Ν.Μ. ν. Μ.Μ., Αρ. Αίτησης: 68/2025, 20/11/2025
print
Τίτλος:
Ν.Μ. ν. Μ.Μ., Αρ. Αίτησης: 68/2025, 20/11/2025

 

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Σ. Νεοφύτου, Δ.

 

                                                                                      Αρ. Αίτησης: 68/2025 (i)

Μεταξύ:

Ν.Μ.

                                                                                                               Αιτήτριας

Και

 

Μ.Μ.

                    Καθ’ ου η αίτηση

Ημερομηνία:   20 Νοεμβρίου  2025

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Αιτήτρια: Α. Τζίρτη (κα)

Για τον Καθ’ ου η αίτηση: Ελένη Βραχίμη & Σια ΔΕΠΕ

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Οι διάδικοι είναι σύζυγοι και από το γάμο τους απέκτησαν δύο τέκνα, τον Π.  και τον Μ., ηλικίας 10 και 8 ετών αντίστοιχα. Περί το Δεκέμβριο του 2022 επήλθε διάσταση στις σχέσεις τους, ωστόσο εξακολουθούσαν να διαμένουν στη συζυγική οικία μέχρι τον Φεβρουάριο του 2025, όπου ο Καθ’ ου η αίτηση εγκαταστάθηκε σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα.  Η Αιτήτρια εξακολουθεί να διαμένει στη συζυγική οικία με τα παιδιά.

 

Στα πλαίσια εναρκτήριας αίτησης ημερομηνίας 27.02.2025, η Αιτήτρια αξιώνει την έκδοση διατάγματος με το οποίο να καθορίζεται η συνεισφορά του Καθ’ ου η αίτηση στα έξοδα διατροφής και συντήρησης των ανήλικων τέκνων τους στο ποσό των €1.200 μηνιαίως και επιπλέον την πληρωμή του 65% άλλων εξόδων όπως ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης που δεν καλύπτονται από το ΓΕΣΥ, καλοκαιρινού σχολείου και μελλοντικών δραστηριοτήτων.

 Στις 06.05.2025, η Αιτήτρια καταχώρισε ενδιάμεση αίτηση με ειδοποίηση για την έκδοση προσωρινού διατάγματος διατροφής για το ποσό των €1.000 μηνιαίως. 

 

Με την ένσταση που καταχώρισε ο Καθ’ ου η αίτηση εγείρει τους ακόλουθους λόγους προς απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας:

 

«α.   Η αιτήτρια έχει δώσει εσφαλμένα στοιχεία ως προς τις οικονομικές δυνάμεις των  διαδίκων.

  β.  Τα έξοδα των ανηλίκων στα οποία αναφέρεται η αιτήτρια είναι υπερβολικά και αδικαιολόγητα.

 γ.     Ο Καθ’ ου η αίτηση  καταβάλλει απευθείας έξοδα για τα ανήλικα τα οποία είναι πολύ μεγαλύτερα της συνεισφοράς του.

δ.      Τα ανήλικα βρίσκονται με τον Καθ’ ου η αίτηση το ½ του χρόνου τους και ο Καθ’ ου η αίτηση καλύπτει τις ανάγκες τους και πληρώνει απευθείας όλα τα έξοδα τις μέρες που αυτά βρίσκονται μαζί του.

ε.      Δεν πληρείται η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν. 14/60 αφού δεν θα είναι δύσκολη ή αδύνατη η απονομή δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο.»

 

Τόσο η αίτηση, όσο και η ένσταση υποστηρίζονται αντίστοιχα από τις ένορκες δηλώσεις των διαδίκων. Σημειώνεται ότι και οι δύο πλευρές καταχώρισαν συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις.

 

Προτού παραθέσω τους ισχυρισμούς των διαδίκων, θα ήθελα να τονίσω ότι η παρούσα υπόθεση αφορά τον προσωρινό καθορισμό της υποχρέωσης των διαδίκων να συνεισφέρουν στη διατροφή των ανήλικων τέκνων τους. Ο Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμος, Ν.216/90 και συγκεκριμένα τα άρθρα 33 (1) και 37 θέτουν τις παραμέτρους, επί των οποίων καθορίζεται η συνεισφορά των γονέων στην διατροφή των ανηλίκων τέκνων τους. Οι παράμετροι αυτοί είναι οι ανάγκες του δικαιούχου και οι οικονομικές δυνάμεις των υπόχρεων γονέων, παράμετροι οι οποίες περιορίζουν σημαντικά τα επίδικα θέματα. Συνεπώς δεν θα απασχολήσουν το Δικαστήριο ισχυρισμοί που σχετίζονται με τους λόγους κατάρρευσης του γάμου των διαδίκων ή ισχυρισμοί που άπτονται της επίλυσης των περιουσιακών τους διαφορών, ως άσχετοι με του επίδικα θέματα. Το Δικαστήριο θα προχωρήσει στην παράθεση της μαρτυρίας που σχετίζεται με τις δύο πιο πάνω παραμέτρους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η υπόλοιπη μαρτυρία αγνοείται.  

 

 

Οικονομικές δυνάμεις διαδίκων

 

Στη μαρτυρία της η Αιτήτρια αναφέρει ότι ο βασικός της μισθός  ανέρχεται σε €1.306 περίπου μηνιαίως και ότι κάποιους μήνες λαμβάνει επιπλέον το ποσό των €55 από υπερωρίες.  Κατέθεσε ως τεκμήριο 1, βεβαίωση των εισοδημάτων της.  Διευκρινίζει επίσης ότι ακόμη δεν λαμβάνει επίδομα μονογονέα και τέκνου. Ισχυρίζεται ότι ο Καθ’ ου η αίτηση από την εργασία του λαμβάνει περί τα €3.500-€3.800 μηνιαίως καθαρά, πλέον 13ο μισθό και ταμείο προνοίας. Υπολογίζει ότι συνολικά τα εισοδήματα του ανέρχονται σε  €3.800-€4.200.

 

Ο Καθ’ ου η αίτηση υποστηρίζει ότι οι καθαρές απολαβές του ανέρχονται σε €3.274 μηνιαίως. Εξηγεί ότι αποκόπτεται το ποσό των €125 ως δόση δανείου και ότι καταβάλλει το ποσό των €850 ως ενοίκιο για το διαμέρισμα που διαμένει. Συνεπώς, του απομένουν περίπου €2.300 για να καλύψει τα προσωπικά του έξοδα και τα έξοδα των παιδιών. Κατέθεσε ως τεκμήριο 3, κατάσταση των αποδοχών του για το μήνα Απρίλιο του 2025 και ως τεκμήριο 2, αντίγραφο ενοικιαστηρίου εγγράφου. Χωρίς να αμφισβητεί το ύψος του μισθού της Αιτήτριας, επισημαίνει ότι από τις 18.02.2025, ημερομηνία έκδοσης του προσωρινού διατάγματος διατροφής, δύναται να λαμβάνει και τα δύο επιδόματα, ήτοι €120 περίπου το μήνα ως επίδομα τέκνου και €432 το μήνα ως επίδομα μονογονέα. Κατέθεσε ως τεκμήριο 5, τις πληροφορίες που εκτύπωσε από την ιστοσελίδα του Υφυπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας. Αναφέρει επίσης ότι η Αιτήτρια για να λάβει τα επιδόματα του ζήτησε να υπογράψουν κοινή ένορκη δήλωση (τεκμήριο 4), ότι τα παιδιά διαμένουν μαζί της.  

 

Ανάγκες των παιδιών

 

Η Αιτήτρια καθορίζει τα έξοδα των παιδιών στο ποσό των €1.850 περίπου μηνιαίως και παραθέτει πίνακες όπου καταγράφει κάθε ξεχωριστό κονδύλι και ανάγκη για κάθε παιδί καθώς και τα κοινά τους έξοδα. Προς απόδειξη των εξόδων των παιδιών κατέθεσε συνολικά 17 τεκμήρια. Υποστηρίζει ότι από την ημέρα που ο Καθ’ ου η αίτηση αποχώρησε από τη συζυγική οικία σταμάτησε να  καταβάλλει οποιοδήποτε ποσό ως διατροφή πλην κάποιων εξόδων που κάλυψε ο ίδιος και αφορούν δραστηριότητες, δώρα για γενέθλια φίλων των παιδιών και ένα ταξίδι. Ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να καλύπτει τα έξοδα των παιδιών χωρίς τη συνεισφορά του Καθ’ ου η αίτηση  και γι’ αυτό επιβάλλεται να εκδοθεί ενδιάμεσο διάταγμα.

 

Ο Καθ’ ου η αίτηση υποστηρίζει ότι τα έξοδα των παιδιών ως η Αιτήτρια τα παρουσιάζει είναι υπερβολικά, αχρείαστα  και κάποια ανύπαρκτα. Υποστηρίζει επίσης ότι με βάση το προσωρινό διάταγμα γονικής μέριμνας (τεκμήριο 1) τα παιδιά διαμένουν μαζί του το ½ του χρόνου τους, ήτοι 6 ημέρες κάθε δύο εβδομάδες, δηλαδή 12 ημέρες το μήνα.  Σε αυτόν τον χρόνο καλύπτει το ήμισυ των εξόδων διατροφής, ψυχαγωγίας, το χαρτζιλίκι, τα μεταφορικά, την αγορά δώρων για τα πάρτι των φίλων τους και τα λειτουργικά έξοδα της οικίας.  Δεν αμφισβητεί τα σχολικά έξοδα, τα έξοδα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και γραφικής ύλης. Καταγράφει και ο ίδιος αναλυτικούς πίνακες με τα έξοδα των παιδιών και τα ποσά που θεωρεί ότι επαρκούν για την κάλυψη τους, σημειώνοντας παράλληλα και το ποσό που καλύπτει ο ίδιος στο χρόνο που διαμένουν μαζί του τα παιδιά.

 

Αναφέρει αναλυτικά τα έξοδα που έχει καλύψει από την ημέρα που αποχώρησε από την συζυγική οικία και προς τούτο κατέθεσε τα τεκμήρια 6, 7 και 8. Από την καταχώριση της ενδιάμεσης αίτησης, πέραν των εξόδων που κάλυψε στο χρόνο επικοινωνίας του, αναφέρει ότι για το Μάιο του 2025 κατέβαλε συνολικά €1.460. Προς τούτο κατέθεσε ως τεκμήριο 8 δέσμη σχετικών αποδείξεων.

 

Είναι η θέση του ότι η συνεισφορά του πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των €150 μηνιαίως και επιπλέον να καλύπτει το 65% των απογευματινών δραστηριοτήτων, του ολοήμερου σχολείου, διδάκτρων, εξόδων εγγραφής, βιβλίων, συμμετοχής σε αγώνες, και αγοράς στολών και εξοπλισμού, πρόταση την οποία υπέβαλε στην Αιτήτρια γραπτώς μέσω των δικηγόρων του και δεν έγινε αποδεκτή.

 

Στην συμπληρωματική ένορκο δήλωση που καταχώρισε η Αιτήτρια, διευκρινίζει ότι ακόμα δεν έχει λάβει οποιοδήποτε επίδομα και ότι η αίτηση της εκκρεμεί ακόμα για εξέταση. Σημειώνει ότι η υποχρέωση διατροφής προηγείται της υποχρέωσής του Καθ’ ου η αίτηση που πηγάζει από τον δανεισμό του για αγορά οχήματος και ότι το ποσό του ενοικίου είναι υπερβολικό. Το δε ενοικιαστήριο έγγραφο που κατέθεσε δεν είναι χαρτοσημασμένο. Προβαίνει σε σχολιασμό των όσων ο Καθ’ ου η αίτηση αναφέρει για τα έξοδα που κάλυψε από την αποχώρηση του από τη συζυγική οικία, ισχυρισμούς τους οποίους σχολιάζει και ο ίδιος στην δική του συμπληρωματική ένορκη δήλωση.

 

Η ακρόαση της αίτησης ολοκληρώθηκε με τις γραπτές αγορεύσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων. Ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε. Έχω μελετήσει την παρούσα αίτηση, την ένσταση, το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων καθώς και τα όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων υποστήριξαν με τις αγορεύσεις τους.

 

Ο Καθ’ ου η αίτηση δεν αμφισβητεί ότι πληρούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις έκδοσης προσωρινού  διατάγματος με βάση το άρθρο 32 του Ν.14/60, ήτοι η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και η ύπαρξη ορατής πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγοντας σε θεραπεία στην αγωγή. Αμφισβητεί όμως ότι θα είναι  δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, εκτός εάν εκδοθεί το αιτούμενο Διάταγμα (Βλ. μεταξύ άλλων Odysseos v. Pieris Estates and Others(1982) 1 Α.Α.Δ. 557, Τσιολάκκη και άλλη ν. Στυλιανίδη (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 782, Πουργουρίδη  κ.α .Μέζου, (1994) 1 Α.Α.Δ. 201, Κυτάλα κ.ά. ν. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 253, M & Ch Mitsingas Tr. Ltd κ.ά. ν. Timberland Co. (1997) 1 (Γ) 1 Α.Α.Δ. 1791).

 

Πέραν της συνδρομής των τριών πιο πάνω προϋποθέσεων, στο τελικό στάδιο πρέπει το Δικαστήριο πρέπει να σταθμίσει και το κατά πόσον είναι δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα (Ιπποδρομιακή Αρχή v. Χ΄΄ Βασίλη (1989) 1 ΑΑΔ 152). Ο Καθ’ ου η αίτηση υποστηρίζει ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν είναι δίκαιο να εκδοθεί οποιοδήποτε διάταγμα.

 

 Το Δικαστήριο στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο περιορίζεται στην εξέταση της συνδρομής των πιο πάνω προϋποθέσεων, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της διαφοράς. Έτσι, δεν προβαίνει  σε ευρήματα ούτε αποφασίζει επί διαφιλονικούμενων θεμάτων. Οι αντικρουόμενοι ισχυρισμοί των διαδίκων θα εξετασθούν και θα αποφασιστούν κατά την ακρόαση της εναρκτήριας αίτησης (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 ΑΑΔ 363).

 

Σε σχέση με την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, έχει εξηγηθεί ότι δεν απαιτείται τίποτα περισσότερο από του να καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση ενώ η δεύτερη προϋπόθεση σύμφωνα με την Odysseos ανωτέρω, περικλείει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα αλλά κάτι λιγότερο από το «ισοζύγιο των πιθανοτήτων» που είναι το μέτρο απόδειξης στις αστικές διαφορές. 

 

Ως προς την τρίτη προϋπόθεση, η οποία σχετίζεται με την επάρκεια της θεραπείας υπό το φως των γεγονότων της κάθε υπόθεσης, στην Timberland ανωτέρω έχει λεχθεί ότι:

 

«Η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου σε θεραπεία».

 

Στην απόφαση  Κυρίσαββα v. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. έχει επίσης λεχθεί:

 

«όμως η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπ’ όψη. »

 

Οι πιο πάνω προϋποθέσεις κρίνονται με βάση τις διατάξεις του νόμου που διέπει το υπό εξέταση κάθε φορά θέμα. Στην παρούσα υπόθεση, ως έχει ήδη λεχθεί,  σχετικά είναι τα άρθρα 33(1) και 37 του Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν. 216/90 (στο εξής ο Νόμος).

 

Το άρθρο 33 (1) του νόμου ορίζει ότι οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις τους.

 

Το άρθρο 37 (1) του νόμου ορίζει ότι η διατροφή προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και τις οικονομικές δυνατότητες που υπάρχουν για διατροφή προσώπου.

 

Το άρθρο 37 (2) του νόμου ορίζει ότι η διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του δικαιούχου και επιπλέον, ανάλογα με την περίπτωση, τα έξοδα για την εν γένει εκπαίδευσή του.

 

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η υποχρέωση των γονέων να διατρέφουν τα τέκνα τους πηγάζει από το νόμο και σκοπό έχει την κάλυψη των βιοτικών τους αναγκών για τη συντήρηση και διατροφή τους και την κάλυψη άλλων αναγκών, όπως αυτές προκύπτουν στην καθημερινότητα τους. Για παράδειγμα αυτών που σχετίζονται με την εκπαίδευση και την υγεία τους. Η μη καταβολή από τον ένα εκ των δύο υπόχρεων του ποσού που του αναλογεί προς επίτευξη του πιο πάνω σκοπού, θέτει σε κίνδυνο την ίδια τη διαβίωση των ανηλίκων.

Η υπό κρίση αίτηση αποσκοπεί στη διασφάλιση της συμβολής των διαδίκων στη διατροφή και γενικότερα στην κάλυψη των βασικών αναγκών των ανηλίκων μέχρι την πλήρη αποπεράτωση της εναρκτήριας αίτησης. Η φύση της διαδικασίας είναι τέτοια που τη διαφοροποιεί από άλλες διαδικασίες που έχουν ως σκοπό την επιδίκαση χρηματικών αποζημιώσεων. Η όποια αποζημίωση ενδεχομένως επιδικαστεί μετά την ακρόαση της εναρκτήριας αίτησης δεν μπορεί να κριθεί ικανοποιητική, ενόψει του ότι η συντήρηση και η ευημερία των ανηλίκων αδιαμφισβήτητα είναι καθημερινή και τρέχουσα ανάγκη και εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να αναμένει την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης. Κρίνεται συνεπώς ότι πληρείται η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν.14/60, η οποία είναι συνυφασμένη με την επάρκεια αποζημιώσεων κατά την έκδοση της απόφασης.

 

Ως προς τη θέση του Καθ’ ου η αίτηση ότι η αίτηση  πρέπει να απορριφθεί επειδή ανελλιπώς καλύπτει οικειοθελώς κάποια έξοδα των παιδιών, πέραν των όσων εκ των πραγμάτων καλύπτει στο χρόνο επικοινωνίας του, τονίζεται εκ νέου η εκ του νόμου υποχρέωση του να συνεισφέρει στην διατροφή των ανήλικων τέκνων του. Οποιαδήποτε διαφωνία των διαδίκων ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει τον Καθ’ ου η αίτηση είτε να σταματήσει να καλύπτει κάποια πάγια έξοδα των παιδιών, είτε να μειώσει τη συνεισφορά του. Μόνο η δεσμευτικότητα ενός διατάγματος διασφαλίζει διαχρονικά και σταθερά την καταβολή ενός ποσού που το Δικαστήριο κρίνει εύλογο για την συνεισφορά του στην διατροφή των ανηλίκων, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η διαβίωση και η ευημερία τους. Όπως έχει αναφερθεί στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου Δημοσθένους v. Δημοσθένους, Έφεση Αρ. 21/2019, ημερομηνίας 29 Ιουνίου 2020):

 

«Η  υποχρέωση αυτή είναι διαρκής.  Η πιθανότητα διακοπής της συνεισφοράς του εφεσείοντος ανά πάσα στιγμή και για οποιοδήποτε λόγο δεν τίθεται στη βάσανο μαρτυρίας προς τούτο.  Από τη στιγμή που η εφεσίβλητη διεκδίκησε δικαστική συνεισφορά υπό το φως της απομάκρυνσης του εφεσείοντος από τη συζυγική οικία, παραμένει αυτονόητο ότι είτε συναινετικά, είτε διά αποφάσεως μετά από ακρόαση, ένα διάταγμα μέσω Δικαστηρίου, είναι απαραίτητο, προς διασφάλιση των βασικών αναγκών των ανηλίκων.»

 

Υπό το φως των πιο πάνω  και του γεγονότος ότι μέχρι σήμερα οι διάδικοι δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν στον τρόπο που θα καλύπτουν τα έξοδα των παιδιών τους, κρίνεται ότι είναι δίκαιο, εύλογο αλλά και επιβεβλημένο να εκδοθεί ένα προσωρινό διάταγμα διατροφής και ό,τι απομένει να εξεταστεί και να καθοριστεί είναι το ύψος αυτού.

Ως προς τον τρόπο που το Δικαστήριο οφείλει να προσεγγίζει τις υποθέσεις διατροφής στο στάδιο έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος, καθ’ όλα καθοδηγητικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, Α.Μ ν. Μ.Ζ., Έφεση Αρ. 23/2019, ημερομηνίας 28.07.2020, τα οποία παραθέτω αυτούσια:

 

«Ως προς τα έξοδα της ανήλικης, όπως προαναφέραμε, καθορίζονται αφού το Δικαστήριο προβεί σε μια σφαιρική αντίκριση των δεδομένων. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι πρόκειται για ενδιάμεσο διάταγμα, το οποίο εκδίδεται γιατί υπάρχει η υποχρέωση και των δύο γονέων να συνεισφέρουν στη διατροφή του ανήλικου από τη διάσταση και πως αυτό περιορίζεται μέχρι την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης, όπου το Δικαστήριο θα αποφασίσει επί της ουσίας της αίτησης με βάση τα πραγματικά εισοδήματα των διαδίκων και των αναγκών του ανηλίκου και θα προβεί σε καταμερισμό στον κάθε γονέα.»

 

Αναφορικά με τις οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων, επισημαίνεται  ότι κατά πάγια νομολογία ο κάθε διάδικος έχει υποχρέωση να αποκαλύπτει ειλικρινώς τα εισοδήματα του και την δική του οικονομική δυνατότητα. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Δημητρίου v. Περδίου (2005) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1418 όπου λέχθηκαν τα πιο κάτω:

 

«Όπως έχει η σχετική νομοθετική διάταξη (βλ. άρθρο 33(1) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν.216/90) η υποχρέωση για διατροφή των ανηλίκων τέκνων μίας οικογένειας ανήκει και στους δύο γονείς, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του καθενός.  Έχουν και οι δύο υποχρέωση όπως προβαίνουν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των πραγματικών τους εισοδημάτων και όχι μόνο των εξόδων τους.  Στην υπόθεση Ette v. Ette (1965) 1 All E.R. 341, 346 έχει λεχθεί ότι όταν ο Καθ΄ ού η αίτηση δεν προβαίνει ο ίδιος σε ειλικρινή και πλήρη αποκάλυψη σχετικά με την οικονομική του κατάσταση, τότε το Δικαστήριο μπορεί, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του επαγγέλματος του και το τι κερδίζουν άλλοι στο ίδιο το επάγγελμα, να υπολογίσει ότι ο Καθ΄ ού η αίτηση έχει ψηλότερα, απ΄ ότι ισχυρίζεται, εισοδήματα.  Η αρχή αυτή συνάδει και με τον κανόνα ότι εκεί που κάποιος έχει την αποκλειστική γνώση γεγονότων, οφείλει να τα αποδείξει (βλ. Tarapoulouzis v. District Officer (1962) C.L.R. 91 και Μαρκουλίδης v. Μαρκουλίδης κ.α. (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1386, 1390). Επομένως σε υποθέσεις διατροφής των ανηλίκων τέκνων μιας οικογένειας, η οικονομική δυνατότητα του καθενός από τους γονείς δεν είναι θέμα που θα πρέπει να αποδεικνύεται από τον Αιτητή ή την Αιτήτρια, ανάλογα με την περίπτωση, αλλά θέμα αληθινής αποκάλυψης από τους ίδιους τους γονείς, των αντιστοίχων εισοδημάτων τους.  Το δε δικαστήριο, προβαίνει σε πλήρη έρευνα αυτών των στοιχείων.

Περαιτέρω αναφέρουμε ότι από σχετική νομολογία φαίνεται ότι το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη όχι μόνο τα πραγματικά εισοδήματα αλλά και την ικανότητα του Καθ΄ ού η αίτηση να κερδίζει (his potential earning capacity).  (Βλ. Klucinsky v. Klucinsky (1953) 1 All E.R. 683 και McEwan v. McEwan (1972)»

 

Όπως ήδη υπέδειξα, στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε ευρήματα ούτε αποφασίζει επί αντικρουόμενων ισχυρισμών. Είναι αρκετό κατά την κρίση μου για σκοπούς έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος το γεγονός ότι οι διάδικοι εργάζονται και λαμβάνουν ικανοποιητικά εισοδήματα, όπως αυτά έχουν αναφερθεί ανωτέρω, με τα οποία δύνανται να συνεισφέρουν στα έξοδα διατροφής των παιδιών τους. Ο Καθ’ ου η αίτηση αναφέρθηκε σε δανειακές υποχρεώσεις για την αγορά οχήματος, ωστόσο η ύπαρξη χρεών δεν απαλλάσσει τον υπόχρεο γονέα από τη νομική του υποχρέωση να συνεισφέρει στη διατροφή των παιδιών του, γιατί η διατροφή ανηλίκων αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση των γονέων και προηγείται έναντι  άλλων οικονομικών τους υποχρεώσεων (βλ. Δημητρίου v. Περδίου και Χριστίνα Χαραλάμπους v. Χαράλαμπου Χαραλάμπους (2010) 1 Α.Α.Δ. 951).

 

 

Προκύπτει ότι οι διάδικοι συμφωνούν στο ότι η αναλογία των εισοδημάτων τους είναι 65% (Καθ’ ου η αίτηση ) προς 35% (Αιτήτρια). Τούτο προκύπτει τόσο από το αιτητικό της εναρκτήριας αίτησης όσο και από την πρόταση που έκανε ο Καθ’ η αίτηση στην Αιτήτρια, ήτοι να της καταβάλλει ένα ποσό ως διατροφή και επιπλέον να καλύπτει το 65% των  απογευματινών δραστηριοτήτων, του ολοήμερου σχολείου, διδάκτρων, εξόδων εγγραφής, βιβλίων, συμμετοχής σε αγώνες, και αγοράς στολών και εξοπλισμού. Με βάση τη μαρτυρία που βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου και για σκοπούς έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος, κρίνεται ότι οι αναλογία στις οικονομικές τους δυνάμεις έχει καθοριστεί δίκαια και λογικά.

 

Κατωτέρω θα προβώ σε κάποιες γενικές παρατηρήσεις και επισημάνσεις αναφορικά με τα ισχυριζόμενα έξοδα των παιδιών, αφού έλαβα υπόψιν μου τις θέσεις των διαδίκων και τους αναλυτικούς πίνακες που έχουν παραθέσει. Άλλοι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψιν είναι η ηλικία των παιδιών, το γεγονός ότι βρίσκονται υπό τη φύλαξη της Αιτήτριας και ότι ο Καθ’ ου η αίτηση έχει διευρυμένο δικαίωμα επικοινωνίας.

 

Αντλώ καθοδήγηση από τη σχετική νομολογία σύμφωνα με την οποία το μέτρο της διατροφής δεν μπορεί να εξευρεθεί με απόλυτους αριθμούς. Η κοινή λογική και η πείρα της ζωής είναι παράγοντες οι οποίοι διαδραματίζουν ρόλο στην καλύτερη αντίληψη των γεγονότων προς εντοπισμό των πραγματικών αναγκών συγκεκριμένων ατόμων. Το Δικαστήριο, εξετάζοντας και καθορίζοντας το εύλογο των κονδυλίων που απαιτούνται για τη διατροφή και συντήρηση του δικαιούχου, δεν είναι υποχρεωμένο να υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες που να οδηγούν σε υπολογισμό με σεντ, αλλά θα πρέπει να σταθμίζει τις ανάγκες και να καταλήγει σε συμπεράσματα που θα επαναφέρουν, ή δυνατό, τα ανήλικα παιδιά σε μία πλησιέστερη κατάσταση, όπως θα ήταν εάν οι γονείς τους ζούσαν μαζί (βλ. Μαρκουλίδης ν. Μαρκουλίδης κ.ά. (1989) 1 ΑΑΔ 1386, Κορελλίδης ν. Κορελλίδη (2012) 1 ΑΑΔ 1975 Παναγιώτου ν. Σφικτού (2001) 1 ΑΑΔ 625, Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους (2010) 1 (Β) ΑΑΔ 951).

 

Σημειώνω αρχικά ότι σε γενικές γραμμές τα έξοδα των παιδιών καθοριστεί σε λογικά πλαίσια από την Αιτήτρια και σε ότι αφορά τις απογευματινές δραστηριότητες και φροντιστήρια των παιδιών δεν υπάρχει σημαντική απόκλιση στα ποσά που αναφέρουν οι διάδικοι ότι απαιτούνται.  Τα σκύβαλα δεν αποτελούν άμεση βιοτική ανάγκη των παιδιών και δεν θα συμπεριληφθούν στα έξοδα τους. Θα τα επιβαρυνόταν η Αιτήτρια ούτως ή αλλιώς. Λαμβάνεται επίσης υπόψιν ότι για κάποια κονδύλια όπως αυτά που αφορούν τις απογευματινές δραστηριότητες και φροντιστήρια, το ολοήμερο σχολείο, την αγορά βιβλίων ή εγγραφή σε εξετάσεις, ο χρόνος που τα παιδιά περνούν με τους διαδίκους είναι αδιάφορος.

 

Ο ισχυρισμός του Καθ’ ου η αίτηση ότι στο χρόνο άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας του, καλύπτει και αυτός μεγάλο μέρος των εξόδων των παιδιών είναι εν μέρει ορθός. Με βάση το διάταγμα γονικής μέριμνας τα παιδιά διανυκτερεύουν στην οικία του περίπου 12 ημέρες κάθε μήνα και αναπόφευκτα στο χρόνο αυτό μεταξύ άλλων φροντίζει για τη σίτιση τους, τις μεταφορές τους και επωμίζεται την αναλογία τους στα λειτουργικά έξοδα του διαμερίσματος που διαμένουν. 

 

Η Αιτήτρια στην ενδιάμεση αίτηση ζητά όπως ο Καθ’ ου η αίτηση της καταβάλλει το ποσό που του αναλογεί στα έξοδα των παιδιών και ακολούθως να τα καλύπτει η ίδια. Ο Καθ’ ου η αίτηση, παρά τις αντιρρήσεις της Αιτήτριας, εξακολουθεί να πληρώνει απευθείας και επιλεκτικά κάποια έξοδα, χωρίς να συνεισφέρει στα καθημερινά έξοδα διατροφής και συντήρησης, εφόσον θεωρεί ότι καλύπτει το μέρος που του αναλογεί στο χρόνο που ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας του, παραγνωρίζοντας ότι τα εισοδήματα του είναι υψηλότερα από αυτά της Αιτήτριας. Ο παράγοντας αυτός,  έχει ιδιαίτερη σημασία εφόσον ακόμα και στις περιπτώσεις όπου ο χρόνος των παιδιών είναι διαμοιρασμένος εξίσου στους διαδίκους, παρατηρείται το φαινόμενο όπου τα παιδιά μεγαλώνουν και αναπτύσσονται υπό διαφορετικές συνθήκες, κυρίως οικονομικές όταν τα εισοδήματα των διαδίκων διαφέρουν ουσιωδώς. Όλοι πιο πάνω παράμετροι έχουν ληφθεί υπόψιν στον προσωρινό καθορισμό της συνεισφοράς του Καθ’ ου η αίτηση στα έξοδα των παιδιών.

 

Στη βάση όλων όσων έχουν ανωτέρω αναφερθεί κατέληξα ότι το ποσό των €800 μηνιαίως είναι λογικό υπό τις περιστάσεις να καθοριστεί ως προσωρινή συνεισφορά του Καθ’ ου η αίτηση στα έξοδα διατροφής και συντήρησης των ανήλικων τέκνων του. Στα πλαίσια της παρούσας ενδιάμεσης διαδικασίας και έχοντας πάντα κατά νου ότι η υποχρέωση διατροφής ανηλίκων προηγείται κάθε άλλης οικονομικής υποχρέωσης του υπόχρεου προς διατροφή, κρίνω ότι το ποσό αυτό ανταποκρίνεται τόσο στις εισοδηματικές του δυνάμεις όσο και στην τρέχουσα κατάσταση πραγμάτων με βάση το προσωρινό διάταγμα γονικής μέριμνας.

 

Εκδίδεται προσωρινό διάταγμα με το οποίο ο Καθ’ ου η αίτηση διατάσσεται όπως καταβάλλει στην Αιτήτρια από 01.11.2025, την πρώτη ημέρα κάθε επόμενου μήνα, το ποσό των €800 ως συνεισφορά του στην διατροφή και συντήρηση των ανήλικων τέκνων του  Π. και Μ.  

 

Το διάταγμα θα ισχύει μέχρι περατώσεως της εναρκτήριας αίτησης ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Τονίζω εκ νέου ότι στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της ουσίας της υπόθεσης, ούτε προδικάζει οποιοδήποτε ζήτημα σε σχέση με αυτήν. Οι οποιεσδήποτε διαπιστώσεις στις οποίες προβαίνει το Δικαστήριο γίνονται για σκοπούς εξέτασης της έκδοσης ή μη ενός προσωρινού διατάγματος.  Όλα τα ζητήματα που εγείρονται στην εναρκτήρια αίτηση, παραμένουν ζωντανά για να αποφασισθούν κατά την εκδίκαση της ουσίας (Δημοκρατία της Σλοβενίας v. Beograska Banka D.D. (1999) 1 (A) ΑΑΔ 225,2336).

 

Ως προς τα έξοδα της αίτησης, λαμβάνω υπόψιν ότι ο γενικός κανόνας δυνάμει του Μέρους 39.2(1), είναι ότι ο αποτυχών διάδικος διατάσσεται να καταβάλει τα έξοδα του επιτυχόντα διαδίκου και ότι τέτοια διαταγή ή διαταγές θα εκδίδονται σε σχέση με οποιαδήποτε αίτηση υποβάλλεται κατά την πορεία της δικαστικής διαδικασίας. Συνεπώς, ασκώντας την διακριτική μου ευχέρεια έχω αποφασίσει να επιδικάσω κατόπιν συνοπτικού υπολογισμού, σε συνεννόηση με τον Πρωτοκολλητή, δικηγορικά έξοδα ύψους €700 πλέον πραγματικά έξοδα πλέον Φ.Π.Α, υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση.

 

 

 

                                                                    (Υπ.)…………………….

                                                                                          Σ. Νεοφύτου, Δ.

 

 

 

 

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο