ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. Νεοφύτου, Δ.
Αρ. Αίτησης: 247/2023 (i)
Μεταξύ:
Χ.Π
Αιτήτριας
Και
Φ.Κ..
Καθ’ ου η αίτηση
Ημερομηνία: 21 Φεβρουαρίου 2024
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για την Αιτήτρια: Χ. Αρτέμης για Τορναρίτης & ΣΙΑ ΔΕΠΕ
Για τον Καθ’ ου η αίτηση: Α. Ιακώβου (κα) για Μ. Ιακώβου και Συνεργάτες
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Οι διάδικοι είναι σύζυγοι και από τον γάμο τους απέκτησαν δύο τέκνα, την Μ και τον Π, ηλικίας σήμερα 11 και 9 ετών αντίστοιχα. Από τον Απρίλιο του 2023 βρίσκονται σε διάσταση και έκτοτε η Αιτήτρια διαμένει με τα ανήλικα εκτός της συζυγικής οικίας, στην οποία εξακολουθεί να διαμένει ο Καθ’ ου η αίτηση.
Στα πλαίσια εναρκτήριας αίτησης ημερομηνίας 03.08.2023 με τον ως άνω τίτλο και αριθμό, η Αιτήτρια επιδιώκει την έκδοση διατάγματος με το οποίο να καθορίζεται η συνεισφορά του Καθ’ ου η αίτηση στη διατροφή και συντήρηση των ανήλικων τέκνων των διαδίκων στο ποσό των €1.500 μηνιαίως. Την ίδια ημέρα αποτάθηκε μονομερώς στο Δικαστήριο για την έκδοση προσωρινού διατάγματος διατροφής για το ίδιο ποσό.
Μετά από οδηγίες του Δικαστηρίου η μονομερής αίτηση επιδόθηκε στον Καθ’ ου η αίτηση, ούτως ώστε να του δοθεί το δικαίωμα να ακουστεί. Με την ένσταση που καταχώρισε ο τελευταίος στις 10.11.2023, εγείρει συνολικά έντεκα λόγους προς απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας. Συνοπτικά αποδιδόμενοι οι λόγοι ένστασης του Καθ’ ου η αίτηση αφορούν σε θέσεις όπως ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60 για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, η Αιτήτρια προσπαθεί κακόβουλα να παραπλανήσει το Δικαστήριο αναφορικά με τις οικονομικές του δυνάμεις και αποκρύβει τις πραγματικές της εισοδηματικές δυνάμεις, η Αιτήτρια παρουσιάζει ψευδή στοιχεία και ισχυρισμούς, η Αιτήτρια παρεμποδίζει την επικοινωνία του με τα παιδιά και δεν νομιμοποιείται να απαιτεί συνεισφορά στα έξοδα διατροφής τους και τέλος ότι τα έξοδα των παιδιών όπως τα περιγράφει η Αιτήτρια είναι εξωπραγματικά και αδικαιολόγητα.
Τόσο η αίτηση, όσο και η ένσταση υποστηρίζονται αντίστοιχα από τις ένορκες δηλώσεις των διαδίκων.
Προτού παραθέσω τους ισχυρισμούς των διαδίκων, θα ήθελα να τονίσω ότι η παρούσα υπόθεση αφορά τον προσωρινό καθορισμό της υποχρέωσης των διαδίκων να συνεισφέρουν στη διατροφή των δύο ανήλικων τέκνων τους. Ο Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμος, Ν.216/90 και συγκεκριμένα τα άρθρα 33 (1) και 37 θέτουν τις παραμέτρους, επί των οποίων καθορίζεται η συνεισφορά των γονέων στην διατροφή των ανηλίκων τέκνων τους. Οι παράμετροι αυτοί είναι οι ανάγκες του δικαιούχου και οι οικονομικές δυνάμεις των υπόχρεων γονέων, παράμετροι οι οποίες περιορίζουν σημαντικά τα επίδικα θέματα. Συνεπώς, δεν θα απασχολήσουν το Δικαστήριο ισχυρισμοί που σχετίζονται με την υπαιτιότητα και τους λόγους κατάρρευσης του γάμου των διαδίκων, ισχυρισμοί οι οποίοι αφορούν στο δικαίωμα επικοινωνίας του Καθ’ ου η αίτηση με τα παιδιά και ισχυρισμοί οι οποίοι άπτονται των περιουσιακών διαφορών των διαδίκων.
Στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση της, η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι από τη διάσταση στις σχέσεις των διαδίκων διαμένει με τα παιδιά σε διαμέρισμα με ενοίκιο ύψους €950 μηνιαίως.
Υποστηρίζει ότι ο Καθ’ ου η αίτηση είναι τραπεζικός υπάλληλος με μισθό που υπερβαίνει τις €3.500 μηνιαίως. Έχει επιπλέον εισοδήματα από οικοδομικές και άλλες συναφείς εργασίες, όπως αγοραπωλησίες εργαλείων. Έχει επίσης αποταμιεύσεις σε διάφορες τράπεζες συνολικού ύψους €121.000. Προς τούτο η Αιτήτρια κατέθεσε ως τεκμήριο 1 αντίγραφο κατάστασης λογαριασμού του Καθ’ ου η αίτηση ημερομηνίας 31.12.2021 όπου φαίνεται κατατεθειμένο το ποσό των €5.035,28 και ως τεκμήριο 2 αντίγραφο αναλυτικής κατάστασης των λογαριασμών και υποχρεώσεων του Καθ’ ου η αίτηση στο τραπεζικό ίδρυμα όπου εργάζεται.
Η ίδια όπως αναφέρει, από την εργασία της κερδίζει μηνιαίως το καθαρό ποσό των €3.587. Λαμβάνει το ποσό των €1.100 μηνιαίως από την ενοικίαση κατοικίας που της ανήκει και το ποσό των €560 από ενοίκιο διαμερίσματος. Εξηγεί ότι στο ποσό των €560 συμπεριλαμβάνεται και το διαδίκτυο και ότι καλύπτει η ίδια τα κοινόχρηστα ύψους €33 μηνιαίως. Συνεπώς, το καθαρό ποσό που της απομένει είναι €502 μηνιαίως. Συνολικά υπολογίζει τα εισοδήματα της στο ποσό των €5.189 μηνιαίως.
Καθορίζει τα μηνιαία έξοδα των παιδιών στο ποσό των €2.890, ήτοι €1.465 για τη Μ και €1.424 για τον Π και καταγράφει αναλυτικά μηνιαίο εξοδολόγιο για το κάθε παιδί. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η ανήλικη Μ σύντομα θα χρειαστεί ορθοδοντική θεραπεία η οποία θα κοστίζει €120 μηνιαίως και ότι επιπλέον των πιο πάνω ποσών καταβάλλει το ποσό των €100 σε οικιακή βοηθό, το ½ των οποίων πρέπει να καλυφθούν από τον Καθ’ ου η αίτηση.
Ισχυρίζεται ότι από τη διάσταση στις σχέσεις των διαδίκων, ο Καθ’ ου η αίτηση δεν έχει συνεισφέρει καθόλου στα έξοδα των παιδιών και ότι με βάση τα εισοδήματα του δύναται να της καταβάλλει το ποσό των €1.500 για τη διατροφή και συντήρηση τους.
Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση του, ο Καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι παρά τις προσπάθειες του να επιλυθούν φιλικά οι διαφορές των διαδίκων, η Αιτήτρια παρεμποδίζει το δικαίωμα του να επικοινωνεί με τα παιδιά τους ενώ ταυτόχρονα αξιώνει ένα υπέρογκο ποσό για τη διατροφή τους.
Υποστηρίζει ότι από την εργασία του λαμβάνει το καθαρό ποσό των €3.078,71 και προς τούτο κατέθεσε ως τεκμήριο 1 κατάσταση των απολαβών του. Αυτό είναι και το μοναδικό του εισόδημα, από το οποίο όπως αναφέρει, καταβάλλει το ποσό των €1.342 περίπου για την αποπληρωμή δύο δανείων, πλέον ένα ποσό για τα ασφάλιστρα των δανείων. Έτσι του απομένει μηνιαίως το ποσό των €1.623. Κατέθεσε ως τεκμήριο 2 αντίγραφο της κατάστασης του τραπεζικού του λογαριασμού.
Ισχυρίζεται ότι το ποσό των €100.000 που αναφέρει η Αιτήτρια είναι ποσό το οποίο συγκέντρωσαν τα αδέλφια του από την Κυβέρνηση, τους εργοδότες του και το Ταμείο Υγείας της τράπεζας όπου εργάζεται για την κάλυψη των ιατρικών του εξόδων στο εξωτερικό, μετά από ένα πολύ σοβαρό ατύχημα που είχε. Το ποσό ήταν κατατεθειμένο σε λογαριασμό που ανήκε στον ίδιο και στα αδέλφια του, λογαριασμός που έκλεισε περί τον Ιούνιο του 2023 εφόσον τα χρήματα δόθηκαν στα αδέλφια του για τα ιατρικά του έξοδα που είχαν καλύψει. Κατέθεσε ως τεκμήρια 3 και 4 σχετικά έγγραφα. Παραδέχεται ωστόσο ότι έχει καταθέσεις ύψους €5.500.
Δεν αμφισβητεί ότι η Αιτήτρια από την εργασία της λαμβάνει καθαρά το ποσό των €3.587 και υποστηρίζει περαιτέρω ότι περί το 2018 εξέδωσε επιταγή ύψους €178.390,85 προς όφελος της, ούτως ώστε να μην έχει οποιαδήποτε απαίτηση στη συζυγική τους οικία στο Δάλι. Υποδεικνύει ότι το Δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψιν και τυχόν επιδόματα που λαμβάνει η Αιτήτρια και περαιτέρω αρνείται ότι η τελευταία διαμένει σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα και ότι καταβάλλει οποιοδήποτε ποσό ως ενοίκιο. Αποτελεί θέση του ότι η Αιτήτρια διαμένει σε οικία ιδιοκτησίας της μητέρας της και το γεγονός αυτό το γνωρίζει εφόσον από την οικία αυτή επιχείρησε στο παρελθόν να παραλάβει τα παιδιά για σκοπούς επικοινωνίας, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Ισχυρίζεται ότι τα έξοδα των παιδιών παρουσιάζονται αδικαιολόγητα αυξημένα από την Αιτήτρια και ότι κάποια δεν υφίστανται καθόλου, όπως έξοδα ενοικίου και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης λόγω εφαρμογής του Γενικού Συστήματος Υγείας. Τέλος, καλεί το Δικαστήριο να απορρίψει την παρούσα αίτηση με έξοδα εις βάρος της Αιτήτριας.
Η ακρόαση της αίτησης ολοκληρώθηκε με τις γραπτές αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων. Ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε.
Έχω μελετήσει την παρούσα αίτηση, την ένσταση, το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων των διαδίκων καθώς και τα όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων υποστήριξαν με τις αγορεύσεις τους.
Ο Καθ’ ου η αίτηση παραπονείται ότι η Αιτήτρια έχει παραθέσει αναληθή γεγονότα με σκοπό την παραπλάνηση του Δικαστηρίου και έχει αποκρύψει ουσιώδη γεγονότα όπως το ύψος των εισοδημάτων του Καθ’ ου η αίτηση.
Ως προς το τελευταίο, θα ήθελα να υποδείξω ότι σύμφωνα με τη νομολογία το θέμα των εισοδημάτων των διαδίκων δεν είναι θέμα ειλικρινούς αποκάλυψης με την έννοια που η συνήγορος του Καθ’ ου η αίτηση το παρουσιάζει. Η υποχρέωση αποκάλυψης των εισοδημάτων του καθ’ ου η αίτηση δεν βαρύνει την Αιτήτρια, ούτε βεβαίως ο Καθ’ ου η αίτηση βαρύνεται με την υποχρέωση αποκάλυψης των εισοδημάτων της Αιτήτριας. Η υποχρέωση αυτή βαραίνει τον κάθε διάδικο ξεχωριστά ως προς τα δικά του εισοδήματα. Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι δεν έχει εκδοθεί μονομερώς οποιοδήποτε διάταγμα και η παρούσα αίτηση με τις οδηγίες που δόθηκαν να επιδοθεί στον Καθ’ ου η αίτηση έχει καταστεί πλέον δια κλήσεως αίτηση. Σύμφωνα πάντα με τη νομολογία, στις δια κλήσεως αιτήσεις δεν εφαρμόζονται οι κανόνες της πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης και οι σχετικοί λόγοι ένστασης απορρίπτονται (βλ. Κώστας Σμυρνιός (2000) 1 ΑΑΔ 43, Κυριακίδης ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λ.τ.δ. (2011) 1 (β) ΑΑΔ 2011, The Royal Bank of Scotland ν. Πλοίο “KALIA” (2012) 1 ΑΑΔ 6).
Ως προς τον λόγο ένστασης που προβάλλει ο Καθ’ ου η αίτηση ότι η Αιτήτρια κωλύεται και/ή εμποδίζεται να αξιώνει την έκδοση προσωρινού διατάγματος διατροφής επειδή κατ’ ισχυρισμόν του παρεμποδίζει την επικοινωνία του με τα παιδιά, σημειώνω ότι η έκδοση ενός διατάγματος δεν εξαρτάται από την άσκηση η όχι του δικαιώματος επικοινωνίας του υπόχρεου, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι το εύρος της όποιας επικοινωνίας είναι παράγοντας που δεν λαμβάνεται υπόψιν. Εάν η Αιτήτρια παρεμποδίζει την επικοινωνία του με τα παιδιά είναι κάτι που θα κριθεί στα πλαίσια της αίτησης γονικής μέριμνας των διαδίκων. Ό,τι έχει σημασία για σκοπούς έκδοσης ενός διατάγματος διατροφής είναι ότι ο Καθ’ ου η αίτηση έχει εκ του νόμου υποχρέωση να συνεισφέρει στην διατροφή των ανήλικων τέκνων του και η Αιτήτρια έχει κάθε δικαίωμα με βάση το Νόμο να αξιώνει την έκδοση σχετικού διατάγματος.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του Καθ’ ου η αίτηση στην αγόρευση της ισχυρίζεται ότι η Αιτήτρια δεν εξηγεί τους λόγους που αποτάθηκε στο Δικαστήριο για την έκδοση διατάγματος διατροφής μετά την παρέλευση αρκετού χρόνου από τη διάσταση στις σχέσεις των διαδίκων και ότι εξ’ αυτού η αίτηση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Έχω ανατρέξει στους λόγους ένστασης και διαπιστώνω ότι τέτοιος λόγος δεν εγείρεται. Η παράλειψη εξειδίκευσης συγκεκριμένου λόγου ένστασης συνεπάγεται ότι ο Καθ’ ου αίτηση δεν εκπλήρωσε το καθήκον του να πληροφορήσει Αιτήτρια και το Δικαστήριο ότι προτίθεται να εγείρει το συγκεκριμένο ζήτημα. Υποδεικνύω προς τούτο ότι αποτελεί υποχρέωση κάθε ενιστάμενου προσώπου η συμμόρφωση με τις διατάξεις της Δ.48 Θ. 4(1), όπου προβλέπεται ότι κάθε ένσταση θα εξειδικεύει τους συγκεκριμένους λόγους ένστασης. Όπως έχει νομολογηθεί, οι πρόνοιες της Δ.48 είναι επιτακτικές (βλ. Σοφοκλέους v. Ταβελούδη κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 92).
Αποτελεί επίσης λόγο ένστασης του Καθ’ ου η αίτηση ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 32 του Ν.14/60, ήτοι η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, η ύπαρξη ορατής πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγοντας σε θεραπεία στην αγωγή και ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, εκτός εάν εκδοθεί το αιτούμενο Διάταγμα (Βλ. μεταξύ άλλων Odysseos v. Pieris Estates and Others(1982) 1 Α.Α.Δ. 557, Τσιολάκκη και άλλη ν. Στυλιανίδη (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 782, Πουργουρίδη κ.α .Μέζου, (1994) 1 Α.Α.Δ. 201, Κυτάλα κ.ά. ν. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 253, M & Ch Mitsingas Tr. Ltd κ.ά. ν. Timberland Co. (1997) 1 (Γ) 1 Α.Α.Δ. 1791).
Είναι πάγια νομολογημένο ότι πέραν της συνδρομής των τριών πιο πάνω προϋποθέσεων που το Δικαστήριο εξετάζει, στο τελικό στάδιο πρέπει το Δικαστήριο να σταθμίσει και το κατά πόσον είναι δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα (Ιπποδρομιακή Αρχή v. Χ΄΄ Βασίλη (1989) 1 ΑΑΔ 152).
Το Δικαστήριο στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο περιορίζεται στην εξέταση της συνδρομής των πιο πάνω προϋποθέσεων, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της διαφοράς. Έτσι, δεν προβαίνει σε ευρήματα ούτε αποφασίζει επί διαφιλονικούμενων θεμάτων. Οι αντικρουόμενοι ισχυρισμοί των διαδίκων θα εξετασθούν και θα αποφασιστούν κατά την ακρόαση της εναρκτήριας αίτησης (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 ΑΑΔ 363).
Σε σχέση με την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, έχει εξηγηθεί ότι δεν απαιτείται τίποτα περισσότερο από του να καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση ενώ η δεύτερη προϋπόθεση σύμφωνα με την Odysseos ανωτέρω, περικλείει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα αλλά κάτι λιγότερο από το «ισοζύγιο των πιθανοτήτων» που είναι το μέτρο απόδειξης στις αστικές διαφορές.
Ως προς την τρίτη προϋπόθεση, η οποία σχετίζεται με την επάρκεια της θεραπείας υπό το φως των γεγονότων της κάθε υπόθεσης, στην Timberland ανωτέρω έχει λεχθεί ότι:
«Η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου σε θεραπεία».
Στην απόφαση Κυρίσαββα v. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. έχει επίσης λεχθεί:
«όμως η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπ’ όψη. »
Οι πιο πάνω προϋποθέσεις κρίνονται με βάση τις διατάξεις του Νόμου που διέπει το υπό εξέταση κάθε φορά θέμα. Στην παρούσα υπόθεση, ως έχει ήδη λεχθεί, σχετικά είναι τα άρθρα 33(1) και 37 του Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν. 216/90 (στο εξής ο Νόμος).
Το άρθρο 33 (1) του Νόμου ορίζει ότι οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις τους.
Το άρθρο 37 (1) του Νόμου ορίζει ότι η διατροφή προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και τις οικονομικές δυνατότητες που υπάρχουν για διατροφή προσώπου.
Το άρθρο 37 (2) του Νόμου ορίζει ότι η διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του δικαιούχου και επιπλέον, ανάλογα με την περίπτωση, τα έξοδα για την εν γένει εκπαίδευσή του.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η υποχρέωση των γονέων να διατρέφουν τα τέκνα τους πηγάζει από το Νόμο και σκοπό έχει την κάλυψη των βιοτικών τους αναγκών για τη συντήρηση και διατροφή τους και την κάλυψη άλλων αναγκών, όπως αυτές προκύπτουν στην καθημερινότητα τους. Για παράδειγμα αυτών που σχετίζονται με την εκπαίδευση και την υγεία τους. Η μη καταβολή από τον ένα εκ των δύο υπόχρεων του ποσού που του αναλογεί προς επίτευξη του πιο πάνω σκοπού, θέτει σε κίνδυνο την ίδια τη διαβίωση των ανηλίκων. Επομένως, στην παρούσα περίπτωση αναπόφευκτα υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση αλλά και πιθανότητα η Αιτήτρια να δικαιούται σε θεραπεία στην εναρκτήρια αίτηση.
Ως προς την τρίτη προϋπόθεση, η οποία είναι συνυφασμένη με την επάρκεια αποζημιώσεων κατά την έκδοση της απόφασης, θεωρώ ότι πληρείται και αυτή. Η υπό κρίση αίτηση αποσκοπεί στη διασφάλιση της συμβολής των διαδίκων στη διατροφή και γενικότερα στην κάλυψη των βασικών αναγκών των ανηλίκων μέχρι την πλήρη αποπεράτωση της εναρκτήριας αίτησης. Η φύση της διαδικασίας είναι τέτοια που τη διαφοροποιεί από άλλες διαδικασίες που έχουν ως σκοπό την επιδίκαση χρηματικών αποζημιώσεων. Η όποια αποζημίωση ενδεχομένως επιδικαστεί μετά την ακρόαση της εναρκτήριας αίτησης δεν μπορεί να κριθεί ικανοποιητική, ενόψει του ότι η συντήρηση και η ευημερία των ανηλίκων αδιαμφισβήτητα είναι καθημερινή και τρέχουσα ανάγκη και εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να αναμένει την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης.
Ο Καθ’ ου η αίτηση δεν αμφισβητεί τον ισχυρισμό της Αιτήτριας ότι από τη διάσταση στις σχέσεις τους δεν έχει συνεισφέρει με οποιοδήποτε τρόπο στα έξοδα διαβίωσης των παιδιών τους. Με αυτά τα δεδομένα, επιβάλλεται η έκδοση ενός διατάγματος, του οποίου η δεσμευτικότητα θα διασφαλίσει διαχρονικά και σταθερά την καταβολή από μέρους του ενός ποσού που το Δικαστήριο κρίνει εύλογο για την συνεισφορά του στην διατροφή των δικαιούχων ανήλικων τέκνων του, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η διατροφή και η ευημερία τους. Όπως έχει αναφερθεί στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου Δημοσθένους v. Δημοσθένους, Έφεση Αρ. 21/2019, ημερομηνίας 29 Ιουνίου 2020):
«Η υποχρέωση αυτή είναι διαρκής. Η πιθανότητα διακοπής της συνεισφοράς του εφεσείοντος ανά πάσα στιγμή και για οποιοδήποτε λόγο δεν τίθεται στη βάσανο μαρτυρίας προς τούτο. Από τη στιγμή που η εφεσίβλητη διεκδίκησε δικαστική συνεισφορά υπό το φως της απομάκρυνσης του εφεσείοντος από τη συζυγική οικία, παραμένει αυτονόητο ότι είτε συναινετικά, είτε διά αποφάσεως μετά από ακρόαση, ένα διάταγμα μέσω Δικαστηρίου, είναι απαραίτητο, προς διασφάλιση των βασικών αναγκών των ανηλίκων.»
Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνεται ότι είναι δίκαιο, εύλογο αλλά και επιβεβλημένο να εκδοθεί ένα προσωρινό διάταγμα διατροφής και ό,τι απομένει να εξεταστεί και να καθοριστεί είναι το ύψος αυτού.
Ως προς τον τρόπο που το Δικαστήριο οφείλει να προσεγγίζει τις υποθέσεις διατροφής στο στάδιο έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος, καθ’ όλα καθοδηγητικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, Α.Μ ν. Μ.Ζ., Έφεση Αρ. 23/2019, ημερομηνίας 28.07.2020, τα οποία παραθέτω αυτούσια:
«Ως προς τα έξοδα της ανήλικης, όπως προαναφέραμε, καθορίζονται αφού το Δικαστήριο προβεί σε μια σφαιρική αντίκριση των δεδομένων. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι πρόκειται για ενδιάμεσο διάταγμα, το οποίο εκδίδεται γιατί υπάρχει η υποχρέωση και των δύο γονέων να συνεισφέρουν στη διατροφή του ανήλικου από τη διάσταση και πως αυτό περιορίζεται μέχρι την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης, όπου το Δικαστήριο θα αποφασίσει επί της ουσίας της αίτησης με βάση τα πραγματικά εισοδήματα των διαδίκων και των αναγκών του ανηλίκου και θα προβεί σε καταμερισμό στον κάθε γονέα.»
Κατωτέρω θα προβώ σε κάποιες γενικές παρατηρήσεις και επισημάνσεις αναφορικά με τα ισχυριζόμενα έξοδα των παιδιών, αφού έλαβα υπόψιν μου τις αντικρουόμενες θέσεις των διαδίκων τόσο ως προς το ύψος αυτών, όσο και ως προς το κατά πόσον κάποια έξοδα πράγματι υφίστανται. Άλλοι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψιν είναι η ηλικία των παιδιών και το γεγονός ότι βρίσκονται υπό τη φύλαξη της Αιτήτριας. Αντλώ καθοδήγηση από τη σχετική νομολογία σύμφωνα με την οποία το μέτρο της διατροφής δεν μπορεί να εξευρεθεί με απόλυτους αριθμούς. Η κοινή λογική και η πείρα της ζωής είναι παράγοντες οι οποίοι διαδραματίζουν ρόλο στην καλύτερη αντίληψη των γεγονότων προς εντοπισμό των πραγματικών αναγκών συγκεκριμένων ατόμων. Το Δικαστήριο, εξετάζοντας και καθορίζοντας το εύλογο των κονδυλίων που απαιτούνται για τη διατροφή και συντήρηση του δικαιούχου, δεν είναι υποχρεωμένο να υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες που να οδηγούν σε υπολογισμό με σεντ, αλλά θα πρέπει να σταθμίζει τις ανάγκες και να καταλήγει σε συμπεράσματα που θα επαναφέρουν, ή δυνατό, τα ανήλικα παιδιά σε μία πλησιέστερη κατάσταση, όπως θα ήταν εάν οι γονείς τους ζούσαν μαζί (βλ. Μαρκουλίδης ν. Μαρκουλίδης κ.ά. (1989) 1 ΑΑΔ 1386, Κορελλίδης ν. Κορελλίδη (2012) 1 ΑΑΔ 1975 Παναγιώτου ν. Σφικτού (2001) 1 ΑΑΔ 625, Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους (2010) 1 (Β) ΑΑΔ 951).
Σημειώνω αρχικά ότι σε γενικές γραμμές τα έξοδα των παιδιών φαίνεται να έχουν καθοριστεί σε λογικά πλαίσια. Αυξημένα παρουσιάζονται τα λειτουργικά έξοδα οικίας και τα έξοδα σίτισης. Επισημαίνω περαιτέρω ότι τα έξοδα συντήρησης και κυκλοφορίας του οχήματος της Αιτήτριας δεν αποτελούν άμεση βιοτική ανάγκη των παιδιών και δεν είναι δυνατόν να συμπεριληφθούν στο μηνιαίο τους εξοδολόγιο. Είναι έξοδα τα οποία θα επωμιζόταν ούτως η αλλιώς η Αιτήτρια. Λαμβάνω όμως υπόψιν μου ότι απαιτείται κάποιο ποσό για τα μεταφορικά έξοδα των παιδιών. Αναφορικά με τα μαθήματα χορού της Μ, σημειώνω ότι αναλογικά το κόστος τους ανέρχεται σε €47 μηνιαίως περίπου και όχι €88.75 που καταγράφει η Αιτήτρια (€55 χ 10 μήνες, εγγραφή €15).
Λόγω της εφαρμογής του Γενικού Συστήματος Υγείας, το κονδύλι για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κρίνεται αυξημένο, χωρίς ωστόσο να μου διαφεύγει ότι προκύπτουν έκτακτα έξοδα αυτής της φύσεως που δεν απαιτούν οπωσδήποτε επίσκεψη σε κάποιο ιατρό όπως κοινά κρυολογήματα και ιώσεις. Σημειώνεται επίσης η παράλειψη της Αιτήτριας να αναφέρει κατά πόσο οι λογοθεραπείες του ανήλικου Π ή μέρος αυτών καλύπτονται από το ΓΕΣΥ. Υπερβολικό εκ πρώτης όψεως κρίνεται και το ποσό που αξιώνει η Αιτήτρια για την ψυχαγωγία των παιδιών, με δεδομένο το βαρυφορτωμένο από διάφορες δραστηριότητες πρόγραμμα τους κατά τις απογευματινές ώρες, δραστηριότητες οι οποίες στην ηλικία των παιδιών των διαδίκων αδιαμφισβήτητα αποτελούν μέρος της ψυχαγωγίας τους.
Επισημαίνω περαιτέρω ότι η Αιτήτρια δεν έχει τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς της για τα έξοδα των παιδιών. Οι βασικές ανάγκες διαβίωσης όπως είναι η σίτιση, η ένδυση – υπόδηση, τα λειτουργικά έξοδα οικίας και η ψυχαγωγία δεν μπορούν να αμφισβητηθούν και το Δικαστήριο οφείλει να καθορίσει ένα εύλογο ποσό για την κάλυψη τους. Οι απογευματινές δραστηριότητες των παιδιών θα έπρεπε να αποδεικνύονται ακόμα και στην περίπτωση που δεν αμφισβητούνται ως πραγματικό γεγονός αλλά υπάρχει διαφωνία ως προς το κόστος αυτών. Τέλος, εντελώς ατεκμηρίωτος παρέμεινε ο ισχυρισμός της Αιτήτριας ότι καταβάλλει ενοίκιο ύψους €950 μηνιαίως, ισχυρισμός ο οποίος αμφισβητείται από τον Καθ’ ου η αίτηση. Ως προς τα έξοδα ορθοδοντικής θεραπείας της ανήλικης Μ, πέραν του ότι δεν τεκμηριώνονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο, φαίνεται ότι η συγκεκριμένη ανάγκη δεν έχει ακόμα αποκρυσταλλωθεί και δεν θα απασχολήσει το Δικαστήριο στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο.
Ως προς τις οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων, επαναλαμβάνω ότι κατά πάγια νομολογία ο κάθε διάδικος έχει υποχρέωση να αποκαλύπτει ειλικρινώς τα εισοδήματα του και την δική του οικονομική δυνατότητα. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Δημητρίου v. Περδίου (2005) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1418 όπου λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«Όπως έχει η σχετική νομοθετική διάταξη (βλ. άρθρο 33(1) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν.216/90) η υποχρέωση για διατροφή των ανηλίκων τέκνων μίας οικογένειας ανήκει και στους δύο γονείς, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του καθενός. Έχουν και οι δύο υποχρέωση όπως προβαίνουν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των πραγματικών τους εισοδημάτων και όχι μόνο των εξόδων τους. Στην υπόθεση Ette v. Ette (1965) 1 All E.R. 341, 346 έχει λεχθεί ότι όταν ο Καθ΄ ού η αίτηση δεν προβαίνει ο ίδιος σε ειλικρινή και πλήρη αποκάλυψη σχετικά με την οικονομική του κατάσταση, τότε το Δικαστήριο μπορεί, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του επαγγέλματος του και το τι κερδίζουν άλλοι στο ίδιο το επάγγελμα, να υπολογίσει ότι ο Καθ΄ ού η αίτηση έχει ψηλότερα, απ΄ ότι ισχυρίζεται, εισοδήματα. Η αρχή αυτή συνάδει και με τον κανόνα ότι εκεί που κάποιος έχει την αποκλειστική γνώση γεγονότων, οφείλει να τα αποδείξει (βλ. Tarapoulouzis v. District Officer (1962) C.L.R. 91 και Μαρκουλίδης v. Μαρκουλίδης κ.α. (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1386, 1390). Επομένως σε υποθέσεις διατροφής των ανηλίκων τέκνων μιας οικογένειας, η οικονομική δυνατότητα του καθενός από τους γονείς δεν είναι θέμα που θα πρέπει να αποδεικνύεται από τον Αιτητή ή την Αιτήτρια, ανάλογα με την περίπτωση, αλλά θέμα αληθινής αποκάλυψης από τους ίδιους τους γονείς, των αντιστοίχων εισοδημάτων τους. Το δε δικαστήριο, προβαίνει σε πλήρη έρευνα αυτών των στοιχείων.
Περαιτέρω αναφέρουμε ότι από σχετική νομολογία φαίνεται ότι το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη όχι μόνο τα πραγματικά εισοδήματα αλλά και την ικανότητα του Καθ΄ ού η αίτηση να κερδίζει (his potential earning capacity). (Βλ. Klucinsky v. Klucinsky (1953) 1 All E.R. 683 και McEwan v. McEwan (1972)»
Όπως ήδη υπέδειξα, στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε ευρήματα ούτε αποφασίζει επί αντικρουόμενων ισχυρισμών. Είναι αρκετό κατά την κρίση μου για σκοπούς έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος το γεγονός ότι οι διάδικοι εργάζονται και λαμβάνουν ικανοποιητικά εισοδήματα, όπως αυτά έχουν αναφερθεί ανωτέρω, με τα οποία δύνανται να συνεισφέρουν στα έξοδα διατροφής των παιδιών τους. Η μεν Αιτήτρια κατά δική της παραδοχή λαμβάνει μηνιαίως από την εργασία της το καθαρό ποσό των €3.587 και το ποσό των €1.602 από την εκμετάλλευση ακίνητης περιουσίας, ο δε Καθ’ ου η αίτηση από την εργασία του λαμβάνει το καθαρό ποσό των €3.078,71. Αναφορικά με τις δανειακές υποχρεώσεις του Καθ’ ου η αίτηση επισημαίνω ότι σε υποθέσεις διατροφής ανηλίκων, η ύπαρξη χρεών δεν απαλλάσσει τον υπόχρεο γονέα από τη νομική του υποχρέωση να συνεισφέρει στη διατροφή των παιδιών του, γιατί η διατροφή ανηλίκων αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση των γονέων και προηγείται των άλλων οικονομικών τους υποχρεώσεων. Προς τούτο παραπέμπω στην απόφαση Δημητρίου v. Περδίου (βλ. ανωτέρω) και στην απόφαση Χριστίνα Χαραλάμπους v. Χαράλαμπου Χαραλάμπους (2010) 1 Α.Α.Δ. 951, όπου μεταξύ άλλων λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«….. η διατροφή έχει σκοπό να καλύψει τις καταναλωτικές και όχι τις κεφαλαιουχικές δαπάνες, τις οποίες οι ίδιοι οι γονείς αναλαμβάνουν και επωμίζονται με σκοπό την επ΄ ονόματι τους απόκτηση περιουσίας. ……………………………………………………………………………………….η δόση που θα καταβάλλεται υπό τύπο «ενοικίου», στην πραγματικότητα θα βοηθά στην αποπληρωμή του στεγαστικού δανείου, που μοναδικό σκοπό έχει την σταδιακή απόκτηση οικίας, που θα παραμείνει ως κεφαλαιουχικό δεδομένο, πολύ μετά που θα σταματήσει το διάταγμα διατροφής».
Τέλος και αναφορικά με τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των διαδίκων περί ύπαρξης τραπεζικών καταθέσεων, σημειώνω ότι αυτό είναι κάτι που θα με απασχολήσει κατά την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης όπου και θα καταλήξω σε τελικά ευρήματα αναφορικά με τις οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων και τα έξοδα των παιδιών και θα προβώ σε τελικό καταμερισμό της εκ τους νόμου υποχρέωσης τους να συνεισφέρουν στα έξοδα διατροφής των παιδιών τους. Το ίδιο ισχύει και για τα επιδόματα που κατ’ ισχυρισμόν του Καθ’ ου η αίτηση λαμβάνει ή δύναται να λαμβάνει η Αιτήτρια.
Στη βάση όλων όσων έχουν ανωτέρω αναφερθεί κατέληξα ότι το ποσό των €780 μηνιαίως είναι λογικό υπό τις περιστάσεις να καθοριστεί ως προσωρινή συνεισφορά του Καθ’ ου η αίτηση στα έξοδα διατροφής και συντήρησης των ανήλικων τέκνων του. Στα πλαίσια της παρούσας ενδιάμεσης διαδικασίας και έχοντας πάντα κατά νου ότι η υποχρέωση διατροφής ανηλίκων προηγείται κάθε άλλης οικονομικής υποχρέωσης του υπόχρεου προς διατροφή, κρίνω ότι το ποσό αυτό είναι εντός των δυνάμεων του Καθ’ ου η αίτηση.
Συνεπώς, εκδίδεται προσωρινό διάταγμα με το οποίο ο Καθ’ ου η αίτηση διατάσσεται να καταβάλλει στην Αιτήτρια μηνιαίως από 03.08.2023, την τρίτη ημέρα κάθε επόμενου μηνός, το ποσό των €780 ως συνεισφορά του στην διατροφή και συντήρηση των ανήλικων τέκνων του Μ και Π.
Το διάταγμα θα ισχύει μέχρι περατώσεως της εναρκτήριας αίτησης ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
Τα έξοδα της αίτησης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση, καταβλητέα μετά το πέρας της εναρκτήριας αίτησης.
Σ. Νεοφύτου, Δ.
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο