
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. Νεοφύτου, Δ.
Αρ. Αίτησης: 357/2024 (i)
Μεταξύ:
Ε.Σ.
Αιτήτριας
Και
Α.Π.
Καθ’ ου η αίτηση
Ημερομηνία: 21 Ιουλίου 2025
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για την Αιτήτρια: Μ. Χαραλαμπίδου (κα) για
Για τον Καθ’ ου η αίτηση: Θ. Παπανικολάου (κα) για
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Οι διάδικοι υπήρξαν σύζυγοι και από το γάμο τους απέκτησαν ένα τέκνο, τον Σ, ηλικίας 10 ετών. Από το 2016 που οι διάδικοι βρίσκονται σε διάσταση, η Αιτήτρια διαμένει με τον ανήλικο στην Κύπρο και ο Καθ’ ου η αίτηση στην Ελλάδα. Στις 31.05.17 το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών εξέδωσε απόφαση με την οποία λύθηκε ο γάμος των διαδίκων, η επιμέλεια του ανηλίκου ανατέθηκε στην Αιτήτρια και ο Καθ’ ου η αίτηση διατάχθηκε να καταβάλλει το ποσό των €370 μηνιαίως για τη διατροφή και συντήρηση του ανηλίκου, από 01.03.2016 για δύο χρόνια. Μετά την λήξη της διετίας η Αιτήτρια προσέφυγε επανειλημμένως στο Δικαστήριο για την έκδοση απόφασης διατροφής. Στις 20.01.2024 έληξε η τριετία ισχύος της απόφασης διατροφής ημερομηνίας 20.01.21, με την οποία ο Καθ’ ου η αίτηση διατάχθηκε να καταβάλλει το ποσό των €280 μηνιαίως.
Στα πλαίσια εναρκτήριας αίτησης ημερομηνίας 31.10.2024 με τον ως άνω τίτλο και αριθμό, η Αιτήτρια επιδιώκει την έκδοση διατάγματος με το οποίο να καθορίζεται η συνεισφορά του Καθ’ ου η αίτηση στη διατροφή και συντήρηση του ανήλικου τέκνου των διαδίκων στο ποσό των €650 μηνιαίως. Την επόμενη ημέρα αποτάθηκε μονομερώς στο Δικαστήριο για την έκδοση προσωρινού διατάγματος διατροφής για το ίδιο ποσό.
Μετά από οδηγίες του Δικαστηρίου η αίτηση χωρίς ειδοποίηση επιδόθηκε στον Καθ’ ου η αίτηση, ούτως ώστε να του δοθεί το δικαίωμα να ακουστεί. Με την ένσταση που καταχώρισε ο τελευταίος, εγείρει συνολικά έντεκα λόγους προς απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας ως ακολούθως:
1. «Η Αίτηση, ημερομηνίας 01/11/2024, της Αιτήτριας είναι κατά Νόμο και/ή ουσία αβάσιμη και/ή κακόπιστη και/ή καταχρηστική και/ή στηρίζεται σε ελλιπή και/ή ανεπαρκή και/ή λανθασμένη νομική βάση και/ή σε μη έτυμα γεγονότα και/ή
2. Η Αιτήτρια παρέλειψε, πριν από την καταχώρηση της Αιτήσεως της, ημερομηνίας 01/11/2023 και/ή της Κυρίως Αίτησης της στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αίτηση Διατροφής, να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του Μέρους 3, Ενότητα ΙΙ, Κανονισμός 3.9(1) έως (3) και 3.10(1) έως (7) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 (13/2023) για την αποστολή επιστολής απαίτησης προς τον Καθ' ου η Αίτηση στο πλαίσιο της Προδικαστηριακής συμπεριφοράς, με αποτέλεσμα η καταχώριση της παρούσας Ενδιάμεσης Αιτήσεως της, αλλά και της Κυρίως Αιτήσεως της να οδηγούν σε περιττά και/ή αδικαιολόγητα έξοδα και ταλαιπωρία του Καθ' ου η Αίτηση και να δικαιολογείται η επιβολή κυρώσεως εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ του Καθ' ου η Αίτηση από το Σεβαστό Δικαστήριο κατά την άσκηση των εξουσιών του δυνάμει του Μέρους 28 ή του Μέρους 39 των υπό αναφορά Κανονισμών και/ή
3. Η Αιτήτρια παρέλειψε να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του Μέρους 23 Κανονισμός 23.6(2) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 (13/23) για την καταχώρηση γραπτής αγόρευσης έως και δυο μέρες πριν από την ΑΔΟ αναφορικά με την αίτηση της χωρίς ειδοποίηση και/ή
4. Η Αιτήτρια μέσω της Ενδιάμεσης Αίτησης της ημερ. 01/11/2024 και την Ένορκη Δήλωσης της που την συνοδεύει, δεν προσέρχεται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και/ή δεν προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων της υπό κρίση υπόθεσης και/ή
5. Οι ισχυρισμοί της αιτήτριας, ως αυτοί εκτίθενται επί της υπό κρίση Αιτήσεως και της Ένορκης Δήλωσης που την συνοδεύει την Αίτηση είναι ψευδείς και/ή αναληθείς και/ή εμποτισμένοι με το στοιχείο της δολιότητας ενώ στοχεύουν να παραπλανήσουν και/ή εξαπατήσουν το Σεβαστό Δικαστήριο και/ή
6. Οι αιτούμενες θεραπείες της Αιτήτριας που προωθούνται με την υπό αναφορά Αίτηση και την Ένορκη Δήλωση της, είναι υπερβολικές ή/και χαλκευμένες ή/και επίπλαστες ή/και διογκωμένες, ενώ προωθούνται κακόπιστα, με σκοπό της η Αιτήτρια να φέρει σε οικονομική δυσμένεια ή/και εξαθλίωση τον Καθ' ου η Αίτηση ή/και να τον πλήξει οικονομικά και/ή
7. Η Αιτήτρια μέσω της Αιτήσεως της παρουσιάζει ή/και καταγράφει ψευδή στοιχεία ή/και πληροφορίες αναφορικά με τα εισοδήματα του Καθ' ου η Αίτηση ή/και της ιδίας, καθώς και σε σχέση με τα έξοδα ή/και τις ανάγκες του ανήλικου τους τέκνου, Στέφανου Πασσά, γνωρίζοντας ότι τα στοιχεία αυτά και/ή οι πληροφορίες αυτές που παρουσιάζει και/ή καταγράφει δεν είναι αληθή και/ή δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και/ή
8. Ο Καθ' ου η Αίτηση συνεισφέρει ουσιαστικά στη διατροφή του ανηλίκου Στέφανου Πασσά όπως ανέκαθεν συνείσφερε και πριν από τη καταχώρηση της παρούσας Αιτήσεως και, συνεπώς, δεν συντρέχει ή/και δεν πληρείται το στοιχείο του κατ' επείγοντος στην υπό κρίση Αίτηση της Αιτήτριας και/ή
9. Η Αίτηση της Αιτήτριας και η Ένορκη Δήλωση που τη συνοδεύει, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960), ως αυτό έχει τροποποιηθεί έως και σήμερα ή/και τις αρχές ή/και προϋποθέσεις της συναφούς Νομοθεσίας ή/και Νομολογίας, για την έκδοση του αιτούμενου Προσωρινού Διατάγματος και/ή
10. Η ενδεχόμενη επιτυχής έκβαση της Αιτήσεως της Αιτήτριας, πρόκειται να προκαλέσει δυσανάλογη ή/και υπέρμετρη ταλαιπωρία ή/και υπέρμετρα ή/και δυσανάλογα έξοδα στον Καθ' ου η Αίτηση λόγω των υπερβολικών ή/και κίβδηλα διογκωμένων αιτούμενων θεραπειών της Αιτήτριας και/ή
11. Οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας στην Αίτηση της ή/και στην Ένορκη Δήλωση της παρατίθενται ή/και δικογραφούνται χωρίς η ίδια να έχει ειλικρινή πίστη στο αληθές τους και/ή
12. Κατά συνέπεια, η Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, με έξοδα υπέρ του Καθ' ου η Αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.»
Τόσο η αίτηση, όσο και η ένσταση υποστηρίζονται αντίστοιχα από τις ένορκες δηλώσεις των διαδίκων. Σημειώνεται ότι οι διάδικοι καταχώρισαν συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις.
Προτού παραθέσω τους ισχυρισμούς των διαδίκων, θα ήθελα να τονίσω ότι η παρούσα υπόθεση αφορά τον προσωρινό καθορισμό της υποχρέωσης των διαδίκων να συνεισφέρουν στη διατροφή του ανήλικου τέκνου τους. Ο Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμος, Ν.216/90 και συγκεκριμένα τα άρθρα 33 (1) και 37 θέτουν τις παραμέτρους, επί των οποίων καθορίζεται η συνεισφορά των γονέων στην διατροφή των ανηλίκων τέκνων τους. Οι παράμετροι αυτοί είναι οι ανάγκες του δικαιούχου και οι οικονομικές δυνάμεις των υπόχρεων γονέων, παράμετροι οι οποίες περιορίζουν σημαντικά τα επίδικα θέματα. Συνεπώς, δεν θα απασχολήσουν το Δικαστήριο ισχυρισμοί που σχετίζονται με το δικαίωμα επικοινωνίας του Καθ’ ου η αίτηση με τον ανήλικο και ισχυρισμοί οι οποίοι άπτονται των περιουσιακών διαφορών των διαδίκων.
Στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση της, η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι από τις 20.01.2024 δεν υπάρχει σε ισχύ διάταγμα διατροφής με αποτέλεσμα ο Καθ’ ου η αίτηση να της καταβάλλει μεταξύ €230 και €280 μηνιαίως, παρά το ότι γνωρίζει ότι τα έξοδα του παιδιού έχουν αυξηθεί λόγω του ότι αντιμετωπίζει μαθησιακές δυσκολίες, χρειάζεται ειδική εκπαίδευση, εργοθεραπεία και παρακολούθηση από ιδιώτη ψυχολόγο για συμβουλευτική και ψυχοεκπαίδευση για θέματα ΔΕΠΥ (Διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας).
Υποστηρίζει ότι από το 2022 που ο ανήλικος διαγνώστηκε με ΔΕΠΥ καλύπτει η ίδια όλα τα έξοδα των θεραπειών του. Ο Καθ’ ου η αίτηση έχει περιορισμένη επικοινωνία με τον ανήλικο, αφού ασκεί το δικαίωμα του όταν ο ανήλικος μεταβαίνει στην Ελλάδα και ελάχιστες φορές όταν ο Καθ’ ου η αίτηση επισκέπτεται την Κύπρο.
Για τις οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων αναφέρει ότι η ίδια είναι ιδιωτική υπάλληλος με καθαρό εισόδημα €2.300 μηνιαίως πλέον 13ο μισθό. Είναι επίσης ιδιοκτήτρια της οικίας στην Αθήνα που αποτελούσε το συζυγικό οίκο των διαδίκων, χωρίς ωστόσο να λαμβάνει κάποιο εισόδημα. Για τον Καθ’ ου η αίτηση αναφέρει ότι είναι δημόσιος υπάλληλος στο Υπουργείο Ναυτιλίας και Αιγαίου. Είναι ιδιοκτήτης ενός διαμερίσματος στο Γαλάτσι και μιας εξοχικής κατοικίας στα Μέγαρα Αττικής. Λαμβάνει επιπλέον εισόδημα από υπηρεσίες που προσφέρει στην οικογενειακή επιχείρηση της μητέρας της νυν συζύγου του και κατά την δική της εκτίμηση τα εισοδήματα του ξεπερνούν τις €2.000 μηνιαίως, επιπλέον της αμοιβής του από την οικογενειακή επιχείρηση.
Καθορίζει τα μηνιαία έξοδα του ανηλίκου στο ποσό των €1.422 και παραθέτει αναλυτικό πίνακα για το πως προκύπτει το ποσό αυτό. Ισχυρίζεται ότι για να ανταπεξέλθει οικονομικά περιορίζει τις δικές της ανάγκες στο ελάχιστο και αναγκάζεται να δανείζεται χρήματα από το οικογενειακό της περιβάλλον, εφόσον με το ποσό που της καταβάλλει ο Καθ’ ου η αίτηση είναι αδύνατο καλύπτει τις αυξημένες ανάγκες του ανηλίκου.
Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση του, ο Καθ’ ου η αίτηση επαναλαμβάνει τους λόγους ένστασης και περαιτέρω ισχυρίζεται ότι από τις 20.01.2024 καταβάλλει στην Αιτήτρια ανελλιπώς το ποσό των €280 μηνιαίως, πλην δύο περιπτώσεων όπου κατέβαλε το ποσό των €230. Πρόκειται για τους μήνες Μάϊο και Ιούνιο του 2024 όπου είχε ταξιδέψει στην Κύπρο για να παραλάβει τον ανήλικο από την οικία της Αιτήτριας και να τον μεταφέρει στην Ελλάδα και αντιστρόφως για να ασκήσει το δικαίωμα επικοινωνίας του. Την περίοδο αυτή κατέβαλε συνολικά €200, επειδή η Αιτήτρια αρνήθηκε να του παραδώσει τον ανήλικο στο αεροδρόμιο Λάρνακας και να τον παραλάβει από αυτό.
Δεν αμφισβητεί ότι ο ανήλικος αντιμετωπίζει μαθησιακές δυσκολίες και ισχυρίζεται ότι ουδέποτε αρνήθηκε να συνεισφέρει στα σχετικά έξοδα. Ωστόσο, η Αιτήτρια ουδέποτε τον ενημέρωσε για το ποιες ακριβώς είναι οι προτεινόμενες θεραπείες και εισηγήσεις των ειδικών και αναγκάζεται να επικοινωνεί ο ίδιος με τους ειδικούς για να πληροφορηθεί και να έχει πλήρη εικόνα της κατάστασης του ανηλίκου. Κατηγορεί την Αιτήτρια ότι αποφασίζει μονομερώς και δεν προβαίνει σε έρευνα για το κόστος των θεραπειών, χωρίς να λαμβάνει υπόψιν την οικονομική του δυνατότητα.
Ισχυρίζεται ότι από την εργασία της η Αιτήτρια λαμβάνει €2.300 πλέον 13ο μισθό και αρνείται ότι η Αιτήτρια δεν λαμβάνει εισόδημα από την συζυγική οικία. Ως προς αυτό, ισχυρίζεται ότι από έρευνα που έκανε, φαίνεται ότι ενοικιάζει το υπόγειο της οικείας με ενοίκιο ύψους €325 (σχετικό είναι το τεκμήριο 2 που κατέθεσε), γεγονός που απέκρυψε από το Δικαστήριο. Είναι η θέση του ότι θα μπορούσε να λαμβάνει επιπλέον εισόδημα από την ενοικίαση του ισογείου και του πρώτου ορόφου, εφόσον όπως ο ίδιος γνωρίζει, η κατοικία είναι σε άριστη κατάσταση και πλήρως επιπλωμένη. Μετά από έρευνα που διεξήγαγε στο διαδίκτυο εκτιμά ότι θα μπορούσε να λαμβάνει κατά μέσο όρο €1.250 μηνιαίως (σχετικά είναι τα τεκμήρια 4 α και 4 β). Παραπέμπει επίσης στην απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών με αρ. 8514/2023 και του Εφετείου Αθηνών με αρ. 5398/2022 όπου γίνεται αναφορά στην δυνατότητα της να αξιοποιήσει την οικία και να έχει οικονομικό όφελος (τεκμήριο 5). Ισχυρίζεται επίσης ότι η Αιτήτρια λαμβάνει επίδομα μονογονέα ύψους €212 μηνιαίως και επίδομα τέκνου ύψους €44 μηνιαίως, γεγονός που και πάλι αποκρύπτει από το Δικαστήριο.
Υποδεικνύει ότι η Αιτήτρια σκοπίμως δεν αποκαλύπτει ότι μέχρι και σήμερα καταβάλλει ο ίδιος ποσό ύψους €552,49 έναντι του δανείου που εξασφάλισαν ως σύζυγοι για την κατασκευή της συζυγικής οικίας ιδιοκτησίας της Αιτήτριας. Προς τούτο κατέθεσε ως τεκμήριο 7, αντίγραφο της δανειακής σύμβασης.
Ισχυρίζεται ότι οι μηνιαίες του απολαβές από την εργασία του ανέρχονται σε €1.480 μηνιαίως και ότι από το ποσό αυτό αποκόπτεται η δόση του δανείου, με αποτέλεσμα να του απομένουν καθαρά €930. Κατέθεσε ως τεκμήριο 8 αντίγραφα της μισθοδοσίας του για την περίοδο από Μάϊο 2024 μέχρι Δεκέμβριο του 2024. Αναφέρει ότι ενοικιάζει το διαμέρισμα που έχει στο Γαλάτσι από τις 15.04.2023 μέχρι τις 14.04.2025 με ενοίκιο ύψους €300. Κατέθεσε ως τεκμήριο 9 αντίγραφο απόδειξης υποβολής δήλωσης περιουσιακών στοιχείων ακίνητης ιδιοκτησίας. Εξηγεί επίσης ότι το εξοχικό στο οποίο αναφέρεται η Αιτήτρια, στην ουσία είναι ένα αγροτεμάχιο με μηδενική αξία με ένα αυθαίρετο κτίσμα 30 τ.μ. όπου διαμένει η υπερήλικη μητέρα του.
Αρνείται ότι αμείβεται για υπηρεσίες που προσφέρει στην οικογενειακή επιχείρηση της μητέρας της συζύγου του και υποδεικνύει ότι ως δημόσιος υπάλληλος που είναι απαγορεύεται να εργάζεται παράλληλα στον ιδιωτικό τομέα. Αναφέρει ότι είναι πατέρας ενός ακόμα ανηλίκου που απέκτησε με την νυν σύζυγο του και ότι οφείλει νομικά και ηθικά να εξασφαλίζει ίδιες παροχές στα παιδιά του, χωρίς η διατροφή του πρώτου τέκνου του να θέτει σε κίνδυνο την διατροφή του δεύτερου. Ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο πρέπει επίσης να λάβει υπόψιν του και το κόστος που επωμίζεται για την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του με τον ανήλικο, ύψους €150 περίπου μηνιαίως.
Τα μηνιαία έξοδα του ανηλίκου, ως η Αιτήτρια τα παρουσιάζει, τα χαρακτηρίζει ως έκδηλα υπερβολικά και μη ανταποκρινόμενα στην πραγματικότητα. Κατά την κρίση του, για την κάλυψη τους επαρκεί το ποσό των €650 περίπου μηνιαίως. Παραθέτει και ο ίδιος αναλυτικό πίνακα με κάθε ξεχωριστό κονδύλι και το κόστος αυτού και υποδεικνύει ότι η Αιτήτρια δεν παρέθεσε τεκμήρια για να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς της για τα έξοδα αλλά και για τις θεραπείες που χρειάζεται ο ανήλικος. Προβαίνει σε σχολιασμό κάποιων εξόδων και υποστηρίζει ότι από έρευνα που έκανε, το κόστος των θεραπειών δεν μπορεί να υπερβαίνει τα €300 μηνιαίως.
Στη συμπληρωματική ένορκο δήλωση που καταχώρισε η Αιτήτρια, παραδέχεται ότι ενοικιάζει το υπόγειο της συζυγικής οικίας και εξηγεί ότι από το ποσό των €325 που λαμβάνει αποκόπτεται φορολογία και απομένει το ποσό των €227. Εξηγεί επίσης ότι για να ενοικιάσει το υπόγειο έκανε ανακαίνιση με κόστος €15.000 και προς τούτο έκανε δάνειο με μηνιαία δόση ύψους €220. Μέρος του ποσού το δανείστηκε από την αδελφή της, στην οποία επίσης καταβάλλει σταδιακά κάποια ποσά. Υποστηρίζει ότι ο Καθ’ ου η αίτηση δύναται να λαμβάνει ως ενοίκιο από το διαμέρισμα στο Γαλάτσι πέραν των €300, εφόσον βρίσκεται σε προνομιούχα τοποθεσία. Η εξοχική του κατοικία είναι πολυτελέστατη με πισίνα και ψησταριά. Η μητέρα του δεν διαμένει μόνιμα εκεί, εφόσον διαμένει σε διαμέρισμα σε άλλη περιοχή. Εμμένει δε στη θέση της ο Καθ’ ου η αίτηση εργάζεται στην οικογενειακή επιχείρηση της οικογένειας της νυν συζύγου του.
Κατέθεσε αποδείξεις πληρωμής ειδικής εκπαίδευσης, εργοθεραπείας, και ψυχολόγου ως τεκμήρια 6,7 και 8 και ισχυρίζεται ότι οι ιατρικές επισκέψεις που καλύπτει ετησίως είναι περιορισμένες, ενώ δεν καλύπτονται επισκέψεις σε εκπαιδευτικό ψυχολόγο και εργοθεραπευτή.
Στη συμπληρωματική ένορκο δήλωση που καταχώρισε ο Καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι αποκόπτεται και από τον ίδιο ένα ποσό φόρου από το ενοίκιο που εισπράττει από το διαμέρισμα στο Γαλάτσι και απορρίπτει τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας ότι η συζυγική οικία χρειάζεται ανακαίνιση, εφόσον σε αυτήν διαμένει η Αιτήτρια και η οικογένεια της όταν επισκέπτονται την Ελλάδα. Κατέθεσε ως τεκμήριο 3 φωτογραφίες της εξοχικής του κατοικίας για να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας ότι πρόκειται για πολυτελή έπαυλη και επαναλαμβάνει ότι πλέον διαμένει εκεί η μητέρα του.
Τέλος και αναφορικά με τα τεκμήρια 6, 7 και 8 που κατέθεσε η Αιτήτρια, ισχυρίζεται ότι αυτά αφορούν διάφορες περιόδους και δεν είναι σταθερά κάθε μήνα.
Η ακρόαση της αίτησης ολοκληρώθηκε με τις γραπτές αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων. Ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε.
Έχω μελετήσει την παρούσα αίτηση, την ένσταση, το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων των διαδίκων καθώς και τα όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων υποστήριξαν με τις αγορεύσεις τους. Κατωτέρω θα ασχοληθώ με τους λόγους ένστασης που ο Καθ’ ου η αίτηση προώθησε με τις αγορεύσεις του.
Σε σχέση με το δεύτερο λόγο ένστασης του Καθ’ ου η αίτηση περί μη συμμόρφωσης με το Προδικαστηριακό Πρωτόκολλο, Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας του 2023, σχετικός είναι ο Κανονισμός 3.11(α) που προνοεί τα ακόλουθα:
«3.11. Περιπτώσεις στις οποίες συμμόρφωση δεν είναι αναγκαία
(1) Τα μέρη δεν απαιτείται να συμμορφώνονται με τις πρόνοιες της Ενότητας ΙΙ ή των Τύπων Ι, ΙΙ ή ΙΙΙ του Παραρτήματος Ι στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) σε επείγουσες απαιτήσεις· ή
[.]»
Προκύπτει ότι όταν η απαίτηση εγείρεται κάτω από επείγουσες συνθήκες δεν απαιτείται συμμόρφωση με τις πρόνοιες για το Προδικαστηριακό Πρωτόκολλο. Στην υπό κρίση περίπτωση, όπου η διαδικασία αφορά τη ρύθμιση της συνεισφοράς του Καθ' ου η αίτηση στη διατροφή και συντήρηση του ανήλικου τέκνου του που αποτελεί ζήτημα επείγουσας φύσης και χρήζει άμεσης ρύθμισης, δεν απαιτείται σχετική συμμόρφωση. Η Αιτήτρια καταχώρισε αίτηση χωρίς ειδοποίηση την αμέσως επόμενη ημέρα καταχώρισης της εναρκτήριας αίτησης, επικαλούμενη ότι είναι επείγον να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα. Συνεπώς ο συγκεκριμένος λόγος ένστασης απορρίπτεται.
Ο Καθ’ ου η αίτηση παραπονείται ότι η Αιτήτρια δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, ότι έχει παραθέσει ψευδείς και αναληθείς ισχυρισμούς με σκοπό την παραπλάνηση του Δικαστηρίου και ότι έχει αποκρύψει ουσιώδη γεγονότα, όπως το ύψος των εισοδημάτων του Καθ’ ου η αίτηση. Προβάλλει επίσης ως λόγο ένστασης ότι δεν πληρείται το στοιχείο του κατεπείγοντος.
Επισημαίνω αρχικά ότι σύμφωνα με τη νομολογία το θέμα των εισοδημάτων των διαδίκων δεν είναι θέμα ειλικρινούς αποκάλυψης με την έννοια που η συνήγορος του Καθ’ ου η αίτηση το θέτει. Η υποχρέωση αποκάλυψης των εισοδημάτων του καθ’ ου η αίτηση δεν βαρύνει την Αιτήτρια, ούτε βεβαίως ο Καθ’ ου η αίτηση βαρύνεται με την υποχρέωση αποκάλυψης των εισοδημάτων της Αιτήτριας. Η υποχρέωση αυτή βαραίνει τον κάθε διάδικο ξεχωριστά ως προς τα δικά του εισοδήματα. Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι δεν έχει εκδοθεί μονομερώς οποιοδήποτε διάταγμα και η παρούσα αίτηση με τις οδηγίες που δόθηκαν να επιδοθεί στον Καθ’ ου η αίτηση έχει καταστεί πλέον δια κλήσεως αίτηση. Κατ' ακολουθίαν, όλα τα ουσιώδη γεγονότα βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου και δεν τίθεται θέμα μη αποκάλυψης. Για τον ίδιο λόγο δεν τυγχάνει εφαρμογής ούτε η αρχή ότι πρέπει να συντρέχει το στοιχείο του κατεπείγοντος. Συνακόλουθα οι σχετικοί λόγοι ένστασης απορρίπτονται (βλ. Κώστας Σμυρνιός (2000) 1 ΑΑΔ 43, Κυριακίδης ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λ.τ.δ. (2011) 1 (β) ΑΑΔ 2011, The Royal Bank of Scotland ν. Πλοίο “KALIA” (2012) 1 ΑΑΔ 6).
Αποτελεί επίσης λόγο ένστασης του Καθ’ ου η αίτηση ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 32 του Ν.14/60, ήτοι η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, η ύπαρξη ορατής πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγοντας σε θεραπεία στην αγωγή και ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, εκτός εάν εκδοθεί το αιτούμενο Διάταγμα (Βλ. μεταξύ άλλων Odysseos v. Pieris Estates and Others(1982) 1 Α.Α.Δ. 557, Τσιολάκκη και άλλη ν. Στυλιανίδη (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 782, Πουργουρίδη κ.α .Μέζου, (1994) 1 Α.Α.Δ. 201, Κυτάλα κ.ά. ν. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 253, M & Ch Mitsingas Tr. Ltd κ.ά. ν. Timberland Co. (1997) 1 (Γ) 1 Α.Α.Δ. 1791).
Είναι πάγια νομολογημένο ότι πέραν της συνδρομής των πιο πάνω προϋποθέσεων, στο τελικό στάδιο πρέπει το Δικαστήριο να σταθμίσει και το κατά πόσον είναι δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα (Ιπποδρομιακή Αρχή v. Χ΄΄ Βασίλη (1989) 1 ΑΑΔ 152).
Το Δικαστήριο στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της διαφοράς. Δεν προβαίνει σε ευρήματα ούτε αποφασίζει επί διαφιλονικούμενων θεμάτων. Οι αντικρουόμενοι ισχυρισμοί των διαδίκων θα εξετασθούν και θα αποφασιστούν κατά την ακρόαση της εναρκτήριας αίτησης (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 ΑΑΔ 363).
Σε σχέση με την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, έχει εξηγηθεί ότι δεν απαιτείται τίποτα περισσότερο από του να καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση ενώ η δεύτερη προϋπόθεση σύμφωνα με την Odysseos ανωτέρω, περικλείει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα αλλά κάτι λιγότερο από το «ισοζύγιο των πιθανοτήτων» που είναι το μέτρο απόδειξης στις αστικές διαφορές.
Ως προς την τρίτη προϋπόθεση, η οποία σχετίζεται με την επάρκεια της θεραπείας υπό το φως των γεγονότων της κάθε υπόθεσης, στην Timberland ανωτέρω έχει λεχθεί ότι:
«Η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου σε θεραπεία».
Στην απόφαση Κυρίσαββα v. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. έχει επίσης λεχθεί:
«όμως η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπ’ όψη. »
Οι πιο πάνω προϋποθέσεις κρίνονται με βάση τις διατάξεις του Νόμου που διέπει το υπό εξέταση κάθε φορά θέμα. Στην παρούσα υπόθεση, ως έχει ήδη λεχθεί, σχετικά είναι τα άρθρα 33(1) και 37 του Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν. 216/90 (στο εξής ο Νόμος).
Το άρθρο 33 (1) του Νόμου ορίζει ότι οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Το άρθρο 37 (1) του Νόμου ορίζει ότι η διατροφή προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και τις οικονομικές δυνατότητες που υπάρχουν για διατροφή προσώπου. Το άρθρο 37 (2) του Νόμου ορίζει ότι η διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του δικαιούχου και επιπλέον, ανάλογα με την περίπτωση, τα έξοδα για την εν γένει εκπαίδευσή του.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η υποχρέωση των γονέων να διατρέφουν τα τέκνα τους πηγάζει από το νόμο και σκοπό έχει την κάλυψη των βιοτικών τους αναγκών για τη συντήρηση και διατροφή τους και την κάλυψη άλλων αναγκών, όπως αυτές προκύπτουν στην καθημερινότητα τους. Για παράδειγμα αυτών που σχετίζονται με την εκπαίδευση και την υγεία τους. Η μη καταβολή από τον ένα εκ των δύο υπόχρεων του ποσού που του αναλογεί προς επίτευξη του πιο πάνω σκοπού, θέτει σε κίνδυνο την ίδια τη διαβίωση των ανηλίκων. Επομένως, στην παρούσα περίπτωση αναπόφευκτα υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση αλλά και πιθανότητα η Αιτήτρια να δικαιούται σε θεραπεία στην εναρκτήρια αίτηση.
Ως προς την τρίτη προϋπόθεση, η οποία είναι συνυφασμένη με την επάρκεια αποζημιώσεων κατά την έκδοση της απόφασης, θεωρώ ότι πληρείται και αυτή. Η υπό κρίση αίτηση αποσκοπεί στη διασφάλιση της συμβολής των διαδίκων στη διατροφή και γενικότερα στην κάλυψη των βασικών αναγκών των ανηλίκων μέχρι την πλήρη αποπεράτωση της εναρκτήριας αίτησης. Η φύση της διαδικασίας είναι τέτοια που τη διαφοροποιεί από άλλες διαδικασίες που έχουν ως σκοπό την επιδίκαση χρηματικών αποζημιώσεων. Η όποια αποζημίωση ενδεχομένως επιδικαστεί μετά την ακρόαση της εναρκτήριας αίτησης δεν μπορεί να κριθεί ικανοποιητική, ενόψει του ότι η συντήρηση και η ευημερία των ανηλίκων είναι καθημερινή και τρέχουσα ανάγκη και εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να αναμένει την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης.
Ως προς τη θέση του Καθ’ ου η αίτηση ότι η αίτηση πρέπει να απορριφθεί επειδή ανελλιπώς συνεισφέρει στα έξοδα του ανηλίκου, τονίζεται εκ νέου η εκ του νόμου υποχρέωση του να συνεισφέρει στην διατροφή των ανήλικων τέκνων του. Οποιαδήποτε διαφωνία των διαδίκων ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει τον Καθ’ ου η αίτηση είτε να σταματήσει να συνεισφέρει στα έξοδα του παιδιού, είτε να μειώσει τη συνεισφορά του. Μόνο η δεσμευτικότητα ενός διατάγματος διασφαλίζει διαχρονικά και σταθερά την καταβολή ενός ποσού που το Δικαστήριο κρίνει εύλογο για την συνεισφορά του στην διατροφή του ανηλίκου, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η διαβίωση και η ευημερία του. Όπως έχει αναφερθεί στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου Δημοσθένους v. Δημοσθένους, Έφεση Αρ. 21/2019, ημερομηνίας 29 Ιουνίου 2020):
«Η υποχρέωση αυτή είναι διαρκής. Η πιθανότητα διακοπής της συνεισφοράς του εφεσείοντος ανά πάσα στιγμή και για οποιοδήποτε λόγο δεν τίθεται στη βάσανο μαρτυρίας προς τούτο. Από τη στιγμή που η εφεσίβλητη διεκδίκησε δικαστική συνεισφορά υπό το φως της απομάκρυνσης του εφεσείοντος από τη συζυγική οικία, παραμένει αυτονόητο ότι είτε συναινετικά, είτε διά αποφάσεως μετά από ακρόαση, ένα διάταγμα μέσω Δικαστηρίου, είναι απαραίτητο, προς διασφάλιση των βασικών αναγκών των ανηλίκων.»
Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνεται ότι είναι δίκαιο, εύλογο αλλά και επιβεβλημένο να εκδοθεί ένα προσωρινό διάταγμα διατροφής και ό,τι απομένει να εξεταστεί και να καθοριστεί είναι το ύψος αυτού.
Ως προς τον τρόπο που το Δικαστήριο οφείλει να προσεγγίζει τις υποθέσεις διατροφής στο στάδιο έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος, καθ’ όλα καθοδηγητικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, Α.Μ ν. Μ.Ζ., Έφεση Αρ. 23/2019, ημερομηνίας 28.07.2020, τα οποία παραθέτω αυτούσια:
«Ως προς τα έξοδα της ανήλικης, όπως προαναφέραμε, καθορίζονται αφού το Δικαστήριο προβεί σε μια σφαιρική αντίκριση των δεδομένων. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι πρόκειται για ενδιάμεσο διάταγμα, το οποίο εκδίδεται γιατί υπάρχει η υποχρέωση και των δύο γονέων να συνεισφέρουν στη διατροφή του ανήλικου από τη διάσταση και πως αυτό περιορίζεται μέχρι την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης, όπου το Δικαστήριο θα αποφασίσει επί της ουσίας της αίτησης με βάση τα πραγματικά εισοδήματα των διαδίκων και των αναγκών του ανηλίκου και θα προβεί σε καταμερισμό στον κάθε γονέα.»
Κατωτέρω θα προβώ σε κάποιες γενικές παρατηρήσεις και επισημάνσεις αναφορικά με τα ισχυριζόμενα έξοδα του ανηλίκου, αφού έλαβα υπόψιν μου τις αντικρουόμενες θέσεις των διαδίκων τόσο ως προς το ύψος αυτών, όσο και ως προς το κατά πόσον κάποια έξοδα πράγματι υφίστανται. Άλλοι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψιν είναι η ηλικία του παιδιού, τα μαθησιακά προβλήματα που αντιμετωπίζει, και το γεγονός ότι βρίσκεται υπό τη φύλαξη της Αιτήτριας σε μόνιμη βάση, εκτός των περιόδων άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας του Καθ’ ου η αίτηση, που ως φαίνεται είναι περιορισμένες. Αντλώ καθοδήγηση από τη σχετική νομολογία σύμφωνα με την οποία το μέτρο της διατροφής δεν μπορεί να εξευρεθεί με απόλυτους αριθμούς. Η κοινή λογική και η πείρα της ζωής είναι παράγοντες οι οποίοι διαδραματίζουν ρόλο στην καλύτερη αντίληψη των γεγονότων προς εντοπισμό των πραγματικών αναγκών συγκεκριμένων ατόμων. Το Δικαστήριο, εξετάζοντας και καθορίζοντας το εύλογο των κονδυλίων που απαιτούνται για τη διατροφή και συντήρηση του δικαιούχου, δεν είναι υποχρεωμένο να υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες που να οδηγούν σε υπολογισμό με σεντ, αλλά θα πρέπει να σταθμίζει τις ανάγκες και να καταλήγει σε συμπεράσματα που θα επαναφέρουν, ή δυνατό, τα ανήλικα παιδιά σε μία πλησιέστερη κατάσταση, όπως θα ήταν εάν οι γονείς τους ζούσαν μαζί (βλ. Μαρκουλίδης ν. Μαρκουλίδης κ.ά. (1989) 1 ΑΑΔ 1386, Κορελλίδης ν. Κορελλίδη (2012) 1 ΑΑΔ 1975 Παναγιώτου ν. Σφικτού (2001) 1 ΑΑΔ 625, Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους (2010) 1 (Β) ΑΑΔ 951).
Σημειώνω αρχικά ότι στην πλειονότητα τους τα έξοδα του ανηλίκου φαίνεται να έχουν καθοριστεί σε λογικά πλαίσια από την Αιτήτρια, σε αντίθεση με τον Καθ’ ου η αίτηση ο οποίος τα παρουσιάζει εμφανώς μειωμένα, για να αποφύγει ίσως την υποχρέωση του να συνεισφέρει σε αυτά στο μέτρο που του αναλογεί. Ενδεικτικά αναφέρω την θέση του ότι για τη σίτιση ανηλίκου επαρκεί το ποσό των €150 μηνιαίως, για την ένδυση και υπόδηση του το ποσό των €20 περίπου μηνιαίως, για τη ψυχαγωγία το ποσό των €30 μηνιαίως και για τα μεταφορικά του το ποσό των €40 μηνιαίως.
Λόγω της εφαρμογής του Γενικού Συστήματος Υγείας, το κονδύλι για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κρίνεται αυξημένο, χωρίς ωστόσο να μου διαφεύγει ότι προκύπτουν έκτακτα έξοδα αυτής της φύσεως που δεν απαιτούν οπωσδήποτε επίσκεψη σε κάποιο ιατρό, όπως κοινά κρυολογήματα και ιώσεις.
Επισημαίνω περαιτέρω ότι η Αιτήτρια δεν έχει τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς της για τα πλείστα έξοδα του ανηλίκου. Οι βασικές ανάγκες διαβίωσης όπως είναι η σίτιση, η ένδυση – υπόδηση, τα λειτουργικά έξοδα οικίας και η ψυχαγωγία δεν μπορούν να αμφισβητηθούν και το Δικαστήριο οφείλει να καθορίσει ένα εύλογο ποσό για την κάλυψη τους. Οι απογευματινές δραστηριότητες όμως και άλλα συναφή έξοδα θα έπρεπε να αποδεικνύονται ακόμα και στην περίπτωση που δεν αμφισβητούνται ως πραγματικό γεγονός αλλά υπάρχει διαφωνία ως προς το κόστος αυτών. Ο τελικός όμως καθορισμός συγκεκριμένων ποσών για κάθε ξεχωριστή ανάγκη θα γίνει κατά την ακρόαση της εναρκτήριας αίτησης.
Ως προς τις οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων, επαναλαμβάνω ότι κατά πάγια νομολογία ο κάθε διάδικος έχει υποχρέωση να αποκαλύπτει ειλικρινώς τα εισοδήματα του και την δική του οικονομική δυνατότητα. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Δημητρίου v. Περδίου (2005) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1418 όπου λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«Όπως έχει η σχετική νομοθετική διάταξη (βλ. άρθρο 33(1) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν.216/90) η υποχρέωση για διατροφή των ανηλίκων τέκνων μίας οικογένειας ανήκει και στους δύο γονείς, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του καθενός. Έχουν και οι δύο υποχρέωση όπως προβαίνουν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των πραγματικών τους εισοδημάτων και όχι μόνο των εξόδων τους. Στην υπόθεση Ette v. Ette (1965) 1 All E.R. 341, 346 έχει λεχθεί ότι όταν ο Καθ΄ ού η αίτηση δεν προβαίνει ο ίδιος σε ειλικρινή και πλήρη αποκάλυψη σχετικά με την οικονομική του κατάσταση, τότε το Δικαστήριο μπορεί, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του επαγγέλματος του και το τι κερδίζουν άλλοι στο ίδιο το επάγγελμα, να υπολογίσει ότι ο Καθ΄ ού η αίτηση έχει ψηλότερα, απ΄ ότι ισχυρίζεται, εισοδήματα. Η αρχή αυτή συνάδει και με τον κανόνα ότι εκεί που κάποιος έχει την αποκλειστική γνώση γεγονότων, οφείλει να τα αποδείξει (βλ. Tarapoulouzis v. District Officer (1962) C.L.R. 91 και Μαρκουλίδης v. Μαρκουλίδης κ.α. (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1386, 1390). Επομένως σε υποθέσεις διατροφής των ανηλίκων τέκνων μιας οικογένειας, η οικονομική δυνατότητα του καθενός από τους γονείς δεν είναι θέμα που θα πρέπει να αποδεικνύεται από τον Αιτητή ή την Αιτήτρια, ανάλογα με την περίπτωση, αλλά θέμα αληθινής αποκάλυψης από τους ίδιους τους γονείς, των αντιστοίχων εισοδημάτων τους. Το δε δικαστήριο, προβαίνει σε πλήρη έρευνα αυτών των στοιχείων.
Περαιτέρω αναφέρουμε ότι από σχετική νομολογία φαίνεται ότι το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη όχι μόνο τα πραγματικά εισοδήματα αλλά και την ικανότητα του Καθ΄ ού η αίτηση να κερδίζει (his potential earning capacity). (Βλ. Klucinsky v. Klucinsky (1953) 1 All E.R. 683 και McEwan v. McEwan (1972)»
Όπως ήδη υπέδειξα, στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε ευρήματα ούτε αποφασίζει επί αντικρουόμενων ισχυρισμών. Είναι αρκετό κατά την κρίση μου για σκοπούς έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος το γεγονός ότι οι διάδικοι εργάζονται και λαμβάνουν εισοδήματα, όπως αυτά έχουν αναφερθεί ανωτέρω, με τα οποία δύνανται και οφείλουν να συνεισφέρουν στα έξοδα διατροφής του ανηλίκου. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι τα εισοδήματα της Αιτήτριας υπερέχουν σε σχέση με αυτών του Καθ’ ου η αίτηση. Σημειώνεται ωστόσο η παράληψή της Αιτήτριας να αναφερθεί εξ’ αρχής στο εισόδημα που λαμβάνει από την ενοικίαση της συζυγικής οικίας αλλά και το γεγονός ότι επέλεξε να διατηρήσει σιγής ιχθύος για το κατά πόσο λαμβάνει επιδόματα, ως οι αναντίλεκτοι ισχυρισμοί του Καθ’ ου η αίτηση.
Οι διάδικοι αναφέρθηκαν στις δανειακές τους υποχρεώσεις. Όμως, η ύπαρξη χρεών δεν απαλλάσσει τον υπόχρεο γονέα από τη νομική του υποχρέωση να συνεισφέρει στη διατροφή των παιδιών του, γιατί η διατροφή ανηλίκων αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση των γονέων και προηγείται έναντι άλλων οικονομικών τους υποχρεώσεων. Προς τούτο παραπέμπω στις αποφάσεις Δημητρίου v. Περδίου (βλ. ανωτέρω) και Χριστίνα Χαραλάμπους v. Χαράλαμπου Χαραλάμπους (2010) 1 Α.Α.Δ. 951.
Τέλος και αναφορικά με τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των διαδίκων περί εκμετάλλευσης της ακίνητης περιουσίας που διαθέτουν και τη δυνατότητα τους να λαμβάνουν επιπλέον εισόδημα από αυτό που αναφέρουν στις ένορκες δηλώσεις τους, σημειώνεται ότι αυτό είναι κάτι που θα απασχολήσει του Δικαστήριο κατά την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης, όπου με τον σαφή προσδιορισμό των εισοδημάτων των διαδίκων και των εξόδων του παιδιού θα γίνει και ο τελικός καταμερισμός της εκ τους νόμου υποχρέωσης τους να συνεισφέρουν στη διατροφή του ανηλίκου.
Στη βάση όλων όσων έχουν ανωτέρω αναφερθεί κατέληξα ότι το ποσό των €350 μηνιαίως είναι λογικό υπό τις περιστάσεις να καθοριστεί ως προσωρινή συνεισφορά του Καθ’ ου η αίτηση στα έξοδα διατροφής και συντήρησης του ανήλικου τέκνου του. Στα πλαίσια της παρούσας ενδιάμεσης διαδικασίας και έχοντας πάντα κατά νου ότι η υποχρέωση διατροφής ανηλίκων προηγείται κάθε άλλης οικονομικής υποχρέωσης του υπόχρεου προς διατροφή, κρίνω ότι το ποσό αυτό είναι εντός των δυνάμεων του Καθ’ ου η αίτηση. Παράγοντας ο οποίος έχει συνυπολογιστεί είναι και η υποχρέωση του Καθ’ ου η αίτηση να διατρέφει και το άλλο ανήλικο τέκνο που έχει αποκτήσει με την νυν σύζυγο του.
Εκδίδεται προσωρινό διάταγμα με το οποίο ο Καθ’ ου η αίτηση διατάσσεται να καταβάλλει στην Αιτήτρια μηνιαίως από 01.11.2024, την πρώτη ημέρα κάθε επόμενου μηνός, το ποσό των €350 ως συνεισφορά του στην διατροφή και συντήρηση του ανήλικου τέκνου του Σ. Από το αναδρομικό ποσό διατροφής θα αφαιρεθεί το ποσό που ο Καθ’ ου η αίτηση κατέβαλλε στην Αιτήτρια αποδεδειγμένα κάθε μήνα. Το διάταγμα θα ισχύει μέχρι περατώσεως της εναρκτήριας αίτησης ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
Ως προς τα έξοδα της αίτησης, λαμβάνω υπόψιν ότι ο γενικός κανόνας δυνάμει του Μέρους 39.2(1), είναι ότι ο αποτυχών διάδικος διατάσσεται να καταβάλει τα έξοδα του επιτυχόντα διαδίκου και ότι τέτοια διαταγή ή διαταγές θα εκδίδονται σε σχέση με οποιαδήποτε αίτηση υποβάλλεται κατά την πορεία της δικαστικής διαδικασίας. Συνεπώς, ασκώντας την διακριτική μου ευχέρεια και κατόπιν συνοπτικού υπολογισμού, σε συνεννόηση με το Πρωτοκολλητείο, επιδικάζονται έξοδα ύψους €700 πλέον πραγματικά έξοδα πλέον Φ.Π.Α, υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση.
Σ. Νεοφύτου, Δ.
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο