά και για το υπόλοιπο γινόταν για 12 μήνες αποκοπή ποσού των €100 από τον τραπεζικό του λογαριασμό του. Κατέθεσε ως τεκμήριο 9, κατάσταση του λογαριασμού του.
Χαρακτηρίζει εκδικητική την ενέργεια της Αιτήτριας να αξιώνει μετά από όλα αυτά τα χρόνια την εκ του Νόμου αύξηση, ενώ γνωρίζει ότι δεν δικαιούται κανένα ποσό. Προβάλλει δε ως λόγο απόρριψης του αιτήματος της, το γεγονός ότι στην ένορκο δήλωση της η Αιτήτρια αναφέρει λανθασμένα ποσά, αφού με βάση τους υπολογισμού του το ορθό ποσό για τις νόμιμες αυξήσεις είναι €4,029.36.
Στη βάση όλων των πιο πάνω, ο Καθ’ ου η αίτηση ζητά από το Δικαστήριο να απορρίψει την υπό εξέταση κλήση.
Όπως ήδη ανέφερα, η ένσταση του Καθ’ ου η αίτηση υποστηρίζεται και από ένορκο δήλωση της ενήλικης θυγατέρας των διαδίκων Χ. Η ενόρκως δηλούσα σημειώνει τις άριστες σχέσεις που διατηρεί με τον Καθ’ ου η αίτηση και περαιτέρω επαναλαμβάνει τα γεγονότα που συνέβησαν το 2017. Επιβεβαιώνει ότι όταν 14 ετών, με τη σύμφωνη γνώμη της μητέρας της, ο Καθ’ ου η αίτηση άνοιξε τραπεζικό λογαριασμό επ’ ονόματι της, στον οποίο κατέθετε το ποσό των €50 μηνιαίως κάτι που έπραξε και για την αδελφή της. Κατέθεσε ως τεκμήριο 1, κατάσταση του τραπεζικού της λογαριασμού.
Επιβεβαιώνει ότι ο Καθ’ ου η αίτηση της αγόρασε κινητό τηλέφωνο και ότι όταν πήγαινε διακοπές με την Αιτήτρια, έδινε σε αυτήν και στην αδελφή της από €200-€250 για τα έξοδα τους. Όπως δηλώνει, αυτό έγινε τουλάχιστον πέντε φορές. Ισχυρίζεται ότι ο Καθ’ ου η αίτηση της δίνει κάθε εβδομάδα €50 σε μετρητά για να τα δίνει στην αδελφή της και ότι η τελευταία χρησιμοποιεί εφαρμογή στο κινητό της και προβαίνει σε πληρωμές από τον τραπεζικό λογαριασμό του Καθ’ ου η αίτηση.
Τέλος, αναφέρει ότι η διαδικασία απόκτησης άδειας οδήγησης κόστισε περί τα €1.950, ποσό που κατέβαλε ο Καθ’ ου η αίτηση, ο οποίος αμέσως μετά της παρέδωσε το αυτοκίνητο που αγόρασε, καλύπτοντας και τα έξοδα ασφάλειας και άδειας κυκλοφορίας.
Η ακρόαση ολοκληρώθηκε με τις αγορεύσεις των μερών και ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε.
Έχοντας κατά νου τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου και την επιχειρηματολογία της κάθε πλευράς, προχωρώ να εξετάσω την παρούσα κλήση σε συνάρτηση με τις νομοθετικές και νομολογιακές πρόνοιες που διέπουν το υπό κρίση ζήτημα.
Ο Καθ’ ου η αίτηση υποστηρίζει ότι δεν θυμάται να του έχει επιδοθεί το διάταγμα διατροφής. Επισημαίνω προς τούτο ότι το διάταγμα εκδόθηκε εκ συμφώνου. Ο ισχυρισμός του Καθ’ ου η αίτηση περί ανελλιπούς καταβολής του ποσού της διατροφής δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι έλαβε άμεσα γνώση του διατάγματος και των όρων αυτού. Όπως προκύπτει περαιτέρω από τον φάκελο της υπόθεσης, το διάταγμα επιδόθηκε προσωπικά στον Καθ’ ου η αίτηση στις 14.12.2022, κάτι που εν πάση περιπτώσει αποτελεί προϋπόθεση για τη δυνατότητα έκδοσης κλήσης δυνάμει του άρθρου 124 Α Κεφ.155.
Ο Καθ’ ου η αίτηση προβάλλει ως λόγο απόρριψης της υπό εξέτασης κλήσης το γεγονός ότι σύμφωνα με τους δικούς του υπολογισμούς, το ποσό που αξιώνει η Αιτήτρια είναι λανθασμένο. Στην ένορκο δήλωση του παραθέτει πίνακα με βάση τον οποίο το ορθό ποσό ανέρχεται σε €4,029.36. Ο συνήγορος του στην γραπτή αγόρευση που παρέδωσε στο Δικαστήριο συμφωνεί με το πιο πάνω ποσό, αγορεύοντας όμως προφορικά και αφού προέβη σε αναλυτικό υπολογισμό των ποσών, υπέδειξε ότι το ορθό ποσό που αφορά αποκλειστικά τις νόμιμες αυξήσεις ανέρχεται σε €18.292,39, ποσό το οποίο κρίνεται και από το Δικαστήριο ως το ορθό ποσό. Κατόπιν σχετικών υπολογισμών διαφαίνεται ότι ο λόγος που το ποσό που αξιώνει η Αιτήτρια είναι κατά €96.6 αυξημένο είναι γιατί σε κάποιους από τους υπολογισμούς της προέβη σε στρογγυλοποίηση των ποσών προς τα πάνω.
Παρά τη διαφορά στα δύο ποσά που έχω αναφέρει, δεν θεωρώ ότι αυτό από μόνο του αποτελεί λόγο απόρριψης της παρούσας κλήσης και κατωτέρω θα προχωρήσω να εξετάσω τις υπόλοιπες θέσεις και επιχειρήματα του Καθ’ ου η αίτηση, λαμβάνοντας υπόψη μου ότι το ορθό ποσό που αφορά τις αναδρομικές αυξήσεις (χωρίς το ποσό των €1,200 που αφορά υπόλοιπο μηνιαίου ποσού διατροφής) είναι το ποσό των €18.292,39 και συνολικά το ποσό των €19.492,39.
Το βασικό επιχείρημα που προβάλλει ο Καθ’ ου η αίτηση για την απόρριψη της υπό εξέτασης κλήσης είναι ότι η αιτήτρια κωλύεται να διεκδικεί αναδρομικά ποσά που αφορούν την εκ του Νόμου αύξηση, λόγω της προφορικής τους συμφωνίας ότι δεν θα αξιώσει οποιοδήποτε τέτοιο ποσό, με αντάλλαγμα την αγορά αυτοκινήτων για έκαστο τέκνο τους μετά την ενηλικίωση τους. Ισχυρίζεται ότι η αδιαμαρτύρητη παραλαβή του ποσού της διατροφής εκ μέρους της Αιτήτριας και η παράδοση αποδείξεων εξόφλησης της διατροφής, συνιστά εμπόδιο και/ή κώλυμα στο να αξιώνει τώρα τα ποσά αυτά. Θεωρεί ότι η αποδοχή εκ μέρους της Αιτήτριας του ποσού της διατροφής, συνεπάγεται παραίτηση του δικαιώματος της να διεκδικήσει το ποσό που απαιτεί σήμερα. Και ότι με την συμπεριφορά της τον εξαπάτησε και τον έκανε να πιστεύει ότι δεν θα αξιώσει οποιοδήποτε ποσό πέραν που ανελλιπώς κατέβαλλε. Αυτός είναι όπως αναφέρει και ο λόγος που δεν έκανε χρήση του δικαιώματος του να αποταθεί στο Δικαστήριο και να αξιώσει όπως μη ισχύσει η αύξηση όλα αυτά τα χρόνια.
Το θέμα της αύξησης του ποσού της διατροφής που καταβάλλεται δυνάμει διατάγματος ρυθμίζεται από τον περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμο του του 1990 (Ν. 216/90) και συγκεκριμένα το άρθρο 38(2) του Νόμου, όπου προβλέπεται ότι το ύψος του ποσού της διατροφής αυξάνεται αυτόματα κατά 10% ανά περίοδο 24 μηνών. Ο υπόχρεος δύναται να καταχωρίσει αίτηση για να μην ισχύσει η αυτόματη αύξηση, οπόταν η υποχρέωση καταβολής οποιασδήποτε αύξησης αναστέλλεται μέχρι την έκδοση της απόφασης, η οποία δύναται να έχει αναδρομική ισχύ από την ημερομηνία καταχώρισης της αίτησης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο κατά πλειοψηφία απεφάνθη ότι το άρθρο 38(2) του Ν.216/90 δεν αντίκειται στο άρθρο 30.2 του Συντάγματος (Χριστοφόρου ν. Χριστοφόρου Νομικό Ερώτημα Αρ. 373 ημερ. 2.5.17). Στην απόφαση αυτή αναφέρονται τα εξής σχετικά:
«Το άρθρο 38(2) δεν έχει δημιουργήσει κάποιο μαχητό ή αμάχητο τεκμήριο. Δεν υπάρχει εδώ, η διά νόμου πρόβλεψη περί αναγωγής ορισμένων εννόμων συνεπειών από ορισμένα υποθετικά πραγματικά στοιχεία. Απλώς έχει μεταθέσει το βάρος στον υπόχρεο διατροφής να αποτείνεται εκείνος σε περίπτωση που δεν επιθυμεί την αύξηση αυτή, αύξηση που είναι εν πάση περιπτώσει προς όφελος του δικαιούχου και κυρίως των ανηλίκων τέκνων. »
Όπως επεξηγείται στην πιο πάνω απόφαση, το άρθρο 38 (2) του Ν.216/90 σκοπεί στην υποβοήθηση της διαδικασίας καταβολής διατροφής προς αποφυγήν καταχώρισης συνεχόμενων αιτήσεων για τον επανακαθορισμό του ποσού της διατροφής εκ μέρους των ατόμων που δικαιούνται διατροφή, ώστε να διασώζεται πολύτιμος δικαστικός χρόνος με αχρείαστες αιτήσεις, ενστάσεις, ακροαματικές διαδικασίες και εφέσεις. Φαίνεται δε ότι με την εισαγωγή της διάταξης αυτής στον Νόμο, ο νομοθέτης αναγνωρίζει ότι, κατά κανόνα, όσο μεγαλώνουν τα παιδιά αυξάνονται και οι ανάγκες τους
Σημειώνω επιπλέον ότι στον Ν. 216/90, που ρυθμίζει την διατροφή ανηλίκων, δεν τίθεται οποιοσδήποτε χρονικός περιορισμός για την απαίτηση παρελθουσών διατροφών ανηλίκων. Ο νομοθέτης δεν θέλησε όπως η αξίωση αυτή υπόκειται σε παραγραφή, σε αντίθεση με την διατροφή συζύγων, όπου στο άρθρο 9(3) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Συζύγων Νόμο (Ν.232/91) προνοείται ότι:
«Ποσό που οφείλεται δυνάμει διατάγματος διατροφής για περίοδο μεγαλύτερη από δύο χρόνια δεν μπορεί να εισπραχθεί, αλλά οποιαδήποτε περίοδος απουσίας του οφειλέτη από τη Δημοκρατία δεν υπολογίζεται για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου.»
Στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου Ι.Γ.Σ. v. Κ.Π., Έφ. 1/2023, ημερομηνίας 06.04.2023, όπου εξετάστηκε το θέμα της ύπαρξης ή μη κωλύματος για διεκδίκηση του ποσού της εκ του Νόμου αύξηση, η οποία αξιώνεται μετά την πάροδο ετών, όπως συμβαίνει και στην υπό κρίση περίπτωση, αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά:
«Ενέχει ιδιαίτερη σημασία για το θέμα που συζητούμε, το γεγονός πως παρά τη γενομένη το έτος 2008 ως άνω τροποποίηση, δεν εισήχθηκε ανάλογη ρύθμιση με εκείνη που υπάρχει, στον περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμο (Ν. 232/91), όπου με το Άρθρο 9(3) αυτού προνοείται πως «ποσό που οφείλεται δυνάμει διατάγματος διατροφής για περίοδο μεγαλύτερη από δύο χρόνια δεν μπορεί να εισπραχθεί.» Συνεπώς ενώ για διατροφή συζύγων τίθεται χρονικός περιορισμός για την επιδίωξη είσπραξης της, τέτοιος ανάλογος περιορισμός δεν τίθεται στην περίπτωση διατροφής ανηλίκου. Ακριβώς επειδή ο δικαιούχος είναι ένα ανήλικο παιδί και όχι ενήλικας σύζυγος.»
Τα διατάγματα διατροφής ανηλίκων δεν παραγράφονται, συνεπώς οποιαδήποτε καθυστέρηση στην λήψη νομικού διαβήματος για την είσπραξη τους δεν επηρεάζει το δικαίωμα των δικαιούχων τέκνων και του γονέα που έχει τη φύλαξη, που επωμίζεται λόγω της αθέτησης της υποχρέωσης του υπόχρεου τα τρέχοντα έξοδα διαβίωσης των παιδών. Το ότι η αξίωση της Αιτήτριας αφορά παρελθούσες οφειλές αύξησης αυτό και μόνο το γεγονός δεν συνιστά κώλυμα για την ίδια, ούτε ο χρόνος καταχώρισης της παρούσας κλήσης εκ μέρους της συνιστά παραίτηση ή κατάχρηση του δικαιώματος της να αξιώσει παρελθούσες αυξήσεις διατροφής, ως ο Καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται. Η παράλειψη του Καθ’ ου η αίτηση να συμμορφώνεται με το διάταγμα διατροφής δεν παραγράφει ούτε τερματίζει την υποχρέωση του να διατρέφει τα τέκνα του.
Αναφορικά με την συμφωνία την οποία ο Καθ’ ου η αίτηση επικαλείται για να δικαιολογήσει τη μη συμμόρφωση του με το διάταγμα διατροφής και την παράλειψη του να αποταθεί στο Δικαστήριο για να αξιώσει να μην ισχύσει η αυτόματη αύξηση του 10%, υποδεικνύω, με αναφορά στο σύγγραμμα του καθηγητή Α. Σ. Γεωργιάδη «Οικογενειακό Δίκαιο», Β’ Έκδοση, σελ.639, ότι οι κανόνες διατροφής, ως κατεξοχήν κανόνες αναγκαστικού δικαίου, δεν επιδέχονται αλλοίωση με παραίτηση ή αντίθετη συμφωνία, ιδιαίτερα όταν αυτές αφορούν παραίτηση από τη διατροφή για το μέλλον, ακόμα και εάν αυτή γίνεται με αντάλλαγμα.
Με βάση το άρθρο 33 (1) του Ν.216/90, οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού, ο καθ’ ένας ανάλογα με τις δυνάμεις του. Ο δικαιούχος της διατροφής είναι ο ανήλικος, ενώ υπόχρεοι είναι και οι δύο γονείς.
Πουθενά στον Νόμο δεν γίνεται αναφορά για παραίτηση δικαιώματος από γονέα σε σχέση με την υποχρέωση του να διατρέφει το τέκνο του. Οι κανόνες διατροφής, ως κατεξοχήν κανόνες αναγκαστικού δικαίου, δεν επιδέχονται αλλοίωση με παραίτηση ή αντίθετη συμφωνία, ως ανωτέρω αναφέρεται.
Στη βάση των πιο πάνω, κρίνεται ότι η όποια προφορική συνεννόηση ή συμφωνία για τροποποίηση του διατάγματος διατροφής ή για τη μη ισχύ της εκ του Νόμου ρυθμίσεως του θέματος της αυτόματης αύξησης του ποσού της διατροφής υπήρξε μεταξύ των γονέων, εάν αυτή υπήρξε, δεν θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε ισχύ, εκτός και εάν ελάμβανε το ένδυμα ενός νέου διατάγματος, πράγμα που στην υπό κρίση περίπτωση δεν έχει γίνει.
Όπως ξεκάθαρα προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου 38 (2) του Ν.216/90, ο υπόχρεος ο οποίος δεν επιθυμεί την αύξηση, πρέπει ο ίδιος να αποταθεί στο Δικαστήριο και να λάβει σχετικά μέτρα για να μην ισχύσει. Αυτό είναι και το μόνο μέτρο αντίδρασης που του παρέχει ο Νόμος. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην απόφαση Χριστοφόρου (Νομικό Ερώτημα, βλ. ανωτέρω):
«το άρθρο 38(2) δεν έχει δημιουργήσει κάποιο μαχητό ή αμάχητο τεκμήριο. Δεν υπάρχει εδώ, η διά νόμου πρόβλεψη περί αναγωγής ορισμένων εννόμων συνεπειών από ορισμένα υποθετικά πραγματικά στοιχεία. Απλώς έχει μεταθέσει το βάρος στον υπόχρεο διατροφής να αποτείνεται εκείνος σε περίπτωση που δεν επιθυμεί την αύξηση αυτή, αύξηση που είναι εν πάση περιπτώσει προς όφελος του δικαιούχου και κυρίως των ανηλίκων τέκνων. Τέτοια μετάθεση βάρους δεν αντίκειται ούτε στο Σύνταγμα, ούτε σε οποιοδήποτε Νόμο. Ούτε και απαγορεύεται η δικαστική προσβολή της ρυθμίσεως που έχει γίνει, ώστε να είναι αδύνατη η δικαστική προστασία, (Π.Δ. Δαγτόγλου: Συνταγματικό Δίκαιο: Ατομικά Δικαιώματα Τόμος Β΄ σελ. 1210-1211, παρ. 1526).»
Εξ’ αντιδιαστολής των πιο πάνω προκύπτει ότι η επιβολή της αύξησης του 10% δεν προϋποθέτει οποιαδήποτε ενέργεια εκ μέρους του δικαιούχου και ότι το ποσό της αύξησης προστίθεται «αυτόματα» στο ποσό της διατροφής και αποτελεί μέρος της συνολικού ποσού αυτής. Η παρούσα διαδικασία αποτελεί μέτρο εκτέλεσης της απόφασης διατροφής και δεν είναι η κατάλληλη για να αποφασιστεί οποιαδήποτε ένσταση του Καθ’ ου η αίτηση στην επιβολή της αυτόματης αύξησης. Η ορθή διαδικασία προς τούτο, είναι η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 38 (2) του Νόμου όπου η αναστολή της αύξησης επιτυγχάνεται μόνο μετά από σχετική αίτηση του υπόχρεου και μετά από απόφαση του Δικαστηρίου. Τα διατάγματα διατροφής και οι υποχρεώσεις που πηγάζουν από αυτά δεν τροποποιούνται για οποιοδήποτε λόγο και με μόνη τη βούληση των μερών, χωρίς τη λήψη δικαστικών μέτρων από αυτόν που ζητά την τροποποίηση ή την μη ισχύ της εκ του Νόμου αυτόματης αύξησης που προβλέπει το άρθρο 38.
Άνευ επηρεασμού των πιο πάνω, θα ήθελα να υποδείξω ότι με βάση το Νόμο που διέπει το θέμα της διατροφής ανηλίκων και συγκεκριμένα το άρθρο 37 του Νόμου, η διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του ανηλίκου και επιπλέον ανάλογα με την περίπτωση, την εκπαίδευση του.
Στο σύγγραμμα «Οικογενειακό Δίκαιο», στη σελ. 652, ο Απόστολος Σ. Γεωργιάδης αναφέρει αναλυτικά τι περιλαμβάνει η διατροφή του δικαιούχου, απόσπασμα το οποίο παραθέτω αυτούσιο:
«1. Ανάγκες του δικαιούχου
Η διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση του δικαιούχου και επιπλέον τα έξοδα για την ανατροφή, καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευση του (πλήρης διατροφή: ΑΚ 1493 εδ. β΄). Στο περιεχόμενο της διατροφής περιλαμβάνονται ειδικότερα βιοτικές ανάγκες του δικαιούχου που είτε υφίστανται πραγματικά κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής είτε μπορούν με βεβαιότητα να προβλεφθούν μελλοντικά. Η διατροφή λοιπόν περιλαμβάνει κάθε αναγκαία βιοτική δαπάνη: τροφή, στέγη, ένδυση, θέρμανση, φωτισμό, λοιπά λειτουργικά έξοδα της οικίας διαμονής, ψυχαγωγία, μόρφωση (π.χ. αγορά βιβλίων), διαπαιδαγώγηση, νοσηλεία και δαπάνες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, παραθέριση, συγκοινωνία και επικοινωνία. Ιδίως περιλαμβάνονται δαπάνες θεωρητικής, επαγγελματικής ή τεχνικής μόρφωσης, ακόμη και μεταπτυχιακής.»
Η συμφωνία που ο Καθ’ ου η αίτηση επικαλείται, πέραν του ότι ως προελέχθη δεν είναι νομικά έγκυρη, σε καμία περίπτωση δεν δύναται να θεωρηθεί ότι ήταν ή θα μπορούσε να λειτουργήσει προς όφελος των ανηλίκων θυγατέρων του, που είναι και οι μόνοι δικαιούχοι της διατροφής. Η αγορά αυτοκινήτου μετά την ενηλικίωση των παιδιών δεν εξυπηρετεί το σκοπό της διατροφής που δεν είναι άλλος από την κάλυψη άμεσων και αναγκαίων εξόδων διαβίωσης κατά τη διάρκεια της ανηλικότητας των παιδιών, όπου τα έξοδα τρέχουν και οι ανάγκες είναι συνεχείς και αυξανόμενες. Συναφώς, ούτε τα έξοδα απόκτησης άδειας οχήματος ή ασφάλισης οχήματος κρίνεται ότι εμπίπτουν στα αναγκαία έξοδα διαβίωσης ενός ανηλίκου. Συμπληρωματικά σημειώνω ότι το αυτοκίνητο που ο Καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι αγόρασε για τη μία του θυγατέρα δεν έχει εγγραφεί επ’ ονόματι της και ιδιοκτήτης του οχήματος είναι ο ίδιος ο Καθ’ ου η αίτηση.
Είναι στη βάση της πιο πάνω συμφωνίας που ο Καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι η Αιτήτρια παρέμεινε αδρανής και άφησε να παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να διαμαρτυρηθεί και έρχεται τώρα καταχρηστικά να ζήτα όλες τις εκ του Νόμου αυξήσεις. Ωστόσο, το γεγονός και μόνο ότι ο Καθ’ ου η αίτηση υποστηρίζει ότι η συνεννόηση μεταξύ των διαδίκων υπήρξε από το χρόνο έκδοσης του διατάγματος διατροφής και σε κάθε περίπτωση πριν ακόμα επιβληθεί οποιαδήποτε αύξηση στο ποσό, δεικνύει ακριβώς ότι γνώριζε από τότε τι προβλέπει ο σχετικός Νόμος, τη συγκεκριμένη πρόνοια περί αυτόματης επιβολής του 10% επί του ποσού της διατροφής αλλά και του δικαιώματος του να προσφύγει στο Δικαστήριο, ως ο υπόχρεος που δεν επιθυμεί την αύξηση.
Περαιτέρω και ως προς τα όσα ο Καθ’ ου η ισχυρίζεται αναφορικά με τη συμπεριφορά της Αιτήτριας και τη δημιουργία κωλύματος λόγω αυτής αλλά και λόγω της έκδοσης αποδείξεων εξόφλησης κατά την είσπραξη της διατροφής, σημειώνω ότι έχω διεξέλθει του τεκμηρίου 2 που ο Καθ’ ου η αίτηση κατέθεσε. Πρόκειται για σωρεία αποδείξεων που εξέδιδε η Αιτήτρια για την είσπραξη του ποσού της διατροφής και αποδείξεις κατάθεσης του ποσού στον τραπεζικό της λογαριασμό. Ο Καθ’ ου η αίτηση εμφαντικά υποστηρίζει ότι η Αιτήτρια εξέδιδε εξοφλητικές αποδείξεις, ωστόσο προκύπτει ότι στην πραγματικότητά τέσσερεις μόνο αποδείξεις αναγράφουν τη λέξη «εξόφληση» και συγκριμένα οι αποδείξεις με ημερομηνία 04.06.2013, 07.10.2013, 03.08.2013 και 14.12.2014, ημερομηνίες που εν πάση περιπτώσει δεν είχε ακόμα επιβληθεί οποιαδήποτε αύξηση στο ποσό της διατροφής, πλην της μίας απόδειξης ημερομηνίας 14.12.2014. Από το 2017 και μετέπειτα ο Καθ’ ου η αίτηση κατέβαλλε το ποσό της διατροφής μέσω τραπεζικής κατάθεσης στον λογαριασμό της Αιτήτριας, συνεπώς εκ των πραγμάτων δεν ετίθετο οποιοδήποτε θέμα ένστασης αποδοχής του ποσού από μέρους της.
Όπως προκύπτει από τα όσα αναφέρονται στην απόφαση Ι.Γ.Σ. v. Κ.Π. (βλ. ανωτέρω), δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας κατά πόσο δύναται κάποιος να επικαλεστεί εξ’ υποσχέσεως κώλυμα για την εξουδετέρωση δικαιώματος που απορρέει από νομοθετική πρόνοια, στις περιπτώσεις όμως που το δικαίωμα απορρέει από Νόμο και αφορά σε διαδικασίες που αφορούν σε υποχρεώσεις σχετικά με ανήλικα, η επίκληση και εφαρμογή της αρχής της αποποίησης δικαιώματος παρουσιάζεται να είναι πιο άκαμπτη. Προς τούτο παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα:
«Θα θέλαμε να τονίσουμε πως για το επικαλούμενο από τον εφεσείοντα εξ υποσχέσεως κώλυμα (promissory estoppel) το οποίο βασίζεται στην διά της συμπεριφοράς παραίτηση (waiver), δεν υπάρχει άκαμπτος και απόλυτος κανόνας κατά πόσο μπορεί να γίνει επίκληση του, για την εξουδετέρωση δικαιώματος που απορρέει από νομοθετική πρόνοια (Π Οικονομίδης ν. Alliance International Reinsurance Co. Ltd κ.α. (2010) 1 ΑΑΔ 2053). Στην εν λόγω απόφαση σημειώθηκε πως «σε αγγλική νομολογία, όμως, έχει γίνει αναφορά στο ότι ένας διάδικος δεν μπορεί να βασιστεί στην αρχή του κωλύματος για να παρακάμψει δικαίωμα του άλλου διαδίκου το οποίον απορρέει από νομοθετική πρόνοια. Αν μια νομοθετική πρόνοια βασίζεται σε σαφή δημόσια πολιτική τότε το δικαίωμα που απορρέει από τη νομοθετική πρόνοια μπορεί να παρακαμφθεί με τη λειτουργία της αρχής του κωλύματος.»
Η επίκληση και εφαρμογή της αρχής της αποποίησης δικαιώματος, όταν αυτό απορρέει από Νόμο, παρουσιάζεται να είναι πιο άκαμπτη σε περιπτώσεις διαδικασιών που αφορούν υποχρεώσεις σχετικά με τα παιδιά καθώς όπως υποδεικνύεται στο Halsbury's Laws of England, 4th ed. Reissue, Τόμος 16(2) par. 960: «Τhis form of estoppel does not operate according to the ordinary principles in matrimonial and family proceedings.»
Σημειώθηκε περαιτέρω πως όταν το Δικαστήριο εξετάζει υποθέσεις ανηλίκου μεταξύ των οποίων διαχείριση της περιουσίας του ή εισόδημα προερχόμενο από αυτήν, το συμφέρον και ευημερία του ανηλίκου πρέπει να αποτελεί για το Δικαστήριο το πρώτιστο κριτήριο (paramount consideration) (Thomson v. Thompson (1957) 1 All E.R. 161 στη σελ. 165.)
…………………………………………..
Όπως λέχθηκε στην Πελεκάνου ν. Πελεκάνου (2001) 1 (Γ) ΑΑΔ 1768, «το μήνυμα της παραίτησης, με την παράσταση, εν προκειμένω διά της συμπεριφοράς πως δεν θα επιμένει κάποιος στα δικαιώματα του, θα πρέπει να είναι σαφές και ανεπιφύλακτο».
Η Αιτήτρια στην υπό κρίση περίπτωση αδιαμφισβήτητα παρέμεινε αδρανής για μεγάλο χρονικό διάστημα για τους λόγους που ανέφερε στην αγόρευση της, λόγοι που ασφαλώς δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον είναι καλά γνωστή η νομολογιακή αρχή ότι οι αγορεύσεις των μερών δεν αποτελούν μέσω προσαγωγής μαρτυρίας. Επαναλαμβάνεται ωστόσο ότι το δικαίωμα της διατροφής ανήκει στα ανήλικα, προς όφελος των οποίων εκδίδονται και τα σχετικά διατάγματα. Η Αιτήτρια ουδέποτε προέβη σε οποιαδήποτε σαφή δήλωση που να υποδηλώνει παραίτηση του δικαιώματος αυτού ή έλλειψη πρόθεσης αναζήτησης των ποσών που αφορούν την νόμιμη αύξηση, ποσά που αποτελούν μέρος του συνολικού ποσού της διατροφής. Αντίθετα, η υποχρέωση για προσφυγή στο Δικαστήριο για αναθεώρηση του διατάγματος διατροφής και κυρίως του όρου της αυτόματης αύξησης του 10% ανά περίοδο 24 μηνών, βαρύνει τον υπόχρεο αυτής, ήτοι τον Καθ’ ου η αίτηση.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην απόφαση Ι.Γ.Σ. v. Κ.Π. (βλ. ανωτέρω):
«Η παρατηρηθείσα, ομολογουμένως, αδράνεια της εφεσίβλητης, δεν απαλλάσσει τον εφεσείοντα από τις δικές του υποχρεώσεις, αλλά ούτε και απεμπολεί δικαιώματα του δικαιούχου ανηλίκου.»
Ο Καθ’ ου η αίτηση υποστηρίζει ότι έχει καταβάλει μεγαλύτερα ποσά από αυτά που αναφέρονται στην κλήση για έκδοση φυλακιστηρίου. Πέραν του ποσού της αγοράς οχήματος και των συναφών εξόδων απόκτησης άδειας οδήγησης και ασφάλισης αυτοκινήτου στα οποία αναφορά έγινε ανωτέρω, ο Καθ’ ου η αίτηση αναφέρεται στα ποσά που κατέβαλε για την κάλυψη του ½ των διδάκτρων του ιδιωτικού σχολείου στο οποίο φοίτησε η ανήλικη Χ για ένα χρόνο. Όπως ο ίδιος ανέφερε, τα έξοδα επωμίστηκαν εξ ημισείας οι διάδικοι, συνεπώς ανάλογο χρηματικό ποσό κατέβαλε και η Αιτήτρια.
Αναφορικά με τους ισχυρισμούς του ότι ανελλιπώς κάθε μήνα καταθέτει το ποσό των €50 σε τραπεζικό λογαριασμό που άνοιξε επ’ ονομάτι των ανηλίκων, όταν το επέτρεπε η ηλικία τους, (βλ. τεκμήριο 5 ε/δ Καθ’ ου η αίτηση και τεκμήριο 1 ε/δ της Χ), ουδόλως τεκμηριώνονται από τα τεκμήρια αυτά. Και στα δύο τεκμήρια φαίνεται να έγινε κατάθεση κάποιου ποσού, μία μόνο φορά κατά το έτος 2017 για την Α και το 2016 για την Χ. Συνεπώς το Δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει σε ασφαλές εύρημα τόσο ως προς την τακτικότητα καταβολής του ποσού όσο και ως προς το συνολικό ποσό που έχει καταβάλει.
Ως προς τα έξοδα διακοπών και τα ποσά που ο Καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι έχει καταβάλει στις ανήλικες για να χρησιμοποιήσουν στα ταξίδια τους με τη μητέρα τους αλλά και ως προς τα διάφορα έξοδα που ισχυρίζεται ότι έχει κατά καιρούς καλύψει και τα οποία δεν μπορεί να αποτιμήσει σε ακριβές ποσό, θα ήθελα να υποδείξω το αυτονόητο. Ότι δηλαδή ένα διάταγμα διατροφής δεν είναι δυνατό να καλύπτει και να συμπεριλαμβάνει κάθε ξεχωριστή ανάγκη των παιδιών, εφόσον τα έξοδα δεν είναι στατικά αλλά μεταβάλλονται με το πέρας του χρόνου. Συνεπώς είναι λογικό και αναπόφευκτο να προκύπτουν έξοδα που δεν ήταν δυνατό να προβλεφθούν με ακρίβεια κατά την έκδοση του διατάγματος. Το γεγονός ότι ο Καθ’ ου η αίτηση αυτοβούλως προέβη σε πληρωμές και σε κάλυψη κάποιων ποσών πέραν του διατάγματος διατροφής, είτε από ιδιαίτερο καθήκον προς τα παιδιά του είτε προς εκδήλωση των αισθημάτων αγάπης που τρέφει προς αυτά, δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωση του να είναι συνεπής προς το διάταγμα διατροφής.
Η υποχρέωση του Καθ’ ου η αίτηση με βάση το διάταγμα διατροφής ήταν σαφής, ήτοι να καταβάλλει το ποσό της συνεισφοράς του απευθείας στην Αιτήτρια και όχι να εφαρμόζει το διάταγμα κατά το δοκούν, με απευθείας πληρωμές και ακολούθως να τις αφαιρεί και/ή να τις συμψηφίζει από μελλοντικές διατροφές, όπως για παράδειγμα έπραξε με την αγορά κινητού τηλεφώνου στα παιδιά, ανάγκη που εν πάση περιπτώσει δεν συγκαταλέγεται στις άμεσες βιοτικές τους ανάγκες. Θα μπορούσε δε να εξυπηρετηθεί με πιο οικονομικές λύσεις.
Δεν επιτρέπεται στον υπόχρεο με βάση το διάταγμα διατροφής γονέα να προβαίνει σε πληρωμές ή σε κάλυψη εξόδων ή σε απευθείας καταβολή χρηματικών ποσών προς τα ανήλικα και ακολούθως να αποκόπτει αυτά τα ποσά από το ποσό της διατροφής. Η ενέργεια του Καθ’ ου η αίτηση να καταβάλλει κάποια ποσά απευθείας στις θυγατέρες του, όσο καλόπιστη και εάν θεωρηθεί, δεν συνιστά συμμόρφωση προς το διάταγμα διατροφής. Η εκπλήρωση της υποχρέωσης συνεισφοράς θεωρείται ότι έχει συντελεστεί αφ’ ης στιγμής η καταβολή του ποσού συνεισφοράς γίνει προς το πρόσωπο που καταγράφεται στο διάταγμα, που δεν είναι άλλο από την Αιτήτρια.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, xxx Ρουσουνίδης v. Xxx Παναγή Ρουσουνίδου, Έφεση Αρ. 25/2019,:
«Τα έξοδα των παιδιών πληρώνονται από τον γονέα με τον οποίο τα παιδιά διαμένουν και ο άλλος γονέας δεν απαλλάσσεται της υποχρέωσης συνεισφοράς του σε αυτά επειδή επιθυμεί, κατά την επικοινωνία του με το παιδί του ή σε οποιοδήποτε χρόνο, να του προσφέρει, είτε αγοράζοντας του κάποιο είδος, είτε προσφέροντας του αναψυχή. Αυτά προσφέρονται οικειοθελώς και το παιδί τα απολαμβάνει επιπλέον των αναγκών του, όπως καθορίζονται στη δικαστική απόφαση.»
Περαιτέρω και με αφορμή τα όσα ο Καθ’ ου η αίτηση υποστηρίζει περί της κάλυψης επιπλέον αναγκών των παιδιών, πέραν του ποσού της διατροφής, θα ήθελα να υποδείξω ότι και ο γονέας ο οποίος λαμβάνει το ποσό της διατροφής, δηλαδή ο γονέας που έχει υπό τη φύλαξη του τα παιδιά, αναπόφευκτα καλείται καθημερινά να καλύψει έκτακτα και απρόβλεπτα έξοδα τα οποία δεν είναι δυνατό να συμπεριληφθούν εξαντλητικά σε ένα διάταγμα διατροφής. Ωστόσο, δεν του επιτρέπεται να αξιώνει οτιδήποτε πέραν του ποσού που αναφέρεται στο διάταγμα διατροφής.
Ο γονέας ο οποίος επιθυμεί να προβαίνει σε απευθείας καταβολή χρηματικών ποσών προς τα παιδιά του επειδή το επιτρέπει η ηλικία τους ή να συνεισφέρει στα έξοδα διατροφής και συντήρησης τους με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, έχει κάθε νομική δυνατότητα να ζητήσει τροποποίηση του υφιστάμενου διατάγματος διατροφής στη βάση του Άρθρου 38 του Ν.216/90 και/ή την μη ισχύ της αυτόματης αύξησης του 10%.
Στη βάση όλων των πιο πάνω, κατέληξα ότι ο Καθ’ ου η αίτηση οφείλει να καταβάλει στην Αιτήτρια αναδρομικά το ποσό της εκ του Νόμου αύξησης του 10%, ήτοι €18.292,39 πλέον το ποσό των €1,200 ως οφειλόμενο ποσό για τις διατροφές του έτους 2021. Συνολικά οφείλει να καταβάλει το ποσό των €19.492,39. Συνεπώς δικαιολογείται η έκδοση εντάλματος φυλάκισης εναντίον του για το πιο πάνω ποσό.
Είναι γεγονός ότι έχει συσσωρευθεί μεγάλο ποσό καθυστερημένων διατροφών. Λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρισμούς της θυγατέρας των διαδίκων ότι ο Καθ’ ου η αίτηση την στηρίζει οικονομικά και χωρίς να έχω καμία αμφιβολία ότι αυτό θα πράξει και για την ανήλικη Α, η οποία ενηλικιώνεται πολύ σύντομα, κρίνω ορθό και δίκαιο όπως δοθεί κάθε ευκαιρία στον Καθ’ ου η αίτηση να συμμορφωθεί με το παρόν ένταλμα.
Εκδίδεται ένταλμα φυλάκισης εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση για περίοδο ενός έτους, για το οφειλόμενο ποσό διατροφής ύψους €19.492,39. Θα υπάρχει αναστολή εκτέλεσης του παρόντος εντάλματος, εφόσον ο Καθ’ ου η αίτηση καταβάλλει στην αιτήτρια, από 01.07.2023, την πρώτη ημέρα κάθε επόμενου μηνός με 5 μέρες χάρη, το ποσό των €600 μηνιαίως, μέχρι την πλήρη εξόφληση της πιο πάνω οφειλής του.
Νοείται, περαιτέρω, ότι παράλειψη πληρωμής οποιασδήποτε ανωτέρω δόσης, θα καθιστά την ποινή άμεσα εκτελεστή.
Ενόψει του ότι η Αιτήτρια χειρίζεται αυτοπροσώπως την υπόθεση της και δεν δικαιούται έξοδα για νομική προετοιμασία και ανάπτυξη της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν εκδίδω οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα. (βλ. Γρηγορίου v. Τράπεζας Κύπρου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1111).
Σ. Νεοφύτου, Δ
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο