Ι.Ξ. ν. Γ.Φ., Αρ. Αίτησης: 108/2025, 15/7/2025
print
Τίτλος:
Ι.Ξ. ν. Γ.Φ., Αρ. Αίτησης: 108/2025, 15/7/2025

 

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Σ. Νεοφύτου, Δ.

 

                                                                                      Αρ. Αίτησης: 108/2025 (i)

Μεταξύ:

Ι.Ξ.

                                                                                                               Αιτήτριας

Και

 

Γ.Φ.

                    Καθ’ ου η αίτηση

Ημερομηνία:  15  Ιουλίου  2025

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Αιτήτρια: Ε. Βουρκίδου (κα) για Γιώργος Λιασίδης Δ.Ε.Π.Ε

Για τον Καθ’ ου η αίτηση: Μ. Χαραλαμπίδου (κα) για Χαραλαμπίδου & Τσιαννή Δ.Ε.Π.Ε

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Οι διάδικοι είναι σύζυγοι και από το γάμο τους απέκτησαν δύο τέκνα, την Μ και τον Δ, ηλικίας 10 και 7 ετών αντίστοιχα. Περί τον Μάρτιο του 2024 επήλθε διάσταση στις σχέσεις τους. Η Αιτήτρια εξακολουθεί να διαμένει στη συζυγική οικία με τα παιδιά και ο Καθ’ ου η αίτηση σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα.

 

Στα πλαίσια εναρκτήριας αίτησης ημερομηνίας 27.03.2025, η Αιτήτρια αξιώνει την έκδοση διατάγματος με το οποίο να καθορίζεται η συνεισφορά του Καθ’ ου η αίτηση στα έξοδα διατροφής και συντήρησης των ανήλικων τέκνων τους. Με αίτηση χωρίς ειδοποίηση που καταχώρισε την ίδια ημέρα αξιώνει την έκδοση προσωρινού διατάγματος διατροφής ύψους €1.000 μηνιαίως.  

 

Μετά από οδηγίες του Δικαστηρίου η αίτηση χωρίς ειδοποίηση επιδόθηκε στον Καθ’ ου η αίτηση, ούτως ώστε να του δοθεί το δικαίωμα ν’ ακουστεί. Με την ένσταση που καταχώρισε ο τελευταίος, εγείρεται σειρά λόγων προς απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας. Συνοπτικά αποδιδόμενοι οι λόγοι ένστασης του Καθ’ ου η αίτηση  συνοψίζονται σε θέσεις όπως ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60 για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, ο Καθ’ ου η αίτηση καταβάλλει ήδη ένα ποσό ως διατροφή, η Αιτήτρια δεν αποκαλύπτει ουσιώδη γεγονότα και δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, ότι το αιτούμενο ποσό είναι υπερβολικό, ότι τα έξοδα των παιδιών δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και ότι δεν είναι δίκαιο ή εύλογο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα.

 

Τόσο η αίτηση, όσο και η ένσταση υποστηρίζονται αντίστοιχα από τις ένορκες δηλώσεις των διαδίκων. Σημειώνεται ότι και οι δύο πλευρές καταχώρισαν συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις.

 

Προτού παραθέσω τους ισχυρισμούς των διαδίκων, θα ήθελα να τονίσω ότι η παρούσα υπόθεση αφορά τον προσωρινό καθορισμό της υποχρέωσης των διαδίκων να συνεισφέρουν στη διατροφή των ανήλικων τέκνων τους. Ο Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμος, Ν.216/90 και συγκεκριμένα τα άρθρα 33 (1) και 37 θέτουν τις παραμέτρους, επί των οποίων καθορίζεται η συνεισφορά των γονέων στην διατροφή των ανηλίκων τέκνων τους. Οι παράμετροι αυτοί είναι οι ανάγκες του δικαιούχου και οι οικονομικές δυνάμεις των υπόχρεων γονέων, παράμετροι οι οποίες περιορίζουν σημαντικά τα επίδικα θέματα. Συνεπώς δεν θα απασχολήσουν το Δικαστήριο ισχυρισμοί που σχετίζονται με τους λόγους κατάρρευσης του γάμου των διαδίκων ή ισχυρισμοί που άπτονται της επίλυσης των περιουσιακών τους διαφορών, ως άσχετοι με του επίδικα θέματα. Το Δικαστήριο θα προχωρήσει στην παράθεση της μαρτυρίας που σχετίζεται με τις δύο πιο πάνω παραμέτρους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η υπόλοιπη μαρτυρία αγνοείται.  

 

Οικονομικές δυνάμεις διαδίκων

 

Στη μαρτυρία της η Αιτήτρια αναφέρει ότι ο βασικός μισθός της ανέρχεται σε €2.270 μηνιαίως, πλέον 13ο μισθό, ποσό στο οποίο συμπεριλαμβάνεται η αμοιβή της για βάρδιες δύο Κυριακές τον μήνα. Κατέθεσε ως τεκμήριο 1, βεβαίωση των εισοδημάτων της.  Εξηγεί ότι εργάζεται και υπερωρίες, οι οποίες δεν είναι σταθερές κάθε μήνα. Η πληρωμή τους δεν γίνεται σε μηνιαία βάση και γι’ αυτό υπάρχουν μήνες όπως ο Φεβρουάριος του 2024 που ο μισθός της ανήλθε σε €3.220 και ο Απρίλιος του 2024 €2.454,95. Η θέση του Καθ’ ου η αίτηση είναι ότι κατά μέσο όρο η Αιτήτρια λαμβάνει €2.500 μηνιαίως, πλέον 13ο μισθό και ότι έχει τη δυνατότητα να εργάζεται υπερωρίες για να αυξήσει τα εισοδήματα της.

 

Συμφωνούν οι διάδικοι ότι ο καθαρός μισθός του Καθ’ ου η αίτηση είναι περίπου €2.600 μηνιαίως πλέον 13ο μισθό (τεκμήριο 7 ε/δ Καθ’ ου η αίτηση). Ο Καθ’ ου η αίτηση απορρίπτει τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας ότι λαμβάνει επιπλέον  χρηματικά ποσά ως επιβραβεύσεις και ισχυρίζεται ότι έτυχε στο παρελθόν να τον επιβραβεύσουν με κουπόνια για διακοπές, τα οποία χρησιμοποίησε με την Αιτήτρια.  Ισχυρίζεται επιπλέον ότι από τον Απρίλιο του 2025 ενοικιάζει διαμέρισμα με ενοίκιο €900 μηνιαίως, για να μπορεί να προσφέρει στα παιδιά του άνετη διαμονή ανάλογη με αυτή που έχουν και στη συζυγική οικία.  Κατέθεσε ως τεκμήρια 4 και 5 αντίγραφο ενοικιαστηρίου εγγράφου και απόδειξη πληρωμής ρεύματος. Η θέση της Αιτήτριας είναι ότι το ενοίκιο το μοιράζεται με τη νυν σύντροφο του, η οποία χρησιμοποιεί μέρος του διαμερίσματος για να προσφέρει υπηρεσίες ως γυμνάστρια, ισχυρισμό τον οποίο απορρίπτει ο Καθ’ ου η αίτηση.

 

Ανάγκες των παιδιών

 

Η Αιτήτρια καθορίζει τα έξοδα των παιδιών στο ποσό των €1.839 μηνιαίως και παραθέτει πίνακα όπου καταγράφει κάθε ξεχωριστό κονδύλι και ανάγκη. Υποστηρίζει ότι και κατά τη διάρκεια της συμβίωσης των διαδίκων κατέβαλλαν τα ίδια ποσά για τα έξοδα των παιδιών.

 

Ο Καθ’ ου η αίτηση υποστηρίζει ότι τα έξοδα των παιδιών ως η Αιτήτρια τα παρουσιάζει είναι υπερβολικά, απαράδεκτα και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Με βάση τους δικούς του υπολογισμούς τα έξοδα μπορούν να καλυφθούν με το ποσό των €968.50 μηνιαίως, καταγράφοντας και αυτός αναλυτικό πίνακα με κάθε ξεχωριστό κονδύλι. Προβαίνει δε σε σχολιασμό κάποιων εξ’ αυτών. Υποστηρίζει ότι το ποσό των €450 που καταβάλλει ήδη στην Αιτήτρια είναι υπέρ αρκετό.

 

Η Αιτήτρια από την άλλη υποστηρίζει ότι ο Καθ’ ου η αίτηση παρουσιάζει υπερβολικά μειωμένα τα έξοδα των παιδιών, οι δε πίνακες που κατέγραψε παρουσιάζουν ελλείψεις και προβαίνει σε σχολιασμό των ποσών που καταγράφονται σε αυτούς.

Η ακρόαση της αίτησης ολοκληρώθηκε με τις γραπτές αγορεύσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων. Ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε. Έχω μελετήσει την παρούσα αίτηση, την ένσταση, το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων καθώς και τα όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων υποστήριξαν με τις αγορεύσεις τους.

 

Ο Καθ’ ου η αίτηση παραπονείται ότι η Αιτήτρια δεν προσφεύγει στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και έχει αποκρύψει ουσιώδη γεγονότα. Υπενθυμίζεται ότι οι αρχές της πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων που ενδέχεται να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου ως προς την έκδοση ή όχι ενός προσωρινού διατάγματος, είναι στοιχεία τα οποία εξετάζονται και έχουν ουσιαστική σημασία εκεί όπου η έκδοση του προσωρινού διατάγματος επιδιώκεται και πετυχαίνει στη βάση μονομερούς αίτησης. Με τις οδηγίες που δόθηκαν για επίδοση της αίτησης στον Καθ’ ου η αίτηση, αυτή έχει πλέον καταστεί δια κλήσεως αίτηση. Σύμφωνα πάντα με τη νομολογία, στις δια κλήσεως αιτήσεις δεν εφαρμόζονται οι κανόνες της πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης και οι σχετικοί λόγοι ένστασης απορρίπτονται (βλ. Κώστας Σμυρνιός (2000) 1 ΑΑΔ 43, Κυριακίδης ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λ.τ.δ. (2011) 1 (β) ΑΑΔ 2011, The Royal Bank of Scotland ν. Πλοίο “KALIA”  (2012) 1 ΑΑΔ 6, Μαρκιτανή v. Μαρκιτανή (2000) 1 ΑΑΔ )

 

Αποτελεί επίσης λόγο ένστασης του Καθ’ ου η αίτηση ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης προσωρινού  διατάγματος με βάση το άρθρο 32 του Ν.14/60, ήτοι η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, η ύπαρξη ορατής πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγοντας σε θεραπεία στην αγωγή και ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, εκτός εάν εκδοθεί το αιτούμενο Διάταγμα (Βλ. μεταξύ άλλων Odysseos v. Pieris Estates and Others(1982) 1 Α.Α.Δ. 557, Τσιολάκκη και άλλη ν. Στυλιανίδη (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 782, Πουργουρίδη  κ.α .Μέζου, (1994) 1 Α.Α.Δ. 201, Κυτάλα κ.ά. ν. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 253, M & Ch Mitsingas Tr. Ltd κ.ά. ν. Timberland Co. (1997) 1 (Γ) 1 Α.Α.Δ. 1791).

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι πέραν της συνδρομής των τριών πιο πάνω προϋποθέσεων που το Δικαστήριο εξετάζει, στο τελικό στάδιο πρέπει το Δικαστήριο να σταθμίσει και το κατά πόσον είναι δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα (Ιπποδρομιακή Αρχή v. Χ΄΄ Βασίλη (1989) 1 ΑΑΔ 152). Ο Καθ’ ου η αίτηση υποστηρίζει ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν είναι δίκαιο να εκδοθεί να εκδοθεί οποιοδήποτε διάταγμα.

 Το Δικαστήριο στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο περιορίζεται στην εξέταση της συνδρομής των πιο πάνω προϋποθέσεων, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της διαφοράς. Έτσι, δεν προβαίνει  σε ευρήματα ούτε αποφασίζει επί διαφιλονικούμενων θεμάτων. Οι αντικρουόμενοι ισχυρισμοί των διαδίκων θα εξετασθούν και θα αποφασιστούν κατά την ακρόαση της εναρκτήριας αίτησης (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 ΑΑΔ 363).

 

Σε σχέση με την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, έχει εξηγηθεί ότι δεν απαιτείται τίποτα περισσότερο από του να καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση ενώ η δεύτερη προϋπόθεση σύμφωνα με την Odysseos ανωτέρω, περικλείει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα αλλά κάτι λιγότερο από το «ισοζύγιο των πιθανοτήτων» που είναι το μέτρο απόδειξης στις αστικές διαφορές. 

 

Ως προς την τρίτη προϋπόθεση, η οποία σχετίζεται με την επάρκεια της θεραπείας υπό το φως των γεγονότων της κάθε υπόθεσης, στην Timberland ανωτέρω έχει λεχθεί ότι:

 

«Η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου σε θεραπεία».

 

Στην απόφαση  Κυρίσαββα v. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. έχει επίσης λεχθεί:

 

«όμως η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπ’ όψη. »

 

Οι πιο πάνω προϋποθέσεις κρίνονται με βάση τις διατάξεις του νόμου που διέπει το υπό εξέταση κάθε φορά θέμα. Στην παρούσα υπόθεση, ως έχει ήδη λεχθεί,  σχετικά είναι τα άρθρα 33(1) και 37 του Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν. 216/90 (στο εξής ο Νόμος).

 

Το άρθρο 33 (1) του νόμου ορίζει ότι οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις τους.

 

Το άρθρο 37 (1) του νόμου ορίζει ότι η διατροφή προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και τις οικονομικές δυνατότητες που υπάρχουν για διατροφή προσώπου.

 

Το άρθρο 37 (2) του νόμου ορίζει ότι η διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του δικαιούχου και επιπλέον, ανάλογα με την περίπτωση, τα έξοδα για την εν γένει εκπαίδευσή του.

 

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η υποχρέωση των γονέων να διατρέφουν τα τέκνα τους πηγάζει από το νόμο και σκοπό έχει την κάλυψη των βιοτικών τους αναγκών για τη συντήρηση και διατροφή τους και την κάλυψη άλλων αναγκών, όπως αυτές προκύπτουν στην καθημερινότητα τους. Για παράδειγμα αυτών που σχετίζονται με την εκπαίδευση και την υγεία τους. Η μη καταβολή από τον ένα εκ των δύο υπόχρεων του ποσού που του αναλογεί προς επίτευξη του πιο πάνω σκοπού, θέτει σε κίνδυνο την ίδια τη διαβίωση των ανηλίκων. Επομένως, στην παρούσα περίπτωση αναπόφευκτα υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση αλλά και πιθανότητα η Αιτήτρια να δικαιούται σε θεραπεία στην εναρκτήρια αίτηση.

 

Ως προς την τρίτη προϋπόθεση, η οποία είναι συνυφασμένη με την επάρκεια αποζημιώσεων κατά την έκδοση της απόφασης, θεωρώ ότι πληρείται και αυτή. Η υπό κρίση αίτηση αποσκοπεί στη διασφάλιση της συμβολής των διαδίκων στη διατροφή και γενικότερα στην κάλυψη των βασικών αναγκών των ανηλίκων μέχρι την πλήρη αποπεράτωση της εναρκτήριας αίτησης. Η φύση της διαδικασίας είναι τέτοια που τη διαφοροποιεί από άλλες διαδικασίες που έχουν ως σκοπό την επιδίκαση χρηματικών αποζημιώσεων. Η όποια αποζημίωση ενδεχομένως επιδικαστεί μετά την ακρόαση της εναρκτήριας αίτησης δεν μπορεί να κριθεί ικανοποιητική, ενόψει του ότι η συντήρηση και η ευημερία των ανηλίκων αδιαμφισβήτητα είναι καθημερινή και τρέχουσα ανάγκη και εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να αναμένει την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης.

 

Ως προς τη θέση του Καθ’ ου η αίτηση ότι η αίτηση  πρέπει να απορριφθεί επειδή ανελλιπώς καταβάλλει το ποσό των €450 μηνιαίως, τονίζεται εκ νέου η εκ του νόμου υποχρέωση του να συνεισφέρει στην διατροφή των ανήλικων τέκνων του. Οποιαδήποτε διαφωνία των διαδίκων ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει τον Καθ’ ου η αίτηση είτε να σταματήσει να συνεισφέρει στα έξοδα των παιδιών, είτε να μειώσει τη συνεισφορά του. Μόνο η δεσμευτικότητα ενός διατάγματος διασφαλίζει διαχρονικά και σταθερά την καταβολή ενός ποσού που το Δικαστήριο κρίνει εύλογο για την συνεισφορά του στην διατροφή των ανηλίκων, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η διαβίωση και η ευημερία τους. Όπως έχει αναφερθεί στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου Δημοσθένους v. Δημοσθένους, Έφεση Αρ. 21/2019, ημερομηνίας 29 Ιουνίου 2020):

 

«Η  υποχρέωση αυτή είναι διαρκής.  Η πιθανότητα διακοπής της συνεισφοράς του εφεσείοντος ανά πάσα στιγμή και για οποιοδήποτε λόγο δεν τίθεται στη βάσανο μαρτυρίας προς τούτο.  Από τη στιγμή που η εφεσίβλητη διεκδίκησε δικαστική συνεισφορά υπό το φως της απομάκρυνσης του εφεσείοντος από τη συζυγική οικία, παραμένει αυτονόητο ότι είτε συναινετικά, είτε διά αποφάσεως μετά από ακρόαση, ένα διάταγμα μέσω Δικαστηρίου, είναι απαραίτητο, προς διασφάλιση των βασικών αναγκών των ανηλίκων.»

 

Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνεται ότι είναι δίκαιο, εύλογο αλλά και επιβεβλημένο να εκδοθεί ένα προσωρινό διάταγμα διατροφής και ό,τι απομένει να εξεταστεί και να καθοριστεί είναι το ύψος αυτού.

 

Ως προς τον τρόπο που το Δικαστήριο οφείλει να προσεγγίζει τις υποθέσεις διατροφής στο στάδιο έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος, καθ’ όλα καθοδηγητικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, Α.Μ ν. Μ.Ζ., Έφεση Αρ. 23/2019, ημερομηνίας 28.07.2020, τα οποία παραθέτω αυτούσια:

 

«Ως προς τα έξοδα της ανήλικης, όπως προαναφέραμε, καθορίζονται αφού το Δικαστήριο προβεί σε μια σφαιρική αντίκριση των δεδομένων. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι πρόκειται για ενδιάμεσο διάταγμα, το οποίο εκδίδεται γιατί υπάρχει η υποχρέωση και των δύο γονέων να συνεισφέρουν στη διατροφή του ανήλικου από τη διάσταση και πως αυτό περιορίζεται μέχρι την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης, όπου το Δικαστήριο θα αποφασίσει επί της ουσίας της αίτησης με βάση τα πραγματικά εισοδήματα των διαδίκων και των αναγκών του ανηλίκου και θα προβεί σε καταμερισμό στον κάθε γονέα.»

 

Κατωτέρω θα προβώ σε κάποιες γενικές παρατηρήσεις και επισημάνσεις αναφορικά με τα ισχυριζόμενα έξοδα των παιδιών, αφού έλαβα υπόψιν μου τις αντικρουόμενες θέσεις των διαδίκων ως προς το ύψος αυτών και ως προς το κατά πόσον κάποια έξοδα πράγματι υφίστανται. Άλλοι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψιν είναι η ηλικία των παιδιών και το γεγονός ότι βρίσκονται υπό τη φύλαξη της Αιτήτριας. Αντλώ καθοδήγηση από τη σχετική νομολογία σύμφωνα με την οποία το μέτρο της διατροφής δεν μπορεί να εξευρεθεί με απόλυτους αριθμούς. Η κοινή λογική και η πείρα της ζωής είναι παράγοντες οι οποίοι διαδραματίζουν ρόλο στην καλύτερη αντίληψη των γεγονότων προς εντοπισμό των πραγματικών αναγκών συγκεκριμένων ατόμων. Το Δικαστήριο, εξετάζοντας και καθορίζοντας το εύλογο των κονδυλίων που απαιτούνται για τη διατροφή και συντήρηση του δικαιούχου, δεν είναι υποχρεωμένο να υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες που να οδηγούν σε υπολογισμό με σεντ, αλλά θα πρέπει να σταθμίζει τις ανάγκες και να καταλήγει σε συμπεράσματα που θα επαναφέρουν, ή δυνατό, τα ανήλικα παιδιά σε μία πλησιέστερη κατάσταση, όπως θα ήταν εάν οι γονείς τους ζούσαν μαζί (βλ. Μαρκουλίδης ν. Μαρκουλίδης κ.ά. (1989) 1 ΑΑΔ 1386, Κορελλίδης ν. Κορελλίδη (2012) 1 ΑΑΔ 1975 Παναγιώτου ν. Σφικτού (2001) 1 ΑΑΔ 625, Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους (2010) 1 (Β) ΑΑΔ 951).

 

Σημειώνω αρχικά ότι σε γενικές γραμμές τα έξοδα των παιδιών φαίνεται να έχουν καθοριστεί σε λογικά πλαίσια από την Αιτήτρια, σε αντίθεση με τον Καθ’ ου η αίτηση ο οποίος τα παρουσιάζει εμφανώς μειωμένα, για να αποφύγει ίσως την υποχρέωση του να συνεισφέρει σε αυτά στο μέτρο που του αναλογεί. Ενδεικτικά αναφέρω την θέση του ότι για τη  σίτιση των παιδιών επαρκεί το ποσό των €300 μηνιαίως και για την ένδυση και υπόδηση τους το ποσό των €60 μηνιαίως. Επισημαίνω ωστόσο ότι τα σκύβαλα δεν αποτελούν άμεση βιοτική ανάγκη των παιδιών και δεν είναι δυνατόν να συμπεριληφθούν στο μηνιαίο τους εξοδολόγιο. Είναι έξοδα τα οποία θα επωμιζόταν ούτως η αλλιώς η Αιτήτρια. Ούτε και τα έξοδα διακοπών είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψιν εφόσον είναι δίκαιο ο κάθε γονέας να καλύπτει το κόστος των διακοπών που επιλέγει να κάνει με τα παιδιά του.

 

Αναφορικά με τις οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων, επισημαίνεται  ότι κατά πάγια νομολογία ο κάθε διάδικος έχει υποχρέωση να αποκαλύπτει ειλικρινώς τα εισοδήματα του και την δική του οικονομική δυνατότητα. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Δημητρίου v. Περδίου (2005) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1418 όπου λέχθηκαν τα πιο κάτω:

 

«Όπως έχει η σχετική νομοθετική διάταξη (βλ. άρθρο 33(1) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν.216/90) η υποχρέωση για διατροφή των ανηλίκων τέκνων μίας οικογένειας ανήκει και στους δύο γονείς, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του καθενός.  Έχουν και οι δύο υποχρέωση όπως προβαίνουν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των πραγματικών τους εισοδημάτων και όχι μόνο των εξόδων τους.  Στην υπόθεση Ette v. Ette (1965) 1 All E.R. 341, 346 έχει λεχθεί ότι όταν ο Καθ΄ ού η αίτηση δεν προβαίνει ο ίδιος σε ειλικρινή και πλήρη αποκάλυψη σχετικά με την οικονομική του κατάσταση, τότε το Δικαστήριο μπορεί, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του επαγγέλματος του και το τι κερδίζουν άλλοι στο ίδιο το επάγγελμα, να υπολογίσει ότι ο Καθ΄ ού η αίτηση έχει ψηλότερα, απ΄ ότι ισχυρίζεται, εισοδήματα.  Η αρχή αυτή συνάδει και με τον κανόνα ότι εκεί που κάποιος έχει την αποκλειστική γνώση γεγονότων, οφείλει να τα αποδείξει (βλ. Tarapoulouzis v. District Officer (1962) C.L.R. 91 και Μαρκουλίδης v. Μαρκουλίδης κ.α. (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1386, 1390). Επομένως σε υποθέσεις διατροφής των ανηλίκων τέκνων μιας οικογένειας, η οικονομική δυνατότητα του καθενός από τους γονείς δεν είναι θέμα που θα πρέπει να αποδεικνύεται από τον Αιτητή ή την Αιτήτρια, ανάλογα με την περίπτωση, αλλά θέμα αληθινής αποκάλυψης από τους ίδιους τους γονείς, των αντιστοίχων εισοδημάτων τους.  Το δε δικαστήριο, προβαίνει σε πλήρη έρευνα αυτών των στοιχείων.

Περαιτέρω αναφέρουμε ότι από σχετική νομολογία φαίνεται ότι το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη όχι μόνο τα πραγματικά εισοδήματα αλλά και την ικανότητα του Καθ΄ ού η αίτηση να κερδίζει (his potential earning capacity).  (Βλ. Klucinsky v. Klucinsky (1953) 1 All E.R. 683 και McEwan v. McEwan (1972)»

 

Όπως ήδη υπέδειξα, στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε ευρήματα ούτε αποφασίζει επί αντικρουόμενων ισχυρισμών. Είναι αρκετό κατά την κρίση μου για σκοπούς έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος το γεγονός ότι οι διάδικοι εργάζονται και λαμβάνουν ικανοποιητικά εισοδήματα, όπως αυτά έχουν αναφερθεί ανωτέρω, με τα οποία δύνανται να συνεισφέρουν στα έξοδα διατροφής των παιδιών τους. Οι διάδικοι αναφέρθηκαν εκτενώς στις δανειακές τους υποχρεώσεις και οι σχετικοί ισχυρισμοί τους  καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος των ενόρκων δηλώσεων τους. Η ύπαρξη χρεών δεν απαλλάσσει τον υπόχρεο γονέα από τη νομική του υποχρέωση να συνεισφέρει στη διατροφή των παιδιών του, γιατί η διατροφή ανηλίκων αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση των γονέων και προηγείται έναντι  άλλων οικονομικών τους υποχρεώσεων. Προς τούτο παραπέμπω στην απόφαση Δημητρίου v. Περδίου (βλ. ανωτέρω) και στην απόφαση Χριστίνα Χαραλάμπους v. Χαράλαμπου Χαραλάμπους (2010) 1 Α.Α.Δ. 951, όπου μεταξύ άλλων λέχθηκαν τα πιο κάτω:

 

«….. η διατροφή έχει σκοπό να καλύψει τις καταναλωτικές και όχι τις κεφαλαιουχικές δαπάνες, τις οποίες οι ίδιοι οι γονείς αναλαμβάνουν και επωμίζονται με σκοπό την επ΄ ονόματι τους απόκτηση περιουσίας. ……………………………………………………………………………………….η δόση που θα καταβάλλεται υπό τύπο «ενοικίου», στην πραγματικότητα θα βοηθά στην αποπληρωμή του στεγαστικού δανείου, που μοναδικό σκοπό έχει την σταδιακή απόκτηση οικίας, που θα παραμείνει ως κεφαλαιουχικό δεδομένο, πολύ μετά που θα σταματήσει το διάταγμα διατροφής».

 

Τονίζω εκ νέου ότι στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της ουσίας της υπόθεσης, ούτε προδικάζει οποιοδήποτε ζήτημα σε σχέση με αυτήν. Οι οποιεσδήποτε διαπιστώσεις στις οποίες προβαίνει το Δικαστήριο γίνονται για σκοπούς εξέτασης της έκδοσης ή μη ενός προσωρινού διατάγματος.  Όλα τα ζητήματα που εγείρονται στην εναρκτήρια αίτηση, παραμένουν ζωντανά για να αποφασισθούν κατά την εκδίκαση της ουσίας.  (Δημοκρατία της Σλοβενίας v. Beograska Banka D.D. (1999) 1 (A) ΑΑΔ 225,2336).

 

Στη βάση όλων όσων έχουν ανωτέρω αναφερθεί κατέληξα ότι το ποσό των €630 μηνιαίως είναι λογικό υπό τις περιστάσεις να καθοριστεί ως προσωρινή συνεισφορά του Καθ’ ου η αίτηση στα έξοδα διατροφής και συντήρησης των ανήλικων τέκνων του. Στα πλαίσια της παρούσας ενδιάμεσης διαδικασίας και έχοντας πάντα κατά νου ότι η υποχρέωση διατροφής ανηλίκων προηγείται κάθε άλλης οικονομικής υποχρέωσης του υπόχρεου προς διατροφή, κρίνω ότι το ποσό αυτό είναι εντός των δυνάμεων του Καθ’ ου η αίτηση.

 

Συνεπώς, εκδίδεται προσωρινό διάταγμα με το οποίο ο Καθ’ ου η αίτηση διατάσσεται να καταβάλλει στην Αιτήτρια μηνιαίως από 01.04.2025, την πρώτη ημέρα κάθε επόμενου μηνός, το ποσό των €630 ως συνεισφορά του στην διατροφή και συντήρηση των ανήλικων τέκνων του  Μ. και Δ.  Από το αναδρομικό ποσό διατροφής θα αφαιρεθεί το ποσό των €450 που ο Καθ’ ου η αίτηση κατέβαλλε στην Αιτήτρια αποδεδειγμένα κάθε μήνα. Το διάταγμα θα ισχύει μέχρι περατώσεως της εναρκτήριας αίτησης ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Ως προς τα έξοδα της αίτησης, λαμβάνω υπόψιν ότι ο γενικός κανόνας δυνάμει του Μέρους 39.2(1), είναι ότι ο αποτυχών διάδικος διατάσσεται να καταβάλει τα έξοδα του επιτυχόντα διαδίκου και ότι τέτοια διαταγή ή διαταγές θα εκδίδονται σε σχέση με οποιαδήποτε αίτηση υποβάλλεται κατά την πορεία της δικαστικής διαδικασίας. Συνεπώς, ασκώντας την διακριτική μου ευχέρεια έχω αποφασίσει να επιδικάσω κατόπιν συνοπτικού υπολογισμού, σε συνεννόηση με το Πρωτοκολλητείο, δικηγορικά έξοδα ύψους €700 πλέον πραγματικά έξοδα πλέον Φ.Π.Α, υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση.

 

                                                                    (Υπ.)…………………….

                                                                                          Σ. Νεοφύτου, Δ.

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο