Κ.Τ. ν. Α.Κ. κ.α., Αρ. Αίτησης? 8/2022, 29/5/2025
print
Τίτλος:
Κ.Τ. ν. Α.Κ. κ.α., Αρ. Αίτησης? 8/2022, 29/5/2025

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΠΑΤΡΙΚΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΕΚΝΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χ. Πογιατζή, Δ.

Αρ. Αίτησης։ 8/2022

   i-Justice    

Όσο αφορά τον περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμο του 1991 (Ν. 187/91)

  

Μεταξύ:

 

Κ.Τ.  

Αιτήτριας

-και

 

                                                        1. Α.Κ.

                                                        2. Χ.Γ.Κ.

                                                        3. Μ.Γ.Κ.

                                                        4. Ε.Π.

                                                        5. Χ.Π.

                                                        6. Λ.Κ.

                                                        7. Σ.Β.

                                                        8. Χ.Β.

                                                        9. Α.Σ.

 

Καθ' ων η αίτηση

----------------------

  

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 29/05/2024

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Αιτήτρια: κ. Ερωτοκρίτου για Ε. Ερωτοκρίτου Δ.Ε.Π.Ε.

Για τους Καθ' ων η Αίτηση 1-8: κ. Ε. Κορακίδης για Ανδρέας Δημητριάδης & Σια Δ.Ε.Π.Ε. και Επαμεινώνδας Κορακίδης Δ.Ε.Π.Ε.

Για την Καθ’ ης η Αίτηση αρ. 9։ κα Ξ. Μακρίδου για A. Korakidou Makridou LLC

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η   Α Π Ο Φ Α Σ Η

Στις 06/10/2022 η Αιτήτρια καταχώρησε την υπό τον ως άνω τίτλο εναρκτήρια Αίτηση με την οποία αιτείται την έκδοση διαταγμάτων με τα οποία να αναγνωρίζεται ότι ο αποβιώσας Κ.Σ. είναι ο βιολογικός πατέρας της Αιτήτριας καθώς και διατάγματος με το οποίο να διατάσσεται η εγγραφή του ως βιολογικού πατέρα της  στα ληξιαρχικά βιβλία και όπως της δοθεί το επίθετο του.

Στις 16/12/2022 το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες για την καταχώρηση δικογράφων με την μορφή ενόρκων δηλώσεων, στα πλαίσια σχετικής ενδιάμεσης Αίτησης της Αιτήτριας ημερομηνίας 08/12/2022. Η Αιτήτρια καταχώρησε την ένορκη της δήλωση υπό μορφή δικογράφου στις 17/03/2023 και οι Καθ’ ων η Αίτηση στις 03/07/2023 καταχώρησαν Ένσταση η οποία συνοδεύεται από ένορκη δήλωση.

Ακολούθως, στις 29/08/2023 οι Καθ’ ων η Αίτηση αρ. 1-8 καταχώρησαν ενδιάμεση δια κλήσεως Αίτηση με την οποία αξιώνουν την։

«-Προδικαστική εξέταση/εκδίκαση από το Δικαστήριο του ακόλουθου νομικού σημείου που εγείρεται με την ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση αρ. 1-8 καθότι πρόκειται περί σοβαρού νομικού σημείου το οποίο εφόσον αποφασιστεί προκαταρτικά μπορεί να επιλύσει και/ή τερματίσει ολόκληρη την διαδικασία και/ή οδηγήσει την Εναρκτήρια Αίτηση σε απόρριψη της։

-Κατά την ημερομηνία καταχώρησης της Εναρκτήριας Αίτησης με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό, η Αιτήτρια ήταν το νόμιμο τέκνο του Δ.Τ. και εμποδιζόταν να υποβάλει Αίτηση για αναγνώριση της ως τέκνο άλλου προσώπου και συνεπώς στην Εναρκτήρια Αίτηση με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό δεν αποκαλύπτεται καλή αιτία αγωγής και θα πρέπει να απορριφθεί».

Εναλλακτικά προς την πιο πάνω θεραπεία, οι Καθ’ ων η Αίτηση 1-8 αιτούνται։

«-Την διαγραφή από την παράγραφο 13 της ένορκης δήλωσης της Αιτήτριας ημερομηνίας 17/03/2023 που υποστηρίζει την Εναρκτήρια Αίτηση με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό του ισχυρισμού ότι։ «στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε Διάταγμα ημερ. 10/01/2023 με το οποίο ανατράπηκε το τεκμήριο πατρότητας μου, το οποίο δημιουργείτο λόγω του γάμου της μητέρας μου με τον Δ.Τ. και η διαγραφή του ονόματος μου από τα ληξιαρχικά βιβλία».»

Η Αίτηση βασίζεται στους περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμους του 1990 άρθρα 11, 12, 14, 15 και 16, στους περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμους του 1991 μέχρι 2008, άρθρα 2, 3(4),6, 6Α, 8, 10, 11(1)(γ), 15, 17, 20(2), 21(2), 22, 24, στον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικό Κανονισμό του 1990, Καν. 11 και στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας, Διαταγή 55, Κανονισμοί 1-4, Διαταγή 27, Κανονισμοί 1-3, Διαταγή 19, Κανονισμό 26 και Διαταγή 48, Κανονισμοί 1-13, στη νομολογία και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η υπό εκδίκαση ενδιάμεση Αίτηση παρατίθενται στην ένορκη δήλωση του Σ.Β.-Καθ’ ου η Αίτηση αρ. 7 ημερομηνίας 29/08/2023. Αρχικώς, ο ενόρκως δηλών αναφέρει ότι η εναρκτήρια Αίτηση καταχωρήθηκε στις 06/10/2022 και σκόπιμα δεν περιελάμβανε οποιουσδήποτε ισχυρισμούς διότι η συμπερίληψη οποιωνδήποτε ισχυρισμών θα αποκάλυπτε την έλλειψη νομικού και πραγματικού υποβάθρου της Αίτησης.

Υποστηρίζεται ότι κατά την ημερομηνία καταχώρησης της Εναρκτήριας Αίτησης, η Αιτήτρια ήταν το νόμιμο τέκνο του Δ.Τ. που εμποδιζόταν να ισχυριστεί το αντίθετο και συνεπώς η εναρκτήρια Αίτηση ήταν και είναι καταδικασμένη σε απόρριψη.

Αναφέρει ακόμα ότι την 17/03/2023, αφού η Αιτήτρια σκόπιμα καθυστερούσε να καταχωρήσει ένορκη δήλωση που να υποστηρίζει την εναρκτήρια Αίτηση, καταχώρησε ένορκη δήλωση ημερομηνίας 17/03/2023 με την οποία επικαλείται την έκδοση ενός διατάγματος ημερομηνίας 10/01/2023, δηλαδή για κατ’ ισχυρισμό γεγονός το οποίο είναι μεταγενέστερο της Εναρκτήριας Αίτησης.

Επιπρόσθετα, ισχυρίζεται ότι η Αιτήτρια όπως και η ίδια αναφέρει είναι παιδί γεννημένο σε γάμο με πατέρα τον Δ.Τ. και κατά την ημερομηνία καταχώρησης της Εναρκτήριας Αίτησης παρέμεινε τέκνο γεννημένο σε γάμο με πατέρα τον Δ.Τ.  Από τα όσα τον πληροφορούν οι δικηγόροι τους, η Αιτήτρια δεν είχε κανένα δικαίωμα να υποβάλει την Εναρκτήρια Αίτηση, εφόσον κατά τον χρόνο καταχώρησης της ήταν τέκνο γεννημένο σε γάμο.

Περαιτέρω, αναφέρει ότι με βάση όσα τον πληροφορούν οι δικηγόροι του, η Αιτήτρια δεν είχε κανένα δικαίωμα να συμπεριλάβει στην ένορκη δήλωση της, η οποία υποστήριζε την Εναρκτήρια Αίτηση της, ισχυρισμό που έλαβε χώρα μετά την καταχώρηση της.

Στις 20/11/2023 η Αιτήτρια καταχώρησε την ένσταση της η οποία συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση της, με την οποία προβάλλει συνολικά επτά λόγους ένστασης οι οποίοι είναι οι ακόλουθοι։

1.    Η Αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη και δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων.

2.    Οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν έχουν προχωρήσει στην καταχώρηση του ορθού δικογράφου, ήτοι ένορκης δήλωσης υπό μορφή δικογράφου, ως οι οδηγίες του Δικαστηρίου ημερομηνίας 16/12/2022 αλλά σε ένσταση ημερομηνίας 03/07/2022 και ως εκ τούτου το δικόγραφο τους είναι έκθετο σε απόρριψη και κατ’ επέκταση δεν νομιμοποιούνται στην καταχώρηση και προώθηση της παρούσης Αίτησης.

3.    Η Αίτηση είναι έκθετη σε απόρριψη και/ή οι Αιτητές εμποδίζονται να προωθούν την παρούσα Αίτηση αφού στα δικόγραφα των Καθ’ ων η Αίτηση δεν εγείρεται υπό μορφή προδικαστικής ένστασης το νομικό σημείο του οποίου ζητούν την εκδίκαση του προδικαστικά και ως εκ τούτου η παρούσα αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί.

4.    Οι Καθ’ ων η Αίτηση κωλύονται να προωθούν αίτημα διαγραφής της παραγράφου 13 της ένορκης δήλωσης της Αιτήτριας ημερομηνίας 17/03/23, αφού δεν δικογραφούν και/ή αιτιολογούν τους λόγους που πρέπει να τύχει διαγραφής και/ή δεν εξηγούν γιατί το περιεχόμενο της εν λόγω παραγράφου είναι άσχετο με τα επίδικα και/ή εάν περιλαμβάνει σκανδαλώδεις και/ή ενοχλητικούς ισχυρισμούς και/ή προκαλεί καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης ώστε να τύχει διαγραφής.

5.    Η Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί καθώς τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται δεν είναι αδιαμφισβήτητα και/ή παραδεκτά και/ή τα εγειρόμενα επίδικα ζητήματα δεν είναι απλά και καθαρά θέματα, αλλά πρόκειται για τέτοιας φύσεως ζητήματα που λόγω της ασάφειας των γεγονότων και/ή του Νόμου θα πρέπει να αποφασιστούν κατά την ακρόαση της υπόθεσης.

6.    Η Αιτήτρια καταχώρησε την Εναρκτήρια Αίτηση με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο νομότυπα και εμπρόθεσμα σύμφωνα με την Νομολογία και Πρακτική.

7.    Η υπό εκδίκαση Αίτηση αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου, είναι καταπιεστική, ενοχλητική, έγινε για αλλότριους σκοπούς και ειδικότερα για να καθυστερήσει την εκδίκαση της Αιτ. 8/2022 Οικογενειακού Δικαστηρίου Πάφου (Δικαιοδοσία Πατρικής Αναγνώρισης Τέκνου).

Η Ένσταση της Αιτήτριας υποστηρίζεται από την ένορκο δήλωση της ίδιας ημερομηνίας 20/11/2023, με την οποία προβάλλονται οι ακόλουθοι ισχυρισμοί και θέσεις։

Υποστηρίζει αρχικά, ότι όπως την συμβουλεύουν οι δικηγόροι της, οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν έχουν προχωρήσει στην καταχώρηση ορθού δικογράφου, ήτοι ένορκης δήλωσης υπό μορφή δικογράφου ως οι οδηγίες του Δικαστηρίου ημερομηνίας 16/12/2022, αλλά σε Ένσταση ημερομηνίας 03/07/2022 και ως εκ τούτου το δικόγραφο τους είναι λανθασμένο και/ή ανύπαρκτο και συνεπώς έκθετο σε απόρριψη, ενώ κατ’ επέκταση δεν νομιμοποιούνται στην προώθηση της παρούσας Αίτησης και στην αξίωση των αιτούμενων επίδικων διαταγμάτων.

Υποστηρίζει ακόμα ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση εμποδίζονται να προωθούν την παρούσα Αίτηση, αφού στα δικόγραφα τους δεν εγείρουν υπό μορφή προδικαστικής ένστασης το νομικό σημείο του οποίου ζητούν την εκδίκαση του προδικαστικά κατά παράβαση του Νόμου, των Κανονισμών και της Νομολογίας και ως εκ τούτου η παρούσα Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί.

Η Αιτήτρια θεωρεί ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση κωλύονται να προωθούν αίτημα διαγραφής της παραγράφου 13 της ένορκης δήλωσης της Αιτήτριας ημερομηνίας 17/03/2023 αφού δεν δικογραφούν ή αιτιολογούν τους λόγους που πρέπει να τύχει διαγραφής ή δεν εξηγούν γιατί το περιεχόμενο της εν λόγω παραγράφου είναι άσχετο με τα επίδικα θέματα. Υποστηρίζει ακόμα ότι το περιεχόμενο της παραγράφου αρ. 13 της ένορκης της δήλωσης ημερομηνίας 17/03/2023 συνιστά ουσιώδες γεγονός της υπόθεσης πλήρως συνυφασμένο και σχετικό με το αντικείμενο και τη φύση της υπόθεσης και της αιτούμενης θεραπείας και ως εκ τούτου δεν πρέπει να τύχει διαγραφής από τα δικόγραφα της.

Θεωρεί ότι η Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί καθώς τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται δεν είναι αδιαμφισβήτητα ή παραδεκτά και τα εγειρόμενα επίδικα ζητήματα δεν είναι απλά και καθαρά θέματα, αλλά πρόκειται για τέτοιας φύσεως ζητήματα που λόγω της ασάφειας των γεγονότων και του Νόμου θα πρέπει να αποφασιστούν κατά την ακρόαση της υπόθεσης.

Όπως την ενημερώνουν οι δικηγόροι της, η παρούσα υπόθεση δεν είναι καθαρή και απλή περίπτωση, αφού το υπό εξέταση σημείο δεν είναι αμιγώς νομικό, ούτως ώστε σε περίπτωση επιτυχίας του να περατώνει την εναρκτήρια Αίτηση, αλλά τίθενται σοβαρά και περίπλοκα νομικά ζητήματα συμπεριλαμβανομένων θεμάτων που αγγίζουν ζητήματα συνταγματικότητας περί της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του ατόμου και ερμηνευτικών ζητημάτων που χρήζει ο περί Τέκνων Νόμος (Ν. 187/1991) και ως εκ τούτου τα επίδικα ζητήματα θα πρέπει να αποφασιστούν κατά την ακρόαση της παρούσης, αφού το Δικαστήριο ακούσει όλα τα γεγονότα και στη βάση μαρτυρίας που πρόκειται να κατατεθεί.

Η Αιτήτρια πιστεύει ότι η Εναρκτήρια Αίτηση καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις νομοθετικές πρόνοιες και τη σχετική νομολογία και αφού ήταν σε εξέλιξη η Αίτηση με αρ. 7/22 του Οικογενειακού Δικαστηρίου Πάφου (Δικαιοδοσία Προσβολής Πατρότητας). Σε διαφορετική περίπτωση, το δικαίωμα της για δικαστική αναγνώριση του Κ.Σ.Σ. ως βιολογικού της πατέρα θα εξέπνεε πριν καταστεί αμετάκλητη η απόφαση που θα ανέτρεπε το τεκμήριο καταγωγής της από τον γάμο.

Όπως την έχουν συμβουλεύσει οι δικηγόροι της, η εναρκτήρια Αίτηση αρ. 8/22 καταχωρήθηκε και παρέμεινε σε εκκρεμότητα σύμφωνα με την Νομολογία και υπό την αίρεση ευδοκίμησης της Αιτ. 7/22 του Οικογενειακού Δικαστηρίου Πάφου με σκοπό να μην παρέλθει η προθεσμία για δικαστική αναγνώριση του Κ.Σ.Σ. ως του βιολογικού της πατέρα, διότι σε αντίθετη περίπτωση θα ανέκυπτε αντινομία το τέκνο να απέβαλε την ιδιότητα του τέκνου γεννημένου σε γάμο και να μην είχε την δυνατότητα για δικαστική αναγνώριση της πατρότητας.

Όπως την συμβουλεύουν οι δικηγόροι της, σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις, επίδικο θέμα και σκοπός είναι η αποκατάσταση της βιολογικής αλήθειας η οποία πρέπει να αναζητείται και να διασφαλίζεται ως αναπόσπαστη πτυχή της προσωπικότητας του τέκνου, αφού διαφορετική προσέγγιση θα ακύρωνε τον σκοπό του νομοθέτη και θα της στερούσε το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο με την προσκόλληση σε τυπολατρεία. Η Αιτήτρια υποστηρίζει ακόμα ότι η παρούσα ενδιάμεση Αίτηση αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου και σκοπό έχει την καθυστέρηση εκδίκασης της κυρίως Αίτησης.

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους ανέπτυξαν την επιχειρηματολογία τους επί των θέσεων τους, με παραπομπή στον νόμο και την νομολογία.

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ։

Το ζήτημα της εξέτασης προκαταρκτικών νομικών σημείων που εγείρονται στις έγγραφες προτάσεις των διαδίκων, θεμελιώνεται μέσα από την Δ.27 θ.1 και 2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, η οποία προνοεί τα ακόλουθα։

 

«ORDER 27: POINTS OF LAW RAISED BY PLEADINGS

 

1. Any party shall be entitled to raise by his pleading any point of law, and any point so raised shall be disposed of by the Court at any stage that may appear to it convenient.

 

2. If in the opinion of the Court the decision of such point of law substantially disposes of the whole action, or of any distinct cause of action, ground of defence, counter-claim, or reply therein, the Court may thereupon dismiss the action or make such other order therein as may be just.

 

3. The Court may order any pleading to be struck out on the ground that it discloses no reasonable cause of action or answer, and in any such case or in case of the action or defence being shown by the pleadings to be frivolous or vexatious, the Court may order the action to be stayed or dismissed, or judgment to be entered accordingly as may be just.

 

4. No action or proceeding shall be open to objection on the ground that a merely declaratory judgment or order is sought thereby, and the Court may make binding declarations of right whether any consequential relief is or could be claimed, or not».

Στην σελ. 572 του Annual Practice 1958 επισημαίνεται ότι η αίτηση για εκδίκαση πριν την ακρόαση γίνεται συνήθως στο στάδιο των οδηγιών.  Μία τέτοια διαταγή εγκρίνεται όπου είναι εμφανές ότι εγείρεται σοβαρό νομικό ζήτημα το οποίο αν αποφασιστεί προς όφελος του ατόμου που εγείρει την προδικαστική ένσταση, θα καταστήσει αχρείαστη την περαιτέρω ακρόαση της υπόθεσης ή ουσιαστικού μέρους αυτής.

 

Με βάση τη σχετική καθοδηγητική νομολογία, για να ακουστεί προδικαστικά από το Δικαστήριο ένα εγειρόμενο νομικό σημείο, προϋποθέτει ότι:

 

α) Τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίζεται να είναι αδιαμφισβήτητα ή παραδεκτά.

 

β)  Το σημείο που εγείρεται να είναι αμιγώς νομικό και σε περίπτωση που γίνει δεκτό από το Δικαστήριο να οδηγεί σε απόρριψη της αγωγής ή στην έκδοση οποιουδήποτε άλλου διατάγματος που το Δικαστήριο κρίνει δίκαιο.

 

Στο σύγγραμμα του Σ. Λιασίδη «Οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί» Τόμος 2 σελ. 918 επ., κωδικοποιούνται οι βασικές αρχές που διέπουν την προκαταρκτική εκδίκαση νομικών σημείων ως ακολούθως։

 

«1. Η διαπίστωση αν η δικογραφία αποκαλύπτει αγώγιμο δικαίωμα, δεν είναι θέμα διακριτικής ευχέρειας αλλά θέμα δικαίου (Βλ. In re Pelmako Development Ltd (1991) 1 C.L.R. 246, 258 και Χατζηκυριάκος ν. Κυθρεώτη (1992) 1 Α.Α.Δ. 1119, 1121-1122).

 

2. Η απόφαση για ανυπαρξία εύλογης αιτίας αγωγής οδηγεί αναπόδραστα στον οριστικό τερματισμό της διαδικασίας. Δικαιολογείται αυτός ο τερματισμός μόνο όταν το δικόγραφο είναι αναντίλεκτα ανυπόστατο. (In re Pelmako Development Ltd και Χατζηκυριάκος ν. Κυθρεώτη ανωτέρω).

 

3. Εντοπισμός κάποιας αιτίας αγωγής ή έστω κάποιου ζητήματος κατάλληλου για εκδίκαση από το Δικαστήριο, επιβάλλει την διατήρηση της διαδικασίας στη ζωή όσο και αν η προοπτική επιτυχίας εμφανίζεται απομακρυσμένη (βλ. In re Pelmako Development Ltd και Χατζηκυριάκος ν. Κυθρεώτη ανωτέρω κ.α.).

 

4. Η επίλυση θέματος προδικαστικά και γενικότερα η επίλυση θέματος έξω από το πλαίσιο της δίκης-το φυσιολογικό πεδίο για την διαπίστωση των γεγονότων και τον καθορισμό των δικαϊικών τους συνεπειών- αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, προσφυγή στο οποίο δικαιολογείται μόνο εφόσον τα γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητα ή παραδεκτά. Δικαιολογείται συνεπώς, η επίκληση της Διαταγής 27 εφόσον το συζητούμενο θέμα αποκρυσταλλώνεται σε καθαρά νομικό θέμα, η λύση του οποίου μπορεί να επιδιωχθεί με την ίδια ευχέρεια σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Τα γεγονότα άλλωστε τα οποία στοιχειοθετούν την δικαιοδοσία του δικαστηρίου είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν την απαίτηση και αποκλειστική πηγή αναζήτησης τους είναι η έκθεση απαιτήσεως (βλ. Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ & Άλλοι ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 225 στην σελ. 229 και Sevegep Ltd. V. United SeaTransport Ltd and others (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 729) ».

 

Στην υπόθεση Hambou v. Thoma (1987) 1 C.L.R. 370 αναφέρθηκε ότι σκοπός της Δ.27 είναι η εξοικονόμηση χρόνου και εξόδων στις περιπτώσεις εκείνες που η προδικαστική εκδίκαση ενός νομικού σημείου μπορεί να κρίνει ουσιαστικά όλη την υπόθεση ή ένα ουσιώδες ζήτημα με αποτέλεσμα να καθίσταται αχρείαστο για το Δικαστήριο να ακούσει μαρτυρία επί οιωνδήποτε πραγματικών γεγονότων.

 

Περαιτέρω, στην υπόθεση Malachtou v. Armefti (1984) 1. C.L.R. 548 τονίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι με βάση την Δ.27 θ.1 αποφασίζονται αμιγώς νομικά θέματα όταν μια τέτοια απόφαση θα είναι καθοριστική για την τύχη της διαδικασίας μεταξύ των μερών υπό τον όρο όμως ότι το πραγματικό υπόβαθρο δεν βρίσκεται υπό αμφισβήτηση. Επομένως προκύπτει ότι η εκδίκαση προκαταρκτικών νομικών σημείων γίνεται μόνο στη βάση παραδεκτού πραγματικού υπόβαθρου.

 

Στην καθοδηγητική απόφαση που εκδόθηκε στην υπόθεση Ιωάννη Νικόλα Χ'' Οικονόμου v. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1992) ΑΑΔ 949, το Ανώτατο Δικαστήριο επισήμανε τις βασικές κατευθυντήριες αρχές για την εκδίκαση προκαταρτικών νομικών σημείων ως ακολούθως:

 

«Η σχετική αίτηση πρέπει να καθορίζει το συγκεκριμένο νομικό σημείο που εγείρεται και να καταχωρείται κατά το χρόνο που κλείνουν οι έγγραφες προτάσεις ή πολύ σύντομα αργότερα. Κανονικά η προκαταρτική εκδίκαση θα πρέπει να ζητείται στην Αίτηση για Οδηγίες (Summons for Directions). Η έκδοση τέτοιας διαταγής γίνεται κατά κανόνα, όταν το Δικαστήριο κρίνει ότι το κρινόμενο νομικό σημείο εγείρει σοβαρό νομικό θέμα, το οποίο αν αποφασιστεί υπέρ του αιτητή, αποφασίζεται η όλη υπόθεση, ή ένα ουσιώδες θέμα της αγωγής. Μια τέτοια διαταγή θα πρέπει να εκδίδεται με φειδώ και σε εξαιρετικά απλές και καθαρές περιπτώσεις και όχι στις περιπτώσεις εκείνες που τα εγειρόμενα θέματα, λόγω της ασάφειας των γεγονότων ή του νόμου, θα πρέπει να αποφασιστούν κατά την ακρόαση. Ακόμα, η διαταγή αυτή δεν εκδίδεται όταν υπάρχουν αμφισβητούμενα γεγονότα.»

 

Στην υπό εκδίκαση Αίτηση, διαζευκτικά οι Καθ’ ων η Αίτηση 1-8 Αιτητές στην παρούσα, αιτούνται την διαγραφή από την παράγραφο 13 της ένορκης δήλωσης της Αιτήτριας ημερομηνίας 17/03/2023 που υποστηρίζει την Εναρκτήρια Αίτηση με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό του ισχυρισμού ότι։ «στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε Διάταγμα ημερ. 10/01/2023 με το οποίο ανατράπηκε το τεκμήριο πατρότητας μου, το οποίο δημιουργείτο λόγω του γάμου της μητέρας μου με τον Δ.Τ. και η διαγραφή του ονόματος μου από τα ληξιαρχικά βιβλία». Στηρίζονται στην Δ.27 θ.3 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Η Δ.27 θ.3 προνοεί περί της διαγραφής οποιουδήποτε δικογράφου, για τον λόγο ότι δεν αποκαλύπτει οποιοδήποτε λογικό αγώγιμο δικαίωμα ή στην βάση ότι η αγωγή είναι μηδαμινή η ενοχλητική και δίδεται εξουσία στο Δικαστήριο να διατάξει αναστολή ή απόρριψη της. Το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να απορρίψει μία αγωγή, όταν αυτή δεν αποκαλύπτει καλή βάση ή είναι επιπόλαιη ή σκανδαλώδης ή ενοχλητική. Με βάση την σχετική νομολογία, η Δ.27 θ.3 συνιστά εξαιρετικό μέτρο το οποίο δικαιολογείται μόνο όταν το δικόγραφο στερείται νομικού ή πραγματικού ερείσματος και αξιολογείται αυτοτελώς με βάση την αντικειμενική υπόσταση του, ανεξάρτητα από την μαρτυρία που το στηρίζει. Η άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου για διαγραφή δικογράφου ασκείται με εξαιρετική φειδώ και μόνο εφόσον διαπιστώνεται ότι το δικόγραφο συνιστά κατάχρηση.

 

Η δικαστική αναγνώριση ενός τέκνου, η οποία αποτελεί και το αντικείμενο της εναρκτήριας Αίτησης υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο, διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 20 του Ν. 187/91 το οποίο προνοεί τα ακόλουθα։

 

«20.-(1) Η μητέρα έχει δικαίωμα να ζητήσει με αίτηση της προς το Δικαστήριο την αναγνώριση της πατρότητας του τέκνου της που γεννήθηκε χωρίς γάμο της με τον πατέρα του.

(2) Το αναφερόμενο στο εδάφιο (1) δικαίωμα έχει και το τέκνο.

(3) Όταν η μητέρα αρνείται την προβλεπόμενη από το εδάφιο (1) του άρθρου 16 συναίνεση της, δικαίωμα δικαστικής αναγνώρισης έχουν επίσης ο πατέρας, και στην περίπτωση του εδαφίου 3 του άρθρου 16 ο παππούς και η γιαγιά της πατρικής γραμμής».

 

Εν προκειμένω, η Αιτήτρια υπό την ιδιότητα της ως ενήλικο τέκνο και η οποία φέρει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα νομιμοποιείται να καταχωρήσει αυτοπροσώπως σχετική Αίτηση για δικαστική αναγνώριση. Η εν λόγω Αίτηση θα πρέπει να στρέφεται κατά του γονέα που δεν προέβη στην εκούσια αναγνώριση ή κατά των κληρονόμων αυτού του γονέα. Στην υπό εξέταση περίπτωση, πράγματι διαφαίνεται και είναι παραδεκτό από τους ίδιους τους διαδίκους, ότι οι κληρονόμοι του φερόμενου ως πατέρα ορθώς και νομίμως κατέστησαν διάδικοι, ήτοι οι Καθ’ ων η Αίτηση, αφού αυτός είχε ήδη αποβιώσει χωρίς κατά τον χρόνο εκείνο να έχει καταχωρηθεί εναντίον του Αίτηση για την αναγνώριση της πατρότητας.

 

Ειδικότερα, στο άρθρο 21 εδ. (2) του Ν. 187/91 προβλέπονται τα ακόλουθα։

 

«21-(2) Η αίτηση του τέκνου για δικαστική αναγνώριση στρέφεται κατά του γονέα που δεν έχει προβεί στην αναγκαία για την εκούσια αναγνώριση δήλωση, ή κατά των κληρονόμων του».

 

Περαιτέρω, το δικαίωμα για δικαστική αναγνώριση όπως και το δικαίωμα για προσβολή της πατρότητας υπόκειται σε συγκεκριμένους χρονικούς περιορισμούς υπό την προϋπόθεση αυτές να μην είναι τόσο ασφυκτικές σε τέτοιο βαθμό που ουσιαστικά να εξουδετερώνουν και να καταργούν το εν λόγω δικαίωμα. Με βάση τη σχετική νομολογία του Ε.Δ.Α.Δ. η θέσπιση αποσβεστικών προθεσμιών για την δικαστική αναγνώριση της πατρότητας είναι θεμιτή και ανεκτή στην βάση της διασφάλισης της νομικής βεβαιότητας και της τελεσιδικίας στις οικογενειακές υποθέσεις, φτάνει να μην προσκρούει στο ανθρώπινο δικαίωμα του προσώπου για αναζήτηση της βιολογικής του ταυτότητας και να μην παραβιάζει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής, όπως αυτό κατοχυρώνεται από το άρθρο 8 της Ε.Σ.Δ.Α. Αυτό έχει επισημανθεί στην απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. στην υπόθεση Phinikaridou v. Cyprus, Αίτ. Αρ. 23890/2002, ημερομηνίας 20/12/2007, η οποία και οδήγησε ουσιαστικά στην τροποποίηση του άρθρου 22 του Ν. 187/91 ως ακολούθως։

 

«22.-(1) Το δικαίωμα της μητέρας να ζητήσει τη δικαστική αναγνώριση της πατρότητας του τέκνου της παραγράφεται όταν περάσουν πέντε χρόνια από τον τοκετό.

 

(2) Αν η μητέρα ήταν έγγαμη κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης του τέκνου, το δικαίωμα της να ζητήσει τη δικαστική αναγνώριση της πατρότητας του τέκνου της από το βιολογικό του πατέρα παραγράφεται, όταν περάσουν πέντε χρόνια από την ημέρα που έγινε αμετάκλητη η απόφαση που δέχεται την προσβολή της πατρότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8.

 

(3) Το δικαίωμα του τέκνου να ζητήσει τη δικαστική αναγνώριση του παραγράφεται τρία χρόνια μετά την ενηλικίωση του.

 

(4) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (5) του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση που τα ουσιώδη γεγονότα που μπορούν να οδηγήσουν το τέκνο στην ταυτότητα του υποτιθέμενου πατέρα του περιέρχονται για πρώτη φορά σε γνώση του μετά την εκπνοή της τριετούς περιόδου από την ημερομηνία της ενηλικίωσής του ή την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμου του 1991 που προβλέπεται στα εδάφια (3) του παρόντος άρθρου και (1) του άρθρου 25, αντίστοιχα, για την παραγραφή του δικαιώματος τέκνου σε δικαστική αναγνώριση της πατρότητάς του, τότε η εν λόγω περίοδος για παραγραφή του δικαιώματος αρχίζει από την ημερομηνία που τα γεγονότα περιήλθαν για πρώτη φορά σε γνώση του τέκνου αντί από την ημερομηνία ενηλικίωσης ή έναρξης της ισχύος του πιο πάνω Νόμου.

 

(5)  Η τριετής περίοδος για παραγραφή του δικαιώματος τέκνου σε δικαστική αναγνώριση της πατρότητάς του αρχίζει από την ημερομηνία που προβλέπεται στο εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου αντί από την ημερομηνία ενηλικίωσης ή έναρξης της ισχύος του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμου του 1991, μόνο σε περίπτωση που το τέκνο που ζητά δυνάμει του πιο πάνω εδαφίου δικαστική αναγνώριση μετά την εκπνοή της τριετούς περιόδου από την ενηλικίωση ή την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του πιο πάνω Νόμου, ανάλογα με την περίπτωση, ικανοποιεί το δικαστήριο -

 

(α) ότι τα ουσιώδη γεγονότα που θα μπορούσαν να το οδηγήσουν στην ταυτότητα του υποτιθέμενου πατέρα του πράγματι περιήλθαν για πρώτη φορά σε γνώση του μετά την εκπνοή της πιο πάνω τριετούς περιόδου από την ημερομηνία ενηλικίωσης ή έναρξης της ισχύος του πιο πάνω Νόμου, ανάλογα με την περίπτωση, και

 

(β) δεν κατέστη δυνατόν να περιέλθουν τα εν λόγω γεγονότα σε γνώση του νωρίτερα παρά τις εύλογες προσπάθειες που λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών του συνθηκών, δυνατοτήτων και μέσων στη διάθεσή του, κατέβαλε για διερεύνηση της πατρότητάς του.

 

(6)  Οι διατάξεις των εδαφίων (4) και (5) του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επίσης-

 

(α) σε περιπτώσεις στις οποίες τα ουσιώδη γεγονότα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν το τέκνο στην ταυτότητα του υποτιθέμενου πατέρα περιήλθαν για πρώτη φορά σε γνώση του πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2008, οπόταν και η τριετής περίοδος των εδαφίων (3) του παρόντος άρθρου και (1) του άρθρου 25, υπολογίζεται από την  ημερομηνία έναρξης της ισχύος του πιο πάνω τροποποιητικού νόμου, αντί από την ημερομηνία κατά την οποία τα γεγονότα περιήλθαν για πρώτη φορά σε γνώση του τέκνου που προβλέπεται στο εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου, και

 

(β) σε υποθέσεις που κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2008 εκκρεμούν σε δικαστήρια και έχει εγερθεί σ’ αυτές από διάδικο ή το δικαστήριο, ή έχει εκδικαστεί και εκκρεμεί για απόφαση πρωτόδικα ή κατ’ έφεση δυνάμει του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου ή του εδαφίου (1) του άρθρου 25, ανάλογα με την περίπτωση, θέμα παραγραφής του δικαιώματος του τέκνου να ζητήσει δικαστική αναγνώριση της πατρότητάς του, ή εγείρεται σ’ αυτές τέτοιο θέμα από διάδικο ή το δικαστήριο πρωτόδικα ή κατ’ έφεση, μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του πιο πάνω τροποποιητικού νόμου.

 

(7) Σε περιπτώσεις που εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (6) του παρόντος άρθρου, αλλά λόγω παραγραφής δυνάμει του εδαφίου (3), ή του εδαφίου (1) του άρθρου 25, ανάλογα με τη περίπτωση, είχε απορριφθεί ή αποσυρθεί αίτηση του τέκνου για δικαστική αναγνώριση της πατρότητάς του πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2008, το γεγονός της απόρριψης ή απόσυρσης της αίτησης δεν αποτελεί λόγο για απόρριψη τυχόν εκ νέου αίτησης του τέκνου για δικαστική αναγνώριση της πατρότητάς του κατ’ επίκληση των εδαφίων (4) και (5) και της παραγράφου (α) του εδαφίου (6) του παρόντος άρθρου.

 

(8) Το δικαίωμα του πατέρα ή των γονέων του να ζητήσουν τη δικαστική αναγνώριση παραγράφεται τρία χρόνια αφότου η μητέρα αρνήθηκε να δώσει τη συγκατάθεση της για εκούσια αναγνώριση.

 

(9) Στην περίπτωση του άρθρου 13 το δικαίωμα δικαστικής αναγνώρισης δεν υπόκειται σε παραγραφή» (η υπογράμμιση είναι δική μου).

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ։

Στη βάση όσων έχουν αναφερθεί στην Αίτηση των Καθ’ ων η Αίτηση αρ. 1-8 αλλά και στην Ένσταση της Αιτήτριας και με βάση τις ξεκάθαρες θέσεις των διαδίκων και των συνηγόρων τους, όπως αυτές έχουν καταγραφεί ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά και στα πλαίσια των γραπτών τους αγορεύσεων, συνάγεται ότι οι διάδικοι επιθυμούν και συναινούν στο να υπεισέλθει το Δικαστήριο στην εξέταση της ουσίας της προδικαστικής εκδίκασης που αφορά το ζήτημα που έχει εγερθεί και να μην περιοριστεί απλά στο κατά πόσο θα επιτρέψει την εκδίκαση της προδικαστικής ένστασης στη βάση της Δ.27 και μόνον, παρέχοντας σχετικές οδηγίες εκδίκασης της. Με βάση αυτήν τη διαπίστωση, προχωρώ στην εξέταση της ουσίας του προδικαστικού ζητήματος.

Στην ένορκη δήλωση του Σ.Β.-Καθ’ ου η Αίτηση αρ. 7 ημερομηνίας 29/08/2023, υποστηρίζεται ότι η ίδια η Αιτήτρια στην ένορκη δήλωση της αναφέρει ότι είναι παιδί γεννημένο σε γάμο με πατέρα τον Δ.Τ. και κατά την ημερομηνία καταχώρησης της Εναρκτήριας Αίτησης παρέμεινε τέκνο γεννημένο σε γάμο με πατέρα τον Δ.Τ., άρα δεν είχε κανένα δικαίωμα να καταχωρήσει την Εναρκτήρια Αίτηση εφόσον κατά τον χρόνο καταχώρησης της ήταν τέκνο γεννημένο σε γάμο.

Αντιθέτως, η Αιτήτρια υποστηρίζει ότι η Εναρκτήρια Αίτηση καταχωρήθηκε και παρέμεινε σε εκκρεμότητα σύμφωνα με τη νομολογία και υπό την αίρεση ευδοκίμησης της Αιτησης με αρ. 7/2022 του Οικογενειακού Δικαστηρίου Πάφου, με σκοπό να μην παρέλθει η προθεσμία για δικαστική αναγνώριση του Κ.Σ.Σ. ως του βιολογικού της πατέρα, διότι σε αντίθετη περίπτωση θα ανέκυπτε η αντινομία το τέκνο να απέβαλε την ιδιότητα του τέκνου γεννημένου σε γάμο και να μην είχε την δυνατότητα για δικαστική αναγνώριση της πατρότητας, προφανώς για λόγους παραγραφής.

Μέσα από την μελέτη του φακέλου της υπόθεσης αλλά και μέσα από τις θέσεις και παραδοχές των διαδίκων στα δικόγραφα αλλά και τις ένορκες δηλώσεις τους, προκύπτει ότι η εναρκτήρια Αίτηση υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο καταχωρήθηκε στις 06/10/2022, ήτοι μία μέρα μετά που καταχωρήθηκε η Αίτηση για την προσβολή πατρότητας της Αιτήτριας στις 05/10/2022. Όπως η ίδια η Αίτητρια αναφέρει στα δικόγραφα της, επιβεβαίωσε και έλαβε πραγματική γνώση ότι είναι βιολογικό τέκνο του Κ.Σ.Σ. την ημέρα που εκδόθηκαν τα αποτελέσματα διενέργειας γενετικών εξετάσεων (DNA) στις 07/10/2019, δηλαδή εκ πρώτης όψεως διαφαίνεται ότι η παρούσα υπόθεση καταχωρήθηκε μία ημέρα πριν τη λήξη της τριετούς παραγραφής που ορίζει η σχετική νομοθεσία για το τέκνο που επιδιώκει δικαστική αναγνώριση, αν αποδεχθούμε ότι εφαρμόζονται στην παρούσα οι πρόνοιες της παραγράφου αρ. 4 του άρθρου 22 του Ν. 187/91.

Προκύπτει επίσης και είναι παραδεκτό ότι στις 10/01/2023 εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Πάφου διάταγμα με το οποίο ανατράπηκε το τεκμήριο πατρότητας της Αιτήτριας το οποίο δημιουργήθηκε λόγω του γάμου της μητέρας της με τον Δ.Τ. Συνεπώς, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι κατά τον χρόνο καταχώρησης της εναρκτήριας Αίτησης, ήτοι στις 06/10/2022 δεν είχε ακόμα ανατραπεί το τεκμήριο πατρότητας της Αιτήτριας και έτσι αυτή θεωρείτο τέκνο γεννημένο σε γάμο.

Για να ενεργοποιηθεί το αγώγιμο δικαίωμα για δικαστική αναγνώριση, το τέκνο θα πρέπει να βρίσκεται σε κατάσταση μη θεμελιωμένης πατρότητας. Δηλαδή, αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν πρέπει να έχει γεννηθεί εντός γάμου ή αν γεννήθηκε εντός γάμου θα πρέπει να έχει παραμεριστεί το τεκμήριο καταγωγής από γάμο ή το τεκνό να μην έχει αναγνωριστεί εκουσίως από άλλο άνδρα, ή στην περίπτωση ακόμα που η μητέρα δεν παραχωρεί την συγκατάθεση της για την εκούσια αναγνώριση του τέκνου της.

Στην υπό εκδίκαση υπόθεση, δεν ισχύει καμία από τις προαναφερόμενες περιπτώσεις, αφού κατά τον χρόνο που καταχωρήθηκε η εναρκτήρια Αίτηση δεν είχε παραμεριστεί το τεκμήριο καταγωγής της Αιτήτριας από τον γάμο της μητέρας της και συνεπώς θεωρείτο ακόμα νόμιμο τέκνο του συζύγου της μητέρας της. Στο σύγγραμμα του Απ. Γεωργιάδη ‘Οικογενειακό Δίκαιο’, σελ. 133 υποδεικνύεται ότι։ «το τέκνον εφ’ όσον νόμω έχει πατέρα, δεν δύναται να στραφή κατ’ άλλου ανδρός, αξιών όπως αυτός αναγνωρισθεί ως ο αληθώς πατήρ του».

Το Εφετείο στην απόφαση του στην Πολιτική Αίτηση με αρ. 81/2023 μεταξύ Σ.Β. -και- Κ.Τ. ημερομηνίας 28 Νοεμβρίου 2023 η οποία αφορούσε αίτηση του Αιτητή για χορήγηση άδειας για άσκηση έφεσης κατά της απόφασης που εκδόθηκε στην Αίτηση με αρ. 7/2022 για την προσβολή της πατρότητας της Αιτήτριας στην παρούσα, ανέλυσε την έννοια του τεκμηρίου καταγωγής από γάμο ως ακολούθως։

«Το άρθρο 6 του Ν. 187/91 προνοεί τα εξής։

‘Το τέκνο που γεννήθηκε κατά την διάρκεια του γάμου της μητέρας του ή μέσα σε διάστημα τριακόσιων δύο ημερών από τη λύση ή την ακύρωση του, τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα το σύζυγο της μητέρας’.

Πρόκειται για το τεκμήριο καταγωγής από γάμο το οποίο συνιστά μαχητό τεκμήριο πατρότητας ως προς το σύζυγο της μητέρας και ανατρέπεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση που δέχεται την αγωγή για προσβολή της πατρότητας. Αφού το τεκμήριο καταρριφθεί, τότε νομιμοποιείται ο κατ’ ισχυρισμό βιολογικός πατέρας να επιδιώξει αναγνώριση τέκνου (η υπογράμμιση είναι δική μου)».

Ως εκ τούτου, είναι η θέση μου ότι το αίτημα της Αιτήτριας για δικαστική αναγνώριση όπως υποβλήθηκε στις 06/10/2022 ήταν αντικειμενικά πρόωρο και δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις που θέτει η σχετική νομοθεσία, αφού κατά τον κρίσιμο ουσιώδη χρόνο η Αιτήτρια δεν νομιμοποιείτο στην καταχώρηση της εναρκτήριας Αιτήσεως, διότι παρέμενε ως τέκνο γεννημένο σε γάμο, ήτοι το αγώγιμο της δικαίωμα δεν είχε ακόμα γεννηθεί και ενεργοποιηθεί, κάτι το οποίο έγινε σε αρκετά μεταγενέστερο χρονικό σημείο. Επιπρόσθετα, αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι το εγειρόμενο νομικό σημείο στηρίζεται πάνω σε γεγονότα αδιαμφισβήτητα, ενώ αυτό είναι αρκετά ξεκάθαρο, χωρίς να καθίσταται απαραίτητη οποιαδήποτε παράθεση γεγονότων ή μαρτυρίας, η οποία να καθιστά αναγκαία την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης, ώστε να είναι σε θέση το Δικαστήριο να καταλήξει στην απόφαση του.

Παρόλο που οι πιο πάνω διαπιστώσεις μου σφραγίζουν και την τύχη της υπό εξέταση ενδιάμεσης Αίτησης αλλά συγχρόνως και της εναρκτήριας Αίτησης, εν τούτοις για σκοπούς πληρότητας, προχωρώ να εξετάσω τους λόγους Ένστασης και τα επιχειρήματα που τέθηκαν κυρίως από την πλευρά της Αιτήτριας.

Με την Ένσταση της, η Αιτήτρια θεωρεί ότι η Εναρκτήρια Αίτηση καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα και αφού ήταν σε εξέλιξη η Αίτηση με αρ. 7/22 του Οικογενειακού Δικαστηρίου Πάφου για προσβολή της πατρότητας. Πιστεύει ότι αν δεν καταχωρείτο σε εκείνο το χρονικό σημείο, το δικαίωμα της για δικαστική αναγνώριση του Κ.Σ.Σ. ως βιολογικού της πατέρα, θα εξέπνεε πριν καταστεί αμετάκλητη η απόφαση που θα ανέτρεπε το τεκμήριο καταγωγής της από τον γάμο.

Τίθεται εδώ ένα σημαντικό ζήτημα που αφορά την αποσβεστική προθεσμία για δικαστική αναγνώριση από την πλευρά του τέκνου. Είναι η θέση μου, ότι η τριετής προθεσμία που προνοεί η σχετική νομοθετική διάταξη (βλ. αρ. 22 Ν.187/91), δεν πρέπει να αρχίζει από τον χρόνο ενημέρωσης του τέκνου για την ταυτότητα του αληθινού του πατέρα, αλλά από την ημερομηνία που η απόφαση με την οποία έγινε αποδεκτή η προσβολή της πατρότητας του, κατέστη αμετάκλητη.

Στο σύγγραμμα του Σ. Λιασίδη «Συγγένεια & Νομική Υπόσταση Τέκνων» έκδοση του 2020 σελ. 217, καταγράφονται τα ακόλουθα σχετικά։

«Με τον νόμο 69(Ι)2008, η τριετής προθεσμία συναρτάται πλέον από τις παραγράφους αρ. (4)-(7) του άρθρου 22. Δηλαδή, η τριετής παραγραφή αρχίζει από την πληροφόρηση του περί της «ταυτότητας του υποτιθέμενου πατέρα» και όχι από την ενηλικίωση του, εξαρτωμένης της επέκτασης της προθεσμίας κατά αυτό τον τρόπο από την παράγρ. (5), (6) και (7) του άρθρου 22.

Η διάταξη του άρθρου 22 δεν φαίνεται να καλύπτει το θέμα της προθεσμίας στην περίπτωση που η αίτηση εγερθεί από το ίδιο το (ενήλικο) τέκνο όταν αυτό καλύπτεται από το τεκμήριο καταγωγής από γάμο της μητέρας του. Σε τέτοια ρύθμιση φαίνεται να προέβη ο νομοθέτης μόνο για την μητέρα (άρθρο 22(2)).

Ορθό είναι όπως αναλογική εφαρμογή τυγχάνει και στην περίπτωση που η αίτηση καταχωρείται αυτοπροσώπως από το ίδιο το παιδί. Αν δηλαδή, το παιδί καλύπτεται από το τεκμήριο καταγωγής ένεκα του γάμου της μητέρας του, θα ήταν ορθό όπως η τριετής προθεσμία από τον αληθινό του πατέρα αρχίζει από την ημερομηνία που η απόφαση με την οποία έγινε αποδεκτή η προσβολή κατέστη αμετάκλητη» (η υπογράμμιση είναι δική μου).

Η ίδια προσέγγιση ακολουθείται στο σύγγραμμα της Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη ‘Οικογενειακό Δίκαιο’ 8η έκδοση 2021, στην σελ. 180 με παραπομπή σε σχετική νομολογία του Αρείου Πάγου. Παραθέτω χαρακτηριστικό απόσπασμα։

«Σχετική ρύθμιση υπάρχει στο νόμο μόνο για την περίπτωση που την αγωγή αναγνώρισης της πατρότητας ασκεί η μητέρα για δικό της λογαριασμό (ΑΚ 1483 παρ. 2), η ρύθμιση όμως τούτη μπορεί να γίνει -αναλογικά- δεκτή και στην περίπτωση που η αγωγή ασκείται αυτοπροσώπως από το παιδί, ώστε αν αυτό καλύπτεται από το τεκμήριο καταγωγής από γάμο και ασκείται αγωγή για την προσβολή της πατρότητας του συζύγου της μητέρας, η προθεσμία της άσκησης από μέρους του παιδιού της αγωγής για την αναγνώριση του από τον αληθινό του πατέρα να μην συμπληρώνεται πριν περάσει ένα έτος από το αμετάκλητο της απόφασης που δέχεται την προσβολή της πατρότητας».

Στην απόφαση του Αρείου Πάγου με αρ. 62/2005 Νο. Β 53, υποδεικνύεται ότι δεν θα ήταν ορθό να αποσβήνεται το δικαίωμα δικαστικής αναγνώρισης της πατρότητας προτού ακόμη ανατραπεί το τεκμήριο καταγωγής του τέκνου από γάμο, ώστε να μην καταλήγουμε στο άτοπο αποτέλεσμα να αποβάλει το τέκνο την ιδιότητα του ως τέκνου γεννημένου σε γάμο, χωρίς ταυτόχρονα να είναι σε θέση να επιδιώξει δικαστικά την αναγνώριση του από τον φυσικό του πατέρα. Για αυτό και έγινε δεκτό ότι στην περίπτωση που το δικαίωμα δικαστικής αναγνώρισης της πατρότητας ασκεί όχι η μητέρα, αλλά το ίδιο το ενήλικο τέκνο, θα πρέπει με ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1483 παρ. 2 να μετατίθεται η αφετηρία της προθεσμίας παραγραφής της αξίωσης από τον χρόνο της ενηλικίωσης του τέκνου σε αυτόν της αμετάκλητης έκδοσης της απόφασης για την προσβολή της πατρότητας.

Περαιτέρω, η Αιτήτρια υποστηρίζει ακόμα ότι σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις, επίδικο θέμα και σκοπός είναι η αποκατάσταση της βιολογικής αλήθειας η οποία πρέπει να αναζητείται και να διασφαλίζεται ως αναπόσπαστη πτυχή της προσωπικότητας του τέκνου, αφού διαφορετική προσέγγιση θα ακύρωνε τον σκοπό του νομοθέτη και θα του στερούσε το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο με την προσκόλληση σε τυπολατρία. Δεν διαφωνώ ότι αν σε μία υπόθεση προκύπτει παραβίαση του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α. αλλά και του ανθρώπινου δικαιώματος για αναζήτηση της βιολογικής αλήθειας λόγω των άκαμπτων και περιοριστικών προθεσμιών παραγραφής, θα πρέπει το Δικαστήριο εφαρμόζοντας την αρχή της αναλογικότητας να ιεραρχήσει και να εξισορροπήσει τα αντικρουόμενα δεδομένα, διαφυλάττοντας τον πυρήνα αυτού του δικαιώματος.

Φρονώ όμως, ότι στην παρούσα υπόθεση δεν πρέπει να συγχέουμε την αναζήτηση της υπεροχής της βιολογικής αλήθειας στην περίπτωση εφαρμογής αυστηρών αποσβεστικών προθεσμιών που επιβάλλει η σχετική νομοθεσία, με το ζήτημα αν δικαιούται και νομιμοποιείται εξ’ υπαρχής ένας διάδικος να ενεργοποιήσει το δικαίωμα του για δικαστική αναγνώριση. Δεν πρέπει να ταυτίζονται και να συνδέονται τα δύο αυτά ζητήματα, συνεπώς απορρίπτω την θέση αυτή της Αιτήτριας με τον τρόπο που έχει προβληθεί. Είναι η θέση μου, ότι παραμένει ακλόνητη νομική αρχή πως κατά τον χρόνο καταχώρησης μίας υπόθεσης, ο ενάγων θα πρέπει να έχει αγώγιμο δικαίωμα στην βάση της σχετικής νομοθεσίας και στην υπό κρίση περίπτωση αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η Αιτήτρια δεν είχε, αλλά το απέκτησε αργότερα.

Στις αγορεύσεις του συνηγόρου της Αιτήτριας, αυτός επικαλέστηκε την υπόθεση Κλεάνθους Μιλτιάδης (1997) 1 Α.Α.Δ. 1473, στην οποία όπως υποστήριξε, η Αίτηση που καταχωρήθηκε για δικαστική αναγνώριση δεν απορρίφθηκε αλλά παρέμεινε σε εκκρεμότητα μέχρι την αποπεράτωση της Αίτησης certiorari με την οποία ο Αιτητής επεδίωκε την ανατροπή της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερομηνίας 30/01/1997 που εκδόθηκε στην Αίτηση για προσβολής πατρότητας.  Μελετώντας την εν λόγω απόφαση στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας διαπίστωσα ότι αυτή δεν σχετίζεται με τα γεγονότα της παρούσης υπόθεσης και το δικογραφημένο πλαίσιο αυτής, αφού διαφαίνεται ότι σε εκείνη την υπόθεση η Αίτηση για δικαστική αναγνώριση είχε καταχωρηθεί μετά που εκδόθηκε η απόφαση για προσβολή της πατρότητας και το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η διαδικασία αυτή θα έπρεπε να ανασταλεί μέχρι την εκδίκαση του certiorari. Δηλαδή διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από τα δεδομένα της υπό εκδίκαση υπόθεσης, όπου καταχωρήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα η αίτηση προσβολής της πατρότητας με την αίτηση για δικαστική αναγνώριση του τέκνου και ενώ το τεκμήριο πατρότητας από γάμο δεν είχε ακόμα ανατραπεί. Επιπρόσθετα, η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε υπό άλλες συνθήκες και το Εφετείο έκρινε ότι δεν έχει ικανοποιηθεί ότι θα δικαιολογείτο η απαγόρευση της εκδίκασης της αίτησης για δικαστική αναγνώριση σε περίπτωση ακύρωσης της απόφασης για την προσβολή της πατρότητας και ότι θα έπρεπε να παραμείνει εκκρεμούσα ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου.  

Ούτε φυσικά μπορώ να αποδεχθώ την θέση της Αιτήτριας και του συνηγόρου της όπως αυτή έχει διατυπωθεί μέσα από τις γραπτές του αγορεύσεις, ότι προτεραιότητα στην παρούσα υπόθεση, αποτελεί η αναζήτηση της βιολογικής αλήθειας και ότι ως εκ της φύσεως της η υπόθεση δεν προσφέρεται για εκδίκαση σε προδικαστικό στάδιο. Και τούτο, διότι πιστεύω ότι το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως από αυτό το προκαταρτικό στάδιο δικαιούται να εξετάσει το προδικαστικό αυτό σημείο που αφορά κυρίως ζήτημα νομιμοποίησης έγερσης της υπό εκδίκαση Αίτησης από κάποιον διάδικο. Αλλά και διότι θεωρώ ότι δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις που υπάρχει ασάφεια γεγονότων ή αμφισβητούμενα γεγονότα και θα πρέπει πρώτα να ακουστεί μαρτυρία πριν το Δικαστήριο επιληφθεί του εγερθέντος προδικαστικού ζητήματος.

Επιπρόσθετα, η Αιτήτρια υποστηρίζει ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1-8 δεν έχουν προχωρήσει στην καταχώρηση ορθού δικογράφου, ήτοι ένορκης δήλωσης υπό μορφή δικογράφου ως οι οδηγίες του Δικαστηρίου ημερομηνίας 16/12/2022 αλλά σε Ένσταση ημερομηνίας 03/07/2022 και ως εκ τούτου το δικόγραφο τους είναι λανθασμένο και/ή ανύπαρκτο και συνεπώς έκθετο σε απόρριψη, ενώ κατ’ επέκταση δεν νομιμοποιούνται στην προώθηση της παρούσας Αίτησης και στην αξίωση των αιτούμενων επίδικων διαταγμάτων.

Πράγματι, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι δεν τηρήθηκαν δεόντως οι οδηγίες του ημερομηνίας 16/12/2022 από την πλευρά των Καθ’ ων η Αίτηση, αφού αυτοί καταχώρησαν Ένσταση με συνοδευτική ένορκη δήλωση αντί ένορκης δήλωσης γεγονότων. Μάλιστα στην αγόρευση τους οι Καθ’ ων η Αίτηση αρ. 1-8 υποστηρίζουν ότι καταχώρησαν την ένορκη δήλωση τους συνημμένη σε ειδοποίηση Ένστασης, ώστε να φαίνεται ποια πρόσωπα ενίστανται και από ποιους αντιπροσωπεύονται, ισχυρισμός ο οποίος δεν με βρίσκει σύμφωνο, αφού στερείται νομικού και λογικού υπόβαθρου.

Σε κάθε περίπτωση, είναι η θέση μου ότι θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό ότι οι ένορκες δηλώσεις που καταχώρησαν και οι δύο πλευρές ουσιαστικά υπέχουν θέση δικογράφου και αποτελούν το δικογραφημένο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Μάλιστα και οι δύο πλευρές επιχειρηματολόγησαν στη βάση και των δύο αυτών ενόρκων δηλώσεων, αποδεχόμενες πρακτικά και ουσιαστικά ότι αυτές εμπεριέχουν τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων. Ούτως ή άλλως, ακόμα και αν αποδεχθούμε ότι το δικόγραφο των Καθ’ ων η Αίτηση είναι λανθασμένο και έκθετο σε απόρριψη, το Δικαστήριο δικαιούται αυτεπαγγέλτως να εγείρει και να εξετάσει το ζήτημα αν αποκαλύπτεται αγώγιμο δικαίωμα από την Αιτήτρια σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ή αν ακόμα προκύπτει ζήτημα παραγραφής, όπως δηλαδή επιτάσσει η σχετική νομολογία (βλ. Χατζηστυλλή ν. Παπαδήμα (2000) 1 Α.Α.Δ. 551).

Δεν μπορώ να συμφωνήσω με τη θέση της Αιτήτριας, ότι η Αίτηση είναι έκθετη σε απόρριψη και άρα οι Καθ’ ων η Αίτηση εμποδίζονται να προωθούν την παρούσα Αίτηση, αφού στα δικόγραφα τους δεν εγείρεται υπό μορφή προδικαστικής ένστασης το νομικό σημείο του οποίου ζητούν την εκδίκαση του και ως εκ τούτου η παρούσα αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Μελετώντας την Ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση αρ. 1-8 ημερομηνίας 03/07/2023 διαπιστώνω ότι μέσα από τους λόγους ένστασης (βλ. λόγους ένστασης με αρ. 2, 5, 6 και 7) αλλά και μέσα από τις θέσεις που προβάλλονται στην ένορκη δήλωση του Καθ’ ου η Αίτηση αρ. 7 η οποία την συνοδεύει (βλ. παραγράφους αρ. 3, 6, 7, 8, 9,12 και 13) τίθενται με σαφήνεια και ξεκάθαρο τρόπο τα ζητήματα της παραγραφής και κυρίως της νομιμοποίησης της Αιτήτριας να εγείρει την αξίωση της. Συνεπώς, θεωρώ ότι η πλευρά των Καθ’ ων η Αίτηση παρέθεσε επαρκώς στα δικόγραφα της τα νομικά σημεία επί των οποίων αιτούνται την εκδίκαση, ασχέτως αν δεν αναφέρουν ρητά ότι τα υποβάλλουν υπό μορφή προδικαστικής ένστασης.

Οι Καθ’ ων η Αίτηση αξιώνουν επίσης διαζευκτικά την διαγραφή από την παράγραφο 13 της ένορκης δήλωσης της Αιτήτριας ημερομηνίας 17/03/2023 του ισχυρισμού ότι։ «στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε Διάταγμα ημερ. 10/01/2023 με το οποίο ανατράπηκε το τεκμήριο πατρότητας μου, το οποίο δημιουργείτο λόγω του γάμου της μητέρας μου με τον Δ.Τ. και η διαγραφή του ονόματος μου από τα ληξιαρχικά βιβλία». Ουσιαστικά υποστηρίζουν ότι η Αιτήτρια δεν δικαιούτο να επικαλείται την έκδοση του διατάγματος ημερομηνίας 10/01/2023, δηλαδή έναν ισχυρισμό για γεγονός το οποίο είναι μεταγενέστερο της Εναρκτήριας Αίτησης.

 Μέσα από την Ένσταση αλλά και την ένορκη δήλωση της Αιτήτριας ημερομηνίας 20/11/2023 υποστηρίζεται ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση κωλύονται να προωθούν αίτημα διαγραφής της παραγράφου 13 της ένορκης δήλωσης της Αιτήτριας ημερομηνίας 17/03/23, αφού δεν δικογραφούν και δεν αιτιολογούν τους λόγους που πρέπει να τύχει διαγραφής και δεν εξηγούν γιατί το περιεχόμενο της εν λόγω παραγράφου είναι άσχετο με τα επίδικα και/ή εάν περιλαμβάνει σκανδαλώδεις και/ή ενοχλητικούς ισχυρισμούς και/ή διότι προκαλεί καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης ώστε να τύχει διαγραφής.

Αν και η εξέταση του πιο πάνω ζητήματος, ενόψει και της πιο πάνω κατάληξης μου κατέστη άνευ αντικειμένου, θα διαφωνήσω με αυτή την θέση των Καθ’ ων η Αίτηση αρ. 1-8, αφού θεωρώ ότι το εν λόγω γεγονός του οποίου ζητείται η διαγραφή είναι πλήρως συνυφασμένο και σχετικό με τα επίδικα θέματα της παρούσης υπόθεσης, δεν περιέχει οποιουσδήποτε ενοχλητικούς ή αχρείαστους ισχυρισμούς και σίγουρα δεν προκαλεί οποιαδήποτε καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης. Θεωρώ ότι δεν θα πρέπει να διαταχθεί η διαγραφή της εν λόγω παραγράφου, αφού με βάση την σχετική νομολογία τούτο συνιστά εξαιρετικό μέτρο το οποίο δικαιολογείται μόνο όταν το δικόγραφο στερείται νομικού ή πραγματικού ερείσματος και μόνο εφόσον διαπιστώνεται ότι το δικόγραφο συνιστά κατάχρηση, κάτι το οποίο δεν έχω διαπιστώσει εν προκειμένω. Σε κάθε περίπτωση, η αναφορά στην έκδοση μίας δικαστικής απόφασης σε μία άλλη υπόθεση, η οποία ενδέχεται να επηρεάσει την παρούσα, ακόμα και αν εκδόθηκε μετά τον χρόνο καταχώρησης της υπό εκδίκαση αίτησης, αποτελεί ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός του οποίου δεν κρίνεται λογική η διαγραφή του.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ։

Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις και ευρήματα, κρίνω ότι η προδικαστική ένσταση νομικού σημείου ότι η Αιτήτρια δεν νομιμοποιείτο κατά τον χρόνο καταχώρησης της εναρκτήριας αιτήσεως να εγείρει την παρούσα αξίωση της, αφού παρέμενε ως τέκνο γεννημένο σε γάμο, επιτυγχάνει.

 

Συνακόλουθα, η εναρκτήρια Αίτηση απορρίπτεται ως πρόωρη και νόμω αβάσιμη.

 

Τα έξοδα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ των Καθ’ ων η Αίτηση αρ. 1-8 και εναντίον της Αιτήτριας.

           

 

                                                                   (Υπ.) ............................................................

                            Χ. Πογιατζής Δ. Οικ. Δ.

 

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο