ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Δικαιοδοσία Γονικής Μέριμνας
Ενώπιον: Σ. Νεοφύτου, Δ.
Αρ. Αίτησης: 553/2018
Μεταξύ:
Ι.Ν.
Αιτήτρια
και
Κ.Κ.
Καθ’ ου η αίτηση
Ημερομηνία: 17 Μαρτίου 2023
Εμφανίσεις:
Για την Αιτήτρια – Καθ’ ης η αίτηση στην Ανταπαίτηση: Ι. Παπαμιλτιάδους – Γκεϊστ (κα) για Χ. Μ. Τριανταφυλλίδη
Για τον Καθ’ ου η αίτηση – Αιτητή στην Ανταπαίτηση: Χ. Αργυρού (κα) για Αργυρού και Κωνσταντίνου Δ.Ε.Π.Ε.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Οι διάδικοι υπήρξαν ζευγάρι και κατά τη διάρκεια της σχέσης τους απέκτησαν ένα τέκνο, τον Κ, ο οποίος γεννήθηκε στις 11.01.2016. Κατά ή περί τις 18.01.2016, ο Καθ’ ου η αίτηση αναγνώρισε τον ανήλικο ως γνήσιο τέκνο του. Από το Σεπτέμβριο του 2018 η συμβίωση των διαδίκων διακόπηκε.
Η Αιτήτρια, με Εναρκτήρια Αίτηση ημερομηνίας 24.10.2018, αιτείται την έκδοση διατάγματος με το οποίο να ανατίθεται σε αυτήν η φύλαξη και φροντίδα του ανηλίκου και διάταγμα με το οποίο να καθορίζεται ως τόπος διαμονής του ανηλίκου, ο εκάστοτε τόπος διαμονής της. Ο Καθ’ ου η αίτηση καταχώρισε Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση, δια της οποίας αιτείται την ρύθμιση της άσκησης της γονικής μέριμνας του ανηλίκου αλλά και την ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας του με αυτό. Ακολούθως, στις 04.12.2018 καταχώρισε μονομερή αίτηση για την έκδοση προσωρινού διατάγματος που να ρυθμίζει το δικαίωμα επικοινωνίας του.
Στις 31.01.2019, εκδόθηκε εκ συμφώνου προσωρινό διάταγμα με το οποίο η φύλαξη και φροντίδα του ανηλίκου ανατέθηκε προσωρινά στην Αιτήτρια, καθορίστηκε ως τόπος διαμονής του ανηλίκου ο εκάστοτε τόπος διαμονής της Αιτήτριας εντός της επαρχίας Λευκωσίας και επιπλέον ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του Καθ’ ου η αίτηση.
Ακολούθησε αίτηση του Καθ’ ου η αίτηση για την τροποποίηση του προσωρινού διατάγματος και με ενδιάμεση απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου ημερομηνίας 30.01.2020, το πιο πάνω προσωρινό διάταγμα τροποποιήθηκε μόνο σε ότι αφορά τη ρύθμιση της επικοινωνίας. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα με το οποίο διευρύνθηκε η επικοινωνία του Καθ’ ου η αίτηση, η οποία μέχρι σήμερα ασκείται ως ακολούθως:
· Την πρώτη βδομάδα εφαρμογής του διατάγματος, Δευτέρα και Τετάρτη από η ώρα 2:30μ.μ. έως η ώρα 6:00μ.μ. και Παρασκευή, από η ώρα 2:30μ.μ. έως η ώρα 7:00μ.μ.
· Την δεύτερη εβδομάδα εφαρμογής του διατάγματος, Δευτέρα και Τετάρτη από η ώρα 2:30μ.μ. έως η ώρα 6:00μ.μ. και Παρασκευή από η ώρα 2:30μ.μ. έως την Κυριακή η ώρα 7:00μ.μ.
Το πιο πάνω πρόγραμμα επαναλαμβάνεται ανά δύο εβδομάδες.
· Κατά τις εορτές των Χριστουγέννων κάθε έτους, από η ώρα 10:00 π.μ. της 24ης Δεκεμβρίου έως η ώρα 6:00 μ.μ. της 29ης Δεκεμβρίου (α΄ περίοδος) ή από η ώρα 10:00 π.μ. της 30ης Δεκεμβρίου έως η ώρα 6:00 μ.μ. της 4ης Ιανουαρίου (β΄ περίοδος).
· Την περίοδο των εορτών του Πάσχα, από η ώρα 6:00μ.μ. της Μεγάλης Τρίτης έως η ώρα 6:00μ.μ. της Κυριακής του Πάσχα (α΄ περίοδος) ή από η ώρα 6:00μ.μ. της Κυριακής του Πάσχα έως η ώρα 6:00μ.μ. της Παρασκευή της Διακαινησίμου (β΄ περίοδος).
· Κατά την διάρκεια των θερινών διακοπών κάθε έτους, από η ώρα 10:00π.μ. της 15ης Αυγούστου έως η ώρα 7:00μ.μ. της 22ης Αυγούστου ή από η ώρα 10:00π.μ. της 23ης Αυγούστου έως η ώρα 7:00μ.μ. της 30ης Αυγούστου.
Μετά την έκδοση του πιο πάνω διατάγματος, έγιναν προσπάθειες προς εξώδικη διευθέτηση της υπόθεσης, ωστόσο, δεν κατέστη δυνατό οι διάδικοι να καταλήξουν σε ένα κοινώς αποδεκτό πρόγραμμα επικοινωνίας και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση.
Όπως προκύπτει από τη μαρτυρία, τις δηλώσεις των συνηγόρων των διαδίκων αλλά και με βάση τα όσα οι τελευταίοι καταγράφουν στις αγορεύσεις τους, οι διαφορές των διαδίκων είναι περιορισμένες. Αποτελεί κοινό τόπο ότι η φύλαξη και φροντίδα του ανηλίκου θα παραμείνει στην Αιτήτρια και ότι ο τόπος διαμονής του θα συνεχίσει να είναι ο εκάστοτε τόπος διαμονής της Αιτήτριας εντός της επαρχίας Λευκωσίας. Η διαφωνία των διαδίκων εστιάζεται στο δικαίωμα επικοινωνίας του Καθ’ ου η αίτηση, ο οποίος επιθυμεί την διεύρυνση του με την προσθήκη διανυκτερεύσεων τις καθημερινές, θέση με την οποία η Αιτήτρια διαφωνεί. Λεπτομερής αναφορά στο πρόγραμμα επικοινωνίας που ο κάθε διάδικος προτείνει θα γίνει κατωτέρω.
Κατά την ακρόαση της υπόθεσης, πρώτη έδωσε μαρτυρία η Λειτουργός Ευημερίας κα Κ. Κυριζή, η οποία κατέθεσε την έκθεση που ετοίμασε μετά από οδηγίες του Δικαστηρίου. Οι διάδικοι ακολούθως, κατέθεσαν ως μέρος της κυρίως μαρτυρίας τους γραπτή δήλωση και στη συνέχεια έδωσαν προφορική μαρτυρία και αντεξετάστηκαν.
Μετά το πέρας της μαρτυρίας των διαδίκων, το Δικαστήριο ενημέρωσε τους διαδίκους ότι θα ακολουθήσει προσωπική συνέντευξη με τον ανήλικο. Ο μεν Καθ’ ου η αίτηση διαφώνησε έντονα, η δε Αιτήτρια συμφώνησε ότι ο ανήλικος πρέπει να ακουστεί. Το Δικαστήριο κάλεσε τους συνηγόρους των διαδίκων να τοποθετηθούν και αφού άκουσε τα επιχειρήματα τους, όρισε ημερομηνία πραγματοποίησης της συνέντευξης. Εκείνη την ημέρα οι διάδικοι προσήλθαν στο Δικαστήριο χωρίς τον ανήλικο και οι συνήγοροι τους δήλωσαν ότι δεν επιθυμούν την παρουσία του, λόγω του νεαρού της ηλικίας του, δηλώσεις τις οποίες παραθέτω αυτούσιες:
«κα Παπαμιλτιάδους: Την προηγούμενη φορά αναφέραμε ότι επιθυμούμε να γίνει συνέντευξη του παιδιού από το Δικαστήριο, πλην όμως σήμερα ερχόμαστε με διαφορετική απόφαση, γιατί θεωρούμε ότι ο ανήλικος δεν είναι σε θέση να παρευρεθεί στο Δικαστήριο, επομένως συμφωνούμε με τη θέση της άλλης πλευράς ότι δεν είναι απαραίτητη η παρουσία του στο Δικαστήριο.
κα Αργυρού: Συμφωνούμε ότι δεν είναι αναγκαία η παρουσία του ανηλίκου στο Δικαστήριο καθότι πέραν της νεαρής του ηλικίας, δεν θα εξυπηρετούσε οποιοδήποτε σκοπό και δεν θέλουμε να το φέρουμε σε αυτή την άβολη διαδικασία και εμπιστευόμαστε την κρίση του Δικαστηρίου. Δηλώνουμε περαιτέρω ότι σε καμία περίπτωση η μη πραγματοποίηση της συνέντευξης θα αποτελεί λόγο έφεσης.
κα Παπαμιλτιάδους: Συμφωνώ
Δικαστήριο: Ενόψει των πιο πάνω δηλώσεων και ενόψει του λόγου που προβάλλεται για τη μη πραγματοποίηση της συνέντευξης, κρίνω το αίτημα δικαιολογημένο. Η υπόθεση ορίζεται για γραπτές αγορεύσεις στις 26.09.2022, η ώρα 10.00 π.μ.»
Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψιν το νεαρό της ηλικίας του παιδιού σε συνδυασμό με το ότι τα επίδικα θέματα περιορίστηκαν σημαντικά, στην προσθήκη δηλαδή ή όχι κάποιων ημερών επικοινωνίας στο υφιστάμενο πρόγραμμα, όρισε την υπόθεση για τελικές αγορεύσεις και η απόφαση επιφυλάχθηκε.
Ακολούθως, ο Καθ’ ου η αίτηση καταχώρισε αίτηση για επανάνοιγμα της υπόθεσης, αίτηση η οποία εκδικάστηκε και απορρίφθηκε με ενδιάμεση απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου ημερομηνίας 06.12.2022.
Το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει τον ακριβή και τελικό καθορισμό του δικαιώματος επικοινωνίας του Καθ’ ου η αίτηση. Η ικανότητα των διαδίκων να ασκούν επαρκώς τον γονικό τους ρόλο δεν αμφισβητείται, πλην κάποιων διαφωνιών που προέκυψαν αναφορικά με το φροντιστήριο Αγγλικών του ανηλίκου, θέμα το οποίο τελικά επιλύθηκε με τη διαμεσολάβηση της Λειτουργού Ευημερίας. Συνεπώς, το θέμα αυτό δεν θα απασχολήσει περαιτέρω το Δικαστήριο. Εξάλλου, οι διάδικοι με τη μαρτυρία τους κατέστησαν σαφές ότι θα καταβάλουν προσπάθεια για να αρχίσουν πλέον να επικοινωνούν και να συνεργάζονται για τα θέματα που αφορούν τον ανήλικο. Κατωτέρω, θα παραθέσω το μέρος της μαρτυρίας που είναι σχετικό με το επίδικο θέμα, δηλαδή τη ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας του Καθ’ ου η αίτηση, χωρίς να σημαίνει ότι η υπόλοιπη μαρτυρία αγνοείται.
Η κα Κυριζή, Λειτουργός Ευημερίας, κατέθεσε την έκθεση ημερομηνίας 16.02.2022 (τεκμήριο 1), το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε. Αντεξετάστηκε μόνο από τη συνήγορο του Καθ’ ου η αίτηση, ενώ η συνήγορος της Αιτήτριας δήλωσε ότι συμφωνεί με το περιεχόμενο της έκθεσης.
Στην έκθεση γίνεται αναφορά στη γενικότερη συμπεριφορά των διαδίκων και στον τρόπο που αντιμετώπισαν τη συνεργασία τους με τη Λειτουργό, στο ατομικό ιστορικό και τις σχέσεις των διαδίκων καθώς και στους εκατέρωθεν ισχυρισμούς αναφορικά με τη ρύθμιση της επικοινωνίας του Καθ’ ου η αίτηση με τον ανήλικο. Γίνεται επίσης εκτενής αναφορά στις σχέσεις των διαδίκων με τον ανήλικο και στο πως ανταποκρίνονται στον γονικό τους ρόλο. Τέλος, η Λειτουργός καταγράφει τις εισηγήσεις και τις προτάσεις της αναφορικά με την τελική διαμόρφωση του προγράμματος επικοινωνίας.
Η Λειτουργός αναφέρει ότι οι διάδικοι αναγνωρίζουν την αγάπη που ο καθένας τρέφει για τον ανήλικο και την ικανότητα τους να του παρέχουν την απαιτούμενη φροντίδα. Διαπιστώνει ότι δεν επικοινωνούν και δεν μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία για θέματα που αφορούν τον ανήλικο και φέρει ως παράδειγμα την διαφωνία που προέκυψε για την εγγραφή του ανηλίκου σε ιδιωτικό φροντιστήριο Αγγλικών.
Αναφέρει ότι η Αιτήτρια δεν συμφωνεί με τη ρύθμιση της επικοινωνίας του Καθ’ ου η αίτηση με βάση το προσωρινό διάταγμα και ότι επιθυμεί ορισμένες τροποποιήσεις, αποδέχεται όμως την ισομερή κατανομή του χρόνου του ανηλίκου στους διαδίκους. Ο Καθ’ ου η αίτηση συμφωνεί με το τελευταίο και είναι πρόθυμος να αποδεχτεί κάποιες αλλαγές στο προσωρινό διάταγμα, εφόσον όμως οι ώρες επικοινωνίας δεν θα μειωθούν αλλά θα αυξηθούν, με τη συμπερίληψη διανυκτερεύσεων εντός της εβδομάδας. Ζητά επίσης την προσθήκη ακόμα μιας περιόδου επικοινωνίας κατά τον μήνα Ιούλιο.
Για τον ανήλικο, αναφέρει ότι είναι ένα παιδί πολύ χαρούμενο, κοινωνικό, με ενσυναίσθηση, που δεν παρασύρεται καθόλου από τους συνομηλίκους του. Σύμφωνα με τα όσα της μετέφερε η δασκάλα του, προσέρχεται στο σχολείο φροντισμένος, περιποιημένος, η τσάντα του είναι πάντα επιμελημένη και έχει μαζί του ότι χρειάζεται. Υπάρχει πολύ καλή συνεργασία με τη μητέρα, η οποία ενδιαφέρεται για την κοινωνικοποίηση του ανηλίκου, την πρόοδο του και ενισχύει την ακαδημαϊκή του προσπάθεια. Ο πατέρας έχει επικοινωνία με τη διευθύντρια και τη δασκάλα του σχολείου και επιδεικνύει αρκετό ενδιαφέρον για την πρόοδο και την κοινωνικοποίηση του.
Στην πρώτη συνάντηση που είχε με τον ανήλικο η Λειτουργός, διαπίστωσε ότι ήταν αρκετά κλειστός, ντροπαλός και δεν μιλούσε καθόλου. Κατά τη δεύτερη συνάντηση, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι ο ανήλικος μεγάλωσε ηλικιακά, ήταν πιο πρόθυμος για συνεργασία. Μέσα από συζήτηση της ανέφερε ότι και με τους δύο γονείς περνά όμορφα, ότι κάνει διάφορες δραστηριότητες μαζί τους και ότι τα Σαββατοκύριακα συνήθως πηγαίνει στη Λάρνακα με τον πατέρα του. Ωστόσο, λόγω της ηλικίας του δεν μπορούσε να τοποθετηθεί στο θέμα της επικοινωνίας με τους γονείς του.
Αναφέρει ότι με βάση την παρατήρηση της αλληλεπίδρασης του ανήλικου με τους διαδίκους, φαίνεται ότι έχει αναπτύξει ασφαλή δεσμό προσκόλλησης και με τους δύο και ότι νιώθει ασφάλεια και στα δύο περιβάλλοντα. Φροντίζεται επαρκώς από τους γονείς του, τόσο ως προς τις φυσικές όσο και ως προς τις συναισθηματικές του ανάγκες και φαίνεται ότι και οι δύο γονείς δίνουν επαρκείς ευκαιρίες στον ανήλικο για την ανάπτυξη των δεξιοτήτων του και του παρέχουν ερεθίσματα κατάλληλα για την ηλικία του.
Η εισήγηση της Λειτουργού, η οποία καταγράφεται στο τέλος της έκθεσης της είναι η εξής:
«Με βάση τα δεδομένα που περιέχονται στην παρούσα έκθεση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περίπτωσης, όπως και το γεγονός ότι και οι δύο γονείς ασκούν πολύ καλά το γονικό τους ρόλο, διατηρούν στενό συναισθηματικό δέσιμο με τον ανήλικο και μπορούν να φροντίσουν το παιδί κατάλληλα, συστήνεται όπως η φροντίδα και φύλαξη του ανηλίκου ανατεθεί στην μητέρα και οι υπόλοιπες πτυχές της γονικής μέριμνας ασκούνται από κοινού.
Παράλληλα, η επικοινωνία του παιδιού με τον πατέρα κρίνεται απαραίτητη για την ομαλή ψυχοσωματική ανάπτυξη του παιδιού και δεδομένου ότι ο πατέρας, όπως παρατηρήθηκε, είναι επαρκής στον γονικό ρόλο και έχει στενό συναισθηματικό δεσμό με το παιδί, η επικοινωνία αυτή θα πρέπει να είναι διευρυμένη, με διανυκτερεύσεις.
Σημειώνεται ότι στα πλαίσια της παρούσας αίτησης εκδόθηκε προσωρινό Διάταγμα με το οποίο ρυθμίζεται η επικοινωνία του παιδιού με τον πατέρα. Το προσωρινό διάταγμα φαίνεται να εφαρμόζεται ικανοποιητικά. Θεωρείται ότι με οριστικοποίηση του ζητήματος των διανυκτερεύσεων (με τρόπο που να μην παρεμβαίνουν στην καθημερινότητα του ανηλίκου), της μείωσης του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί χωρίς ουσιαστική επικοινωνία μητέρας – παιδιού, τον εμπλουτισμό των καλοκαιρινών διακοπών, και κάποιες άλλες μικρές τροποποιήσεις, μπορεί να αποτελέσει καλή βάση για έκδοση ενός τελικού διατάγματος σε σχέση με τα θέματα επικοινωνίας.
Συγκεκριμένα, η Υπηρεσία μας προτείνει μεταξύ άλλων πιθανών αλλαγών, όπως την εβδομάδα που ο πατέρας έχει διανυκτέρευση από τη Παρασκευή μέχρι τη Κυριακή στις 19:00 να τροποποιηθεί και να το επιστρέφει τη Δευτέρα το πρωί στο σχολείο και να μην ασκείται το δικαίωμα επικοινωνίας τη Δευτέρα το μεσημέρι ως όριζε το προσωρινό διάταγμα. Εναλλακτικά θα μπορούσε να επιστρέφει το παιδί τη Κυριακή στις 19:00 και αντί να το παραλαμβάνει τη Δευτέρα, να το παραλαμβάνει την Τρίτη με τη συμπερίληψη διανυκτέρευσης και να το παραδίδει τη Τετάρτη στο σχολείο.»
Κατά την αντεξέταση της από τη συνήγορο του Καθ’ ου η αίτηση, η Λειτουργός επανέλαβε ότι ο Καθ’ ου η αίτηση υπήρξε συνεργάσιμος και ότι για ένα διάστημα μετά την έκδοση του προσωρινού διατάγματος υπήρξε δυσκολία στη συνεργασία της με την Αιτήτρια, ότι δεν εμφανιζόταν στο Δικαστήριο όταν δίδονταν οδηγίες προς τούτο και ότι δεν απαντούσε στις κλήσεις της. Εξήγησε ότι αυτός ήταν ένα από τους λόγους που υπήρξε καθυστέρηση στην ετοιμασία της έκθεσης. Επιβεβαίωσε ότι ο Καθ’ ου η αίτηση απέστειλε επιστολές προς την Υπηρεσία Κοινωνικής Ευημερίας, ζητώντας της να καταβάλει προσπάθειες για εξώδικο διευθέτηση (τεκμήρια 2 – 10, επιστολές ημερομηνίας 04.01.2021, 04.04.2021, 16.04.2021, 31.05.2021, 16.06.2021, 20.11.2021, 14.03.2022, 16.03.2022 και 20.03.2022 αντίστοιχα) και ανέφερε ότι υπήρχε έδαφος εξεύρεσης λύσης, εφόσον οι διαφορές των διαδίκων δεν ήταν μεγάλες.
Ανέφερε ότι η Αιτήτρια δεν της εξέφρασε κάποια ανησυχία για τον τρόπο που φροντίζεται ο ανήλικος από τον Καθ’ ου η αίτηση και της επιβεβαίωσε ότι είναι πρόθυμος και ικανός να βοηθά τον ανήλικο με τη μελέτη των μαθημάτων του.
Ερωτηθείσα σχετικά, ανέφερε ότι απασχολεί πολύ τον Καθ’ ου η αίτηση το γεγονός ότι δεν επικοινωνούν καθόλου με την Αιτήτρια και ότι αυτό οφείλεται σε ένα βαθμό στην άρνηση της Αιτήτριας να του μιλά. Η δική της εκτίμηση είναι ότι οι διάδικοι είναι δύο πολύ διαφορετικοί άνθρωποι, με διαφορετικές απόψεις σε θέματα που αφορούν την ανατροφή του ανηλίκου και ότι οι μεταξύ τους σχέσεις επηρεάζουν τη συναισθηματική κατάσταση του ανηλίκου.
Συμφώνησε με τη θέση ότι η σύγχρονη τάση είναι να αναλαμβάνουν και οι δύο γονείς ρόλο στην καθημερινότητα των παιδιών τους και ότι στην περίπτωση του Κ, που είναι ένα παιδί κλειστό και μαζεμένο, είναι καλό να υπάρχει μια σταθερότητα στο πρόγραμμα του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η προσθήκη διανυκτερεύσεων θα διαταράξει το παιδί. Ανέφερε ότι το παιδί είναι χαρούμενο με τον πατέρα του, φαίνεται πολύ καλά προσαρμοσμένο και ότι δεν θα επηρεαστεί με την προσθήκη διανυκτερεύσεων, αλλά αντίθετα, είναι θεμιτό να διαμένει και με τον Καθ’ ου η αίτηση.
Ακολούθησε η μαρτυρία της Αιτήτριας. Στην γραπτή δήλωση που κατέθεσε ως Έγγραφο Α, ανέφερε ότι συμφωνεί με την εισήγηση της Λειτουργού να προστεθεί μια διανυκτέρευση στο πρόγραμμα, όχι όμως σε μια καθημερινή ημέρα καθότι αυτό επηρεάζει τη σταθερότητα στο πρόγραμμα του ανηλίκου. Η εισήγηση της είναι όπως προστεθεί μια διανυκτέρευση το Σαββατοκύριακο, έτσι ώστε ο ανήλικος να διαμένει με τον Καθ’ ου η αίτηση από την Παρασκευή το απόγευμα μέχρι τη Δευτέρα το πρωί, και ακολούθως το δικαίωμα του να ασκείται ξανά Τετάρτη και Παρασκευή, χωρίς διανυκτέρευση. Συμφωνεί επίσης με την προσθήκη μιας εβδομάδας κατά τον μήνα Ιούλιο.
Κατά τη προφορική της μαρτυρία, ανέφερε ότι οχτώ συνεχόμενες ημέρες επικοινωνίας κατά το μήνα Ιούλιο και οχτώ κατά τον Αύγουστο είναι υπεραρκετές, διότι ο ανήλικος την πεθυμά πολύ. Παρατηρεί επίσης μια αποσταθεροποίηση του παιδιού όταν απουσιάζει πολλές ημέρες.
Κατά την αντεξέταση της, ισχυρίστηκε επίσης ότι αποδέχτηκε την έκθεση της Λειτουργού και την εισήγηση της για το πρόγραμμα επικοινωνίας, αφού πρώτα συμβουλεύθηκε το δικηγόρο της. Νιώθει, ότι μια μητέρα έχει περισσότερο βάρος ευθύνης στην ανατροφή ενός παιδιού.
Εξέφρασε το παράπονο ότι ο Καθ’ ου η αίτηση περιορίζει τις κοινωνικές συναναστροφές του ανήλικου μόνο με τα ξαδέλφια του στη Λάρνακα, ενώ κατά την άποψη της θα ήταν καλύτερα να κάνουν κι’ άλλες δραστηριότητες, όπως επισκέψεις σε φίλους. Παραδέχτηκε ωστόσο, ότι ουδέποτε ρώτησε η ίδια τον Καθ’ ου η αίτηση για το πώς περνά τον χρόνο του με τον ανήλικο και ότι τα πιο πάνω τα γνωρίζει από αναφορές του ανηλίκου.
Παραδέχτηκε επίσης ότι δεν υπάρχει καμία επικοινωνία με τον Καθ’ ου η αίτηση και ότι κανένας δεν κάνει το πρώτο βήμα προς τούτο, δήλωσε όμως ότι είναι έτοιμη να καταβάλει προσπάθεια αποκατάστασης της επικοινωνίας τους για χάριν του ανηλίκου.
Αναφορικά με το υφιστάμενο πρόγραμμα επικοινωνίας, αρχικά ανέφερε ότι ο χρόνος είναι ισομερώς κατανεμημένος και στους δύο διαδίκους με δεδομένο ότι ο ανήλικος τα πρωινά βρίσκεται στο σχολείο, ενώ σε άλλο σημείο της αντεξέτασης της, ανέφερε ότι ο Καθ’ ου η αίτηση βλέπει περισσότερες τον ανήλικο από την ίδια.
Ισχυρίστηκε ότι θα ήταν προς το συμφέρον του παιδιού να αποδεχόταν ο Καθ’ ου η αίτηση μια μέση λύση και ότι η ίδια αποδέχτηκε τη πρόταση της Λειτουργού να προστεθεί μια διανυκτέρευση την Κυριακή, αλλά ο Καθ’ ου η αίτηση αντί να το δεχτεί συνεχώς προτείνει και κάτι καινούργιο.
Η συνήγορος του Καθ’ ου η αίτηση έθεσε στην Αιτήτρια ότι μια λογική λύση θα ήταν την εβδομάδα που ο Καθ’ ου η αίτηση δεν έχει διανυκτέρευση, να προστεθούν δύο διανυκτερεύσεις, ούτως ώστε να του δοθεί η ευκαιρία να φροντίζει τον ανήλικο και να τον βοηθά με τα μαθήματα του, θέση με την οποία διαφώνησε, λέγοντας ότι έχει ήδη δώσει μία διανυκτέρευση και ότι θέλει η ίδια να έχει τον πλήρη έλεγχο στο θέμα του σχολείου και της συμπεριφοράς του ανηλίκου. Παρά το ότι αποδέχεται την ικανότητα του Καθ’ ου η αίτηση να φροντίζει τον ανήλικο, θεωρεί ότι υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης και έφερε ως παράδειγμα ότι κάποιες φορές ο ανήλικος «δεν έρχεται όπως πρέπει διαβασμένος». Κατά την άποψη της, ο κυριότερος λόγος που διαφωνούν οι διάδικοι είναι η διαφορετική ιδιοσυγκρασία και νοοτροπία στον τρόπο που θέλουν να μεγαλώσουν τον ανήλικο.
Ακολούθησε η μαρτυρία του Καθ’ ου η αίτηση. Στην γραπτή του μαρτυρία, Έγγραφο Β, ανέφερε ότι το προσωρινό διάταγμα εφαρμόζεται με επιτυχία και ότι περνά ποιοτικό χρόνο με τον ανήλικο. Μαζί κάνουν διάφορες δραστηριότητες που ευχαριστούν τον ανήλικο και συχνά μεταβαίνουν στην Λάρνακα, ούτως ώστε ο ανήλικος να περνά χρόνο με τους πατρικούς παππούδες και τα ξαδέλφια του, κάτι που τον ευχαριστεί.
Αναφέρθηκε στις προσπάθειες που έκανε για εξώδικη διευθέτηση της υπόθεσης, στις επιστολές που έστειλε προς τούτο, τόσο προς τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, όσο και προς τους συνηγόρους της Αιτήτριας (βλ. τεκμήρια 2-14) και στην στάση της Αιτήτριας, η οποία με τη συμπεριφορά της έδειχνε ότι δεν επιθυμεί κάτι τέτοιο.
Αναφέρθηκε στο πρόβλημα υγείας που αντιμετώπισε και την επέμβαση που υπεβλήθη στο εξωτερικό και επισήμανε ότι από τον Ιούλιο του 2021, εργάζεται στα γραφεία του ΓΕΕΦ, σε καθημερινή βάση από τις 7:00 π.μ μέχρι τις 2:30 μ.μ. Ο χώρος εργασίας του βρίσκεται πολύ κοντά στο σχολείο που φοιτά ο ανήλικος και μπορεί να τον παραλαμβάνει και να τον παραδίδει έγκαιρα σε αυτό, εάν προστεθούν διανυκτερεύσεις στο πρόγραμμα επικοινωνίας.
Δεν αμφισβητεί ότι ο ανήλικος φροντίζεται ικανοποιητικά από την Αιτήτρια, αναμένει όμως ότι η τελευταία θα αναγνωρίσει την ανάγκη να έχει και ο ίδιος ενεργό ρόλο στη ζωή του ανηλίκου, ότι είναι ικανός και ότι ανταποκρίνεται επαρκώς στο γονικό του ρόλο. Εξήγησε ότι για να βρίσκεται κοντά στον τόπο διαμονής του ανήλικου, εγκατέλειψε το διαμέρισμα του στη Λάρνακα και ενοικίασε άλλο στη Λευκωσία.
Υπέδειξε ότι η Αιτήτρια συμφωνεί με την ισομερή κατανομή του χρόνου του ανηλίκου, κάτι που αποτελεί και δική του επιθυμία, γιατί έχει την ανάγκη να περνά περισσότερο χρόνο με αυτόν. Σύμφωνα με το υφιστάμενο πρόγραμμα επικοινωνίας, ο χρόνος του με τον ανήλικο είναι περιορισμένος, παρά το ότι διαθέτει και τον χρόνο και την ικανότητα να φροντίζει τον ανήλικο, γεγονός που δεν αμφισβητείται.
Χαρακτήρισε θετική τη δήλωση της Αιτήτριας ότι επιθυμεί να αρχίσουν να επικοινωνούν και ευελπιστεί ότι θα αλλάξει στάση και θα δείξει πνεύμα συνεργασίας για το καλώς νοούμενο συμφέρον του παιδιού.
Η εισήγηση του για τη διαμόρφωση του προγράμματος επικοινωνίας με τον ανήλικο είναι η ακόλουθη:
Τη δεύτερη εβδομάδα, να παραλαμβάνει τον ανήλικο από το σχολείο την Τρίτη και να τον επιστρέφει την Τετάρτη και ακολούθως να τον παραλαμβάνει ξανά την Πέμπτη από την οικία της Αιτήτριας και να τον επιστρέφει στο σχολείο την Παρασκευή το πρωί.
Για τις διακοπές του καλοκαιριού, εισηγείται όπως η επικοινωνία του καθοριστεί για δέκα συνεχόμενες ημέρες κατά το μήνα Ιούλιο και δέκα συνεχόμενες ημέρες κατά το μήνα Αύγουστο και αντίστοιχο δικαίωμα να έχει και η Αιτήτρια.
Εξηγεί επίσης, ότι αρχικά αποδέχτηκε την πρόταση της Λειτουργού για την προσθήκη επτά συνεχόμενων ημερών το καλοκαίρι, ωστόσο σήμερα δεν την αποδέχεται επειδή ο ανήλικος έχει μεγαλώσει.
Για τις διακοπές των Χριστουγέννων και του Πάσχα, δηλώνει ικανοποιημένος με το προσωρινό διάταγμα και ότι δεν επιθυμεί οποιαδήποτε αλλαγή.
Κατά την προφορική του μαρτυρία, αναφέρθηκε στο πως αξιοποιεί το χρόνο που περνά με τον ανήλικο τις καθημερινές. Ανέφερε συγκεκριμένα ότι παίζουν διάφορα παιχνίδια, όπως πολέμους, πιστόλια, πειρατές και παιδικά παιχνίδια, ακολούθως αφιερώνει χρόνο στο διάβασμα του ανήλικου και εάν υπάρχει ευχέρεια χρόνου επισκέπτονται κάποια καφετέρια, πηγαίνουν στον πεζόδρομο ή στο εμπορικό κέντρο για περίπατο. Την Παρασκευή, αφού ο ανήλικος τελειώσει το μάθημα Αγγλικών, συνηθίζουν πηγαίνουν στον κινηματογράφο ή στο λούνα παρκ ή επιστρέφουν στο σπίτι. Το πρωί του Σαββάτου, μετά το μάθημα τέχνης που παρακολουθεί ο ανήλικος, μεταβαίνουν στη Λάρνακα, όπου επιδιώκει να περνά χρόνο ο ανήλικος με την οικογένεια του και τα ξαδέλφια του, κάτι που τον απελευθερώνει και τον χαροποιεί ιδιαίτερα. Ανέφερε επίσης ότι κάνουν βόλτες στις Φοινικούδες, στη μαρίνα της Λάρνακας και στο πάρκο καμήλων.
Αναφερόμενος στις σχέσεις που διατηρεί ο ανήλικος με την εκ πατρός οικογένεια του, εξήγησε ότι έχει δύο ξαδέλφια, σε αντίθεση με την εκ μητρός οικογένεια όπου δεν έχει, ότι διατηρεί άριστες σχέσεις με τους παππούδες του και ότι επιδιώκει με κάθε ευκαιρία ο ανήλικος να περνά χρόνο μαζί τους.
Δήλωσε απογοητευμένος από τη στάση της Αιτήτριας τα τελευταία χρόνια, η οποία δεν επιθυμούσε καμία επικοινωνία και ταυτόχρονα πρόθυμος να προσπαθήσει να αλλάξει η μεταξύ τους σχέση, εάν και η Αιτήτρια δείξει ανάλογη διάθεση. Συμφωνεί με την Αιτήτρια ότι πρέπει να αρχίσουν να επικοινωνούν τηλεφωνικώς για τα θέματα που αφορούν τον ανήλικο και όχι μέσω γραπτών μνημάτων, γιατί δημιουργούνται παρεξηγήσεις.
Αντεξεταζόμενος από τη συνήγορο της Αιτήτριας, ανέφερε ότι με βάση το προσωρινό διάταγμα, κανονικά πρέπει να παραλαμβάνει τον ανήλικο στις 2:30 μ.μ. και όχι στις 1:05 μ.μ. και ότι μόνο μετά από παρέμβαση της Λειτουργού αποδέχτηκε η Αιτήτρια να γίνει αλλαγή και να τον παραλαμβάνει από το σχολείο στις 1:05 μ.μ.
Αμφισβήτησε ότι έγινε προσπάθεια από πλευράς της Αιτήτριας για εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης και ανέφερε συγκεκριμένα ότι κάθε φορά που έρχεται στο Δικαστήριο νιώθει ότι ζητιανεύει ακόμα λίγες ώρες επικοινωνίας. Κατά τον ίδιο, είναι εξαιρετικής σημασίας κάθε λεπτό που περνά με τον ανήλικο, θέλει να εκμεταλλεύεται στο 100% τις ώρες που του δίδονται και η προσπάθεια του είναι να τις απολαμβάνει και ο ανήλικος.
Διαφώνησε με την υποβολή ότι ο ανήλικος κουράζεται όταν είναι για πολλές μέρες με τον ένα μόνο γονέα και εξήγησε ότι όταν ο ανήλικος χρειάζεται να δει τον άλλο γονέα μέσα στο διάστημα των συνεχόμενων ημερών, ο σωστός γονέας οφείλει να το σεβαστεί. Δήλωσε επίσης ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα ακόμα και να διανυκτερεύσει ο ανήλικος στην Αιτήτρια στις δικές του ημέρες επικοινωνίας, εάν αυτό είναι που επιθυμεί και ότι τέτοια ζητήματα θα επιλύονται μεταξύ τους.
Τέθηκε επίσης στον Καθ’ ου η αίτηση ότι οι επτά διανυκτερεύσεις σε κάθε γονέα κατά τον μήνα Ιούλιο και Αύγουστο είναι ισομερής κατανομή του χρόνου, με τον ίδιο να διαφωνεί. Ανέφερε ότι ζητά δέκα ημέρες τον Ιούλιο και δέκα τον Αύγουστο, επειδή κλείνουν τα σχολεία και είναι σε θέση να διευθετεί άδεια από την εργασία του. Εξήγησε δε ότι εάν προκύψει κάποιο θέμα, μπορεί να λάβει βοήθεια από συγγενικά του πρόσωπα, όπως πράττει και η Αιτήτρια.
Συμφώνησε ότι μέχρι σήμερα δεν έχει πάει ταξίδι στο εξωτερικό με τον ανήλικο ή σε κάποιο ξενοδοχείο εντός Κύπρου για διακοπές και δήλωσε ότι τώρα που ο ανήλικος μεγάλωσε, θα αρχίσουν να πηγαίνουν και σε άλλες πόλεις, εκτός της Λάρνακας, αλλά και στην Ελλάδα.
Στην υποβολή ότι το πρόγραμμα που προτείνει η Αιτήτρια, δηλαδή την προσθήκη μιας εβδομάδας στις καλοκαιρινές διακοπές, την προσθήκη διανυκτέρευσης την Κυριακή και την αφαίρεση της επικοινωνίας της Δευτέρας, είναι υπό τις περιστάσεις η πιο λογική λύση και εξυπηρετεί το συμφέρον του ανηλίκου, ο Καθ’ ου η αίτηση απάντησε το εξής:
«Το συμφέρον του ανηλίκου είναι να βλέπει και τον πατέρα του και τη μητέρα του το ίδιο. Το συμφέρον του ανηλίκου είναι να έχει επαφή και με τους συγγενείς της μητέρας και με τους συγγενείς του πατέρα. Το συμφέρον του μωρού δεν είναι να έχω εγώ το μωρό τόσες λίγες περιορισμένες ώρες και να τρέχουμε επί τροχάδην να κάνουμε εκείνα ούλα, να κάνουμε το μπάνιο του, τα διαβάσματα του, τα ντυσίματα του, να τον τρέξω να τον πάρω στη μητέρα της. Το συμφέρον του παιδιού είναι να έχει μια καλή επικοινωνία με τον πατέρα του, να είμαστε άνετοι να κάνουμε εκείνα που πρέπει, αυτό είναι το συμφέρον του παιδιού.»
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Η γονική μέριμνα διέπεται από τον Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμο του 1990, Ν.216/90 (στο εξής ο Νόμος).
Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Κκουφού ν. Κκουφού (1997) 1 (Γ) ΑΑΔ 1588, 1593, η διαμόρφωση κρίσης πάνω σε θέματα γονικής μέριμνας είναι έργο λεπτό και σύνθετο. Δεν είναι εγχείρημα που στοχεύει στην απόδοση ευθυνών ή στην επιβολή κύρωσης για μεμπτή συμπεριφορά. Γνώμονας πάντοτε παραμένει πως κατά τη ρύθμιση τέτοιων ζητημάτων, η απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον και ευημερία του τέκνου (αρ. 6(2)(α) του Νόμου, Σοφοκλέους ν. Τσεσμέλογλου (2006) 1 ΑΑΔ 1153).Έχει δε πολλές φορές τονιστεί από τη νομολογία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, ότι η διαδικασία της γονικής μέριμνας είναι διαδικασία εξεταστικού χαρακτήρα, που αποκλειστικό στόχο έχει την ευημερία και το συμφέρον του ανηλίκου (βλ. Στυλιανού ν. Στυλιανού (1993) 1 ΑΑΔ 131 και Ιακωβίδης ν. Ιακωβίδου (2000) 1 ΑΑΔ 1108).
Στην Ιωαννίδης κ.ά. ν. Ιωαννίδη κ.ά. (2002) 1 (Γ) ΑΑΔ Σελ. 1446, 1452 λέχθηκαν τα πιο κάτω σε σχέση με τις υποθέσεις που αφορούν την γονική μέριμνα ανηλίκων:
«Στη διαδικασία αιτήσεων γονικής μέριμνας δεν υπάρχει το στοιχείο της αντιπαράθεσης μεταξύ των γονέων. Πρόκειται για διαδικασία εξεταστικού χαρακτήρα της οποίας, ο τελικός σκοπός είναι η καλύτερη εξυπηρέτηση της ευημερίας και του συμφέροντος του ανηλίκου. Στα άρθρα 6 και 14 του νόμου, αναφέρεται ότι το κύριο κριτήριο για τη γονική μέριμνα είναι το συμφέρον του τέκνου. Πρόκειται για αρχή η οποία επαναλαμβάνεται συχνά στη νομολογία (βλ. Στυλιανού ν. Στυλιανού (ανωτέρω) και Ιακωβίδης ν. Ιακωβίδη, (2000) 1 ΑΑΔ 1108 από την οποία και η πιο κάτω επιγραμματική διατύπωση της αρχής: «Η ύψιστη αρχή που το Δικαστήριο θα πρέπει πάντα να έχει υπόψιν σε τέτοιες υποθέσεις είναι η ευημερία του ανηλίκου».
Το δικαίωμα του γονέα να επικοινωνεί με το τέκνο του κατοχυρώνεται από το άρθρο 17 του Νόμου αναφέρει τα εξής:
«(1) Ο γονέας με τον οποίο δε διαμένει το τέκνο διατηρεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας με αυτό.
(2) Σε περίπτωση διαφωνίας όσο αφορά την άσκηση του δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας, αποφασίζει το Δικαστήριο.
(3) Στην απόφαση του το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και εφαρμόζει κατ’ αναλογία τις πρόνοιες του άρθρου 6.»
Το δικαίωμα επικοινωνίας του παιδιού με τους γονείς του, εκτός εάν κάτι τέτοιο δεν είναι προς το συμφέρον του καθώς και το δικαίωμα επικοινωνίας των γονέων με το παιδί τους, έχει αναγνωριστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ότι εμπίπτει στο δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που προστατεύεται από το Άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει τις θετικές υποχρεώσεις του κράτους για αποτελεσματική εφαρμογή των δικαιωμάτων γονέων με τα παιδιά τους στο πλαίσιο του Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ (Ribic v. Croatia, no. 27148/12 par. 88-89 and 95-95, 2 April, 2015) (βλ. Α.Π. v. Π.Π. κ.α., Έφεση 4/22, ημερομηνίας 23 Φεβρουαρίου 2023).
Μέσα στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω με προσοχή τους μάρτυρες ενώ κατέθεταν ενόρκως ενώπιον μου. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας τους γίνεται λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων, την σαφήνεια, αμεσότητα και αληθοφάνεια των απαντήσεων τους και τη λογικότητα της εκδοχής τους. Αντιφάσεις σε μικρολεπτομέρειες δεν αποδυναμώνουν μια κατά τα άλλα αξιόπιστη μαρτυρία, αλλά αντίθετα την ενδυναμώνουν με την έννοια ότι δεν υπήρξε προσχεδιασμός ως προς το τι θα κατέθεταν οι μάρτυρες (Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2Α Α.Α.Δ. 612). Σε κάθε περίπτωση η μαρτυρία πρέπει να αντικρίζεται με ευρύτητα και όχι μικροσκοπικά.
Με βάση τις αρχές που καθιερώθηκαν διαχρονικά (βλ. μεταξύ άλλων C&A Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου, (1999) 1 Α.Α.Δ. σελ. 1273, στις σελ. 1280 - 1281, Ομήρου v. Δημοκρατίας, (2001) 2 Α.Α.Δ. 506), η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρος πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενο, την ποιότητα, την πειστικότητα και τη σύγκριση της με την υπόλοιπη μαρτυρία. Ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς, ενώ δεν θεωρείται επιλήψιμη η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας του (Kadis v. Nicolaou (1986) 1 C.L.R 212, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1(A) Α.Α.Δ. 45 και Ιωάννου ν. Κουννίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 1215).
Έχω μελετήσει τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου και τις θέσεις και εισηγήσεις των συνηγόρων των διαδίκων, τις οποίες λαμβάνω υπόψη μου. Σημειώνω ότι δεν απαιτείται λεπτομερής ανάλυση κάθε επί μέρους εισήγησης, όταν κρίνεται ότι δεν εξυπηρετεί οιονδήποτε σκοπό προς επίλυση των επίδικων θεμάτων (βλ. Οδυσσέα v. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 490).
Προτού ασχοληθώ με την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Λειτουργού, κρίνω σκόπιμο να υποδείξω ότι το Δικαστήριο έχει καθήκον να αναθέσει στο Τμήμα Κοινωνικής Ευημερίας όπως ετοιμάσει σχετική έκθεση (Κανονισμός 5 του περί Κηδεμονίας Ανηλίκων και Ασώτων Διαδικαστικό Κανονισμό, όπως τροποποιήθηκε με τον Κανονισμό 5 του ΔΚ 1/72). Η έκθεση των Λειτουργών Ευημερίας πρέπει ιδανικά να παρέχει τα απαραίτητα στοιχεία στο Δικαστήριο, για να μπορέσει να το υποβοηθήσει να καταλήξει στην απόφαση του.
Τούτο γίνεται στα πλαίσια του κατ’ εξοχήν εξεταστικού χαρακτήρα της διαδικασίας, για τη διακρίβωση των συμφερόντων του ανηλίκου και η σημασία του γεγονότος ότι η Λειτουργός είναι η πρώτη μάρτυρας σε αυτής της φύσεως υποθέσεις, έγκειται ακριβώς στο ότι οι διάδικοι δεν καταλαμβάνονται εξαπίνης και έχουν κάθε ευκαιρία κατά την πρόοδο της διαδικασίας να παρουσιάσουν τις θέσεις τους επί των όσων αναφέρθηκαν από αυτήν, μαρτυρία η οποία συνεκτιμάται από το Δικαστήριο.
Στην υπόθεση Δαμιανού ν. Δαμιανού (1989) 1 Α.Α.Δ. 29 αναφέρεται ότι:
«Η θέσπιση του Κ5 δικαιολογείται από τη φύση του επιδίκου θέματος που είναι ο καθορισμός των συμφερόντων του ανηλίκου, και όχι το βάσιμο των διεκδικήσεων των αντιδικούντων γονέων. Η εξασφάλιση ανεξάρτητης πηγής για τη διαφώτιση του Δικαστηρίου στον ευαίσθητο τομέα των συμφερόντων του ανηλίκου αποτελεί ουσιαστική νομοθετική πρόνοια. Και δεν παρέχεται διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να την παρακάμψει. Ο Κ5 δε ρυθμίζει μόνο διαδικαστικά θέματα αλλά και θέματα ουσίας που αφορούν τη μαρτυρία που είναι αναγκαία για τον καθορισμό των συμφερόντων του ανηλίκου. Στα πλαίσια της κατεξοχήν εξεταστικής διαδικασίας για τη διαπίστωση των συμφερόντων του ανηλίκου, αποτελεί καθήκον του Δικαστηρίου να εξασφαλίσει την έκθεση που προβλέπουν οι θεσμοί, βασική προϋπόθεση για την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Χωρίς την μαρτυρία αυτή δε μπορεί, σύμφωνα με τις ρητές διατάξεις του Κ5(1), να κριθεί αίτηση για την κηδεμονία, φύλαξη και φροντίδα του ανηλίκου».
Στο σύγγραμμα Bromley's Family Law, Tenth Edn., στη σελίδα 490 αναφέρεται ότι:
«Once appointed reporters or welfare officers are generally expected to investigate the circumstances of the child or children concerned and the important figures in their lives with a view to providing the court with factual information on which to make a decision».
Η Λειτουργός κα Κυριζή, ετοίμασε το τεκμήριο 1 (έκθεση ημερομηνίας 16.02.2022), το οποίο δεν αμφισβητήθηκε από την Αιτήτρια. Αντεξεταζόμενη από την συνήγορο του Καθ’ ου η αίτηση επί των αναφορών και διαπιστώσεων της, παρέμεινε σταθερή στις απόψεις της, ως αυτές καταγράφονται στην έκθεση. Απαντούσε με σαφήνεια, τεκμηριώνοντας και ενισχύοντας ακόμα περισσότερο τα ευρήματα της με περαιτέρω διευκρινήσεις, όπου έκρινε σκόπιμο. Φέρω ως παράδειγμα το θέμα των διανυκτερεύσεων κατά τη διάρκεια της εβδομάδας στην οικία του Καθ’ ου η αίτηση, που είναι και το κύριο επίδικο θέμα, όπου διευκρίνισε ότι ο ανήλικος φαίνεται χαρούμενος με τον πατέρα του, έχει προσαρμοστεί πλήρως με τις διανυκτερεύσεις και ότι δεν έχει καμία ανησυχία γι’ αυτόν. Με αυτά τα δεδομένα, συμφώνησε ότι είναι προς το συμφέρον του ανηλίκου να διαμένει και κάποιες καθημερινές μέρες με τον Καθ’ ου η αίτηση, γεγονός που δεν θα τον επηρεάσει αρνητικά. Εξήγησε ότι αυτό που δεν είναι επιθυμητό είναι να υπάρχει συνεχής εναλλαγή τόπου διαμονής, «μία στον ένα και μία στον άλλο», «να μην πρέπει το παιδί συστηματικά να μεταφέρει βιβλία, πράγματα από το ένα σπίτι στο άλλο.» Συμφώνησε ωστόσο ότι είναι αναπόφευκτο αυτό να συμβαίνει στα παιδιά που οι γονείς τους χωρίζουν και ότι αυτό που τελικά έχει σημασία είναι το παιδί να είναι ευτυχισμένο στο περιβάλλον του γονέα που δεν έχει τη φύλαξη.
Είμαι ικανοποιημένη ότι η έκθεση της είναι αποτέλεσμα μιας αντικειμενικής και ανεπηρέαστης διερεύνησης των περιορισμένων επίδικων θεμάτων επί των οποίων καλέστηκε να τοποθετηθεί και αποδέχομαι την θέση της ότι το κυριότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι διάδικοι είναι η αδυναμία τους να επικοινωνούν, έστω για τα θέματα που αφορούν τον ανήλικο. Αυτό εξάλλου είναι κάτι που και οι ίδιοι οι διάδικοι αναγνωρίζουν. Έχω επίσης πεισθεί ότι στα πλαίσια των καθηκόντων της κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να καθοδηγήσει τους διαδίκους στην εξεύρεση μιας κοινώς αποδεκτής λύσης και ότι για ένα χρονικό διάστημα αντιμετώπισε την άρνηση της Αιτήτριας ως προς το θέμα αυτό, σε αντίθεση με τον Καθ’ ου η αίτηση ο οποίος υπήρξε σταθερά συνεργάσιμος και δεκτικός σε συμβουλευτική καθοδήγηση.
Οι αναφορές της ότι οι γονείς αναγνωρίζουν τις ικανότητες ο ένας του άλλου να φροντίζουν τον ανήλικο δεν έχουν αμφισβητηθεί από τους διαδίκους. Όπως ανέφερε η Λειτουργός, η Αιτήτρια ουδέποτε εξέφρασε κάποια ανησυχία για τον τρόπο που φροντίζεται ο ανήλικος στο περιβάλλον του Καθ’ ου η αίτηση ή ότι δεν είναι πρόθυμος ή ικανός να βοηθά τον ανήλικο στη μελέτη των μαθημάτων του. Αποδέχομαι επίσης τις διαπιστώσεις της ότι ο ανήλικος έχει αναπτύξει συναισθηματικό δεσμό και με τους δύο γονείς, ότι νιώθει ασφαλής μαζί τους και ότι το προσωρινό διάταγμα εφαρμόζεται ικανοποιητικά.
Η διαπίστωση της ότι πρέπει να υπάρχει σταθερότητα στο πρόγραμμα του ανηλίκου επίσης δεν αμφισβητείται. Η σταθερότητα σε ένα πρόγραμμα επικοινωνίας δεν αναιρεί ότι ένα παιδί θα διανυκτερεύει στην οικία του γονέα που δεν έχει τη φύλαξη όχι μόνο το Σαββατοκύριακο αλλά και κατά τη διάρκεια της εβδομάδας. Εξάλλου, η προσθήκη διανυκτέρευσης στη μέση της εβδομάδας αποτελεί και δική της εισήγηση.
Με βάση τα ευρήματα και τις διαπιστώσεις της Λειτουργού, η εισήγηση της όπως τροποποιηθεί το υφιστάμενο προσωρινό διάταγμα με τον εμπλουτισμό των καλοκαιρινών διακοπών και την τροποποίηση του καθημερινού προγράμματος κρίνεται λογική και ότι θα λειτουργήσει προς όφελος του ανηλίκου, εφόσον θα έχει την ευκαιρία να περνά επαρκή και ικανοποιητικό χρόνο και με τους δύο διαδίκους. Η περαιτέρω ουσιαστική επαφή με τον Καθ’ ου η αίτηση και παράλληλα η διατήρηση της υφιστάμενης σχέσης με την Αιτήτρια, θα συντελέσει στην υγιή ανάπτυξη του ψυχικού κόσμου του ανηλίκου.
Αναφορικά με τη μαρτυρία των διαδίκων, αυτό που αξίζει αρχικά να σημειωθεί είναι από τα όσα έχουν αναφέρει αδιαμφισβήτητα προκύπτει ότι αμφότεροι τρέφουν αληθινά αισθήματα αγάπης για τον ανήλικο και έχουν ως προτεραιότητα τους την εξυπηρέτηση του συμφέροντος του. Είναι και οι δύο άτομα μορφωμένα, σοβαρά, ισορροπημένα και φάνηκε ότι δίδουν ιδιαίτερη βαρύτητα στο θέμα της ανατροφής του ανηλίκου. Η διαφορετική όμως νοοτροπία και αντίληψη για το πώς πρέπει να μεγαλώνει ένα παιδί, σε συνδυασμό με την έλλειψη μεταξύ τους επικοινωνίας, δημιουργεί διαφωνίες, προστριβές και παρεξηγήσεις, οι οποίες θα μπορούσαν πολύ εύκολα να επιλυθούν με συζήτηση και διάλογο, χωρίς να απαιτείται η διαμεσολάβηση τρίτων ατόμων, για παράδειγμα της Λειτουργού.
Η υπό κρίση περίπτωση αφορά τον ανήλικο Κ, του οποίου οι γονείς αποφάσισαν να τραβήξουν δρόμους χωριστούς όταν ήταν σε πολύ μικρή ηλικία. Από την πρώτη κιόλας στιγμή, ο Καθ’ ου η αίτηση αποδέχτηκε την διαμονή του ανηλίκου με την Αιτήτρια, διεκδικώντας τη διασφάλιση του δικαιώματος επικοινωνίας του με δικαστικό διάταγμα. Κατά την έκδοση του αρχικού προσωρινού διατάγματος, ο ανήλικος ήταν μόλις τριών ετών και ο Καθ’ ου η αίτηση διέμενε μόνιμα στη Λάρνακα. Ασκούσε το δικαίωμα του κάποιες ώρες τις καθημερινές με διανυκτέρευση στην οικία του ανά δεκαπενθήμερο. Μετακόμισε στην Λευκωσία για να είναι κοντά στον ανήλικο και με ενδιάμεση αίτηση επεδίωξε και πέτυχε διεύρυνση του δικαιώματος επικοινωνίας του, όπως αυτό ασκείται μέχρι σήμερα, με βάση το προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 30.01.2020 (βλ. ανωτέρω).
Το πιο πάνω διάταγμα αποτέλεσε τη βάση συζητήσεων μεταξύ των διαδίκων και των συνηγόρων τους και με τη βοήθεια της Λειτουργού επιχειρήθηκε η διαμόρφωση του με τρόπο που να ικανοποιεί και τις δύο πλευρές, κάτι που δεν είχε επιτυχές αποτέλεσμα.
Ως προς αυτό, αποδέχομαι τη μαρτυρία του Καθ’ ου η αίτηση ότι κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια εξώδικης διευθέτησης της υπόθεσης και υπήρξε σταθερά δεκτικός και πρόθυμος να συνεργαστεί με τη Λειτουργό, προς αποφυγή περαιτέρω εντάσεων και διαπληκτισμών με την Αιτήτρια, κάτι το οποίο δεν μπορεί να λεχθεί με ευκολία για την τελευταία. Είναι γεγονός ότι ο Καθ’ ου η αίτηση καθ’ όλη τη διάρκεια που η υπόθεση εκκρεμούσε ενώπιον του Δικαστηρίου, υπήρξε συνεπής και εμφανιζόταν σε κάθε δικάσιμο που ζητείτο η παρουσία των διαδίκων, σε αντίθεση με την Αιτήτρια η οποία αγνοούσε τις οδηγίες του Δικαστηρίου, προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες. Το γεγονός αυτό επισημάνθηκε και από την Λειτουργό, η οποία ανέφερε ότι για ένα χρονικό διάστημα μετά από την έκδοση του τελευταίου προσωρινού διατάγματος, η Αιτήτρια άλλαξε στάση και δεν ήταν συνεργάσιμη, δεν απαντούσε στις κλήσεις της και δεν ήθελε να συζητήσει οτιδήποτε.
Η Αιτήτρια, δεν απορρίπτει την εισήγηση της Λειτουργού να προστεθούν κάποιες διανυκτερεύσεις, είναι όμως κάθετη στο ότι δεν αποδέχεται διανυκτέρευση μέσα στην εβδομάδα. Συμφωνεί να προστεθεί ακόμα μία περίοδος εφτά συνεχόμενων διανυκτερεύσεων κατά τον μήνα Ιούλιο, όχι όμως περισσότερων. Όπως προκύπτει από τη μαρτυρία της, θεωρεί ότι δεν είναι προς το συμφέρον του ανηλίκου να διαμένει οπουδήποτε αλλού τις καθημερινές εκτός από την δική της οικία. Ενώ δηλώνει ότι αποδέχεται και συμφωνεί με την ισομερή κατανομή χρόνου και στους δύο διαδίκους, απορρίπτει κάθε εισήγηση που περιλαμβάνει διανυκτέρευση στην εβδομάδα χωρίς να δίδει επαρκή δικαιολογία προς τούτο. Αρκέστηκε στη γενική αναφορά ότι έχει παρατηρήσει αποσταθεροποίηση του ανηλίκου όταν απουσιάζει πολλές ημέρες, εννοώντας τις καλοκαιρινές διακοπές, χωρίς καμία περαιτέρω επεξήγηση, για να προσθέσει αργότερα ότι επιθυμεί να έχει η ίδια τον έλεγχο στα θέματα του σχολείου και της συμπεριφοράς του ανηλίκου. Η θέση αυτή όμως έρχεται σε αντίθεση με τις δηλώσεις της Λειτουργού ότι η Αιτήτρια της επιβεβαίωσε ότι ο Καθ’ ου η αίτηση είναι πρόθυμος και ικανός να βοηθά τον ανήλικο με την καθημερινή του μελέτη, θέση η οποία δεν αμφισβητήθηκε.
Πέραν των πιο πάνω γενικών ισχυρισμών, δεν έχει αναφερθεί οτιδήποτε από την Αιτήτρια που βάσιμα να δικαιολογεί την έντονη άρνηση της να προστεθεί διανυκτέρευση μέσα στην εβδομάδα ή την άρνηση της οι εφτά διανυκτερεύσεις του καλοκαιριού να γίνουν εννέα. Δεν αναφέρθηκε συγκεκριμένα σε κάποιο περιστατικό που να δείχνει την αποσταθεροποίηση του ανηλίκου που ισχυρίζεται και δεν εξήγησε τις ανησυχίες που έχει ή ποια προβλήματα ενδεχομένως θα προκύψουν, καθιστώντας με αυτό τον τρόπο παντελώς ατεκμηρίωτη και αβάσιμη τη θέση της ότι δεν είναι προς το συμφέρον του ανηλίκου η διαφοροποίηση του προγράμματος επικοινωνίας με τον τρόπο που ο Καθ’ ου η αίτηση επιζητεί.
Μέσα από τη μαρτυρία του Καθ’ ου η αίτηση διαφαίνεται η έντονη επιθυμία που είχε και συνεχίζει να έχει για ενεργή εμπλοκή στη ζωή του ανηλίκου. Πέραν του ότι αυτό αποτελεί και διαπίστωση της Λειτουργού, η συνεχής προσπάθεια για εξώδικο διευθέτηση της υπόθεσης και η αγωνία του να ρυθμιστεί οριστικά το δικαίωμα επικοινωνίας προκύπτει και από τις συνέχεις εκκλήσεις τους προς τη Λειτουργό προς τούτο και από τις επιστολές που απέστειλε προς Υπηρεσίες Κοινωνικής (βλ. τεκμήρια 2-14). Υπήρξε συνεργάσιμος και δεκτικός στις οποιεσδήποτε παρατηρήσεις και επισημάνσεις της Λειτουργού, έχοντας ως προτεραιότητα την εξυπηρέτηση του καλώς νοούμενου συμφέροντος του ανήλικου. Η ενέργεια του να μετακομίσει από τη Λάρνακα στη Λευκωσία για να μπορεί να αξιοποιεί στο έπακρον το χρόνο που έχει με βάση το διάταγμα, για να περνά ποιοτικό χρόνο με τον ανήλικο δείχνει ότι το επίκεντρο της ζωής του είναι ο ανήλικος και ότι πρώτιστο μέλημα του είναι να κτίσει μια υγιή, σταθερή και ισορροπημένη σχέση με αυτόν, αντιλαμβανόμενος πλήρως ότι το αληθινό συμφέρον του παιδιού είναι να αναπτύξει στενό συναισθηματικό δεσμό και με τους δύο γονείς.
Χωρίς να αμφισβητεί ότι ο ανήλικος φροντίζεται επαρκώς και ικανοποιητικά από την Αιτήτρια, κατέστησε σαφές με τη μαρτυρία του ότι το ίδιο αναμένει και από την Αιτήτρια. Να αναγνωρίσει δηλαδή και την δική του ικανότητα αλλά και την ανάγκη του να περνά εξίσου χρόνο με τον ανήλικο και να εμπλακεί ενεργά στη ζωή του.
Προκύπτει ότι ο Καθ’ ου η αίτηση επιδιώκει να διασφαλίσει μέσω διατάγματος το δικαίωμα του να φιλοξενεί τον ανήλικο και κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, εφόσον οι ώρες που ασκεί το δικαίωμα του τις καθημερινές είναι περιορισμένες. Πράγματι, ο Καθ’ ου η αίτηση παραλαμβάνει τον ανήλικο το μεσημέρι και μέχρι τις 6:00 ή 7:00 το απόγευμα πρέπει να τον έχει παραδώσει. Μέσα στο διάστημα αυτό αφιερώνει χρόνο για παιχνίδι, για το διάβασμα του ανηλίκου και εάν περισσεύει χρόνος βγαίνουν για βόλτα. Η συμπεριφορά του Καθ’ ου η αίτηση και η επιδίωξη του να προστεθούν διανυκτερεύσεις και κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, δείχνει ότι ουδέποτε παραιτήθηκε του δικαιώματος του να εμπλακεί ενεργά στην ζωή του ανηλίκου και ότι θέλει να περνά περισσότερο και πιο ποιοτικό χρόνο με αυτόν, να έχει την ευκαιρία να τον απολαμβάνει πέραν του Σαββατοκύριακου και να αποτελεί μέρος της καθημερινότητας του.
Από τη μαρτυρία του προκύπτει επίσης ότι διαθέτει ικανοποιητικό χρόνο να φροντίζει ο ίδιος προσωπικά τον ανήλικο στο χρόνο επικοινωνίας του, γεγονός που έχει τη δική του σημασία, χωρίς ωστόσο να θεωρείται λάθος οι γονείς να αναζητούν βοήθεια στη ανατροφή των παιδιών τους από τρίτα πρόσωπα, συνήθως από τους γονείς τους. Όταν ο γονέας που δεν διαμένει με το τέκνο, αναλαμβάνει αποκλειστικά την φροντίδα του στο χρόνο επικοινωνίας του, αναπτύσσεται μεταξύ τους δεσμός εμπιστοσύνης και ασφάλειας. Το ωράριο εργασίας του Καθ’ ου η αίτηση του επιτρέπει να παραλαμβάνει ο ίδιος τον ανήλικο από το σχολείο, να αφιερώνει χρόνο στην εξυπηρέτηση των αναγκών του για παιχνίδι και ψυχαγωγία αλλά και να τον βοηθά με τη μελέτη των μαθημάτων του. Δύναται επίσης να μεταφέρει ο ίδιος τον ανήλικο στις απογευματινές του δραστηριότητες. Μέχρι σήμερα μεριμνά όπως όλα τα πιο πάνω γίνουν μέσα στον περιορισμένο χρόνο που του επιτρέπει το προσωρινό διάταγμα επικοινωνίας τις καθημερινές ημέρες.
Οι αναφορές του Καθ’ ου η αίτηση για το πως αξιοποιεί το χρόνο του με τον ανήλικο τα Σαββατοκύριακα, δείχνουν ότι σέβεται την ανάγκη του να συναναστρέφεται και να κοινωνικοποιείται με άτομα της ηλικίας του και ότι δίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στη ανάπτυξη και διατήρηση δεσμών μεταξύ του ανηλίκου και της ευρύτερης του οικογένειας. Το γεγονός ότι ο Καθ’ ου η αίτηση παρέχει στον ανήλικο την φροντίδα που χρειάζεται, ότι ο ανήλικος είναι χαρούμενος και ευτυχισμένος μαζί του δεν αμφισβητείται από την Αιτήτρια και επιπροσθέτως επιβεβαιώνεται από τη Λειτουργό. Με αυτά τα δεδομένα, η επιπλέον μεταξύ τους επαφή, μόνο θετική επίδραση μπορεί να έχει στην μετέπειτα πορεία του.
Στη βάση των πιο πάνω, κρίνεται απόλυτα λογική η επιδίωξη του Καθ’ ου η αίτηση να διευρυνθεί το δικαίωμα επικοινωνίας του και τις καθημερινές αλλά και κατά τις διακοπές του καλοκαιριού. Δεν έχω αμφιβολία ότι όσες μέρες και να δοθούν στον Καθ’ ου η αίτηση το καλοκαίρι, θα προσπαθήσει να τις αξιοποιήσει με τρόπο που να ικανοποιεί και να ευχαριστεί τον ανήλικο.
Δεν υπάρχουν αυστηρά κριτήρια καθορισμού της διάρκειας και της συχνότητας του δικαιώματος επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο του και το θέμα αποφασίζεται ανάλογα με τις περιστάσεις και συνθήκες της κάθε περίπτωσης, όμως πάντοτε με γνώμονα το συμφέρον του ανηλίκου. Περαιτέρω, το Δικαστήριο οφείλει σύμφωνα με το νόμο να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων, να μην κάνει διακρίσεις με βάση το φύλο, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πεποιθήσεις, την ιθαγένεια, την εθνική ή κοινωνική προέλευση ή την περιουσιακή κατάσταση των γονέων.
Στην υπόθεση Π.Ε. v. K.R.U, Έφεση Αρ. 23/2018, ημερομηνίας 3.12.2019, όπου τονίστηκε εκ νέου, ότι το συμφέρον του παιδιού αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα και το ζητούμενο κάθε απόφασης του Δικαστηρίου, αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά:
«Το συμφέρον του παιδιού δεν μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί ή να προσδιοριστεί επακριβώς. Νοείται το σωματικό, ψυχικό, πνευματικό, υλικό, ηθικό και κάθε είδους συμφέρον που αποβλέπει στην ορθή ψυχοσωματική και ψυχοδιανοητική ανάπτυξη και ανάπλαση του παιδιού. Τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε περίπτωσης καθορίζουν σε ποιο στοιχείο θα δοθεί βαρύνουσα σημασία.»
Στο σύγγραμμα του Α. Σ. Γεωργιάδη, "Οικογενειακό Δίκαιο" Β’ Έκδοση, στη σελ. 574, δίδεται ο ακόλουθος ορισμός του συμφέροντος του τέκνου:
«Το συμφέρον του τέκνου είναι αόριστη νομική έννοια. Κριτήρια δε για την εξειδίκευση του συμφέροντος του τέκνου είναι η ηλικία του, οι δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και τα αδέλφια του καθώς και τυχών συμφωνίες των γονέων (βλ. και ΑΚ 1513§2), οι ικανότητες και οι προσωπικές κλίσεις του παιδιού, ο παράγων της ενίσχυσης της προσωπικότητας του (ΑΚ 1518), η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του, οι δυνατότητες αυτοπρόσωπης άσκησης της επιμέλειας του τέκνου, οι δεσμοί του με τρίτα πρόσωπα ή πράγματα, η οικονομική κατάσταση των γονέων σε συνάρτηση με την εξασφάλιση ευνοϊκών συνθηκών διαβίωσης, η ικανότητα προσαρμογής του στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας στο πλαίσιο ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων, η ψυχοσωματική τους υγεία, τα πρότυπα που προβάλλουν οι γονείς κ.α»
Η σημασία της επικοινωνίας των γονέων με τα τέκνα τους αντικατοπτρίζεται πιστεύω απόλυτα, στο πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα της ΄Εφης Κουνουγέρη Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, Τεύχος IIβ, Έκδοση Β΄, σελ. 234 το οποίο παραθέτω αυτούσιο.
«Ο κύριος σκοπός του δικαιώματος επικοινωνίας είναι η ικανοποίηση του αισθήματος της αγάπης μεταξύ του γονέα και του παιδιού και η αποφυγή της αποξένωσής τους· κατά δεύτερο λόγο όμως με το δικαίωμα επικοινωνίας πετυχαίνεται στην πράξη και κάποιος έλεγχος του γονέα με τον οποίο μένει ο ανήλικος από μέρους του άλλου γονέα».
Παραπομπή για το ίδιο θέμα γίνεται και στο σύγγραμμα των Απ. Γεωργιάδη και Μιχ. Σταθόπουλου «ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΞ», ΤόμοςVII, όπου στις σελίδες 228-229 αναφέρονται τα πιο κάτω:
«Συνήθως, πριν και μετά το διαζύγιο, οπότε κυρίως ασκείται το δικαίωμα επικοινωνίας, επικρατούν ταραγμένες σχέσεις μεταξύ των συζύγων. Ενόψει αυτού του δεδομένου, η πραγματοποίηση της επικοινωνίας θα πρέπει να γίνεται με τρόπο που εξασφαλίζει κατά το δυνατόν καλύτερα το συμφέρον του παιδιού. Οι γονείς θα πρέπει να φροντίζουν, ώστε το παιδί να μένει εκτός του προσωπικού πεδίου εντάσεως αλλά και να μη θίγονται με τη συμπεριφορά καθενός από αυτούς τα δικαιώματα του άλλου. Τα παραπάνω προϋποθέτουν αμοιβαίο σεβασμό και συνεργασία μεταξύ των γονέων.
Στο δικαίωμα επικοινωνίας του ενός γονέα αντιστοιχεί υποχρέωση του άλλου να απέχει από κάθε ενέργεια, η οποία άμεσα ή έμμεσα μπορεί να οδηγήσει στην παρεμπόδισή της, είτε επιδρώντας στη θέληση του παιδιού να δεχθεί την επικοινωνία, είτε με τη δημιουργία άλλων εμποδίων. Πολύ περισσότερο, ο γονέας με τον οποίο διαμένει το παιδί, θα πρέπει να ευνοεί και να διευκολύνει, χάριν του συμφέροντος του παιδιού, την επικοινωνία με τον άλλο γονέα, παραμερίζοντας τυχόν αντίθετες δικές του επιθυμίες»
Το προσωπικό δικαίωμα του γονέα να επικοινωνεί με το ανήλικο τέκνο του, συντελεί στην ανάπτυξη του ψυχικού του κόσμου και στην εν γένει προσωπικότητά του. Τυχόν αποκλεισμός ή αδικαιολόγητος περιορισμός του δικαιώματος αυτού, έστω και προσωρινά, αντιστρατεύεται το πραγματικό συμφέρον του τέκνου. Η άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας αποβλέπει κυρίως στο καλώς νοούμενο συμφέρον του ανηλίκου και αποτρέπει τον κίνδυνο της ψυχικής αποξένωσης από τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει. Με την πραγματοποίηση μιας τακτικής επαφής παραμένει ζωντανός και ενεργός ο ψυχικός και συναισθηματικός τους δεσμός και ο γονέας από την μία ικανοποιεί την αδήριτη ανάγκη του να συναναστρέφεται και να επιδρά στη ζωή του παιδιού του και από την άλλη του δίνεται η δυνατότητα να εκδηλώνει τα αισθήματα αγάπης, στοργής και ενδιαφέροντος, τα οποία τρέφει για το παιδί του. Του δίδεται επίσης η ευχέρεια να παρακολουθεί και να βιώνει την καθημερινότητα του παιδιού, να γίνεται γνώστης των ανησυχιών και προβληματισμών του και με αυτό τον τρόπο του δίδεται η δυνατότητα να παρέχει στήριξη, να συμβουλεύσει το παιδί όπου απαιτείται και να λαμβάνει ενεργό ρόλο στη διαπαιδαγώγηση του. Η επικοινωνία, όμως, ικανοποιεί και το συμφέρον του παιδιού, εφόσον με αυτήν εξασφαλίζεται η παρουσία και των δύο γονέων στην ζωή και την καθημερινότητα του, γεγονός που καθορίζει και την μελλοντική του πορεία. Ειδικότερα στις περιπτώσεις όπου τα παιδιά βιώνουν από μικρή ηλικία το χωρισμό των γονέων τους και αποχωρίζονται τον ένα από τους δύο, η ουσιαστική επαφή τα βοηθά να εξοικειωθούν όχι μόνο με τον γονέα αλλά και με το ευρύτερο οικογενειακό του περιβάλλον.
Λαμβάνοντας υπόψη τις αναφορές της Λειτουργού ότι ο ανήλικος είναι πολύ καλά προσαρμοσμένος στο περιβάλλον του καθ’ ου η αίτηση και έχοντας ως δεδομένο ότι οι γονείς συμφωνούν ότι το συμφέρον του ανηλίκου επιβάλλει να περνούν εξίσου χρόνο με αυτόν και ότι αμφότεροι επιδεικνύουν ενδιαφέρον και αγάπη για τον ανήλικο, προσφέρουν ευνοϊκό περιβάλλον για την υγιή του ανάπτυξη και ανταποκρίνονται επαρκώς στο λειτούργημα της άσκησης της γονικής μέριμνας, κρίνεται ότι η διεύρυνση του δικαιώματος επικοινωνίας του Καθ’ ου η αίτηση θα λειτουργήσει προς όφελος του ανηλίκου. Το πρόγραμμα επικοινωνίας πρέπει να διαμορφωθεί με τέτοιο τρόπο, που από τη μία να διασφαλίζει ότι και οι δύο γονείς θα έχουν ενεργό εμπλοκή στη ζωή του ανηλίκου, όχι μόνο τα Σαββατοκύριακα αλλά και τις καθημερινές και από τη άλλη, να διατηρείται στο μέτρο του δυνατού, μια σταθερότητα στον τόπο που θα διανυκτερεύει ο ανήλικος κατά τη διάρκεια της εβδομάδας. Αυτός είναι και ο λόγος που επέλεξα την πρώτη εβδομάδα εφαρμογής του διατάγματος, ο ανήλικος να διανυκτερεύει στην οικία της Αιτήτριας τις καθημερινές και στην οικία του Καθ’ ου η αίτηση το Σαββατοκύριακο και ακολούθως, την δεύτερη εβδομάδα, οι διανυκτερεύσεις στην οικία του Καθ’ ου η αίτηση να είναι συνεχόμενες, ούτως ώστε να μην χρειάζεται ο ανήλικος να μεταφέρει μέρα παρά μέρα τα πράγματα του και τα βιβλία του από το ένα σπίτι στο άλλο.
Προτού αναφερθώ λεπτομερώς στο πρόγραμμα το οποίο έχω καταλήξει, θα ήθελα να υπενθυμίσω στους διαδίκους ότι: «Η αντιπαράθεση των γονέων και η αντιπαλότητα τους μέσα από δικαστικές διαδικασίες αντιστρατεύεται στα συμφέροντα και την ευημερία των ανηλίκων τέκνων τους» (βλ Φ. Κατσούρη ν. Μ. Χατζηνικόλα (2010) 1 ΑΑΔ, 1634)
Προτρέπω τους διαδίκους να κάνουν πράξη τις δηλώσεις τους ότι θα παραμερίσουν τα όποια αρνητικά αισθήματα τρέφει ο ένας για τον άλλο και ότι έστω και στο στάδιο αυτό θα εξεύρουν κοινό δίαυλο επικοινωνίας για το καλό του παιδιού τους. Παραθέτω, προς τούτο, ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, από την απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, Μαρία Μαυρονικόλα ν. Άντη Ξάνθου (2011) 1 Α.Α.Δ. 293, όπου λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι γονείς έχουν συλλογική ευθύνη για την, όσο το δυνατό, πιο ομαλή ανάπτυξη των οικογενειακών δεσμών και ταυτοχρόνως αυξημένη υποχρέωση απάλειψης ή μείωσης των τραυματικών επιπτώσεων ενός διαζυγίου στα παιδιά τους. Η καταφυγή σε αντιμετώπιση των όποιων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων με, «εμπορικούς όρους» σαφώς δεν οδηγεί σε επίτευξη του πιο πάνω στόχους.»
Στη βάση όλων όσων έχουν ανωτέρω αναφερθεί και με πρωταρχικό μέλημα του Δικαστηρίου την διασφάλιση του συμφέροντος του ανήλικου Κ, τόσο στην Αίτηση όσο και στην Ανταπαίτηση εκδίδονται τα ακόλουθα διατάγματα:
1. Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο ανατίθεται στην Αιτήτρια η φύλαξη και φροντίδα του ανήλικου τέκνου των διαδίκων Κ.
2. Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο καθορίζεται ως τόπος διαμονής του ως άνω ανήλικου ο εκάστοτε τόπος διαμονής της Αιτήτριας εντός της επαρχίας Λευκωσίας.
3. Οι υπόλοιπες πτυχές της γονικής μέριμνας θα ασκούνται και από τους δύο γονείς από κοινού.
4. Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο ρυθμίζεται η άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του Καθ’ ου η αίτηση με το ανήλικο τέκνο του Κ, ως ακολούθως:
(β) Τη δεύτερη εβδομάδα εφαρμογής του παρόντος διατάγματος, την Τετάρτη, όπου θα παραλαμβάνει τον ανήλικο από το σχολείο στη λήξη της σχολικής ημέρας έως η ώρα 7:30 της Παρασκευής, όπου θα παραδίδει τον ανήλικο στο σχολείο.
Το πιο πάνω πρόγραμμα θα επαναλαμβάνεται ανά δεκαπενθήμερο.
Ως πρώτη εβδομάδα εφαρμογής του διατάγματος καθορίζεται η τρέχουσα.
(γ) Κατά τις εορτές των Χριστουγέννων κάθε έτους, από η ώρα 10:00 της 24ης Δεκεμβρίου έως η ώρα 18:00 της 29ης Δεκεμβρίου (α΄ περίοδος) ή από η ώρα 10:00 της 30ης Δεκεμβρίου έως η ώρα 18:00 της 4ης Ιανουαρίου (β΄ περίοδος).
Κατά τις εορτές των Χριστουγέννων του 2023, ο Καθ’ ου η αίτηση θα ασκήσει δικαίωμα του την β΄ περίοδο και ούτω καθ’ εξής και εναλλάξ από χρόνο σε χρόνο.
(δ) Την περίοδο των εορτών του Πάσχα, από η ώρα 18:00 της Μεγάλης Τρίτης έως η ώρα 18:00 της Κυριακής του Πάσχα (α΄ περίοδος) ή από η ώρα 18:00 της Κυριακής του Πάσχα έως η ώρα 18:00 της Παρασκευή της Διακαινησίμου (β΄ περίοδος).
Κατά τις εορτές του Πάσχα του 2023, ο αιτητής θα ασκήσει το δικαίωμα του την α΄ περίοδο και ούτω καθ’ εξής και εναλλάξ από χρόνο σε χρόνο.
(ε) Κατά την διάρκεια των θερινών διακοπών κάθε έτους, από η ώρα 10:00 της 1ης Ιουλίου μέχρι η ώρα 19:30 της 10ης Ιουλίου και από η ώρα 10:00 της 1ης Αυγούστου μέχρι η ώρα 19:30 της 10ης Αυγούστου (α’ περίοδος) ή από ώρα 10:00 της 15ης Ιουλίου μέχρι η ώρα 19:30 της 24ης Ιουλίου και από η ώρα 10:00 της 11ης Αυγούστου μέχρι η ώρα 19:30 της 20ης Αυγούστου.
Η ρύθμιση αυτή θα εφαρμόζεται εκ περιτροπής. Κατά τις θερινές διακοπές του 2023 ο Καθ’ ου η αίτηση θα ασκήσει το δικαίωμα του την α’ περίοδο.
Νοείται ότι κατά τις περιόδους των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, του Πάσχα και των θερινών διακοπών που ο Καθ’ ου η αίτηση θα έχει δικαίωμα επικοινωνίας την μία περίοδο, η Αιτήτρια θα έχει αντίστοιχο δικαίωμα επικοινωνίας με το ανήλικο τέκνο τους την άλλη περίοδο και το δικαίωμα επικοινωνίας του Καθ’ ου η αίτηση αναφορικά με τις καθημερινές και τα Σαββατοκύριακα για εκείνη την περίοδο θα αναστέλλεται.
Η Αιτήτρια διατάσσεται όπως παραδίδει το ανήλικο τέκνο της στον Καθ’ ου η αίτηση στην οικία της και όπως το παραλαμβάνει από τον Καθ’ ου η αίτηση στην οικία της και ο Καθ’ ου η αίτηση διατάσσεται όπως παραλαμβάνει το ανήλικο τέκνο του από την Αιτήτρια στην οικία της και όπως το επιστρέφει στην Αιτήτρια στην οικία της, εκτός από τις περιπτώσεις όπου η παραλαβή και η παράδοση θα γίνεται από και προς το σχολείο στο οποίο φοιτά ο ανήλικος.
Η ισχύς του διατάγματος αρχίζει από σήμερα.
Αναφορικά με τα έξοδα στην Αίτηση, με δεδομένο ότι ο Καθ’ ου η αίτηση δεν αμφισβήτησε τις αιτούμενες θεραπείες, κρίνω δίκαιο να μην επιδικάσω οποιαδήποτε έξοδα. Ως προς την Ανταπαίτηση όμως, δεν βρίσκω κάποιο λόγο γιατί αυτά να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα. Συνεπώς, αυτά επιδικάζονται υπέρ του Καθ’ ου η αίτηση – Αιτητή στην Ανταπαίτηση και εναντίον της Αιτήτριας – Καθ’ ης η αίτηση στην Ανταπαίτηση, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.)…………………….
Σ. Νεοφύτου, Δ
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο