
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 35 / 2024    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 35/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νικόλαο Πουλάκη - Εισηγητή και Μαλαματένια Κουράκου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 26 Σεπτεμβρίου 2023, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Ε. Υ. Σ. Α. Ε. Ε.", όπως νόμιμα εκπροσωπείται ως ειδικής διαδόχου της Μ. Α..Ε.., όπως μετονομάστηκε η "Κ. - Μ.. Α...Ε..." που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Γεωργαντίδη, ο oποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Π. Α. του Κ., κατοίκου …. Παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Λουκία Αρμάου, η oποία ανακάλεσε την από 5-9-2023 δήλωση της κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13-5-2010 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 781/2019 του ίδιου Δικαστηρίου, 1018/2021 και 3028/2022 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση των τελευταίων αποφάσεων ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 5-1-2023 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Κατά το άρθρο 553 παρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση. Εξάλλου, με το άρθρο 524 παρ.3 εδ. α' ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται επί εφέσεων που κατατίθενται μετά την 01.01.2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παράγραφοι 2 και 4 του ν. 4335/2015), ορίζεται ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται, ενώ προ της αντικαταστάσεώς του, η διάταξη του άρθρου 524 παρ. 3 εδ. α' όριζε, ότι σε αυτήν την περίπτωση, εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος (άρθρο 272 παράγραφοι 1 και 2 ΚΠολΔ), οπότε εξετάζεται αν η συζήτηση γίνεται με επιμέλειά του, και έτσι αν αυτός δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση ή δεν λάβει μέρος κανονικά σε αυτήν, απορρίπτεται και πάλι η έφεση. Έτσι, παρά τη διαφοροποίηση στη διατύπωσή τους, η ρύθμιση που περιέχουν οι παραπάνω διατάξεις είναι όμοια, αφού σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να ερευνηθεί κατ' αρχήν από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ποιος επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης καθώς και τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του απουσιάζοντος εκκαλούντος, αν δεν είναι ο ίδιος επισπεύδων αυτής. Η απόρριψη της έφεσης, λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος, γίνεται κατ' ουσίαν και όχι κατά τύπους διότι παρ' όλο που στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ότι είναι αβάσιμοι (Ολ. ΑΠ 16/1990). Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση της πλασματικής ερημοδικίας, ήτοι όταν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ο διάδικος παραστάθηκε με δήλωση, γεγονός που απαγορεύεται όταν η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από το διάδικο που δικάσθηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό (ΑΠ 131/2022, ΑΠ 724/2021, ΑΠ 635/2020). Επομένως, αν η ασκηθείσα έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης απορριφθεί λόγω πραγματικής ή πλασματικής ερημοδικίας του εκκαλούντος, με το ένδικο μέσο της αναίρεσης προσβάλλεται μόνον η μη υποκείμενη πλέον σε ανακοπή ερημοδικίας απόφαση του εφετείου, στην οποία ενσωματώνεται η πρωτόδικη απόφαση. Με τον τρόπο αυτό, τα τυχόν σφάλματα της απόφασης του πρώτου βαθμού, θεωρούμενα ως επικυρωθέντα από το Εφετείο, μπορούν να προβληθούν με την αίτηση αναίρεσης, ως σφάλματα της δευτεροβάθμιας απόφασης, εφ' όσον συνιστούν και αναιρετικούς λόγους παραδεκτώς προβαλλόμενους (ΟλΑΠ 16/1990, ΑΠ 78/2022, ΑΠ 617/2019, ΑΠ67/2015). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 554 του ΚΠολΔ, αν η ανακοπή ερημοδικίας απορρίφθηκε, η αναίρεση απευθύνεται κατά της απόφασης, που απέρριψε την ανακοπή, οπότε θεωρείται ότι προσβάλλεται και η ερήμην απόφαση, κατά της οποίας είχε απευθυνθεί η ανακοπή, εφ' όσον δεν παρήλθε η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης κατά της απόφασης αυτής. Σύμφωνα με την πρώτη από τις διατάξεις αυτές (ΚΠολΔ 553 παρ.1 εδ. α'), η ερήμην οριστική απόφαση του Εφετείου υπόκειται σε αναίρεση μόνον αφ' ότου έπαψε να υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας είτε διότι παρήλθε άπρακτη η προθεσμία της ανακοπής, η οποία αρχίζει με την επίδοση της ερήμην απόφασης, είτε διότι ο διάδικος παραιτήθηκε του δικαιώματός του να ασκήσει ανακοπή. Αν όμως ασκηθεί εμπροθέσμως ανακοπή, η ερήμην εφετειακή απόφαση υπόκειται σε αναίρεση αφ' ότου εκδοθεί η απόφαση του εφετείου που απορρίπτει την ανακοπή, η οποία, επίσης υπόκειται έκτοτε σε αναίρεση, εφ' όσον υπάρχει κάποιος βάσιμος λόγος κατ' αυτής. Όσο η δίκη επί της ανακοπής εκκρεμεί, δεν μπορεί να γίνει λόγος για έναρξη ή αναστολή της προθεσμίας αναίρεσης κατά της ερήμην εφετειακής απόφασης, έστω και αν στο στάδιο αυτό επιδοθεί η εν λόγω απόφαση, αφού δεν είναι τότε ακόμη δεκτική αναίρεσης.
Συνεπώς, η επίδοση της ερήμην απόφασης κινεί μόνο την προθεσμία για την ανακοπή και δεν αρκεί για την έναρξη της προθεσμίας της αναίρεσης. Ούτε μόνη η έκδοση της απορριπτικής της ανακοπής απόφασης του εφετείου κινεί την προς αναίρεση προθεσμία, διότι κατά την αληθή έννοια των ως άνω διατάξεων σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 564 και 499 ΚΠολΔ, για την έναρξη της προς αναίρεση προθεσμίας πρέπει και να επιδοθεί η απορρίπτουσα την ανακοπή απόφαση. Η ανάγκη της επίδοσης συνάγεται και από την ουσιαστική (εσωτερική) συνάφεια των αποφάσεων αυτών, ένεκα της οποίας, αλλά και για λόγους οικονομίας της δίκης, ο νομοθέτης προέβλεψε, με την ως άνω διάταξη του άρθρου 554 ΚΠολΔ, τη σύγχρονη άσκηση και συνεκδίκαση της συγχωρούμενης κατ' αυτών αίτησης αναίρεσης. Επί πλέον, με την επίδοση αποτρέπεται ο αιφνιδιασμός και η παγίδευση του διαδίκου, ο οποίος διαφορετικά θα έπρεπε να επαγρυπνεί για να πληροφορηθεί πότε εκδόθηκε η ερήμην απόφαση ώστε να μην απολέσει την προθεσμία αναίρεσης κατ' αυτής. Η ερμηνεία αυτή δεν αποκλείεται από την τελική φράση του άρθρου 554 ΚΠολΔ "εφόσον δεν πέρασε η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης κατά της απόφασης αυτής" διότι η προϋπόθεση αυτή αναφέρεται στην περίπτωση, που παρήλθε άπρακτη η προθεσμία της ανακοπής κατά της ερήμην απόφασης και ο διάδικος ασκεί κατ' αυτής εκπροθέσμως ανακοπή (ΟλΑΠ 11/1998, ΑΠ 1343/2021 ΑΠ 121/2021, ΑΠ 197/2020, ΑΠ 464/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση από 5.1.2023 και με αριθμό κατ, …/5.1.2023 αίτηση αναίρεσης στρέφεται: (α) κατά της υπ' αριθ. 1018/25.2.2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε σε πρώτη συζήτηση ενώπιόν του κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και με την οποία απορρίφθηκε, λόγω της πλασματικής ερημοδικίας της εκκαλούσας, η από 22.4.2019 και με αριθμό κατ. …/ 22.4.2019 έφεση της εναγομένης - εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας κατά της υπ' αριθ. 781/28.3.2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε γίνει δεκτή κατ' ουσία, ερήμην της τότε εναγομένης, η από 13.5.2010 και με αριθμό κατ. … αγωγή του αναιρεσιβλήτου κατά της εταιρίας με την επωνυμία "Κ. - Μ. Α. Ε. Γ. Ε. Κ. Ε. Ε. Ε. Κ. Ε. Κ. Α. Τ. Δ.", της οποίας οιονεί καθολική διάδοχος είναι η αναιρεσείουσα, και (β) κατά της υπ' αριθ. 3028/7.6.2022 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε επίσης κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και με την οποία απορρίφθηκε η από 21.12.2021 και με αριθμό κατ. …/21.12.2021 ανακοπή ερημοδικίας της αναιρεσείουσας κατά της αμέσως ανωτέρω υπ' αριθ. 1018/25.2.2021 απόφασης, που είχε εκδοθεί σε βάρος της. Από τα υπάρχοντα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της τελευταίας αυτής υπ' αριθ. 3028/7.6.2022 εφετειακής απόφασης, με την οποία (επίδοση) κινείται η προθεσμία για την άσκηση αίτησης αναίρεσης κατ' αυτής καθώς, και κατά της ερήμην εκδοθείσας υπ' αριθ. 1018/25.2.2021 απόφασης, στην οποία έχει ενσωματωθεί η υπ' αριθμ. 781/2019 ερήμην απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η δε κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε με κατάθεση στη Γραμματεία του Εφετείου Αθηνών, στις 5.1.2023. Υπό τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ασκείται νομίμως και εμπροθέσμως, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των διαλαμβανομένων σ' αυτή λόγων (άρθρο 577 §§ 1 και 3 ΚΠολΔ).
Α: Όσον αφορά την υπ' αριθ. 3028/7.6.2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών: 2.-Κατά το άρθρο 673 του ΚΠολΔ, που εφαρμοζόταν και στην κατ' έφεση δίκη κατ' άρθρο 674 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, στις εργατικές διαφορές (άρθρα 663-676 ΚΠολΔ), ανακοπή ερημοδικίας επιτρεπόταν αν εκείνος που δικάστηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα, ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Η διάταξη αυτή καταργήθηκε σιωπηρά από 1.1.2016, αφού με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 αντικαταστάθηκε το ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ του ΚΠολΔ που περιείχε τα άρθρα 591 έως 681Δ και περιέχει πλέον τα άρθρα 591 έως 645, με συνέπεια τη σιωπηρή κατάργηση των άρθρων 646 έως 681 Δ του ως άνω Κώδικα (AΠ 194/2023, ΑΠ 1343/2021, ΑΠ 162/2021, ΑΠ 642/2019). Στην παράγραφο 2 του άρθρου ένατου του άρθρου 1 του ίδιου νόμου και υπό τον τίτλο "μεταβατικές και άλλες διατάξεις" περιλήφθηκε μεταβατική διάταξη, σύμφωνα με την οποία "Οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές", ενώ στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι "Κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1.1.2016". Ακόμη, κατά το άρθρο 591 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο της άσκησης της από 21.12.2021 και με αριθμ. καταθ. …/21.12.2021 ανακοπής ερημοδικίας της ανακόπτουσας κατά της υπ' αριθμ. 1018/25.2.2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, (πριν, δηλαδή, την αντικατάστασή του με το άρθρο 39 του Ν. 4842/2021, ισχύοντος από 1.1.2022 κατ' άρθρο 120 εδ. β' του νόμου αυτού), ορίζεται στην παρ.1 αυτού ότι "1. Τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών" και στην παρ. 7 ότι " 7. Κατά την εκδίκαση της ανακοπής ερημοδικίας, της έφεσης και της αναψηλάφησης, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για την εκδίκαση της υπόθεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση που προσβάλλεται με το ένδικο μέσο. Η αναίρεση εκδικάζεται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στις διατάξεις των άρθρων 591 έως 645". Περαιτέρω, με το άρθρο 501 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι "Ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας". Ως ανώτερη βία νοείται κάθε ανυπαίτιο και απρόβλεπτο γεγονός εξαιρετικής φύσεως, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αναμενόταν και ούτε ήταν δυνατόν να προληφθεί ή να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης (ΟλΑΠ 29/1992, ΑΠ 625/2022, ΑΠ 1115/2019, ΑΠ 741/2016). Αποτελεί, δηλαδή, η δικονομική ανώτερη βία, έννοια, που συμπίπτει με την ομώνυμη έννοια της κατ' άρθρο 152 παρ. 1 ΚΠολΔ ανώτερης βίας και ταυτιζόμενη κατά τον πυρήνα της προς την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 1115/2019, ΑΠ 484/2010). Κατά το περιεχόμενό της, επομένως, η δικονομική ανώτερη βία είναι η κατάσταση της αδυναμίας του διαδίκου ή και του πληρεξουσίου του να ανταποκριθεί σε δικονομικό βάρος, συνεπεία της οποίας η διαδικαστική πράξη πάσχει ακυρότητα ή απαράδεκτο (ΑΠ 1115/2019). Γεγονότα ανώτερης βίας είναι δυνατόν να θεωρηθούν, μεταξύ άλλων, η αιφνίδια ασθένεια ή τυχόν ατύχημα, υπό ορισμένες περιστάσεις, του διαδίκου ή του πληρεξουσίου δικηγόρου του, όπως και κάθε άλλο, εξαιτίας του οποίου ο διάδικος ή ο δικηγόρος περιέρχεται σε κατάσταση αδυναμίας να εμφανιστεί στο δικαστήριο ή να προβεί στις δέουσες ενέργειες για την ανάθεση σε άλλο δικηγόρο της εκτέλεσης της εν λόγω πράξης, εφόσον τα γεγονότα αυτά υπήρξαν απρόβλεπτα και αναπότρεπτα και επί πλέον συνέβαλαν στην επέλευση της ερημοδικίας (ΑΠ 289/2020, ΑΠ 544/2016, ΑΠ 1568/2013, ΑΠ 1778/2013). Η πιο πάνω διάταξη του άρθρου 501 του ΚΠολΔ, ως προς τη νομική έννοια της ανώτερης βίας είναι ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 1115/2019, ΑΠ 741/2016, ΑΠ 764/2013) και οι σχετικές πλημμέλειες ελέγχονται με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 του ΚΠολΔ και την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 560 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, για να διαπιστωθεί, αν τα πραγματικά περιστατικά, που εκτίθενται στο υπόψη δικόγραφο ή αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ως αποδεδειγμένα, δικαιολογούν την κρίση του ότι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ορισμένο γεγονός συνιστά ή όχι ανώτερη βία στο πλαίσιο ορθής ή μη υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στην έννοια αυτή (ΑΠ 816/2020, ΑΠ 1540/2017, ΑΠ 741/2016, ΑΠ 219/2016), αλλά και με τη διάταξη του άρθρου 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, και την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 560 παρ.6 του ιδίου Κώδικα (ΑΠ 741/2016). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 56/2022, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 319/2017, ΑΠ 1420/2013). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία", ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΟλΑΠ 24/1992). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 750/2020).
3. Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την υπ' αριθμ. 3028/7.6.2022 αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του, με την οποία απορρίφθηκε κατ' ουσία η από 21.12.2021 ανακοπή ερημοδικίας της ανακόπτουσας και ήδη αναιρεσείουσας κατά της υπ' αριθμ. 1018/25.2.2021 ερήμην απόφασης του ως άνω δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος τα εξής : "... Με το μοναδικό λόγο της κρινόμενης ανακοπής ερημοδικίας, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι ο δικηγόρος Α. Γ., που άσκησε την παραπάνω έφεση και παρέστη για λογαριασμό της στο Μονομελές Εφετείο Αθηνών κατά τη συζήτηση της έφεσης στη δικάσιμο της 1.9.2020 με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, λίγο πριν ξεκινήσει η συνεδρίαση του Δικαστηρίου κατά την εν λόγω δικάσιμο, όταν και είχε την πρόθεση να εμφανιστεί τελικά στο ακροατήριο και να παραστεί για λογαριασμό της, ανακαλώντας τη δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ που είχε ο ίδιος υποβάλλει την προηγουμένη στη γραμματεία του Δικαστηρίου μαζί με τις έγγραφες προτάσεις της, πληροφορήθηκε αιφνιδίως ότι αποτελούσε στενή επαφή επιβεβαιωμένου κρούσματος λοίμωξης covid 19, οπότε, για λόγους πρόληψης μετάδοσης της λοίμωξης περαιτέρω σε τρίτους, μετά και από σχετική σύσταση των αρμοδίων του Ε.Ο.Δ.Υ. με τους οποίους επικοινώνησε την ίδια στιγμή, υποχρεώθηκε να απομονωθεί αμέσως στην οικία του, αφού πρώτα υποβλήθηκε σε μοριακό τέστ ανίχνευσης του κορονοϊού, που τελικά όμως ήταν αρνητικό (όπως και αλλά δύο τεστ στα οποία υποβλήθηκε τις επόμενες ημέρες) με συνέπεια να μην μπορέσει να εμφανιστεί στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και να παραστεί για λογαριασμό της, όπως ήταν η πρόθεσή του. Με βάση αυτό το ιστορικό, η εκκαλούσα και νυν ανακόπτουσα ισχυρίζεται στην ανακοπή της ότι, εξαιτίας ανώτερης βίας στο πρόσωπο του δικηγόρου της, δεν κατέστη δυνατή η προσήκουσα παράστασή της κατά τη συζήτηση της έφεσης, με συνέπεια να δικαστεί ερήμην και να απορριφθεί η έφεσή της ως ανυποστήρικτη. Από την αριθ. …/7.2.2022 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της ανακόπτουσας, Ν. Γ. - δικηγόρου … και συνεργάτη του παραπάνω δικηγόρου, με τον οποίο έχουν συστήσει το έτος 2007 και διατηρούν, επί της οδού …, τη δικηγορική εταιρία "Ν..Κ.. Γ. - Α.,Κ.. Γ. & Σ." - που έλαβε χώρα ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη, πριν από δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, κλήτευση του καθ' ου (άρθρ. 422 ΚΠολΔ, βλ. την αριθ. …/2.2.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου … Α. Κ.) και όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, καθώς επίσης από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), δεν πιθανολογείται ότι η ερημοδικία της εκκαλούσας οφειλόταν σε ανώτερη βία στο πρόσωπο του παραπάνω δικηγόρου. Ειδικότερα, δεν πιθανολογείται καταρχάς ότι η κατάσταση της υγείας του παραπάνω δικηγόρου και συγκεκριμένα η πιθανότητα να είναι αυτός φορέας του κορονοϊού SARS-CΟV-2, έχοντας έρθει σε στενή επαφή με επιβεβαιωμένο κρούσμα της λοίμωξης covid 19 και εντεύθεν η ιατρική σύσταση να τεθεί άμεσα σε απομόνωση κατ' οίκον για την αποφυγή πιθανής περαιτέρω μετάδοσης της νόσου σε τρίτους, συνδέεται με τη μη εμφάνισή του στο Δικαστήριο την 1.9.2020 κατά τη συζήτηση της έφεσης. Αν αυτή ήταν η αιτία και όχι η αβλεψία να τηρηθούν τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ και στις διατάξεις του ίδιου Κώδικα στις οποίες η τελευταία παραπέμπει για τη συζήτηση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό και τον τρόπο παράστασης - η οποία (αβλεψία) δεν συνιστά λόγο ανώτερης βίας κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 501 ΚΠολΔ [. . .] - τότε εξαρχής δεν θα είχε υποβληθεί δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον παραπάνω δικηγόρο, καθόσον αυτή ισοδυναμούσε με μη προσήκουσα παράσταση της εκκαλούσας. Ο ισχυρισμός ότι "διαπιστώθηκε" αυτή η δικονομική αταξία μετά την προκατάθεση στις 31.8.2020 (ώρα 12:30) των έγγραφων προτάσεων της εκκαλούσας και την υποβολή της δήλωσης του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, οπότε και σκόπευε πλέον ο παραπάνω δικηγόρος να προσέλθει στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της έφεσης την επομένη και να παρασταθεί για λογαριασμό της εντολέως του ανακαλώντας την υποβληθείσα δήλωση, αλλά ανέκυψαν οι προαναφερθείσες εξελίξεις σχετικά με την υγεία του και δεν κατέστη δυνατό αυτό, δεν επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα. Διότι αν έτσι είχαν τα πράγματα, τότε ασφαλώς ο παραπάνω δικηγόρος θα είχε προβεί άμεσα σε συγκεκριμένες ενέργειες, επιχειρώντας (έστω και ανεπιτυχώς) να αποφευχθούν για την εκκαλούσα οι δυσμενείς συνέπειες της ερημοδικίας της στην κατ' έφεση δίκη. Είτε φροντίζοντας να προσέλθει στο Δικαστήριο συνεργάτης του δικηγόρος, όπως συνεργάτης του (η δικηγόρος Μ. Σ., με ΑΜ Δ. …) είχε προβεί και στην κατάθεση της ένδικης έφεσης για λογαριασμό του, είτε ενημερώνοντας την αντίδικο δικηγόρο για το αιφνίδιο κώλυμά του, για να ζητήσει να αναβληθεί ή να ματαιωθεί η υπόθεση, είτε ερχόμενος σε συνεννόηση με την τελευταία, μετά τη συζήτηση της έφεσης, ώστε, κατόπιν ανάκλησης της δήλωσης παράστασης του εφεσίβλητου (όπως γινόταν έως πρότινος δεκτό νομολογιακά) να μην προχωρήσει το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο στην έκδοση της απόφασής του ερήμην της εκκαλούσας. Άλλωστε, κατά τους ισχυρισμούς της ανακόπτουσας, υπήρξε μεταξύ του δικηγόρου της και της δικηγόρου του εφεσίβλητου προσυνεννόηση να παραστούν και οι δύο διάδικες πλευρές με δήλωση - γεγονός που φέρεται μάλιστα να οδήγησε στον εφησυχασμό του δικηγόρου, που δεν έστερξε να αναπληρωθεί από συνεργάτη, αναμένοντας τη ματαίωση της έφεσης λόγω μη προσήκουσας παράστασης αμφοτέρων των διαδίκων - και παρά ταύτα η αντίδικος δικηγόρος εμφανίστηκε στο ακροατήριο μαζί με τον εντολέα της ανακαλώντας τη δήλωσή της, με συνέπεια να ερημοδικαστεί η εκκαλούσα, χωρίς ωστόσο να ήταν αυτή η πραγματική της πρόθεση. Τίποτα όμως από τα προαναφερόμενα δεν προκύπτει ότι ενήργησε ο παραπάνω δικηγόρος ώστε να μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα πως πράγματι έγινε αντιληπτή, σε προγενέστερο χρόνο της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, η δικονομική αταξία που είχε προκληθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση με την υποβολή δήλωσης του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και πως πράγματι ο δικηγόρος της εκκαλούσας είχε την πρόθεση να εμφανιστεί την 1.9.2020 στο ακροατήριο του Δικαστηρίου προκειμένου να παραστεί στη συζήτηση της έφεσης, ανακαλώντας, την προηγουμένως υποβληθείσα από τον ίδιο δήλωση, αλλά αποτράπηκε να το πράξει λόγω των προαναφερθεισών εξελίξεων σχετικά με την υγεία του. Σε κάθε περίπτωση, η προαναφερόμενη κατάσταση της υγείας του παραπάνω δικηγόρου δεν συνιστούσε ανώτερη βία που τον εμπόδιζε να μεταβεί στο Εφετείο Αθηνών την 1.9.2020 για την παράστασή του στο Δικαστήριο, λαμβάνοντας τα ενδεδειγμένα μέτρα προφύλαξης, όπως ιδίως η χρήση μάσκας υψηλής αναπνευστικής προστασίας, ενόψει και του είδους της διαδικασίας που απαιτούσε τη μικρής χρονικής διάρκειας παραμονή του στο χώρο του ακροατηρίου και την ελάχιστη συμμετοχή του στη διαδικασία. Αλλά ακόμα και αν γίνει δεκτό, ότι το γεγονός πως ήταν στενή επαφή επιβεβαιωμένου κρούσματος της λοίμωξης covid 19 καθιστούσε αδύνατη για τον πιο πάνω δικηγόρο την εμφάνισή του στο ακροατήριο για να παραστεί για λογαριασμό της εντολέως του, ωστόσο μπορούσε ο ίδιος, δείχνοντας την επιβαλλόμενη άκρα επιμέλεια και σύνεση που απαιτεί ο νόμος - που δεν συνάδουν με την επιλογή, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ανακοπής, να επαφεθεί στο ενδεχόμενο να μην επέλθουν τελικά οι συνέπειες της ερημοδικίας για την εντολέα του, εξαιτίας της πιθανής ταυτόχρονης μη προσήκουσας παράστασης του εφεσίβλητου (η δήλωση της δικηγόρου του τελευταίου υποβλήθηκε στις 31.8.2020 ώρα 13:45, μετά την υποβολή της δήλωσης του παραπάνω δικηγόρου) - να ειδοποιήσει άλλον δικηγόρο συνεργάτη του από τη δικηγορική εταιρία που, όπως αναφέρθηκε, διατηρεί μαζί με τον μάρτυρά του ή και άλλον συνάδελφό του (βλ. τη μείζονα σκέψη και την εκεί αναφερόμενη νομολογία), ενόψει και ότι επρόκειτο στη συγκεκριμένη περίπτωση για μία διόλου χρονοβόρα δικηγορική πράξη χωρίς καμία ιδιαίτερη δυσχέρεια. Κατόπιν όλων αυτών, πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν η κρινόμενη ανακοπή ερημοδικίας και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της ανακοπής στο δημόσιο ταμείο ...". 4. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα με τον πρώτο εκ των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης προσάπτει στην ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση (3028/7.6.2022) την αναιρετική πλημμέλεια της ευθείας και εκ πλαγίου παραβίασης της διάταξης του άρθρου 501 του ΚΠολΔ, αφενός μεν διότι δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά στην έννοια της ανωτέρας βίας (πρώτο σκέλος), αφετέρου δε διότι με ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχε ο λόγος ανωτέρας βίας στο πρόσωπο του πληρεξουσίου δικηγόρου της και ως εκ τούτου αδυναμία του να την εκπροσωπήσει κατά τη δικάσιμο της έφεσής της ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών (δεύτερο σκέλος). Ο ως άνω λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι το Εφετείο με τις προαναφερθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασής του (3028/7.6.2022) ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 501 του ΚΠολΔ ως προς την έννοια της ανώτερης βίας, γιατί, υπό τα περιστατικά που δέχτηκε ότι πιθανολογήθηκαν, δεν συνέτρεξε ανυπέρβλητο κώλυμα αδυναμίας εκπροσώπησης της αναιρεσείουσας από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο την 1.9.2020, δηλαδή γεγονός εξαιρετικής φύσεως, το οποίο δεν αναμενόταν και δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί και να αποτραπεί στη συγκεκριμένη περίπτωση με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης.
Συνεπώς, δεν υφίσταται η επικαλούμενη από το αναιρεσείον ευθεία παραβίαση του ως άνω κανόνα ουσιαστικού δικαίου με την μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που η προσβαλλόμενη απόφαση δέχτηκε ότι πιθανολογήθηκαν στην έννοια της ανώτερης βίας. Δεν υφίσταται επίσης ούτε εκ πλαγίου παραβίαση της ως άνω διάταξης, γιατί η προσβαλλόμενη απόφαση, με τις παραπάνω παραδοχές, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της ανώτερης βίας στο πρόσωπο του πληρεξουσίου δικηγόρου της ανακόπτουσας και ήδη αναιρεσείουσας, διέλαβε στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα ότι δεν πιθανολογήθηκε ανυπέρβλητο κώλυμα αδυναμίας εκπροσώπησης της αναιρεσείουσας από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο την 1.9.2020, χωρίς να είναι αναγκαία η παράθεση και άλλης ειδικότερης αιτιολογίας. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την υποβολή από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ανακόπτουσας δήλωσης του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, γεγονός που δεν επιτρέπονταν στη συγκεκριμένη περίπτωση και με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές, επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα, και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ επίσης εν προκειμένω το δικαστήριο της ουσίας αναλυτικά ερεύνησε τα επιχειρήματα της ανακόπτουσας και το αποδεικτικό του πόρισμα ότι θα μπορούσε να είχε αποτραπεί η ερημοδικία της εκκαλούσας, αν ο ίδιος ο δικηγόρος της έδειχνε τη συνήθη επιμέλεια, εκτίθεται σαφώς. Κατόπιν αυτών ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 3028/7.6.2022 απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
Β:Όσον αφορά την υπ' αριθμ. 1018/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου, στην οποία ενσωματώνεται η υπ' αριθμ. 781/28.3.2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. 5. Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος ο λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη ή το δεδικασμένο. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης, είχε προταθεί νομίμως στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση. Το γεγονός, εξάλλου, ότι ο ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει σημασία, γιατί, ναι μεν η εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου είναι έργο αυτεπάγγελτης ενέργειας του δικαστή, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι νόμοι είναι δημοσίας τάξεως. Αλλά και οι λόγοι που ανάγονται στη δημόσια τάξη είναι δεκτοί για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου, εφόσον στηρίζονται στο πραγματικό υλικό, που υποβλήθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και εφόσον γίνεται σαφής επίκληση στο αναιρετήριο (ΑΠ 1187/2019, ΑΠ 164/2021, ΑΠ 201/2017, ΑΠ 1401/2008). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ.1 εδ. α και 10 εδ. β της με αριθμό Α1β/8557/1983 κανονιστικής απόφασης του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας (ΦΕΚ Β` 526) "Υγειονομικός έλεγχος, γενικοί όροι ιδρύσεως και λειτουργίας των καταστημάτων και εργαστηρίων τροφίμων ή/και ποτών και ειδικοί όροι ιδρύσεως και λειτουργίας των καταστημάτων και εργαστηρίων τροφίμων ή/και ποτών", η οποία εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του ΑΝ 2520/1940, όπως η διάταξη του άρθρου 14 αντικαταστάθηκε με τη με αριθμό 8405/29.10.1992 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ 665 Β/11.11.1992) και ίσχυε κατά το χρόνο πρόσληψης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου (8.3.1999), ορίσθηκε ότι "όσοι ασκούν ή επιθυμούν ν` ασκήσουν το επάγγελμα του χειριστή τροφίμων ή ποτών, είτε ως ειδικοί επαγγελματίες, είτε ως υπάλληλοι ή εργάτες ή απασχολούμενοι με οποιαδήποτε σχέση σε ξενοδοχεία, δημόσια λουτρά, καθαριστήρια, κομμωτήρια, κουρεία, εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, καφενεία ή άλλες επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος, παρέχοντας τις υπηρεσίες τους στο κοινό, πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με βιβλιάριο υγείας, στο οποίο θα βεβαιώνεται ότι ο κάτοχός του πέρασε από ιατρική εξέταση και δεν βρέθηκε να πάσχει από μεταδοτικό ή άλλο νόσημα μη συμβατό με την απασχόλησή του" (παρ.1 εδ. α) και ότι "οι νομείς καταστημάτων, εργαστηρίων και εργοστασίων υγειονομικού ενδιαφέροντος ή οι νόμιμοι εκπρόσωποι τούτων οφείλουν να μην προσλαμβάνουν ή απασχολούν στην επιχείρησή τους άτομα, τα οποία δεν κατέχουν βιβλιάριο υγείας ή δεν έχουν θεωρήσει αυτό σύμφωνα με την παρ. 6 του παρόντος άρθρου" (παρ. 10 εδ. β). Η ως άνω με αριθ. 8405/29.10.1992 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 1 της με αριθ. Υ1γ/ΓΠ/οικ 35797/4.4.2012 απόφασης του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΦΕΚ Β 1199/11.4.2012) "Πιστοποιητικό υγείας εργαζομένων σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος", που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση επίσης του ΑΝ 2520/1940, με το οποίο (άρθρο 1) ορίσθηκε στα εδάφια α και β αυτού ότι "όσοι απασχολούνται ή επιθυμούν να απασχοληθούν σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος ή/και έχουν άμεση ή έμμεση επαφή με τα τρόφιμα πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με πιστοποιητικό υγείας. Στο πιστοποιητικό υγείας θα βεβαιώνεται ότι ο κάτοχός του υποβλήθηκε σε ιατρικές εξετάσεις και δεν βρέθηκε να πάσχει από μεταδοτικό ή άλλο νόσημα μη συμβατό με την απασχόλησή του", ενώ με το άρθρο 2 αυτής ορίσθηκε ότι τα ατομικά βιβλιάρια υγείας, τα οποία έχουν ήδη εκδοθεί, ισχύουν έως την ημερομηνία λήξης τους. Ο αναιρετικός λόγος, που αφορά τον μη εφοδιασμό του μισθωτού με το απαιτούμενο κατά το νόμο ως άνω βιβλιάριο υγείας και ήδη πιστοποιητικό υγείας, επειδή αφορά τη δημόσια τάξη και ειδικότερα το ζήτημα προστασίας της δημόσιας υγείας (άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος) εμπίπτει, κατ' αρχήν, στην εξαίρεση του άρθρου 562 αρ. 2 περ. γ' του ΚΠολΔ, δηλαδή προτείνεται παραδεκτά το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου, υπό την προϋπόθεση όμως ότι το πραγματικό υλικό, στο οποίο στηρίζεται, υποβλήθηκε στο Δικαστήριο ουσίας και ειδικότερα προτάθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που τον θεμελιώνουν και συγχρόνως γίνεται σαφής επίκληση τούτου στο αναιρετήριο. Όπως, όμως, προκύπτει από την επισκόπηση του αναιρετηρίου και δη του δεύτερου λόγου της αίτησης, δεν γίνεται σ' αυτόν, καθόλου αναφορά ότι ο άνω ισχυρισμός έχει προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας, και ειδικότερα ότι τα πραγματικά περιστατικά που τον θεμελιώνουν (της έλλειψης βιβλιαρίου υγείας), προβλήθηκαν με την έφεση της εναγομένης - εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας, το πρώτον ενώπιον του Εφετείου, δεδομένου ότι αυτή δεν παρέστη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και δικάστηκε ερήμην.
Συνεπώς, μολονότι ο ισχυρισμός αυτός παραδεκτά προβάλλεται το πρώτον, με λόγο αναίρεσης, καθόσον αυτός αφορά τη δημόσια τάξη και εμπίπτει στην εξαίρεση, εν τούτοις είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, αφού δεν αναφέρεται στο λόγο αυτό, ότι τα πραγματικά περιστατικά που τον θεμελιώνουν, προβλήθηκαν με την έφεση στο δικαστήριο της ουσίας. Σημειώνεται ότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της έφεσης, η αναιρεσείουσα τότε εκκαλούσα, δεν είχε επικαλεσθεί ως πραγματικό γεγονός την ανωτέρω έλλειψη. 6. Από τη διάταξη του άρθρ. 559 αριθ. 14 KΠολΔ, που ορίζει ότι επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται μόνον όταν η πλημμέλεια αναφέρεται σε παράβαση δικονομικών διατάξεων, δηλαδή διατάξεων που ρυθμίζουν τη διαδικασία, ενώ αν πρόκειται για ακυρότητες του ουσιαστικού δικαίου και γενικότερα για παράβαση κανόνων ουσιαστικής φύσης, ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του ως άνω άρθρου (ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 70/2022, ΑΠ 529/2017, ΑΠ 1098/2011, ΑΠ 852/2001). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, καταλογίζεται στα δικαστήρια της ουσίας ότι παρά το νόμο δεν κήρυξαν ακυρότητα και συγκεκριμένα ότι, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων174 ΑΚ, 14 παρ. 1 της υπ. Αριθμ. 8587/1983 απόφασης του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας, όπως αυτό είχε αντικατασταθεί αρχικά με την υπ' αριθμ. 8405/29.10.1992 απόφαση του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και στη συνέχεια με την υπ' αριθμ. 357979/4.4.2012 απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, δεν κήρυξαν άκυρη τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, μολονότι δεν υπήρχε και δεν προσκομίστηκε το προβλεπόμενο από τις ανωτέρω διατάξεις πιστοποιητικό υγείας, γεγονός που έπρεπε να ερευνήσουν αυτεπαγγέλτως. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού η ελεγχόμενη από την προαναφερθείσα διάταξη πλημμέλεια αφορά δικονομικές ακυρότητες, ενώ η πλημμέλεια που προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρεσείουσα από τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 174 ΑΚ και 14 παρ. 1 της υπ. Αριθμ. 8587/1983 απόφασης του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας, όπως αυτό είχε αντικατασταθεί αρχικά με την υπ' αριθμ. 8405/29.10.1992 απόφαση του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και στη συνέχεια με την υπ' αριθμ. 357979/4.4.2012 απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης,, ελέγχεται με λόγο αναιρέσεως από τον αρ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ.
7. Κατόπιν αυτών και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, η ένδικη αναίρεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, ο οποίος παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, (άρθρα 176,183 ΚΠολΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 5 Ιανουαρίου 2023 και υπ' αριθμ. κατ. …/5.1.2023 αίτηση για αναίρεση α) της υπ' αριθμ. 3028/7.6.2022 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και β) της υπ' αριθμ. 1018/25.2.2021 ερήμην απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, στην οποία έχει ενσωματωθεί η υπ' αριθμ. 781/28.3.2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.- ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 31 Οκτωβρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Ιανουαρίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ