Π.Α. ν. Ι.Σ., Αρ. Αίτησης: 112/2025, 25/9/2025
print
Τίτλος:
Π.Α. ν. Ι.Σ., Αρ. Αίτησης: 112/2025, 25/9/2025

 

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Σ. Νεοφύτου, Δ.

 

                                                                                      Αρ. Αίτησης: 112/2025 (i)

Μεταξύ:

Π.Α.

                                                                                                               Αιτήτριας

Και

 

Ι.Σ.

                    Καθ’ ου η αίτηση

Ημερομηνία: 25  Σεπτεμβρίου 2025

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Αιτήτρια: Α. Αργυρού (κα) για Αργυρού & Δημοσθένους ΔΕΠΕ

Για τον Καθ’ ου η αίτηση: Ε. Γεωργίου (κα) για Μιχάλης Τσιτσέκκος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε

 

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Στα πλαίσια εναρκτήριας αίτησης διατροφής ημερομηνίας 31.03.2025, η Αιτήτρια αξιώνει την έκδοση διατάγματος με το οποίο να καθορίζεται η συνεισφορά του Καθ’ ου η αίτηση στα έξοδα διατροφής και συντήρησης των ανήλικων τέκνων τους Ε και Α, ηλικίας σήμερα 2 ετών και 10 μηνών αντίστοιχα. Με αίτηση χωρίς ειδοποίηση που καταχώρισε στις 10.04.2025, αξιώνει την έκδοση προσωρινού διατάγματος διατροφής ύψους €800 μηνιαίως, πλέον 13η καταβολή.  Αιτείται επίσης την καταβολή του ποσού της διατροφής δια καταθέσεως της στον τραπεζικό της λογαριασμό.

 

Μετά από οδηγίες του Δικαστηρίου η αίτηση χωρίς ειδοποίηση επιδόθηκε στον Καθ’ ου η αίτηση, ούτως ώστε να του δοθεί το δικαίωμα ν’ ακουστεί. Με την ένσταση που καταχώρισε ο τελευταίος, εγείρεται σειρά λόγων προς απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας. Οι λόγοι ένστασης που προώθησε με την αγόρευση του συνίστανται σε θέσεις όπως ότι η Αιτήτρια απέκρυψε και/ή παρέλειψε να αναφέρει ουσιαστικά γεγονότα και δεν προσέρχεται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, δεν υφίστανται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60 και δεν πληρείται το στοιχείο του κατεπείγοντος, η αίτηση είναι εκδικητική και καταχρηστική, ο Καθ’ ου η αίτηση δεν είναι σε θέση και/ή δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει το ποσό που αιτείται η Αιτήτρια και ότι τα έξοδα των παιδιών είναι εξωπραγματικά και υπερβολικά.  

 

Τόσο η αίτηση, όσο και η ένσταση υποστηρίζονται αντίστοιχα από τις ένορκες δηλώσεις των διαδίκων.

 

Προτού παραθέσω τους ισχυρισμούς των διαδίκων, θα ήθελα να τονίσω ότι η παρούσα υπόθεση αφορά τον προσωρινό καθορισμό της υποχρέωσης των διαδίκων να συνεισφέρουν στη διατροφή των ανήλικων τέκνων τους. Ο Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμος, Ν.216/90 και συγκεκριμένα τα άρθρα 33 (1) και 37 θέτουν τις παραμέτρους επί των οποίων καθορίζεται η συνεισφορά των γονέων στην διατροφή των ανηλίκων τέκνων τους. Οι παράμετροι αυτοί είναι οι ανάγκες του δικαιούχου και οι οικονομικές δυνάμεις των υπόχρεων γονέων, παράμετροι οι οποίες περιορίζουν σημαντικά τα επίδικα θέματα. Συνεπώς, δεν θα απασχολήσουν το Δικαστήριο ισχυρισμοί που σχετίζονται με τους λόγους κατάρρευσης του γάμου των διαδίκων ή ισχυρισμοί που άπτονται της επίλυσης των περιουσιακών τους διαφορών, ως άσχετοι με του επίδικα θέματα. Το Δικαστήριο θα προχωρήσει στην παράθεση της μαρτυρίας που σχετίζεται με τις δύο πιο πάνω παραμέτρους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η υπόλοιπη μαρτυρία αγνοείται.  

 

Οικονομικές δυνάμεις διαδίκων

 

Στη μαρτυρία της η Αιτήτρια αναφέρει ότι εργάζεται ως νοσηλεύτρια με μηνιαίο εισόδημα €1.600 μηνιαίως και προς τούτο κατέθεσε ως τεκμήριο 9 κατάσταση των μηνιαίων της αποδοχών. Υποστηρίζει ότι ο Καθ’ ου η αίτηση έχει  εργοληπτική εταιρεία με άδεια διαχείρισης αποβλήτων. Συνέστησε Κοινοπραξία με άλλη εταιρεία για ένα χρόνο και αναλαμβάνουν κατόπιν δημόσιων προσφορών μεγάλα κυβερνητικά έργα, όπως κατασκευή πεζοδρομίων. Οι εταιρείες είναι επικερδείς και σε αυτές εργοδοτούνται νόμιμα δύο υπάλληλοι και άλλοι έκτακτοι υπάλληλοι. Κατέθεσε ως τεκμήριο 10, πιστοποιητικό από τον Έφορο Εταιρειών για τη νομική κατάσταση της εταιρείας, ως τεκμήριο 11, αναλυτική κατάσταση κίνησης του λογαριασμού της εταιρείας και ως τεκμήριο 12, διάφορα εμβάσματα στο λογαριασμό της εταιρείας από άλλες εταιρείες, από το Δήμο Στροβόλου κτλ. Κατέθεσε επίσης ως τεκμήριο 13, έμβασμα ημερομηνίας 02.04.25 από τον Δήμο Στροβόλου στην Κοινοπραξία, ύψους €97.643,06.  Ισχυρίζεται ότι κατά το διάστημα που ζούσαν ακόμα οι διάδικοι μαζί, τα εισοδήματα του Καθ’ ου η αίτηση ήταν τουλάχιστον της τάξεως των €1.600 μηνιαίως επιπλέον των εισοδημάτων που ελάμβανε από αδήλωτες εργασίες και 13ο μισθό.

 

Ο Καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι η Αιτήτρια πέραν του βασικού μισθού της, λαμβάνει εισοδήματα από υπερωρίες, ενώ έχει ήδη υποβάλει αίτηση λήψης επιδομάτων τέκνου και μονογονέα και πρόκειται σύντομα να τα λάβει αναδρομικά από τον Απρίλιο. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, το μηνιαίο της εισόδημα ξεπερνά τις €2.300 καθαρά. Απορρίπτει τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας αναφορικά με τα εισοδήματα του και ισχυρίζεται ότι τα τεκμήρια 11, 12 και 13 που κατέθεσε η Αιτήτρια είναι παραπλανητικά και αφορούν περιοδική εισροή χρημάτων στην εταιρεία, ενώ δεν φαίνονται οι προηγούμενες και μεταγενέστερες δοσοληψίες και έξοδα της εταιρείας. Συνεπώς, δεν αντικατοπτρίζουν την εισοδηματική του ικανότητα.  Εξηγεί ότι η δημιουργία της Κοινοπραξίας είναι προσωρινή και μόνο για συγκεκριμένο έργο εντός του Δήμου Στροβόλου, το οποίο ήταν εξ’ αρχής προβληματικό, κάτι που η Αιτήτρια γνωρίζει. Αναφορικά με τις εργασίες ανακύκλωσης που ισχυρίζεται η Αιτήτρια ότι διεξάγονται από την εταιρεία, εξηγεί ότι η εταιρεία κατέχει άδεια διαχείρισης αποβλήτων, αφού κάτι τέτοιο απαιτείται από το Νόμο για τις κατασκευαστικές εταιρείες για να διαχειρίζονται αποκλειστικά τα απόβλητα των εργασιών τους.

 

Υποστηρίζει ότι ο μηνιαίος μισθός του είναι €1.200 χωρίς δυνατότητα αύξησης με βάση τα εισοδήματα της εταιρείας. Κατέθεσε ως τεκμήριο 3, κατάσταση των μηνιαίων του αποδοχών από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων και καταστάσεις μισθοδοσίας εργοδότη για τους μήνες 12/2024-03/2025.  Ισχυρίζεται ότι από το ποσό αυτό καταβάλλει €400 για την διατροφή της θυγατέρας του που απέκτησε από τον πρώτο του γάμο (τεκμήριο 2, διάταγμα διατροφής) και το ποσό των €350 - €400 μηνιαίως για τη διατροφή των δύο τέκνων του που απέκτησε με την Αιτήτρια. Κατά την κρίση του και με βάση τις οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων το Δικαστήριο πρέπει να καθορίσει τη συνεισφορά του στα €350 μηνιαίως.

 

 

Ανάγκες των παιδιών

 

Η Αιτήτρια καθορίζει τα έξοδα των παιδιών στο ποσό των €1.719 μηνιαίως και παραθέτει πίνακα όπου καταγράφει κάθε ξεχωριστό κονδύλι και ανάγκη. Προς απόδειξη των εξόδων κατέθεσε ως τεκμήριο 8 δέσμη σχετικών αποδείξεων.

 

Ο Καθ’ ου η αίτηση υποστηρίζει ότι τα έξοδα των παιδιών ως η Αιτήτρια τα παρουσιάζει είναι υπερβολικά, απαράδεκτα και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Με βάση τους δικούς του υπολογισμούς τα έξοδα μπορούν να καλυφθούν με το ποσό των €784 μηνιαίως και καταγράφει αναλυτικό πίνακα με κάθε ξεχωριστό κονδύλι. Προβαίνει επίσης σε σχολιασμό κάποιων εξ’ αυτών.

 

Στην συμπληρωματική ένορκο δήλωση που καταχώρισε η Αιτήτρια, ισχυρίζεται ότι δεν λαμβάνει οποιοδήποτε επίδομα και δεν έχει άλλα εισοδήματα πλην του μισθού της. Εξηγεί ότι η ηλικία και το πρόγραμμα των παιδιών δεν της επιτρέπουν να εργάζεται επιπλέον ώρες και γι’ αυτό δεν πληρώνεται για υπερωρίες. Κατέθεσε ως τεκμήριο 6 κατάσταση αποδοχών Απριλίου 2025.

 

Υποστηρίζει ότι οι καταστάσεις αποδοχών που κατέθεσε ο Καθ’ ου η αίτηση δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική του οικονομική κατάσταση και ότι είναι κατασκευασμένες από τους λογιστές του για να αποφύγει την καταβολή διατροφής στο μέτρο που πραγματικά του αναλογεί. Επισημαίνει ότι είναι γνώστης των οικονομικών της εταιρείας του εφόσον μέχρι πρόσφατα εργαζόταν εκεί και διαχειριζόταν τα οικονομικά και άλλα θέματα της εταιρείας Παραπέμπει στα τεκμήρια 11-13 που κατέθεσε η ίδια στην αρχική της ένορκη δήλωση, όπου φαίνεται ότι διακινούνται μεγάλα χρηματικά ποσά. Επιπλέον, κατέθεσε ως τεκμήριο 5, γραπτές συνομιλίες που είχε με τον Καθ’ ου η αίτηση όπου φαίνεται ότι η ίδια είχε εμπλοκή στη διαχείριση των λογιστικών και οικονομικών θεμάτων της εταιρείας και ότι υπέβαλε η ίδια τις Εκθέσεις για την εταιρεία που ασχολείται με τα απόβλητα.

 

Ισχυρίζεται ότι ο Καθ’ ου η αίτηση λαμβάνει από τις εταιρείες του χρήματα τοις μετρητοίς τα οποία δεν φαίνονται στις καταστάσεις λογαριασμών. Εργοδοτεί υπάλληλους στους οποίους καταβάλλει μισθούς, αμείβεται με μετρητά για επιπλέον εργασίες που διεξάγει τα οποία δεν δηλώνει και λαμβάνει 13ο  μισθό, γεγονός που παραλείπει να αναφέρει.

 

Απορρίπτει τους ισχυρισμούς του Καθ’ ου η αίτηση ότι δεν έχει σχέση με την Κοινοπραξία και ότι η ύπαρξη της είναι προσωρινή και προς τούτο παραπέμπει στο τεκμήριο 13 που κατέθεσε αρχικά, όπου φαίνεται έκδοση τιμολογίου στις 31.12.24 και μερική πληρωμή του στις  02.04.25.

 

Η ακρόαση της αίτησης ολοκληρώθηκε με τις γραπτές αγορεύσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων. Ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε. Έχω μελετήσει την παρούσα αίτηση, την ένσταση, το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων καθώς και τα όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων υποστήριξαν με τις αγορεύσεις τους.

 

Ο Καθ’ ου η αίτηση παραπονείται ότι η Αιτήτρια έχει παραθέσει αναληθή γεγονότα με σκοπό την παραπλάνηση του Δικαστηρίου, ότι έχει αποκρύψει ουσιώδη γεγονότα και ότι δεν προσέρχεται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια. Παραπονείται επίσης ότι δεν συντρέχει το στοιχείο του κατεπείγοντος.

 

Αποτελεί νομολογιακά καθιερωμένη αρχή ότι ο Αιτητής, ο οποίος επιδιώκει μονομερώς ένα προσωρινό διάταγμα πρέπει να προσέρχεται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια. Πρέπει να προβαίνει δηλαδή σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων που τυχών να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου ως προς την έκδοση ή όχι ενός προσωρινού διατάγματος. Η σημασία της αποκάλυψης έχει αναλυθεί σε σειρά αποφάσεων. Το επιστέγασμα της απουσίας αποκάλυψης είναι η κατάργηση του διατάγματος. Το Δικαστήριο αν θεωρήσει ότι η μη αποκάλυψη ήταν ουσιώδης, μπορεί να ακυρώσει το προσωρινό διάταγμα που το ίδιο εξέδωσε αρνούμενο ν’ ακούσει περαιτέρω τον Αιτητή. Για να ακυρώσει όμως το Διάταγμα θα πρέπει τα  γεγονότα  που  δεν αποκαλύφθηκαν να ήταν ουσιώδη.  Επίσης, θα πρέπει να βρίσκονταν εντός της γνώσης του Αιτητή (Βλ. Στυλιανού v.  Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 583, Γρηγορίου κ. ά. v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, Demstar Ltd. v. Zim Israel Navigation Co. Ltd. (1996) 1 (A) Α.Α.Δ. 597, Μ. & Ch. Mitsingas Tr. Ltd. κ. ά. ν. Timberland Co. (1997) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1791, Resola (Cyprus) Ltd. v. Χρίστου (1998) 1 (Β) Α.Α.Δ. 598, Σεβαστού ν. Σεβαστού, (2002) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1980].

 

Επιπλέον, για να δικαιολογείται η έκδοση ενός διατάγματος μονομερώς, κατά παρέκκλιση του θεμελιώδους κανόνα της δικαιοσύνης που απαιτεί ακρόαση των δύο μερών πριν την άσκηση δικαστικής εξουσίας, θα πρέπει να συντρέχει και το στοιχείο του κατεπείγοντος. Το στοιχείο αυτό έχει ουσιαστική σημασία εκεί όπου η έκδοση του προσωρινού διατάγματος επιδιώκεται στη βάση μονομερούς αίτησης, όπως προβλέπεται από το άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 και όπως έχει ερμηνευτεί στην υπόθεση Resola (βλ. ανωτέρω).

 

Οι δύο πιο πάνω αρχές εφαρμόζονται αυστηρά στις περιπτώσεις όπου εκδίδεται ένα διάταγμα μονομερώς. Οι οδηγίες που δόθηκαν για επίδοση της αίτησης στον Καθ’ ου η αίτηση αφαιρούν οποιοδήποτε επιχείρημα περί μη συνδρομής των πιο πάνω αρχών και κατά συνέπεια οι σχετικοί λόγοι ένστασης απορρίπτονται (βλ. Κώστας Σμυρνιός, (2000) 1 ΑΑΔ 43, Μαρκιτανή v. Μαρκιτανή (2000) 1 ΑΑΔ).

 

Αποτελεί επίσης λόγο ένστασης του Καθ’ ου η αίτηση ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης προσωρινού  διατάγματος με βάση το άρθρο 32 του Ν.14/60, ήτοι η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, η ύπαρξη ορατής πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγοντας σε θεραπεία στην αγωγή και ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, εκτός εάν εκδοθεί το αιτούμενο Διάταγμα (Βλ. μεταξύ άλλων Odysseos v. Pieris Estates and Others(1982) 1 Α.Α.Δ. 557, Τσιολάκκη και άλλη ν. Στυλιανίδη (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 782, Πουργουρίδη  κ.α .Μέζου, (1994) 1 Α.Α.Δ. 201, Κυτάλα κ.ά. ν. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 253, M & Ch Mitsingas Tr. Ltd κ.ά. ν. Timberland Co. (1997) 1 (Γ) 1 Α.Α.Δ. 1791).

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι πέραν της συνδρομής των τριών πιο πάνω προϋποθέσεων που το Δικαστήριο εξετάζει, στο τελικό στάδιο πρέπει το Δικαστήριο να σταθμίσει και το κατά πόσον είναι δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα (Ιπποδρομιακή Αρχή v. Χ΄΄ Βασίλη (1989) 1 ΑΑΔ 152).

 

 Το Δικαστήριο στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο περιορίζεται στην εξέταση της συνδρομής των πιο πάνω προϋποθέσεων, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της διαφοράς. Έτσι, δεν προβαίνει  σε ευρήματα ούτε αποφασίζει επί διαφιλονικούμενων θεμάτων. Οι αντικρουόμενοι ισχυρισμοί των διαδίκων θα εξετασθούν και θα αποφασιστούν κατά την ακρόαση της εναρκτήριας αίτησης (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 ΑΑΔ 363).

 

Σε σχέση με την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, έχει εξηγηθεί ότι δεν απαιτείται τίποτα περισσότερο από του να καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση ενώ η δεύτερη προϋπόθεση σύμφωνα με την Odysseos ανωτέρω, περικλείει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα αλλά κάτι λιγότερο από το «ισοζύγιο των πιθανοτήτων» που είναι το μέτρο απόδειξης στις αστικές διαφορές. 

 

Ως προς την τρίτη προϋπόθεση, η οποία σχετίζεται με την επάρκεια της θεραπείας υπό το φως των γεγονότων της κάθε υπόθεσης, στην Timberland ανωτέρω έχει λεχθεί ότι:

 

«Η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου σε θεραπεία».

 

Στην απόφαση  Κυρίσαββα v. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. έχει επίσης λεχθεί:

 

«όμως η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπ’ όψη. »

 

Οι πιο πάνω προϋποθέσεις κρίνονται με βάση τις διατάξεις του νόμου που διέπει το υπό εξέταση κάθε φορά θέμα. Στην παρούσα υπόθεση, ως έχει ήδη λεχθεί,  σχετικά είναι τα άρθρα 33(1) και 37 του Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν. 216/90 (στο εξής ο Νόμος).

 

Το άρθρο 33 (1) του νόμου ορίζει ότι οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις τους.

 

Το άρθρο 37 (1) του νόμου ορίζει ότι η διατροφή προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και τις οικονομικές δυνατότητες που υπάρχουν για διατροφή προσώπου.

 

Το άρθρο 37 (2) του νόμου ορίζει ότι η διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του δικαιούχου και επιπλέον, ανάλογα με την περίπτωση, τα έξοδα για την εν γένει εκπαίδευσή του.

 

Μελετώντας την ένορκο δήλωση του Καθ’ ου η αίτηση και την αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου του, παρατηρώ ότι ενώ αρνείται την συνδρομή της 2ης και 3ης προϋπόθεσης του άρθρου 32 του Ν.14/60, αποδέχεται ως πραγματικό γεγονός τα έξοδα διαβίωσης των παιδιών και παράλληλα ισχυρίζεται ότι ήδη καταβάλλει στην Αιτήτρια κάποιο ποσό, ενώ προτείνει την έκδοση διατάγματος για το ποσό των €350.

 

Κατά την κρίση μου, το γεγονός και μόνο ότι ο Καθ’ ου η αίτηση αποδέχεται την έκδοση προσωρινού διατάγματος, έστω για το ποσό που ο ίδιος θεωρεί ικανοποιητικό, καταδεικνύει ότι αναγνωρίζει τη νομική υποχρέωση που έχει έναντι στα ανήλικα τέκνα του να συνεισφέρει στα έξοδα διατροφής και διαβίωσης τους και κατ’ επέκταση, ότι αποδέχεται τη συνδρομή και των τριών προϋποθέσεων του άρθρου 32 του Ν.14/60. Ακριβώς λόγω της εκ του Νόμου υποχρέωσης του να συνεισφέρει στην διατροφή των παιδιών του, η επιδίωξη της Αιτήτριας να εκδοθεί ένα διάταγμα προς εκπλήρωση αυτής, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρείται καταχρηστική ή και εκδικητική όπως ο ίδιος ισχυρίζεται.

 

Αναφορικά με τις δύο πρώτες προϋποθέσεις του του άρθρου 32 του Ν.14/60, οι οποίες δεν αμφισβητούνται, αρκούμαι να αναφέρω ότι η νομική υποχρέωση των γονέων να διατρέφουν τα τέκνα τους σκοπό έχει την κάλυψη των βιοτικών τους αναγκών για τη συντήρηση και διατροφή τους και την κάλυψη άλλων αναγκών, όπως αυτές προκύπτουν στην καθημερινότητα τους. Για παράδειγμα αυτών που σχετίζονται με την εκπαίδευση και την υγεία τους. Η μη καταβολή από τον ένα εκ των δύο υπόχρεων του ποσού που του αναλογεί προς επίτευξη του πιο πάνω σκοπού, θέτει σε κίνδυνο την ίδια τη διαβίωση των ανηλίκων. Επομένως, αναπόφευκτα υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση αλλά και πιθανότητα η Αιτήτρια να δικαιούται σε θεραπεία στην εναρκτήρια αίτηση.

 

Ως προς την τρίτη προϋπόθεση, η οποία είναι συνυφασμένη με την επάρκεια αποζημιώσεων κατά την έκδοση της απόφασης, θεωρώ ότι πληρείται και αυτή. Η υπό κρίση αίτηση αποσκοπεί στη διασφάλιση της συμβολής των διαδίκων στη διατροφή και γενικότερα στην κάλυψη των βασικών αναγκών των ανηλίκων τέκνων τους  μέχρι την πλήρη αποπεράτωση της εναρκτήριας αίτησης. Η φύση της διαδικασίας είναι τέτοια που τη διαφοροποιεί από άλλες διαδικασίες που έχουν ως σκοπό την επιδίκαση χρηματικών αποζημιώσεων. Η όποια αποζημίωση ενδεχομένως επιδικαστεί μετά την ακρόαση της εναρκτήριας αίτησης δεν μπορεί να κριθεί ικανοποιητική, ενόψει του ότι η συντήρηση και η ευημερία των ανηλίκων αδιαμφισβήτητα είναι καθημερινή και τρέχουσα ανάγκη και εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να αναμένει την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης.

 

Η θέση του Καθ’ ου η αίτηση είναι ότι δεν θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, εάν δεν εκδοθεί το αιτούμενο Διάταγμα, επειδή καταβάλλει ήδη στην Αιτήτρια το ποσό των  €350 μηνιαίως, ποσό που ο ίδιος κρίνει ικανοποιητικό.  Ωστόσο, οποιαδήποτε διαφωνία των διαδίκων ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει τον Καθ’ ου η αίτηση είτε να σταματήσει να συνεισφέρει στα έξοδα των παιδιών, είτε να μειώσει τη συνεισφορά του. Μόνο η δεσμευτικότητα ενός διατάγματος διασφαλίζει διαχρονικά και σταθερά την καταβολή ενός ποσού που το Δικαστήριο κρίνει εύλογο για την συνεισφορά του στην διατροφή των ανηλίκων, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η διαβίωση και η ευημερία τους. Όπως έχει αναφερθεί στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου Δημοσθένους v. Δημοσθένους, Έφεση Αρ. 21/2019, ημερομηνίας 29 Ιουνίου 2020):

 

«Η  υποχρέωση αυτή είναι διαρκής.  Η πιθανότητα διακοπής της συνεισφοράς του εφεσείοντος ανά πάσα στιγμή και για οποιοδήποτε λόγο δεν τίθεται στη βάσανο μαρτυρίας προς τούτο.  Από τη στιγμή που η εφεσίβλητη διεκδίκησε δικαστική συνεισφορά υπό το φως της απομάκρυνσης του εφεσείοντος από τη συζυγική οικία, παραμένει αυτονόητο ότι είτε συναινετικά, είτε διά αποφάσεως μετά από ακρόαση, ένα διάταγμα μέσω Δικαστηρίου, είναι απαραίτητο, προς διασφάλιση των βασικών αναγκών των ανηλίκων.»

 

Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνεται ότι είναι δίκαιο, εύλογο αλλά και επιβεβλημένο να εκδοθεί ένα προσωρινό διάταγμα διατροφής και ό,τι απομένει να εξεταστεί και να καθοριστεί είναι το ύψος αυτού.

 

Ως προς τον τρόπο που το Δικαστήριο οφείλει να προσεγγίζει τις υποθέσεις διατροφής στο στάδιο έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος, καθ’ όλα καθοδηγητικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, Α.Μ ν. Μ.Ζ., Έφεση Αρ. 23/2019, ημερομηνίας 28.07.2020, τα οποία παραθέτω αυτούσια:

 

«Ως προς τα έξοδα της ανήλικης, όπως προαναφέραμε, καθορίζονται αφού το Δικαστήριο προβεί σε μια σφαιρική αντίκριση των δεδομένων. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι πρόκειται για ενδιάμεσο διάταγμα, το οποίο εκδίδεται γιατί υπάρχει η υποχρέωση και των δύο γονέων να συνεισφέρουν στη διατροφή του ανήλικου από τη διάσταση και πως αυτό περιορίζεται μέχρι την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης, όπου το Δικαστήριο θα αποφασίσει επί της ουσίας της αίτησης με βάση τα πραγματικά εισοδήματα των διαδίκων και των αναγκών του ανηλίκου και θα προβεί σε καταμερισμό στον κάθε γονέα.»

 

Κατωτέρω θα προβώ σε κάποιες γενικές παρατηρήσεις και επισημάνσεις αναφορικά με τα ισχυριζόμενα έξοδα των παιδιών, αφού έλαβα υπόψιν μου τις αντικρουόμενες θέσεις των διαδίκων ως προς το ύψος αυτών και ως προς το κατά πόσον κάποια έξοδα πράγματι υφίστανται. Άλλοι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψιν είναι η ηλικία των παιδιών και το γεγονός ότι βρίσκονται υπό τη φύλαξη της Αιτήτριας. Αντλώ καθοδήγηση από τη σχετική νομολογία σύμφωνα με την οποία το μέτρο της διατροφής δεν μπορεί να εξευρεθεί με απόλυτους αριθμούς. Η κοινή λογική και η πείρα της ζωής είναι παράγοντες οι οποίοι διαδραματίζουν ρόλο στην καλύτερη αντίληψη των γεγονότων προς εντοπισμό των πραγματικών αναγκών συγκεκριμένων ατόμων. Το Δικαστήριο, εξετάζοντας και καθορίζοντας το εύλογο των κονδυλίων που απαιτούνται για τη διατροφή και συντήρηση του δικαιούχου, δεν είναι υποχρεωμένο να υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες που να οδηγούν σε υπολογισμό με σεντ, αλλά θα πρέπει να σταθμίζει τις ανάγκες και να καταλήγει σε συμπεράσματα που θα επαναφέρουν, ή δυνατό, τα ανήλικα παιδιά σε μία πλησιέστερη κατάσταση, όπως θα ήταν εάν οι γονείς τους ζούσαν μαζί (βλ. Μαρκουλίδης ν. Μαρκουλίδης κ.ά. (1989) 1 ΑΑΔ 1386, Κορελλίδης ν. Κορελλίδη (2012) 1 ΑΑΔ 1975 Παναγιώτου ν. Σφικτού (2001) 1 ΑΑΔ 625, Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους (2010) 1 (Β) ΑΑΔ 951).

 

Σημειώνω αρχικά ότι στην πλειονότητα τους τα έξοδα των παιδιών έχουν καθοριστεί σε λογικά πλαίσια από την Αιτήτρια, σε αντίθεση με τον Καθ’ ου η αίτηση ο οποίος κάποια εξ’ αυτών τα παρουσιάζει εμφανώς μειωμένα, ίσως για να αποφύγει την υποχρέωση του να συνεισφέρει σε αυτά στο μέτρο που πραγματικά του αναλογεί. Ενδεικτικά αναφέρω την θέση του ότι για  την ένδυση και υπόδηση των παιδιών επαρκεί το ποσό των €50 περίπου μηνιαίως και για τα μεταφορικά τους το ποσό των €30 μηνιαίως. Συμφωνώ ωστόσο με τον Καθ’ ου η αίτηση ότι τα έξοδα διακοπών δεν πρέπει να συμπεριληφθούν στα μηνιαία έξοδα των παιδιών και ότι τα δημοτικά τέλη, η ασφάλεια και συντήρηση οχήματος δεν αποτελούν βασικές βιοτικές ανάγκες των ανηλίκων. Η Αιτήτρια θα επωμιζόταν τα έξοδα αυτά ούτως ή αλλιώς.  

 

Αναφορικά με το ενοίκιο, η θέση του Καθ’ ου η αίτηση ότι αυτός πρέπει να επιβαρυνθεί την αναλογία των παιδιών στη διαφορά του ποσού που η Αιτήτρια θα ξόδευε για την κάλυψη στέγασης της ίδιας είναι λογική και λαμβάνεται υπόψιν. Σημειώνεται περαιτέρω ότι ο τελικός καθορισμός συγκεκριμένων ποσών για κάθε ξεχωριστή ανάγκη των παιδιών θα γίνει κατά την ακρόαση της εναρκτήριας αίτησης.

 

Αναφορικά με τις οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων, επισημαίνεται ότι κατά πάγια νομολογία ο κάθε διάδικος έχει υποχρέωση να αποκαλύπτει ειλικρινώς τα εισοδήματα του και την δική του οικονομική δυνατότητα. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Δημητρίου v. Περδίου (2005) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1418 όπου λέχθηκαν τα πιο κάτω:

 

«Όπως έχει η σχετική νομοθετική διάταξη (βλ. άρθρο 33(1) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν.216/90) η υποχρέωση για διατροφή των ανηλίκων τέκνων μίας οικογένειας ανήκει και στους δύο γονείς, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του καθενός.  Έχουν και οι δύο υποχρέωση όπως προβαίνουν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των πραγματικών τους εισοδημάτων και όχι μόνο των εξόδων τους.  Στην υπόθεση Ette v. Ette (1965) 1 All E.R. 341, 346 έχει λεχθεί ότι όταν ο Καθ΄ ού η αίτηση δεν προβαίνει ο ίδιος σε ειλικρινή και πλήρη αποκάλυψη σχετικά με την οικονομική του κατάσταση, τότε το Δικαστήριο μπορεί, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του επαγγέλματος του και το τι κερδίζουν άλλοι στο ίδιο το επάγγελμα, να υπολογίσει ότι ο Καθ΄ ού η αίτηση έχει ψηλότερα, απ΄ ότι ισχυρίζεται, εισοδήματα.  Η αρχή αυτή συνάδει και με τον κανόνα ότι εκεί που κάποιος έχει την αποκλειστική γνώση γεγονότων, οφείλει να τα αποδείξει (βλ. Tarapoulouzis v. District Officer (1962) C.L.R. 91 και Μαρκουλίδης v. Μαρκουλίδης κ.α. (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1386, 1390). Επομένως σε υποθέσεις διατροφής των ανηλίκων τέκνων μιας οικογένειας, η οικονομική δυνατότητα του καθενός από τους γονείς δεν είναι θέμα που θα πρέπει να αποδεικνύεται από τον Αιτητή ή την Αιτήτρια, ανάλογα με την περίπτωση, αλλά θέμα αληθινής αποκάλυψης από τους ίδιους τους γονείς, των αντιστοίχων εισοδημάτων τους.  Το δε δικαστήριο, προβαίνει σε πλήρη έρευνα αυτών των στοιχείων.

Περαιτέρω αναφέρουμε ότι από σχετική νομολογία φαίνεται ότι το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη όχι μόνο τα πραγματικά εισοδήματα αλλά και την ικανότητα του Καθ΄ ού η αίτηση να κερδίζει (his potential earning capacity).  (Βλ. Klucinsky v. Klucinsky (1953) 1 All E.R. 683 και McEwan v. McEwan (1972)»

 

Οι ισχυρισμοί του Καθ’ ου η αίτηση ότι τα εισοδήματα από την εταιρεία του είναι της τάξεως των €1.200 μηνιαίως δεν επιβεβαιώνονται από το τεκμήριο 3 που κατέθεσε, αλλά αντίθετα στις καταστάσεις αποδοχών φαίνονται πολύ χαμηλότερα. Το γεγονός αυτό κατά κάποιο τρόπο επιβεβαιώνει και/ή καθιστά πολύ πιθανόν να είναι αληθείς οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας ότι οι καταστάσεις αποδοχών του είναι κατασκευασμένες από τους λογιστές του για να αποφύγει τις υποχρεώσεις του προς το Κράτος και την υποχρέωση του να διατρέφει τα παιδιά του. Η θέση αυτή ενισχύεται και από το τεκμήριο 5 που κατέθεσε η Αιτήτρια στη συμπληρωματική της ένορκη δήλωση, από το οποίο προκύπτει ξεκάθαρα ότι ενόσω οι διάδικοι ήταν ακόμα ζευγάρι, είχε ενεργή εμπλοκή στη διαχείριση των οικονομικών της εταιρείας, άρα και προσωπική γνώση των εισοδημάτων της εταιρείας αλλά και του ίδιου του Καθ’ ου η αίτηση.  Είναι εμφανές ότι ο Καθ’ ου η αίτηση προσπαθεί εντέχνως να παρουσιάσει μειωμένη την οικονομική του δυνατότητα. Τα εισοδήματα που δηλώνει μόλις που επαρκούν για να καλύπτει το ποσό της διατροφής που δίνει για την θυγατέρα του από τον προηγούμενο γάμο του και το ποσό διατροφής που δίνει στην Αιτήτρια. Με αυτά τα δεδομένα, ο ισχυρισμός του ότι λαμβάνει €1.200 μηνιαίως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός εφόσον όπως έχει διαφανεί, δεν τεκμηριώνεται με κανένα σχετικό έγγραφο.

 

Η Αιτήτρια προς απόδειξη των δικών της ισχυρισμών κατέθεσε αποδείξεις μισθοδοσίας για τους μήνες Μάρτη και Απρίλη του 2025, όπου προκύπτει μια διαφορά της τάξεως των €300. Ωστόσο αναφέρει ότι λαμβάνει το ποσό των €1.600 περίπου που είναι το μεγαλύτερο ποσό.

 

Αναφορικά με τους ισχυρισμούς του Καθ’ ου η αίτηση ότι η Αιτήτρια λαμβάνει και/ή δύναται να λαμβάνει επιδόματα, σημειώνεται ότι αυτοί θα απασχολήσουν του Δικαστήριο κατά την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης, όπου με τον σαφή προσδιορισμό των εισοδημάτων των διαδίκων και των εξόδων των παιδιών θα γίνει και ο τελικός καταμερισμός της εκ τους νόμου υποχρέωσης τους να συνεισφέρουν στη διατροφή τους.

 

Είναι αρκετό κατά την κρίση μου για σκοπούς έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος το γεγονός ότι οι διάδικοι εργάζονται και λαμβάνουν εισοδήματα, όπως αυτά έχουν αναφερθεί ανωτέρω, με τα οποία δύνανται και πρέπει να συνεισφέρουν στα έξοδα διατροφής των παιδιών τους.

 

Τονίζω εκ νέου ότι στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της ουσίας της υπόθεσης, ούτε προδικάζει οποιοδήποτε ζήτημα σε σχέση με αυτήν. Οι οποιεσδήποτε διαπιστώσεις στις οποίες προβαίνει το Δικαστήριο γίνονται για σκοπούς εξέτασης της έκδοσης ή μη ενός προσωρινού διατάγματος.  Όλα τα ζητήματα που εγείρονται στην εναρκτήρια αίτηση, παραμένουν ζωντανά για να αποφασισθούν κατά την εκδίκαση της ουσίας.  (Δημοκρατία της Σλοβενίας v. Beograska Banka D.D. (1999) 1 (A) ΑΑΔ 225,2336).

 

Στη βάση όλων όσων έχουν ανωτέρω αναφερθεί κατέληξα ότι το ποσό των €480 μηνιαίως είναι λογικό υπό τις περιστάσεις να καθοριστεί ως προσωρινή συνεισφορά του Καθ’ ου η αίτηση στα έξοδα διατροφής και συντήρησης των ανήλικων τέκνων του. Στα πλαίσια της παρούσας ενδιάμεσης διαδικασίας και έχοντας πάντα κατά νου ότι η υποχρέωση διατροφής ανηλίκων προηγείται κάθε άλλης οικονομικής υποχρέωσης του υπόχρεου προς διατροφή, κρίνω ότι το ποσό αυτό είναι εντός των δυνάμεων του Καθ’ ου η αίτηση, χωρίς να παραβλέπω ότι ήδη καταβάλλει δυνάμει διατάγματος διατροφής το ποσό των €400 περίπου για την θυγατέρα του Κ. 

 

Συνεπώς, εκδίδεται προσωρινό διάταγμα με το οποίο ο Καθ’ ου η αίτηση διατάσσεται να καταβάλλει στην Αιτήτρια μηνιαίως από 01.05.2025, την πρώτη ημέρα κάθε επόμενου μηνός, το ποσό των €480 ως συνεισφορά του στην διατροφή και συντήρηση των ανήλικων τέκνων του  Ε και Α.  Από το αναδρομικό ποσό διατροφής θα αφαιρεθεί το ποσό που ο Καθ’ ου η αίτηση κατέβαλλε στην Αιτήτρια αποδεδειγμένα για τη διατροφή των παιδιών. Το διάταγμα θα ισχύει μέχρι περατώσεως της εναρκτήριας αίτησης ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Ως προς τα έξοδα της αίτησης, λαμβάνω υπόψιν ότι ο γενικός κανόνας δυνάμει του Μέρους 39.2(1), είναι ότι ο αποτυχών διάδικος διατάσσεται να καταβάλει τα έξοδα του επιτυχόντα διαδίκου και ότι τέτοια διαταγή ή διαταγές θα εκδίδονται σε σχέση με οποιαδήποτε αίτηση υποβάλλεται κατά την πορεία της δικαστικής διαδικασίας. Συνεπώς, ασκώντας την διακριτική μου ευχέρεια έχω αποφασίσει να επιδικάσω κατόπιν συνοπτικού υπολογισμού, σε συνεννόηση με το Πρωτοκολλητείο, δικηγορικά έξοδα ύψους €700 πλέον πραγματικά έξοδα πλέον Φ.Π.Α, υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση.

 

 

 

                                                                    (Υπ.)…………………….

                                                                                          Σ. Νεοφύτου, Δ.

 

 

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο