
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. Νεοφύτου, Δ.
Αρ. Αίτησης: 446/2024 (i)
Μεταξύ:
Ι.Ξ.
Αιτήτριας
Και
Γ.Φ.
Καθ’ ου η αίτηση
Ημερομηνία: 30 Μαΐου 2025
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για την Αιτήτρια: Τ .Τζίρτη (κα)
Για τον Καθ’ ου η αίτηση: Ε. Βλάχου (κα) για Πιερίδης & Πιερίδης
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Οι διάδικοι διατηρούσαν δεσμό για περίπου τρία χρόνια και τον Φεβρουάριο του 2023 απέκτησαν τον ανήλικο Μ. Ο Καθ’ ου η αίτηση αναγνώρισε εκουσίως τον ανήλικο αμέσως μετά τη γέννηση του. Περί το 2021 η Αιτήτρια μετέβη στη Θεσσαλονίκη όπου ξεκίνησε τη φοίτηση της σε Πανεπιστήμιο. Αναγκάστηκε να αιτηθεί αναστολή των σπουδών της για δύο χρόνια λόγω της εγκυμοσύνης της και της γέννησης του ανηλίκου. Περί τον Μάιο του 2024 επήλθε διάσταση στις σχέσεις των διαδίκων και ακολούθως η Αιτήτρια μετέβη στη Θεσσαλονίκη με τον ανήλικο για να συνεχίσει τις σπουδές της. Προς τούτο εξασφάλισε διάταγμα γονικής μέριμνας από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας το οποίο εκδόθηκε εκ συμφώνου.
Στα πλαίσια εναρκτήριας αίτησης ημερομηνίας 23.12.2024, η Αιτήτρια αξιώνει την έκδοση διατάγματος με το οποίο να καθορίζεται η συνεισφορά του Καθ’ ου η αίτηση στα έξοδα διατροφής και συντήρησης του ανήλιου τέκνου τους. Ακολούθως, στις 20.21.2025 καταχώρισε αίτηση με ειδοποίηση για την έκδοση προσωρινού διατάγματος διατροφής ύψους €1.000 μηνιαίως και την έκδοση διατάγματος με το οποίο ο Καθ’ ου η αίτηση να διατάσσεται να καλύπτει το 60% των διδάκτρων του νηπιαγωγείου που φοιτά ο ανήλικος στη Θεσσαλονίκη και της ιατροφαρμακευτικής του περίθαλψης. Η Αίτηση της υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του πατέρα της Κ.Χ.
Με την ένσταση που καταχώρισε ο Καθ’ ου η αίτηση εγείρει συνολικά έντεκα λόγους προς απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας. Συνοπτικά, οι λόγοι ένστασης του Καθ’ ου η αίτηση αφορούν σε θέσεις όπως ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν. 14/60, η αίτηση είναι πρόωρη, τα έξοδα του ανηλίκου είναι υπερβολικά, η Αιτήτρια δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και δεν προέβη σε πλήρη αποκάλυψη των ουσιωδών γεγονότων της υπόθεσης, το αξιούμενο ποσό είναι εκτός των οικονομικών του δυνατοτήτων και στο ότι ο ενόρκως δηλών δεν είναι το κατάλληλο πρόσωπο να προβεί σε ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης, καθότι δεν γνωρίζει τα γεγονότα.
Σημειώνεται ότι και οι δύο πλευρές καταχώρισαν συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις.
Προτού παραθέσω τους ισχυρισμούς των διαδίκων, θα ήθελα να τονίσω ότι η παρούσα υπόθεση αφορά τον προσωρινό καθορισμό της υποχρέωσης των διαδίκων να συνεισφέρουν στη διατροφή του ανήλικου τέκνου τους. Ο Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμος, Ν.216/90 και συγκεκριμένα τα άρθρα 33 (1) και 37 θέτουν τις παραμέτρους, επί των οποίων καθορίζεται η συνεισφορά των γονέων στην διατροφή των ανηλίκων τέκνων τους. Οι παράμετροι αυτοί είναι οι ανάγκες του δικαιούχου και οι οικονομικές δυνάμεις των υπόχρεων γονέων, παράμετροι οι οποίες περιορίζουν σημαντικά τα επίδικα θέματα. Συνεπώς, δεν θα απασχολήσουν το Δικαστήριο ισχυρισμοί που σχετίζονται με την υπαιτιότητα και τους λόγους που οι διάδικοι διέκοψαν το δεσμό τους, καθώς και ισχυρισμοί οι οποίοι αφορούν στο δικαίωμα επικοινωνίας του Καθ’ ου η αίτηση με τον ανήλικο.
Ο πατέρας της Αιτήτριας αναφέρει ότι η τελευταία δεν εργάζεται λόγω του απαιτητικού προγράμματος σπουδών της. Φοιτά στο τρίτο έτος της Νομικής και οι παρακολουθήσεις των μαθημάτων είναι πλέον υποχρεωτικές. Έχει επίσης αναλάβει τη φροντίδα του ανήλικου που λόγω της ηλικίας του οι ανάγκες του είναι αυξημένες.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του, ο Καθ’ ου η αίτηση εργάζεται στο εστιατόριο της οικογένειας του και τα μηνιαία του εισοδήματα ανέρχονται σε €3.000 - €4.000 καθαρά, τα οποία ουδέποτε δήλωνε. Επιπλέον, διατηρεί εταιρία και/ή εισάγει από μόνος του αυτοκίνητα τα οποία μεταπωλεί με μεγάλο ποσοστό κέρδους. Κατέθεσε ως τεκμήριο 3, αντίγραφα από το λογαριασμό της εν λόγω εταιρείας στο facebook, όπου διαφημίζει τα αυτοκίνητα που πωλεί. Λόγω του ότι διαμένει με την μητέρα του δεν έχει έξοδα διαμονής και συντήρησης οικίας.
Καθορίζει τα μηνιαία έξοδα του ανηλίκου στο ποσό των €1.855 περίπου και καταγράφει σε πίνακα αναλυτικά όλα τα επιμέρους κονδύλια των αναγκών του. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του κατέθεσε σχετικά τεκμήρια.
Εξηγεί ότι η Αιτήτρια θα μπορούσε ως φοιτήτρια να ενοικιάζει γκαρσονιέρα με πολύ χαμηλότερο ενοίκιο αλλά επειδή διαμένει και ο ανήλικος μαζί της, αναγκαστικά ενοικιάζει διαμέρισμα με δύο υπνοδωμάτια και καταβάλλει μεγαλύτερο ενοίκιο. Λόγω του ότι η Αιτήτρια δεν έχει χρόνο να εργαστεί καλύπτει ο ίδιος αποκλειστικά όλα της τα έξοδα και τα έξοδα του παιδιού.
Ισχυρίζεται ότι από την διάσταση στις σχέσεις των διαδίκων ο Καθ’ ου η αίτηση δεν συνεισφέρει στα έξοδα του ανηλίκου και γι’ αυτό είναι αναγκαίο να εκδοθεί ένα προσωρινό διάταγμα.
Ο Καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι από τη διάσταση κατέβαλε στην Αιτήτρια διάφορα ποσά για τα έξοδα του ανηλίκου και ότι από το Σεπτέμβριο του 2024 καταβάλλει σταθερά το ποσό των €350 μηνιαίως. Κατέθεσε ως τεκμήριο 2 αντίγραφα τραπεζικών καταθέσεων.
Απορρίπτει τους ισχυρισμούς του πατέρα της Αιτήτριας ότι η τελευταία δεν έχει χρόνο εργαστεί και επισημαίνει ότι ουδέποτε του κοινοποιήθηκε το πρόγραμμα σπουδών της, παρά το ότι η σταθερή της θέση είναι ότι έχει μαθήματα καθημερινά μέχρι αργά το απόγευμα. Από πληροφόρηση που έλαβε από το πανεπιστήμιο ο ίδιος, η παρακολούθηση δεν είναι υποχρεωτική αλλά ελεύθερη και ένας φοιτητής μπορεί να παρακάθεται μόνο τις εξετάσεις.
Ισχυρίζεται ότι η Αιτήτρια θα μπορούσε να διαμένει στο ιδιόκτητο διαμέρισμα της οικογένειας της που βρίσκεται στην Περαία για να περιορίσει τα έξοδα της. Είναι δύο υπνοδωματίων και σε πολύ κοντινή απόσταση βρίσκονται παιδικοί σταθμοί όπου μπορεί να φοιτά ο ανήλικος.
Αρνείται τους ισχυρισμούς του πατέρα της Αιτήτριας για τα εισοδήματα του και ισχυρίζεται ότι το εστιατόριο είναι οικογενειακή επιχείρηση και ο ίδιος είναι υπάλληλος με εισόδημα ύψους €1.000 μηνιαίως. Κατέθεσε ως τεκμήριο 5, κατάσταση αποδοχών και εισφορών του μήνα Φεβρουάριου του 2025 της εργοδότριας εταιρίας. Ισχυρίζεται ότι τα αυτοκίνητα που διαφημίζονται στην σελίδα του faccebook (τεκμήριο 3 που κατέθεσε ο πατέρας της Αιτήτριας) δεν είναι δικά του αλλά εισπράττει ελάχιστη προμήθεια με την πώληση κάθε αυτοκίνητου. Αναφέρει επίσης ότι από τον Σεπτέμβριο του 2024 διαμένει σε διαμέρισμα με συγκάτοικο και η αναλογία του στο ενοίκιο είναι €350 μηνιαίως. Κατέθεσε ως τεκμήριο 6 αντίγραφο ενοικιαστηρίου εγγράφου και απόδειξη πληρωμής του πρώτου ενοικίου και της εγγύησης.
Εξηγεί ότι πέραν του ενοικίου, πρέπει να καλύπτει με το μισθό του το ποσό της διατροφής, τα προσωπικά του έξοδα διαβίωσης και τα έξοδα μετάβασης του στη Θεσσαλονίκη για να ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας του. Κατέθεσε ως τεκμήριο 8 δέσμη από αντίγραφα του τραπεζικού του λογαριασμού όπου φαίνονται οι πληρωμές αεροπορικών εισιτηρίων, και εξόδων διαμονής.
Δεν αρνείται την υποχρέωση του να συνεισφέρει στα έξοδα του ανηλίκου με βάση τις οικονομικές του δυνάμεις, όχι όμως με βάση τα όσα η Αιτήτρια παρουσιάζει. Χαρακτηρίζει υπέρογκα και εξωπραγματικά τα έξοδα του παιδιού τα οποία κατά την κρίση του θα μπορούσαν να καλυφθούν με το ποσό των €740 το μήνα. Συγκεκριμένα για τα λειτουργικά έξοδα της οικίας ισχυρίζεται ότι η αναλογία του ανηλίκου που καθόρισε η Αιτήτρια είναι λανθασμένη καθότι πλέον διαμένει με συγκάτοικο. Αυτό το αντελήφθητε εφόσον κατά τις πρωινές ώρες που συνομιλεί με τον ανήλικο στο τηλέφωνο πάντοτε υπάρχει τρίτο άτομο στο σπίτι.
Δηλώνει πρόθυμος να αναλάβει ο ίδιος την φροντίδα του ανηλίκου εάν η Αιτήτρια δυσκολεύεται με το πρόγραμμα σπουδών της και προς τούτο έχει τη σύμφωνη γνώμη της μητέρας του, η οποία θα του παρέχει κάθε δυνατή βοήθεια. Αναφέρει ότι η επιλογή της Αιτήτριας να σπουδάσει στη Θεσσαλονίκη ενώ θα μπορούσε να παραμείνει στην Κύπρο ή να σπουδάζει εξ’ αποστάσεως τον αναγκάζει να επωμίζεται επιπλέον έξοδα. Θα μπορούσε επίσης να επωφεληθεί φοιτητικών χορηγιών για να καλύπτει μέρος των εξόδων της.
Είναι η θέση του ότι δεν υπάρχει καμία ανάγκη να εκδοθεί προσωρινό διάταγμα εφόσον καταβάλλει ανελλιπώς το ποσό των €350 μηνιαίως, το οποίο θεωρεί εύλογο και εντός των οικονομικών του δυνατοτήτων.
Στις συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις που καταχώρισαν τα μέρη κατά το πλείστον επαναλαμβάνουν τους αρχικούς τους ισχυρισμούς. Περαιτέρω, ο πατέρας της Αιτήτριας αρνείται ότι ο Καθ’ ου η αίτηση καταβάλλει €350 μηνιαίως. Αναφορικά με τους ισχυρισμούς του Καθ’ ου η αίτηση ότι θα μπορούσε η Αιτήτρια να διαμένει στο ιδιόκτητο του διαμέρισμα στην Περαία, ισχυρίζεται ότι η συγκεκριμένη περιοχή είναι πολύ μακριά από το πανεπιστήμιο, γεγονός που θα αύξανε τα μεταφορικά έξοδα και την ταλαιπωρία του ανηλίκου. Ως προς τους ισχυρισμούς του Καθ’ ου η αίτηση για τα εισοδήματα του, εξηγεί ότι η Αιτήτρια εργαζόταν για δύο χρόνια στο εστιατόριο, όπου ο Καθ’ ου η αίτηση διεύθυνε την επιχείρηση και είναι σε θέση να τα γνωρίζει. Ήταν υπεύθυνος για τις πληρωμές και υπέγραφε τις επιταγές της εταιρίας. Ο μόνος λόγος που δεν μεταβιβάστηκε στο όνομα του η επιχείρηση είναι επειδή έκανε αίτηση για επιχορήγηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την οποία δεν θα δικαιούται να πάρει εάν είναι ιδιοκτήτης ή μέτοχος της εταιρίας.
Χαρακτηρίζει ψευδείς τους ισχυρισμούς του Καθ’ ου η αίτηση αναφορικά με την πώληση αυτοκινήτων και ισχυρίζεται ότι έχει εγγράψει εμπορική επωνυμία για το σκοπό αυτό. Κατέθεσε ως τεκμήριο 1 σχετικό πιστοποιητικό εγγραφής. Ισχυρίζεται επίσης ότι ο Καθ’ ου η αίτηση και ο αδελφός της Αιτήτριας είχαν δημιουργήσει εταιρία εισαγωγής οχημάτων στην οποία δεν είναι πλέον μέτοχος ο Καθ’ ου η αίτηση για να δικαιούται να λάβει την Ευρωπαϊκή επιχορήγηση.
Ο Καθ’ ου η αίτηση στην συμπληρωματική ένορκο δήλωση που καταχώρισε ισχυρίζεται ότι η εργασία του στο εστιατόριο περιορίζεται στη λήψη παραγγελιών και στην είσπραξη χρημάτων, κάτι που δεν απαιτεί εξειδίκευση και γι’ αυτό ο μισθός του είναι χαμηλός. Αναφέρει επίσης ότι έχει παύσει να είναι μέτοχος στην εταιρία του αδελφού της Αιτήτριας, λόγω του χωρισμού των διαδίκων, χωρίς να λάβει το μέρισμα που του αναλογούσε. Εμμένει στη θέση του ότι η Αιτήτρια θα μπορούσε να διαμένει στο ιδιόκτητο διαμέρισμα της οικογένειας και παραθέτει χάρτες της περιοχής ως τεκμήρια για να αποδείξει ότι δεν βρίσκεται μακριά από το πανεπιστήμιο.
Η ακρόαση της αίτησης ολοκληρώθηκε με τις γραπτές αγορεύσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων. Ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε. Έχω μελετήσει την παρούσα αίτηση, την ένσταση, το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων καθώς και τα όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων υποστήριξαν με τις αγορεύσεις τους.
Ένα ζήτημα το οποίο θα απασχολήσει το Δικαστήριο κατά προτεραιότητα είναι το κατά πόσον πρέπει να αγνοηθούν οι ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την υπό κρίση αίτηση. Τόσο η αρχική όσο και η συμπληρωματική ένορκη δήλωση έγιναν από τον πατέρα της Αιτήτριας. Στην αγόρευση της η συνήγορος της Αιτήτριας αναφέρει ότι ο ενόρκως δηλών είναι το άτομο που καλύπτει τα έξοδα του ανηλίκου και ως εκ τούτου δύναται να παραθέσει μαρτυρία για την προώθηση της ενδιάμεσης αίτησης. Η θέση της συνηγόρου του Καθ’ ου η αίτηση από την άλλη είναι ότι ο ενόρκως δηλών δεν γνωρίζει τα γεγονότα, δεν αποκαλύπτει την πηγή της γνώσης του και δεν δίδει οποιαδήποτε εξήγηση γιατί δεν μπορούσε να ορκιστεί η Αιτήτρια.
Ο ενόρκως δηλών επεξηγεί ότι η Αιτήτρια διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα όπου σπουδάζει και δεν μπορούσε να ταξιδέψει στην Κύπρο λόγω εξεταστικής περιόδου και του προγράμματος των μαθημάτων της. Αναφέρει τόσο την πηγή της γνώσης του όσο και την πληροφόρηση του σχετικά με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, λέγοντας ότι γνωρίζει τα γεγονότα και κυρίως τα έξοδα του παιδιού εφόσον τα καλύπτει ο ίδιος και ότι συνομιλεί καθημερινά με την Αιτήτρια η οποία τον ενημερώνει για όσα αφορούν την παρούσα υπόθεση. Επισημαίνει ότι έχει και ο ίδιος προσωπική γνώση κάποιων γεγονότων που αφορούν τη σχέση των διαδίκων εφόσον είναι ο πατέρας της Αιτήτριας και έχουν άριστες σχέσεις. Επεξηγεί επίσης ότι είναι πλήρως εξουσιοδοτημένος από την Αιτήτρια να προβεί στις ένορκες δηλώσεις. Σημειώνεται δε ότι οι ισχυρισμοί του τίθενται με την υποστήριξη τεκμηρίων. Στη βάση των πιο πάνω, δεν θεωρώ ότι οι ένορκες δηλώσεις θα πρέπει να αγνοηθούν, αν και θα ήταν επιθυμητό να προέβαινε η Αιτήτρια σε αυτές. Συνεπώς προχωρώ στην εξέταση της αίτησης.
Ο Καθ’ ου η αίτηση παραπονείται ότι η Αιτήτρια έχει παραθέσει αναληθή γεγονότα με σκοπό την παραπλάνηση του Δικαστηρίου και έχει αποκρύψει ουσιώδη γεγονότα. Υπενθυμίζεται ότι οι αρχές της πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων που ενδέχεται να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου ως προς την έκδοση ή όχι ενός προσωρινού διατάγματος, είναι στοιχεία τα οποία εξετάζονται και έχουν ουσιαστική σημασία εκεί όπου η έκδοση του προσωρινού διατάγματος επιδιώκεται και πετυχαίνει στη βάση μονομερούς αίτησης. Η υπό εξέταση αίτηση είναι αίτηση με ειδοποίηση γεγονός που αφαιρεί οποιοδήποτε επιχείρημα περί μη συνδρομής των πιο πάνω αρχών. Κατά συνέπεια, ο σχετικός λόγος ένστασης απορρίπτεται (βλ. Κώστας Σμυρνιός (2000) 1 ΑΑΔ 43, Κυριακίδης ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λ.τ.δ. (2011) 1 (β) ΑΑΔ 2011, The Royal Bank of Scotland ν. Πλοίο “KALIA” (2012) 1 ΑΑΔ 6, Μαρκιτανή v. Μαρκιτανή (2000) 1 ΑΑΔ )
Αποτελεί επίσης λόγο ένστασης του Καθ’ ου η αίτηση ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 32 του Ν.14/60, ήτοι η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, η ύπαρξη ορατής πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγοντας σε θεραπεία στην αγωγή και ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, εκτός εάν εκδοθεί το αιτούμενο Διάταγμα (Βλ. μεταξύ άλλων Odysseos v. Pieris Estates and Others(1982) 1 Α.Α.Δ. 557, Τσιολάκκη και άλλη ν. Στυλιανίδη (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 782, Πουργουρίδη κ.α .Μέζου, (1994) 1 Α.Α.Δ. 201, Κυτάλα κ.ά. ν. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 253, M & Ch Mitsingas Tr. Ltd κ.ά. ν. Timberland Co. (1997) 1 (Γ) 1 Α.Α.Δ. 1791).
Είναι πάγια νομολογημένο ότι πέραν της συνδρομής των τριών πιο πάνω προϋποθέσεων που το Δικαστήριο εξετάζει, στο τελικό στάδιο πρέπει το Δικαστήριο να σταθμίσει και το κατά πόσον είναι δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα (Ιπποδρομιακή Αρχή v. Χ΄΄ Βασίλη (1989) 1 ΑΑΔ 152).
Το Δικαστήριο στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο περιορίζεται στην εξέταση της συνδρομής των πιο πάνω προϋποθέσεων, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της διαφοράς. Έτσι, δεν προβαίνει σε ευρήματα ούτε αποφασίζει επί διαφιλονικούμενων θεμάτων. Οι αντικρουόμενοι ισχυρισμοί των διαδίκων θα εξετασθούν και θα αποφασιστούν κατά την ακρόαση της εναρκτήριας αίτησης (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 ΑΑΔ 363).
Σε σχέση με την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, έχει εξηγηθεί ότι δεν απαιτείται τίποτα περισσότερο από του να καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση ενώ η δεύτερη προϋπόθεση σύμφωνα με την Odysseos ανωτέρω, περικλείει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα αλλά κάτι λιγότερο από το «ισοζύγιο των πιθανοτήτων» που είναι το μέτρο απόδειξης στις αστικές διαφορές.
Ως προς την τρίτη προϋπόθεση, η οποία σχετίζεται με την επάρκεια της θεραπείας υπό το φως των γεγονότων της κάθε υπόθεσης, στην Timberland ανωτέρω έχει λεχθεί ότι:
«Η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου σε θεραπεία».
Στην απόφαση Κυρίσαββα v. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. έχει επίσης λεχθεί:
«όμως η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπ’ όψη. »
Οι πιο πάνω προϋποθέσεις κρίνονται με βάση τις διατάξεις του νόμου που διέπει το υπό εξέταση κάθε φορά θέμα. Στην παρούσα υπόθεση, ως έχει ήδη λεχθεί, σχετικά είναι τα άρθρα 33(1) και 37 του Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν. 216/90 (στο εξής ο Νόμος).
Το άρθρο 33 (1) του νόμου ορίζει ότι οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις τους.
Το άρθρο 37 (1) του νόμου ορίζει ότι η διατροφή προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και τις οικονομικές δυνατότητες που υπάρχουν για διατροφή προσώπου.
Το άρθρο 37 (2) του νόμου ορίζει ότι η διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του δικαιούχου και επιπλέον, ανάλογα με την περίπτωση, τα έξοδα για την εν γένει εκπαίδευσή του.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η υποχρέωση των γονέων να διατρέφουν τα τέκνα τους πηγάζει από το νόμο και σκοπό έχει την κάλυψη των βιοτικών τους αναγκών για τη συντήρηση και διατροφή τους και την κάλυψη άλλων αναγκών, όπως αυτές προκύπτουν στην καθημερινότητα τους. Για παράδειγμα αυτών που σχετίζονται με την εκπαίδευση και την υγεία τους. Η μη καταβολή από τον ένα εκ των δύο υπόχρεων του ποσού που του αναλογεί προς επίτευξη του πιο πάνω σκοπού, θέτει σε κίνδυνο την ίδια τη διαβίωση των ανηλίκων. Επομένως, στην παρούσα περίπτωση αναπόφευκτα υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση αλλά και πιθανότητα η Αιτήτρια να δικαιούται σε θεραπεία στην εναρκτήρια αίτηση.
Ως προς την τρίτη προϋπόθεση, η οποία είναι συνυφασμένη με την επάρκεια αποζημιώσεων κατά την έκδοση της απόφασης, θεωρώ ότι πληρείται και αυτή. Η υπό κρίση αίτηση αποσκοπεί στη διασφάλιση της συμβολής των διαδίκων στη διατροφή και γενικότερα στην κάλυψη των βασικών αναγκών του ανηλίκου μέχρι την πλήρη αποπεράτωση της εναρκτήριας αίτησης. Η φύση της διαδικασίας είναι τέτοια που τη διαφοροποιεί από άλλες διαδικασίες που έχουν ως σκοπό την επιδίκαση χρηματικών αποζημιώσεων. Η όποια αποζημίωση ενδεχομένως επιδικαστεί μετά την ακρόαση της εναρκτήριας αίτησης δεν μπορεί να κριθεί ικανοποιητική, ενόψει του ότι η συντήρηση και η ευημερία του ανηλίκου αδιαμφισβήτητα είναι καθημερινή και τρέχουσα ανάγκη και εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να αναμένει την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης.
Ως προς τη θέση του Καθ’ ου η αίτηση ότι η αίτηση είναι πρόωρη και καταχρηστική λόγω του ότι ανελλιπώς καταβάλλει το ποσό των €350 μηνιαίως, τονίζεται εκ νέου η εκ του νόμου υποχρέωση του να συνεισφέρει στην διατροφή του ανήλικου τέκνου του και η επιδίωξη της Αιτήτριας να εκδοθεί ένα διάταγμα που να τον υποχρεώνει να εκπληρώσει την υποχρέωση αυτή, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρείται καταχρηστική ή κακόπιστη. Οποιαδήποτε διαφωνία των διαδίκων ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει τον Καθ’ ου η αίτηση είτε να σταματήσει να συνεισφέρει στα έξοδα του παιδιού, είτε να μειώσει τη συνεισφορά του. Μόνο η δεσμευτικότητα ενός διατάγματος διασφαλίζει διαχρονικά και σταθερά την καταβολή ενός ποσού που το Δικαστήριο κρίνει εύλογο για την συνεισφορά του στην διατροφή του ανήλικου, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η διατροφή και η ευημερία του. Όπως έχει αναφερθεί στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου Δημοσθένους v. Δημοσθένους, Έφεση Αρ. 21/2019, ημερομηνίας 29 Ιουνίου 2020):
«Η υποχρέωση αυτή είναι διαρκής. Η πιθανότητα διακοπής της συνεισφοράς του εφεσείοντος ανά πάσα στιγμή και για οποιοδήποτε λόγο δεν τίθεται στη βάσανο μαρτυρίας προς τούτο. Από τη στιγμή που η εφεσίβλητη διεκδίκησε δικαστική συνεισφορά υπό το φως της απομάκρυνσης του εφεσείοντος από τη συζυγική οικία, παραμένει αυτονόητο ότι είτε συναινετικά, είτε διά αποφάσεως μετά από ακρόαση, ένα διάταγμα μέσω Δικαστηρίου, είναι απαραίτητο, προς διασφάλιση των βασικών αναγκών των ανηλίκων.»
Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνεται ότι είναι δίκαιο, εύλογο αλλά και επιβεβλημένο να εκδοθεί ένα προσωρινό διάταγμα διατροφής και ό,τι απομένει να εξεταστεί και να καθοριστεί είναι το ύψος αυτού.
Ως προς τον τρόπο που το Δικαστήριο οφείλει να προσεγγίζει τις υποθέσεις διατροφής στο στάδιο έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος, καθ’ όλα καθοδηγητικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, Α.Μ ν. Μ.Ζ., Έφεση Αρ. 23/2019, ημερομηνίας 28.07.2020, τα οποία παραθέτω αυτούσια:
«Ως προς τα έξοδα της ανήλικης, όπως προαναφέραμε, καθορίζονται αφού το Δικαστήριο προβεί σε μια σφαιρική αντίκριση των δεδομένων. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι πρόκειται για ενδιάμεσο διάταγμα, το οποίο εκδίδεται γιατί υπάρχει η υποχρέωση και των δύο γονέων να συνεισφέρουν στη διατροφή του ανήλικου από τη διάσταση και πως αυτό περιορίζεται μέχρι την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης, όπου το Δικαστήριο θα αποφασίσει επί της ουσίας της αίτησης με βάση τα πραγματικά εισοδήματα των διαδίκων και των αναγκών του ανηλίκου και θα προβεί σε καταμερισμό στον κάθε γονέα.»
Κατωτέρω θα προβώ σε κάποιες γενικές παρατηρήσεις και επισημάνσεις αναφορικά με τα ισχυριζόμενα έξοδα του παιδιού, αφού έλαβα υπόψιν μου τις αντικρουόμενες θέσεις των διαδίκων ως προς το ύψος αυτών και ως προς το κατά πόσον κάποια έξοδα πράγματι υφίστανται. Άλλοι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψιν είναι η ηλικία του παιδιού και το γεγονός ότι βρίσκεται υπό τη φύλαξη της Αιτήτριας. Αντλώ καθοδήγηση από τη σχετική νομολογία σύμφωνα με την οποία το μέτρο της διατροφής δεν μπορεί να εξευρεθεί με απόλυτους αριθμούς. Η κοινή λογική και η πείρα της ζωής είναι παράγοντες οι οποίοι διαδραματίζουν ρόλο στην καλύτερη αντίληψη των γεγονότων προς εντοπισμό των πραγματικών αναγκών συγκεκριμένων ατόμων. Το Δικαστήριο, εξετάζοντας και καθορίζοντας το εύλογο των κονδυλίων που απαιτούνται για τη διατροφή και συντήρηση του δικαιούχου, δεν είναι υποχρεωμένο να υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες που να οδηγούν σε υπολογισμό με σεντ, αλλά θα πρέπει να σταθμίζει τις ανάγκες και να καταλήγει σε συμπεράσματα που θα επαναφέρουν, ή δυνατό, τα ανήλικα παιδιά σε μία πλησιέστερη κατάσταση, όπως θα ήταν εάν οι γονείς τους ζούσαν μαζί (βλ. Μαρκουλίδης ν. Μαρκουλίδης κ.ά. (1989) 1 ΑΑΔ 1386, Κορελλίδης ν. Κορελλίδη (2012) 1 ΑΑΔ 1975 Παναγιώτου ν. Σφικτού (2001) 1 ΑΑΔ 625, Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους (2010) 1 (Β) ΑΑΔ 951).
Παρατηρώ ότι κάποια από τα επιμέρους κονδύλια παρουσιάζονται διογκωμένα, όπως για παράδειγμα αυτά που αφορά την διατροφή, την ένδυση και υπόδηση και τα μεταφορικά έξοδα, τα οποία κρίνεται ότι μπορούν να καλυφθούν και με μικρότερα ποσά. Ως προς την ανάγκη στέγασης της Αιτήτριας σημειώνεται ότι θα μπορούσε να καλυφθεί με την ενοικίαση μικρότερου διαμερίσματος, άρα και χαμηλότερου ενοικίου. Ως ο γονέας που έχει υπό τη φύλαξη της το ανήλικο αναγκαστικά ενοικιάζει μεγαλύτερο διαμέρισμα για να εξυπηρετεί και τις ανάγκες του παιδιού. Συνεπώς, η αναλογία του παιδιού θα πρέπει να καθοριστεί σε ένα εύλογο ποσό για την στέγαση του, επιπλέον της ανάγκης στέγασης της Αιτήτριας. Τα δε κοινόχρηστα που καταβάλλει η Αιτήτρια θα τα επωμιζόταν ούτως η αλλιώς.
Αναφορικά με το κονδύλι της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης δεν δίδεται κάποια εξήγηση γιατί απαιτείται το ποσό των €100 μηνιαίως, το οποίο κρίνεται υπερβολικό. Τα έξοδα ψυχαγωγίας δεν τεκμηριώνονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο πλην από κάποιες αποδείξεις από ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια. Πέραν τούτου το ποσό κρίνεται υπερβολικό δεδομένων των ισχυρισμών της Αιτήτριας για το βαρυφορτωμένο πρόγραμμα της στο Πανεπιστήμιο και το πολύ διάβασμα που έχει καθημερινά. Ως προς τα έξοδα φοίτησης του Μ. στο νηπιαγωγείο, λαμβάνεται υπόψιν ότι η φοίτηση διακόπτεται κατά τους δύο τελευταίους καλοκαιρινούς μήνες. Εν πάση περιπτώσει, μετά την εξεταστική περίοδο οι πλείστοι φοιτητές επιστρέφουν στην χώρα τους. Τέλος, σημειώνεται ότι ενώ η Αιτήτρια αξιώνει επιπλέον του ποσού των €1.000 μηνιαίως, τη συμβολή του Καθ’ ου η αίτηση στο 60% των εξόδων φοίτησης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, φαίνεται ότι έχει συμπεριλάβει στα μηνιαία έξοδα του παιδιού ύψους €1.855 τα δύο πιο πάνω κονδύλια.
Αναφορικά με τις οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων, επισημαίνεται ότι κατά πάγια νομολογία ο κάθε διάδικος έχει υποχρέωση να αποκαλύπτει ειλικρινώς τα εισοδήματα του και την δική του οικονομική δυνατότητα. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Δημητρίου v. Περδίου (2005) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1418 όπου λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«Όπως έχει η σχετική νομοθετική διάταξη (βλ. άρθρο 33(1) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν.216/90) η υποχρέωση για διατροφή των ανηλίκων τέκνων μίας οικογένειας ανήκει και στους δύο γονείς, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του καθενός. Έχουν και οι δύο υποχρέωση όπως προβαίνουν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των πραγματικών τους εισοδημάτων και όχι μόνο των εξόδων τους. Στην υπόθεση Ette v. Ette (1965) 1 All E.R. 341, 346 έχει λεχθεί ότι όταν ο Καθ΄ ού η αίτηση δεν προβαίνει ο ίδιος σε ειλικρινή και πλήρη αποκάλυψη σχετικά με την οικονομική του κατάσταση, τότε το Δικαστήριο μπορεί, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του επαγγέλματος του και το τι κερδίζουν άλλοι στο ίδιο το επάγγελμα, να υπολογίσει ότι ο Καθ΄ ού η αίτηση έχει ψηλότερα, απ΄ ότι ισχυρίζεται, εισοδήματα. Η αρχή αυτή συνάδει και με τον κανόνα ότι εκεί που κάποιος έχει την αποκλειστική γνώση γεγονότων, οφείλει να τα αποδείξει (βλ. Tarapoulouzis v. District Officer (1962) C.L.R. 91 και Μαρκουλίδης v. Μαρκουλίδης κ.α. (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1386, 1390). Επομένως σε υποθέσεις διατροφής των ανηλίκων τέκνων μιας οικογένειας, η οικονομική δυνατότητα του καθενός από τους γονείς δεν είναι θέμα που θα πρέπει να αποδεικνύεται από τον Αιτητή ή την Αιτήτρια, ανάλογα με την περίπτωση, αλλά θέμα αληθινής αποκάλυψης από τους ίδιους τους γονείς, των αντιστοίχων εισοδημάτων τους. Το δε δικαστήριο, προβαίνει σε πλήρη έρευνα αυτών των στοιχείων.
Περαιτέρω αναφέρουμε ότι από σχετική νομολογία φαίνεται ότι το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη όχι μόνο τα πραγματικά εισοδήματα αλλά και την ικανότητα του Καθ΄ ού η αίτηση να κερδίζει (his potential earning capacity). (Βλ. Klucinsky v. Klucinsky (1953) 1 All E.R. 683 και McEwan v. McEwan (1972)»
Η θέση του πατέρα της Αιτήτριας είναι ότι δεν δύναται να εργαστεί, λόγω του προγράμματος σπουδών της και των καθημερινών παρακολουθήσεων μαθημάτων. Ωστόσο, το πρόγραμμα μαθημάτων της δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Χωρίς να παραβλέπω τις καθημερινές δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Αιτήτρια, όπου πέραν της προσήλωσης στο στόχο της για να πάρει το πτυχίο της κάτι που απαιτεί πολλές ώρες μελέτη, πρέπει παράλληλα να φροντίζει το ανήλικο τέκνο της, τονίζω ότι η υποχρέωση διατροφής κάθε γονέα δεν καταργείται λόγω αυτού. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που η συνήγορος της στην αγόρευση της τονίζει ότι η Αιτήτρια δεν αξιώνει την πλήρη κάλυψη των εξόδων του ανηλίκου, αλλά μόνο το 60%, λόγω του ότι ο Καθ’ ου η αίτηση εργάζεται ενώ η Αιτήτρια δεν έχει κάποιο εισόδημα. Σε κάθε περίπτωση, εάν η Αιτήτρια αποφάσιζε να εργαστεί, η εργασία της θα περιοριζόταν σε μερική απασχόληση λόγω των άλλων υποχρεώσεων της και τα εισοδήματα της δεν θα ξεπερνούσαν τον ελάχιστο βασικό μισθό μερικής απασχόλησης.
Ο καθ’ ου η αίτηση από την άλλη προσπαθεί εντέχνως να παρουσιάσει μειωμένη την οικονομική του δυνατότητα. Οι ισχυρισμοί του ότι από την οικογενειακή επιχείρηση λαμβάνει μόνο το ποσό των €1.000 προκαλεί εύλογα ερωτήματα όπως το γιατί δεν αναζητά άλλη εργασία, με υψηλότερα εισοδήματα. Από το πιστοποιητικό εισφορών που κατέθεσε προκύπτει ότι άλλοι υπάλληλοι της εταιρίας λαμβάνουν πολύ περισσότερα χρήματα από τον ίδιο, γεγονός που επισήμανε και ο πατέρας της Αιτήτριας. Οι ισχυρισμοί του τελευταίου ότι ο Καθ’ ου η αίτηση διευθύνει την επιχείρηση με εισοδήματα άλλα από αυτά που δηλώνει, έχουν τη σημασία τους, εφόσον στο παρελθόν εργαζόταν και η Αιτήτρια στην επιχείρηση και προφανώς ως πρώην σύντροφος του Καθ’ ου η αίτηση έχει κάποια γνώση της πραγματικής του οικονομικής του κατάστασης.
Περαιτέρω, ενώ ο Καθ’ ου η αίτηση παραδέχεται ότι πωλεί αυτοκίνητα με προμήθεια διατηρεί σιγήν ιχθύος ως προς τα ποσά που κερδίζει. Συνεπώς, το γενικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει το Δικαστήριο είναι ότι ο Καθ’ ου η αίτηση, παρέλειψε να δώσει μία τεκμηριωμένη εικόνα των οικονομικών του δυνατοτήτων, έστω στο βαθμό που αυτό απαιτείται για τους περιορισμένους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας.
Τονίζω εκ νέου ότι στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της ουσίας της υπόθεσης, ούτε προδικάζει οποιοδήποτε ζήτημα σε σχέση με αυτήν. Οι οποιεσδήποτε διαπιστώσεις στις οποίες προβαίνει το Δικαστήριο γίνονται για σκοπούς εξέτασης της έκδοσης ή μη ενός προσωρινού διατάγματος. Όλα τα ζητήματα που εγείρονται στην εναρκτήρια αίτηση, παραμένουν ζωντανά για να αποφασισθούν κατά την εκδίκαση της ουσίας. (Δημοκρατία της Σλοβενίας v. Beograska Banka D.D. (1999) 1 (A) ΑΑΔ 225,2336).
Στη βάση όλων όσων έχουν ανωτέρω αναφερθεί κατέληξα ότι το ποσό των €500 μηνιαίως είναι λογικό υπό τις περιστάσεις να καθοριστεί ως προσωρινή συνεισφορά του Καθ’ ου η αίτηση στα έξοδα διατροφής και συντήρησης του ανήλικου τέκνου του. Στα πλαίσια της παρούσας ενδιάμεσης διαδικασίας και έχοντας πάντα κατά νου ότι η υποχρέωση διατροφής ανηλίκων προηγείται κάθε άλλης οικονομικής υποχρέωσης του υπόχρεου προς διατροφή, κρίνω ότι το ποσό αυτό είναι εντός των δυνάμεων του Καθ’ ου η αίτηση.
Συνεπώς, εκδίδεται προσωρινό διάταγμα με το οποίο ο Καθ’ ου η αίτηση διατάσσεται να καταβάλλει στην Αιτήτρια μηνιαίως από 01.01.2025, την πρώτη ημέρα κάθε επόμενου μηνός, το ποσό των €500 ως συνεισφορά του στην διατροφή και συντήρηση του ανήλικου τέκνου του Μ.
Με δεδομένο ότι υπάρχει διάσταση στις θέσεις των δύο πλευρών αναφορικά με τα ποσά που κατέβαλε ο Καθ’ ου η αίτηση από την καταχώριση της αίτησης, από το αναδρομικό ποσό διατροφής θα αφαιρεθούν τα ποσά που αποδεδειγμένα κατέβαλε ο Καθ’ ου η αίτηση και αφορούν αυστηρά έξοδα διατροφής και συντήρησης του ανηλίκου.
Το διάταγμα θα ισχύει μέχρι περατώσεως της εναρκτήριας αίτησης ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
Ως προς τα έξοδα της αίτησης, με δεδομένο ότι το Δικαστήριο δύναται να προβεί σε συνοπτικό υπολογισμό κατά την έκδοση της απόφασης και αφού έλαβα υπόψιν μου την εφαρμοστέα κλίμακα, αυτά υπολογίζονται στο ποσό των €726 πλέον Φ.Π.Α, πλέον πραγματικά έξοδα και επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση.
Σ. Νεοφύτου, Δ.
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο