ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Δικαιοδοσία Διατροφής
Ενώπιον: Σ. Νεοφύτου, Δ.
Αρ. Αίτησης: 155/25
Μεταξύ:
Γ.Π.Ο.
Αιτητής
και
Α.Χ.
Καθ’ ης η αίτηση
Αίτηση χωρίς ειδοποίηση ημερομηνίας 05.06.2025 για αναστολή και/ή τροποποίηση διατάγματος διατροφής.
Ημερομηνία: 16 Οκτωβρίου 2025
Εμφανίσεις:
Για τον Αιτητή: Γιώργος Φ. Πιττάτζης ΔΕΠΕ
Για την Καθ’ ης η αίτηση: Μ. Ιωαννίδου (κα) για Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης & Σία ΔΕΠΕ
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Στις 02.12.2015, στα πλαίσια της αίτησης διατροφής με αριθμό 265/15, εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας διάταγμα με το οποίο ο Αιτητής διατάσσεται να καταβάλλει στην Καθ’ ης η αίτηση, από 01.11.2015 το ποσό των €600 μηνιαίως, ως συνεισφορά του στη διατροφή και συντήρηση του ανήλικου Μ.
Δέκα χρόνια μετά, ο Αιτητής με εναρκτήρια αίτηση αξιώνει την ακύρωση του πιο πάνω διατάγματος και/ή την τροποποίηση του δια της μειώσεως του ποσού στα €150 μηνιαίως. Με αίτηση χωρίς ειδοποίηση που καταχώρισε στα πλαίσια της εναρκτήριας αίτησης αιτείται την έκδοση των ακόλουθων διαταγμάτων:
«Α. Ενδιάμεσο Προσωρινό διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η αναστολή, ισχύς ή/και εκτέλεσης του Διατάγματος Διατροφής ημερ. 02/12/2015 το οποίο εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας στα πλαίσια της Αίτησης Διατροφής με αριθμό 265/2015, δυνάμει του οποίου Αιτητής διατάχθηκε να καταβάλλει στην Καθ’ ης η αίτηση το ποσό των €600.- το μήνα από την 01/11/2015 ως συνεισφορά του στη διατροφή του ανήλικου Μ, μέχρι την πλήρη αποπεράτωση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αίτησης ή και μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
Β. Οποιοδήποτε άλλο ενδιάμεσο Διάταγμα ή και Απόφαση τροποποιόν ή και ακυρώνον το εκδοθέν Διάταγμα ημερ.2/12/2015 μέχρι την αποπεράτωση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αίτησης ή και μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.»
Το Δικαστήριο δεν εξέδωσε οποιοδήποτε μονομερώς αλλά έδωσε οδηγίες όπως η αίτηση επιδοθεί στην Καθ’ ης η αίτηση ούτως ώστε να της δοθεί το δικαίωμα να ακουστεί.
Με την ένσταση που καταχώρισε η καθ’ ης η αίτηση, εγείρει σειρά λόγων για τους οποίους η αίτηση πρέπει να απορριφθεί, λόγους τους οποίους παραθέτω αυτούσιους:
«(α) Η αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη.
(β) Ο Αιτητής επιδιώκει αναστολή διατάγματος το οποίο εξεδόθηκε κατά την 21/12/20215 και του επιδόθηκε νόμιμα χωρίς να πράξει οτιδήποτε.
(γ) Ο Αιτητής δεν θα υποστεί οποιαδήποτε ζημιά με την απόρριψη της αίτησης.
(δ) Ο Αιτητής επιδιώκει με την αίτηση για προσωρινό διάταγμα να εκδικάσει την ουσία της υπόθεσης.
(ε) Η απόφαση για αποκοπή του μισθού του Αιτητή είναι τελεσίδικη από την Ελληνική Δικαιοσύνη και δεν δύναται να ανασταλεί.
(στ) Τυχόν αλλαγή των οικονομικών συνθηκών του Αιτητή, δεν είναι δυνατόν να τροποποιήσουν αναδρομικά το διάταγμα μηνιαίων δόσεων.
(ζ) Όλες οι αιτήσεις και το διάταγμα μηνιαίων δόσεων επιδόθηκαν νομότυπα στον Αιτητή, χωρίς αυτός να φέρει οποιαδήποτε ένσταση.
(η) Ο Αιτητής εμποδίζεται εκ των υστέρων να προβάλλει ισχυρισμούς που λόγω δικής του αμέλειας παρέλειψε να προβάλει ‘όταν του επιδόθηκε η αίτηση διατροφής. »
Τόσο η αίτηση, όσο και η ένσταση υποστηρίζονται αντίστοιχα από τις ένορκες δηλώσεις των διαδίκων. Σημειώνεται ότι και οι δύο πλευρές καταχώρισαν συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις.
Ο Καθ’ ου η αίτηση, μόνιμος κάτοικος Ελλάδας, υποστηρίζει ότι διατηρούσε δεσμό με την Καθ’ ης η αίτηση, η οποία περί τον Δεκέμβριο του 2013 τον ενημέρωσε ότι είναι έγκυος, ισχυριζόμενη ότι το παιδί είναι δικό του. Επειδή είχε τις επιφυλάξεις του ως προς αυτό, της ζήτησε να διενεργήσουν αιματολογικές εξετάσεις για διακρίβωση της πατρότητας του τέκνου και παρά τις διαβεβαιώσεις της μέχρι πρόσφατα ότι θα συναινέσει, εντέλει ουδέποτε έδωσε τη συγκατάθεση της.
Αναφέρεται στο επίδικο διάταγμα διατροφής ύψους €600 (τεκμήριο Α) και την αύξηση του ποσού στα €879 μηνιαίως ως αυτό διαμορφώθηκε με τις εκ του Νόμου αυξήσεις του 10% ανά περίοδο 24 μηνών, τονίζοντας την οικονομική του αδυναμία να συμμορφώνεται.
Υποστηρίζει ότι ουδέποτε του επιδόθηκε είτε η αίτηση είτε το διάταγμα διατροφής και ότι αυτό του κοινοποιήθηκε μόλις στις 04.10.2024 μέσω διαδικασίας εκτέλεσης απόφασης διατροφής με βάση τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 04/2009 (τεκμήριο Β σχετικό έντυπο). Το αναδρομικό ποσό το οποίο οφείλει και διεκδικείται από την Καθ’ ης η αίτηση ανέρχεται σε €73.872. Αναφέρει επίσης ότι δυνάμει διατάγματος (τεκμήριο Γ) και προς εξόφληση του πιο πάνω ποσού, αποκόπτεται κάθε μήνα το ½ του μισθού του.
Κατωτέρω παραθέτω τις θέσεις του Αιτητή ως προς την μεταβολή των συνθηκών και γεγονότων που επήλθαν μετά την έκδοση του υφιστάμενου διατάγματος, που κατά την άποψη του δικαιολογούν την αναστολή του διατάγματος και/ή την τροποποίηση του.
· Κατά τον χρόνο έκδοσης του διατάγματος ήταν ανύπαντρος ενώ σήμερα είναι παντρεμένος και έχει δύο ανήλικα τέκνα ηλικίας 6 και 5 ετών. Κατέθεσε ως τεκμήριο Δ, πιστοποιητικό γάμου και ως τεκμήριο Ε τα πιστοποιητικά γέννησης των παιδιών.
· Η καθυστέρηση στην διεκδίκηση καταβολής της διατροφής από μέρους της Αιτήτριας είχε ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση μεγάλου ποσού το οποίο είναι ανέφικτο να πληρωθεί.
· Τα εισοδήματα της Καθ’ ης η αίτηση έχουν αυξηθεί σημαντικά από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος. Οι συνθήκες της δεν έχουν αλλάξει εφόσον δεν απέκτησε άλλο παιδί, ενώ λαμβάνει επίδομα μονογονέα ύψους €200 μηνιαίως και επίδομα τέκνου ύψους €50 μηνιαίως. Εργάζεται ως δασκάλα σε δημόσιο σχολείο και ως δημόσιος υπάλληλος λαμβάνει αυξήσεις στο μισθό της και 13ο μισθό. Σε αντίθεση με τον ίδιο, η Καθ’ ης η αίτηση διαθέτει ακίνητη περιουσία.
· Τα εισοδήματα του έχουν μειωθεί δραστικά ενώ έχουν αυξηθεί οικονομικές του υποχρεώσεις. Οι καθαρές μηνιαίες του απολαβές ανέρχονται σε €945 μηνιαίως (τεκμήριο Στ) και τα έξοδα διαβίωσης των δύο ανήλικων τέκνων του, πέραν των προσωπικών του εξόδων, ανέρχονται σε €1.100 περίπου μηνιαίως. Λόγω της οικονομικής του κατάστασης διαμένει με την οικογένεια του ισόγειο διαμέρισμα ιδιοκτησίας της μητέρας του, επιβαρύνεται όμως με τα λειτουργικά έξοδα της οικίας και τα έξοδα συντήρησης της.
· Με την αποκοπή του ½ του μισθού του αδυνατεί να καλύψει τις βασικές ανάγκες διαβίωσης του και να συνεισφέρει στα έξοδα των παιδιών του με αποτέλεσμα να δημιουργούνται καθημερινά σοβαρά προβλήματα στον ίδιο και στην οικογένειά του. Αναγκάζεται συνεχώς να ζητά χρήματα από τους γονείς του, οι οποίοι είναι συνταξιούχοι.
· Δεν είναι σε θέση να καταβάλλει το ποσό της διατροφής ύψους σήμερα €879, το οποίο χαρακτηρίζει εξωπραγματικό και δυσανάλογο.
Είναι η θέση του ότι η Καθ’ ης η αίτηση ενήργησε μεθοδευμένα και εκδικητικά αφού ανέμενε την πάροδο τόσων ετών για να διεκδικήσει το ποσό της διατροφής για να τον καταστρέψει οικονομικά και να τον οδηγήσει στην φυλακή. Oi ενέργειες της Καθ’ ης η αίτηση τον καταρράκωσαν ψυχολογικά και του έχουν προκαλέσει προβλήματα στον γάμο του εφόσον με το ½ του μισθού που του απομένει αδυνατεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του.
Υποστηρίζει ότι μέχρι σήμερα δεν γνωρίζει αν είναι ο βιολογικός πατέρας του ανήλικου Μ. αλλά δεν αρνείται την νομική του υποχρέωση να συνεισφέρει στην διατροφή του σε περίπτωση που διαφανεί ότι είναι, στο μέτρο όμως των δυνατοτήτων του.
Εξηγεί ότι όταν του επιδόθηκε η απόφαση ημερομηνίας 04.10.2024 και το διάταγμα για αποκοπή του ½ του μισθού του στις 25.01.2025, αποτάθηκε αμέσως σε δικηγόρο για να λάβει νομική συμβουλή. Απαιτείτο όμως η συγκέντρωση διαφόρων εγγράφων και για την λήψη δικαστικών μέτρων, γεγονός που δικαιολογεί τον χρόνο που διέρρευσε από τότε.
Ισχυρίζεται ότι εάν δεν εκδοθεί το διάταγμα αναστολής υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να οδηγηθεί στη φυλακή λόγω της αδυναμίας του να συμμορφωθεί με το διάταγμα διατροφής.
Η Καθ’ ης η αίτηση στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση της αναφέρεται στο ιστορικό των σχέσεων των διαδίκων και στο διάταγμα ημερομηνίας 29.04.2015 που εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας στα πλαίσια της αίτησης με αρ. 22/14 με το οποίο αναγνωρίζεται ότι ο Αιτητής είναι ο βιολογικός πατέρας του τέκνου της Μ (τεκμήριο 2). Ισχυρίζεται ότι λόγω της άρνησης του Αιτητή να συνεισφέρει οποιοδήποτε ποσό στα έξοδα διατροφής του παιδιού, καταχώρισε αίτηση διατροφής όπου και εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα, εφόσον ο Αιτητής δεν ενδιαφέρθηκε να λάβει μέρος στη διαδικασία (τεκμήριο 3). Το διάταγμα επιδόθηκε στον Αιτητή με διπλοσυστημένη επιστολή των δικηγόρων της ημερομηνίας 10.12.2015 (τεκμήριο 4).
Είναι η θέση της ότι ο Αιτητής πάντοτε γνώριζε για το διάταγμα διατροφής αλλά πίστευε ότι δεν μπορεί να εκτελεστεί στην Ελλάδα και ότι δεν υπήρχε τρόπος εξαναγκασμού σε συμμόρφωση του. Ισχυρίζεται ότι ο Καθ’ ου η αίτηση με επιστολές των δικηγόρων του ημερομηνίας 31.10.2018 και 30.01.2019 ζητούσε να μάθει για τα διατάγματα διατροφής και αναγνώρισης πατρότητας. Στις επιστολές φαίνονται οι ενέργειες του Αιτητή μέχω του πατέρα του (τεκμήρια 6 και 7). Εξηγεί επίσης ότι προσπάθησε ανεπιτυχώς να εκτελέσει το διάταγμα μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης και γι’ αυτό αποτάθηκε σε δικηγόρο στην Ελλάδα για να την βοηθήσει.
Απορρίπτει τους ισχυρισμούς του Αιτητή ότι αρνείτο να συναινέσει στη διενέργεια αιματολογικών εξετάσεων και ισχυρίζεται ότι ο πατέρας του της πρότεινε να γίνουν μέσω αυτού, εφόσον ο Αιτητής αρνείτο να έρθει στην Κύπρο. Λόγω του ότι ο Αιτητής δεν επικοινωνεί μαζί της τα τελευταία 11 χρόνια, επικοινώνησε μαζί του η ψυχίατρος της Σ.Κ. για να του επιβεβαιώσει ότι είναι πρόθυμη να γίνουν οι αιματολογικές εξετάσεις. Οι εξετάσεις προγραμματίστηκαν να γίνουν στις 20.06.2025 στο Ινστιτούτο Γενετικής και Νευρολογίας στη Λευκωσία, ο Αιτητής όμως την ενημέρωσε ότι δεν επιθυμεί να παρευρεθεί.
Υποστηρίζει ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή περί αλλαγής της οικονομικής του κατάστασης αποτελούν εκ των υστέρων σκέψεις και προβάλλονται μετά την τη διαταγή είσπραξης των οφειλόμενων. Μετά από νομική συμβουλή που έλαβε από τους δικηγόρους της, ισχυρίζεται ότι ακόμα και εάν ανασταλεί το διάταγμα διατροφής, το αναδρομικό ποσό διατροφής εξακολουθεί να οφείλεται. Το δε διάταγμα πληρωμής των οφειλόμενων ποσών έχει τελεσιδικήσει από το Ελληνικά Δικαστήρια (τεκμήριο 8) και έχει αποφασιστεί η αποκοπή του ½ του μισθού του αφού λήφθηκαν υπόψιν οι οικονομικές του δυνάμεις.
Στην συμπληρωματική ένορκη δήλωση που καταχώρησε ο Αιτητής επαναλαμβάνει ουσιαστικά ότι αμφισβητεί την πατρότητα του ανήλικου και εμμένει στην θέση του ότι η Καθ’ ης η αίτηση αρνείτο να συναινέσει στη διεξαγωγή αιματολογικών εξετάσεων παρά τις συνεχείς εκκλήσεις του προς τούτο. Επαναλαμβάνει επίσης ότι ουδέποτε του κοινοποιήθηκαν τα διατάγματα διατροφής και αναγνώρισης πατρότητας.
Η Καθ’ ης η αίτηση απαντώντας στους ισχυρισμούς του Αιτητή, επαναλαμβάνει ότι ο όλες οι αιτήσεις και τα διατάγματα που έχουν εκδοθεί, του έχουν επιδοθεί και εμμένει στη θέση της ότι είχε γνώσιν αυτών. Εντούτοις, προβάλλει ψευδείς ισχυρισμούς για να δικαιολογήσει το αίτημα του αλλά και την άρνηση του στη διενέργεια αιματολογικών εξετάσεων.
Κατά την ακρόαση της αίτησης κανένας από τους ενόρκως δηλούντες δεν αντεξετάστηκε επί του περιεχομένου της ενόρκου δηλώσεως του. Οι συνήγοροι των διαδίκων αρκέστηκαν σε γραπτές αγορεύσεις και η κάθε πλευρά επιχειρηματολόγησε υπέρ των θέσεων της με αναφορά σε νομολογία.
Έχω μελετήσει με προσοχή όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου, την αίτηση, την ένσταση, τις ένορκες δηλώσεις των διαδίκων και τις αγορεύσεις των συνηγόρων τους.
Η καθ’ ης η αίτηση προβάλλει ως λόγο ένστασης ότι η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα επιλύσει την ουσία της διαφοράς στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο.
Σύμφωνα με την νομολογία δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας αποκλεισμού της θεραπείας ενδιαμέσως, εάν αυτή ορθώς και δικαίως ζητείται, επειδή η αγωγή ουσιαστικά επιδιώκει την ίδια θεραπεία. Ένα προσωρινό διάταγμα είναι μόνο προσωρινής φύσης και στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της ουσίας της υπόθεσης η οποία θα αποφασιστεί οριστικά με την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης. (βλ. Starport Nominees Ltd κ.α, Πολ. Εφεση 79/10, 15.07.10, Avila Management Sevices Ltd v. Stepanek κ.α., Πολ. Έφεση 54/12, 27.06.2012). Συνεπώς ο συγκεκριμένος λόγος ένστασης απορρίπτεται.
Εξετάζοντας τη νομική βάση της αίτησης, παρατηρώ ότι τα άρθρα 3,11,12,14,15,16 και 18 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου 23/90 δεν σχετίζονται με το υπό εκδίκαση θέμα, ήτοι την δυνατότητα του Δικαστηρίου να αναστείλει τελικό διάταγμα διατροφής, όπως επίσης και οι Κανονισμοί 3-11 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικού Κανονισμού του 1990. Το άρθρο 32 του Νόμου 14/60, το οποίο προβλέπει την έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων δεν δίδει εξουσία στο Δικαστήριο να αναστέλλει διατάγματα.Στην νομική βάση της αίτηση συμπεριλαμβάνονται επίσης τα άρθρα 33 (1) (3), 36, 37, 38 και 40 του Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου, Ν.216/90.
Το άρθρο 33 του Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου, Νόμος 216/90 (στο εξής «ο Νόμος») καθιερώνει την υποχρέωση των γονέων να διατρέφουν τα ανήλικο τέκνο τους από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, υποχρέωση η οποία δύναται να συνεχιστεί και μετά την ενηλικίωση του τέκνου, νοουμένου ότι συντρέχουν ειδικές περιστάσεις.
Το άρθρο 36 του Νόμου, αναφέρει ότι το θέμα της διατροφής ρυθμίζεται από το Δικαστήριο με αίτηση είτε του γονέα, είτε του δικαιούχου, είτε του Διευθυντή.
Το άρθρο 37 του Νόμου, καθορίζει τις παραμέτρους επί των οποίων προσδιορίζεται η διατροφή, που είναι οι ανάγκες του δικαιούχου όπως προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του από τη μια και οι οικονομικές δυνατότητες που υπάρχουν για τη διατροφή προσώπου από την άλλη.
Τέλος, το άρθρο 38 του Νόμου, αναφέρει ότι το Δικαστήριο δύναται να τροποποιήσει την απόφαση διατροφής ή ακόμα και να διατάξει τον τερματισμό της, στην περίπτωση όπου από το χρόνο έκδοσης της απόφασης έχει επέλθει μεταβολή των όρων επί των οποίων αυτή στηρίχθηκε.
Το άρθρο 40 του Νόμου αναφέρεται στην εκτέλεση των διαταγμάτων διατροφής.
Κρίνω ότι η δυνατότητα που παρέχει το άρθρο 38 του Νόμου σε κάθε υπόχρεο διατροφής, να αποταθεί στο Δικαστήριο και να ζητήσει την τροποποίηση του ποσού της διατροφής ή ακόμα και τον τερματισμό της υποχρέωσης διατροφής αναιρεί την δυνατότητα αναστολής του διατάγματος. Το άρθρο 38 του Νόμου δεν παρέχει δικαιοδοτική βάση για την απόδοση της θεραπείας που ο Αιτητής επιζητεί, κατ' ακολουθίαν το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδώσει διάταγμα αναστολής. Συνεπώς το αίτημα αναστολής ισχύς και/ή εκτέλεσης του διατάγματος διατροφής δεν μπορεί να επιτύχει.
Προχωρώ κατωτέρω να εξετάσω κατά πόσο δικαιολογείται η τροποποίηση του διατάγματος διατροφής. Για να δικαιολογείται η έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 32 του Ν. 14/60, πρέπει να συνυπάρχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
Α. Ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση
Β. Ύπαρξη ορατής πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγοντας σε θεραπεία στην αγωγή και
Γ. Ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε κατοπινό στάδιο, εκτός εάν εκδοθεί το αιτούμενο Διάταγμα. (Βλ. μεταξύ άλλων Odysseos v. Pieris Estates and Others(1982) 1 Α.Α.Δ. 557, Τσιολάκκη και άλλη ν. Στυλιανίδη (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 782, Πουργουρίδη κ.α .Μέζου, (1994) 1 Α.Α.Δ. 201, Κυτάλα κ.ά. ν. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 253, M & Ch Mitsingas Tr. Ltd κ.ά. ν. Timberland Co. (1997) 1 (Γ) 1 Α.Α.Δ. 1791).
Είναι πάγια νομολογημένο περαιτέρω, ότι από μόνη της η ύπαρξη των τριών πιο πάνω προϋποθέσεων του άρθρου 32 δεν είναι αρκετή, αλλά το Δικαστήριο πρέπει επιπρόσθετα στο τελικό στάδιο να σταθμίσει κατά πόσον είναι δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί το αιτούμενο Διάταγμα (Ιπποδρομιακή Αρχή v. Χ΄΄ Βασίλη (1989) 1 ΑΑΔ 152). Το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό δεν μπορεί να προβεί σε οποιαδήποτε ευρήματα, ούτε αποφασίζει επί διαφιλονικούμενων θεμάτων. Οι αντικρουόμενοι ισχυρισμοί εξετάζονται στην ακρόαση της κυρίως αίτησης (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 ΑΑΔ 363).
Σε σχέση με την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση έχει εξηγηθεί ότι δεν απαιτείται τίποτα περισσότερο από του να καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση, ενώ η δεύτερη προϋπόθεση σύμφωνα με την Odysseos ανωτέρω περικλείει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα αλλά κάτι λιγότερο από το "ισοζύγιο των πιθανοτήτων " που είναι το μέτρο απόδειξης στις αστικές διαφορές.
Ως προς την τρίτη προϋπόθεση, η οποία σχετίζεται με την επάρκεια της θεραπείας υπό το φως των γεγονότων της κάθε υπόθεσης, στην Timberland ανωτέρω έχει λεχθεί ότι «η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου σε θεραπεία».
Ομοίως, στην Κυρίσαββα v. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. έχουν λεχθεί τα ακόλουθα: «όμως η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπ’ όψη.»
Οι πιο πάνω προϋποθέσεις κρίνονται με βάση τις διατάξεις του Νόμου που διέπει το υπό εξέταση κάθε φορά θέμα. Έχοντας υπόψη μου τις πιο πάνω αρχές, προχωρώ να εξετάσω κατά πόσον δικαιολογείται η έκδοση προσωρινού διατάγματος, χωρίς να καταλήγω σε οποιαδήποτε τελικά συμπεράσματα επί των γεγονότων τα οποία αμφισβητούνται από τις δύο πλευρές.
Όπως ήδη ανέφερα, το αρ. 33 του Νόμου, καθορίζει ότι οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Όπως έχει λεχθεί στην απόφαση ΧΧΧ Δημοσθένους v. ΧΧΧ Δημοσθένους Έφεση Αρ. 21/2019 ημ. 29/6/2020 «το άρθρο 33(1) καθορίζει ως απόλυτη την υποχρέωση διατροφής με μόνο μέτρο τις εισοδηματικές δυνάμεις των γονέων. Η υποχρέωση αυτή είναι διαρκής.»
Το αρ. 38 του Νόμου δίδει εξουσία στο Οικογενειακό Δικαστήριο να τροποποιεί προηγούμενη απόφαση του. Στην απόφαση Χριστοδουλίδου ν. Πολυβίου, Έφ. Αρ. 27/2020, ημερ.15.12.2021, συνοψίζονται οι βασικές παράμετροι που διέπουν το ζήτημα της τροποποίησης διατάγματος διατροφής. Παρατίθεται αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:
«Σύμφωνα με το Άρθρο 33(1) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν.216/1990), οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, ενώ το Άρθρο 38 του ιδίου νόμου προνοεί ότι: «(1) Αν αφότου εκδόθηκε η απόφαση που προσδιορίζει τη διατροφή μεταβλήθηκαν οι όροι της, το Δικαστήριο μπορεί να τροποποιήσει την απόφαση του ή και να διατάξει τον τερματισμό της διατροφής». Στην Αντρέου ν. Τσίρου, Έφ. Αρ.16/2013, ημερ.21.12.2016, αναφέρθηκε ότι η νομολογία έχει καθορίσει ότι μόνο γεγονότα τα οποία ανακύπτουν μετά την έκδοση του αρχικού διατάγματος είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη προς αναθεώρηση του υφιστάμενου διατάγματος και πως: «Είναι η μεταβολή των όρων που καθιστά την αρχική απόφαση μεταρρυθμιστέα». Ο αιτητής έχει το βάρος απόδειξης ότι οι όροι του υφιστάμενου διατάγματος διατροφής έχουν μεταβληθεί ούτως ώστε να είναι αναγκαία η τροποποίηση του (βλ. ακόμα Μέγας ν. Kvasnikova, Αρ. Έφ. 26/2019, ημερ.10.7.2020 και Πετρή ν. Γρηγοριάδου Αρ. Έφ. 28/2019, ημερ.4.6.2021). Στην Σ.Κ. ν. Ε.Ζ., Αρ. Έφ.39/2016, ημερ.5.3.2020, αναφέρθηκε ότι ο αιτητής είχε υποχρέωση να καταδείξει τις περιστάσεις εκείνες οι οποίες μεσολάβησαν από την έκδοση του διατάγματος και δικαιολογούσαν την τροποποίηση του, αναλόγως. Δεν ήταν, όμως, συγχρόνως, αναγκαίο να αποδειχθούν οι περιστάσεις που οδήγησαν, αρχικά, στην έκδοσή του, δεδομένου, μάλιστα, ότι αυτό είχε εκδοθεί εκ συμφώνου.»
Αυτό που εξάγεται από τα πιο πάνω είναι πως η μεταβολή των όρων της προηγούμενης απόφασης θα πρέπει να είναι μεταγενέστερη του χρόνου έκδοσης της, άρα πραγματικό υπόβαθρο της αίτησης θα πρέπει να αποτελέσουν γεγονότα που επεσυνέβησαν μετά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης.
Στην υπό κρίση υπόθεση κρίνω ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και ορατή πιθανότητα επιτυχίας στην εναρκτήρια αίτηση, εφόσον ο Αιτητής, δικαιούται με βάσει το αρ. 38 του Νόμου να αποταθεί στο Δικαστήριο και να ζητήσει την τροποποίηση ή ακόμα και την ακύρωση του διατάγματος διατροφής. Το πραγματικό γεγονός της δημιουργίας οικογένειας και της απόκτησης άλλων δύο τέκνων έχει επιφέρει μεταβολή των συνθηκών επί των οποίων εκδόθηκε το υφιστάμενο διάταγμα διατροφής, εφόσον εκ των πραγμάτων έχουν αυξηθεί οι οικονομικές υποχρεώσεις του. Η δε αποκοπή του ½ του μισθού του έχει περιορίσει σημαντικά το διαθέσιμο εισόδημα που του απομένει για να καλύπτει τις ανάγκες της οικογένειας του, τις δικές του και την πληρωμή του ποσού της διατροφής.
Αναφορικά με την τρίτη προϋπόθεση, ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε κατοπινό στάδιο, εκτός εάν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, υπό τις περιστάσεις που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, κρίνεται ότι πληρείται και αυτή. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται να υπάρχει οικονομική αδυναμία εκ μέρους του Αιτητή να καταβάλλει ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό διατροφής. Ο φόβος που εκφράζει για το ενδεχόμενο να φυλακιστεί για οφειλόμενα ποσά διατροφής είναι ορατός και εάν αυτό συμβεί θα θέσει εκ νέου σε κίνδυνο την επιβίωση των τέκνων του.
Ο Αιτητής αξιώνει διαζευκτικά την τροποποίηση του ποσού της διατροφής σε ένα ποσό που κατ’ ισχυρισμό του δύναται να καταβάλλει, ήτοι €100 μηνιαίως, για να μην κινδυνεύει να φυλακιστεί και/ή να μπορεί να συμμορφώνεται. Οι ισχυρισμοί του ότι τα εισοδήματα της Καθ’ ης η αίτηση έχουν αυξηθεί παρέμειναν αναντίλεκτοι. Ωστόσο, ενώ οι διάδικοι αναλώνουν μεγάλος μέρος των ενόρκων δηλώσεων τους αναφερόμενοι στο θέμα πατρότητας του ανηλίκου, παρέλειψαν να αναφερθούν στα έξοδα του παιδιού, η δε Καθ’ ης η αίτηση καμία αναφορά κάνει στα εισοδήματα της. Με αυτά τα δεδομένα, είναι αδύνατο για το Δικαστήριο να προβεί σε οποιοδήποτε εύρημα περί αλλαγής είτε των εισοδημάτων είτε των εξόδων του παιδιού, έστω και στον περιορισμένο βαθμό που απαιτείται για σκοπούς έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος. Τα όσα αφορούν τις εξετάσεις αιματολογικών εξετάσεων δεν μπορούν να ληφθούν υπόψιν σε εξέταση τροποποίησης ενός διατάγματος διατροφής.
Προκύπτει ωστόσο ότι οι προσωπικές συνθήκες του Αιτητή έχουν διαφοροποιηθεί από την έκδοση του υφιστάμενου διατάγματος. Έχει δημιουργήσει νέα οικογένεια αφού απέκτησε δύο παιδιά, γεγονός που αδιαμφισβήτητα επηρεάζει και την οικονομική του δυναμική. Έχει πλέον υποχρέωση να διατρέφει τρία παιδιά και όχι ένα. Το ποσό που πρέπει να καταβάλλει στην Αιτήτρια δυνάμει του υφιστάμενου διατάγματος διατροφής, ήτοι €879 ως έχει διαμορφωθεί με τις εκ του Νόμου αυξήσεις, είναι δυσανάλογο σε σχέση με τις εισοδηματικές του δυνάμεις και τις υποχρεώσεις που ανακύπτουν με την απόκτηση των δύο τέκνων. Κατά την κρίση μου η υποχρέωση του να συνεισφέρει στα έξοδα του ανηλίκου που απέκτησε με την Αιτήτρια δεν πρέπει να λειτουργεί εις βάρος των δύο τέκνων που απέκτησε αργότερα.
Οι καθαρές απολαβές του Αιτητή ανέρχονται σε €945 μηνιαίως και από τον Ιανουάριο του 2025 αποκόπτεται το ½ αυτών προς εξόφληση των αναδρομικών ποσών διατροφής που ανέρχονται σε €73.000 περίπου. Εξακολουθεί να υφίσταται η υποχρέωση του να καταβάλλει το ποσό των €879 στην Αιτήτρια επιπλέον των εξόδων συντήρησης της οικογένειας του, ποσό που ξεπερνά κατά πολύ το εναπομείναν εισόδημα του.
Ο Αιτητής υποστηρίζει ότι βρίσκεται σε οικονομικό αδιέξοδο, ότι είναι αδύνατο να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του και ότι ο κίνδυνος να φυλακιστεί είναι ορατός.
Εάν η επέμβαση του Δικαστηρίου δεν είναι άμεση για την τροποποίηση του διατάγματος διατροφής, έστω και προσωρινά, οι δυσάρεστες συνέπειες που αναφέρονται πιο πάνω θα επισυμβούν και θα είναι δύσκολο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Επιπρόσθετα, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, δεν τίθεται θέμα επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων που σύμφωνα με τη νομολογία σχετίζεται με την προϋπόθεση αυτή.
Αδιαμφισβήτητα η συνεισφορά και των δυο υπόχρεων γονέων είναι αναγκαία για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του ανηλίκου για την συντήρηση και διατροφή του. Το ποσό που ο Αιτητής διατάχθηκε να καταβάλλει το 2015 σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντικατοπτρίζει την αναλογία του στα έξοδα του παιδιού με βάση τα εισοδήματα του και τις οικονομικές υποχρεώσεις που έχει σήμερα.
Συνεπώς, κρίνεται αναγκαίο να τροποποιηθεί προσωρινά το διάταγμα διατροφής ούτως ώστε από την μία να δοθεί η ευκαιρία στον Αιτητή να συμμορφώνεται με αυτό και από την άλλη να δύναται να συνεισφέρει στα έξοδα διατροφής και συντήρησης των δύο τέκνων που απέκτησε με την νυν σύζυγο του. Η αποκοπή του ½ του μισθού του για σκοπούς αποπληρωμής των αναδρομικών ποσών διατροφής αναπόφευκτα επηρεάζει την τρέχουσα οικονομική του κατάσταση αλλά και τις σχέσεις των μελών της οικογένειας του εφόσον διακινδυνεύει η καθημερινή διαβίωση και ευημερία των παιδιών του.
Κρίνεται περαιτέρω, ότι είναι δίκαιο και εύλογο να τροποποιηθεί προσωρινά το διάταγμα διατροφής. Το ποσό που θα καθοριστεί πρέπει από τη μια να είναι εντός των δυνατοτήτων του Αιτητή με βάση τα όσα ανωτέρω έχουν επεξηγηθεί και από την άλλη να επαρκεί για να καλύψει τουλάχιστον τις βασικές καθημερινές ανάγκες των παιδιών του. Αν στο τέλος της διαδικασίας διαφανεί ότι ο Αιτητής αδίκως κατέβαλε αυτά τα ποσά ή ότι θα έπρεπε να καταβάλλει περισσότερα, είναι θέμα που θα αποφασιστεί και θα ρυθμιστεί αναλόγως κατά την ακρόαση της ουσίας της διαφοράς.
Όλα τα πιο πάνω τα αναφέρω, χωρίς να παραγνωρίζω ότι στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο, το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της ουσίας της υπόθεσης, ούτε προδικάζει οποιοδήποτε ζήτημα σε σχέση με αυτήν. Οι οποιεσδήποτε διαπιστώσεις στις οποίες έχω προβεί, γίνονται για σκοπούς εξέτασης της έκδοσης ή μη ενός προσωρινού διατάγματος και όλα τα ζητήματα που εγείρονται στην εναρκτήρια αίτηση, παραμένουν ζωντανά για να αποφασισθούν κατά την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης (Δημοκρατία της Σλοβενίας v. Beograska Banka D.D. (1999) 1 (A) ΑΑΔ 225, 2336).
Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο τροποποιείται προσωρινά το διάταγμα διατροφής που εκδόθηκε στις 02.12.2015 στα πλαίσια της αίτησης με αρ.265/2015 από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, δια μειώσεως του ποσού διατροφής από €600, έτσι ώστε με το παρόν τροποποιητικό διάταγμα διατροφής να διατάσσεται ο Αιτητής όπως καταβάλλει στην Καθ’ ης η αίτηση από 01.07.2025, την πρώτη ημέρα κάθε επόμενου μηνός το ποσό των €250 μέχρι τελικής εκδίκασης της εναρκτήριας αίτησης ή νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
Αναφορικά με τα έξοδα της διαδικασίας και υπό τις περιστάσεις που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση όπου ο Αιτητής δεν πέτυχε το αίτημα του για αναστολή του διατάγματος ή μείωση του ποσού στο ποσό των €100 μηνιαίως και από την άλλη η Καθ’ ης η αίτηση με την ένσταση της δεν πέτυχε την διατήρηση του διατάγματος ως έχει, κρίνω ορθό και δίκαιο όπως κάθε πλευρά επωμιστεί τα έξοδα της.
(Υπ.)…………………….
Σ. Νεοφύτου, Δ.
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο