ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛEΥΚΩΣΙΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ.Χ.Κάιζερ, Π.
Αρ. Αίτησης: 4/2019
Μεταξύ:
Λ.Ι.
Αιτήτριας
και
Β.Π.
Καθ’ου η αίτηση
-----------------------------
Ημερομηνία: 30 Σεπτεμβρίου 2025
-----------------------------
Εμφανίσεις:
Για Αιτήτρια- Καθ’ης η αίτηση στην ανταπαίτηση: κος Λ. Βραχίμης για Ελένη Βραχίμη και Σια Δ.Ε.Π.Ε.
Για Καθ’ου η αίτηση-Αιτητή στην ανταπαίτηση: κος Μ. Βιολάρης για M. Violares LLC
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η τέλεση γάμου αποτελεί γεγονός που επιφέρει έννομες συνέπειες, οι οποίες εκτείνονται σε διάφορους τομείς της ζωής των συζύγων, συμπεριλαμβανομένων και των περιουσιακών τους σχέσεων. Οι συνέπειες αυτές αφορούν τόσο την περιουσία που κατείχαν οι σύζυγοι πριν από τον γάμο, ιδίως όταν αυτή αποκτήθηκε υπό το πρίσμα ή με την προσδοκία του επικείμενου έγγαμου βίου, όσο και τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου. Επίσης, περιλαμβάνονται οι μεταβολές που επήλθαν στην περιουσιακή κατάσταση των συζύγων κατά το χρονικό διάστημα του έγγαμου βίου, μέχρι και την επέλευση της διάστασης.
Αίτηση και ανταπαίτηση βασίζονται στις πρόνοιες του Άρθρου 14 του Περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν.232/91) και συνεκδικάστηκαν.
Ειδικότερα η Αιτήτρια με την υπό κρίση αίτηση, επιζητεί τις ακόλουθες θεραπείες:
Α. ‘‘Απόδοση στην Αιτήτρια του μέρους εκείνου της περιουσίας του Καθ’ ού η αίτηση που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου του με την Αιτήτρια ή πριν από το γάμο του και με την προοπτική το γάμο αυτό, η οποία προέρχεται από τη συνεισφορά της Αιτήτριας.
Β. Διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η μεταβίβαση στο όνομα της Αιτήτριας τόσο μέρους της περιουσίας που απόκτησε ο Καθ’ ού η αίτηση κατά τη διάρκεια της συμβίωσης και του γάμου τους όσο αντιστοιχεί στη άμεση ή έμμεση συνεισφορά της Αιτήτριας στην απόκτηση της.
Γ. Περαιτέρω ή διαζευκτικά απόφαση για το ποσό που αναλογεί στην αξία της περιουσίας που αποκτήθηκε από τον Καθ’ ού η αίτηση σαν αποτέλεσμα της συνεισφοράς της Αιτήτριας.
Δ. Περαιτέρω ή διαζευκτικά δήλωση ότι ο Καθ΄ ου η αίτηση κατέχει το 1/2 της περιουσίας του ή όποιας περιουσίας θα βρει το Δικαστήριο (ή οποιοδήποτε άλλο μερίδιο θα βρει το Δικαστήριο) ως καταπιστευατοδόχος προς όφελος της Αιτήτριας με βάση τις αρχές της επιείκειας ή με βάση τις αρχές του περιουσιακού κωλύματος ή άλλως πως.
Ε. Διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται ο Καθ΄ου η αίτηση όπως μεταβιβάσει στην Αιτήτρια το μέρος της περιουσίας που θα βρεθεί ότι κατέχει προς όφελος της ως καταπιστευματοδόχος ή με βάση τις αρχές του περιουσιακού κωλύματος.
ΣΤ. Περαιτέρω ή διαζευκτικά, αποζημιώσεις ή άλλη θεραπεία με βάση τις αρχές της επιείκειας ή με βάση τις αρχές του περιουσιακού κωλύματος.
Ζ. Περαιτέρω ή άλλη θεραπεία
Η. Νόμιμο τόκο και έξοδα’’.
Ο Καθ'ου η αίτηση αντέδρασε στην πιο πάνω αίτηση, καταχωρώντας υπεράσπιση και ανταπαίτηση. Με την ανταπαίτηση, επιζητεί τις κάτωθι θεραπείες:
I.Διάταγμα και/ή Απόφαση και/ή Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι ο εξ ανταπαιτήσεως Αιτητής είναι ιδιοκτήτης και/ή δικαιούχος και/ή έχει δικαίωμα να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης και/ή συνιδιοκτήτης κατά 2/3 και/ή όπως ήθελε καθορίσει το Δικαστήριο ως εύλογο και δίκαιο δυνάμει του περί Ρύθμισης των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, Ν. 232/91 και/ή στη βάση των αρχών της επιείκειας και/ή των αρχών του ρητού και/ή εξυπακουόμενου εμπιστεύματος (express and/or implied trust) των μετοχών της Εταιρείας Απολλώνειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο Δημόσια Εταιρεία Λτδ στις οποίες η εξ ανταπαιτήσεως Καθ’ ης η Αίτηση είχε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον και/ή στις οποίες η εξ ανταπαιτήσεως Καθ’ ης η Αίτηση ήταν ο τελικός δικαιούχος (ultimate beneficial owner) κατά την διάρκεια του γάμου και/ή κατά την διάρκεια της συμβίωσης των διαδίκων.
II. Διάταγμα και/ή Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι ο εξ ανταπαιτήσεως Αιτητής δικαιούται το ½ και/ή όπως ήθελε καθορίσει το Δικαστήριο ως εύλογο και δίκαιο δυνάμει του περί Ρύθμισης των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, Ν. 232/91 και/ή στη βάση των αρχών της επιείκειας και/ή των αρχών του ρητού και/ή εξυπακουόμενου εμπιστεύματος (express and/or implied trust) του συνολικού ποσού το οποίο βρίσκεται κατατεθειμένο και/ή το οποίο ήταν κατατεθειμένο κατά την ημερομηνία της διάστασης των διαδίκων σε Τραπεζικό Λογαριασμό στο Καναδά και της επένδυσης με την Manulife Investments.
ΙΙΙ. Διάταγμα και/ή Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι ο εξ ανταπαιτήσεως Αιτητής δικαιούται τα 2/3 και/ή όπως ήθελε καθορίσει το Δικαστήριο ως εύλογο και δίκαιο δυνάμει του περί Ρύθμισης των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, Ν. 232/91 και/ή στη βάση των αρχών της επιείκειας και/ή των αρχών του ρητού και/ή εξυπακουόμενου εμπιστεύματος (express and/or implied trust) του συνολικού ποσού το οποίο βρίσκεται κατατεθειμένο και/ή το οποίο ήτο κατατεθειμένο κατά την ημερομηνία της διάστασης των διαδίκων στους Λογαριασμούς υπ’ αριθμό IBAN [ ], και IBAN [ ], στο λογαριασμό επενδύσεων Portfolio Number [ ] με υπόλοιπο λογαριασμού στις 31 Δεκεμβρίου 2018 USD 345.977, και στον λογαριασμό UBS Custody Account USD με αριθμό [ ] στην Ελβετία με την Τράπεζα UBS Switzerland AG.
ΙΙΙΙ. Διάταγμα και/ή Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι ο εξ ανταπαιτήσεως Αιτητής δικαιούται τα 2/3 και/ή όπως ήθελε καθορίσει το Δικαστήριο ως εύλογο και δίκαιο δυνάμει του περί Ρύθμισης των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, Ν. 232/91 και/ή στη βάση των αρχών της επιείκειας και/ή των αρχών του ρητού και/ή εξυπακουόμενου εμπιστεύματος (express and/or implied trust) του συνολικού ποσού το οποίο βρίσκεται κατατεθειμένο και/ή το οποίο ήτο κατατεθειμένο κατά την ημερομηνία της διάστασης των διαδίκων στον Λογαριασμό Intl Bonus Saver Account6-Standard υπ’ αριθμό [ ] στο Γιβραλτάρ.
V.Διάταγμα και/ή Απόφαση και/ή Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι ο εξ ανταπαιτήσεως Αιτητής είναι ο απόλυτος ιδιοκτήτης και/ή δικαιούχος και/ή έχει δικαίωμα να εγγραφεί ως ο απόλυτος ιδιοκτήτης του ακινήτου επί της Λεωφόρου [ ] Αρ. 421, Κατοικία 1, 5296 Παραλίμνι και/ή όπως ήθελε καθορίσει το Δικαστήριο ως εύλογο και δίκαιο σύμφωνα με τον περί Ρύθμισης των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμο του 1991, Ν. 232/91 και/ή στη βάση των αρχών της επιείκειας και/ή των αρχών του ρητού και/ή εξυπακουόμενου εμπιστεύματος (express and/or implied trust).
VI.Διάταγμα και/ή Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι ο εξ ανταπαιτήσεως Αιτητής δικαιούται το ½ της αξίας και/ή όπως ήθελε καθορίσει το Δικαστήριο ως εύλογο και δίκαιο δυνάμει του περί Ρύθμισης των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, Ν. 232/91 και/ή στη βάση των αρχών της επιείκειας και/ή των αρχών του ρητού και/ή εξυπακουόμενου εμπιστεύματος (express and/or implied trust) των κινητών και/ή αντικειμένων ως αυτά περιγράφονται αναλυτικά στην παράγραφο 10.4 ανωτέρω.
VII.Διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η εξ ανταπαιτήσεως Καθ’ ης η Αίτηση όπως μεταβιβάσει εντός 10 ημερών από απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου το μέρος της περιουσίας που θα βρεθεί ότι κατέχει προς όφελος του εξ ανταπαιτήσεως Αιτητή ως καταπιστευματοδόχος και/ή με βάση τις αρχές του περιουσιακού κωλύματος και/ή άλλως πως.
VIII. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει την εξ ανταπαιτήσεως Καθ’ ης η Αίτηση όπως εντός 15 ημερών και/ή σε οποιαδήποτε άλλη χρονική προθεσμία το Δικαστήριο ήθελε ορίσει, να υποβάλει Ένορκη Δήλωση στο Δικαστήριο στην οποία να περιγράφει πλήρως, με σαφήνεια και κατά συγκεκριμένο τρόπο την περιουσία στην οποία είχε οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον κατά την ημερομηνία της διακοπής της συμβίωσης και/ή κατά οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία το Δικαστήριο ήθελε ορίσει.
VIII.Οιανδήποτε άλλη θεραπεία και/ή πρόσφορο μέτρο ήθελε αποφασίσει και/ή διατάξει το Δικαστήριο.
VIII.Νόμιμο τόκο επί παντός επιδικαζόμενου ποσού.
X. Έξοδα πλέον Φ.Π.Α’’
Ακολούθως καταχωρήθηκε από πλευράς της Αιτήτριας, απάντηση στην υπεράσπιση και υπεράσπιση στην ανταπαίτηση.
Από πλευράς Αιτήτριας, μαρτυρία εκτός από την ίδια (Μ.Αιτ.1) έδωσε και ο κος Γιώργος Ζίγκας, Διευθυντής της ΚΕΔΙΠΕΣ στην Λευκωσία (Μ.Αιτ.2). Για τον Καθ’ου η αίτηση έδωσαν μαρτυρία, εκτός από τον ίδιο (Μ.Υ.2), ο κος Δημήτρης Παπαχριστοδούλου, λογιστής και γαμπρός του (Μ.Υ.1) και η κα Ανδριάνα Ρούσου, λειτουργός του Τμήματος Μετοχών και Χρεογράφων της Τράπεζας Κύπρου (Μ.Υ.3).
Στην υπόθεση κατατέθηκαν 50 τεκμήρια. Ακολούθησαν οι αγορεύσεις των δικηγόρων οι οποίες έγιναν γραπτώς, αλλά κατά το στάδιο των διευκρινίσεων οι συνήγοροι των διαδίκων αγόρευσαν και προφορικά.
Παραδεκτά γεγονότα
Τα ακόλουθα είναι παραδεκτά γεγονότα με βάση τις έγγραφες προτάσεις ή κατέστησαν παραδεκτά μέσω της προφορικής μαρτυρίας ή των δηλώσεων των συνηγόρων των διαδίκων:
Οι διάδικοι αρραβωνιάστηκαν στις 5 Μαΐου 2001 και τέλεσαν θρησκευτικό γάμο στις 26 Μαΐου 2002.
Από το γάμο τους απόκτησαν δυο παιδιά, τη Χ.Π. η οποία γεννήθηκε στις 20 Απριλίου 2004 και τον Α.Π. ο οποίος γεννήθηκε στις 10 Ιουλίου 2007.
Η διάσταση στις σχέσεις των διαδίκων επήλθε τον Μάιο του 2015 (25/05/2015). Ο γάμος τους λύθηκε με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 28 Ιουνίου 2016.
Το σύνολο των ακινήτων που περιλαμβάνονται στην Ένορκη Δήλωση αποκάλυψης του Καθ’ου η αίτηση ημερ. 31/01/2022, τα οποία βρίσκονταν επ’ονόματι του τον Μάιο του 2015 (ημερομηνία διάστασης) αποτελούν κληρονομικά περιουσιακά του στοιχεία.
Κατά τον χρόνο της διάστασης, ήτοι τον Μάιο του 2015, υπήρχε υπόλοιπο δανείου στην Σπε Στροβόλου, επ΄ ονόματι του Καθ΄ ου η αίτηση για το ποσό των €197.742,86 που αφορούσε στο εξοχικό στον Πρωταρά, με υποθήκη την συζυγική οικία στην Ελαιώνων.
Συζυγική οικία επί της οδού Ελαιώνων
Η ανέγερση της συζυγικής οικίας επί της Ελαιώνων ξεκίνησε το 2004 και ολοκληρώθηκε το 2006. Το συνολικό κόστος ανέγερσης ανήλθε στο ποσό των €1.107.675.
Μεγάλο μέρος των πληρωμών που έγιναν σε σχέση με την ανέγερση της συζυγικής οικίας προήλθε από τον κοινό λογαριασμό των διαδίκων στην ΣΠΕ Στροβόλου με αριθμό [ ].
Για κάλυψη του κόστους κατασκευής της οικίας επί της οδού Ελαιώνων έλαβαν από κοινού τον Φεβρουάριο του 2004 Τραπεζικές Διευκολύνσεις από την ΣΠΕ Στροβόλου ύψους Λ.Κ. 250.000 (Τεκμήριο 35 αντίγραφο της Σύμβασης Πίστωσης ημερ. 26 Φεβρουαρίου 2004 και Τεκμήριο 36 Σύμβαση Υποθήκης κληρονομικής περιουσίας του Καθ’ου η αίτηση).
Με στεγαστικό δάνειο για το ποσό των €233.000 που σύναψε αποκλειστικά επ’ονόματι του ο Καθ’ου η αίτηση τον Μάρτιο του 2010 (Τεκμήριο 39 αντίγραφο της Συμφωνίας Στεγαστικού Δανείου ημερ. 22 Μαρτίου 2010 και Τεκμήριο 40 αντίγραφο Συμφωνίας Υποθήκης ημερ. 29 Απριλίου 2010) προχώρησε σε εξόφληση των τραπεζικών διευκολύνσεων που επιβάρυνε και τους δυο διάδικους.
Το συνολικό ποσό που είναι παραδεκτό από μέρους του Καθ’ ού η αίτηση ότι κατατέθηκε από την Αιτήτρια στον κοινό Λογαριασμό στην ΣΠΕ Στροβόλου είναι €373.584,52 (€253.957,61+€95.704,54+€23.922,37) και αναλύεται ως ακολούθως:
Στον λογαριασμό αυτό είναι παραδεκτό ότι το συνολικό ποσό που κατατέθηκε από τη μισθοδοσία της Αιτήτριας (και ένα μικρό ποσό €285,73 από το επίδομα τέκνου) ανέρχεται στο ποσό των €253.957,61 (Έγγραφο Β- Κατάσταση 4 του Μ.Υ.1).
Στον κοινό λογαριασμό κατατέθηκε επίσης το συνολικό ποσό των ΛΚ£56.013,38 ήτοι €95.704,54 από προσωπικές καταθέσεις της Αιτήτριας, τη διαχείριση του πατέρα της και μερίσματα από μετοχές της στο Απολλώνειο. Είναι παραδεκτό στην παράγραφο 3.6 της Τροποποιημένης Υπεράσπισης ότι το ποσό αυτό των €95.704,54 αποτελούσε συμβολή της Αιτήτριας στην ανέγερση της κατοικίας. (Παράγραφοι 3.6 (i), (ii) και (iii) της Τροποποιημένης Υπεράσπισης).
Στον εν λόγω λογαριασμό κατατέθηκε από πλευράς της Αιτήτριας επιπλέον το ποσό των ΛΚ£14.001,14 ήτοι €23.922,37 (ΛΚ£5.000 στις 17/04/2006, το ποσό των ΛΚ£4.870,43 στις 4/9/2007 από άλλα εισοδήματα και το ποσό των ΛΚ£4.130,71 από το επίδομα μητρότητας (Έγγραφο Β- Κατάσταση 6 (ένδειξη 6-2) του Μ.Υ.1).
Στις 19/03/2024 και στις 23/05/2024 οι διάδικοι προέβησαν στην δήλωση των εξής παραδεκτών γεγονότων:
Προσδιόρισαν τι συνιστά αύξηση της περιουσίας της κάθε πλευράς, και έκαστος περιόρισε τις αξιώσεις του στα συγκεκριμένα περιουσιακά που προσδιόρισε δηλώντας τις αξίες που είχαν αυτά κατά την ημερομηνία διάστασης που είναι ο Μάιος του 2015, τα οποία είναι τα ακόλουθα:
Οικία επί της Οδού Ελαιώνων στην Λευκωσία – Η αξία της οποίας κατά τον χρόνο διάστασης ανερχόταν στα €1.175.000 (εξαιρουμένου του οικοπέδου το οποίο αποτελεί κληρονομική περιούσια του Καθ’ου η αίτηση) [εφεξής η ‘‘Συζυγική οικία’’]. Η συζυγική οικία είναι εγγεγραμμένη επ’ονόματι του Καθ’ου η αίτηση. Το κόστος κατασκευής της συζυγικής οικίας ανήλθε στο ποσό €1.107.675.
Εξοχική Κατοικία στον Πρωταρά - Η αξία της οποίας κατά τον χρόνο διάστασης ανερχόταν στα €215.000 [εφεξής ‘‘Εξοχικό στον Πρωταρά’’]. Οι διάδικοι κατέχουν από ½ μερίδιο.
Μετοχές Απολλωνείου, έγινε αγορά στις 30/08/2007, μετοχές συνολικού αριθμού 48.395 ονομαστικής αξίας 0,25 σεντ για το ποσό των ΛΚ 12.098,75 από τον κοινό λογαριασμό των διαδίκων και στις 25/08/2008 έγινε δωρεά παραχώρησης ένα προς ένα. Τον Μάιο του 2015 οι επίδικες μετοχές ήταν συνολικού αριθμού 96.790. Οι εν λόγω μετοχές ήταν εγγεγραμμένες επ’ονόματι της Αιτήτριας.
Εξοπλισμός που παρέμεινε στην συζυγική οικία μετά την αποχώρηση της Αιτήτριας (δεν προσδιορίστηκε ούτε το περιεχόμενο, ούτε η αξία αυτών κατά το χρόνο διάστασης).
Τον Μάιο του 2015 υπήρχαν οι εξής καταθέσεις/ επενδύσεις σε Ελβετία, Καναδά και Γιβραλτάρ:
Καταθέσεις/Επενδύσεις στην Ελβετία εκ USD 355.324 δολάρια Αμερικής (δήλωσαν ότι η ισοτιμία σε ευρώ κατά την ημερομηνία διάστασης ήταν €320.425,92).Ο λογαριασμός αυτός ήταν κοινός.
Καταθέσεις/Επενδύσεις στον Καναδά εκ CAD (Καναδέζικα δολάρια) 51.671. Ο λογαριασμός αυτός ήταν επ’ονόματι της Αιτήτριας.
Καταθέσεις/Επενδύσεις στο Γιβραλτάρ/ Τράπεζα Lloyds – €134.622. Ο λογαριασμός αυτός ήταν κοινός.
Ο Καθ’ου η αίτηση προσδιόρισε ότι διεκδικεί τα όσα καταγράφονται στην παράγραφο 10.4(i)–(ix) της τροποποιημένης υπεράσπισης και ανταπαίτησης του ημερ. 17/7/2020 τα οποία ισχυρίζεται ότι έλαβε η Αιτήτρια μετά την διάσταση. Σημειώνεται ότι οι αξίες που καταγράφονται δεν είναι παραδεκτές. Παραθέτω αυτούσια την εν λόγω παράγραφο:
i.Πίνακας JOHN CORBIDGE ο οποίος αγοράστηκε το 2003 για ΛΚ10.000 (€17.086). Μετά τον θάνατο του ζωγράφου η αξία του πίνακα αυξήθηκε σημαντικά.
ii. Πίνακας Χαραλαμπίδη ο οποίος αγοράστηκε το 2006 για ΛΚ3.800 (€6.493) με την αγοραία του αξία να έχει αυξηθεί σημαντικά κατά την ημερομηνία διάστασης.
iii. Παλαιός πίνακας από τον Καναδά, δώρο γάμου από την γιαγιά της εξ’ ανταπαιτήσεως Καθ’ ης η Αίτηση.
iv. Τέσσερις (4) άλλους πίνακες δώρο της μητέρας της εξ’ ανταπαιτήσεως Καθ’ ης η Αίτηση στον εξ’ ανταπαιτήσεως Αιτητή από γνωστούς Κύπριους ζωγράφους.
v. Δύο καθρέπτες, montis mirrors, που αγοράστηκαν από την Ιταλική εταιρεία Β&Β το 2008 συνολικής αξίας €1.060.
vi. Δύο (2) πορτραίτα από μολύβι των παιδιών, δώρο από την μητέρα της εξ’ ανταπαιτήσεως Καθ’ ης η Αίτηση.
vii. Τέσσερα διακοσμητικά VIVARINI MURANO Limited Edition αξίας €500.
viii. Μία πιατέλα και έξι πιατάκια δώρο γάμου από την εταιρεία RAYNAUD, η αξία των οποίων υπερβαίνει τα €1.500.
ix.Σετ πιάτων SPAL, σετ μαχαιροπήρουνα SALVINELLI, σετ ποτήρια νερού και κρασιού LUIGI BORMIOLI, σετ κατσαρόλες και τηγάνια, σετ μαχαίρια κουζίνας, accessories κουζίνας, ολοκληρωμένα σετ μπάνιου και τουαλέτας, πετσέτες κουζίνας και μπάνιου και χαλάκια μπάνιου και καλάθους κουζίνας και τουαλετών KELA, συνολικής αξίας €2.119,68.
Ο συνήγορος της Αιτήτριας διευκρίνισε ότι, αναφορικά με τους πίνακες που διεκδικεί ο Καθ’ ου η Αίτηση, η Αιτήτρια αμφισβητεί, αφενός, τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να επιληφθεί του σχετικού αιτήματος και, αφετέρου, προβάλλει τη θέση ότι για το εν λόγω ζήτημα υφίσταται μερική διευθέτηση περιουσιακών διαφορών, γεγονός που, κατά την άποψη του, καθιστά και πάλι μη αρμόδιο το Δικαστήριο.
Επιπροσθέτως, επισήμανε ότι σε σχέση με τα χρηματικά ποσά που ήταν κατατεθειμένα σε τραπεζικούς λογαριασμούς, η θέση της Αιτήτριας είναι ότι επρόκειτο περί δωρεών και, ως εκ τούτου, τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 14(3) του Νόμου 232/91.
Τα πιο πάνω αποτελούν και ευρήματα του Δικαστηρίου.
Συνεπώς προκύπτει ως παραδεκτό γεγονός ότι η αύξηση της περιουσίας του Καθ’ου η αίτηση και της Αιτήτριας κατά τον Μάιο του 2015 ήταν η ακόλουθη (στον πρώτο Πίνακα καταγράφεται του Καθ’ου η αίτηση και στον δεύτερο της Αιτήτριας:
Πρώτος Πίνακας
Δεύτερος Πίνακας
|
|
Περιουσιακό στοιχείο |
Αξία |
|
1. |
Το εξοχικό στον Πρωταρά (κατέχει το ½) (€215.000/2) |
€ 107.500,00 |
|
2. |
Τα περιουσιακά στοιχεία που καταγράφει ο Καθ’ου η αίτηση στην παράγραφο 10.4(i)–(ix) της τροποποιημένης υπεράσπισης και ανταπαίτησης του ημερ. 17/7/2020 τα οποία ισχυρίζεται ότι έλαβε η Καθ’ης η αίτηση μετά την διάσταση.(βλέπε ανωτέρω). |
Η Αιτήτρια παραδέχεται ότι κατά την διάσταση παρέλαβε τα πιο πάνω αντικείμενα κατόπιν συμφωνίας και/ή συνεννόησης με τον Καθ’ου η αίτηση ο οποίος αντίστοιχα έλαβε άλλα αντικείμενα, αλλά δεν παραδέχεται ως ορθές τις αξίες που αναφέρει ο Καθ’ου η αίτηση (παράγραφος 78 της έγγραφης της μαρτυρίας- Έγγραφο Α).
|
|
3. |
Το 1/2 του λογαριασμού στην Ελβετία ($355.324 δολάρια Αμερικής / 2) €320.425,92 |
$177.662,00 (€160.212,96) |
|
4. |
Το 1/2 του λογαριασμού στο Γιβραλτάρ (€134.622 / 2) |
€67.311,00 |
|
5. |
Καταθέσεις/Επενδύσεις στον Καναδά εκ CAD (Καναδέζικα δολάρια) 51.671. Ο λογαριασμός αυτός ήταν επ’ονόματι της Αιτήτριας.
|
51.671 Καναδέζικα δολάρια |
|
6. |
Μετοχές Απολλωνείου, έγινε αγορά στις 30/08/2007, μετοχές συνολικού αριθμού 48.395 ονομαστικής αξίας 0,25 σεντ για το ποσό των ΛΚ 12.098,75 από τον κοινό λογαριασμό των διαδίκων και στις 25/8/2008 έγινε δωρεά παραχώρησης ένα προς ένα. Τον Μάιο του 2015 οι επίδικες μετοχές ήταν συνολικού αριθμού 96.790. Το σύνολο των εν λόγω μετοχών ήταν εγγεγραμμένες επ’ονόματι της Αιτήτριας.
|
|
Αναφορά στην ενώπιον μου μαρτυρία γίνεται παρακάτω μόνο όπου κρίνεται αναγκαίο για το σκεπτικό της απόφασης του Δικαστηρίου, πόσο μάλλον στην υπό εξέταση υπόθεση δεδομένου του εύρους των παραδεκτών και μη αμφισβητούμενων πραγματικών γεγονότων.
Θα εξετάσω τις θέσεις και τα επιχειρήματα της κάθε πλευράς στο βαθμό που απαιτείται για τις ανάγκες της υπόθεσης, έχοντας πάντα κατά νου ότι ‘‘Δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή διαπραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται’’ (Νίκος Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ 490).
Μαρτυρία
Αιτήτρια (Μ.Αιτ.1).
Η Αιτήτρια κατέθεσε γραπτή δήλωση η οποία σημειώθηκε και κατατέθηκε ως έγγραφο Α, και αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης της. Κατά την κυρίως εξέταση της κατέθεσε 22 Τεκμήρια (1-22). Κατά την αντεξέταση της κατατέθηκαν ακόμη 4 τεκμήρια (23-24).
Βασική θέση της Αιτήτριας είναι ότι η ίδια συνεισέφερε πολύ πέραν του ποσοστού που κατέχει σήμερα στην δημιουργία της περιουσίας, που απέκτησε ο Καθ’ου η αίτηση, από την ημερομηνία που έζησαν μαζί με την προοπτική του γάμου και κατά τη διάρκεια του γάμου τους μέχρι τη διάσταση τους, τον Μάιο του 2015 και στην βάση αυτή αξιώνει τις θεραπείες της αίτησης της.
Συζυγική οικία επί της Ελαιώνων
Υποστήριξε ότι για την ανέγερση και τον εξοπλισμό της συζυγικής οικίας οι διάδικοι έλαβαν όριο τρεχούμενου λογαριασμού στον κοινό Λογαριασμό τους στη ΣΠΕ Στροβόλου, ( Τεκμήρια 1 και 2). Μεγάλο μέρος των πληρωμών που έγιναν σε σχέση με την ανέγερση της συζυγικής οικίας προήλθε από τον εν λόγω κοινό λογαριασμό των διαδίκων.
Όπως προκύπτει από τα ως άνω παραδεκτά γεγονότα η Αιτήτρια στον κοινό λογαριασμό κατέθεσε το ποσό των €373.584,52.
Υποστήριξε ότι μέχρι την εξόφληση του ορίου παρατραβήγματος από τον Καθ’ου η αίτηση με το νέο δάνειο που σύναψε αποκλειστικά επ’ονόματι του (βλέπε ανωτέρω παραδεκτά γεγονότα-συζυγική οικία επί της οδού Ελαιώνων) η Αιτήτρια κατέθεσε στον κοινό λογαριασμό το ποσό των €174.389,38.
Ακολούθως, όπως αναφέρει είναι παραδεκτό ότι από τον Μάιο 2010 και μετά, ο μισθός της αμέσως μετά την κατάθεση του στον κοινό λογαριασμό μεταφερόταν για την πληρωμή του δανείου του Καθ’ ού η αίτηση που αφορούσε το σπίτι μέχρι την εξόφληση του δανείου αυτού (Νοέμβριος του 2013), εξόφληση η οποία έγινε από το προϊόν πώλησης περιουσίας του Καθ’ου η αίτηση. Από τον Μάιο του 2010 έως και τον Νοέμβριο του 2013, είχαν κατατεθεί στον κοινό λογαριασμό και από εκεί είχαν πληρωθεί στο δάνειο το ποσό των €115.401,87.
Εξοχικό στον Πρωταρά
Κατά την διάρκεια του γάμου των διαδίκων αγόρασαν ένα εξοχικό στον Πρωταρά, το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο όνομα και των δυο ανά 1/2 μερίδιο.
Η Αιτήτρια υποστηρίζει ότι το εξοχικό αγοράστηκε έναντι του ποσού των €310.000, όπως προκύπτει από την πρώτη σελίδα του σχετικού συμβολαίου αγοράς, η οποία αποτελεί και το μοναδικό μέρος του εν λόγω εγγράφου που ο Καθ’ ού η Αίτηση παρέδωσε στους δικηγόρους της, στο πλαίσιο της διαδικασίας αποκάλυψης εγγράφων.(Κατέθεσε ως Τεκμήριο 19 την πρώτη σελίδα του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του εξοχικού στον Πρωταρά ).
Ο Καθ’ ού η Αίτηση, στην υπεράσπισή του, ισχυρίζεται ότι για την αγορά του εν λόγω ακινήτου καταβλήθηκε το ποσό των €39.216,33 από τον κοινό λογαριασμό (αρ. 2802), καθώς και το ποσό των €76.749,00 μέσω διαδοχικών πληρωμών από προσωπικό του λογαριασμό στην Τράπεζα Κύπρου. Ωστόσο, σύμφωνα με την Αιτήτρια, ο Καθ’ου η Αίτηση δεν προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία προς επιβεβαίωση των ισχυρισμών του, υποστηρίζοντας ότι τα σχετικά τεκμήρια βρίσκονται στην κατοχή του ιδίου και ότι εναπόκειται στον ίδιο να τα προσκομίσει.
Κατά την Αιτήτρια, ωστόσο, από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι, κατά την επίμαχη χρονική περίοδο, κατά την οποία η ίδια μετέφερε συστηματικά ποσά από τον μισθό της στον κοινό λογαριασμό, πραγματοποιούνταν πληρωμές από τον Καθ’ου η Αίτηση που αφορούσαν την αγορά του εξοχικού. Σημειώνει δε, ότι σύμφωνα με την ίδια την υπεράσπιση του Καθ’ ού, το τίμημα του ακινήτου δεν είχε ακόμη εξοφληθεί κατά τον χρόνο της διάστασης των διαδίκων.
Λογαριασμός Ελβετίας
Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι κατά την ημερομηνία διάστασης το ποσό που βρισκόταν κατατεθειμένο στον κοινό λογαριασμό της Ελβετίας ήταν $355.324 δολάρια Αμερικής, ήτοι €320.425,92 (βλέπε ανωτέρω).
Όπως αναφέρει στο λογαριασμό αυτό κατατέθηκαν τα εξής ποσά (Τεκμήριο 6 της Έγγραφης της μαρτυρίας):
- $50.000, ποσό το οποίο αποτέλεσε δωρεά προς την Αιτήτρια από τον παππού και τη γιαγιά της·
- $4.885, το οποίο αντιστοιχούσε σε ΛΚ£3.000 από κοινά χρήματα που είχαν μεταφέρει οι διάδικοι στην Ελβετία και κατατέθηκαν στον λογαριασμό κατόπιν μετατροπής τους σε δολάρια ΗΠΑ·
- $5.593,50, ποσό σε δολάρια ΗΠΑ που ήδη είχαν στην κατοχή τους από προηγούμενο ταξίδι τους στις Ηνωμένες Πολιτείες·
- $8.008, ποσό που, ανήκε στον Καθ’ ού η Αίτηση και προερχόταν από προσωπικό του λογαριασμό στην Αθήνα, όπου ήταν κατατεθειμένο σε δραχμές. Το ποσό αυτό αναλήφθηκε, μετατράπηκε σε δολάρια ΗΠΑ και κατατέθηκε στον λογαριασμό στην Ελβετία.
Άρα σύμφωνα πάντα με την Αιτήτρια στον εν λόγω λογαριασμό κατατέθηκαν αρχικά $ 68.486,25 (όπου οι $55.239,25 προήλθαν από την ίδια και οι $13,247 από τον Καθ’ου η αίτηση).
Τα χρήματα αυτά επενδύθηκαν σε επενδυτικό ταμείο στις 30/09/2002.
Ακολούθως έγιναν τρεις μεταφορές χρημάτων στον λογαριασμό αυτό συνολικού ποσού $194.500 (Τεκμήριο 7 σχετική βεβαίωση της UBS ημερομηνίας 15/07/2014):
- Οι δυο πρώτες καταθέσεις ύψους $55.000 δολαρίων Καναδά (που αντιστοιχούσαν στο ποσό των $49.500 δολάρια ΗΠΑ) και $45.000 δολαρίων Η.Π.Α. που έγιναν στις 7/12/2006 και 9/7/2007 αντίστοιχα, έγιναν από τη μητέρα της ως δωρεά προς την ίδια.
- Η κατάθεση του ποσού των $100.000 δολαρίων Η.Π.Α. που έγινε στις 18/11/2010 έγινε από τον παππού της επίσης ως δωρεά προς την ίδια.
Η Αιτήτρια τονίζει ότι ούτε η μητέρα της ούτε ο παππούς της είχαν οποιοδήποτε λόγο ή πρόθεση να κάνουν δώρο οποιοδήποτε ποσό στον Καθ΄ου η αίτηση. Ο μόνος λόγος που χρησιμοποιήθηκε ο συγκεκριμένος λογαριασμός για τη μεταφορά των χρημάτων αυτών προς εκείνην, ήταν ότι αυτός ήταν ο λογαριασμός που ήταν διαθέσιμος στο εξωτερικό για να γίνει η κατάθεση.
Κατά ή περί τις 31/10/2012 έγινε μια επιπλέον κατάθεση στον επενδυτικό λογαριασμό ύψους $20.000 δολαρίων ΗΠΑ (Τεκμήριο 8 της έγγραφης δήλωσης της). Επισήμανε ότι δεν έχει στοιχεία ως προς την πηγή των χρημάτων αυτών και άρα δεν μπορεί να επιβεβαιώσει από που προήλθαν.
Η θέση της είναι ότι από το συνολικό ποσό των $282.986,34 που κατατέθηκαν στην Ελβετία οι $259.739,17 (91,78 %) προέρχονται από την ίδια και οι $23.247,17 (8,12%) από τον Καθ’ου η αίτηση ( σχετικός είναι ο Πίνακας ΣΤ που παρέθεσε στην παράγραφο 80 της έγγραφης της δήλωσης).
Επισήμανε ότι η δημιουργία του κοινού λογαριασμού έγινε καθότι υπήρχε η πεποίθηση ότι, ως ζευγάρι, οι λογαριασμοί τους έπρεπε να είναι κοινοί. Όπως αντίστοιχα και ο Καθ’ ου η αίτηση πρόσθεσε την Αιτήτρια σε τραπεζικό του λογαριασμό που διατηρούσε στις Ηνωμένες Πολιτείες στην τράπεζα Chase. Η θέση που προβάλλει η Αιτήτρια είναι ότι ίδια δεν διεκδίκησε κεφάλαια που προέρχονταν από την οικογένεια του Καθ’ ου η αίτηση, παρά το γεγονός ότι ήταν συνδικαιούχος στον λογαριασμό Chase, ομοίως και ο Καθ’ ου η αίτηση δεν δικαιούται να διεκδικεί κεφάλαια που προέρχονται από τη δική της οικογένεια, παρά το γεγονός ότι είχε προστεθεί συνδικαιούχος στον αντίστοιχο λογαριασμό στον Καναδά.
Λογαριασμός Γιβραλτάρ
Σύμφωνα με την Αιτήτρια μετά το «κούρεμα» στην Κύπρο, λόγω αβεβαιότητας για την ασφάλεια των τραπεζών, οι διάδικοι αποφάσισαν να μεταφέρουν καταθέσεις στο εξωτερικό. Μέσω του Δημήτρη Παπαχριστοδούλου (γαμπρός του Καθ’ου η αίτηση και Μ.Υ.Ι), πραγματοποιήθηκαν 4 μεταφορές των €5.000 στις 08/06/2013 και 5 μεταφορές των €5.000 τον Ιούλιο του 2015 (Τεκμήριο 10). Συνολικά μεταφέρθηκαν €45.000 στον λογαριασμό του κ. Παπαχριστοδούλου στην Barclays Bank PLC που ήταν στο εξωτερικό.
Η θέση της Αιτήτριας είναι ότι το ποσό αυτό προήλθε σχεδόν εξ ολοκλήρου από εξαργύρωση προσωπικής της ασφάλειας από την οποία έλαβε το συνολικό ποσό των €44.401,30. Προς τεκμηρίωση του ισχυρισμού της κατέθεσε ως Τεκμήριο 11 σχετική βεβαίωση της Eurolife.
Σύμφωνα με την Αιτήτρια στις 26/09/2013, ο Δημήτρης Παπαχριστοδούλου μετέφερε τις €45.000 σε κοινό λογαριασμό που άνοιξαν οι διάδικοι στην Barclays της Αγγλίας (Σχετικά είναι τα Τεκμήριο 10 και 12).
Ακολούθως στις 30/05/2014 μετέφεραν στον κοινό λογαριασμό στην Barclays άλλες €5.000 και στις 02/06/2014 άλλες €20.000 (σε τρία εμβάσματα των €5.000, €5.000 και €10.000 αντίστοιχα). Σχετικό είναι το Τεκμήριο 13. Η θέση της είναι ότι τα δυο εμβάσματα των €5.000 προήλθαν από τον κοινό λογαριασμό των διαδίκων στη ΣΠΕ Στροβόλου.
Αποτελεί παραδεκτό γεγονός (βλέπε ανωτέρω) ότι στον λογαριασμό αυτό κατά τον χρόνο διάστασης υπήρχε κατατεθειμένο το ποσό των €134.622.
Η Αιτήτρια υποστήριξε ακολούθως ότι ο Καθ’ου η αίτηση στις 10/06/2015, λίγες μόλις ημέρες μετά τη διάσταση προέβη σε ανάληψη ποσού ύψους €90.110,41 από τον κοινό τραπεζικό λογαριασμό στο Γιβραλτάρ, αφήνοντας υπόλοιπο €44.551,09. Αργότερα, στις 04/02/2019, ο Καθ’ ου η αίτηση προέβη σε νέα ανάληψη, αποσύροντας και το υπόλοιπο ποσό των €44.500 περίπου, εκκαθαρίζοντας πλήρως τον λογαριασμό. Όπως ανέφερε ενημερώθηκε για αυτές τις ενέργειες του Καθ’ου η αίτηση όταν έπειτα από επίμονες και διαρκείς προσπάθειές της κατάφερε να λάβει από την Τράπεζα αντίγραφα των σχετικών καταστάσεων. Όταν ζήτησε εξηγήσεις από τον Καθ’ου η αίτηση σχετικά με τις αναλήψεις αυτές, η απάντησή του ήταν ότι «τα χρήματα υπάρχουν» και ότι θα της αποδοθεί «το μερίδιο που της αναλογεί όταν πρέπει».
Λογαριασμός Καναδά- Επενδυτική ασφάλεια Manulife Investments στον Καναδά
Η θέση της Αιτήτριας είναι ότι η Επενδυτική ασφάλεια Manulife Investments στον Καναδά και το εκεί επίδικο υπόλοιπο προήλθε αποκλειστικά από χρηματικά ποσά που της δόθηκαν από τον παππού και τη γιαγιά της, ως δωρεά.( σχετικές είναι οι παράγραφοι 72-74 της έγγραφης της δήλωσης- Έγγραφο Α και τα Τεκμήρια 15 και 16).
Κατάθεση των μετρητών στο χρηματοκιβώτιο και εξοπλισμός συζυγικής οικίας
Η Αιτήτρια υποστήριξε ότι, κατά την ημερομηνία της διάστασης, στο χρηματοκιβώτιο που διατηρούσαν από κοινού οι διάδικοι στη συζυγική τους οικία υπήρχε κατατεθειμένο χρηματικό ποσό ύψους €10.000 καθώς και το ποσό των 20.000 Καναδικών Δολαρίων, το οποίο αντιστοιχούσε περίπου σε €15.000, ήτοι συνολικό ποσό περίπου €25.000. Κατά την Αιτήτρια, το ποσό αυτό αποτελούσε κοινή περιουσία των διαδίκων και, μετά τη διάσταση, περιήλθε αποκλειστικά στην κατοχή και διάθεση του Καθ’ ου η Αίτηση, ο οποίος το οικειοποιήθηκε αδικαιολόγητα.
Περαιτέρω, η Αιτήτρια αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια του γάμου αποκτήθηκε εξοπλισμός για τις ανάγκες της συζυγικής κατοικίας, ο οποίος, μετά τη διάσταση, παρέμεινε εξ ολοκλήρου στην κατοχή και κυριότητα του Καθ’ου η αίτηση. Στην Υπεράσπισή του, ο Καθ’ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι η αξία του εν λόγω εξοπλισμού ανέρχεται στο ποσό των €107.510. Η Αιτήτρια, ωστόσο, επισημαίνει ότι δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει επακριβώς την αξία του εξοπλισμού αυτού, καθότι σύμφωνα με τη νομική καθοδήγηση που έλαβε δεν υπάρχει η δυνατότητα τέτοιας εκτίμησης από ειδικό στην Κύπρο
Η Αιτήτρια υποστήριξε ότι μετά τη διάσταση, υπήρξε συμφωνία μεταξύ της Αιτήτριας και του Καθ’ ου η Αίτηση για διαμοιρασμό των διακοσμητικών αντικειμένων (μπιμπελό) της συζυγικής κατοικίας. Για τον σκοπό αυτό η Αιτήτρια μετέβη στη συζυγική οικία, παρουσία υπαλλήλου του δικηγορικού γραφείου Κλεόπας & Κλεόπας, που τότε εκπροσωπούσε νομικά τον Καθ’ ου η αίτηση. Η διαδικασία του διαμοιρασμού καθορίστηκε ώστε ο Καθ’ου η αίτηση να επιλέξει πρώτος τα αντικείμενα που θα κρατούσε, και στη συνέχεια η Αιτήτρια να επιλέξει από τα εναπομείναντα. Ο Καθ’ ου η αίτηση έλαβε αντικείμενα σημαντικά περισσότερα και υψηλότερης αξίας από εκείνα που παρέλαβε η Αιτήτρια. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την Αιτήτρια ο διαμοιρασμός αυτός έγινε προς πλήρη διευθέτηση των μεταξύ τους διαφορών αναφορικά με τα συγκεκριμένα αντικείμενα. Επισήμανε ότι όλα τα αντικείμενα που έλαβε (επιβεβαιώνει ότι τα αντικείμενα που παρέλαβε είναι αυτά που περιγράφονται στην παράγραφο 10.4 της Ανταπαίτησης, εντούτοις, δεν αποδέχεται ως ορθές τις αξίες που αναφέρονται από τον Καθ’ ου η αίτηση στην εν λόγω παράγραφο) περιήλθαν στην κατοχή της με τη ρητή συναίνεση και έγκριση του Καθ’ου η αίτηση, ενώ ο τελευταίος διατήρησε στην κατοχή του κινητά αντικείμενα σαφώς ανώτερης αξίας.
Περαιτέρω, η Αιτήτρια σημειώνει ότι, πέραν των ανωτέρω αντικειμένων, ο Καθ’ ου η αίτηση διατήρησε στην κατοχή του και όλα τα κοσμήματα που είχε δωρίσει στην ίδια, είτε ο ίδιος είτε η μητέρα του.
Κατά την αντεξέταση ανέφερε ότι το ποσό που χρησιμοποιήθηκε από τον κοινό λογαριασμό στην Σπε Στροβόλου για το σπίτι στην Ελαιώνων είναι €1.068.362,63.
Ακολούθως της υποβλήθηκαν επανειλημμένα ερωτήσεις αναφορικά με το ύψος των καταθέσεων ή/και τη χρηματική συνεισφορά του Καθ’ ου η Αίτηση στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό που διατηρείτο στη ΣΠΕ Στροβόλου και δήλωσε ότι δεν γνωρίζει, καταλήγοντας ότι δεν έχει κάνει λογιστική ανάλυση του τι μπήκε και τι βγήκε από τον εν λόγω λογαριασμό.
Κατά την αντεξέταση, η Αιτήτρια ερωτήθηκε για συγκεκριμένες πληρωμές ύψους £25.000 και £20.000, οι οποίες εμφανίζονται στο Τεκμήριο 1, ημερομηνίας 21/06/2007. Η Αιτήτρια ανέφερε ότι δεν θυμάται τις συγκεκριμένες πληρωμές και δεν μπορεί να επιβεβαιώσει τον σκοπό τους, διευκρινίζοντας ότι δεν περιλαμβάνονται στην ανάλυση που έχει ετοιμάσει, καθότι βασίστηκε αποκλειστικά στα ποσά που αναγράφονται στις επιταγές.
Σε ερώτηση κατά πόσον η άγνοια της επί του θέματος ενδέχεται να καθιστά λανθασμένες τις οικονομικές της αναλύσεις, η Αιτήτρια απάντησε ότι οι αναλύσεις της βασίζονται αποκλειστικά σε τεκμηριωμένα, χειροπιαστά στοιχεία (όπως αντίγραφα επιταγών) και ότι δεν έχει προβεί σε υποθέσεις για οποιοδήποτε ποσό για το οποίο δεν υπάρχουν γραπτές ενδείξεις για τον σκοπό ή την κατεύθυνσή του.
Τέλος, ερωτήθηκε και για τη φύση της σχέσης της με τη μητέρα της πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον γάμο. Η Αιτήτρια περιέγραψε τις σχέσεις ως "ικανοποιητικές" πριν τον γάμο, "λίγο καλύτερες" κατά τη διάρκειά του, αφήνοντας να εννοηθεί ότι μεταγενέστερα επιδεινώθηκαν, χωρίς να δοθεί περαιτέρω σαφής απάντηση επί του θέματος.
Ερωτηθείσα για το ποσό των €11.515,29 που η ίδια ανέφερε στην παράγραφο 46α της έγγραφης της δήλωσης δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει αν τελικά είναι στο όνομά της ή στου Καθ’ου η αίτηση, λόγω έλλειψης στοιχείων.
Κατά την αντεξέταση της Αιτήτριας, της τέθηκαν ερωτήσεις αναφορικά με κινήσεις που έγιναν μέσω κοινού λογαριασμού, όπως περιγράφονται στην παράγραφο 46α της δήλωσής της.
Η Αιτήτρια ανέφερε αρχικά ότι ποσό της τάξης των €11.515 από τον κοινό λογαριασμό στην ΣΠΕ Στροβόλου χρησιμοποιήθηκε από τον Καθ’ου η Αίτηση για την αγορά μετοχών στην Τράπεζα Κύπρου. Ωστόσο, διευκρίνισε ότι οι μετοχές αγοράστηκαν στο όνομα του Καθ’ου η αίτηση και όχι στο δικό της. Όταν της επισημάνθηκε ότι οι μετοχές ενδεχομένως να είναι καταχωρημένες στο όνομά της, δήλωσε ότι δεν έχει τις σχετικές πληροφορίες για να το επιβεβαιώσει ή να το διαψεύσει.
Περαιτέρω, σε σχέση με πληρωμές ύψους €20.000 και €25.000 από τον ίδιο λογαριασμό προς οικογενειακές εταιρείες της οικογένειας του Καθ’ ου η αίτηση, η Αιτήτρια επιβεβαίωσε την ύπαρξη τους, όπως αναφέρεται και στη δήλωσή της. Ωστόσο, δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει κατά πόσον τα ποσά αυτά επιστράφηκαν στον κοινό λογαριασμό, καθώς όπως τόνισε δεν διατηρούσε πλήρη έλεγχο του λογαριασμού και δεν έκανε ανάλυση των εισροών. Υποστήριξε ότι η δική της ανάλυση περιορίστηκε στις εκροές του λογαριασμού και όχι στις εισροές. Επανέλαβε ότι δεν είναι λογίστρια και δεν είχε τα απαραίτητα στοιχεία για πλήρη λογιστική αποτύπωση.
Παραθέτω σχετικό απόσπασμα από την αντεξέταση της σε σχέση με το Τεκμήριο 24:
E. ‘‘Παραπέμπω στην ημερομηνία 10/11/2008 που υπάρχει μια ανάληψη €20.000, μια μεταφορά συγγνώμη.
A. 21/10 είναι αυτό που λέτε, η ημερομηνία που μου είπατε είναι €25.000 το ποσό.
E. Η μια 21/10 είναι €20.000 και η 10/11/ είναι €25.000;
A. Σωστά.
E. Η θέση μου είναι ότι αυτά τα λεφτά επιστράφηκαν στις 26/11/2008 και στις 11/12/2008.
A. Ωραία.
E. Πώς τοποθέτησε σε αυτό;
A. Θα επαναλάβω κάτι που είπα πριν, δεν έχω κάνει λογιστική ανάλυση του τι μπήκε και τι βγήκε. Οπότε επιμένω στην απάντησή μου ότι δεν έχω κάτι να προσθέσω, όλο το ποσό που κατατέθηκε σε αυτόν τον λογαριασμό είναι είτε από εμένα είτε από τον Β.’’.
Παρά την επιμονή του συνηγόρου του Καθ’ου η αίτηση κατά την αντεξέταση, η Αιτήτρια δεν προσδιόρισε τις άλλες προσωπικές της πηγές χρηματοδότησης, δηλώνοντας ότι δεν επιθυμεί να απαντήσει.
Εκτενέστερη αναφορά, αν χρειαστεί, θα γίνει κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας.
Κατά την επανεξέταση της ρωτήθηκε για τις μετοχές της Τράπεζας Κύπρου για τις οποίες έγινε αναφορά στην αντεξέταση της και επανέλαβε ότι δεν θυμάται αν αγοράστηκαν στο όνομα της ή στο όνομα του Καθ’ου η αίτηση.
Μ.Α.2 κος Γεώργιος Ζίγκας
Από πλευράς της Αιτήτριας κλήθηκε να δώσει μαρτυρία και ο κος Γεώργιος Ζίγκας (Μ.Α.2) διευθυντής στην ΚΕΔΙΠΕΣ στην επαρχία Λευκωσίας. Του ζητήθηκε να παρουσιάσει τις καταστάσεις λογαριασμού δύο δανείων, που είχε ο Καθ’ ου η Αίτηση, στη Σ.Π.Ε Στροβόλου, καθώς και τις καταστάσεις λογαριασμού των υπολοίπων που διατηρούσε στη Σ.Π.Ε Στροβόλου.
Προσκόμισε την συμφωνία δανείου συνοδευόμενη από την υποθήκη και τις καταστάσεις λογαριασμού, από την ημέρα έκδοσης μέχρι την ημέρα εξόφλησης Τεκμήριο 25. Αναφορικά με το δεύτερο δάνειο, επεσήμανε ότι ήταν εξυπηρετούμενο και, κατά τη διαδικασία συγχώνευσης της Σ.Π.Ε. Στροβόλου, μεταφέρθηκε στην Ελληνική Τράπεζα. Υπογράμμισε ότι η ΚΕΔΙΠΕΣ δεν διατηρεί πλέον αρχεία για τα εξυπηρετούμενα δάνεια, καθώς αυτά μεταφέρθηκαν στην Ελληνική Τράπεζα βάσει σχετικής συμφωνίας. Κατά συνέπεια, για την προσκόμιση καταστάσεων ή συμβάσεων του εν λόγω δανείου, δήλωσε ότι θα πρέπει να κλητευθεί εκπρόσωπος της Ελληνικής Τράπεζας.
Τέλος, ο μάρτυρας ανέφερε ότι δεν διαθέτει πληροφορίες για άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς του Καθ’ ου η Αίτηση στη Σ.Π.Ε. Στροβόλου.
Δεν υπήρξε αντεξέταση αυτού του μάρτυρα.
Δημήτρης Παπαχριστοδούλου (Μ.Υ.1)
Από πλευράς Καθ’ου η αίτηση πρώτος μάρτυρας κατέθεσε ο κος Δημήτρης Παπαχριστοδούλου, γαμπρός του Καθ’ου η αίτηση και εγγεγραμμένος λογιστής. Ο εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε γραπτή δήλωση η οποία σημειώθηκε και κατατέθηκε ως έγγραφο Β, και αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης του. Κατά την κυρίως εξέταση του κατέθεσε 5 τεκμήρια-δέσμη (26-30). Κατά την αντεξέταση του κατατέθηκαν ακόμη τρία τεκμήρια (31-33).
Κατά την κυρίως εξέταση του, ο μάρτυρας αναφέρθηκε στα επαγγελματικά του προσόντα, δηλώνοντας ότι είναι σε θέση να γνωρίζει πολύ καλά τα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης, καθότι είναι προσωπικά εμπλεκόμενος. Επεξήγησε ότι, καθόλη τη διάρκεια της έγγαμης σχέσης των διαδίκων, είχε την ευθύνη της ετοιμασίας των ετήσιων φορολογικών τους δηλώσεων, στηριζόμενος σε στοιχεία που του παρείχαν οι ίδιοι. Επιπρόσθετα, λόγω των επαγγελματικών του γνώσεων, παρείχε στους διαδίκους συμβουλές ως προς τη διαχείριση των οικονομικών τους και, γενικότερα, λειτουργούσε ως πρόσωπο αναφοράς και εποπτείας για τις οικονομικές δοσοληψίες, όχι μόνο των διαδίκων, αλλά και της ευρύτερης οικογένειας του Καθ’ ου η Αίτηση (συμπεριλαμβανομένων των γονέων και των αδελφών του).
Κατά την κυρίως εξέταση του, ο εν λόγω μάρτυρας παρέθεσε στοιχεία αναφορικά με:
· το ύψος και την προέλευση των προϋφιστάμενων του γάμου περιουσιακών στοιχείων τα οποία κάθε μέρος διέθεσε για την απόκτηση ή βελτίωση της επίδικης περιουσίας·
· τη συμβολή εκάστου των διαδίκων μέσω των καθαρών φορολογητέων και λοιπών εισοδημάτων τους στη δημιουργία των περιουσιακών στοιχείων που, κατά τον Μάιο του 2015, βρίσκονταν επ’ ονόματι τους
· το κόστος ανέγερσης και εξοπλισμού της κατοικίας επί της οδού Ελαιώνων·
· την αγορά του εξοχικού ακινήτου στον Πρωταρά
· καθώς και αναλύσεις πληρωμών και μεταφορών σε κοινούς λογαριασμούς των διαδίκων, τόσο εντός όσο και εκτός Κύπρου.
Βάσει της ως άνω τεκμηρίωσης, ο μάρτυρας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Αιτήτρια κατέχει ποσοστό επί της επίδικης περιουσίας το οποίο είναι δυσανάλογα μεγαλύτερο από την πραγματική της οικονομική συνεισφορά. Η διαπίστωση αυτή στηρίζεται όπως αναφέρει, τόσο στην περιορισμένη συμμετοχή της μέσω καθαρών φορολογητέων εισοδημάτων, όσο και στην αναλογικά μικρότερη διάθεση προσωπικής περιουσίας για σκοπούς αύξησης της επίδικης περιουσίας.
Κατά την αντεξέταση του, ο μάρτυρας ανέφερε ότι η εντολή που του δόθηκε αφορούσε την ετοιμασία συγκεκριμένων καταστάσεων με σκοπό την παρουσίαση του συνόλου των οικονομικών δεδομένων που σχετίζονται με τη διάρκεια του γάμου. Συγκεκριμένα, του ζητήθηκε να καταρτίσει καταστάσεις που να αποτυπώνουν:
· το σύνολο των εισοδημάτων των διαδίκων καθόλη τη διάρκεια του γάμου,
· το κόστος κατασκευής της κατοικίας επί της οδού Ελαιώνων,
· το κόστος αγοράς και εξοπλισμού του εξοχικού ακινήτου στον Πρωταρά,
· τις χρηματικές μεταφορές σε λογαριασμούς εξωτερικού, καθώς και την προέλευση των σχετικών ποσών,
· και τις μεταφορές κεφαλαίων προς συγκεκριμένες ξένες τράπεζες, όπως η Lloyds.
Επιπλέον, υποστήριξε ότι στις καταστάσεις που περιλαμβάνονται στην κατάθεση της Αιτήτριας, εντοπίζονται ουσιώδη λάθη. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στα δεδομένα που σχετίζονται με τους μισθούς, τονίζοντας ότι από απλή αριθμητική επαλήθευση προκύπτει πως οι επιμέρους προσθέσεις δεν οδηγούν στο συνολικό ποσό που φέρεται να καταγράφεται, γεγονός που υπονομεύει την ακρίβεια και αξιοπιστία των εν λόγω στοιχείων.
Αντεξεταζόμενος επισήμανε ότι δεν είναι νομικός, ούτε είναι σε θέση να γνωρίζει ποια είναι τα κριτήρια που εφαρμόζει το Δικαστήριο για την εκτίμηση της συνεισφοράς των διαδίκων. Αποσαφήνισε ότι η χρήση της λέξης συνεισφορά περιοριζόταν σε καθαρά αριθμητική καταγραφή και συγκεντρωτική παρουσίαση των οικονομικών στοιχείων.
Ο μάρτυρας τόνισε ότι το γεγονός πως ορισμένα ποσά κατατέθηκαν σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό δεν έχει, από μόνο του, αποφασιστική σημασία. Όπως ανέφερε, κατά τη διάρκεια του γάμου υπήρχε πληθώρα τραπεζικών λογαριασμών, μέσω των οποίων διενεργούνταν σημαντικά έξοδα που αφορούσαν την οικογένεια συνολικά. Μεταξύ άλλων, καλύπτονταν έξοδα διαβίωσης, ταξίδια στο εξωτερικό, δίδακτρα για τα ιδιωτικά σχολεία των παιδιών, καθώς και ποσά που διατέθηκαν για σκοπούς επένδυσης σε ακίνητα που αποκτήθηκαν εντός του γάμου.
Επομένως, κατά την άποψη του, το ότι από συγκεκριμένο λογαριασμό πραγματοποιήθηκαν πληρωμές, είτε για αποπληρωμή δανείου είτε για οικογενειακά έξοδα, δεν αρκεί από μόνο του για να συναχθούν συμπεράσματα ως προς τη συνεισφορά ή την πρόθεση οποιουδήποτε εκ των διαδίκων. Τόνισε ότι απαιτείται να ληφθεί υπόψη η συνολική οικονομική εικόνα και όχι επιμέρους αποσπασματικά δεδομένα.
Σε αυτό το πλαίσιο, ανέφερε ενδεικτικά ότι το γεγονός πως οι δύο τελευταίες καταθέσεις στον κοινό λογαριασμό προέρχονταν από τους μισθούς της Αιτήτριας, δεν αναιρεί το ότι την ίδια χρονική περίοδο υπήρχαν πολλαπλές οικογενειακές ανάγκες και έξοδα τα οποία καλύπτονταν από διάφορες άλλες πηγές.
Ο μάρτυρας διευκρίνισε ότι δεν γνωρίζει τον ακριβή αριθμό των τραπεζικών λογαριασμών που διατηρούσε ο Καθ’ ου η Αίτηση κατά τη διάρκεια του γάμου, ούτε είχε πλήρη εικόνα του εύρους των συναλλαγών που διενεργούνταν μέσω αυτών.
Κατά την επανεξέταση του εν λόγω μάρτυρος κατατέθηκε το τεκμήριο 34.
Αναφορά σε περαιτέρω λεπτομέρειες στην μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα θα γίνει κατωτέρω, αν και εφόσον κριθεί αναγκαίο.
Καθ’ου η αίτηση (Μ.Υ.2)
Ο Καθ’ου η αίτηση κατέθεσε γραπτή δήλωση η οποία σημειώθηκε και κατατέθηκε ως έγγραφο Γ, και αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης του. Κατά την κυρίως εξέταση του κατέθεσε 15 Τεκμήρια (35-49).
Ο Καθ’ ου η Αίτηση υποστήριξε ότι στην απόκτηση και διαμόρφωση της επίδικης περιουσίας, είχε καθοριστικό ρόλο, όχι μόνο με τη διάθεση σημαντικών χρηματικών ποσών προερχόμενων από την προσωπική του περιουσία και εισοδήματα, αλλά και με την ανάληψη αποκλειστικής ευθύνης για σειρά τραπεζικών και χρηματοδοτικών υποχρεώσεων.
Ειδικότερα, ο Καθ’ ου η αίτηση επισήμανε ότι, σε αντίθεση με την Αιτήτρια, διατηρεί διαχρονικά άριστες σχέσεις με τη μητέρα και τη γιαγιά της, οι οποίες, κατά τις επισκέψεις τους στην Κύπρο, διαμένουν στη δική του κατοικία και επισκέπτονται εκεί τα εγγόνια και δισέγγονά τους.
Περαιτέρω, ο Καθ’ ου υποστήριξε ότι διέθετε ήδη πριν τη σύναψη του γάμου αξιόλογη προσωπική περιουσία, αποτέλεσμα κληρονομικής διαδοχής από τους γονείς του. Από αυτήν την περιουσία, διέθεσε το ποσό του €1.721.670,85, το οποίο διοχετεύθηκε είτε στην αποκλειστική είτε στη συνιδιόκτητη περιουσία του ιδίου και της Αιτήτριας. Παρέπεμψε σχετικά στο Παράρτημα Β / Κατάσταση 5 που συνοδεύει την Γρ. Δήλωση Έγγραφο Β του Μ.Υ.1.
Από 1η Ιανουαρίου 2002 μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2014 τα καθαρά φορολογητέα του εισοδήματα ανήλθαν στο ποσό των €1.140.069,70. Παρέπεμψε σχετικά στο Παράρτημα Α/ Κατάσταση 3 που συνοδεύει την Γρ. Δήλωση Έγγραφο Β του Μ.Υ.1.
Συζυγική οικία επί της οδού Ελαιώνων
Ο Καθ' ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι, από κοινού με την Αιτήτρια, έλαβαν Τραπεζικές διευκολύνσεις από την ΣΠΕ Στροβόλου το 2004 και το 2005, συνολικού ποσού Λ.Κ £350.000 προς κάλυψη του κόστους ανέγερσης της κατοικίας. Προς εξασφάλιση αυτών, υποθήκευσε προσωπική, κληρονομική του περιουσία. Παρέθεσε ως Τεκμήρια 35-38 τις σχετικές συμβάσεις και υποθήκες.
Το 2010, κατόπιν αιτήματος της Αιτήτριας και λόγω της δυσφορίας της για την προσωπική της εμπλοκή στα κοινά δάνεια, ο Καθ' ου η αίτηση έλαβε στεγαστικό δάνειο στο όνομα του αποκλειστικά (€233.000) για να αποπληρώσει τα προηγούμενα δάνεια, αναλαμβάνοντας πλήρως το οικονομικό βάρος. Σχετικά είναι τα Τεκμήρια 39-40. Το νέο δάνειο που έλαβε το 2010 εξοφλήθηκε πλήρως το 2013 με προϊόν από πώληση δικής του κληρονομικής περιουσίας. Σχετικά είναι τα Τεκμήρια 41 και 42.
Επισημαίνει ότι για το κόστος κατασκευής της συζυγικής οικίας πέραν του ποσού που πληρώθηκε από τον κοινό λογαριασμό στην Σπε Στροβόλου στον οποίον κατέθεσε ποσό πέραν του €1.397.620,90 (Παρέπεμψε στο Παράρτημα Ε/Κατάσταση 11 που συνοδεύει την Γρ. Δήλωση Έγγραφο Β του Μ.Υ.1.) κατέβαλλε και από άλλες πηγές το ποσό των €183.299,44. Παρέπεμψε στο Παράρτημα Δ/Κατάσταση 8 που συνοδεύει την Γρ. Δήλωση Έγγραφο Β του Μ.Υ.1.
Εξοπλισμός συζυγικής οικίας
Για τον εξοπλισμό της συζυγικής όπως ισχυρίζεται δαπάνησαν το ποσό των €170.640,84. Αναφορικά με τις λεπτομέρειες για τα αντικείμενα και τα ποσά που δαπανήθηκαν παρέπεμψε στο Παράρτημα «Δ»/Κατάσταση 8 (δεύτερο μέρος) που συνοδεύει την Γρ. Δήλωση Έγγραφο «Β» του Μ.Υ.1.
Εξοχικό στον Πρωταρά (σχετικά Τεκμήρια 45-47)
Σύμφωνα με τον Καθ’ου η αίτηση το κόστος αγοράς και εξοπλισμού της εξοχικής οικίας στον Πρωταρά ανήλθε στα €341.000. Παρέπεμψε σχετικά στο Παράρτημα Ι/ Κατάσταση 17 που συνοδεύει την Γρ. Δήλωση Έγγραφο Β του Μ.Υ.1.
Για την απόκτηση του εξοχικού έλαβε προσωπική δανειοδότηση από την ΣΠΕ Στροβόλου για το ποσό των €330.000 στις 16 Νοεμβρίου 2010 εξασφαλισμένη με υποθήκη επί της κύριας κατοικίας επί της οδού Ελαιώνων. Κατά την διάσταση τον Μάιο του 2015 το υπόλοιπο του δανείου ήταν €197.742,86 το οποίο εξοφλήθηκε από τον ίδιο μετά την διάσταση. Παρά ταύτα, όπως αναφέρει η Αιτήτρια διατηρεί το ½ μερίδιο επ’αυτής.
Λογαριασμός UBS Ελβετίας
Ο Καθ’ου η Αίτηση αναφέρει ότι προ της γνωριμίας τους, η Αιτήτρια, διατηρούσε έναν τρόπο ζωής ο οποίος δεν τύγχανε αποδοχής από μέλη της οικογένειάς της, με αποτέλεσμα να υφίστανται εντάσεις μεταξύ αυτής και των συγγενών της.
Με την έναρξη της συμβίωσης τους και ακολούθως της τέλεσης του γάμου τους, οι οικογένειες των δύο μερών γνωρίστηκαν και, όπως σημειώνει ο Καθ’ ου, τόσο η μητέρα όσο και οι παππούδες της Αιτήτριας τον υποδέχθηκαν με θέρμη και τον περιέβαλαν με αγάπη και αποδοχή. Αυτή η θετική στάση, σύμφωνα με τον ίδιο, εκδηλώθηκε και μέσα από την οικονομική στήριξη της κοινής τους ζωής, μέσω σειράς σημαντικών καταθέσεων σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσαν στην Ελβετία.
Συγκεκριμένα, ο Καθ’ ου η Αίτηση αναφέρει ότι ο παππούς και η γιαγιά της Αιτήτριας κατέθεσαν το ποσό των USD 50.000 στις 23 Σεπτεμβρίου 2002, ως δώρο γάμου στον κοινό τους λογαριασμό στην Ελβετία. Επιπλέον, τον Αύγουστο του 2006, κατατέθηκε στον ίδιο λογαριασμό το ποσό των USD 19.530,50 από τον ίδιο, προερχόμενο από ανάληψη από προσωπικό του λογαριασμό που διατηρούσε στην Τράπεζα Κύπρου στην Αθήνα (Σχετικό είναι το Τεκμήριο 48). Στη συνέχεια, τον Ιούλιο του 2007, η μητέρα της Αιτήτριας κατέθεσε ποσό USD 45.000 ως αποπληρωμή δανείου ύψους Λ.Κ. £20.000 το οποίο της είχε παρασχεθεί από τον κοινό λογαριασμό των διαδίκων στην ΣΠΕ Στροβόλου για σκοπούς ανακαίνισης της κατοικίας της στην Λευκωσία. Ο Καθ’ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι το ποσό αυτό τους το επέστρεψε στρογγυλοποιημένο με κατάθεση στον κοινό τους λογαριασμό στην Ελβετία τον Ιούλιο του 2007.
Επιπλέον, ο Καθ’ ου η Αίτηση αναφέρεται σε μεταγενέστερες καταθέσεις που έλαβαν χώρα από την οικογένεια της Αιτήτριας, τόσο από τη μητέρα της (Δεκέμβριος 2006) όσο και από τους παππούδες της (Νοέμβριος 2010), τονίζοντας ότι όλα τα εν λόγω ποσά κατατέθηκαν στον κοινό λογαριασμό των διαδίκων και συνεπώς συνιστούν δώρα προς αμφότερους και όχι αποκλειστικά προς την Αιτήτρια.
Υποστηρίζει δε ότι, εάν η πρόθεση των συγγενών της Αιτήτριας ήταν να προβούν σε προσωπικά δώρα μόνο προς αυτήν, θα είχαν φροντίσει τα σχετικά ποσά να κατατεθούν σε προσωπικό της λογαριασμό. Αντί τούτου, όλα τα χρηματικά ποσά κατατέθηκαν στον κοινό λογαριασμό, γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι επρόκειτο για κοινές παροχές. Επιπρόσθετα, σημειώνει ότι οι εν λόγω καταθέσεις διακόπηκαν μετά τη διάσταση των μερών, γεγονός το οποίο, κατά τον ισχυρισμό του, αποδεικνύει περαιτέρω ότι αυτές συνδέονταν με τη μεταξύ τους έγγαμη συμβίωση και όχι με προσωπική σχέση δωρεάς μεταξύ Αιτήτριας και συγγενών της.
Λογαριασμός στο Γιβραλταρ
Ο Καθ’ ου η Αίτηση ανέφερε ότι, όταν κατέστη αντιληπτή η οικονομική κρίση στην Κύπρο το έτος 2013, και κατόπιν σχετικής σύστασης από τον γαμπρό του, κ. Δημήτρη Παπαχριστοδούλου (Μ.Υ.1), οι διάδικοι αποφάσισαν να ανοίξουν τραπεζικό λογαριασμό στο εξωτερικό για σκοπούς ενίσχυσης της οικονομικής ασφάλειας και προστασίας της οικογένειας. Παρέπεμψε στο Παράρτημα Θ/ Κατάσταση 14, το οποίο συνοδεύει τη Γραπτή Δήλωση (Έγγραφο Β) του Μ.Υ.1 αναφορικά με τις λεπτομέρειες των σχετικών εμβασμάτων, καθώς και η πηγή προέλευσης τους.
Περαιτέρω, ο Καθ’ ου η Αίτηση διευκρίνισε ότι το ποσό των €44.401,30, το οποίο εμβάστηκε στους ως άνω λογαριασμούς από την Αιτήτρια, προήλθε από εξαργύρωση ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής της στην ασφαλιστική εταιρεία Eurolife. Εντούτοις, τονίζει ότι μεγάλο μέρος του ποσού αυτού καταβλήθηκε, ουσιαστικά, από δικό του προσωπικό λογαριασμό, καθώς, κατά τα έτη 2008 έως και 2013, ο ίδιος κατέβαλε εξ ολοκλήρου τα ασφάλιστρα, συνολικού ύψους €22.256,88. Παρέπεμψε στο Παράρτημα Η / Κατάσταση 13, το οποίο συνοδεύει τη Γραπτή Δήλωση (Έγγραφο Β) του Μ.Υ.1.
Επένδυση στον Καναδά
Ο Καθ’ ου η Αίτηση ανέφερε ότι η επένδυση στην ασφαλιστική εταιρεία MANULIFE στον Καναδά ξεκίνησε το έτος 2006, κατόπιν πρωτοβουλίας και με αρχική χρηματοδότηση των παππούδων της Αιτήτριας. Το αρχικό ποσό της επένδυσης ενισχύθηκε στη συνέχεια τα έτη 2008, 2010 και 2014. Τα ποσά που κατατέθηκαν σε αυτή την επένδυση αντιστοιχούσαν σε χρηματικά δώρα («χαρτζιλίκι») που λάμβαναν από τους παππούδες της Αιτήτριας κατά τη διάρκεια των επισκέψεων τους στον Καναδά, με σκοπό να καλύψουν τα προσωπικά έξοδα του ζευγαριού. Ωστόσο, επειδή τα έξοδα των ταξιδιών αυτών καλύπτονταν εξ ολοκλήρου από τον ίδιο, τα ανωτέρω χρηματικά ποσά δεν δαπανήθηκαν, αλλά αποταμιεύθηκαν και επενδύθηκαν.
Κατά τον χρόνο της διάστασης των διαδίκων, το επενδυτικό αυτό προϊόν ανερχόταν στο ποσό των CAN $51.671,00.
Μετοχές Απολλωνείου
Ο Καθ’ ου η Αίτηση υποστήριξε ότι κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, από τον κοινό λογαριασμό που διέθεταν οι διάδικοι στη ΣΠΕ Στροβόλου αποκτήθηκαν συνολικά 48.395 μετοχές, ονομαστικής αξίας Λ.Κ. 0,25 εκάστη. Για την εν λόγω αγορά καταβλήθηκε το συνολικό ποσό των Λ.Κ. 12.098,75. Στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκε δωρεάν παραχώρηση μετοχών προς όλους τους μετόχους σε αναλογία 1:1, με αποτέλεσμα ο αριθμός των μετοχών να αυξηθεί σε 96.790 κατά τον χρόνο της διάστασης των διαδίκων. Οι εν λόγω μετοχές καταχωρήθηκαν στο όνομα της Αιτήτριας.
Ο Καθ’ ου η Αίτηση σημειώνει ότι οι 96.790 μετοχές πωλήθηκαν έναντι τιμήματος €2,30 ανά μετοχή, με αποτέλεσμα η Αιτήτρια να εισπράξει συνολικά το ποσό των €222.617 από την εν λόγω πώληση.
Πίνακες και αντικείμενα
Σύμφωνα με τον Καθ’ ου η Αίτηση, κατά τον χρόνο της διάστασης, η Αιτήτρια οικειοποιήθηκε, χωρίς τη συναίνεση του, τα αντικείμενα που περιγράφονται αναλυτικά στην παράγραφο 10.4(i)–(ix) της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης του. Τα εν λόγω αντικείμενα, τα οποία έχουν ήδη καταγραφεί στην ενότητα των παραδεκτών γεγονότων, περιλαμβάνουν κατά τους ισχυρισμούς του, έργα τέχνης και άλλα κινητά σημαντικής οικονομικής αξίας, για τα οποία δεν υπήρξε συμφωνία ή συναίνεση ως προς τη μεταβίβαση ή κατοχή τους από την Αιτήτρια.
Έξοδα διαβίωσης οικογένειας/ συντήρηση οικίας
Ο Καθ’ ου η Αίτηση αναγνωρίζει ότι ο μηνιαίος μισθός της Αιτήτριας κατατίθετο στον κοινό λογαριασμό των διαδίκων στην ΣΠΕ Στροβόλου. Απορρίπτει, ωστόσο, ρητά τον ισχυρισμό ότι υφίστατο οποιαδήποτε συμφωνία ή συνεννόηση ότι τα ποσά αυτά θα κατατίθεντο αποκλειστικά προς εξόφληση των τραπεζικών διευκολύνσεων που λήφθηκαν για την οικογενειακή κατοικία επί της οδού Ελαιώνων ή έναντι του κόστους ανέγερσης της εν λόγω κατοικίας. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, για την περίοδο από το 2005 έως το 2015, ο Καθ’ ου η Αίτηση συνεισέφερε στον εν λόγω κοινό λογαριασμό το συνολικό ποσό των €1.397.620,90, ενώ η συνεισφορά της Αιτήτριας ανήλθε σε €373.280,69.
Από τον εν λόγω κοινό λογαριασμό στη ΣΠΕ Στροβόλου πληρώθηκαν, εκτός των δαπανών ανέγερσης της οικογενειακής κατοικίας, και διάφορα άλλα ποσά για την κάλυψη αναγκών της οικογένειας, καθώς και λοιπών εξόδων του ζεύγους. Παρέπεμψε στο Παράρτημα Δ / Κατάσταση 9, το οποίο συνοδεύει την Ένορκη Δήλωση (Έγγραφο Β) του Μ.Υ.1.
Επιπρόσθετα, ο Καθ’ ου η Αίτηση υποστήριξε ότι τόσο τα έξοδα διαβίωσης της οικογένειας όσο και τα προσωπικά έξοδα της Αιτήτριας καλύπτονταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από τον ίδιο. Ειδικότερα, όλες οι δαπάνες που πραγματοποιούνταν από την Αιτήτρια είτε μέσω της προσωπικής της πιστωτικής κάρτας, είτε μέσω των κοινών καρτών AMEX και VISA των διαδίκων στην Τράπεζα Κύπρου εξοφλούνταν κάθε μήνα από τον προσωπικό τρεχούμενο λογαριασμό του Καθ’ ου η Αίτηση στην Τράπεζα Κύπρου. (Προς τεκμηρίωση του εν λόγω ισχυρισμού του κατέθεσε το Τεκμήριο 49).
Κατά την αντεξέταση του, ο Καθ’ ου η Αίτηση δήλωσε ότι τα στοιχεία βάσει των οποίων ετοιμάστηκαν οι καταστάσεις από τον Μ.Υ.1. παρασχέθηκαν από τον ίδιο, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι του είχε δώσει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την ετοιμασία.
Αντεξεταζόμενος ο Καθ’ου η αίτηση ενώ αρχικά υποστήριξε ότι το ποσό αγοράς για το εξοχικό στον Πρωταρά όπως αναγράφεται στο συμβόλαιο, είναι €330.000 όταν του ζητήθηκε ρητά να διαβάσει την παράγραφο 2 του συμβολαίου παραδέχτηκε ότι το ποσό που πράγματι αναγράφεται εκεί είναι €310.000.
Αναλώθηκε αρκετή ώρα κατά την αντεξέταση προκείμενου να ξεκαθαριστεί αν όταν ο Καθ’ου η αίτηση κάνει λόγο για τραπεζική διευκόλυνση εννοεί παρατράβηγμα (overdraft) λογαριασμού με τον Καθ’ου η αίτηση αρχικά να απαντά ναι, αλλά ακολούθως να ισχυρίζεται ότι είναι δάνειο.
Επανέλαβε κατά την αντεξέταση του ότι ο ίδιος για σκοπούς αύξησης της επίδικης περιουσίας, περιουσία η οποία κατά τον χρόνο της διάστασης ήταν επ’ονόματι είτε του ιδίου είτε της Αιτήτριας ξόδεψε €1.721,670,85.
Η αντεξέταση κινήθηκε αρκετά σε ερωτήματα που είχαν να κάνουν με τα ποσά που η Αιτήτρια κατέβαλε στον κοινό λογαριασμό. Ακολούθως ο Καθ’ ου η Αίτηση, αφού αρχικά δήλωσε ότι δεν γνώριζε περί άλλων εισοδημάτων της Αιτήτριας πέραν του μισθού της, τελικώς παραδέχθηκε ότι σε ένορκη δήλωσή του ημερομηνίας 21/10/2016 στα πλαίσια της αίτησης διατροφής των διαδίκων, είχε αναφέρει πως η Αιτήτρια είχε πρόσθετα έσοδα τα οποία, σύμφωνα με υπολογισμούς που ο ίδιος περιλαμβάνει στην εν λόγω δήλωση, υπερέβαιναν το ποσό των €4.000 μηνιαίως κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς και έφταναν τις €5.760 τους καλοκαιρινούς μήνες. Αποδέχθηκε ότι αυτά τα επιπλέον έσοδα προέκυπταν για σειρά ετών και ότι ο μισθός της από την κύρια εργασία της ενδέχεται να αντιπροσώπευε μόνο το ένα τρίτο ή και λιγότερο του συνολικού μηνιαίου εισοδήματός της.
Κατά την αντεξέταση του, ο Καθ’ ου η Αίτηση αντέκρουσε τον ισχυρισμό ότι εκείνος ήταν το πρόσωπο που επέλεξε πρώτος αντικείμενα κατά τον διαμοιρασμό κινητής περιουσίας μετά τη διάσταση. Αντίθετα, ισχυρίστηκε ότι η Αιτήτρια ήταν αυτή που επέλεξε πρώτη, λαμβάνοντας κατά την άποψη του αντικείμενα σημαντικής αξίας, όπως τον πίνακα του John Corbidge αξίας £10.000, χωρίς να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε συμφωνία.
Δεν υπήρξε επανεξέταση του Καθ’ου η αίτηση.
Αναφορά σε περαιτέρω λεπτομέρειες στην μαρτυρία του θα γίνει κατωτέρω, αν και εφόσον κριθεί αναγκαίο.
Ανδριάνα Ρούσου Μ.Υ.3
Τέλος για τον Καθ’ου η αίτηση κατέθεσε η κα Ανδριάνα Ρούσου, λειτουργός του Τμήματος Μετοχών και Χρεογράφων της Τράπεζας Κύπρου. Κατά την κυρίως εξέταση της κατάθεσε ένα τεκμήριο (Τεκμήριο 50).
Ερωτηθείσα κατά πόσο κατά την επίδικη περίοδο η Αιτήτρια προέβη σε αγορά μετοχών, απάντησε ότι δεν είχε μαζί της το πλήρες ιστορικό από την αρχή και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει. Ανέφερε ότι εντόπισε 240 μετοχές καταγεγραμμένες το έτος 2003, πλην όμως δήλωσε άγνοια για τον τρόπο απόκτησής τους και ότι δεν διαθέτει άλλες πληροφορίες καθώς δεν της ζητήθηκε να προβεί σε τέτοια έρευνα. Τόνισε ότι για περαιτέρω διευκρινίσεις απαιτείται συμπληρωματικός έλεγχος.
Κατά την αντεξέταση, η μάρτυρας επιβεβαίωσε ότι στις 26/06/2003 η Αιτήτρια κατείχε 280 μετοχές της Τράπεζας Κύπρου, εκ των οποίων οι 240 εμφανίζονται ως dematerialized (άυλες) στις 30/06/2003. Ωστόσο, η μάρτυρας δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει τον χρόνο απόκτησης αυτών των 240 μετοχών, δηλώνοντας επανειλημμένως άγνοια ως προς το πότε αποκτήθηκαν και πώς προέκυψαν.
Παρά τις επανειλημμένες ερωτήσεις, δεν μπόρεσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο οι μετοχές να αποκτήθηκαν ακόμη και από το έτος 2000, επαναλαμβάνοντας ότι απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να διακριβωθεί η ακριβής ημερομηνία απόκτησης.
Δεν υπήρξε επανεξέταση της μάρτυρος.
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να επισημάνω ότι, αναφορικά με την μαρτυρία της κας Ρούσου, περιορίζομαι απλώς να αναφέρω ότι πρόκειται για μαρτυρία η οποία δεν σχετίζεται με τα επίδικα θέματα όπως αυτά περιορίστηκαν από τις δυο πλευρές καθορίζοντας με σαφήνεια τι συνιστά για αυτούς «αύξηση της περιουσίας» κατά την έννοια του Νόμου 232/1991 (βλέπε ανωτέρω στην ενότητα παραδεκτά γεγονότα).
Εν πάση δε περιπτώσει η εν λόγω μαρτυρία υπήρξε, μη βοηθητική και ενδεχομένως περιττή σε σχέση με τα ουσιώδη ζητήματα της υπό κρίση διαφοράς καθότι επανειλημμένως κατά την αντεξέταση της δήλωνε άγνοια ως προς το πότε αποκτήθηκαν και πώς προέκυψαν.
Η επίκληση της μαρτυρίας της εν λόγω υπαλλήλου από πλευράς του Καθ’ου η Αίτηση φάνηκε να στοχεύει περισσότερο στον κλονισμό της αξιοπιστίας της Αιτήτριας, παρά στη συμβολή στην ουσιαστική διαλεύκανση των επίδικων ζητημάτων. Πράγματι, κατά την αντεξέταση της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν θυμάται αν οι επίμαχες μετοχές βρίσκονται στο όνομα της. Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν μπορεί να παραβλέψει ότι ο συνήγορός της, σε πλείστες περιπτώσεις, διευκρίνισε προς το Δικαστήριο ότι, ακριβώς λόγω αυτής της αβεβαιότητας, η Αιτήτρια αποτάθηκε εγγράφως στην Τράπεζα Κύπρου, επιδιώκοντας να εφοδιαστεί με τα σχετικά στοιχεία.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν κρίνει ότι η εν λόγω μαρτυρία προσέφερε ουσιώδες ή διαφωτιστικό περιεχόμενο σε σχέση με τα πραγματικά ζητήματα που καλείται να επιλύσει. Αντιθέτως, η κατάθεση της παρεκκλίνει από την ουσία της διαφοράς, όπως αυτή έχει περιοριστεί, και δεν συνεισφέρει απολύτως τίποτα στην επίλυση των κρίσιμων νομικών και πραγματικών ζητημάτων της παρούσας υπόθεσης.
Μη βοηθητική για το Δικαστήριο υπήρξε και η μαρτυρία του κου Ζίγκα, καθώς περιορίστηκε στην απλή προσκόμιση του Τεκμηρίου 25, χωρίς να διαθέτει περαιτέρω στοιχεία ή ουσιαστική γνώση αναφορικά με το δεύτερο δάνειο, παραπέμποντας για κάθε πληροφορία στην Ελληνική Τράπεζα. Επιπλέον, δήλωσε ότι δεν έχει γνώση για άλλους λογαριασμούς του Καθ’ ου η Αίτηση στη Σ.Π.Ε. Στροβόλου. Η κατάθεση του ήταν σύντομη, δεν υποβλήθηκε σε αντεξέταση και συνολικά δεν προσέφερε ουσιαστική διαφώτιση επί των κρίσιμων θεμάτων της υπόθεσης.
ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ – ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ – ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Συνακόλουθα το Δικαστήριο θα βασιστεί στην μαρτυρία των διαδίκων και του Μ.Υ.1 και στα παραδεκτά γεγονότα που ομολογουμένως είναι αρκετά.
Στην υπό εξέταση υπόθεση αποτελεί κοινό τόπο ότι η περιουσία των διαδίκων αυξήθηκε (βλέπε ανωτέρω στην ενότητα παραδεκτά γεγονότα), συνεπώς ενόψει αυτού του δεδομένου που αποτελεί και τον πρώτο βασικό πυλώνα σε υποθέσεις αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα, το δικαστήριο θα εξετάσει αν η συνεισφορά έκαστου διαδίκου του επιτρέπει να διεκδικεί μεγαλύτερο από το ποσοστό που ήδη κατέχει.
Το άρθρο 14 του περί ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, Ν.232/91, προβλέπει τα εξής:
«14. (1). Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.
Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.
Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν:
(α) από δωρεά, κληρονομία, κληροδοσία ή άλλη χαριστική αιτία.
(β) με διάθεση περιουσίας που αποκτήθηκε με τις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) αιτίες.»
Το τι συνιστά περιουσία και τι συνεισφορά απαντάται στο άρθρο 2 του Ν.232/91:
“«Περιουσία» σημαίνει την κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους.
«Συνεισφορά» σημαίνει την οποιαδήποτε μορφής συνεισφορά των συζύγων στην απόκτηση ή τη δημιουργία περιουσίας και περιλαμβάνει τη φροντίδα της οικογενειακής εστίας και των μελών της οικογένειας.”
Το άρθρο 14 του Ν.232/91 έχει ερμηνευθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση, Α. Ορφανίδης ν. Ν. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ 179, όπου στη σελίδα 187 τονίστηκαν τα πιο κάτω αναφορικά με την προσέγγιση την οποία το Δικαστήριο θα πρέπει να ακολουθεί σε θέματα επίλυσης των περιουσιακών διαφορών των συζύγων.
«(β) Αντικείμενο του διαμοιρασμού δεν είναι, όπως στο Αγγλικό δίκαιο, το περιουσιακό στοιχείο αφ΄ εαυτού, αλλά η αύξηση της περιουσίας εκάτερου των συζύγων μετά το γάμο. Επομένως, αφετηρία για την επίλυση διαφορών αυτής της φύσης αποτελεί η διαπίστωση των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων κατά το χρόνο του γάμου. Σε δεύτερο στάδιο, έρχεται η διαπίστωση της αύξησης, (αν υπάρχει), και σε τρίτο η προέλευση της αύξησης και η συνάρτησή της με τη συνεισφορά του ετέρου των συζύγων στην πραγμάτωση της.»
(Η έμφαση είναι του παρόντος δικαστηρίου)
Στην ίδια υπόθεση αποφασίστηκε πως:
«…Η αύξηση, η οποία υπόκειται σε διανομή, δεν είναι η αξία των περιουσιακών στοιχείων του ιδιοκτήτη συζύγου, αλλά η καθαρή αξία της περιουσίας του η οποία ανευρίσκεται μετά από συνυπολογισμό των περιουσιακών του στοιχείων αφενός, και των χρηματικών του υποχρεώσεων αφετέρου.»
Ως προς το θέμα της περιουσιακής αύξησης σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από το βιβλίο της Ε. Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη «Οικογενειακό Δίκαιο», Τόμος Ι, Β’ έκδοση, σελίδα 249:
«Η περιουσιακή αύξηση του υπόχρεου πρέπει να έχει λάβει χώρα κατά τη διάρκεια του γάμου και επομένως, προκύπτει από τη σύγκριση της περιουσίας του κατά την αρχή και το τέλος του γάμου, δηλαδή από την αφαίρεση της αρχικής από την τελική του περιουσία».
(Η έμφαση είναι του παρόντος δικαστηρίου)
Το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο στην Ν. Μικρού v. M. Kωνσταντινίδου, Εφ. ΔΟΔ αρ. 188, ημερ 7/10/2004, μη δημοσιευθείσα, σελ. 2, αποσαφήνισε πως αυτό που έχει σημασία είναι η απόδειξη της αύξησης που με βάση τον Νόμο ανευρίσκεται με την σύγκριση της αρχικής και τελικής περιουσίας, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη περιουσία που δημιουργείται κατά την διάρκεια του γάμου και δεν αποκρυσταλλώνεται στην τελική περιουσία για να συγκριθεί με την αρχική.
Για τον υπολογισμό της αύξησης πρέπει να συγκριθεί η περιουσία του συζύγου κατά την τέλεση του γάμου, η αρχική δηλαδή περιουσία και κατά τη διάσταση, η τελική περιουσία. Η διαφορά συνιστά την αύξηση και αυτή αποτιμάται σε χρήμα. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα των Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, Τόμος VII, «Οικογενειακό Δίκαιο», Αθήνα 1991, σελ. 296:
«Τρίτον, Η περιουσιακή ωφέλεια 'αφότου τελέστηκε ο γάμος' θα συναχθεί με σύγκριση της περιουσιακής κατάστασης σε δυο χρονικά σημεία, τη στιγμή της τέλεσης του γάμου αφενός (αρχική περιουσία) και τη στιγμή που γεννιέται η αξίωση αφετέρου (τελική περιουσία – βλ. και παρακ. Αρ. 14). Η διαφορά συνιστά την επαύξηση (τα αποκτήματα), που αποτελεί το αντικείμενο της αξίωσης (στο βαθμό βέβαια που συντρέχει, μεταξύ άλλων, και η δεύτερη προϋπόθεση της αξίωσης, στο βαθμό δηλ. που τα αποκτήματα οφείλονται στη συμβολή του δικαιούχου). Οι ενδιάμεσες αυξομειώσεις της περιουσίας είναι αδιάφορες….»
Σε ό,τι αφορά τον Μ.Υ.1, σημειώνεται ότι, κατά κύριο λόγο, κατέθεσε υπό την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα, και συγκεκριμένα ως οικονομολόγος-λογιστής, ο οποίος είχε κατά καιρούς αναλάβει τη διαχείριση των οικονομικών ζητημάτων της οικογένειας. Η παρουσία του, προκάλεσε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο όσον αφορά την επιστημονική του κατάρτιση, τη σοβαρότητα και τη σταθερότητα της θέσης του καθόλη τη διάρκεια της κυρίως εξέτασης και της αντεξέτασης. Παρά την έντονη αντεξέταση στην οποία υπεβλήθη, διατήρησε την ψυχραιμία του και επέδειξε συγκροτημένη σκέψη, γεγονός που συνέτεινε στο να θεωρηθεί αξιόπιστος. Όπως διαφάνηκε από την αγόρευση της Αιτήτριας τα δεδομένα που παρουσίασε ο εν λόγω μάρτυρας σε σχέση με χρήματα που προήλθαν από δικούς της πόρους και κατατέθηκαν στον κοινό λογαριασμό γίνονται αποδεκτά. Ο δε συνήγορος της Αιτήτριας κατά την ακροαματική διαδικασία ανέφερε, σε κάποιο στάδιο, ότι από την μαρτυρία του κυρίου Παπαχριστοδούλου διαφάνηκε πως ενδέχεται να υπάρχουν ορισμένα ποσά τα οποία, εκ παραδρομής, δεν είχαν υπολογιστεί από την κ. Ιωαννίδου, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ελαφρώς αυξημένο συνολικό ποσό.
Ωστόσο, η αξιολόγηση της μαρτυρίας του δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο σε αυτά τα δεδομένα, αλλά οφείλει να βασίζεται πρωτίστως στην ουσία των όσων κατέθεσε και στο αποδεικτικό υλικό στο οποίο στήριξε τα τελικά συμπεράσματα του. Δεν μπορώ να προσδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα στην μαρτυρία του, όχι γιατί θεωρώ ότι δεν είπε την αλήθεια στο Δικαστήριο, αλλά γιατί δεν εκπλήρωσε ένα βασικό καθήκον εμπειρογνώμονα δηλαδή να δώσει στο Δικαστήριο όλα εκείνα τα εχέγγυα, στοιχεία και κριτήρια που θα επιτρέψουν στο δικαστήριο να εξετάσει την ορθότητα της γνώμης του αλλά και για να δυνηθεί το δικαστήριο στην βάση της να εξάξει τα δικά του ανεξάρτητα συμπεράσματα.
Κατά την αντεξέταση του διαπιστώθηκε ότι ο μάρτυρας βασίστηκε σε όγκο εγγράφων τα οποία του παρείχε αποκλειστικά ο Καθ’ου η αίτηση χωρίς τα περισσότερα από αυτά να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν είχε τη δυνατότητα να ελέγξει άμεσα το περιεχόμενο, την αυθεντικότητα ή τη βαρύτητα των εν λόγω εγγράφων. Αρνητική εντύπωση προκάλεσε το γεγονός ότι προέβη σε ευρήματα, κρίσεις και συμπεράσματα στηριζόμενος αποκλειστικά σε αυτά τα έγγραφα, χωρίς αυτά κατά το μεγαλύτερο τους μέρος να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου.
Παρότι κάποια από τα στοιχεία που παρέθεσε ο μάρτυρας ήταν βοηθητικά, η υπερβολική αναφορά σε μεγάλο όγκο εγγράφων, χωρίς την απαραίτητη διασύνδεση ή ανάλυση τους, προκάλεσε εντέλει μεγαλύτερη σύγχυση παρά διαφώτιση.
Παραδέχτηκε ότι δεν γνωρίζει πόσους τραπεζικούς λογαριασμούς διατηρούσε ο Καθ’ ου η Αίτηση, ούτε εάν οι λογαριασμοί που του παρασχέθηκαν προς εξέταση αντανακλούν πλήρως ή μερικώς τη συνολική του οικονομική δραστηριότητα. Η παραδοχή αυτή καθιστά σαφές ότι η ανάλυσή του δεν βασίστηκε σε πλήρη εικόνα των οικονομικών δεδομένων και ότι τα ευρήματά του στηρίχθηκαν αποκλειστικά επί εγγράφων και πληροφοριών που του παρασχέθηκαν μονομερώς από τον Καθ’ου η αίτηση.
Επισημαίνω περαιτέρω ότι κανένας από τους διάδικους δεν μου άφησε και τις καλύτερες εντυπώσεις. Η Αιτήτρια, κατά την αντεξέταση της, φάνηκε σε αρκετά σημεία να αγνοεί βασικά και ουσιώδη δεδομένα της υπόθεσης, δηλώνοντας επανειλημμένα ότι είτε δεν γνωρίζει είτε δεν είναι σε θέση να απαντήσει. Η στάση αυτή, αν και εκ πρώτης όψεως προκαλεί προβληματισμό αναφορικά με την αξιοπιστία της, εντούτοις, όπως διαφάνηκε από τη συνολική εικόνα που σχηματίστηκε, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτιζε ο Καθ’ ου η Αίτηση στη διαχείριση των οικονομικών ζητημάτων της οικογένειας.
Η γενική εντύπωση που αποκόμισε το Δικαστήριο είναι ότι η Αιτήτρια είχε περιορισμένη έως και ανύπαρκτη εμπλοκή στη λήψη οικονομικών αποφάσεων, παρά το γεγονός ότι κατέθετε το σύνολο του μισθού της, περιλαμβανομένου και του 13ου μισθού, στον κοινό λογαριασμό. Το γεγονός αυτό δεν αμφισβητείται, καθώς αναγνωρίζεται και από τον ίδιο τον Καθ’ ου η Αίτηση, ο οποίος παραδέχθηκε ότι στον κοινό λογαριασμό που διατηρείτο στη ΣΠΕ Στροβόλου κατατέθηκαν, από πλευράς της Αιτήτριας, χρηματικά ποσά που ανέρχονται συνολικά στο ύψος των €373.584,52.
Ενδεικτικά, από το Τεκμήριο 5, το οποίο περιλαμβάνει αντίγραφα αποκομμάτων από το βιβλιάριο επιταγών του εν λόγω λογαριασμού, προκύπτει ότι σχεδόν όλες οι επιταγές εκδίδονταν από τον Καθ’ ου η Αίτηση. Αν και δεν είναι τιμητικό για την Αιτήτρια να αγνοεί τη διαδρομή των χρημάτων που η ίδια κατέθετε, αλλά και γενικότερα να δηλώνει άγνοια για χρήματα που αποσύρθηκαν από τον κοινό λογαριασμό αλλά ‘‘επέστρεψαν’’ στον εν λόγω λογαριασμό, ωστόσο αυτό αναδείχθηκε σαφώς κατά τη διαδικασία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι και αποδεκτό. Σε κάθε περίπτωση, από τα ίδια τα παραδεκτά γεγονότα καθίσταται σαφές ότι η Αιτήτρια είχε ουσιαστική συνεισφορά στην αύξηση της περιουσίας του Καθ’ ου η Αίτηση.
Σημειώνεται ότι η βασική περιουσία η οποία αποκτήθηκε κατά την διάρκεια του γάμου είναι η συζυγική οικία, η οποία είναι εγγεγραμμένη αποκλειστικά στο όνομα του Καθ’ ου η Αίτηση. Επίσης κατά την αντεξέταση του, ο Καθ’ ου η αίτηση παραδέχθηκε ότι το σύνολο σχεδόν του οικιακού εξοπλισμού της συζυγικής οικίας, μετά την αποχώρηση της Αιτήτριας, παρέμεινε στην κατοχή του, με εξαίρεση τα αντικείμενα που αναφέρονται στην παράγραφο 10.4 (i)–(ix) της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησής του.
Παραθέτω απόσπασμα από την αντεξέταση του ότι όλα τα υπόλοιπα πλην αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 10.4 (i)–(ix) της Υπεράσπισης και ανταπαίτησης έμειναν στην οικία και τα επωφελείται αποκλειστικά ο ίδιος:
A. ‘‘Πρέπει να τα μετρήσουμε δεν μπορώ να σας πω τώρα.
E. Εκτός από αυτά που λέτε, τα υπόλοιπα έμειναν στην οικία;
A. Ναι.
E. Έχει υπολογιστεί το κόστος αγοράς τους;
A. Ναι.
E. Τόσα άξιζαν στη διάσταση ή για τα δικά σου εν άλλες οι τιμές;
A. Αυτά που ανάφερα είναι τα ποσά αγοράς.
E. Άρα στη διάσταση ήταν άλλες οι αξίες τους;
A. Ναι, εννοείται.
E. Ενώ για τζιείνα που έπιασε η Λία είπες αξία της αγοράς;’’
Περαιτέρω, η θέση του Καθ’ ου η Αίτηση ότι η Αιτήτρια, ήδη από το έτος 2010, μεθόδευσε τον χωρισμό τους, επιχειρώντας να αποποιηθεί οποιασδήποτε προσωπικής ευθύνης αναφορικά με όσα οι δύο σύζυγοι είχαν από κοινού δημιουργήσει, στερείται με κάθε σεβασμό κοινής λογικής και δεν συνάδει με τα πραγματικά περιστατικά. Ειδικότερα, ο Καθ’ ου η αίτηση υποστήριξε ότι η Αιτήτρια τον ώθησε να αναλάβει εξ ολοκλήρου τις τραπεζικές τους υποχρεώσεις, ζητώντας του να χρησιμοποιήσει το ποσό του δανείου που έλαβε το 2010 για την εξόφληση προγενέστερων δανειακών διευκολύνσεων που βάρυναν και την ίδια, προκειμένου όπως ισχυρίζεται να απαλλαγεί από οποιαδήποτε προσωπική δέσμευση, διευκολύνοντας με αυτό τον τρόπο την μελλοντική αποχώρησή της από τον γάμο.
Ωστόσο, η εν λόγω θέση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Ο χωρισμός των διαδίκων επήλθε πέντε έτη αργότερα, ήτοι στις 25/05/2015, γεγονός που δεν συνάδει με τη θέση περί μεθόδευσης από το 2010. Επιπλέον, μολονότι πράγματι μέσω του δανείου που έλαβε ο Καθ’ ου η αίτηση εξοφλήθηκαν υφιστάμενες τραπεζικές υποχρεώσεις που αφορούσαν και τα δύο μέρη, εντούτοις η Αιτήτρια εξακολουθούσε, μέχρι και τον χωρισμό, να καταθέτει το σύνολο του μισθού της στον κοινό λογαριασμό των διαδίκων, γεγονός που καταδεικνύει τη συνέχιση της οικονομικής της συμμετοχής και αναιρεί τον ισχυρισμό περί προσχεδιασμένης απαλλαγής από ευθύνες.
Ο Καθ’ ου η Αίτηση, παρουσίασε εικόνα περισσότερο καταρτισμένου και ενημερωμένου προσώπου σε σχέση με τα οικονομικά, παρέχοντας περισσότερες λεπτομέρειες και διευκρινίσεις. Ωστόσο, τούτο ενισχύει και την εικόνα της οικονομικής υπεροχής την οποία κατείχε καθόλη τη διάρκεια του έγγαμου βίου, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητήθηκε. Κυρίως δε, ενισχύει την εικόνα ότι εκείνος είχε τη διαχείριση των οικονομικών της οικογένειας. Παρά την παραδοχή του ότι η Αιτήτρια συνεισέφερε με σημαντικά ποσά στον κοινό λογαριασμό, ο Καθ’ ου η Αίτηση, θεωρεί ως δεδομένο ότι η συζυγική οικία η οποία είναι εγγεγραμμένη αποκλειστικά στο όνομα του και αποτελεί το βασικό περιουσιακό στοιχείο που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου του ανήκει αποκλειστικά και δικαιολογημένα. Ταυτόχρονα, διατηρεί την πεποίθηση ότι ακόμη και περιουσιακά στοιχεία που κατέχει η Αιτήτρια, κατέχονται αδίκως, εξού και διεκδικεί μέρος αυτών μέσω της ανταπαίτησης του. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται μάλιστα και χρηματικά ποσά τα οποία προήλθαν από δωρεές της μητέρας, του παππού και της γιαγιάς της Αιτήτριας.
Ο Καθ’ου η αίτηση, προβάλλοντας και προωθώντας τη θέση αυτή, παραγνωρίζει πλήρως την αρχή του τεκμηρίου του ενός τρίτου (1/3), όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 14 (2) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου (Ν. 216/90) και ερμηνεύεται παγίως στη σχετική νομολογία. Εν προκειμένω, η Αιτήτρια ουδέποτε αμφισβήτησε ότι η συνεισφορά του Καθ’ου υπήρξε μεγαλύτερη της δικής της, γεγονός που αποδεικνύεται και από το ότι η απαίτησή της περιορίζεται σε ποσοστό ενός τρίτου (1/3) της κοινώς αποδεκτής περιουσιακής αύξησης του Καθ’ου η αίτηση, εξαιρουμένου του ποσού των τραπεζικών καταθέσεων το οποίο προήλθε από οικονομική ενίσχυση της οικογένειας της Αιτήτριας (μητέρα, παππού και γιαγιά της).
Στην υπεράσπιση του υποστήριξε ότι η συνεισφορά της Αιτήτριας στην ανέγερση της οικίας σε καμία περίπτωση δεν υπερβαίνει το ½ της αξίας (κόστους) κατασκευής όπως ισχυρίζεται η Αιτήτρια, αλλά αντιθέτως η συνεισφορά της ήταν ελάχιστη. Είναι εμφανής η αντίφαση η οποία παρατηρείται, από την μια αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο η συνεισφορά της να είναι κάπου κοντά στο ½ ή και λιγότερο, χωρίς να είναι "ελάχιστη". Και από την άλλη ότι ήταν πολύ χαμηλή ή σχεδόν μηδενική συνεισφορά, κάτι που αντικρούει το προηγούμενο.
Κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του, ο Καθ’ ου η Αίτηση εμφανίστηκε να μεταβάλλει τη θέση του ως προς τα εισοδήματα της Αιτήτριας. Αρχικά, στην ερώτηση κατά πόσον γνώριζε για οποιαδήποτε άλλα έσοδα πέραν του μισθού της, απάντησε ότι δεν γνωρίζει. Ωστόσο, όταν ο συνήγορος της Αιτήτριας του υπέδειξε το Τεκμήριο 18 ( ένορκη δήλωσή του Καθ’ου η αίτηση ημερομηνίας 21/10/2016 στο πλαίσιο διαδικασίας διατροφής) παραδέχθηκε ότι γνώριζε για επιπλέον εισοδήματα, φθάνοντας στο σημείο να δηλώσει ότι τα συνολικά έσοδα της Αιτήτριας υπερέβαιναν τις €4.000 μηνιαίως κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς και ενδεχομένως ανέρχονταν μέχρι και στις €5.760 κατά τους θερινούς μήνες. Παραδέχθηκε, επίσης, ότι ο μισθός της από την εργασία της πιθανόν να αποτελούσε λιγότερο από το ένα τρίτο του συνολικού της εισοδήματος.
Η μεταστροφή αυτή, η οποία επήλθε μόνο μετά από παραπομπή σε δικά του προηγούμενα λεχθέντα, προκαλεί εύλογες αμφιβολίες ως προς την ειλικρίνεια και την αξιοπιστία του μάρτυρα.
Επισημαίνω ότι ο Καθ’ου η αίτηση στην αγόρευση του αναφέρθηκε εκτενώς στον ισχυρισμό ότι η Αιτήτρια διατηρούσε εισοδήματα τα οποία δεν δήλωνε, και ότι, σύμφωνα με τα όσα κρίθηκαν στην απόφαση Α. Ορφανίδης ν. Ν. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ 179, δεν μπορεί να επωφεληθεί.
Με κάθε σεβασμό, και μολονότι δύναμαι βάσει των όσων έχουν ήδη εκτεθεί ανωτέρω, να καταλήξω με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι τα εισοδήματα της Αιτήτριας δεν περιορίζονταν αποκλειστικά στη μισθοδοσία της από το Δημόσιο, με την ίδια ευχέρεια διαπιστώνω ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση, ο οποίος φέρει και το βάρος της απόδειξης της επικαλούμενης παρανομίας, δεν κατόρθωσε να την αποδείξει.
Ενώπιον του Δικαστηρίου δεν προσκομίστηκε οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο αναφορικά με το περιεχόμενο των φορολογικών δηλώσεων της Αιτήτριας, ούτε με το αν τα φερόμενα πρόσθετα εισοδήματα (όποια και αν ήταν ) ήταν φορολογητέα ή μη, ούτε και αν αποκρύφθηκαν από τις αρμόδιες αρχές.
Κατ’ ακολουθίαν των πιο πάνω, οι σχετικοί ισχυρισμοί του Καθ’ ου η Αίτηση κρίνεται ότι στερούνται αποδεικτικής βάσης και, ως εκ τούτου, δεν χρήζουν περαιτέρω αξιολόγησης από το Δικαστήριο.
Περαιτέρω κατά την αντεξέταση του, ο Καθ’ ου η αίτηση παραδέχθηκε την ύπαρξη τραπεζικών καταθέσεων της Αιτήτριας σε λογαριασμό του και παραδέχθηκε ότι τα χρήματα που βρίσκονταν σε κοινούς ή προσωπικούς του λογαριασμούς δεν προέρχονταν αποκλειστικά από τον ίδιο, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και από την Αιτήτρια. Επικαλέστηκε, ωστόσο, ότι αυτό γινόταν μόνο για μικρό χρονικό διάστημα, μέχρι να ανοιχθεί ξεχωριστός λογαριασμός.
Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την αντεξέταση του:
E. Άρα κύριε Π., ήξερες και για άλλα εισοδήματα της κυρίας Ι., έτσι;
A. Ναι, εδέχτηκα τα αυτά που αναφέρατε, μιλούμε συγκεκριμένα γι΄αυτά.
E. Τι σημαίνει τούτο που είπες τωρά;
A. Αυτά που αναγνώσατε προηγουμένως.
E. Που σε ρώτησα προηγουμένως αν γνώριζες μας είπες «δεν ξέρω», γιατί μας είπες «δεν ξέρω», ενώ εδώ μας λες συγκεκριμένα νούμερα με υπολογισμούς μάλιστα; Εν να απαντήσεις ή να συνεχίσω ή προτιμάς να μεν απαντήσεις;
A. Να συνεχίσετε.
E. Ο λόγος είναι ότι λες ψέματα;
A. Όχι, δεν είπα ψέματα.
E. Τούτο μάλιστα λες εδώ είναι η τελευταία παράγραφος της πρότασης της παραγράφου 7, φαίνεται ότι είναι κάτι που γίνεται αυτό, ότι προκύπτει από αυτό που λες εδώ και χρόνια;
A. Ναι.
E. Σημαίνει για πολλά χρόνια πριν το 2016;
A. Ναι.
E. Άρα συμφωνούμε τώρα ότι η κυρία Ι. είχε πολλά επιπλέον εισοδήματα πέραν από τον μισθό της από την εργασία της, έτσι;
A. Ναι.
E. Και ήταν περισσότερα μπορεί υπερδιπλάσια με τις αναλύσεις που έκανες εσύ από αυτά που έπαιρνε από τη δουλειά της; Ας πούμε τα διπλάσια, άρα ο μισθός της από τη δουλειά της ήταν το 1/3 του εισοδήματός της ίσως και λίγο πιο κάτω από το 1/3, έτσι;
A. Ναι.
E. Και έτσι ενδεικτικά έτυχε να έχει μαζί της η κυρία Ι. διάφορες καταθέσεις που δικά της χρήματα που ήταν μες τον δικό σου λογαριασμό, ούτε εδώ συμφωνάς;
A. Όχι, δεν συμφωνώ, σε μερικές ναι όχι σε όλες.
E. Τις έχεις υπόψιν σου αυτές τις καταθέσεις;
A. Βεβαίως.
E. Αυτά τα λεφτά ήταν δικά σου εισοδήματα;
A. Κάποια ήταν δικά μου κάποια ήταν δικά της, ήταν μόνο για πολύ μικρό χρονικό διάστημα μέχρι να ανοίξει ξεχωριστός λογαριασμός σε στεγαστικά ιδρύματα.
E. Τούτο κύριε το συγκεκριμένο, τούτες οι πολλές καταθέσεις τις έχεις υπόψιν σου, έτσι δεν είναι;
A. Ναι από τα file μου τα έχει κάνει photocopy πριν να φύγει από το σπίτι μου.
Κρίνω ότι η Αιτήτρια πέραν του μισθού της τον οποίο κατέθετε συστηματικά στον κοινό λογαριασμό των διαδίκων, συμμετείχε ενεργά στη δημιουργία και στην αύξηση της περιουσίας που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων. Με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία είναι εύρημα του Δικαστηρίου ότι η Αιτήτρια έχει αποδείξει ότι η περιουσία του Καθ' ου η αίτηση που αποκτήθηκε με την προοπτική του γάμου και κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων αυξήθηκε και ότι στην αύξηση αυτή είχε και η ίδια σημαντική συνεισφορά.
Δεν παραγνωρίζω ότι συμμετοχή του Καθ'ου η αίτηση υπήρξε εξόχως μεγαλύτερη, άλλωστε στην υπό εξέταση περίπτωση έχουμε να κάνουμε με δυσανάλογα οικονομικά μεγέθη, χωρίς αυτό να σημαίνει ταυτόχρονα ότι η Αιτήτρια δεν δικαιούται να λάβει τη συνεισφορά της, η οποία κατά κύριο λόγο προκύπτει από τα παραδεκτά γεγονότα, καθώς και από την τελική παραδοχή του Καθ'ου η αίτηση ότι τα εισοδήματα της δεν περιορίζονται μόνο στον μισθό της από το Δημόσιο.
Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση Tsiklauri Natalia ν. Artur Isakov και Άλλων (2016) 1 ΑΑΔ 156 σε σχέση με το Άρθρο 14(1) του Ν. 232/91:
«Οπωσδήποτε, η εν λόγω πρόνοια δεν προβλέπει δικαίωμα ενός των συζύγων να προβάλει αξίωση για συμμετοχή στην περιουσία του άλλου συζύγου, άνευ ετέρου. Αυτός πρέπει να έχει συμβάλει στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου.»
Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το Σύγγραμμα «Το νέο Οικογενειακό Δίκαιο», Βασίλη Βαθρακοκοίλη, στη σελ. 248.
«Συμβολή δικαιούχου: Η αύξηση της περιουσίας πρέπει να βρίσκεται σε σύνδεσμο με συμβολή του δικαιούχου σ΄ αυτήν, η οποία μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο. Το είδος και η έκταση της συμβολής συναρτάται με τις περιστάσεις και συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Η συμβολή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, αφού ο νόμος δεν προσδιορίζει τρόπους, ούτε άλλωστε και δυνατή και σκόπιμη είναι εξαντλητική απαρίθμηση των τρόπων συμβολής στην επαύξηση της περιουσίας. Μπορεί να είναι άμεση ή έμμεση, αφού ο νόμος δεν διακρίνει. Άμεση είναι η συμβολή που διαπιστώνεται εξωτερικά με παροχή κεφαλαίου, εισοδημάτων ή εξωοικιακής εργασίας, ενώ έμμεση θεωρείται η εξοικονόμηση πόρων, όταν ο ένας σύζυγος επιδίδεται στις οικιακές εργασίες ή την ανατροφή των τέκνων ή και συμπαράσταση σε δύσκολες περιόδους π.χ. ασθένειας κλπ.).
Όταν η συμβολή της γυναίκας στην αύξηση της περιουσίας του συζύγου της γίνεται με τη μορφή της πλήρους απασχόλησης της στο συζυγικό οίκο, ή, με τον τρόπο αυτό, συμβολή πρέπει να υπολογίζεται κατά τρόπο αρνητικό, δηλαδή με την έννοια ότι πρέπει να αποτιμάται σε χρήμα το μηνιαίο εισόδημα που θα αποκόμιζε η γυναίκα, αν στη διάρκεια του γάμου της είχε πλήρη επαγγελματική δραστηριότητα, που ενώ είχε τις προϋποθέσεις και δυνατότητες, επιδόθηκε στις οικιακές εργασίες για την οικογένεια της. .»
Στην υπόθεση Χέυς ν. Φιλιππίδης, Έφεση αρ. 41/2015, ημερ. 5/2/2021, το Εφετείο επικύρωσε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο, αφού εξέτασε τόσο το κατά πόσο υπήρχε από μέρους της Εφεσείουσας άμεση συνεισφορά όσο και έμμεση συνεισφορά, κατέληξε ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε συνεισφορά. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:
«Τονίζεται ότι σε τέτοιου είδους υποθέσεις απαιτείται η ύπαρξη ουσιώδους συνδέσμου μεταξύ της «συμβολής» και της «αύξησης» της περιουσίας. Το Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στην εξέταση της ύπαρξης άμεσης συνεισφοράς, αλλά εξέτασε και κατά πόσο υπήρξε έμμεση συνεισφορά της εφεσείουσας και κατέληξε πως δεν καταδείχθηκε οποιαδήποτε συνεισφορά. Ο ισχυρισμός της εφεσείουσας, όπως προβάλλεται στον 12ο λόγο έφεσης, ότι επιδόθηκε στις οικιακές εργασίες της οικογένειάς της, ενώ είχε τις δυνατότητες για πλήρη επαγγελματική δραστηριότητα, δεν υποστηρίζεται ούτε από τη μαρτυρία της ίδιας. Και αυτό, πέραν του ότι, με βάση τη μαρτυρία του εφεσίβλητου η οποία έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, υπήρχε οικιακή βοηθός στο σπίτι για κάποια χρόνια και, ακολούθως, υπήρχε καθαρίστρια η οποία βοηθούσε στις οικιακές εργασίες.»
Στην προκειμένη περίπτωση, αποδείχθηκε σαφώς η ύπαρξη ουσιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμβολής της Αιτήτριας και της αύξησης της περιουσίας του Καθ’ου η αίτηση που επήλθε κατά τη διάρκεια του γάμου. Η δε συνεισφορά της Αιτήτριας δεν ήταν απλώς συμβατή με την οικογενειακή της ιδιότητα, αλλά συνδέθηκε λειτουργικά και αιτιωδώς με την αύξηση της επίδικης περιουσίας. Ο δε Καθ’ου η αίτηση δεν κατάφερε να αποδείξει ότι η Αιτήτρια δεν συνεισέφερε με κανέναν τρόπο.
Στην απόφαση Ελευθερίου ν. Ελευθερίου Έφεση Αρ. 11/2018, 3/6/2021 το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο (ως ήταν τότε) επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, καθότι η Εφεσείουσα δεν είχε αποδείξει ότι είχε συνεισφορά στην αύξηση της περιουσίας του Εφεσίβλητου και κατέληξε ότι συνεπεία αυτής της αδυναμίας δεν μπορούσε να εφαρμοστεί ούτε και το τεκμήριο του 1/3. Δηλαδή μόνο στην περίπτωση που η Αιτήτρια αποτύχει να αποδείξει οποιαδήποτε μορφή συνεισφοράς – είτε άμεση είτε έμμεση, είτε σε χρήματα είτε σε υπηρεσίες – δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής το τεκμήριο του 1/3. Κάτι που επαναλαμβάνω στην υπό εξέταση περίπτωση δεν συμβαίνει.
Παραθέτω το χαρακτηριστικό απόσπασμα:
‘‘Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο εφαρμόζοντας τις σχετικές αρχές της νομολογίας, κρίνοντας ότι η Εφεσείουσα δεν είχε αποδείξει οποιαδήποτε συνεισφορά στην επαύξηση της περιουσίας, αυτή δεν μπορούσε να αξιώνει την εφαρμογή του τεκμηρίου του Άρθρου 14(2), το οποίο προϋποθέτει την απόδειξη κάποιας συνεισφοράς είτε σε χρήματα, είτε σε υπηρεσίες. Το εύρημα του Δικαστηρίου, κατόπιν αξιολόγησης της μαρτυρίας της Εφεσείουσας που είχε προηγηθεί ήταν σαφές, όπως καταγράφεται στη σελ. 46 της Απόφασης, ότι η Εφεσείουσα δεν είχε αποδείξει ότι είχε συνεισφορά στην αύξηση της περιουσίας του Εφεσίβλητου. Τούτου δοθέντος, ορθά κατέληξε ότι δεν μπορούσε να εφαρμοστεί ούτε και το τεκμήριο του 1/3.’’
Θεωρώ συνεπώς ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι αρχές ως έχουν διατυπωθεί στην υπόθεση Αντώνης Θεωρή ν. Δέσποινας Χρυσοστόμου, (2003) 1 Α.Α.Δ. 386 στην οποία αποφασίστηκαν τα ακόλουθα:
"η εφεσίβλητη, αν και απέδειξε ότι συνεισέφερε στην αύξηση της ακίνητης περιουσίας του εφεσείοντος, εν τούτοις, απέτυχε να αποδείξει, με θετικό τρόπο, την έκταση της συνεισφοράς της σ΄ αυτή την αύξηση. Ταυτόχρονα, έκρινε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ότι η εφεσίβλητη δεν συνεισέφερε, με κανένα τρόπο, στην αύξηση της ακίνητης περιουσίας του. Ως εκ τούτου, εφόσον δεν είχε αποδειχθεί ούτε μεγαλύτερη, ούτε μικρότερη, αλλά ούτε και ανύπαρκτη συνεισφορά της εφεσίβλητης, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε και εφάρμοσε το τεκμήριο του εδαφίου (2) του άρθρου 14 του Νόμου."
Όπως ανέφερα ανωτέρω η αύξηση της περιουσίας του Καθ’ου η αίτηση αποτυπώνεται ως εξής:
|
|
Περιουσιακό στοιχείο |
Αξία |
|
1. |
Η συζυγική κατοικία (το κτίριο μόνο) [κατέχει το όλον] |
€1.175.000,00 |
|
2. |
Το εξοχικό στον Πρωταρά (κατέχει το ½) (€215.000/2) |
€ 107.500,00 |
|
3. |
Το 1/2 του λογαριασμού στην Ελβετία ($355.324 δολάρια Αμερικής / 2) €320.425,92). |
$177.662,00 ήτοι €160.021,96 |
|
4. |
Το 1/2 του λογαριασμού στο Γιβραλτάρ (€134.622 / 2) |
€67.311,00 |
|
5. |
Ο εξοπλισμός της κατοικίας |
δεν συμφωνήθηκε |
|
6. |
Υπόλοιπο δανείου στην Σπε Στροβόλου, επ΄ ονόματι του Καθ΄ ου η αίτηση για το ποσό των €197.742,86 που αφορούσε στο εξοχικό στον Πρωταρά αλλά με υποθήκη την συζυγική οικία στην Ελαιώνων.
|
-€197.742,86 |
Στην αγόρευση της η Αιτήτρια προσδιόρισε και περιόρισε την αξίωση της στο 1/3, ήτοι ζητά εφαρμογή του Τεκμηρίου σε σχέση με την συζυγική οικία στην Ελαιώνων και του εξοχικού στον Πρωταρά, αφού προηγουμένως αφαιρεθεί το ποσό των €197.742,86 που αντιπροσωπεύει το υπόλοιπο δανείου που αφορούσε στο εξοχικό και ήταν επ’ονόματι του Καθ’ου η αίτηση.
Σε σχέση με τον λογαριασμό στην Ελβετία η θέση της είναι ότι απέδειξε ότι μεγάλο μέρος των καταθέσεων που βρίσκονται στον λογαριασμό προέρχονται από δωρεές από την μητέρα και τους παππούδες της και ως εκ τούτου το ποσό αυτό έτσι και αλλιώς της ανήκει, συνεπώς το τεκμήριο πρέπει να εφαρμοστεί στο υπόλοιπο.
Ζητά επίσης όπως της αποδοθεί το 1/3 της αξίας του εξοπλισμού που παρέμεινε στην συζυγική οικία μετά την αποχώρηση της.
Εξαρχής επισημαίνω ότι η Αιτήτρια επιζητεί όπως της αποδοθεί το 1/3 του εξοπλισμού χωρίς να αναφέρει ποιος είναι αυτός ο εξοπλισμός, πότε αποκτήθηκε και το κυριότερο χωρίς να παρουσιάσει μαρτυρία εμπειρογνώμονα που να τεκμηριώνει την αξία αυτού του εξοπλισμού κατά τον χρόνο διάστασης, ήτοι τον Μάιο του 2015.
Το Δικαστήριο όπως αναφέρθηκε στην απόφαση Σοφοκλέους ν. Σοφοκλέους, (2005) 1 ΑΑΔ 1030, 1033 δεν μπορεί να λειτουργεί ως πραγματογνώμονας για να υπολογίσει την αξία των κινητών κατά τον ουσιώδη χρόνο. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Στις πιο κρίσιμες διαπιστώσεις του, στη βάση της μαρτυρίας, κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο πως η εφεσείουσα δεν παρουσίασε καμιά μαρτυρία για την απόδειξη της αξίας της περιουσίας του εφεσίβλητου κατά το χρόνο της διάστασης, η οποία, και ως εκ τούτου παραμένει άγνωστη. Ορθά δε υπέδειξε το Δικαστήριο πως δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως πραγματογνώμονας για να αποτιμήσει το ενεργητικό της περιουσίας του εφεσίβλητου κατά τον πιο πάνω χρόνο.»
Συνεπώς αυτή της αξίωση απορρίπτεται.
Αναφορικά με το εξοχικό στον Πρωταρά, στον βαθμό που με την υπό κρίση αίτηση, η Αιτήτρια επιδιώκει, είτε την αύξηση του ποσοστού της πέραν του 1/2 που ήδη κατέχει, είτε την καταβολή χρηματικού ποσού ισόποσης αξίας με το 1/3 του ποσοστού που κατέχει ο Καθ’ ου η αίτηση, ενώ διατηρεί το υφιστάμενο 1/2 επ’ ονόματι της, δεν κατόρθωσε, μέσω της προσκομισθείσας μαρτυρίας, να αποδείξει ότι η συνεισφορά της υπερέβη το ποσοστό αυτό. Ως εκ τούτου, με κάθε σεβασμό, η αξίωση αυτή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.
Τώρα το κατά πόσον το ποσοστό του 1/2 που σήμερα κατέχει η Αιτήτρια αντανακλά ή όχι την πραγματική της συνεισφορά, δεν συνιστά ζήτημα που θα εξετασθεί στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Το εν λόγω θέμα θα κριθεί στο πλαίσιο της ανταπαίτησης, δια της οποίας ο Καθ’ ου η αίτηση διεκδικεί την αποκλειστική κυριότητα του ακινήτου, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι συνεισέφερε αποκλειστικά στην απόκτησή του.
Βάσει των όσων εκτέθηκαν ανωτέρω, θα εφαρμόσω το τεκμήριο του 1/3 σε σχέση με την συζυγική οικία, και τον λογαριασμό που βρίσκεται στο Γιβραλταρ, πλην του λογαριασμού στην Ελβετία που σχετική αναφορά θα γίνει αμέσως κατωτέρω.
Πριν προβώ στην εξέταση του λογαριασμού που τηρείται στην Ελβετία, κρίνω σκόπιμο να επισημάνω ότι, σε σχέση με τον λογαριασμό στο Γιβραλτάρ, σημείο ουσιαστικής διαφωνίας μεταξύ των διαδίκων αποτέλεσε το αρχικό ποσό που κατατέθηκε στον εν λόγω λογαριασμό.
Ενώ παραδέχονται και οι δυο ότι το αρχικό ποσό που κατατέθηκε (€45.000) προέκυψε από την εξαργύρωση προσωπικής ασφάλειας της Αιτήτριας στην Eurolife, η θέση του Καθ’ου η αίτηση είναι ότι για τα έτη 2008 - 2013 πλήρωνε εξ ολοκλήρου τα ασφάλιστρα, καταβάλλοντας το συνολικό ποσό των €22.256,88. (σχετικό είναι το Παράρτημα Η/Κατάσταση 13 που συνοδεύει την Γρ. Δήλωση Έγγραφο Β του Μ.Υ.1 καθώς και το Τεκμήριο 43). Ερωτηθείσα κατά την αντεξέταση της η Αιτήτρια παραδέχθηκε ότι μετά από κάποια στιγμή, κατόπιν συναπόφασης πλήρωνε τα ασφάλιστρα ο Καθ’ου η αίτηση από τον λογαριασμό του, ωστόσο υποστήριξε ότι αυτό γινόταν με χρήματα που του έδινε εκείνη, είτε σε επιταγές που κατέθετε στον λογαριασμό του, είτε σε μετρητά. Ωστόσο, η Αιτήτρια απέφυγε να δώσει σαφή απάντηση ως προς την προέλευση των χρημάτων που χρησιμοποιούσε, δεδομένου ότι ο μισθός της κατατίθετο στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό, περιοριζόμενη να αναφέρει αορίστως ότι προέρχονταν από «άλλες πηγές». Επιπλέον, σε σχετική υπόδειξη του συνηγόρου του Καθ’ ου η αίτηση ότι, από το ποσό της ασφαλιστικής αποζημίωσης, το οποίο μετατράπηκε μεταγενέστερα σε €44.000, το 81% των ασφαλίστρων είχε καταβληθεί από τον Καθ’ ου, η Αιτήτρια απάντησε ότι δεν γνωρίζει και ότι η ίδια δεν είχε προχωρήσει στη σχετική πράξη.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω, αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι κατά την ημερομηνία της διάστασης των διαδίκων, το ποσό που ήταν κατατεθειμένο στον κοινό λογαριασμό στο Γιβραλτάρ ανερχόταν σε €134.622.
Επισημαίνω ότι η Αιτήτρια αυτό που κατάφερε να αποδείξει για τον συγκεκριμένο λογαριασμό είναι ότι είχε συμμετοχή και η ίδια στην δημιουργία και ενίσχυση του, χωρίς ωστόσο με κανένα τρόπο να αποδείξει ότι δικαιούται πόσο πέραν του 1/3 επί του συνόλου του λογαριασμού. Σημειώνεται ότι, κατά την αντεξέταση της, δεν ήταν σε θέση να τοποθετηθεί ούτε ακόμη και για το αν τα ασφάλιστρα καταβάλλονταν κυρίως από τον Καθ’ου η αίτηση, αλλά ούτε και να τεκμηριώσει επακριβώς το ύψος της δικής της συνεισφοράς στο συνολικό κατατεθειμένο ποσό κατά τον χρόνο διάστασης.
Δεδομένου ότι ο Καθ’ ου η αίτηση προέβη, μετά τη διάσταση, σε ανάληψη του συνόλου του εν λόγω ποσού (€134.622), χωρίς τη συγκατάθεση ή συμμετοχή της Αιτήτριας, ο Καθ’ου η αίτηση οφείλει να της αποδώσει το ποσό των €44.874 το οποίο αντιστοιχεί στο μερίδιο της επί του λογαριασμού.
Λογαριασμός/ επένδυση στην Ελβετία
Η θέση της Αιτήτριας είναι ότι η προέλευση και τα ποσά που κατατέθηκαν στην επένδυση στην Ελβετία είναι τα κάτωθι (σχετικά είναι τα Τεκμήρια 6-9 της έγγραφης της δήλωσης):
|
α/α |
Προέλευση ποσών |
Ημερομηνία |
Ποσό (Δολάρια ΗΠΑ) |
Αναλογία Αιτήτριας |
Αναλογία Καθ’ ού η αίτηση |
|
1. |
Κοινή κατάθεση |
20/09/2002 |
$4.885,34 |
$2.442,67 |
$2.442,67 |
|
2. |
Κοινή κατάθεση |
20/09/2002 |
$5.593,00 |
$2.796,50 |
$2.796,50 |
|
3. |
Κατάθεση από παππούδες Αιτήτριας |
23/09/2002 |
$50.000,00 |
$50.000,00 |
------ |
|
4. |
Κατάθεση από χρήματα Καθ΄ ού η αίτηση |
24/09/2002 |
$8.008,00 |
---------- |
$8.008,00 |
|
5. |
Κατάθεση από μητέρα Αιτήτριας |
07/12/2006 |
$49.500,00 |
$49.500,00 |
--------------- |
|
6. |
Κατάθεση από μητέρα Αιτήτριας |
09/7/2007 |
$45.000,00 |
$45.000,00 |
………………… |
|
7. |
Κατάθεση από παππού Αιτήτριας |
18/11/2010 |
$100.000,00 |
$100.000,00 |
|
|
8. |
Κατάθεση μετρητών |
31/10/2012 |
$20.000,00 |
$10.000,00 |
$10.000,00 |
|
|
Σύνολο |
|
|
$259.739,17 |
$23.247,17 |
|
|
Αναλογίες |
|
|
91,78% |
8,12% |
Ο Καθ’ου η αίτηση δεν αμφισβητεί ότι τα υπό σημείο 1, 2 και 8 προέρχονται από κοινά χρήματα και ότι το υπό σημείο 4 από δικά του χρήματα. Στην πραγματικότητα δεν κάνει καμία αναφορά.
Υποστήριξε ωστόσο ότι σε ταξίδι που πραγματοποίησαν οι διάδικοι τον Αύγουστο του 2006 στην Ελβετία, επισκεφτήκαν την Τράπεζα και κατέθεσαν το ποσό των USD 19.530,50 τo οποίο προήλθε από ανάληψη από τον προσωπικό του λογαριασμό της Τράπεζας Κύπρου στην Αθήνα. Κατέθεσε ως Τεκμήριο 48 φωτοαντίγραφο του βιβλιάριου αποταμίευσης της Τράπεζας Κύπρου στην Αθήνα μαζί με επιστολή κλεισίματος του εν λόγω Λογαριασμού.
Επισημαίνω ότι ο Καθ’ου η αίτηση δεν προσκόμισε καμία απόδειξη ότι αυτό το ποσό όντως κατατέθηκε στον λογαριασμό της Ελβετίας, παρά το γεγονός ότι θα μπορούσε αφού ο λογαριασμός αυτός είναι κοινός. Από το Τεκμήριο 48 που κατέθεσε προκύπτει η ανάληψη και το κλείσιμο του λογαριασμού στην Αθήνα και μάλιστα τον Δεκέμβριο του 2004, ήτοι δυο χρόνια πριν την ισχυριζόμενη κατάθεση στον λογαριασμό της Ελβετίας. Συνεπώς δεν μπορώ να αποδεχθώ τον ισχυρισμό του ότι όντως έγινε και αυτή η κατάθεση.
Αναφορικά με το υπό στοιχείο 6 ανωτέρω, η θέση του είναι ότι όντως αυτά τα χρήματα κατατέθηκαν από την μητέρα της Αιτήτριας, αλλά αφορούν αποπληρωμή χρηματικού ποσού εκ Λ.Κ. 20.000,00 το οποίο της δάνεισαν οι διάδικοι από τον κοινό λογαριασμό στην ΣΠΕ Στροβόλου στις 19 Ιουνίου 2007 για να ανακαινίσει την οικία της στην Λευκωσία. Η θέση του είναι ότι το ποσό αυτό η μητέρα της Αιτήτριας τους το επέστρεψε (στρογγυλοποιημένο) με κατάθεση στον κοινό τους Λογαριασμό στην Ελβετία τον Ιούλιο του 2007.
Όταν κατά την αντεξέταση της Αιτήτριας της τέθηκε η θέση ότι τα εν λόγω ποσά είχαν καταβληθεί στη μητέρα της για την ανακαίνιση της κατοικίας της στη Λευκωσία και ότι τα χρήματα επιστράφηκαν μεταγενέστερα στον κοινό λογαριασμό των διαδίκων στην Ελβετία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν είχε γνώση οποιασδήποτε τέτοιας συμφωνίας και ότι η επικοινωνία με τη μητέρα της ήταν περιορισμένη ακόμη και από το 2007. Επιπρόσθετα, ανέφερε πως εάν υπήρξε συνεννόηση ή συμφωνία μεταξύ του Καθ’ ου η Αίτηση και της μητέρας της, αυτή δεν της ήταν γνωστή.
Συνεπώς η Αιτήτρια δεν απέκλεισε τον ισχυρισμό του Καθ’ου η αίτηση για το εν λόγω χρηματικό ποσό. Από το Τεκμήριο 1 προκύπτει ότι όντως στις 21/06/2007 εξαργυρώθηκε επιταγή για το ποσό των Λ.Κ £20.000 από τον κοινό λογαριασμό (αρ. επιταγής [ ]), στο δε Τεκμήριο 5 που αφορά αντίγραφα των αποκομμάτων του βιβλιαρίου επιταγών που εκδίδονταν από τον εν λόγω κοινό λογαριασμό αναγράφεται ότι αποδέκτης αυτής της επιταγής είναι η κα Μ. Ι. (μητέρα της Αιτήτριας).
Στη βάση των πιο πάνω θα αποδεχθώ την θέση του Καθ’ου η αίτηση και θα θεωρήσω ότι αυτό το ποσό προέρχεται από κοινά χρήματα.
Αναφορικά με τα υπό τα σημεία 3, 5 και 7 ποσά (βλέπε πίνακα ανωτέρω), ο Καθ’ ου η αίτηση αναγνωρίζει μεν ότι τα συγκεκριμένα χρηματικά ποσά προήλθαν αποκλειστικά από τη μητέρα, τον παππού και τη γιαγιά της Αιτήτριας, πλην όμως, υποστηρίζει ότι τα εν λόγω ποσά καταβλήθηκαν με πρόθεση να αποτελέσουν δώρα και προς τους δύο συζύγους.
Η θέση αυτή εδράζεται στον ισχυρισμό του ότι, πριν τη γνωριμία τους, η Αιτήτρια ακολουθούσε έναν τρόπο ζωής τον οποίο η οικογένεια της δεν ενέκρινε, γεγονός που την έφερε σε συνεχή αντιπαράθεση τόσο με τη μητέρα της όσο και με λοιπούς συγγενείς της στον Καναδά. Κατά τον ισχυρισμό του Καθ’ ου η αίτηση, μετά τη γνωριμία τους, οι εν λόγω συγγενείς τον υποδέχθηκαν με ιδιαίτερο ενθουσιασμό και τον αντιμετώπισαν ως ισότιμο μέλος της οικογένειας τους. Η θετική αυτή στάση εκδηλώθηκε μετά τη σύναψη του γάμου τους μέσω της χορήγησης χρηματικών ποσών, τα οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, είχαν το χαρακτήρα κοινών δωρεών προς το ζεύγος.
Σύμφωνα με τον Καθ’ου η αίτηση ο παππούς και η γιαγιά της Αιτήτριας μετά την τέλεση του γάμου τους κατά την επιστροφή τους στον Καναδά έκαναν σταθμό στην Ελβετία για να τους καταθέσουν το δικό τους δώρο για το γάμο. Συγκεκριμένα τους κατέθεσαν το ποσό των USD 50.000,00 στις 23 Σεπτεμβρίου 2002 (υπό σημείο 3 του πίνακα ανωτέρω).
Οι υπόλοιπες καταθέσεις από την μητέρα της Αιτήτριας τον Δεκέμβριο του 2006 (υπό σημείο 6 του Πίνακα ανωτέρω) αλλά και από τον παππού και την γιαγιά της τον Νοέμβριο του 2010 (υπό σημείο 7 του πίνακα ανωτέρω) έγιναν κατά την θέση του και πάλι υπό μορφή δώρων και προς τους δύο, και πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της οικονομικής ενίσχυσης και στήριξης του ζεύγους, μετά την ανέγερση της συζυγικής οικίας στη Λευκωσία και της εξοχικής κατοικίας στον Πρωταρά.
Τόνισε ότι τα ποσά αυτά κατατέθηκαν σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό, γεγονός που κατά την άποψη του επιβεβαιώνει τη βούληση των δωρητών να ενισχύσουν οικονομικά και τους δύο συζύγους. Υποστηρίζει δε ότι, εάν επρόκειτο για αποκλειστική δωρεά προς την Αιτήτρια, θα είχε προηγηθεί το άνοιγμα λογαριασμού στο όνομα της και μόνο. Επιπλέον, σημειώνει ότι οι καταθέσεις αυτές ξεκίνησαν μετά τη σύναψη του γάμου και, κατά την αντίληψη του, διεκόπησαν μετά τη διάσταση των διαδίκων, γεγονός το οποίο, όπως υποστηρίζει, έχει ιδιαίτερη σημασία.
Στον αντίποδα η Αιτήτρια αρνείται ρητά ότι υπήρξε οποιαδήποτε πρόθεση από πλευράς της μητέρας της ή των παππούδων της να προβούν σε δωρεά υπέρ του Καθ’ ου η αίτηση. Τόνισε ότι τα ποσά αυτά προορίζονταν αποκλειστικά για την ίδια και ότι η χρήση του συγκεκριμένου κοινού λογαριασμού υπαγορεύθηκε από πρακτικούς λόγους, ήτοι από το γεγονός ότι ο εν λόγω λογαριασμός ήταν διαθέσιμος στο εξωτερικό για τη μεταφορά των χρημάτων.
Υπογράμμισε ότι η δημιουργία του κοινού λογαριασμού έγινε καθότι υπήρχε η πεποίθηση ότι, ως ζευγάρι, οι λογαριασμοί τους έπρεπε να είναι κοινοί και δεν συνιστούσε ένδειξη κοινής κυριότητας επί των ποσών. Προς επίρρωση της θέσης της, αναφέρει ότι και ο Καθ’ ου η αίτηση είχε προσθέσει την ίδια ως συνδικαιούχο σε λογαριασμό που διατηρούσε στην Chase Bank των Ηνωμένων Πολιτειών, χωρίς ωστόσο εκείνη να διεκδικήσει ποτέ οποιοδήποτε ποσό από λογαριασμούς που προέρχονταν από την οικογένειά του.
Με κάθε σεβασμό προς τον Καθ’ου η αίτηση, η θέση του δεν με βρίσκει σύμφωνη, και εξηγώ.
Στο άρθρο 14(3) του Νόμου 232/91 προνοούνται τα ακόλουθα:
Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν:
(α) από δωρεά, κληρονομία, κληροδοσία ή άλλη χαριστική αιτία.
(β) με διάθεση περιουσίας που αποκτήθηκε με τις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) αιτίες.»
Η εξαίρεση των δώρων από συγγενείς από την περιουσιακή διανομή βασίζεται στην αρχή ότι τέτοια περιουσιακά στοιχεία δεν αποκτήθηκαν μέσω της κοινής προσπάθειας ή συνεισφοράς των συζύγων, αλλά μέσω της ελεύθερης βούλησης τρίτων (π.χ. γονέων ή άλλων συγγενών). Τα δώρα που έκαναν συγγενείς σε έναν από τους συζύγους κατά τη διάρκεια του γάμου δεν θεωρούνται κοινά αποκτήματα και δεν επηρεάζουν την περιουσιακή διανομή κατά τη λύση του γάμου ή τη διάσταση, καθώς θεωρούνται περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν από χαριστική αιτία.
Διαφωτιστική είναι η απόφαση Samson v. Samson [1960] 1 W.L.R. 190 στην οποία αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
‘‘Where there is evidence of intention on the part of the donor, it may well be that wedding presents may be found to have been given to one spouse, or the other, or to both; but where no intention is clear, the court is fully entitled, in my judgment, to draw the inference that money and gifts in kind originating from one side of the family were intended for the husband, and those from the other side, from friends of that party, were intended for the wife’’.
Η βασική αρχή που αναδεικνύεται από το εν λόγω απόσπασμα είναι ότι η πρόθεση του δωρητή αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα για τον προσδιορισμό του προσώπου υπέρ του οποίου γίνεται η δωρεά. Σε περίπτωση έλλειψης σαφούς ένδειξης ως προς το εάν η δωρεά από συγγενικό πρόσωπο της Αιτήτριας προοριζόταν αποκλειστικά για την ίδια ή για το ζεύγος από κοινού, το Δικαστήριο είναι απολύτως δικαιολογημένο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πρόθεση ήταν η ενίσχυση της Αιτήτριας και μόνο.
Σημειώνω ότι η απλή κατάθεση χρημάτων σε κοινό λογαριασμό αποτελεί πρωτίστως διαχειριστική ή πρακτική επιλογή και δεν συνιστά από μόνη της δωρεά προς τον έτερο συνδικαιούχο, ούτε μεταβάλλει την αρχική πρόθεση του δωρητή ως προς το πρόσωπο που ήθελε να ευεργετήσει. Απαιτείται απόδειξη ότι η βούληση των δωρητών ήταν να ευεργετήσουν και τον σύζυγο της δικαιούχου. Τέτοια απόδειξη στην προκειμένη περίπτωση δεν προσκομίστηκε.
Επιπλέον, ο ισχυρισμός του Καθ’ ου η αίτηση ότι οι σχέσεις της Αιτήτριας με τους δωρητές ήταν προβληματικές και βελτιώθηκαν λόγω του γάμου, ενώ ο ίδιος εξακολουθεί να διατηρεί καλύτερες σχέσεις μαζί τους, είναι με κάθε σεβασμό νομικά αδιάφορος. Ο καθοριστικός παράγοντας είναι η πρόθεση των δωρητών κατά τον χρόνο της παροχής. Η μετέπειτα εξέλιξη των κοινωνικών ή οικογενειακών σχέσεων των διαδίκων με τους δωρητές ουδόλως μεταβάλλει ή τεκμηριώνει τη βούλησή τους κατά τον χρόνο της δωρεάς. Άλλωστε, η επίκληση απλής «διατήρησης σχέσεων» δεν δύναται σε καμία περίπτωση να υποκαταστήσει την απαιτούμενη απόδειξη πρόθεσης παροχής υπέρ του Καθ’ ου η αίτηση.
Αντιθέτως, εφόσον ο Καθ’ ου η αίτηση προβάλλει ότι οι δωρεές είχαν προορισμό αμφοτέρους, το βάρος απόδειξης το φέρει ο ίδιος. Κάτι που απέτυχε να πράξει.
Σημειώνεται επιπρόσθετα ότι, ακόμη και βάσει της ίδιας της συλλογιστικής του Καθ’ου η αίτηση, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκαν οι επίδικες δωρεές, οι σχέσεις της Αιτήτριας με τους συγγενείς της ( από τους οποίους και προήλθαν τα χρηματικά ποσά) είχαν ήδη αποκατασταθεί ή, τουλάχιστον, βελτιωθεί σε ουσιώδη βαθμό. Συνεπώς ενισχύεται η θέση της Αιτήτριας ότι οι δωρεές αυτές είχαν αποδέκτη την ίδια, ως πρόσωπο άμεσα συνδεδεμένο με τους δωρητές, και όχι τον Καθ’ ου η αίτηση, του οποίου η σχέση με τους δωρητές ήταν εξ ορισμού έμμεση και δευτερογενής.
Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω ότι τα ποσά που δόθηκαν από τη μητέρα, τον παππού και γιαγιά της Αιτήτριας (σύνολο $199.500 βλέπε υπό στοιχεία 3, 5 και 7 του πίνακα ανωτέρω) κατά τη διάρκεια του γάμου αποτελούν δωρεές προς αυτήν, ήτοι αποκτήματα από χαριστική αιτία, και εξαιρούνται από την «αύξηση» της περιουσίας κατά το άρθρο 14 Ν. 232/1991. Για τους λόγους που εξήγησα το υπό στοιχείο 6 σημείο του πίνακα δεν εμπίπτει σε αυτήν την κατηγορία.
Συνεπώς αποδέχομαι τα ποσά όπως αυτά καταγράφονται από την Αιτήτρια, πλην του υπό στοιχείου 6 που αποδέχομαι την θέση του Καθ’ου η αίτηση ότι αυτά προήλθαν από τον κοινό λογαριασμό. Άρα οι αναλογίες των χρημάτων που κατατέθηκαν στον λογαριασμό στην Ελβετία είναι οι ακόλουθες :
Σύνολο χρημάτων: $282.986,34 που κατατέθηκαν {Αιτήτρια : $ 237.239,17 αναλογία 83,86% / Καθ’ου η αίτηση: $ 45.747,17 αναλογία 16,14%}.
Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι αυτά τα χρήματα ($282.986,34) επενδύθηκαν και κατά τον χρόνο διάστασης το συνολικό ποσό που ήταν κατατεθειμένο στον λογαριασμό της Ελβετίας ήταν $355.324
Η Αιτήτρια στην αγόρευση της όπως αναφέρθηκε ανωτέρω περιορίζει την αξίωση της στο 1/3 επί του υπόλοιπου ποσού, αφού προηγουμένως αφαιρεθεί το ποσό των δωρεών.
Από το ποσό των $282.986,34 (αρχικό ποσό που κατατέθηκε), ποσό ύψους $199.500 αποδεδειγμένα προέρχεται από δωρεές συγγενικών προσώπων της Αιτήτριας προς την ίδια (βλέπε ανωτέρω). Οι διάδικοι επένδυσαν τα κεφάλαια αυτά και η επένδυση απέφερε συνολική απόδοση 25,5623%. Ως εκ τούτου, το αναλογούν κέρδος επί του ποσού των δωρεών ανέρχεται στο ποσό των $50.998,64 ($199.500 × 25,5623%), με αποτέλεσμα το συνολικό ποσό που εξαιρείται (ως προερχόμενο αποκλειστικά από δωρεές και τα απορρέοντα εξ αυτών κέρδη) να ανέρχεται σε $250.498,64.
Το υπόλοιπο ποσό που απομένει, και το οποίο θεωρείται ως προϊόν κοινής επένδυσης, ανέρχεται σε $104.826,36 ($355.325 – $250.498,64). Επί του ποσού αυτού εφαρμόζεται το τεκμήριο του Άρθρου 14(2), σύμφωνα με το οποίο η Αιτήτρια δικαιούται το ένα τρίτο (1/3), ήτοι το ποσό των $34.141,78.
Ανακεφαλαιώνοντας καταλήγω ότι η Αιτήτρια δικαιούται το συνολικό ποσό των €406.459,71 πλέον το 80,10% των χρημάτων που βρίσκονται κατατεθειμένα στον λογαριασμό στην Ελβετία:
|
Η συζυγική κατοικία (το κτίριο μόνο) [κατέχει το όλον ο Καθ’ου η αίτηση] |
€1.175.000,00 | |
|
Το εξοχικό στον Πρωταρά (κατέχει το ½) (€215.000/2) |
€ 107.500,00 | |
|
Υπόλοιπο δανείου στην Σπε Στροβόλου, επ΄ ονόματι του Καθ΄ ου η αίτηση για το ποσό των €197.742,86 που αφορούσε στο εξοχικό στον Πρωταρά αλλά με υποθήκη την συζυγική οικία στην Ελαιώνων.
ΣΥΝΟΛΟ |
-€197.742,86
€1.084.757,14 | |
Σύνολο: Εφαρμόζοντας το τεκμήριο του 1/3 επί του ποσού των €1.084.757,14 προκύπτει το ποσό των €361.585,71 + €44.874 (αποτελεί το 1/3 του λογαριασμού στο Γιβραλτάρ βλέπε ανωτέρω ).
Ερχόμενη τώρα στην ανταπαίτηση όπως ανέφερα και ανωτέρω τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία διεκδικεί ο Καθ’ου η αίτηση είναι τα ακόλουθα:
|
1. |
Το εξοχικό στον Πρωταρά (η Αιτήτρια κατέχει το ½ €107.500 |
|
2. |
Τα περιουσιακά στοιχεία που καταγράφει ο Καθ’ου η αίτηση στην παράγραφο 10.4(i)–(ix) της τροποποιημένης υπεράσπισης και ανταπαίτησης του ημερ. 17/7/2020 τα οποία ισχυρίζεται ότι έλαβε η Καθ’ης η αίτηση μετά την διάσταση.(βλέπε ανωτέρω). |
|
3. |
Το 1/2 του λογαριασμού στην Ελβετία ($355.324 δολάρια Αμερικής / $177.662,00 |
|
4. |
Το 1/2 του λογαριασμού στο Γιβραλτάρ (€134.622 / 2) €67.311,00 |
|
5. |
Καταθέσεις/Επενδύσεις στον Καναδά εκ CAD (Καναδέζικα δολάρια) 51.671. Ο λογαριασμός αυτός ήταν επ’ονόματι της Αιτήτριας.
|
|
6. |
Μετοχές Απολλωνείου, έγινε αγορά στις 30/08/2007, μετοχές συνολικού αριθμού 48.395 ονομαστικής αξίας 0,25 σεντ για το ποσό των ΛΚ 12.098,75 από τον κοινό λογαριασμό των διαδίκων και στις 25/8/2008 έγινε δωρεά παραχώρησης ένα προς ένα. Τον Μάιο του 2015 οι επίδικες μετοχές ήταν συνολικού αριθμού 96.790. Το σύνολο των εν λόγω μετοχών ήταν εγγεγραμμένες επ’ονόματι της Αιτήτριας.
|
Όσο αφορά στους λογαριασμούς της Ελβετίας και του Γιβραλτάρ το Δικαστήριο τοποθετήθηκε ανωτέρω για το τι δικαιούται έκαστος διάδικος, συνεπώς δεν κρίνω απαραίτητο να τα επαναλάβω.
Σχετικά με τον λογαριασμό στον Καναδά ισχύουν τα όσα ανέφερα ανωτέρω για τις δωρεές (βλέπε ανάλυση για τον λογαριασμό στην Ελβετία) και έτι περισσότερο, αφού ο εν λόγω λογαριασμός είναι επ’ονόματι της Αιτήτριας.
Από την ενώπιον μου προσκομισθείσα μαρτυρία προκύπτει η Επενδυτική ασφάλεια Manulife Investments στον Καναδά και το εκεί επίδικο υπόλοιπο προήλθε αποκλειστικά από χρηματικά ποσά που δόθηκαν από τον παππού και τη γιαγιά της Αιτήτριας.
Η Αιτήτρια στην μαρτυρία της κατέδειξε την προέλευση των χρημάτων που αποτέλεσαν τη βάση της επενδυτικής αυτής ασφάλειας. Όπως ρητώς αναφέρει, η ασφάλεια αυτή δημιουργήθηκε για λογαριασμό της από τους παππούδες της την 1η Φεβρουαρίου 2005, με αρχική αξία $18.000 δολάρια Καναδά. Η επένδυση αυτή, εξελίχθηκε με αποτέλεσμα κατά τον χρόνο της διάστασης η αξία της να ανέρχεται στο ποσό των $51.671,74 δολαρίων Καναδά.
Αντιθέτως, ο Καθ’ ου η αίτηση, στην έγγραφη δήλωση του, προβάλλει τον ισχυρισμό ότι το ποσό της επένδυσης ($18.000) που δόθηκε από τον παππού και την γιαγιά της Αιτήτριας ενισχύθηκε μεταγενέστερα με διάφορα χρηματικά ποσά τα οποία, όπως αναφέρει, τους δίνονταν από τους παππούδες της Αιτήτριας για να τα χρησιμοποιούν κατά τα ταξίδια τους στον Καναδά, αλλά επειδή ο ίδιος κάλυπτε τα έξοδα, αποφάσιζαν να καταθέτουν τα εν λόγω ποσά στην επένδυση. Ο ισχυρισμός του παρέμεινε παντελώς ατεκμηρίωτος και στην σφαίρα της φαντασίας. Ο Καθ’ ου η αίτηση δεν παρουσίασε οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο, είτε υπό τη μορφή καταθετηρίων, τραπεζικών εγγράφων ή σχετικών κινήσεων που να αποδεικνύει ότι πράγματι κατατέθηκαν νέα κεφάλαια στην επένδυση κατά τα έτη που αναφέρει (2008, 2010, 2014), ούτε ότι προήλθαν από κοινούς οικονομικούς πόρους ή από προσωπικά του εισοδήματα. Δεν προσκομίστηκε οποιοδήποτε τεκμήριο που να συνδέει τον ίδιο με τη διαχείριση ή τη χρηματοδότηση της ασφάλειας.
Αναφορικά με τις μετοχές του Απολλωνείου, αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι στις 30/08/2007 οι διάδικοι προέβησαν στην από κοινού αγορά 48.395 μετοχών, ονομαστικής αξίας £0,25 εκάστη, έναντι συνολικού τιμήματος £12.098,75, το οποίο καταβλήθηκε από τον κοινό τους τραπεζικό λογαριασμό. Ακολούθως, στις 25/08/2008, επήλθε αύξηση του αριθμού των μετοχών κατόπιν δωρεάς παραχώρησης σε αναλογία ένα προς ένα, με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός τους να διπλασιαστεί σε 96.790.
Κατά τον Μάιο του 2015 (χρόνος διάστασης), οι επίδικες μετοχές αριθμούσαν συνολικά 96.790 και ήταν εγγεγραμμένες στο όνομα της Αιτήτριας.
Σε χρόνο μεταγενέστερο της διάστασης, η Αιτήτρια πώλησε αυτές τις μετοχές, γεγονός που δεν το αμφισβήτησε, ούτε αντέκρουσε τον ισχυρισμό του Καθ’ου η αίτηση ότι αυτές πωλήθηκαν προς €2,30 με αποτέλεσμα να εισπράξει το ποσό των €222.617.
Παραθέτω σχετικό απόσπασμα από την αντεξέταση της:
A.‘‘Πωλήθηκαν, ναι.
E. 2.3;
A. Δεν θυμάμαι αλλά γύρω σε αυτό το ποσό.
E. Είναι η θέση μου ότι εισέπραξες το ποσό πέραν του ενός εκατομμυρίου από την πώληση εκ των οποίων ποσό περί το €222.617 αφορά τις επίδικες μετοχές’’.
Παρά τα ως άνω αδιαμφισβήτητα γεγονότα, η Αιτήτρια υποστηρίζει ότι ο Καθ’ου η αίτηση δεν δικαιούται οποιαδήποτε απαίτηση αναφορικά με τις μετοχές, εφόσον δεν απέδειξε την εμπορική τους αξία κατά τον χρόνο διάστασης.
Με κάθε σεβασμό, η ως άνω θέση δεν με βρίσκει σύμφωνη.
Το Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 14 του Νόμου 232/1991, διαθέτει την εξουσία είτε να διατάξει την αυτούσια απόδοση περιουσιακού στοιχείου, ήτοι τη μεταβίβαση του συνόλου ή μέρους του εν λόγω στοιχείου στον δικαιούχο σύζυγο προς ικανοποίηση της αξίωσής του, είτε να προβεί σε χρηματική ικανοποίηση της αξίωσης, διατάσσοντας την καταβολή ποσού που ανταποκρίνεται στη συνεισφορά του δικαιούχου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου.
Η αποτίμηση της συνεισφοράς σε χρηματικούς όρους αφορά αποκλειστικά την περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν ενδείκνυται η αυτούσια απόδοση. Συνήθως, τέτοια επιλογή προτιμάται όταν το Δικαστήριο θεωρεί ότι δεν εξυπηρετείται το συμφέρον της Δικαιοσύνης, εφόσον η από κοινού ιδιοκτησία περιουσιακών στοιχείων μεταξύ πρώην συζύγων θα μπορούσε να διαιωνίσει τις μεταξύ τους διαφορές.
Στην παρούσα περίπτωση, οι μετοχές αποτελούσαν μεταβιβάσιμες αξίες, και η αγορά τους έγινε από τον κοινό τραπεζικό λογαριασμό των διαδίκων, χωρίς να προσκομισθεί οποιαδήποτε αποδεικτική μαρτυρία ότι κάποιος εκ των δύο συνεισέφερε πέραν ή κάτω του ½ του συνολικού ποσού για την απόκτηση τους.
Υπό κανονικές συνθήκες, και εφόσον οι μετοχές εξακολουθούσαν να υφίστανται, η ενδεδειγμένη θεραπεία θα ήταν η αυτούσια απόδοση τους κατά ποσοστό 50% υπέρ του Καθ’ου η αίτηση. Ωστόσο στο χρονικό σημείο που το Δικαστήριο καλείται να εκδώσει απόφαση, η θεραπεία της αυτούσιας απόδοσης δεν είναι πλέον δυνατή, γιατί η Αιτήτρια μονομερώς και εν γνώσει της ότι ο Καθ´ου η αίτηση διεκδικεί ποσοστό επί των μετοχών τις ρευστοποίησε και μάλιστα με κέρδος. Δεδομένου ότι σήμερα αν οι μετοχές υπήρχαν δεν θα διέταζα την απόδοση χρηματικής αποζημίωσης, αλλά την μεταβίβαση του ποσοστού που ανταποκρίνεται στην συνεισφορά του δικαιούχου διάδικου, είναι ξεκάθαρο ότι αυτός θα εδικαιούτο και την όποια μεταγενέστερη αύξηση της αξίας των μετοχών, η οποία επήλθε μετά τη διάσταση των μερών ή αντίστοιχα την αναλογούσα σ’ αυτόν απώλεια της αξίας τους, εάν κάτι τέτοιο είχε λάβει χώρα.
Συνεπώς, η Αιτήτρια οφείλει να αποδώσει στον Καθ’ου η αίτηση το ποσό των €111.308,50, το οποίο αντιστοιχεί στο μερίδιο του Καθ’ου η αίτηση επί των μετοχών, βάσει της κοινής συνεισφοράς των διαδίκων στην απόκτηση τους. Οποιαδήποτε διαφορετική κατάληξη θα οδηγούσε στο παράδοξο και καταχρηστικό αποτέλεσμα, κατά το οποίο διάδικος που τυγχάνει να έχει την κυριότητα περιουσιακού στοιχείου στο όνομα του, θα μπορούσε μονομερώς να το ρευστοποιεί, αποστερώντας τον δικαιούχο σύζυγο από την αναλογούσα συνεισφορά του σε αυτό.
Αναφορικά με τα περιουσιακά στοιχεία που διεκδικεί ο Καθ’ου η αίτηση, τα οποία περιγράφονται αναλυτικά στην παράγραφο 10.4(i)–(ix) της τροποποιημένης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης ημερομηνίας 17/07/2020 (και τα οποία έχουν ήδη παρατεθεί ανωτέρω), η θέση του είναι ότι η Αιτήτρια τα οικειοποιήθηκε κατά τον χρόνο της διάστασης των διαδίκων, χωρίς να έχει προηγηθεί η συναίνεσή του.
Η Αιτήτρια αποδέχεται ότι παρέλαβε τα εν λόγω αντικείμενα, διευκρινίζοντας ότι σε χρόνο μεταγενέστερο της διάστασης των διαδίκων, μετέβη στη συζυγική οικία παρουσία του Καθ’ου η αίτηση και εκπροσώπου του δικηγορικού γραφείου που τον εκπροσωπούσε εκείνη την περίοδο. Κατά την επίσκεψη αυτή, συμφωνήθηκε όπως προχωρήσουν σε κατανομή των διαφόρων διακοσμητικών αντικειμένων και μπιμπελό που υπήρχαν στην κατοικία.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, η επιλογή και διανομή των αντικειμένων πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο αυτής της μεταξύ τους συνεννόησης. Η ίδια υποστηρίζει ότι έλαβε ορισμένα αντικείμενα, ενώ ο Καθ’ου η αίτηση διατήρησε στην κατοχή του αντικείμενα σημαντικά μεγαλύτερης αξίας. Επιπλέον, η Αιτήτρια δεν αποδέχεται τις αποτιμήσεις των αντικειμένων που παρατίθενται από τον Καθ’ου η αίτηση.
Από την μαρτυρία η οποία τέθηκε ενώπιον μου σε σχέση με αυτά τα αντικείμενα, αποδέχομαι τη θέση της Αιτήτριας ότι δηλαδή όντως έλαβε τα πιο πάνω αντικείμενα μετά από συνεννόηση με τον Καθ’ου η αίτηση.
Από την αντεξέταση του Καθ’ ου η Αίτηση, αναδύεται σαφώς μια έντονη αντίφαση και προκύπτουν εύλογες αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία της δικής του εκδοχής των γεγονότων. Ενώ αρχικά αρνείται ότι υπήρξε οποιαδήποτε συμφωνία για τη διαλογή των αντικειμένων, υποστηρίζοντας ότι η Αιτήτρια «έπιασε ό,τι ήθελε μόνη της». Ωστόσο, στην πορεία της αντεξέτασης του ανέφερε ότι η ίδια "διάλεξε πρώτη τον πίνακα" και "δήλωσε και τα υπόλοιπα πράγματα που ήθελε", γεγονός που υποδηλώνει την ύπαρξη κάποιας διαδικασίας επιλογής και διαμοιρασμού, κατά τρόπο που αναιρεί τον αρχικό του ισχυρισμό περί αυθαίρετης αφαίρεσης.
Η ίδια του η φράση «διάλεξε πρώτη» υπονοεί σειρά, διαδικασία και όχι βίαιη ή τυχαία αφαίρεση. Αυτό προσεγγίζει πολύ περισσότερο την εκδοχή της Αιτήτριας, ότι δηλαδή έγινε κατανομή με φυσική παρουσία και συνεννόηση μεταξύ των μερών.
Συνεπώς ο Καθ’ου η αίτηση δεν μπορεί να αξιώνει οτιδήποτε σε σχέση με τα αντικείμενα αυτά, καθότι οι διάδικοι διευθέτησαν μερικώς τις περιουσιακές τους διαφορές σε σχέση με τα αντικείμενα αυτά.
Πέραν της πιο πάνω κρίσης μου σημειώνω ότι η μαρτυρία του Καθ’ου η αίτηση επί του προκειμένου, σε κάθε περίπτωση είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Δεν επεξηγεί για τα περισσότερα από αυτά ποιος θεωρεί ότι είναι ο ιδιοκτήτης και γιατί διεκδικεί τα αντικείμενα αυτά και σε ποια βάση. Η μαρτυρία του χαρακτηρίζεται από γενικότητα ασάφεια και αοριστία.
Επισημαίνω ειδικότερα ότι μέρος των αντικειμένων που διεκδικεί ο Καθ’ου η αίτηση είναι ο ‘‘παλαιός πίνακας από τον Καναδά, δώρο γάμου από την γιαγιά της εξ’ ανταπαιτήσεως Καθ’ ης η Αίτηση’’ καθώς και ‘‘δύο (2) πορτραίτα από μολύβι των παιδιών, δώρο από την μητέρα της εξ’ ανταπαιτήσεως Καθ’ ης η Αίτηση.’’
Η Αιτήτρια στην μαρτυρία της υποστήριξε ότι ο πίνακας από τον Καναδά αγοράστηκε από την γιαγιά της ως δώρο προς την ίδια από την παιδική της ηλικία και η γιαγιά της της τον έδωσε μετά το γάμο στα πλαίσιο αυτής της δωρεάς και/ή με δεδομένο ότι ήδη της ανήκε. Σε σχέση με τα δυο πορτρέτα των παιδιών των διαδίκων η Αιτήτρια υποστήριξε ότι ανήκουν στα παιδιά τους, αφού δωρήθηκαν σε αυτά από τη μητέρα της και συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι θα παραμείνουν στην οικία που διέμενε με τα παιδιά.
Αναφορικά με τον πίνακα που δωρήθηκε από την γιαγιά της ισχύουν τα όσα ανέφερα για τις δωρεές (βλέπε ανωτέρω). Σε σχέση δε με τα πορτρέτα των παιδιών δεν μπορώ να αντιληφθώ σε ποια βάση τα διεκδικεί ο Καθ’ου η αίτηση.
Συνακόλουθα αν ο Καθ’ου η αίτηση θεωρεί ότι τα αντικείμενα τα οποία διεκδικεί στην παράγραφο 10.4(i)–(ix) της υπεράσπισης και ανταπαίτησης του, του ανήκουν και η Αιτήτρια τα οικειοποιήθηκε τότε το ζήτημα αυτό εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου (σχετική είναι η απόφαση Ιορδάνου ν. Τομάζου (2013) 1 ΑΑΔ 897). Αν από την άλλη θεωρεί ότι αποτελεί μέρος της περιουσιακής διαφοράς τότε θα έπρεπε να αποδείξει την αξία τους κατά τον χρόνο διάστασης, κάτι που απέτυχε να πράξει (σχετική είναι και πάλιν η απόφαση Σοφοκλέους ν. Σοφοκλέους βλέπε ανωτέρω).
Αποτελεί παραδεκτό γεγονός όπως ανέφερα ανωτέρω ότι η αξία του εξοχικού κατά την ημερομηνία διάστασης ήταν €215.000 και ότι οι διάδικοι κατείχαν από ½ μερίδιο (€107.500). Σημειώνω και επαναλαμβάνω ότι το υπόλοιπο δανείου το οποίο εκκρεμούσε κατά τον χρόνο διάστασης ( €197.742,86 ) το οποίο επίσης είναι παραδεκτό επιβάρυνε μόνο τον Καθ’ου η αίτηση.
Ο Καθ’ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι το κόστος αγοράς και εξοπλισμού της εξοχικής οικίας στον Πρωταρά ανήλθε στα €341.000. Παρέπεμψε σχετικά στο Παράρτημα «Ι»/Κατάσταση 17 που συνοδεύει την Γρ. Δήλωση Έγγραφο «Β» του Μ.Υ.1
Σημειώνεται ότι η εν λόγω κατάσταση δεν μπορεί να θεωρηθεί τεκμήριο της πραγματικής αξίας του εξοχικού και του εξοπλισμού του, καθώς συνιστά απλή καταγραφή από τον Μ.Υ.1, η οποία δεν συνοδεύεται από οποιαδήποτε αποδεικτική μαρτυρία ή σχετική τεκμηρίωση.
Περαιτέρω, κατά την αντεξέταση του Καθ’ου η αίτηση, αναλώθηκε σημαντικός χρόνος προκειμένου να παραδεχθεί τελικώς ότι το τίμημα αγοράς του εξοχικού, όπως αυτό ρητώς καταγράφεται στο σχετικό συμβόλαιο αγοραπωλησίας (Τεκμήριο 45), ανέρχεται στο ποσό των €310.000 και όχι στο ποσό των €330.000, όπως αρχικώς ισχυριζόταν.
Παραθέτω το σχετικό χαρακτηριστικό απόσπασμα από την αντεξέταση του:
E. Η επόμενη ερώτηση, η αγορά, το συμβόλαιο για την αγορά για το σπίτι στον Πρωταρά πόσα ήταν;
A. 330.000.
E. Αν κοιτάξουμε θα γράφει 330.000;
A. Μάλιστα.
E. Μπορούμε να το δούμε;
A. Εδώ είναι. (Υποδεικνύει το Τεκμήριο 45)
E. Μας έχεις παρουσιάσει ένα συμβόλαιο το οποίο κατατέθηκε και ως Τεκμήριο 45 στη διαδικασία, σε ρώτησα να μου πεις πόσα γράφει το συμβόλαιο αγοράς, είπες «€330.000» σε ρώτησα αν αυτό γράφει το συμβόλαιο και είπες «ναι», έτσι;
A. Ναι.
E. Κοίταξε στην παράγραφο 2 και πες μου τι ποσό γράφει στην παράγραφο 2 και σε παρακαλώ απάντησε σε αυτό που σε ρώτησα, τι ποσό γράφει;
A. 310.000.
Συνεπώς το εξοχικό κατά τον χρόνο διάστασης άξιζε λιγότερα από όσα αγοράστηκε.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος ο συνήγορος του Καθ’ ου η Αίτηση, υποβάλλοντας σχετικό ισχυρισμό κατά την αντεξέταση, επεσήμανε πως τα ποσά που αναφέρει η Αιτήτρια στην έγγραφη δήλωσή της στις παραγράφους 36α, 36γ, 36δ, 40α, 40β, 40ε, 40ζ και 40θ είναι ποσά τα οποία προέρχονται από τον κοινό λογαριασμό που διατηρούσαν οι διάδικοι στην Σπε Στροβόλου και χρησιμοποιήθηκαν για την εξυπηρέτηση του δανείου που ελήφθη για την απόκτηση του εξοχικού στον Πρωταρά.
Περαιτέρω, όπως ανέφερα επανειλημμένως αποτελεί παραδεκτό και αναμφισβήτητο γεγονός ότι ο μισθός της Αιτήτριας κατατίθετο αποκλειστικά στον κοινό λογαριασμό των διαδίκων, από τον οποίο καλύπτονταν πάγιες και σημαντικές οικογενειακές υποχρεώσεις, περιλαμβανομένων δανειακών υποχρεώσεων σχετικών με την οικογενειακή περιουσία.
Υπό το φως των ανωτέρω, ο Καθ’ ου η Αίτηση δεν απέδειξε ότι η δική του συνεισφορά υπήρξε αποκλειστική ή καθολική, ώστε να θεμελιώνει αξίωση πλήρους και αποκλειστικής κυριότητας επί του ακινήτου στον Πρωταρά. Αυτό που κατάφερε ωστόσο να αποδείξει είναι ότι η Αιτήτρια κακώς κατέχει το ½ του εξοχικού και εξηγώ.
Η Αιτήτρια για την αγορά της εξοχικής κατοικίας στον Πρωταρά, δήλωσε άγνοια για το προσωπικό δάνειο €330.000 που έλαβε ο Καθ’ ου η αίτηση για την αγορά της, παρόλο που είναι συνιδιοκτήτρια κατά 1/2. Όπως διαφάνηκε κατά την αντεξέταση της ότι δεν γνωρίζει ούτε τον χρόνο αγοράς, ούτε αν έγιναν πληρωμές από τον κοινό λογαριασμό για την αποπληρωμή του δανείου. Αρνήθηκε ότι €39.216 ή άλλα ποσά από τον κοινό λογαριασμό κατευθύνθηκαν στην αγορά αυτή, λέγοντας πως δεν προκύπτει από το βιβλιάριο επιταγών.
Παραθέτω σχετικό απόσπασμα από την αντεξέταση της:
E. ‘‘Άρα αγοράστηκε μια οικία, μια εξοχική οικία, δεν έχετε ιδέα πώς αγοράστηκε;
A. Νομίζω δεν είναι επί του θέματος να πω για το πώς λειτουργούσαμε οικογενειακώς αλλά οτιδήποτε είχε σχέση με τα δάνεια δεν ξέρω, μόνο καταθέσεις ξέρω ότι έκανα προς τον Β. τις οποίες χειριζόταν ο ίδιος μόνος του, δεν μπορώ να σας απαντήσω για ποιον λόγο έκανε αυτό το δάνειο.
E. Γνωρίζετε τουλάχιστον ότι έχετε το 1/2 ιδιοκτησία;
A. Αυτό το χαρτί το κατέχω.
E. Άρα ξέρετε, για να δω πού φτάνει η γνώση σας. Η θέση μου είναι ότι έγινε δάνειο από την πλευρά του Καθ' ου η Αίτηση για το ποσό των €330.000 για την αγορά της εξοχικής οικίας εκ των οποίων οι €39.216 καταβλήθηκαν από τον κοινό σας λογαριασμό ποια η θέση σας;
A. Εγώ έχω αναλύσει το chequebook και γνωρίζω ότι δεν υπήρχε κάτι εκ των οποίων να πήγε προς το σπίτι το εξοχικό’’.
Όταν της υποδείχθηκε σχετικό έγγραφο που καταδεικνύει ότι το δάνειο χορηγήθηκε το 2010, η Αιτήτρια συνέχισε να δηλώνει αδυναμία επιβεβαίωσης, καθώς όπως είπε δεν θυμάται την ακριβή ημερομηνία αγοράς του ακινήτου, παρότι είναι συνιδιοκτήτρια κατά 50%.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι το τίμημα αγοράς της επίδικης εξοχικής κατοικίας ανήλθε στο ποσό των €310.000 (τεκμήριο 45), και ότι κατά τον χρόνο της διάστασης η αγοραία αξία του ακινήτου ανερχόταν στις €215.000, εκ των οποίων έκαστος των διαδίκων κατείχε εξ αδιαιρέτου μερίδιο ½, ήτοι ποσοστό αξίας €107.500 έκαστος, το Δικαστήριο διαπιστώνει τα ακόλουθα:
Για την απόκτηση του ως άνω ακινήτου, ο Καθ’ ου η αίτηση προέβη στη σύναψη στεγαστικού δανείου, το οποίο έλαβε προσωπικά στο όνομά του, ύψους €330.000. Κατά τον χρόνο της διάστασης, το ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου ανερχόταν σε €197.742,86, ήτοι ποσό σχεδόν ισοδύναμο με την τότε αγοραία αξία της εξοχικής κατοικίας. Tο εν λόγω υπόλοιπο δανείου εξυπηρετήθηκε και τελικώς εξοφλήθηκε αποκλειστικά από τον Καθ’ ου η αίτηση, μετά την διάσταση των διαδίκων.
Συνεπώς το Δικαστήριο δεν μπορεί να αναγνωρίσει στην Αιτήτρια κυριότητα επί του ½ μεριδίου του εξοχικού, όπως προκύπτει από τον τίτλο, εφόσον δεν αποδείχθηκε αντίστοιχη ουσιαστική και ισόποση συνεισφορά. Αντιθέτως, η οικονομική επιβάρυνση αναλήφθηκε σχεδόν αποκλειστικά από τον Καθ’ ου η αίτηση, ενώ η συνεισφορά της Αιτήτριας δεν υπερβαίνει το 1/3 του μεριδίου κυριότητας που φέρει τυπικά, σύμφωνα με τον τίτλο, γεγονός που επιβάλλει την αναπροσαρμογή της κυριότητας ώστε να αντανακλά την πραγματική κατανομή της συνεισφοράς.
Συνεπώς, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Καθ’ ου η αίτηση δικαιούται τη μεταβίβαση της εξ αδιαιρέτου μερίδας ½ επί της εξοχικής κατοικίας, την οποία σήμερα κατέχει η Αιτήτρια, με αντίστοιχη χρηματική καταβολή προς αυτήν, του ποσού των €35.833,33, ήτοι ποσού που αντιστοιχεί στο 1/3 της αξίας του μεριδίου της κατά τον χρόνο διάστασης (€107.500) το οποίο αποτελεί και την συνεισφορά της στην απόκτηση του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου.
Κατάληξη
Συνακόλουθα για τους λόγους που ανέφερα ανωτέρω η αίτηση της Αιτήτριας επιτυγχάνει και εκδίδεται απόφαση υπέρ της και εναντίον του Καθ' ου η αίτηση για το ποσό των €406.459,71.
Εκδίδεται περαιτέρω απόφαση, με την οποία διακηρύσσεται ότι η Αιτήτρια είναι δικαιούχος ποσοστού 80,10% επί του συνολικού χρηματικού ποσού που είναι κατατεθειμένο στους εξής τραπεζικούς λογαριασμούς, τηρούμενους στην UBS Switzerland AG, στην Ελβετία:
· Αριθμός Λογαριασμού: [ ]
IBAN: [ ]
· Αριθμός Λογαριασμού: [ ]
IBAN: [ ]
· Αριθμός Χαρτοφυλακίου (Portfolio Number): [ ]
Εκδίδεται επιπρόσθετα διάταγμα, με το οποίο επιτρέπεται στην Αιτήτρια να προβεί σε ανάληψη του ποσού που αντιστοιχεί σε ποσοστό 80,10% επί του συνολικού υπολοίπου των πιο πάνω αναφερόμενων λογαριασμών.
Τα έξοδα στην Αίτηση επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον του Καθ' ου η Αίτηση ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Για τους λόγους που ανέφερα ανωτέρω η ανταπαίτηση επιτυγχάνει ως εξής:
Εκδίδεται απόφαση για το ποσό των €111.308,50 υπέρ του Αιτητή στην ανταπαίτηση και εναντίον της Καθ’ης η αίτηση στην ανταπαίτηση.
Εκδίδεται περαιτέρω απόφαση, με την οποία διακηρύσσεται ότι ο Καθ’ου η αίτηση είναι δικαιούχος ποσοστού 19,90% επί του συνολικού χρηματικού ποσού που είναι κατατεθειμένο στους εξής τραπεζικούς λογαριασμούς, τηρούμενους στην UBS Switzerland AG, στην Ελβετία:
· Αριθμός Λογαριασμού: [ ]
IBAN: [ ]
· Αριθμός Λογαριασμού: [ ]
IBAN: [ ]
· Αριθμός Χαρτοφυλακίου (Portfolio Number): [ ]
Εκδίδεται επιπρόσθετα διάταγμα, με το οποίο επιτρέπεται στον Καθ’ ου η Αίτηση να προβεί σε ανάληψη του ποσού που αντιστοιχεί σε ποσοστό 19,90% επί του συνολικού υπολοίπου των πιο πάνω αναφερόμενων λογαριασμών.
Εκδίδεται περαιτέρω διάταγμα με το οποίο διατάσσεται η Καθ’ης η αίτηση στην ανταπαίτηση να μεταβιβάσει στον Αιτητή στην ανταπαίτηση, εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία σύνταξης του παρόντος διατάγματος, το ½ εξ αδιαιρέτου μερίδιο που κατέχει επί του ακινήτου που βρίσκεται επί της Λεωφόρου [ ], Αρ. 421, Κατοικία 1, Τ.Κ. 5296, Παραλίμνι.
Η Καθ’ης η αίτηση στην ανταπαίτηση διατάσσεται να ειδοποιήσει γραπτώς τον Αιτητή στην ανταπαίτηση τουλάχιστον επτά (7) ημέρες νωρίτερα, για την ακριβή ημέρα και ώρα κατά την οποία θα πραγματοποιηθεί η μεταβίβαση.
Κατά την ημέρα της μεταβίβασης, ο Αιτητής στην ανταπαίτηση διατάσσεται να καταβάλει στην Καθ’ης η αίτηση στην ανταπαίτηση το ποσό των €35.833,33. Σε περίπτωση μη καταβολής του εν λόγω ποσού από τον Αιτητή στην ανταπαίτηση, αναστέλλεται η υποχρέωση μεταβίβασης εκ μέρους της Καθ’ης η αίτηση, μέχρι την πλήρη συμμόρφωση του Αιτητή.
Με την παρούσα διευθέτηση επιλύονται όλες οι διαφορές των διαδίκων που απορρέουν από τη σχέση τους ως πρώην σύζυγοι δυνάμει του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν. 232/1991) και η μεταβίβαση χωρεί απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής τελών και δικαιωμάτων.
Τα έξοδα στην ανταπαίτηση επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή στην ανταπαίτηση και εναντίον της Καθ'ης η Αίτηση στην ανταπαίτηση ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Αναφορικά με την επιδίκαση τόκου τόσο στην αίτηση όσο και στην ανταπαίτηση, θεωρώ ότι είναι δίκαιο να αρχίζει από την ημέρα έναρξης της ακρόασης, δηλαδή από τις 23/05/2024, «ότε και εδόθη ώθηση στη διαδικασία» Βλ. Μουστάκας κ.ά. ν. Ιωάννου κ.ά. (2010)1(Α) ΑΑΔ 173). Προηγουμένως και οι δύο πλευρές από κοινού ζητούσαν χρόνο για να διευθετήσουν την υπόθεση και/ή να περιορίσουν τα επίδικα θέματα επίσης και οι δύο ευθύνονται σε κάποιο βαθμό για κάποιες αναβολές και καθυστερήσεις.
(Υπ.) ……………………….
Μ.Χ. Κάιζερ, Π.
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο