
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Δικαιοδοσία Γονικής Μέριμνας
Ενώπιον: Σ. Νεοφύτου, Δ.
Αρ. Αίτησης: 102/2024(i)
Μεταξύ:
Β.Β.
Αιτητή
Και
L.A.K.L.
Καθ’ ης η αίτηση
-------------------------------------------------------------------------------------------
Μονομερής Αίτηση από την Kαθ’ ης η αίτηση ημερομηνίας 09/04/2025
Ημερομηνία: 15 Ιουλίου 2025
Εμφανίσεις:
Για την Καθ’ ης η αίτηση-Αιτήτρια στην παρούσα: Α. Παπαδοπούλου (κα) για Ελένη Βραχίμη & Σια Δ.Ε.Π.Ε
Για τον Αιτητή- Καθ’ ου η αίτηση στην παρούσα: Μ. Χαραλαμπίδου για Χαραλαμπίδου & Τσιαννή Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Οι διάδικοι είναι οι γονείς του ανήλικου Α. Μετά την κατάρρευση της σχέσης τους εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα με το οποίο ρυθμίστηκε η άσκηση της γονικής μέριμνας του ανηλίκου. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, η φύλαξη και φροντίδα του ανηλίκου ανατέθηκε στην Αιτήτρια και καθορίστηκε ως τόπος διαμονής του ο εκάστοτε τόπος διαμονής της Αιτήτριας εντός της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου. Αναφορικά με τις λοιπές πτυχές της γονικής μέριμνας καθορίστηκε ότι αυτές θα ασκούνται από τους διαδίκους από κοινού.
Στα πλαίσια εναρκτήριας αίτησης που καταχώρησε ο Αιτητής (Καθ’ ου η αίτηση στην παρούσα και στο εξής Καθ’ ου η αίτηση) για ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας του με το ανήλικο τέκνο του Α., εφόσον τέτοια ρύθμιση δεν συμπεριλήφθηκε στο υφιστάμενο διάταγμα, η Καθ’ ης η αίτηση (Αιτήτρια στην παρούσα και στο εξής Αιτήτρια) καταχώρησε υπεράσπιση και ανταπαίτηση με την οποία αιτείται την τροποποίηση του πιο πάνω διατάγματος γονικής μέριμνας με την εκ νέου ρύθμισή της.
Στις 09.04.2025 η Αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση αίτηση χωρίς ειδοποίηση με την οποία αιτείται την έκδοση των πιο κάτω διαταγμάτων:
«(Α) Προσωρινό διάταγμα με το οποίο να τροποποιείται το διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 07.12.2023 που εκδόθηκε στην αίτηση Γονικής Μέριμνας 591/21 ως ακολούθως:
Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο θα ανατίθεται η άσκηση της επιμέλειας του ανηλίκου Α. Β. στην Αιτήτρια.
Διαζευκτικά:
Ι. Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να παραμένει σε ισχύ η εγγραφή της θέσης φοίτησης του ανήλικου Α. Β. στο ελληνόφωνο Νηπιαγωγείο και Προδημοτική xxxxx, η οποία έγινε από την αιτήτρια μέχρι αποπερατώσεως της παρούσας αίτησης ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
ΙΙ. Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να επιτρέπεται η φοίτηση του ανήλικου τέκνου των διαδίκων Α.Β. στο ελληνόφωνο Νηπιαγωγείο και Προδημοτική xxxx τη σχολική χρονιά 2025 – 2026 χωρίς να απαιτείται η συναίνεση του Καθ’ ου η αίτηση μέχρι αποπεράτωσης της ανταπαίτησης της αιτήτριας ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
ΙΙΙ. Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο η Αιτήτρια να αποφασίζει για τα θέματα υγείας του ανήλικου τέκνου των διαδίκων Α και/ή λογοθεραπείας και/ή εργοθεραπείας του χωρίς να απαιτείται η συναίνεση του Καθ’ ου η αίτηση μέχρι αποπεράτωσης της ανταπαίτησης της αιτήτριας ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
IV. Διάταγμα με το οποίο να επιτρέπεται στην αιτήτρια να ταξιδεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο στο χρονικό διάστημα των σχολικών διακοπών του ανηλίκου Α.Β. χωρίς τη συναίνεση του Καθ’ ου η αίτηση, μέχρι αποπεράτωσης της ανταπαίτησης της αιτήτριας ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
(Β) Περαιτέρω ή άλλη θεραπεία.
(Γ) Τα έξοδα της αίτησης.»
Το Δικαστήριο εξέδωσε μονομερώς διάταγμα ως το αιτητικό (Α)Ι και αναφορικά με τις υπόλοιπες θεραπείες δόθηκαν οδηγίες όπως η αίτηση επιδοθεί στον Καθ’ ου η αίτηση, ούτως ώστε να του δοθεί το δικαίωμα να ακουστεί. Με την ένσταση που καταχώρησε ο τελευταίος, εγείρεται σειρά λόγων προς απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας ως ακολούθως:
1. «Η υπό εκδίκαση αίτηση στηρίζεται σε λανθασμένη νομική βάση.
2. Η υπό εκδίκαση αίτηση δεν είναι ορθό δικονομικό μέσο για να τροποποιηθεί το διάταγμα που εκδόθηκε στην αίτηση γονικής μέριμνας με αριθμό 591/21 του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 7.12.2023 δυνάμει του οποίου ανατέθηκε στην αιτήτρια η φύλαξη και φροντίδα του ανήλικου παιδιού των διαδίκων, καθορίστηκε ως τόπος διαμονής του ο εκάστοτε τόπος διαμονής της αιτήτριας εντός της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και διατάχθηκε όπως οι λοιπές πτυχές της γονικής μέριμνας ασκούνται από τους δύο διαδίκους από κοινού.
3. Η αιτήτρια καταχρηστικά καταχώρησε την υπό εκδίκαση αίτηση αφού επιδιώκει με αυτήν την εξασφάλιση διαταγμάτων με τα οποία να προδικάζει το αποτέλεσμα στην κυρίως αίτηση.
4. Η υπό εκδίκαση αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη.
5. Η αιτήτρια δεν λέει την αλήθεια στο Δικαστήριο και/ή δεν προσέρχεται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια.
6. Δεν πληρούνται οι προυποθέσεις του άρθρου 32 του Ν. 14/60 για έκδοση των διαταγμάτων υπό Α Ι μέχρι ΙV, Β και Γ της ενδιάμεσης αίτησης.
7. Δεν είναι εύλογο και δίκαιο να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα.
8. Η αιτήτρια δεν αποκάλυψε όλα τα ουσιώδη γεγονότα ως όφειλε που δυνατόν να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου.
9. Δεν υπάρχει το επείγον για την έκδοση του διατάγματος Α Ι της ενδιάμεσης αίτησης.
10. Η αιτήτρια επιδιώκει με την υπό εκδίκαση αίτηση να της δοθεί το δικαίωμα να λαμβάνει μονομερώς αποφάσεις που αφορούν το παιδί των διαδίκων κατά παράβαση του διατάγματος γονικής μέριμνας που εκδόθηκε στην αίτηση γονικής μέριμνας με αριθμό 591/21 του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 7.12.2023 δυνάμει του οποίου διατάσσεται όπως οι λοιπές πτυχές της γονικής μέριμνας πλην της φύλαξης και φροντίδας και του τόπου διαμονής, να ασκούνται από κοινού από τους διαδίκους.
11. Το παιδί των διαδίκων είναι Κύπριος υπήκοος, γεννήθηκε και μεγαλώνει στην Κύπρο με τους χειρισμούς της αιτήτριας δεν μιλά την Ελληνική γλώσσα και αγνοεί παντελώς την Ελληνική γλώσσα,
12. Στις 04.10.2023 δηλώθηκε στο Δικαστήριο στα πλαίσια της αίτησης γονικής μέριμνας, με αρ. 591/21 του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας από τους Δικηγόρους του αιτητή ότι ο καθ’ ου η αίτηση θα υπογράψει τα αναγκαία έγγραφα για τη φοίτηση του ανήλικου τέκνου των διαδίκων στο ιδιωτικό νηπιαγωγείο Little Stars Montessori και ότι το γεγονός αυτό δεν θα αποτελέσει προϋπόθεση ότι μελλοντικά το παιδί θα φοιτήσει σε ελληνόφωνο σχολείο και δεν θα θεωρηθεί αυτό ως προηγούμενο και ότι η επιμέλεια ανήκει και στους δύο γονείς και ότι για τη φοίτηση του ανήλικου σε δημόσια ή ιδιωτικό σχολείο απαιτείται η συναίνεση και των δύο γονέων.
13. Είναι προς το συμφέρον του παιδιού των διαδίκων να φοιτήσει σε δημόσιο ελληνικό σχολείο για να διδαχθεί την Ελληνική γλώσσα και να λάβει την Ελληνική παιδεία.
14. Ο καθ’ ου η αίτηση δεν έχει την οικονομική δυνατότητα και δεν είναι σε θέση να επιβαρύνεται με την καταβολή διδάκτρων για τη φοίτηση του παιδιού σε ιδιωτικό σχολείο.
15. Τυχόν έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων δεν θα εξυπηρετήσει το καλώς νοούμενο συμφέρον του παιδιού των διαδίκων και το προσωρινό διάταγμα που εκδόθηκε θα πρέπει να ακυρωθεί.»
Τόσο η αίτηση, όσο και η ένσταση υποστηρίζονται αντίστοιχα από τις ένορκες δηλώσεις των διαδίκων. Σημειώνεται ότι και οι δύο πλευρές καταχώρησαν συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις.
Την ημέρα της ακρόασης η πλευρά της Αιτήτριας απέσυρε όλες τις αιτούμενες θεραπείες πλην αυτής που αφορά την εγγραφή του ανηλίκου στο νηπιαγωγείο/προδημοτική. Συνεπώς, αντικείμενο εξέτασης της παρούσας ενδιάμεσης απόφασης είναι η θεραπεία (Α) ΙΙ. Σημειώνεται περαιτέρω ότι δεν θα απασχολήσει το Δικαστήριο η εξέταση του κατά πόσον ορθώς ή όχι δόθηκε μονομερώς το προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 11.04.2025, εφόσον με την απόσυρση της σχετικής θεραπείας αναπόφευκτα ακυρώθηκε και το προσωρινό διάταγμα.
Κατωτέρω θα παραθέσω το μέρος της μαρτυρίας που σχετίζεται με το υπό εξέταση θέμα, χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι οι υπόλοιποι ισχυρισμοί και θέσεις των διαδίκων αγνοούνται.
Από τα όσα παρατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτουν ως παραδεκτά γεγονότα ότι στις 07.12.2025 εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα γονικής μέριμνας. Σχετική είναι η ρύθμιση ότι οι πτυχές της γονικής μέριμνας, πλην της φύλαξης, φροντίδας και του τόπου διαμονής του ανηλίκου θα ασκούνται και από τους δύο διαδίκους (τεκμήριο LL1). Συμφωνούν επίσης οι διάδικοι ότι ο ανήλικος μέχρι σήμερα φοιτούσε σε Αγγλόφωνο νηπιαγωγείο, δεν μιλά Ελληνικά και ότι αντιμετωπίζει θέματα συμπεριφοράς, χρήζει ψυχολογικής υποστήριξης, λογοθεραπείας και εργοθεραπείας. Είναι κοινός τόπος μεταξύ των διαδίκων ότι ο ανήλικος πρέπει να φοιτήσει σε Ελληνόφωνο σχολείο. Η διαφωνία τους εστιάζεται στο κατά πόσον αυτό θα είναι δημόσιο ή ιδιωτικό και ο καθένας παραθέτει τους ισχυρισμούς του προς υποστήριξη της θέσης του.
Η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι από τη διάσταση στις σχέσεις των διαδίκων ήταν δεδομένο ότι όταν ο ανήλικος φτάσει στην ηλικία των 4 ετών θα φοιτήσει σε προδημοτική Ελληνόφωνου σχολείου. Ισχυρίζεται επίσης ότι ενημέρωσε τον Καθ’ ου η αίτηση για την επιθυμία της να εγγραφεί ο ανήλικος στο συγκεκριμένο ιδιωτικό σχολείο στην προδημοτική και προς έκπληξη της δεν υπήρξε ανταπόκριση εκ μέρους του. Επειδή η περίοδος των εγγραφών έληγε και χωρίς την συναίνεση του δεν ήταν δυνατόν να κρατηθεί θέση, προχώρησε στην πληρωμή του ποσού των €1.200 για να διασφαλίσει ότι τουλάχιστον θα υπήρχε θέση για τον ανήλικο για την επόμενη σχολική χρονιά. Για την απόφαση της αυτή ενημέρωσε τον Καθ’ ου η αίτηση γραπτώς μέσω των δικηγόρων της, με επιστολή ημερομηνίας 06.02.2025, χωρίς ωστόσο να λάβει οποιαδήποτε απάντηση (τεκμήριο LL2).
Είναι η θέση της ότι ο Καθ’ ου η αίτηση δεν συνεργάζεται στα θέματα που αφορούν την άσκηση της επιμέλειας του ανηλίκου και αρνείται παράλογα να συγκατατεθεί στη φοίτηση του ανηλίκου σε ιδιωτικό σχολείο, λόγω των επιφυλάξεων της να διανυκτερεύει ο ανήλικος στην οικία του.
Πίστευε ότι ο Καθ’ ου η αίτηση θα συμφωνούσε ότι ο ανήλικος δεν μπορεί να εγγραφεί σε δημόσιο σχολείο όπου θα προετοιμαστεί για το Δημοτικό μόνο στην Ελληνική γλώσσα και σε μια τάξη όπου όλα τα παιδιά θα είναι Ελληνόφωνα, εφόσον παραπονείται ότι ο ανήλικος δεν μιλά ούτε διδάσκεται την Ελληνική γλώσσα. Εξάλλου και η ίδια είναι Αγγλόφωνη.
Ισχυρίζεται ότι ο Καθ’ ου η αίτηση ουδέποτε ασχολήθηκε με τα θέματα επιμέλειας του ανηλίκου και μόνο άρνηση εκδηλώνει για ότι αφορά το συμφέρον του παιδιού. Με οδηγίες του απεστάλη από τους δικηγόρους του στο εν λόγω ιδιωτικό σχολείο επιστολή ημερομηνίας 02.04.2025 ενημερώνοντας ότι ο Καθ’ ου η αίτηση δεν επιθυμεί την εγγραφή του ανηλίκου στην προδημοτική τάξη και/ή στο δημοτικό και ότι δεν συμφωνεί να επιβαρυνθεί με τα δίδακτρα τα οποία και αρνείται να καταβάλει. Ζήτησε επίσης την ακύρωση της κράτησης θέσης, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι ο ανήλικος δεν είναι εγγεγραμμένος σε κάποιο άλλο σχολείο για τη σχολική χρονιά 2025-2026 (τεκμήριο LL3).
Μετά τη λήψη της επιστολής, η διεύθυνση του σχολείου την ενημέρωσε ότι δεν μπορεί να κρατήσει τη θέση παρά το ότι είχε ήδη καταβληθεί το ποσό των €1.200 και αυτός είναι ο λόγος που προχώρησε με την παρούσα αίτηση.
Ο Καθ’ ου η αίτηση στην αρχική του ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση του επαναλαμβάνει τους λόγους ένστασης και περαιτέρω ισχυρίζεται ότι η Αιτήτρια αλλάζει συνεχώς το πρόγραμμα επικοινωνίας που είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους, αποφασίζει μονομερώς για όλα τα θέματα που αφορούν τον ανήλικο και προβάλλει αυταρχικές, απόλυτες και εγωιστικές συμπεριφορές, αγνοώντας την ύπαρξη του. Αρνείται να αποδεχτεί την ανάγκη του να περνά περισσότερο χρόνο με τον ανήλικο και να διανυκτερεύει με αυτόν προβάλλοντας ανυπόστατες δικαιολογίες.
Αναφέρεται στην συγκατάθεση του να φοιτήσει ο ανήλικος σε συγκεκριμένο ιδιωτικό νηπιαγωγείο για τη σχολική χρονιά 2023-2024 και στη δήλωση του στο Δικαστήριο στις 04.10.2023 ότι αυτό δεν θέτει καμία προϋπόθεση ότι μελλοντικά το παιδί θα φοιτήσει σε Αγγλόφωνο σχολείο και δεν θα θεωρηθεί ως προηγούμενο. Σε αυτό συμφώνησε και η Αιτήτρια. Κατέθεσε ως τεκμήριο 2 το σχετικό πρακτικό του Δικαστηρίου. Κατά την άποψη του πρέπει ο ανήλικος να φοιτήσει σε δημόσιο σχολείο για να διδαχθεί την Ελληνική γλώσσα και να γαλουχηθεί με την Ελληνική παιδεία.
Είναι η θέση του ότι η Αιτήτρια αποφάσισε μονομερώς ότι ο ανήλικος θα φοιτήσει σε ιδιωτικό σχολείο με πολύ υψηλά δίδακτρα κρατώντας θέση και μόλις έλαβε σχετική ενημέρωση απέστειλε στο σχολείο μέσω των δικηγόρων την επιστολή ημερομηνίας 02.04.2025 την οποία κατέθεσε και ο ίδιος ως τεκμήριο 3.
Στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση που καταχώρησε η Αιτήτρια αρνείται ότι αλλάζει το πρόγραμμα επικοινωνίας που οι διάδικοι συμφώνησαν μεταξύ τους και ισχυρίζεται ότι ενθαρρύνει τον Καθ’ ου η αίτηση να έχει περισσότερη επικοινωνία χωρίς ανταπόκριση. Ο Καθ’ ου η αίτηση είναι απόλυτα αρνητικός για όλα τα θέματα επιμέλειας του ανηλίκου και για τα ταξίδια της στην χώρα καταγωγής της με τον ανήλικο. Πιστεύει ότι ο Καθ’ ου η αίτηση θα συναινούσε μόνο εάν η ίδια υποχωρούσε σε ότι της ζητά με εκβιασμούς και εκφοβισμούς αδιαφορώντας για το συμφέρον και την ευημερία του ανηλίκου.
Επισημαίνει ότι ο Καθ’ ου η αίτηση δεν συναινούσε ούτε στην εγγραφή του ανηλίκου στο νηπιαγωγείο που φοιτούσε μέχρι σήμερα και υποχώρησε μόνο μετά την καταχώριση ενδιάμεσης αίτησης.
Υποστηρίζει ότι είναι αδύνατο να φοιτήσει σε δημόσιο σχολείο ο ανήλικος αφού δεν μιλά ούτε καταλαβαίνει την Ελληνική γλώσσα. Ο Καθ’ ου η αίτηση κατηγορεί την ίδια για αυτό αλλά ούτε ο ίδιος ούτε το οικογενειακό του περιβάλλον μιλούν Ελληνικά στον ανήλικο. Για τον ίδιο, μοναδικό κριτήριο επιλογής του δημόσιου σχολείου είναι το πως θα περιορίσει τα έξοδα του παιδιού χωρίς να νοιάζεται για το συμφέρον του.
Εξηγεί ότι το ιδιωτικό σχολείο που επέλεξε είναι Ελληνόφωνο αλλά υποστηρίζει παιδιά από διαφορετικά γλωσσικά υπόβαθρα. Από ενημέρωση που έλαβε από τον υπεύθυνο του σχολείου, η εκπαιδευτική προσέγγιση του σχολείου έχει σχεδιαστεί προσεχτικά για να διευκολύνει την ενσωμάτωση παιδιών που μπορεί αρχικά να μην μιλούν Ελληνικά. Εφαρμόζουν παιδοκεντρικές πρακτικές που βοηθούν τα παιδιά να εξοικειωθούν σταδιακά με την Ελληνική γλώσσα μέσα από παιχνίδι, πρακτικές δραστηριότητες και ουσιαστικές αλληλεπιδράσεις. Όπου δε κριθεί απαραίτητο παρέχεται κατάλληλη υποστήριξη στα Αγγλικά για να διασφαλιστεί η συναισθηματική ασφάλεια και η συμμετοχή του παιδιού. Είναι για αυτούς τους λόγους που πιστεύει ότι στο συγκεκριμένο σχολείο ο ανήλικος θα καταφέρει ομαλά να συμμετέχει σε Ελληνόφωνο πρόγραμμα διδασκαλίας. Κατέθεσε ως τεκμήριο LL4, ηλεκτρονικό μήνυμα από τον υπεύθυνο του σχολείου στο οποίο αναφέρονται όλα τα πιο πάνω.
Στην συμπληρωματική ένορκη δήλωση που καταχώρησε ο Καθ’ ου η αίτηση εμμένει στη θέση του ότι η Αιτήτρια αλλάζει το πρόγραμμα επικοινωνίας και απορρίπτει κάθε ισχυρισμό περί αρνητικής και απειλητικής συμπεριφοράς. Ο ίδιος προσπαθεί να συνεργαστεί με την Αιτήτρια για τα θέματα και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο ανήλικος πλην όμως οι εισηγήσεις του δεν γίνονται αποδεχτές.
Υποστηρίζει ότι μιλά Ελληνικά στον ανήλικο ωστόσο ο περιορισμός του δικαιώματος επικοινωνίας του είχε σοβαρό αντίκτυπο στην εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας. Το γεγονός ότι ο ανήλικος δεν μιλά Ελληνικά οφείλεται αποκλειστικά στην Αιτήτρια λόγω της επιμονής της να φοιτήσει σε Αγγλόφωνο νηπιαγωγείο. Δηλώνει πρόθυμος να βοηθήσει τον ανήλικο να ανταπεξέλθει στο δημόσιο σχολείο με την εγγραφή του σε Ελληνικό νηπιαγωγείο και καλοκαιρινό σχολείο αλλά και ιδιαίτερα μαθήματα Ελληνικών.
Όπως αναφέρει, μοναδικό του κριτήριο είναι η ευημερία του παιδιού, το οποίο ήδη αντιμετωπίζει δυσκολίες κατανόησης της Ελληνικής γλώσσας και δεν είναι προς το συμφέρον του να φοιτήσει σε ιδιωτικό σχολείο. Η διευθύντρια του νηπιαγωγείου στο οποίο φοιτούσε μέχρι σήμερα τον συμβούλευσε όπως ο ανήλικος εγγραφεί σε Ελληνικό δημόσιο σχολείο, ώστε να ενισχυθεί η γλωσσική του ανάπτυξη και να διευκολυνθεί η ομαλή του ένταξη στην Κυπριακή κοινωνία.
Τα οφέλη τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, προσφέρει το συγκεκριμένο ιδιωτικό σχολείο, είναι κατά την άποψή του εξίσου προσβάσιμα και μέσω ενός δημόσιου Ελληνικού νηπιαγωγείου. Εξάλλου, ακόμη και στο ιδιωτικό σχολείο, ο κύριος κορμός της διδασκαλίας θα διεξάγεται στην Ελληνική γλώσσα. Κατά την κρίση του, είναι προς το συμφέρον του παιδιού να φοιτήσει σε Ελληνικό δημόσιο νηπιαγωγείο για τα επόμενα δύο σχολικά έτη, συμπεριλαμβανομένης της φοίτησής του στην προδημοτική εκπαίδευση, ώστε να διασφαλιστεί η σταδιακή και ομαλή ένταξή του στη δημόσια εκπαίδευση.
Η ακρόαση της αίτησης ολοκληρώθηκε με την καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων εκ μέρους των ευπαίδευτων συνηγόρων της κάθε πλευράς. Ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε.
Έχω μελετήσει την παρούσα αίτηση, την ένσταση και το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων τόσο της αιτήτριας όσο και του καθ’ ου η αίτηση, καθώς και τα όσα οι συνήγοροι των διαδίκων υποστήριξαν με τις αγορεύσεις τους.
Σύμφωνα με το άρθρο 6 (3) του Ν.216/90, ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου και στο βαθμό που μπορεί να αντιληφθεί, πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του πριν από κάθε απόφαση σχετικά με τη γονική μέριμνα, εφόσον η απόφαση αφορά τα συμφέροντα του (βλ. Γ.Δ. v. Α.Β. Έφεση αρ.1/2022 και 2/2022, ημερομηνίας 7 Ιουλίου 2022). Το Δικαστήριο όρισε ημερομηνία για να πραγματοποιηθεί συνέντευξη με τον ανήλικο κάτι που τελικώς δεν κατέστη δυνατό λόγω της ηλικίας του.
Με τον πρώτο και τέταρτο λόγο ένστασης, ο Καθ’ ου η αίτηση υποστηρίζει ότι η αίτηση στηρίζεται σε λανθασμένη νομική βάση γεγονός που την καθιστά νόμω και ουσία αβάσιμη. Η θέση της συνηγόρου του είναι ότι στην νομική βάση της αίτησης δεν συμπεριλαμβάνεται το άρθρο 20 του Ν.216/90 το οποίο μπορεί να στηρίξει αίτημα τροποποίησης του υφιστάμενου διατάγματος γονικής μέριμνας. Έχω διεξέλθει της νομικής βάση της μονομερούς αιτήσεως και διαπιστώνω ότι πράγματι δεν έχει συμπεριληφθεί η σχετική διάταξη. Με τη απόσυρση όμως των θεραπειών που αφορούν στην τροποποίηση του διατάγματος, δεν αποτελεί πλέον επίδικο θέμα η τροποποίηση του διατάγματος στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο.
Εν πάση περιτπώσει, δεν θα απέρριπτα την αίτηση για τον λόγο αυτό. Έχοντας υπόψιν μου τον Πρωταρχικό Σκοπό των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, ήτοι της διασφάλισης του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο κατά τρόπο δίκαιο και αποτελεσματικό και της ερμηνείας των Κανονισμών προς αποφυγή αχρείαστων διαδικασιών, σε σχέση με διαδικαστικά θέματα και τις σχετικές με το νομολογιακές αρχές, καταλήγω ότι η παράλειψη αποτελεί διαδικαστικό σφάλμα, το οποίο θα μπορούσε να θεραπευθεί με βάση τις εξουσίες που παρέχει στο Δικαστήριο ο Κανονισμός 8 του Μέρους 3 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Η θεραπεία που επιδιώκεται με την αίτηση εξειδικεύεται και από την ένσταση που καταχώρισε ο Καθ’ ου η αίτηση προκύπτει ξεκάθαρα ότι έχει κατανοήσει πλήρως τις θέσεις και αξιώσεις της Αιτήτριας. Επιπλέον, δεν έχω διαπιστώσει ότι συνεπεία της παράλειψης της Αιτήτριας προκλήθηκε οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων του Καθ’ ου η αίτηση. (σχετικές είναι οι αποφάσεις Miltiades Neophytou Civil Engineering Contractors & Developers Ltd v. Δήμος Πάφου , Πολιτκή Έφεση Ε5/2018, 16.1.2024, Κωνσταντής Καντούνας v. Χρίστος Ηλιάδης κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 54/2024, 18/10/2024, Αναφορικά με A.G.PAPHITIS & CO. LLC Πολ. Αίτηση 112/2023, ημερ.22.9.2023, ECLI:CY:AD:2023:D297, Mucinic v. SKY CAC LTD κ.α. Πολ. Έφεση Ε1/2019, ημερ. 7.6.2024).
Η ένσταση του Καθ’ ου η αίτηση καταχωρίστηκε πριν την απόσυρση των αιτούμενων θεραπειών Α, (Α)Ι., (Α)ΙΙΙ και (Α)ΙV, ωστόσο ενόψει της απόσυρσης τους και κατ’ επέκταση της ακύρωσης του προσωρινού διατάγματος ως η θεραπεία (Α)Ι, καθίσταται άνευ αντικειμένου η εξέταση των λόγων ένστασης που αφορούν το κατεπείγον και την απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων εκ μέρους της Αιτήτριας. Στο μέτρο όμως που αυτοί αφορούν την αιτούμενη θεραπεία (Α)ΙΙ, που παρέμεινε να αποφασιστεί με την παρούσα απόφαση, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο της αίτησης χωρίς ειδοποίηση ημερομ. 09.08.2025, δεν εξέδωσε μονομερώς διάταγμα, αλλά έδωσε οδηγίες όπως αυτή επιδοθεί στον Καθ' ου η αίτηση.
Συνεπώς, όλα τα ουσιώδη γεγονότα είναι ενώπιον του Δικαστηρίου και δεν τίθεται θέμα μη αποκάλυψης. Σημειώνεται ότι η επίδοση της αίτησης, μετά από οδηγίες του Δικαστηρίου, αφαιρεί από αυτήν την υπόσταση της μονομερούς αίτησης και την μετατρέπει σε αίτηση δια κλήσεως, με αποτέλεσμα να μην τυγχάνει εφαρμογής ούτε η αρχή του ότι πρέπει να συντρέχει και το στοιχείο του κατεπείγοντος. [βλ. Κώστας Σμυρνιός (2000) 1 Α.Α.Δ. 43, Μαρκιτανής v. Μουτζούρη (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 923, Αυγή Κασπάρη κ.ά. v. Βάσου Ανδρέου (2004) 1 Α.Α.Δ. 784 και Στυλιανού v. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 583].
Αποτελεί λόγο ένστασης του Καθ’ ου η αίτηση ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60 και ότι δεν είναι εύλογο ή δίκαιο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα.
Το Δικαστήριο αποφασίζοντας για το κατά πόσο θα εκδώσει ένα προσωρινό διάταγμα, εξετάζει κατ’ αρχήν την συνύπαρξη των τριών προϋποθέσεων του άρθρου. 32 του Ν. 14/60, όπως αυτές έχουν αποκρυσταλλωθεί σε σωρεία Αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίες είναι οι εξής:
1. Ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση
2. Ύπαρξη ορατής πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγοντας σε θεραπεία στην αγωγή και
3. Ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε κατοπινό στάδιο, εκτός εάν εκδοθεί το αιτούμενο Διάταγμα. (Βλ. μεταξύ άλλων Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 Α.Α.Δ. 557, Τσιολάκκη και άλλη ν. Στυλιανίδη (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 782, Πουργουρίδη κ.α .Μέζου, (1994) 1 Α.Α.Δ. 201, Κυτάλα κ.ά. ν. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 253, M & Ch Mitsingas Tr. Ltd κ.ά. ν. Timberland Co. (1997) 1 (Γ) 1 Α.Α.Δ. 1791).
Σε σχέση με την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, έχει εξηγηθεί ότι δεν απαιτείται τίποτα περισσότερο από του να καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση ενώ η δεύτερη προϋπόθεση σύμφωνα με την Odysseos ανωτέρω περικλείει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα αλλά κάτι λιγότερο από το "ισοζύγιο των πιθανοτήτων " που είναι το μέτρο απόδειξης στις αστικές διαφορές.
Ως προς την τρίτη προϋπόθεση, η οποία σχετίζεται με την επάρκεια της θεραπείας υπό το φως των γεγονότων της κάθε υπόθεσης, στην Timberland ανωτέρω έχει λεχθεί ότι "η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου σε θεραπεία". Ομοίως στην Κυρίσαββα v. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. έχει λεχθεί: "όμως η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπ’ όψη."
Οι πιο πάνω προϋποθέσεις κρίνονται με βάση τις διατάξεις του Νόμου που διέπει το υπό εξέταση κάθε φορά θέμα.
Έχει νομολογηθεί ότι από μόνη της η ύπαρξη των τριών πιο πάνω προϋποθέσεων του άρθρου 32 δεν είναι αρκετή και το Δικαστήριο πρέπει επιπρόσθετα στο τελικό στάδιο, να σταθμίσει κατά πόσον είναι δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί το αιτούμενο Διάταγμα. (Ιπποδρομιακή Αρχή v. Χ΄΄ Βασίλη (1989) 1 ΑΑΔ 152). Το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό δεν εξετάζει οποιαδήποτε ευρήματα, ούτε αποφασίζει πάνω στα διαφιλονικούμενα θέματα επί των οποίων θα κριθεί η κυρίως αίτηση. (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 ΑΑΔ 363).
Εφαρμόζοντας όλες τις πιο πάνω αρχές, προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο δικαιολογείται η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, σε συνάρτηση με τον Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμο του 1990 (Ν. 216/90).
Σύμφωνα με το άρθρο 5(1)(α) του Ν. 216/90, η γονική μέριμνα είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων, οι οποίοι το ασκούν από κοινού.
Σύμφωνα με το άρθρο 7 του Ν. 216/90, αν οι γονείς διαφωνούν κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας και το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να ληφθεί απόφαση, αποφασίζει το Δικαστήριο, έπειτα από αίτηση οποιουδήποτε από τους γονείς.
Σύμφωνα με το αρ. 6 (2) (α) του Νόμου, η απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει να αποβλέπει προς το συμφέρον του τέκνου, (Ευγ. Στυλιανού ν. Βασ. Στυλιανού (1993) 1 ΑΑΔ 130, Διευθύντρια Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας v. Ντούμα κ.α (2001) 1 (Γ) ΑΑΔ 1911.)
Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση Κκουφού ν. Κκουφού (1997) 1 (Γ) ΑΑΔ 1588, 1593:
«Η διαμόρφωση κρίσης πάνω σε θέματα γονικής μέριμνας είναι έργο λεπτό και σύνθετο. Δεν είναι εγχείρημα που στοχεύει στην απόδοση ευθυνών ή στην επιβολή κύρωσης για μεμπτή συμπεριφορά. Γνώμονας είναι το συμφέρον του ανηλίκου και κατά την εκτίμησή του, προσλαμβάνει σημασία το σύνολο των στοιχείων».
Το καλώς νοούμενο συμφέρον των παιδιών επιτάσσει όπως οι γονείς παραμερίζουν τα όποια αρνητικά συναισθήματα τρέφουν ο ένας για τον άλλο και συνεργάζονται για την ευημερία των τέκνων τους. Στην υπό κρίση περίπτωση οι διάδικοι διαφωνούν έντονα για το κατά πόσον πρέπει ο ανήλικος να εγγραφεί σε δημόσιο ή ιδιωτικό σχολείο. Στο μόνο που συμφωνούν είναι ότι αυτό πρέπει να είναι Ελληνόφωνο.
Παρά τους αντικρουόμενους ισχυρισμούς των διαδίκων σε σχέση με το επίδικο θέμα και τις αντίθετες εκδοχές που παρουσιάζουν επί συγκεκριμένων γεγονότων, το Δικαστήριο σε αυτού του είδους υποθέσεις δεν καταλογίζει ευθύνες παρά μόνο εξετάζει και αποφασίζει έχοντας ως πρωταρχικό γνώμονα το συμφέρον και την ευημερία των ανηλίκων. Στις αιτήσεις γονικής μέριμνας δεν υπάρχει το στοιχείο της αντιπαράθεσης, αλλά πρόκειται για διαδικασία εξεταστικού χαρακτήρα, της οποίας τελικός σκοπός είναι η καλύτερη εξυπηρέτηση της ευημερίας και του συμφέροντος του τέκνου. (βλ. Στυλιανού v. Στυλιανού (1993) 1 Α.Α.Δ. 13, Κκούφου v. Κκούφου (1997) 1 Α.Α.Δ. 1588.
Η αδυναμία συνεννόησης των διαδίκων οδήγησε την Αιτήτρια στην καταχώρηση της παρούσας αίτησης. Μεταξύ άλλων, ο Καθ’ ου η αίτηση υποστηρίζει ότι η ύπαρξη του εκ συμφώνου διατάγματος γονικής μέριμνας σύμφωνα με το οποίο «οι λοιπές πτυχές της γονικής μέριμνας θα ασκούνται από κοινού» συμπεριλαμβανομένης και της εκπαίδευσης, δεν της δίδει το δικαίωμα να αξιώνει την εγγραφή του ανηλίκου σε ιδιωτικό σχολείο. Υποστηρίζει επίσης ότι η δήλωση των συνηγόρων των διαδίκων στο πρακτικό του Δικαστηρίου στις 04.10.2024, εμποδίζει την Αιτήτρια από του να επανέρχεται με αίτημα εγγραφής σε ιδιωτικό σχολείο. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από το εν λόγω πρακτικό:
«4 Οκτωβρίου 2023
Για Αιτητή: κ. Δ. Παπαχρυσοστόμου
Για Καθ’ ης η αίτηση: κα Ν. Χατζηστυλλή
Διάδικοι παρόντες
κ. Παπαχρυσοστόμου: Έχουμε καταλήξει στην έκδοση προσωρινού διατάγματος σύμφωνα με το οποίο η φύλαξη και φροντίδα του ανήλικου τέκνου των διαδίκων Αντώνη θα ανατίθεται στην Καθ’ ης η αίτηση στην εναρκτήρια αίτηση / Αιτήτρια στην παρούσα. Ως τόπος διαμονής του ανηλίκου θα καθορίζεται ο εκάστοτε τόπος διαμονής της Καθ’ ης η αίτηση στην εναρκτήρια αίτηση / Αιτήτρια στην παρούσα, εντός της πόλης Λευκωσίας και των περιχώρων αυτής, η οποία σήμερα είναι η Οδός Λαμίας 14, Λευκωσία.
Ο Αιτητής στην εναρκτήρια αίτηση και Καθ’ ου η αίτηση στην παρούσα, δηλώνει ότι θα υπογράψει όλα τα αναγκαία έγγραφα για τη φοίτηση του ανήλικου τέκνου των διαδίκων Αντώνη Βασιλείου στο ιδιωτικό νηπιαγωγείο Little Stars Montessori, και το γεγονός τούτο δεν θέτει καμία προϋπόθεση ότι μελλοντικά ο μικρός Αντώνης θα φοιτήσει σε αγγλόφωνο σχολείο γιατί η θέση του πατέρα είναι να φοιτήσει σε ελληνόφωνο σχολείο και δεν θα θεωρηθεί ως προηγούμενο. Η κάθε πλευρά τα έξοδά της.
κα Χατζηστυλλή: Συμφωνώ ότι δεν θα ληφθεί ως προηγούμενο. Η επιμέλεια ανήκει και στους δύο γονείς σήμερα και για την περαιτέρω φοίτηση του ανηλίκου σε δημόσιο ή ιδιωτικό σχολείο απαιτείται η συναίνεση και των δύο γονέων.»
Προκύπτει ότι οι σχετικές δηλώσεις δεν συγκρούονται με την ενέργεια της Αιτήτριας να αξιώνει την εγγραφή του ανηλίκου στο συγκεκριμένο ιδιωτικό σχολείο, αφού ό,τι δηλώθηκε είναι η επιθυμία του Καθ’ ου η αίτηση να εγγραφεί σε Ελληνόφωνο σχολείο. Εφόσον όμως υπάρχει διαφωνία για το κατά πόσον αυτό θα είναι δημόσιο ή ιδιωτικό, η Αιτήτρια διατηρεί το δικαίωμα, σύμφωνα με τον νόμο, ως ένας εκ των δύο φορέων της γονικής μέριμνας του ανηλίκου, να προσφύγει στο Δικαστήριο και να αιτηθεί όπως ληφθεί σχετική απόφαση.
Αναμφίβολα, υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση αλλά και πιθανότητα να δικαιούται σε θεραπεία στην ανταπαίτηση της, με την οποία αξιώνει την τροποποίηση του υφιστάμενου διατάγματος γονικής μέριμνας με την εκ νέου ρύθμιση των πτυχών αυτής. Πτυχή της γονικής μέριμνας είναι μεταξύ άλλων και οι αποφάσεις που αφορούν την εκπαίδευση των παιδιών.
Όπως προκύπτει από τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, σήμερα είναι η αδύνατη η εγγραφή του ανηλίκου σε οποιαδήποτε προδημοτική, εφόσον προς τούτο απαιτείται η συναίνεση και των δύο διαδίκων. Παρά το ότι ο Καθ’ ου η αίτηση υποστηρίζει ότι ο ανήλικος πρέπει οπωσδήποτε να εγγραφεί σε δημόσιο σχολείο, δεν φαίνεται να έχει προβεί σε οποιαδήποτε έρευνα προς τούτο. Δεν υπάρχει αίτημα εγγραφής του σε κάποιο άλλο σχολείο, ούτε φαίνεται να έκανε ενέργειες για να ενημερώσει το Δικαστήριο εάν υπάρχει εναλλακτική λύση πλέον, στην περίπτωση που η αίτηση απορριφθεί. Ο αναντίλεκτος ισχυρισμός της Αιτήτριας είναι ότι ο ανήλικος δεν έχει εγγραφεί σε κάποιο άλλο σχολείο.
Κρίνεται συνεπώς ότι πληρείται και η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν.14/60, εφόσον η μη εγγραφή του ανήλικου σε προδημοτική σύμφωνα με τον Περί Δημοτικής και Μέσης Εκπαίδευσης Νόμο του 1993 (Ν.24 (Ι)/1993), είναι υποχρεωτική και θα προκαλέσει στον ανήλικο ανεπανόρθωτη ζημιά εφόσον παραβιάζεται το δικαίωμα στου στην εκπαίδευση, δικαίωμα το οποίο προστατεύεται από το αρ. 20 του Συντάγματος. Εφόσον το θέμα αφέθηκε να αποφασιστεί από το Δικαστήριο, αυτό δεν μπορεί να αναμένει την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης και ανταπαίτησης. Το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει όπως η φοίτηση του ανηλίκου αποφασιστεί σε αυτό το ενδιάμεσο στάδιο. Εάν το θέμα αφεθεί να αποφασιστεί σε μεταγενέστερο στάδιο ο κίνδυνος να συνεχιστεί η «διαμάχη» των γονέων για το θέμα αυτό είναι ορατός, με συνέπειες που δεν μπορούν να αποκατασταθούν σε μεταγενέστερο στάδιο.
Ό,τι παραμένει προς εξέταση είναι το κατά πόσον είναι δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα. Ο ανήλικος δεν μιλά ούτε αντιλαμβάνεται την Ελληνική γλώσσα, εφόσον μέχρι τώρα η εκπαίδευση του ήταν σε Αγγλόφωνο σχολείο. Έχει ειδικές αναπτυξιακές ανάγκες, χρειάζεται θεραπείες λόγου και ψυχολογική υποστήριξη. Με τα αυτά τα δεδομένα, η φοίτηση του σε ένα σχολείο όπου δεν θα υπάρχει η εναλλακτική συνεννόησης στην Αγγλική γλώσσα, ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά τόσο την προσαρμογή και απόδοση του αλλά και την ψυχολογία και αυτοπεποίθηση του. Είναι επίσης πιθανόν να βιώσει κοινωνικό αποκλεισμό από τα άλλα παιδιά, τα οποία έχουν ως μητρική τους γλώσσα τα Ελληνικά.
Το καλώς νοούμενο συμφέρον του ανηλίκου, πρωταρχικό κριτήριο για κάθε απόφαση που καλείται να λάβει το Δικαστήριο, επιτάσσει όπως φοιτήσει σε ένα σχολείο το οποίο θα του παρέχει υποστήριξη και ενθάρρυνση για την ομαλή ενσωμάτωση του σε ένα Ελληνικό πρόγραμμα διδασκαλίας.
Η θέση του Καθ’ ου η αίτηση ότι έλαβε συμβουλή από την διευθύντρια του νηπιαγωγείου όπου φοιτά τώρα ο ανήλικος για τη φοίτηση του σε δημόσιο σχολείο παρέμεινε αόριστος. Από την άλλη δεν παρουσίασε κανένα πειστικό λόγο που να καταδεικνύει ότι ένα Ελληνικό ιδιωτικό σχολείο δεν μπορεί να δώσει στον ανήλικο ανάλογη εκπαίδευση με αυτή του δημόσιου σχολείου και γιατί θεωρεί ότι το δημόσιο σχολείο υπερτερεί του ιδιωτικού. Πόσο μάλλον για το κατά πόσον θα πάθει οποιαδήποτε ζημιά ο ανήλικος με την φοίτηση του σε αυτό.
Δεν παραγνωρίζω ότι αναφέρθηκε σε οικονομικούς λόγους και ότι τα δίδακτρα είναι υψηλά, ωστόσο το θέμα της συνεισφοράς του στα έξοδα του ανηλίκου, αφορά ζήτημα που θα αποφασιστεί στα πλαίσια της αίτησης διατροφής.
Η στάθμιση όλων των πιο πάνω, που στην συγκεκριμένη περίπτωση ταυτοποιούνται με το συμφέρον και την ευημερία του ανήλικου τέκνου των διαδίκων, συνηγορούν όπως το αίτημα της Αιτήτριας εγκριθεί. Κατά την κρίση μου, αυτό θα εξυπηρετήσει πρωτίστως το συμφέρον του παιδιού παράγοντας καθοριστικός στην λήψη αποφάσεων σχετικές με την γονική μέριμνα ανηλίκων.
Συνακόλουθα, εκδίδεται Διάταγμα ως το αιτητικό (Α)ΙΙ, με το οποίο επιτρέπεται η φοίτηση του ανήλικου τέκνου των διαδίκων Α.Β. στο ελληνόφωνο Νηπιαγωγείο και προδημοτική xxxx τη σχολική χρονιά 2025 – 2026, χωρίς να απαιτείται η συναίνεση του Καθ’ ου η αίτηση, μέχρι πλήρους αποπεράτωσης της εναρκτήριας αίτησης ή νεοτέρας διαταγής του δικαστηρίου.
Με δεδομένο ότι οι αιτούμενες θεραπείες (Α), (ΑΙ)., (Α)ΙΙΙ και (Α)ΙV αποσύρθηκαν την ημέρα της Ακρόασης και ο Καθ’ ου η αίτηση είχε ήδη καταχωρήσει ένσταση και προετοίμασε τις αγορεύσεις του για όλες τις αιτούμενες θεραπείες, κρίνω ότι είναι ορθό και δίκαιο όπως καταδικαστεί στην καταβολή μόνο του ½ των εξόδων, ως ο αποτυχόν διάδικος. Συνεπώς, το ½ των εξόδων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση.
(Υπ.)…………………….
Σ. Νεοφύτου, Δ.
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο