Μ.Σ. ν. Κ.Ν., Αρ. Αίτησης: 339/2023, 17/4/2024

 

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Σ. Νεοφύτου, Δ.

 

                                                                                      Αρ. Αίτησης: 339/2023 (i)

Μεταξύ:

Μ.Σ.

                                                                                                               Αιτήτριας

Και

 

Κ.Ν.

                    Καθ’ ου η αίτηση

Ημερομηνία:   17 Απριλίου  2024

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Αιτήτρια:  Θ. Καϊλή (κα) για Δημητρίου και Δημητρίου ΔΕΠΕ

Για τον Καθ’ ου η αίτηση:  Α. Νικολάου (κα) για Νικολάου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Οι διάδικοι είναι σύζυγοι και απέκτησαν ένα τέκνο, τον Χ ηλικίας σήμερα 2 ετών. Από τον Οκτώβριο του 2023 βρίσκονται σε διάσταση και έκτοτε η Αιτήτρια εξακολουθεί να διαμένει στη συζυγική οικία δυνάμει εκ συμφώνου προσωρινού διατάγματος αποκλειστικής χρήσης της οικίας ημερομηνίας 20.12.2023.  

 

Στα πλαίσια εναρκτήριας αίτησης ημερομηνίας 13.11.2023 με τον ως άνω τίτλο και αριθμό, η Αιτήτρια επιδιώκει την έκδοση διατάγματος με το οποίο να καθορίζεται η συνεισφορά του  Καθ’ ου η αίτηση στη διατροφή και συντήρηση του ανήλικου Χ στο ποσό των €750 μηνιαίως.  Στις 09.02.2024 αποτάθηκε μονομερώς στο Δικαστήριο για την έκδοση προσωρινού διατάγματος διατροφής για το ποσό των €700 μηνιαίως.

 

Μετά από οδηγίες του Δικαστηρίου η μονομερής αίτηση επιδόθηκε στον Καθ’ ου η αίτηση, ούτως ώστε να του δοθεί το δικαίωμα να ακουστεί. Με την ένσταση που καταχώρισε ο τελευταίος στις 12.03.2024, εγείρει συνολικά έντεκα λόγους προς απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας. Συνοπτικά αποδιδόμενοι οι λόγοι ένστασης του Καθ’ ου η αίτηση που τελικώς προώθησε κατά την ακρόαση της αίτησης αφορούν σε θέσεις όπως ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60 για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, η Αιτήτρια δεν αποκαλύπτει ουσιώδη γεγονότα και δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, προβάλλει ψευδείς και αβάσιμους ισχυρισμούς, δεν πληρείται το στοιχείο του κατεπείγοντος, η Αιτήτρια προβαίνει στην παρούσα αίτηση ως μέτρο πίεσης για να πετύχει την οικονομική εξαθλίωση του Καθ’ ου η αίτηση, το ποσό που αξιώνει η Αιτήτρια είναι υπερβολικό και τέλος ότι η αίτηση καταχωρίστηκε με καθυστέρηση.

 

Προτού παραθέσω τους ισχυρισμούς των διαδίκων, θα ήθελα να τονίσω ότι η παρούσα υπόθεση αφορά τον προσωρινό καθορισμό της υποχρέωσης των διαδίκων να συνεισφέρουν στη διατροφή του ανήλικου τέκνου τους. Ο Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμος, Ν.216/90, θέτει τις παραμέτρους επί των οποίων καθορίζεται η συνεισφορά των γονέων στην διατροφή των ανηλίκων τέκνων τους. Οι παράμετροι αυτοί είναι οι ανάγκες του δικαιούχου και οι οικονομικές δυνάμεις των υπόχρεων γονέων οι οποίες περιορίζουν σημαντικά τα επίδικα θέματα. Συνεπώς, δεν θα απασχολήσουν το Δικαστήριο ισχυρισμοί που σχετίζονται με την υπαιτιότητα και τους λόγους κατάρρευσης του γάμου των διαδίκων και ισχυρισμοί οι οποίοι άπτονται των περιουσιακών τους διαφορών.

 

 

Οικονομικές δυνάμεις Διαδίκων

 

Οι διάδικοι συμφωνούν ότι το καθαρό εισόδημα του Καθ’ ου η αίτηση ανέρχεται σε €2.600  μηνιαίως. Διαφωνούν ωστόσο στο κατά πόσο ο Καθ’ ου η αίτηση λαμβάνει 13ο μισθό.

Η Αιτήτρια καθορίζει τα εισοδήματα της στο ποσό των €2.000 με τον Καθ’ ου η αίτηση να ισχυρίζεται ότι είναι πολύ περισσότερα και ότι η Αιτήτρια λαμβάνει επιπλέον 13ο μισθό. Η Αιτήτρια αναφέρει ότι από τα εισοδήματα της καταβάλλει το ποσό των €550 μηνιαίως που αντιστοιχεί στην αναλογία της για αποπληρωμή του στεγαστικού δανείου των διαδίκων. Ο Καθ’ ου η αίτηση υποστηρίζει ότι καταβάλλει και αυτός αντίστοιχο ποσό για την αποπληρωμή του στεγαστικού δανείου και ένα ποσό της τάξεως των €260 ως δόση σε δάνειο για αγορά αυτοκινήτου.

 

 

 

Ανάγκες Ανηλίκου

 

 Η Αιτήτρια καθορίζει τα μηνιαία έξοδα του ανηλίκου στο ποσό των €1.112 μηνιαίως και καταγράφει αναλυτικό μηνιαίο εξοδολόγιο ως ακολούθως:

 

«ΑΝΑΓΚΕΣ ΑΝΗΛΙΚΟΥ Χ

1.    Διατροφή (μπακάλης, κρεοπώλης, φούρνος κτλ)          €270,00

2.    Νηπιαγωγείο                                                                  €415,00

3.    Ιατροφαρμακευτική περίθαλψη/φάρμακα                      €30,00

4.    Ένδυση – Υπόδηση                                                       €80,00

5.    Ρεύμα/Υδατοπρομήθεια                                                 €70,00

6.    Ψυχαγωγία-Γενέθλια-Διακοπές                                      €100,00

7.    Παιχνίδια-είδη δραστηριοτήτων                                     €20,00

8.    Καύσιμα-Μεταφορικά                                                     €50,00

9.    Κολύμπι                                                                         €5,00

10.  Οδοντίατρος                                                                  €12,00

11.  Κούρεμα                                                                        €10,00

12.  Είδη υγιεινής -είδη καθημερινής ανάγκης                     €50,00

(πανιά, μωρομάντιλα, είδη μπάνιου, κρέμες σώματος,

Απορρυπαντικά)

                                                              ΣΥΝΟΛΟ €1.112,00-»

 

Προς απόδειξη των πιο πάνω εξόδων  κατέθεσε ως τεκμήριο 1 δέσμη αποδείξεων και εγγράφων.  Ισχυρίζεται ότι από τη διάσταση στις σχέσεις των διαδίκων ο Καθ’ ου η αίτηση καταβάλλει μόνο το ποσό των €210 μηνιαίως που αντιστοιχεί στο ½ του κόστους του νηπιαγωγείου και προς τούτο κατέθεσε σχετικές αποδείξεις ως τεκμήριο 2.

 

Ο Καθ’ ου η αίτηση αποδέχεται το ύψος των κονδυλίων που αφορούν την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, την ένδυση και υπόδηση, τα παιχνίδια, τα μεταφορικά έξοδα, το κούρεμα και τα είδη υγιεινής. Αρνείται ότι υφίσταται το κονδύλι για το κολύμπι και καταγράφει αναλυτικά το ποσό που κατά την κρίση του απαιτείται για κάθε ένα από τα υπόλοιπα έξοδα του ανηλίκου.  Με βάση τους υπολογισμούς του, τα έξοδα του παιδιού μπορούν να καλυφθούν με το ποσό των €831 μηνιαίως. Όπως εξηγεί, στο ποσό αυτό κατέληξε αφού έλαβε υπόψιν του ότι το νηπιαγωγείο κοστίζει €390 και ότι από αυτό το ποσό πρέπει να αφαιρεθεί το επίδομα νηπιαγωγείου ύψους €150 μηνιαίως που παρέχεται από το Κράτος, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει εάν η Αιτήτρια πράγματι το λαμβάνει. Είναι η θέση του ότι το ποσό της διατροφής, της σίτισης δηλαδή του ανηλίκου είναι υπερβολικό εφόσον καθημερινά παίρνει το μεσημεριανό του στο σχολείο, το ποσό για τα λειτουργικά έξοδα της οικίας δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική κατανάλωση αφού η οικία διαθέτει φωτοβολταϊκά, ότι ο ανήλικος ουδέποτε επισκέφθηκε οδοντίατρο και ότι η επίσκεψη κοστίζει μόνο €6 μέσω ΓΕΣΥ.

 

Υποστηρίζει περαιτέρω ότι από το ποσό των €831 το Δικαστήριο πρέπει να αφαιρέσει τα επιδόματα που θα λαμβάνει η Αιτήτρια μετά την έκδοση διαταγμάτων, ήτοι €402 που αντιστοιχεί στο επίδομα νηπιαγωγείου, τέκνου και μονογονέα. Συνεπώς, το ποσό που απομένει είναι €428 περίπου. Σήμερα, όπως αναφέρει, καταβάλλει ήδη €210 ενώ έχει ήδη προτείνει στην Αιτήτρια να της καταβάλλει €300 πρόταση που η Αιτήτρια απέρριψε.

 

Πέραν του ποσού των €210, ο Καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι καλύπτει τα έξοδα του ανηλίκου που προκύπτουν στο χρόνο επικοινωνίας του με αυτόν αλλά και τα προσωπικά του έξοδα. Συνολικά υπολογίζει ότι για τη διατροφή του ανηλίκου, την αποπληρωμή των δανείων του, την κάλυψη των εξόδων του ανηλίκου όταν βρίσκεται μαζί του και την κάλυψη των προσωπικών του εξόδων καταβάλλει €2.325 μηνιαίως.

 

Η ακρόαση της αίτησης ολοκληρώθηκε με τις γραπτές αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων. Ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε.

 

Έχω μελετήσει την παρούσα αίτηση, την ένσταση, το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων των διαδίκων καθώς και τα όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων υποστήριξαν με τις αγορεύσεις τους.

 

Ο Καθ’ ου η αίτηση παραπονείται ότι η Αιτήτρια έχει παραθέσει αναληθή γεγονότα με σκοπό την παραπλάνηση του Δικαστηρίου και ότι έχει αποκρύψει ουσιώδη γεγονότα όπως το ύψος των εισοδημάτων του Καθ’ ου η αίτηση.  Παραπονείται επίσης ότι δεν συντρέχει το στοιχείο του κατεπείγοντος.

 

Αποτελεί νομολογιακά καθιερωμένη αρχή ότι ο Αιτητής, ο οποίος επιδιώκει μονομερώς ένα προσωρινό διάταγμα πρέπει να προσέρχεται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια. Πρέπει να προβαίνει δηλαδή σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων που τυχών να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου ως προς την έκδοση ή όχι ενός προσωρινού διατάγματος. Η σημασία της αποκάλυψης έχει αναλυθεί σε σειρά αποφάσεων. Το επιστέγασμα της απουσίας αποκάλυψης είναι η κατάργηση του διατάγματος. Το Δικαστήριο αν θεωρήσει ότι η μη αποκάλυψη ήταν ουσιώδης, μπορεί να ακυρώσει το προσωρινό διάταγμα που το ίδιο εξέδωσε αρνούμενο ν’ ακούσει περαιτέρω τον Αιτητή. Για να ακυρώσει όμως το Διάταγμα θα πρέπει τα  γεγονότα  που  δεν αποκαλύφθηκαν να ήταν ουσιώδη.  Επίσης, θα πρέπει να βρίσκονταν εντός της γνώσης του Αιτητή (Βλ. Στυλιανού v.  Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 583, Γρηγορίου κ. ά. v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, Demstar Ltd. v. Zim Israel Navigation Co. Ltd. (1996) 1 (A) Α.Α.Δ. 597, Μ. & Ch. Mitsingas Tr. Ltd. κ. ά. ν. Timberland Co. (1997) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1791, Resola (Cyprus) Ltd. v. Χρίστου (1998) 1 (Β) Α.Α.Δ. 598, Σεβαστού ν. Σεβαστού, (2002) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1980].

 

Επιπλέον, για να δικαιολογείται η έκδοση ενός διατάγματος μονομερώς, κατά παρέκκλιση του θεμελιώδους κανόνα της δικαιοσύνης που απαιτεί ακρόαση των δύο μερών πριν την άσκηση δικαστικής εξουσίας, θα πρέπει να συντρέχει και το στοιχείο του κατεπείγοντος. Το στοιχείο αυτό έχει ουσιαστική σημασία  εκεί όπου η έκδοση του προσωρινού διατάγματος επιδιώκεται στη βάση μονομερούς αίτησης, όπως προβλέπεται από το άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 και όπως έχει ερμηνευτεί στην υπόθεση Resola (βλ. ανωτέρω).

 

Οι δύο πιο πάνω αρχές εφαρμόζονται αυστηρά στις περιπτώσεις όπου εκδίδεται ένα διάταγμα μονομερώς. Οι οδηγίες που δόθηκαν για επίδοση της αίτησης στον Καθ’ ου η αίτηση έχουν μετατρέψει την μονομερή αίτηση σε δια κλήσεως αίτηση, γεγονός που αφαιρεί οποιοδήποτε επιχείρημα περί μη συνδρομής των πιο πάνω αρχών.  Κατά συνέπεια, οι σχετικοί λόγοι ένστασης απορρίπτονται (βλ. Κώστας Σμυρνιός, (2000) 1 ΑΑΔ 43, Μαρκιτανή v. Μαρκιτανή (2000) 1 ΑΑΔ).

 

Αποτελεί επίσης λόγο ένστασης του Καθ’ ου η αίτηση ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης προσωρινού  διατάγματος με βάση το άρθρο 32 του Ν.14/60, ήτοι η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, η ύπαρξη ορατής πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγοντας σε θεραπεία στην αγωγή και ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, εκτός εάν εκδοθεί το αιτούμενο Διάταγμα (Βλ. μεταξύ άλλων Odysseos v. Pieris Estates and Others(1982) 1 Α.Α.Δ. 557, Τσιολάκκη και άλλη ν. Στυλιανίδη (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 782, Πουργουρίδη  κ.α .Μέζου, (1994) 1 Α.Α.Δ. 201, Κυτάλα κ.ά. ν. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 253, M & Ch Mitsingas Tr. Ltd κ.ά. ν. Timberland Co. (1997) 1 (Γ) 1 Α.Α.Δ. 1791).

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι πέραν της συνδρομής των τριών πιο πάνω προϋποθέσεων που το Δικαστήριο εξετάζει, στο τελικό στάδιο πρέπει το Δικαστήριο να σταθμίσει και το κατά πόσον είναι δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα (Ιπποδρομιακή Αρχή v. Χ΄΄ Βασίλη (1989) 1 ΑΑΔ 152).

 

 Το Δικαστήριο στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο περιορίζεται στην εξέταση της συνδρομής των πιο πάνω προϋποθέσεων χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της διαφοράς. Έτσι, δεν προβαίνει  σε ευρήματα ούτε αποφασίζει επί διαφιλονικούμενων θεμάτων. Οι αντικρουόμενοι ισχυρισμοί των διαδίκων θα εξετασθούν και θα αποφασιστούν κατά την ακρόαση της εναρκτήριας αίτησης (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 ΑΑΔ 363).

 

Σε σχέση με την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, έχει εξηγηθεί ότι δεν απαιτείται τίποτα περισσότερο από του να καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση ενώ η δεύτερη προϋπόθεση σύμφωνα με την Odysseos ανωτέρω, περικλείει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα αλλά κάτι λιγότερο από το «ισοζύγιο των πιθανοτήτων» που είναι το μέτρο απόδειξης στις αστικές διαφορές. 

 

Ως προς την τρίτη προϋπόθεση, η οποία σχετίζεται με την επάρκεια της θεραπείας υπό το φως των γεγονότων της κάθε υπόθεσης, στην Timberland ανωτέρω έχει λεχθεί ότι:

 

«Η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου σε θεραπεία».

 

Στην απόφαση  Κυρίσαββα v. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. έχει επίσης λεχθεί:

 

«όμως η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπ’ όψη. »

 

Οι πιο πάνω προϋποθέσεις κρίνονται με βάση τις διατάξεις του Νόμου που διέπει το υπό εξέταση κάθε φορά θέμα. Στην παρούσα υπόθεση σχετικά είναι τα άρθρα 33(1) και 37 του Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν. 216/90 (στο εξής ο Νόμος).

 

Το άρθρο 33 (1) του Νόμου ορίζει ότι οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις τους.

 

Το άρθρο 37 (1) του Νόμου ορίζει ότι η διατροφή προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και τις οικονομικές δυνατότητες που υπάρχουν για διατροφή προσώπου.

 

Το άρθρο 37 (2) του Νόμου ορίζει ότι η διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του δικαιούχου και επιπλέον, ανάλογα με την περίπτωση, τα έξοδα για την εν γένει εκπαίδευσή του.

 

Μελετώντας την ένορκο δήλωση του Καθ’ ου η αίτηση και την αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου του, παρατηρώ ότι ενώ αρνείται την συνδρομή και των τριών προϋποθέσεων έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος, αποδέχεται ως πραγματικό γεγονός τα έξοδα διαβίωσης του ανηλίκου και παράλληλα ισχυρίζεται ότι καλύπτει μέρος αυτών τόσο με την καταβολή του ποσού των €210 στην Αιτήτρια όσο και με την απευθείας κάλυψη κάποιων εξ’ αυτών στο χρόνο επικοινωνίας του. Την ίδια στιγμή, προτείνει την έκδοση διατάγματος για μεγαλύτερο ποσό, χωρίς ωστόσο να το δίνει αυτοβούλως στην Αιτήτρια.

 

Κατά την κρίση μου, το γεγονός και μόνο ότι ο Καθ’ ου η αίτηση αποδέχεται την έκδοση προσωρινού διατάγματος, έστω για το ποσό που ο ίδιος προτείνει, καταδεικνύει ότι αποδέχεται και αναγνωρίζει τη νομική υποχρέωση που έχει έναντι στο ανήλικο τέκνο του να συνεισφέρει στα έξοδα διατροφής και διαβίωσης του και κατ’ επέκταση, ότι αποδέχεται τη συνδρομή και των τριών προϋποθέσεων του άρθρου 32 του  Ν.14/60. Ακριβώς λόγω της εκ του νόμου υποχρέωσης του να συνεισφέρει στην διατροφή του παιδιού του, η επιδίωξη της Αιτήτριας να εκδοθεί ένα διάταγμα προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρείται καταχρηστική ή και εκδικητική με σκοπό την οικονομική του εξόντωση  όπως ο ίδιος υπαινίσσεται.

 

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η υποχρέωση των γονέων να διατρέφουν τα τέκνα τους σκοπό έχει την κάλυψη των βιοτικών τους αναγκών για τη συντήρηση και διατροφή τους και την κάλυψη άλλων αναγκών, όπως αυτές προκύπτουν στην καθημερινότητα τους. Για παράδειγμα αυτών που σχετίζονται με την εκπαίδευση και την υγεία τους. Η μη καταβολή από τον ένα εκ των δύο υπόχρεων του ποσού που του αναλογεί προς επίτευξη του πιο πάνω σκοπού, θέτει σε κίνδυνο τη διαβίωση των ανηλίκων. Επομένως, στην παρούσα περίπτωση αναπόφευκτα υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση αλλά και πιθανότητα η Αιτήτρια να δικαιούται σε θεραπεία στην εναρκτήρια αίτηση.

 

Ως προς την τρίτη προϋπόθεση, η οποία είναι συνυφασμένη με την επάρκεια αποζημιώσεων κατά την έκδοση της απόφασης, θεωρώ ότι πληρείται και αυτή. Η υπό κρίση αίτηση αποσκοπεί στη διασφάλιση της συμβολής των διαδίκων στη διατροφή και γενικότερα στην κάλυψη των βασικών αναγκών του ανήλικου Χ μέχρι την πλήρη αποπεράτωση της εναρκτήριας αίτησης. Η φύση της διαδικασίας είναι τέτοια που τη διαφοροποιεί από άλλες διαδικασίες που έχουν ως σκοπό την επιδίκαση χρηματικών αποζημιώσεων. Η όποια αποζημίωση ενδεχομένως επιδικαστεί μετά την ακρόαση της εναρκτήριας αίτησης δεν μπορεί να κριθεί ικανοποιητική, ενόψει του ότι η συντήρηση και η ευημερία του Χ αδιαμφισβήτητα είναι καθημερινή και τρέχουσα ανάγκη και εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να αναμένει την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης.

 

Όπως ήδη ανέφερα, ενώ ο Καθ’ ου η αίτηση προτείνει το ποσό των €300 μηνιαίως, συνεχίζει να καταβάλλει το ποσό των €210, εφόσον θεωρεί ότι είναι ικανοποιητικό. Προβαίνει σε δικούς του υπολογισμούς και αποφασίζει μονομερώς ποιο είναι το ποσό που επαρκεί για την κάλυψη των εξόδων ενώ αφαιρεί από αυτό ποσά για επιδόματα που η Αιτήτρια ακόμα δεν λαμβάνει. Αυτό κατά την κρίση μου καταδεικνύει ακόμη περισσότερο την αναγκαιότητα έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος, εφόσον οποιαδήποτε διαφωνία των διαδίκων ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει τον Καθ’ ου η αίτηση είτε να σταματήσει να συνεισφέρει στα έξοδα του παιδιού, είτε να μειώσει τη συνεισφορά του. Μόνο η δεσμευτικότητα ενός διατάγματος διασφαλίζει διαχρονικά και σταθερά την καταβολή ενός ποσού που το Δικαστήριο κρίνει εύλογο για την συνεισφορά του στην διατροφή του ανήλικου τέκνου του, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η διατροφή και η ευημερία του.

 

 Όπως έχει αναφερθεί στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου Δημοσθένους v. Δημοσθένους, Έφεση Αρ. 21/2019, ημερομηνίας 29 Ιουνίου 2020):

 

«Η  υποχρέωση αυτή είναι διαρκής.  Η πιθανότητα διακοπής της συνεισφοράς του εφεσείοντος ανά πάσα στιγμή και για οποιοδήποτε λόγο δεν τίθεται στη βάσανο μαρτυρίας προς τούτο.  Από τη στιγμή που η εφεσίβλητη διεκδίκησε δικαστική συνεισφορά υπό το φως της απομάκρυνσης του εφεσείοντος από τη συζυγική οικία, παραμένει αυτονόητο ότι είτε συναινετικά, είτε διά αποφάσεως μετά από ακρόαση, ένα διάταγμα μέσω Δικαστηρίου, είναι απαραίτητο, προς διασφάλιση των βασικών αναγκών των ανηλίκων.»

 

Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνεται ότι είναι δίκαιο, εύλογο αλλά και επιβεβλημένο να εκδοθεί ένα προσωρινό διάταγμα διατροφής και ό,τι απομένει να εξεταστεί και να καθοριστεί είναι το ύψος αυτού.

 

Ως προς τον τρόπο που το Δικαστήριο οφείλει να προσεγγίζει τις υποθέσεις διατροφής στο στάδιο έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος, καθ’ όλα καθοδηγητικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, Α.Μ ν. Μ.Ζ., Έφεση Αρ. 23/2019, ημερομηνίας 28.07.2020, απόσπασμα που παρατίθεται αυτούσιο:

 

«Ως προς τα έξοδα της ανήλικης, όπως προαναφέραμε, καθορίζονται αφού το Δικαστήριο προβεί σε μια σφαιρική αντίκριση των δεδομένων. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι πρόκειται για ενδιάμεσο διάταγμα, το οποίο εκδίδεται γιατί υπάρχει η υποχρέωση και των δύο γονέων να συνεισφέρουν στη διατροφή του ανήλικου από τη διάσταση και πως αυτό περιορίζεται μέχρι την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης, όπου το Δικαστήριο θα αποφασίσει επί της ουσίας της αίτησης με βάση τα πραγματικά εισοδήματα των διαδίκων και των αναγκών του ανηλίκου και θα προβεί σε καταμερισμό στον κάθε γονέα.»

 

Κατωτέρω θα προβώ σε κάποιες γενικές παρατηρήσεις και επισημάνσεις αναφορικά με τα ισχυριζόμενα έξοδα του ανηλίκου, αφού έλαβα υπόψιν μου τις θέσεις των διαδίκων τόσο ως προς το ύψος αυτών, όσο και ως προς το κατά πόσον κάποια έξοδα πράγματι υφίστανται. Άλλοι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψιν είναι η ηλικία του ανηλίκου, το γεγονός ότι βρίσκεται υπό τη φύλαξη της Αιτήτριας και ότι ο Καθ’ ου η αίτηση επικοινωνεί σε τακτική βάση με αυτό. Αντλώ καθοδήγηση από τη σχετική νομολογία σύμφωνα με την οποία το μέτρο της διατροφής δεν μπορεί να εξευρεθεί με απόλυτους αριθμούς. Η κοινή λογική και η πείρα της ζωής είναι παράγοντες οι οποίοι διαδραματίζουν ρόλο στην καλύτερη αντίληψη των γεγονότων προς εντοπισμό των πραγματικών αναγκών συγκεκριμένων ατόμων. Το Δικαστήριο, εξετάζοντας και καθορίζοντας το εύλογο των κονδυλίων που απαιτούνται για τη διατροφή και συντήρηση του δικαιούχου, δεν είναι υποχρεωμένο να υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες που να οδηγούν σε υπολογισμό με σεντ, αλλά θα πρέπει να σταθμίζει τις ανάγκες και να καταλήγει σε συμπεράσματα που θα επαναφέρουν, ή δυνατό, τα ανήλικα παιδιά σε μία πλησιέστερη κατάσταση, όπως θα ήταν εάν οι γονείς τους ζούσαν μαζί (βλ. Μαρκουλίδης ν. Μαρκουλίδης κ.ά. (1989) 1 ΑΑΔ 1386, Κορελλίδης ν. Κορελλίδη (2012) 1 ΑΑΔ 1975 Παναγιώτου ν. Σφικτού (2001) 1 ΑΑΔ 625, Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους (2010) 1 (Β) ΑΑΔ 951).

 

Σημειώνω αρχικά ότι ο Καθ’ ου η αίτηση λανθασμένα αφαιρεί από τα έξοδα του ανηλίκου επιδόματα τα οποία δεν γνωρίζει εάν η Αιτήτρια λαμβάνει. Υποδεικνύω περαιτέρω ότι το επίδομα μονογονιού πιστώνεται στα εισοδήματά του δικαιούχου και το επίδομα τέκνου  αφαιρείται από τα έξοδα του παιδιού (Μάρκου ν. Kuzichava Μάρκου, Έφεση Αρ. 22/2019, 24/6/2021 καιKonyalian ν. Paskulov, Έφεση Αρ. 2/20, 24/6/21).  Ο ακριβής υπολογισμός των εξόδων του παιδιού και η τυχόν αφαίρεση του ποσού επιδόματος από αυτά είναι κάτι που θα γίνει κατά την εκδίκαση της ουσίας της διαφοράς.

 

 Επισημαίνω περαιτέρω ότι με βάση το τεκμήριο 1 που  κατέθεσε η Αιτήτρια, φαίνεται ότι το νηπιαγωγείο κοστίζει €370 μηνιαίως και όχι €415. Με δεδομένο ότι ο ισχυρισμός του Καθ’ ου η αίτηση ότι καθημερινά ο ανήλικος γευματίζει στο σχολείο παρέμεινε αναντίλεκτος, το ποσό των €270 για τη σίτιση του παιδιού κρίνεται αυξημένο. Υπερβολικό κρίνεται και το ποσό των €100 για τη ψυχαγωγία του ανηλίκου, με δεδομένο ότι αξιώνεται και ένα ποσό για παιχνίδια και δραστηριότητες που αποτελεί έκφανση της ίδιας ανάγκης, της ψυχαγωγίας.  

 

Το κόστος για τα μαθήματα κολύμβησης δεν τεκμηριώνεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Οι βασικές ανάγκες διαβίωσης όπως είναι η σίτιση, η ένδυση – υπόδηση, τα λειτουργικά έξοδα οικίας και η ψυχαγωγία είναι αυταπόδεικτα και το Δικαστήριο οφείλει να καθορίσει ένα εύλογο ποσό για την κάλυψη τους. Οι απογευματινές δραστηριότητες των παιδιών όμως, όπως είναι το κολύμπι, πρέπει να αποδεικνύονται ακόμα και στην περίπτωση που δεν αμφισβητούνται ως πραγματικό γεγονός αλλά υπάρχει διαφωνία ως προς το κόστος τους.

 

Εξετάζοντας τις οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων παρατηρώ ότι ο Καθ’ ου η αίτηση κατηγορεί την Αιτήτρια ότι δεν έχει τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς της αναφορικά με τα εισοδήματα της τη στιγμή που και ο ίδιος παρέλειψε να τεκμηριώσει τον δικό του ισχυρισμό ότι δεν λαμβάνει 13ο μισθό. Κατά πάγια νομολογία ο κάθε διάδικος έχει υποχρέωση να αποκαλύπτει ειλικρινώς τα δικά του εισοδήματα του και την οικονομική του δυνατότητα. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Δημητρίου v. Περδίου (2005) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1418 όπου λέχθηκαν τα πιο κάτω:

 

«Όπως έχει η σχετική νομοθετική διάταξη (βλ. άρθρο 33(1) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν.216/90) η υποχρέωση για διατροφή των ανηλίκων τέκνων μίας οικογένειας ανήκει και στους δύο γονείς, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του καθενός.  Έχουν και οι δύο υποχρέωση όπως προβαίνουν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των πραγματικών τους εισοδημάτων και όχι μόνο των εξόδων τους.  Στην υπόθεση Ette v. Ette (1965) 1 All E.R. 341, 346 έχει λεχθεί ότι όταν ο Καθ΄ ού η αίτηση δεν προβαίνει ο ίδιος σε ειλικρινή και πλήρη αποκάλυψη σχετικά με την οικονομική του κατάσταση, τότε το Δικαστήριο μπορεί, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του επαγγέλματος του και το τι κερδίζουν άλλοι στο ίδιο το επάγγελμα, να υπολογίσει ότι ο Καθ΄ ού η αίτηση έχει ψηλότερα, απ΄ ότι ισχυρίζεται, εισοδήματα.  Η αρχή αυτή συνάδει και με τον κανόνα ότι εκεί που κάποιος έχει την αποκλειστική γνώση γεγονότων, οφείλει να τα αποδείξει (βλ. Tarapoulouzis v. District Officer (1962) C.L.R. 91 και Μαρκουλίδης v. Μαρκουλίδης κ.α. (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1386, 1390). Επομένως σε υποθέσεις διατροφής των ανηλίκων τέκνων μιας οικογένειας, η οικονομική δυνατότητα του καθενός από τους γονείς δεν είναι θέμα που θα πρέπει να αποδεικνύεται από τον Αιτητή ή την Αιτήτρια, ανάλογα με την περίπτωση, αλλά θέμα αληθινής αποκάλυψης από τους ίδιους τους γονείς, των αντιστοίχων εισοδημάτων τους.  Το δε δικαστήριο, προβαίνει σε πλήρη έρευνα αυτών των στοιχείων.

Περαιτέρω αναφέρουμε ότι από σχετική νομολογία φαίνεται ότι το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη όχι μόνο τα πραγματικά εισοδήματα αλλά και την ικανότητα του Καθ΄ ού η αίτηση να κερδίζει (his potential earning capacity).  (Βλ. Klucinsky v. Klucinsky (1953) 1 All E.R. 683 και McEwan v. McEwan (1972)»

 

Όπως ήδη υπέδειξα, στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε ευρήματα ούτε αποφασίζει επί αντικρουόμενων ισχυρισμών. Είναι αρκετό κατά την κρίση μου για σκοπούς έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος το γεγονός ότι οι διάδικοι εργάζονται και λαμβάνουν ικανοποιητικά εισοδήματα, όπως αυτά έχουν αναφερθεί ανωτέρω, με τα οποία δύνανται να συνεισφέρουν στα έξοδα διατροφής του ανήλικου τέκνου τους. Η μεν Αιτήτρια κατά δική της παραδοχή λαμβάνει μηνιαίως από την εργασία της το καθαρό ποσό των €2.000, ο δε Καθ’ ου η αίτηση το καθαρό ποσό των €2.600. Αναφορικά με τις δανειακές υποχρεώσεις των διαδίκων επισημαίνω ότι σε υποθέσεις διατροφής ανηλίκων, η ύπαρξη χρεών δεν απαλλάσσει τον υπόχρεο γονέα από τη νομική του υποχρέωση να συνεισφέρει στη διατροφή των παιδιών του, γιατί η διατροφή ανηλίκων αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση των γονέων και προηγείται των άλλων οικονομικών τους υποχρεώσεων. Προς τούτο παραπέμπω στην απόφαση Δημητρίου v. Περδίου (βλ. ανωτέρω) και στην απόφαση Χριστίνα Χαραλάμπους v. Χαράλαμπου Χαραλάμπους (2010) 1 Α.Α.Δ. 951, όπου μεταξύ άλλων λέχθηκαν τα πιο κάτω:

 

«….. η διατροφή έχει σκοπό να καλύψει τις καταναλωτικές και όχι τις κεφαλαιουχικές δαπάνες, τις οποίες οι ίδιοι οι γονείς αναλαμβάνουν και επωμίζονται με σκοπό την επ΄ ονόματι τους απόκτηση περιουσίας. ……………………………………………………………………………………….η δόση που θα καταβάλλεται υπό τύπο «ενοικίου», στην πραγματικότητα θα βοηθά στην αποπληρωμή του στεγαστικού δανείου, που μοναδικό σκοπό έχει την σταδιακή απόκτηση οικίας, που θα παραμείνει ως κεφαλαιουχικό δεδομένο, πολύ μετά που θα σταματήσει το διάταγμα διατροφής».

 

Τέλος και αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων περί λήψης 13ων μισθών σημειώνω ότι αυτό είναι κάτι που θα με απασχολήσει κατά την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης όπου θα καταλήξω σε τελικά ευρήματα αναφορικά με τις οικονομικές τους δυνάμεις και τα έξοδα του ανηλίκου και θα προβώ σε τελικό καταμερισμό της εκ τους νόμου υποχρέωσης τους να συνεισφέρουν σε αυτά. Το ίδιο ισχύει και για τα επιδόματα που κατ’ ισχυρισμόν του Καθ’ ου η αίτηση λαμβάνει ή δύναται να λαμβάνει η Αιτήτρια όπως έχει ήδη αναφερθεί.  

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω, κατέληξα ότι το ποσό των €400 μηνιαίως είναι λογικό υπό τις περιστάσεις να καθοριστεί ως προσωρινή συνεισφορά του Καθ’ ου η αίτηση στα έξοδα διατροφής και συντήρησης του ανήλικου τέκνου του. Στα πλαίσια της παρούσας ενδιάμεσης διαδικασίας και έχοντας πάντα κατά νου ότι η υποχρέωση διατροφής ανηλίκων προηγείται κάθε άλλης οικονομικής υποχρέωσης του υπόχρεου προς διατροφή, κρίνω ότι το ποσό αυτό είναι εντός των δυνάμεων του Καθ’ ου η αίτηση.

 

Συνεπώς, εκδίδεται προσωρινό διάταγμα με το οποίο ο Καθ’ ου η αίτηση διατάσσεται να καταβάλλει στην Αιτήτρια μηνιαίως από 01.04.2024, την πρώτη ημέρα κάθε επόμενου μηνός, το ποσό των €400 ως συνεισφορά του στην διατροφή και συντήρηση του ανήλικου τέκνου του του Χ.  

 

Το διάταγμα θα ισχύει μέχρι περατώσεως της εναρκτήριας αίτησης ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Ως προς τα έξοδα της αίτησης, λαμβάνοντας υπόψιν ότι το Δικαστήριο δύναται να προβεί σε συνοπτικό υπολογισμό κατά την έκδοση της απόφασης και αφού έλαβα υπόψιν μου την εφαρμοστέα κλίμακα, αυτά υπολογίζονται στο ποσό των €588 πλέον Φ.Π.Α και επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση.

 

 

 

 

                                                                    (Υπ.)…………………….

                                                                                          Σ. Νεοφύτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο