
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 60 / 2024    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 60/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Βρυσηίδα Θωμάτου και Βαρβάρα Πάπαρη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Μαΐου 2023, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Β. συζύγου Σ. Σ., το γένος Κ. Τ., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σέργιο Μαναράκη. Του αναιρεσιβλήτου: Δ. Κ. του Ν., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μέντο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-9-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3204/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 1269/2017 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Κατά της τελευταίας απόφασης ασκήθηκε αναίρεση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθ.287/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε εν μέρει την 1269/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτείτο από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Στη συνέχεια εκδόθηκε η υπ' αριθ. 2192/2021 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, την αναίρεση της οποίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 4-11-2021 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ' αριθ. 2192/2021 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος με την από 10.9.2008 αγωγή του κατά της, μη διαδίκου, πρώτης εναγομένης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Π. Α.Ε." και της δεύτερης εναγομένης και ήδη αναιρείουσας ισχυρίσθηκε ότι η δεύτερη εναγομένη,με την οποία διατηρούσε ερωτικές εξωσυζυγικές σχέσεις από το έτος 1987, ήταν ουσιαστικά η αποκλειστική μέτοχος της πρώτης εναγομένης ανώνυμης εταιρείας, ανεξάρτητα από τη συμμετοχή και άλλων ατόμων στη μετοχική της σύνθεση. Ότι τον Αύγουστο του 1989, αποδέχθηκε την πρόταση της δεύτερης εναγομένης να ασχοληθεί επαγγελματικά στην πρώτη εναγομένη εταιρεία, χωρίς αμοιβή, με σκοπό, μετά τη λύση του γάμου της και την ενηλικίωση των τέκνων της, να επισημοποιήσουν τη σχέση τους και να διανείμουν τα κέρδη της εταιρείας, κατά ποσοστό 50%. Ότι στο πλαίσιο της ανωτέρω συμφωνίας τους, ο ενάγων ανέλαβε να ασκεί διευθυντικά - διαχειριστικά καθήκοντα στην πρώτη εναγομένη, οργανώνοντας και επιβλέποντας όλες τις δραστηριότητες της εταιρείας, χωρίς να εισπράττει αμοιβή, ενώ από το έτος 1998 συμμετείχε ως μέλος του ΔΣ αυτής. Ότι, καθ' υπόδειξη της δεύτερης εναγομένης, κατέβαλε το ποσό των 49.000 καναδικών δολαρίων, σε λογαριασμό του υιού της Σ. Σ., με τη συμφωνία ότι το 1/2 του ποσού αυτού, αντιστοιχούσε στο 1/2 του κατατεθειμένου κεφαλαίου της πρώτης εναγομένης, το, δε, υπόλοιπο ποσό αποτελούσε το υπερτίμημα. Ότι, με την καταβολή του ποσού αυτού και με συνυπολογισμό της αξίας της παροχής υπηρεσιών του, καθώς και των κερδών της πρώτης εναγομένης, κατέστη αφανής εταίρος της, κατά ποσοστό 50%. Ότι, μέσω της υπεράκτιας εταιρείας με την επωνυμία "S.-L. ‘I. I.", στην οποία ήταν αφανής εταίρος, συμμετείχε σε μεταγενέστερη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της πρώτης εναγομένης, καταβάλλοντας το ποσό των 50.000.000 δρχ. Ότι για τη χρηματοδότηση της πρώτης εναγομένης, παρείχε τις αναλυτικά αναφερόμενες στην αγωγή εγγυήσεις και ενεχυριάσεις των τραπεζικών του καταθέσεων σε καναδικά δολάρια, καθώς και αμοιβαία κεφάλαια. Ότι, το Φθινόπωρο του έτους 1995, με τη δεύτερη εναγομένη αποφάσισαν, αξιοποιώντας τα κέρδη τους από την πρώτη εναγομένη εταιρεία, να αγοράσουν οικόπεδο και να ανεγείρουν επ' αυτού κτήριο, για τις δραστηριότητες της πρώτης εναγομένης, το οποίο θα αποτελούσε την κοινή τους περιουσία. Ότι, για το σκοπό αυτό, ίδρυσαν την υπεράκτια εταιρεία με την επωνυμία "P. S..A.", η οποία αγόρασε το αναφερόμενο στην αγωγή οικόπεδο, επί του οποίου ανεγέρθηκε κτήριο, κυρίως, με χρηματοδότηση της πρώτης εναγομένης, η οποία μίσθωσε το υπό κατασκευή κτήριο και προκατέβαλε τα μισθώματα. Ότι, κατά το έτος 2003, η ως άνω υπεράκτια εταιρεία, εν αγνοία του, μεταβίβασε στη δεύτερη εναγόμενη την κυριότητα του ανωτέρω ακινήτου. Ότι, κατόπιν αυτού, τον Σεπτέμβριο του έτους 2003, συμφώνησε με τη δεύτερη εναγομένη, η οποία λειτουργούσε, ατομικά και ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης, να τακτοποιήσουν τις εκκρεμότητες που είχαν προκύψει από τη μέχρι τότε εταιρικό, τους συνεργασία και ειδικότερα: α) να γίνει, εντός διετίας, αποδέσμευση όλων των χορηγούμενων εγγυήσεών του προς την πρώτη εναγομένη, β) να γίνει μεταβίβαση της κυριότητας του παραπάνω ακινήτου, κατά ποσοστό 1/2 από τη δεύτερη εναγομένη και σε περίπτωση αδυναμίας, να του καταβληθεί το 1/2 της αξίας του, για την κάλυψη της συμμετοχής του στην πρώτη εναγομένη, ως αφανούς εταίρου και για τις αμοιβές, που του οφείλονταν από το έτος 1989 έως το έτος 2002, γ) να του καταβάλλεται, το ποσό των 5.000 ευρώ, μηνιαίως, ως αμοιβή, για όσο χρονικό διάστημα θα συνέχιζε να παρέχει τις υπηρεσίες του στην πρώτη εναγομένη και δ) να του καταβληθεί η διαφορά μεταξύ του ποσού που ο ενάγων έλαβε από την τοκοφορία, με επιτόκιο LIBOR, των δεσμευμένων με τις εγγυήσεις καταθέσεών του και εκείνου, που θα εισέπραττε από την τοποθέτηση των ποσών αυτών σε Καναδικά Ομόλογα, με επιτόκιο 8%. Ότι η ανωτέρω συμφωνία δεν τηρήθηκε εκ μέρους των εναγομένων, εκτός από το ποσό των 1.000 ευρώ, μηνιαίως, που η πρώτη εναγομένη συνέχισε να καταβάλει στον ενάγοντα, ως αμοιβή, από το έτος 2002. Ότι, κατόπιν των ανωτέρω, στις 29.1.2008, αναγκάσθηκε να αποχωρήσει από την εταιρεία. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ο ενάγων, κατόπιν παραδεκτής μετατροπής του αιτήματος της αγωγής, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ζήτησε να αναγνωρισθεί: α) η υποχρέωση της δεύτερης εναγομένης να του μεταβιβάσει, με σχετική δήλωση βουλήσεως, το ποσοστό 1/2 της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου, άλλως να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενες υποχρεούνται να του καταβάλουν, εις ολόκληρον η καθεμία, το ποσό των 2.250.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στο 1/2 της αξίας του, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από 31.10.2005, άλλως από την επίδοσης της αγωγής, β) να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενες οφείλουν να του καταβάλουν, εις ολόκληρον η καθεμία, το ποσό των 243.000 ευρώ, ως υπόλοιπο της αμοιβής του, για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του έτους 2003 έως τον Δεκέμβριο του έτους 2007, με το νόμιμο τόκο, από τότε που κάθε επιμέρους παροχή κατέστη απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής και γ) να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενες οφείλουν να του καταβάλουν, εις ολόκληρον η καθεμία, το ποσό των 334.214 ευρώ, για την απώλεια των τόκων, με το νόμιμο τόκο από 31.10.2005, άλλως από την επίδοση της αγωγής, τα, δε, υπό στοιχεία β' και γ' κονδύλια, επικουρικώς, σύμφωνα και με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία, αφού απέρριψε το υπό στοιχ. α' αίτημα για την αναγνώριση της υποχρέωσης της δεύτερης εναγομένης να μεταβιβάσει στον ενάγοντα , με καταδίκη σε δήλωση βούλησης, το 1/2 εξ αδιαιρέτου του επιδίκου ακινήτου, ως νόμω αβάσιμο, καθώς και την επικουρική βάση της αγωγής, περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ως μη νόμιμη, έκρινε, κατά τα λοιπά, νόμιμη την αγωγή, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 741, 361, 481, 341, 345, 346 ΑΚ και 70 ΚΠολΔ και, ακολούθως, μετά την εκτίμηση των αποδείξεων, την απέρριψε, ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής, ο ενάγων, με την από 29.12.2015 έφεσή του, επικαλούμενος λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζήτησε να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, εξέδωσε την υπ' αριθμ. 1269/2017 απόφασή του, με την οποία απέρριψε, κατ' ουσίαν, την έφεση. Στη συνέχεια, ο ενάγων - εκκαλών - αναιρεσείων, άσκησε την από 7.9.2017 αίτηση αναιρέσεως, κατά των εναγομένων - εφεσίβλητων - αναιρεσιβλήτων. Επί της ανωτέρω αιτήσεως αναιρέσεως, εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 287/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία έγινε δεκτός ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως, που αφορούσε στην απόρριψη των λόγων της έφεσης για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και αναιρέθηκε εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, λόγω της εκ πλαγίου παραβιάσεως, με ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες, κανόνων του ουσιαστικού δικαίου. Παραπέμφθηκε, δε, η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, από αυτούς που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Ακολούθως δε, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, ως δικαστήριο της παραπομπής, εξέδωσε την προσβαλλόμενη υπ'αριθμ. 2192/2021 οριστική απόφασή του, με την οποία η έφεση απορρίφθηκε κατ' ουσίαν, καθό μέρος στρέφεται κατά της πρώτης εναγομένης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Π. Α..Ε..", και έγινε δεκτή ως προς την δεύτερη εναγομένη-αναιρεσείουσα, εξαφανίστηκε ως προς αυτήν η εκκαλουμένη απόφαση και αφού δικάστηκε ως προς αυτήν η αγωγή, έγινε δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη κατά ένα μέρος και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωσή της (δεύτερης εναγομένης) να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 804.838,70 ευρώ,με το νόμιμο τόκο από τη επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε από την αναιρεσείουσα(δεύτερη εναγομένη), νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), η κρινόμενη, από 4-11-2021, αίτηση αναίρεσης, η οποία είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1 Κ.Πολ.Δ). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
2. Μορφή συμμετοχής στην επιχειρηματική δραστηριότητα κάποιου προσώπου, χωρίς την εμφάνιση του συμμετέχοντος, έναντι των τρίτων, αποτελεί και η παρακοινωνία, της οποίας η ίδρυση και η λειτουργία ρυθμίζονται, κατ' αρχήν, από τις μεταξύ των συμβαλλόμενων συμφωνίες (άρθρ. 361 ΑΚ), ενώ σε περίπτωση ανυπαρξίας τέτοιων συμφωνιών, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις περί εταιριών του Αστικού Κώδικα (741 επ. ΑΚ), οι οποίες αφορούν εταιρίες που δεν έχουν, όπως οι συμμετοχικές, νομική προσωπικότητα υπό την προϋπόθεση ότι συμβιβάζονται, με τη φύση της παρακοινωνίας, ως εσωτερικής εταιρίας, που χαρακτηρίζεται, κυρίως, από την έναντι τρίτων αφάνειά της. Η εταιρία αυτή υφίσταται, μόνον, μεταξύ του εταίρου κάποιας εταιρίας (κύριος εταίρος) και του προσώπου που "προσκολλάται" στην εταιρική μερίδα του πρώτου (παρακοινωνός), δηλαδή τρίτου προς την εταιρία, τον οποίο ο εταίρος προσλαμβάνει ως κοινωνό των δικαιωμάτων του στην υφιστάμενη εταιρία. Στην παρακοινωνία, η προαγωγή του κοινού εταιρικού σκοπού γίνεται με τη συμβολή των μελών της, κυρίως, με την παροχή εισφορών. Η συμβολή του κυρίου εταίρου συνίσταται στην εισφορά εκ μέρους του της εταιρικής μερίδας στην παρακοινωνία και στη διαχείρισή της για το συμφέρον και του παρακοινωνού. Η εισφορά του παρακοινωνού - η οποία θα πρέπει να τεθεί στη διάθεση του κυρίου εταίρου - μπορεί να είναι χρήματα, μεταβίβαση της κυριότητας σε περιουσιακά αντικείμενα, εργασία κ.λπ. Στοιχείο και της παρακοινωνίας είναι η ύπαρξη, μεταξύ των μελών της, πρόθεσης εταιρικής συνεργασίας, η οποία αποτελεί κριτήριο για τη διάκρισή της από τις παρεμφερείς έννομες σχέσεις. Όπως και η αφανής εταιρία, έτσι και η παρακοινωνία είναι εσωτερική εταιρία. Προς τα έξω εμφανίζεται, μόνον, ο κύριος εταίρος, ο οποίος ενεργεί, μεν, πάντοτε στο όνομά του, πλην, όμως, στην πραγματικότητα ενεργεί για λογαριασμό και του παρακοινωνού. Έννομες σχέσεις μεταξύ του παρακοινωνού και της εταιρίας ή μεταξύ αυτού και των άλλων εταίρων της κυρίας εταιρίας, καθώς και μεταξύ του παρακοινωνού και των τρίτων δεν υφίστανται, ακόμα κι αν η ύπαρξή του είναι γνωστή σ' αυτούς.
Συνεπώς, στη σύμβαση παρακοινωνίας γεννώνται σχέσεις, μόνον, μεταξύ των συμβαλλομένων (εταίρου και παρακοινωνού) με περιεχόμενο τη συμμετοχή του τρίτου παρακοινωνού στα κέρδη και στις ζημίες, που αναλογούν στον αντισυμβαλλόμενό του εταίρο από την συμμετοχή του στην εταιρία (ΑΠ 178/2022, ΑΠ 287/2019).Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη δε νομίμου βάσεως της αποφάσεως συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 6/2006). Επομένως η έλλειψη νόμιμης βάσης πρέπει να αναφέρεται σε παραδοχές της αποφάσεως επί εκείνων των ζητημάτων που ασκούν ουσιαστική επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση περί παραδοχής ή απόρριψης της αγωγής, της ένστασης ή αντένστασης. Εάν τα περιστατικά, που προβάλλονται με το λόγο αναίρεσης ως αντιφατικά, ως εκ περισσού διατυπώθηκαν ως παραδοχές της απόφασης, χωρίς να είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή την απόρριψή του κατά παραδοχή ενστάσεως και επομένως χωρίς να είναι αναγκαία για τη στήριξη του διατακτικού της απόφασης με βάση τους προταθέντες ισχυρισμούς των διαδίκων, τότε οι σχετικές προς θεμελίωση του λόγου αυτού αναίρεσης αιτιάσεις είναι αλυσιτελείς και απορρίπτονται ως αβάσιμοι (ΑΠ 255/2010, ΑΠ 1008/2007). Ανεπάρκεια αιτιολογιών δεν υπάρχει, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Άλλωστε, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/08, ΟλΑΠ 15/2006). Περαιτέρω, τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 708/2017, ΑΠ 667/2016, ΑΠ 1266/2011). Συνακόλουθα η ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου (άρθ. 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ), οσάκις το δικαστήριο ερεύνησε την υπόθεση κατ' ουσία, πρέπει να προκύπτει από τη διατυπωθείσα προς στήριξη του διατακτικού της προσβαλλομένης απόφασης ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού αυτής, δηλαδή από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας επί των ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση περί παραδοχής ή απόρριψης της αγωγής, της ένστασης ή της αντένστασης (ΑΠ 1420/2013).
3. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο ενάγων (αναιρεσίβλητος) είναι πτυχιούχος του Εμπορικού Τμήματος της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών Αθηνών (ΑΣΟΕΕ) και κάτοχος δύο μεταπτυχιακών, με τίτλο Master of Arts in Economics και Master of Business Administration, που απέκτησε το έτος 1973 και 1974, αντίστοιχα, από το Πανεπιστήμιο York University του Τορόντο Καναδά. Από το έτος 1974 έως το έτος 1985 εργάσθηκε στον Καναδά, σε διευθυντικές θέσεις επιχειρήσεων και τραπεζών, ενώ το έτος 1979 τέλεσε γάμο, με Καναδή υπήκοο, με την οποία απέκτησε ένα τέκνο. Κατά το έτος 1986, μετά τη λύση του γάμου του, επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου τοποθετήθηκε, ως διευθύνων σύμβουλος, στο πολυκατάστημα "Μ." και στη συνέχεια, ως μέλος, στο ΔΣ της Α. Γ. Ε. Τ. (Α.). Η δεύτερη εναγομένη (αναιρεσείουσα), κατά το έτος 1984, είχε ιδρύσει, με το σύζυγό της, Σ. Σ., την πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία "Π. Α.Ε.", η οποία είχε ως αντικείμενο δραστηριότητας την εισαγωγή και εμπορία εσωρούχων πολυτελείας. Το ποσοστό συμμετοχής τους στην εταιρεία ήταν 50%, ο καθένας, στην πραγματικότητα, όμως, συμμετείχαν, αφανώς, οι αδελφοί, Χ. Λ. και Τ. Λ., ιδιοκτήτες της επιχείρησης - πολυκαταστήματος "Α. Λ.", με ποσοστό συμμετοχής 50%. Έτσι, η δεύτερη εναγομένη και ο σύζυγός της συμμετείχαν, κατά 50% και οι αδελφοί "Λ.", κατά το υπόλοιπο ποσοστό 50%. Το έτος 1989, μετά την αποχώρηση του Χ. Λ., τα ποσοστά συμμετοχής στην πρώτη εναγομένη διαμορφώθηκαν, εμφανώς, σε 75% για τη δεύτερη εναγομένη και σε 25% για το σύζυγό της Σ. Σ. και, αφανώς, σε 75% για το ζεύγος Σ. και σε 25% για τον Τ. Λ.. Κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1986 - 1989 η δεύτερη εναγομένη ήταν αντιπρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος της πρώτης εναγομένης, ενώ από το έτος 1992 είχε ορισθεί Πρόεδρος και Διευθύνουσα σύμβουλος του ΔΣ αυτής. Τον Απρίλιο του έτους 1987, κατά το χρονικό διάστημα που ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο πολυκατάστημα Μ., η δεύτερη εναγομένη, στο πλαίσιο προώθησης των εμπορευμάτων της πρώτης εναγομένης, γνωρίστηκε με τον ενάγοντα, με τον οποίο συνήψε εξωσυζυγικές ερωτικές σχέσεις. Έως το έτος 1989, είχαν δεθεί τόσο στενά συναισθηματικά, που έκαναν κοινά σχέδια για το μέλλον τους, σχεδιάζοντας να επισημοποιήσουν τη σχέση τους, μετά το διαζύγιο της δεύτερης εναγομένης και την ολοκλήρωση των σπουδών και την επαγγελματική σταδιοδρομία των δύο τέκνων της, ηλικίας, τότε, 15 και 12 ετών, αντίστοιχα. Ενδεικτικό της στενής αυτής σχέσης, την οποία γνώριζε και η οικογένεια της δεύτερης εναγομένης, ήταν το γεγονός ότι, κατά το έτος 1989, οι ανωτέρω διάδικοι, με το υπ' αριθμ. …/29.6.1989 συμβόλαιο μίσθωσης θυρίδας θησαυροφυλακίου, μίσθωσαν, από κοινού, θυρίδα στην Τράπεζα Πίστεως, για τη φύλαξη κοινών αντικειμένων τους, στο οποίο, μάλιστα, συμβόλαιο, η δεύτερη εναγόμενη δήλωσε, ως διεύθυνση κατοικίας της, τη μισθωμένη από τον ενάγοντα, για τις προσωπικές τους συναντήσεις, κατοικία, που βρισκόταν στην Καλογρέζα Αττικής (οδός … αρ. 122). Παράλληλα, κατά τη διάρκεια της σχέσης τους, διατηρούσαν κοινούς λογαριασμούς στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, με αριθμούς ... και ..., στην Τράπεζα Πίστεως, με αριθμό ..., στην Τράπεζα Eurobank EFG, με αριθμό ..., ενώ απέκτησαν κοινά ομόλογα της Εθνικής Τράπεζας, με αριθμούς .../1.3.1999 και .../21.3.2000, αμοιβαία κεφάλαια ΔΗΛΟΣ της Εθνικής Τράπεζας, καθώς και τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου. Τον Αύγουστο του έτους 1989, που ο ενάγων παραιτήθηκε από τη θέση του στην τσιμεντοβιομηχανία Α., αποδέχθηκε την πρόταση της δεύτερης εναγομένης, να συνάψουν, μεταξύ τους, σύμβαση παρακοινωνίας, επί της εταιρικής μερίδας της, στην πρώτη εναγομένη, κατά ποσοστό 50%, ο καθένας τους. Ειδικότερα, συμφώνησαν να αναλάβει ο ενάγων οργανωτικά καθήκοντα στην πρώτη εναγομένη, οι αμοιβές του να παραμένουν στην εταιρεία, τα δε, κέρδη τους από την εταιρεία να αποταμιεύονται σε κοινό λογαριασμό, ώστε να διανεμηθούν μεταξύ τους, κατά την επισημοποίηση της σχέσης τους. Έτσι, ο ενάγων ανέλαβε την ουσιαστική διαχείριση της εταιρείας, δηλαδή, το σχεδίασμά και την υλοποίηση της μηχανογράφησης, τις συναλλαγές με τις τράπεζες, τον οικονομικό προγραμματισμό, την εποπτεία του λογιστηρίου, την επικοινωνία με τους πελάτες και τις διαπραγματεύσεις με τους προμηθευτές του εξωτερικού, με την πάροδο, δε, του χρόνου απέκτησε την ιδιότητα του οικονομικού διευθυντή και του διευθυντή προώθησης των προϊόντων της πρώτης εναγομένης. Η δεύτερη εναγομένη είχε αναλάβει τον τομέα των πωλήσεων, την επικοινωνία και την εκπαίδευση των πωλητών, ενώ ο σύζυγός της, είχε αναλάβει την επίβλεψη της αποθήκης και την επικοινωνία με τις τράπεζες. Η πρώτη εναγομένη, αρχικά, αποτελούσε μικρή επιχείρηση, χωρίς υπαλλήλους και με μικρό κύκλο εργασιών, το έτος, δε, 1987, εμφάνιζε ζημίες, ύψους 1.961.157 δρχ. Από το επόμενο έτος, άρχισε να εμφανίζει κερδοφορία, ύψους 2.686.102 δρχ., ενώ από το έτος 1992 η πορεία της ήταν, συνεχώς, ανοδική, δεδομένου ότι είχε εξασφαλίσει την εισαγωγή στην Ελλάδα εσωρούχων από γνωστούς οίκους του εξωτερικού. Μάλιστα, το έτος 1995, ο κύκλος εργασιών της έφθασε στο ποσό των 517.000.000 δρχ, οι, δε, πωλήσεις ανήλθαν στο ποσό των 152.936.667 δρχ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων συνέβαλε σημαντικά στην εξέλιξη της πρώτης εναγομένης, καθόσον την μετέτρεψε από εταιρεία, που απευθυνόταν στο 3% του γυναικείου πληθυσμού, σε εταιρεία εισαγωγής εσωρούχων για μεγάλη πληθυσμιακή μάζα, εφαρμόζοντας για πρώτη φορά, σύστημα μηχανοργάνωσης, εξοπλίζοντας την εταιρεία με κατάλληλα μηχανήματα και λογισμικό, καταχωρώντας τις συναλλαγές και τα οικονομικά στοιχεία σε ηλεκτρονικό σύστημα, συντηρώντας και αναβαθμίζοντάς το περιοδικά, με πολύωρη απασχόληση, επί καθημερινής βάσεως, για χρονικό διάστημα δύο (2)ετών, περίπου. Συνέβαλε, επίσης, καθοριστικά, στη σύναψη σύμβασης αποκλειστικής αντιπροσωπείας της πρώτης εναγομένης, με έναν από τους βασικούς προμηθευτές της, την αμερικανική εταιρεία "P. A. I.", ενώ, από το έτος 1998, αποτελούσε μέλος του ΔΣ της πρώτης εναγομένης. Η ανωτέρω επαγγελματική ενασχόληση του ενάγοντος στην πρώτη εναγομένη αποδεικνύεται, κυρίως, από τα πρακτικά συνεδριάσεων του Δ.Σ. αυτής. Ειδικότερα, στο υπ' αριθμ. .../21.10.1993 πρακτικό συνεδρίασης αναφέρεται ότι η πρώτη εναγομένη, από το έτος 1988, χρησιμοποιεί, άνευ αμοιβής, τις υπηρεσίες του ενάγοντος, σε θέματα οργανωτικά, μηχανογράφησης, μάρκετινγκ, καθώς και για την επικοινωνία με την προμηθεύτρια εταιρεία P., ενώ εγκρίθηκε η δαπάνη ταξιδιού του στις ΗΠΑ, προκειμένου να εκπροσωπήσει, μαζί με τη δεύτερη εναγομένη και τον υιό της Σ. Σ. την πρώτη εναγομένη. Στο υπ' αριθμ. .../17.11.1994 πρακτικό συνεδρίασης αναφέρεται ότι ο ενάγων προσφέρει τις υπηρεσίες και τις γνώσεις του στην πρώτη εναγομένη, χωρίς αμοιβή, ενώ εγκρίθηκε η κάλυψη των εξόδων ταξιδιού του στις ΗΠΑ για διαπραγματεύσεις του, με την εταιρεία P., αναφέροντας ότι αυτός βασικά είναι το άτομο που έχει κάνει όλες τις διαπραγματεύσεις τόσο με την εταιρεία P. Αμερικής όσο και με την εταιρεία B., της οποίας τις εγκαταστάσεις, επίσης, θα επισκεπτόταν. Στο υπ' αριθμ. .../12.1.1995 πρακτικό του ΔΣ, τονίζεται η συμβολή του ενάγοντος στις διαπραγματεύσεις με τις προμηθεύτριες εταιρείες P. και B., ενώ εγκρίθηκε η δαπάνη ταξιδιού του στις ΗΠΑ, για νέες διαπραγματεύσεις με την εταιρία P., δεδομένου ότι η τελευταία είχε αποφασίσει τη μη ανανέωση του συμβολαίου της, που έληγε, στις 30.6.1995. Στο υπ' αριθμ. .../24.8.1995 πρακτικό ΔΣ αποφασίσθηκε να υποβληθεί αίτημα υπέρ του ενάγοντας, της δεύτερης εναγομένης και του υιού της, Σ. Σ., στην Εθνική Τράπεζα για έκδοση επαγγελματικής - εταιρικής κάρτας E.. Στο υπ' αριθμ. 142/7.9.1995 πρακτικό ΔΣ, αναφέρεται ότι η πρώτη εναγομένη χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του ενάγοντος, χωρίς αμοιβή, ενώ εγκρίθηκε η δαπάνη, να συνταξιδέψει με την δεύτερη εναγομένη, στη Βοστώνη και στη Νέα Υόρκη, για διαπραγματεύσεις με προμηθεύτριες εταιρείες της πρώτης εναγομένης. Επίσης, με τα υπ' αριθμ. …/28.3.1996, …/21.10.1999, …/7.12.2000, …/25.10.2001, 228/28.2.2002 πρακτικά ΔΣ εγκρίθηκαν ταξίδια του ενάγοντος στο εξωτερικό για διαπραγματεύσεις, με προμηθεύτριες εταιρείες. Παράλληλα, ο ενάγων αλληλογραφούσε για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, για ζητήματα αντιπροσώπευσης - διανομής προϊόντων από την πρώτη εναγομένη (βλ. ενδεικτικά τις από 15.2.1995, 10.5.1995 απαντητικές επιστολές νομικών του δικηγορικού γραφείου Κώστα Λουκόπουλου, την από 14.9.1995 επιστολή του ιδίου προς την νομική σύμβουλο της εταιρείας P. και την από 30.11.1995 επιστολή εκπροσώπου της ίδιας εταιρείας σχετικά με την προώθηση των προϊόντων της από την πρώτη εναγομένη και την από 22.9.1999 επιστολή της νομικής συμβούλου της εταιρείας S. LEE για πιθανή συνεργασία της με την πρώτη εναγομένη). Επίσης, ο ενάγων για την ενίσχυση της φερεγγυότητας της πρώτης εναγομένης και για τη χρηματοδότησή της, προέβη στις ακόλουθες εγγυήσεις:α) στην από 15.9.1995 σύμβαση παροχής εγγυήσεως με την τράπεζα "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ", για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της πρώτης εναγομένης, από την υπ' αριθμ. .../22.4.1986 σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, ύψους 45.000.000 δρχ., β) στην από 15.9.1995 σύμβαση ενεχυρίασης κατάθεσης με την ίδια ως άνω τράπεζα, με την οποία συνέστησε υπέρ της πρώτης εναγομένης ενέχυρο, επί του τραπεζικού του λογαριασμού με αριθμό ...-2, που τηρείτο στην "ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ", ύψους 108.912,72 καναδικών δολαρίων (2.000.000 δρχ., περίπου), για, επιπλέον, εξασφάλιση της ανωτέρω πίστωσης, γ) στην από 31.1.1997 σύμβαση ενεχυρίασης απαίτησης, με την ίδια ως άνω τράπεζα, προς εξασφάλιση της ίδιας πίστωσης, το όριο της οποίας είχε αυξηθεί μέχρι του ποσού των 200.000.000 δρχ., με την οποία ενεχύρασε το "Αμοιβαίο Κεφάλαιο Δήλος Εισοδήματος", No ..., αξίας 4.779.600 δρχ., συνδικαιούχος του οποίου είχε ορισθεί και η δεύτερη εναγομένη, δ) στην από 24.7.1998 σύμβαση ενεχυρίασης του υπ' αριθμ. .../... λογαριασμού του στην ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ, ύψους 98.215 καναδικών δολαρίων, για επιπρόσθετα δάνεια προς την πρώτη εναγομένη, ύψους 8.300.000 δρχ., στις 24.7.1998 και 11.000.000 δρχ., στις 5.8.1998, ε) στην από 9.4.1998 κατάθεσή του στον λογαριασμό στην EFG Private Bank, ποσού 230.000 καναδικών δολαρίων, προς ενίσχυση των εγγυήσεών του για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, στ) στην από 24.7.1998 σύμβαση ενεχυρίασης κατάθεσης, με την οποία συνέστησε υπέρ της "ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ" ενέχυρο επί του τραπεζικού λογαριασμού του με αριθμό .../..., ποσού 98.215,35 καναδικών δολαρίων, για την ίδια ως άνω πίστωση προς την πρώτη εναγομένη, το όριο της οποίας είχε αυξηθεί μέχρι του ποσού των 200.000.000 δρχ. και ζ) στις από 25.6.1997 και 4.7.1997 συμβάσεις ενεχύρου των υπ' αριθμ. ... και 24...8 λογαριασμών της τράπεζας EFG Private Bank Λουξεμβούργου, ποσού 600.000 και 200.000 καναδικών δολαρίων, αντίστοιχα, στους οποίους μεταφέρθηκε, επιπλέον, το ποσό των 230.000 καναδικών δολαρίων, για την εξασφάλιση δανείου της ίδιας τράπεζας προς την πρώτη εναγομένη, ύψους 81.977.270 JPY. Περαιτέρω, με το από 4.5.1992 ιδιωτικό συμφωνητικό, που δημοσιεύθηκε στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Αθηνών, η δεύτερη εναγομένη και ο υιός της Σ. Σ., συνέστησαν την ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "Β. Σ.. Σ. Ο.Ε.", με αντικείμενο την παραγωγή, εισαγωγή και εξαγωγή εσωρούχων και ενδυμάτων, με ποσοστό συμμετοχής 50% ο καθένας. Με την υπ' αριθμ. 1097/30.6.1994 πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών Στέλιου Σερβόπουλου, που καταχωρήθηκε στο ΦΕΚ με αριθμό 4527/28.7.1994, η ανωτέρω ομόρρυθμη εταιρεία μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Α. Β., Ε., Ε. Κ. Ε. Ε. Ε. Ν. Κ. Ο. Κ." και το διακριτικό τίτλο "Ν..Μ.. Α.Β.Ε.Ε". Με το καταστατικό της ανωτέρω εταιρείας, μοναδικοί μέτοχοι αυτής ορίστηκαν η δεύτερη εναγομένη και ο ανωτέρω υιός της, κατά ποσοστό 70% και 30%, αντίστοιχα, ενώ, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους, στην πραγματικότητα, αφανείς εταίροι ήταν ο ενάγων και η δεύτερη εναγομένη, κατά ποσοστό 50% ο καθένας. Νόμιμοι εκπρόσωποι της εταιρείας αυτής είχαν οριστεί, η δεύτερη εναγομένη, ως πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος και ο ενάγων ως μέλος τους ΔΣ, με δικαίωμα να δεσμεύουν την εταιρεία με την υπογραφή τους κάτω από την εταιρική επωνυμία, ενεργώντας από κοινού ή χωριστά ο καθένας τους. Η ανωτέρω εταιρεία, η οποία συστεγαζόταν με την πρώτη εναγομένη, λειτουργούσε παράλληλα με την πρώτη εναγομένη, κατασκευάζοντας ενδύματα (ρόμπες και νυχτικά), έχοντας μικρό κύκλο εργασιών. Ο ενάγων για τη συμμετοχή του στην ανωτέρω εταιρεία έλαβε το ποσό των 3.600.000 δρχ., στις 7.1.1994, το ποσό των 800.000 δρχ., στις 18.4.1995, το ποσό των 1.100.776 δρχ., στις 30.10.1995 και το ποσό των 1.600.000 δρχ., στις 22.7.1996, ήτοι συνολικά το ποσό των 7.100.776 δρχ. Το έτος 2002, η ανωτέρω εταιρεία πωλήθηκε έναντι τιμήματος 105.980 ευρώ, ποσό που κατατέθηκε στον κοινό λογαριασμό με αριθμό ......, που τηρούσαν ο ενάγων και η δεύτερη εναγομένη στο υποκατάστημα της "ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ", στην Κηφισιά. Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι ο ενάγων, εκτός από τη συμμετοχή του στην ανωτέρω εταιρεία "Ν. ", παρείχε τις προαναφερόμενες υπηρεσίες του και στην πρώτη εναγομένη, στο πλαίσιο της σύμβασης παρακοινωνίας, που είχε συνάψει με την δεύτερη εναγομένη. Ενόψει των ανωτέρω, ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι ο ενάγων, εκτός από τη συμμετοχή του στην εταιρεία "Ν.", ως αφανούς εταίρου και τις υπηρεσίες που παρείχε σ' αυτή, ουδεμία υπηρεσία παρείχε στην πρώτη εναγομένη, κρίνεται απορριπτέος, ως κατ' ουσίαν αβάσιμος. Περαιτέρω, ο ενάγων, μετά την πώληση της εταιρείας "Ν…", κατά το έτος 2002, συνέχισε να παρέχει τις υπηρεσίες του στην πρώτη εναγομένη, από την οποία άρχισε να λαμβάνει, ως αμοιβή, το ποσό των 1.000 ευρώ, μηνιαίως. Επίσης, αποδείχθηκε ότι, κατά το έτος 1995, που η κερδοφορία της πρώτης εναγομένης ήταν σημαντική (κύκλος εργασιών 517.000.000 δρχ.), ο ενάγων και η δεύτερη εναγομένη αποφάσισαν, να αξιοποιήσουν τα κέρδη της εταιρικής μερίδας της τελευταίας, στην απόκτηση των οποίων συνέβαλε και ο ενάγων με την παροχή υπηρεσιών του, χωρίς αμοιβή, προβαίνοντας στην αγορά οικοπέδου για την ανέγερση κτηρίου, το οποίο θα χρησιμοποιούσαν για τη στέγαση των γραφείων και των αποθηκών της πρώτης εναγομένης. Συμφωνήθηκε, δε, μεταξύ τους, ότι το εν λόγω ακίνητο θα αποτελεί κοινή τους περιουσία, λόγω της απόκτησής του από την ως άνω εταιρική τους δραστηριότητα. Η αγορά του οικοπέδου αποφασίσθηκε να γίνει μέσω of shore εταιρείας, για το λόγο, δε, αυτό, στις 5.1.1996 ιδρύθηκε η υπεράκτια εταιρεία με την επωνυμία "P. C. S..A." και έδρα την Μονροβία της Δημοκρατίας της Λιβερίας, το καταστατικό της οποίας, καταχωρήθηκε, αυθημερόν, στο Υπουργείο Εξωτερικών της Δημοκρατίας αυτής. Σύμφωνα με το καταστατικό της εταιρείας αυτής, ιδρυτής, κάτοχος της μοναδικής μετοχής, αξίας 100.000 δολαρίων ΗΠΑ και μοναδικό μέλος του πρώτου Διοικητικού Συμβουλίου αυτής φερόταν ο Κ. Έ. ο οποίος, κατά την ίδια ημερομηνία (5.1.1996) μεταβίβασε στη δεύτερη εναγομένη τη μοναδική μετοχή και όλα τα δικαιώματα, που απέρρεαν, από αυτή, ως προς τη συμμετοχή του μετόχου στο κεφάλαιο της υπεράκτιας εταιρείας. Ενόψει τούτου, ο ισχυρισμός του ενάγοντος, ότι συμμετείχε, ως αφανής εταίρος στην ανωτέρω υπεράκτια εταιρεία, κατά ποσοστό 50%, δεν αποδεικνύεται, βάσιμος. Το γεγονός ότι αποφάσισαν από κοινού την ίδρυσή της, δεν αρκεί για τη θεμελίωση του ισχυρισμού του. Αμέσως, μετά, στις 14.2.1996, δυνάμει του υπ' αριθμ. ... αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Κώτση - Χατζηχρήστου, που μεταγράφηκε νόμιμα, η ανωτέρω εταιρεία απέκτησε την κυριότητα ενός αγροτεμαχίου, εκτάσεως 2.606,86 τ.μ., που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Κ. Α., στη θέση "Βαρειές" (οδός … αρ. 15), αντί τιμήματος 80.000.000 δρχ., που θα καταβαλλόταν, με ισόποσο δάνειο, που θα λάμβανε η αγοράστρια εταιρεία ("P. C. S..A.") από την "ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ". Πράγματι, στις 11.3.1996 καταρτίστηκε μεταξύ της ανωτέρω αγοράστριας υπεράκτιας εταιρείας και της Τράπεζας Εργασίας η υπ' αριθμ. ... σύμβαση δανείου, ποσού 39.120.569 Ιαπωνικών Γιέν (JPY), την οποία εγγυήθηκε η δεύτερη εναγομένη, με την από 11.3.1996 σύμβαση παροχής εγγυήσεως, που συνήψε με την ανωτέρω τράπεζα. Ακολούθως, την Άνοιξη του έτους 1996, άρχισαν οι εργασίες ανέγερσης κτηρίου, αποτελούμενου από υπόγειο και ισόγειο, επιφάνειας 270 τ.μ., έκαστο, α' και β' ορόφους, επιφάνειας 270 τ.μ., έκαστος και από δώμα, επιφάνειας 12 τ.μ. Η κατασκευή του ανωτέρω κτηρίου χρηματοδοτήθηκε από την πρώτη εναγομένη, η οποία μισθώνοντας το ανωτέρω ακίνητο προκατέβαλε τα μισθώματα. Ειδικότερα, με το από 16.6.1996 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μισθώσεως ακινήτου, που καταρτίστηκε μεταξύ της ανωτέρω ιδιοκτήτριας υπεράκτιας εταιρείας ("P. C. S..A.") και της πρώτης εναγομένης, το ανωτέρω αγροτεμάχιο, μετά του υπό κατασκευή κτίσματος, εκμισθώθηκε στην πρώτη εναγομένη, προκειμένου η τελευταία να το χρησιμοποιήσει για τη στέγαση των γραφείων και των αποθηκών της, κατά το χρονικό διάστημα, από 1.1.1997 έως 31.6.2005, αντί μισθώματος 90.000.000 δρχ. για όλη της διάρκεια της μίσθωσης. Από το ποσό αυτό, 40.000.000 δρχ. είχαν, ήδη, καταβληθεί στην εκμισθώτρια, ενώ 30.000.000 δρχ. θα καταβάλλονταν, την 1.11.1996 και 20.000.000 δρχ. θα καταβάλλονταν, κατά την παράδοση του μισθίου, το αργότερο, μέχρι 1.1.1997. Ακολούθως, μεταξύ των ιδίων ως άνω συμβαλλομένων, καταρτίστηκε το από 1.7.1997 συμφωνητικό παράτασης της μίσθωσης, με το οποίο παρατάθηκε η διάρκεια της μίσθωσης για δεκαοχτώ (18), ακόμη, μήνες, ήτοι μέχρι 31.12.2007, αντί μισθώματος 15.000.000 δρχ., για όλο το χρονικό διάστημα παράτασης της μίσθωσης, το οποίο συμφωνήθηκε, να καταβληθεί μέχρι 31.12.1997. Τα ανωτέρω μισθώματα προκαταβλήθηκαν από την πρώτη εναγομένη στην εκμισθώτρια εταιρεία, για τη χρηματοδότηση της κατασκευής του κτηρίου, το οποίο ολοκληρώθηκε, περί τα τέλη του έτους 1997, οπότε και εγκαταστάθηκε η πρώτη εναγομένη. Εξάλλου, κατά την ίδια περίοδο, στο πλαίσιο της εταιρικής συνεργασίας τους, ο ενάγων και η δεύτερη εναγομένη, άνοιξαν, στις 13.6.1997, προσωπικούς λογαριασμούς στην τράπεζα "Banque de Depots", στην Αθήνα, η οποία μετονομάσθηκε αργότερα "EFG Private Bank", με αριθμούς ... και ..., αντίστοιχα, για τους οποίους χορήγησε ο ένας στον άλλο πληρεξούσιο, ώστε ο καθένας τους να έχει δικαίωμα διαχείρισης του λογαριασμού του άλλου. Ειδικότερα, δε, στις 26.6.1997, 4.8.1997 και 9.4.1998, ο ενάγων μετέφερε στον ανωτέρω λογαριασμό του, από την τράπεζα "UBS" Λουξεμβούργου τα ποσά των 600.000,200.000 και 230.000 καναδικών δολαρίων, αντίστοιχα, ενώ, στις 4.7.1997, συνέστησε υπέρ της τράπεζας "EFG Private Bank", ενέχυρο, επί του τρέχοντος και μελλοντικού υπολοίπου του λογαριασμού αυτού, προς εξασφάλιση των απαιτήσεων από δάνεια, που χορηγούνταν στην πρώτη εναγομένη και η δεύτερη εναγομένη, στις 25.7.1997, μετέφερε, από την αμερικανική τράπεζα "ATLANTIC BANK OF NEW YORK" στον ανωτέρω λογαριασμό, με αριθμό ..., της τράπεζας "EFG Private Bank", το ποσό των 350.000 δολαρίων ΗΠΑ και στις 25.2.1999, από την τράπεζα "ERGO BANK" στο Λονδίνο, το ποσό των 270.000 δολαρίων ΗΠΑ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, με την από 23.6.1998 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της πρώτης εναγομένης αποφασίσθηκε η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της, κατά το ποσό των 70.000.000 δρχ. Στην αύξηση αυτή συμμετείχε η δεύτερη εναγομένη, με την αγορά μετοχών, αξίας 20.000.000 δρχ., καθώς και η υπεράκτια εταιρεία, με την επωνυμία "S.-L. ‘Ι. L. I." με την αγορά μετοχών, αξίας 50.000.000 δρχ. Η τελευταία αυτή εταιρεία είχε την έδρα της στις Βρετανικές Παρθένους Νήσους. Ως ιδιοκτήτρια όλων των μετοχών της φερόταν η δεύτερη εναγομένη, η οποία είχε παραχωρήσει την κατοχή τους στην εταιρεία με την επωνυμία "S. C. N. L.", με έδρα το Ντάγκλας της Νήσου του Ανθρώπου, η οποία λειτουργούσε, ως εκπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης και ως θεματοφύλακας του συνόλου των μετοχών της (βλ. τον από 9.7.1998 διορισμό του διευθυντή, το από 22.7.1998 πιστοποιητικό μετοχής της "S.-L. Ι. I." και την από 22.7.1998 δήλωση θεματοφυλακής της "S. C. N. L.". To χρηματικό ποσό των 70.000.000 δρχ. που καταβλήθηκε, στις 16.10.1998, στην πρώτη εναγομένη, για την εξαγορά των μετοχών της, προήλθε από δάνειο ποσού 63.394.000 ιαπωνικών γιέν, που έλαβε η εταιρεία "P. C. S..A.." από την τράπεζα "EFG EUROBANK" στο Λονδίνο, δυνάμει της υπ' αριθμ. ... σύμβασης. Βάσει των ανωτέρω, δεν αποδεικνύεται βάσιμος ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι συμμετείχε, ως αφανής εταίρος, στη ανωτέρω υπεράκτια εταιρεία "S.-L. I. I." και συνεπώς, ότι μέσω αυτής, συμμετείχε στην προαναφερόμενη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της πρώτης εναγόμενης, ως αφανής εταίρος της. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε βάσιμος ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι, το ποσό των 49.000 καναδικών δολαρίων, που αποδεδειγμένα κατέθεσε, στον λογαριασμό του υιού της δεύτερης εναγομένης, Σ. Σ., που τηρούσε στην Τράπεζα Nationale Banque de Grece, Γαλλίας, αφορούσε τη συμμετοχή του, στο μετοχικό κεφάλαιο της πρώτης εναγομένης, ως αφανούς εταίρου, με ποσοστό συμμετοχής του 50%. Οι σχετικές καταθέσεις των μαρτύρων του ενάγοντος δεν κρίνονται βάσιμες, καθόσον δεν ενισχύονται από άλλα αποδεικτικά μέσα και, κυρίως, από έγγραφα. Επομένως, ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι ήταν αφανής εταίρος της πρώτης εναγομένης κρίνεται απορριπτέος, ως κατ' ουσίαν αβάσιμος. Περαιτέρω, κατά το έτος 2003, το ανωτέρω ακίνητο μεταβιβάσθηκε, εν αγνοία του ενάγοντος, στη δεύτερη εναγομένη. Ειδικότερα, με το υπ' αριθμ. ... αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Κώτση - Χατζηχρήστου, που μεταγράφηκε νόμιμα, η εταιρεία "P. C. S..A.", μεταβίβασε στη δεύτερη εναγομένη την κυριότητα του ανωτέρω ακινήτου, που βρίσκεται στην …, με το εντός αυτού βιομηχανικό κτήριο, αντί τιμήματος 455.249,41 ευρώ. Η ανωτέρω μεταβίβαση, την οποία ο ενάγων αντιλήφθηκε το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους, δυσαρέστησε τον ενάγοντα, αφού πραγματοποιήθηκε από τη δεύτερη εναγομένη, κατά παράβαση της συμφωνίας τους ότι το εν λόγω ακίνητο θα αποτελεί την κοινή τους περιουσία, από την προαναφερόμενη κοινή επιχειρηματική τους δραστηριότητα. Ωστόσο, προς αποκατάσταση της διαμορφωθείσας κατάστασης, οι ανωτέρω διάδικοι συμφώνησαν, να τακτοποιήσουν τις μέχρι τότε απαιτήσεις του ενάγοντος από τη μεταξύ τους σύμβαση παρακοινωνίας και την προσφορά των υπηρεσιών του ενάγοντος, χωρίς αμοιβή, στην πρώτη εναγομένη. Ειδικότερα, το Σεπτέμβριο του έτους 2003, συμφωνήθηκε, προφορικά, μεταξύ τους: α) να γίνει αποδέσμευση όλων των εγγυήσεων που είχε χορηγήσει ο ενάγων για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, β) να γίνει μεταβίβαση του 1/2 εξ αδιαιρέτου του προαναφερομένου ακινήτου, στον ενάγοντα, εντός διετίας, άλλως να του καταβληθεί το ισόποσο του 1/2 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου, για την κάλυψη των αμοιβών, που δεν είχε λάβει για τις παρεχόμενες στην πρώτη εναγόμενη υπηρεσίες του, από το έτος 1989 έως το έτος 2002, η αξία του οποίου ( 1/2 εξ αδιαιρέτου), σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους, κάλυπτε τις αμοιβές του για τις προσφερόμενες υπηρεσίες του, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, γ) να του καταβάλλεται από τον Ιανουάριο του έτους 2003 και για όσο χρονικό διάστημα θα συνέχιζε να παρέχει τις υπηρεσίες του στην πρώτη εναγομένη το ποσό των 5.000 ευρώ, μηνιαίως και δ) να καταβληθεί στον ενάγοντα, εντός διετίας, η διαφορά των τόκων, που απώλεσε, από τις εγγυήσεις των καταθέσεών του για τις χρηματοδοτήσεις της πρώτης εναγομένης, τις οποίες εάν δεν είχε εγγυηθεί, θα είχε τοποθετήσει σε Καναδικά Ομόλογα και θα λάμβανε επιτόκιο 8%, αντί του χαμηλότερου επιτόκιο Libor, που λάμβανε για το χρονικό διάστημα, που χρησιμοποιούσε τις καταθέσεις του, για εγγυήσεις της πρώτης εναγομένης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων και μετά την ανωτέρω συμφωνία του με τη δεύτερη εναγομένη, συνέχισε, να παρέχει τις υπηρεσίες του στην πρώτη εναγομένη, στο ίδιο πλαίσιο της συμφωνίας παρακοινωνίας με τη δεύτερη εναγομένη, καθώς και να συμμετέχει ως μέλος στο ΔΣ της πρώτης εναγομένης (βλ. την από 28.6.2005 απόφαση της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης της πρώτης εναγομένης, με την οποία επανεκλέχθηκε μέλος του ΔΣ για το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο του έτους 2005 μέχρι 28.6.2010 και το από 25.1.2007 πρακτικό ΔΣ, με το οποίο κρίθηκε αναγκαίο να συνταξιδέψει στην Κωνσταντινούπολη με το λογιστή της πρώτης εναγομένης για ζήτημα που αφορούσε τον ισολογισμό της εταιρείας P. I. L. και εγκρίθηκαν τα έξοδα ταξιδιού του). Σε εκτέλεση, δε, της από Σεπτεμβρίου 2003 συμφωνίας, ο ενάγων προέβη σε άρση όλων των εγγυήσεων, που είχε χορηγήσει για τη χρηματοδότηση της πρώτης εναγομένης και ειδικότερα, στις 10.1.2005, ήρθησαν από αυτόν οι εγγυήσεις του υπέρ της "ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της πρώτης εναγομένης από τη σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό με αριθμό .../22.4.1986 και, στις 19.9.2007, ήρθη το ενέχυρο επί του λογαριασμού του με αριθμό 24...8 στην τράπεζα "E. P. B. S..A.". Ωστόσο, η δεύτερη εναγομένη δεν τήρησε τους όρους της παραπάνω συμφωνίας,ενώ, από το Σεπτέμβριο του έτους 2007, δεν επικοινωνούσε, πλέον, ούτε τηλεφωνικά με τον ενάγοντα, με δική της, δε, εντολή, η πρώτη εναγομένη διέκοψε την καταβολή του ποσού των 1.000 ευρώ, μηνιαίως, που του κατέβαλε από το έτος 2002. Η συμπεριφορά αυτή της πρώτης εναγομένης προκάλεσε συναισθηματικό χάσμα και τον εκφυλισμό της προσωπικής τους σχέσης, με αποτέλεσμα ο ενάγων, τον Ιανουάριο του έτους 2008, να αποχωρήσει από το ΔΣ και γενικά από τη διαχείριση της πρώτης εναγομένης. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, η δεύτερη εναγομένη, κατά παράβαση του όρου της συμφωνίας της, δεν μεταβίβασε, εντός διετίας, το προαναφερόμενο ακίνητο, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, στον ενάγοντα, ούτε κατέβαλε σ' αυτόν το ισόποσο του 1/2 εξ αδιαιρέτου της αξίας του, ήτοι το ποσό των 227.624,70 ευρώ. Ειδικότερα, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, με τον ανωτέρω όρο συμφωνήθηκε ότι η αξία του 1/2 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου αυτού, κατά τον επίδικο χρόνο της συμφωνίας (Σεπτέμβριος 2003) κάλυπτε όλες τις αμοιβές του ενάγοντος για την παροχή των υπηρεσιών του στην πρώτη εναγομένη, από το έτος 1989 έως το έτος 2002. Σύμφωνα, δε, με το υπ' αριθμ. ... συμβόλαιο αγοραπωλησίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Κώτση - Χατζηχρήστου η αντικειμενική αξία, κατά την εκτίμηση της αρμόδια Δ.Ο.Υ., ανερχόταν στο ποσό των 455.249,41 ευρώ. Επομένως, βάσει της ανωτέρω συμφωνίας, ο ενάγων δικαιούται για την ανωτέρω αιτία το ποσό των 227.624,70 ευρώ (455.249,41 ευρώ : 2) και όχι την εμπορική του αξία, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, ύψους 2.250.000 ευρώ, που αιτείται με την αγωγή του. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εναγομένη, κατά παράβαση του όρου της ίδιας ως άνω συμφωνίας, δεν κατέβαλε στον ενάγοντα, το ποσό των 5.000 ευρώ, μηνιαίως για όσο χρόνο από το Σεπτέμβριο του έτους 2003 συνέχισε να παρέχει τις υπηρεσίες του στην πρώτη εναγομένη. Ειδικότερα, δεν κατέβαλε για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του έτους 2003 έως τον Δεκέμβριο του έτους 2006, το ποσό των 240.000 ευρώ (5.000 ευρώ χ 12 μήνες χ 4 έτη), από τον Ιανουάριο του έτους 2007 μέχρι τον Σεπτέμβριο του έτους 2007 το ποσό των 45.000 ευρώ (9 μήνες χ 5.000 ευρώ) και από τον Οκτώβριο του έτους 2007 μέχρι τον Δεκέμβριο του έτους 2007 το ποσό των 15.000 ευρώ (3 μήνες χ 5.000), ήτοι συνολικά το ποσό των 300.000 ευρώ (240.000 + 45.000 + 15.000). Ωστόσο, από το ποσό αυτό, όπως αιτείται ο ενάγων, πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 1.000 ευρώ, μηνιαίως, που ο ενάγων συνέχιζε να λαμβάνει από την πρώτη εναγομένη, κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του έτους 2003 μέχρι τον Σεπτέμβριο του έτους 2007, ήτοι το ποσό των 57.000 ευρώ (1.000 ευρώ χ 12 μήνες χ 4 έτη + 1.000 ευρώ χ 9 μήνες), οπότε του οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των 243.000 ευρώ (300.000 - 57.000). Επίσης, η δεύτερη εναγομένη, κατά παράβαση του όρου της ως άνω συμφωνίας, δεν κατέβαλε στον ενάγοντα τη διαφορά των τόκων, μεταξύ των καταθέσεών του με επιτόκιο Libor και των καταθέσεών του σε Καναδικά Ομόλογα, με επιτόκιο 8%, για το χρονικό διάστημα που τα ποσά των καταθέσεών του εγγυήθηκε για τις χορηγήσεις υπέρ της πρώτης εναγομένης. Ειδικότερα, για τις καταθέσεις του στην τράπεζα "EFG PRIVATE BANK", κατά το έτος 1997, για χρονικό διάστημα 6 μηνών, ύψους 800.000 καναδικών δολαρίων, με επιτόκιο Libor 3,49%, έλαβε τόκους ποσού 13.960 καναδικών δολαρίων, για καθένα από έτη 1998 έως 2006, για κατάθεση ύψους 1.030.000 καναδικών δολαρίων, με επιτόκιο Libor 5,07%, 4,9%, 5,61%, 4,02%, 2,57%, 2,98%, 2,31%, 2,78% και 4,12%, αντίστοιχα, για κάθε έτος, έλαβε τόκους, ποσού 52.221 καναδικών δολαρίων, 50.470 καναδικών δολαρίων, 57.783 καναδικών δολαρίων, 41.406 καναδικών δολαρίων, 26.471 καναδικών δολαρίων, 30.694 καναδικών δολαρίων, 23.793 καναδικών δολαρίων, 28.634 καναδικών δολαρίων και 42.436 καναδικών δολαρίων, αντίστοιχα, για καθένα από τα ανωτέρω έτη και για χρονικό διάστημα. 9 μηνών, κατά το έτος 2007, για το ίδιο ποσό, με επιτόκιο Libor 4,55%, έλαβε τόκους, ποσού 35.149 καναδικών δολαρίων ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 403.017 καναδικών δολαρίων. Τα ανωτέρω ποσά για το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα, κατατεθειμένα σε Ομόλογα της Κυβέρνησης του Καναδά με επιτόκιο 8%, θα απέδιδαν για καθένα από τα έτη 1998 έως 2006, τόκους ύψους 82.400 καναδικών δολαρίων, για χρονικό διάστημα 6 μηνών, κατά το έτος 1997 το ποσό των 32.000 καναδικών δολαρίων και για χρονικό διάστημα 9 μηνών, κατά το έτος 2007 το ποσό των 61.800 καναδικών δολαρίων, ήτοι συνολικά το ποσό των 835.400 καναδικών δολαρίων. Για τις καταθέσεις του στην "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ", για καθένα από τα έτη 1996 και 1997, ύψους 108.900 καναδικών δολαρίων, με επιτόκιο Libor 4,31% και 3,49%, αντίστοιχα, έλαβε τόκους ποσού 4.694 καναδικών δολαρίων και 3.801 καναδικών δολαρίων, αντίστοιχα, για καθένα από τα έτη 1998 έως 2004, για κατάθεση ύψους 207.000 καναδικών δολαρίων, με επιτόκιο Libor 5,07%, 4,9%, 5,61%, 4,02%, 2,57%, 2,98% και 2,31%, αντίστοιχα, για κάθε έτος, έλαβε τόκους, ποσού 10.500 καναδικών δολαρίων, 10.148 καναδικών δολαρίων, 11.618 καναδικών δολαρίων, 8.325, καναδικών δολαρίων, 5.322 καναδικών δολαρίων, 6.172 καναδικών δολαρίων και 4.784 καναδικών δολαρίων, αντίστοιχα, για κάθε έτος και για χρονικό διάστημα ενός (1) μήνα, κατά το έτος 2005, για το ίδιο ποσό, με επιτόκιο Libor 2,78% έλαβε τόκους, ποσού 480 καναδικών ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 65.844 καναδικών δολαρίων. Τα ανωτέρω ποσά για το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα, κατατεθειμένα σε Ομόλογα της Κυβέρνησης του Καναδά, με επιτόκιο 8%, θα απέδιδαν για καθένα από τα έτη 1998 έως 2004, τόκους ύψους 16.568 καναδικών δολαρίων, για καθένα από τα έτη 1996 και 1997 το ποσό των 8.712 καναδικών δολαρίων, αντίστοιχα και για χρονικό διάστημα ενός (1) μήνα, κατά το έτος 2005 το ποσό των 1.381 καναδικών δολαρίων, ήτοι συνολικά το ποσό των ....781 καναδικών δολαρίων. Επομένως, η δεύτερη εναγομένη, λόγω παράβασης των μεταξύ τους συμφωνηθέντων, οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα για τις εγγυήσεις των καταθέσεών του στην τράπεζα "EFG PRIVATE BANK", το ποσό των 432.383 καναδικών δολαρίων και το ισότιμο αυτού σε ευρώ το ποσό των 288.256 ευρώ και για τις εγγυήσεις των καταθέσεών του στην "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ", το ποσό των 68.... καναδικών δολαρίων και το ισότιμο αυτού σε ευρώ το ποσό των 45.958 ευρώ, ήτοι συνολικά στο ποσό των 334.214 ευρώ. Έτσι, η δεύτερη εναγομένη, λόγω αθέτησης της άνω συμφωνίας της, που συνήψε με τον ενάγοντα το Σεπτέμβριο του έτους 2003, με την οποία ρυθμίστηκαν οι απαιτήσεις του ενάγοντος που προέκυψαν από την προφορική σύμβαση παρακοινωνίας, που συνήψαν μεταξύ τους, επί της εταιρικής μερίδας της δεύτερης εναγομένης στην πρώτη εναγομένη, οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, για τις ανωτέρω αιτίες, το συνολικό ποσό των 804.838,70 (227.624,70 + 243.000 + 334,214) ευρώ. Αντίθετα, η πρώτη εναγομένη, δεν ευθύνεται για τις επίδικες αξιώσεις του ενάγοντος, αφού, κατά τα ανωτέρω δεν αποδείχθηκε, η συμμετοχή του ενάγοντος, ως αφανούς εταίρου, στη μετοχική σύνθεση αυτής. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι, μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης, ανεξαρτήτως ότι ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στην τελευταία, ουδεμία έννομη σχέση, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, υφίσταται μεταξύ αυτής και του ενάγοντος, ως παρακοινωνού, αφού στη σύμβαση παρακοινωνίας, μόνον, μεταξύ του εταίρου και του παρακοινωνού γεννώνται σχέσεις, που έχουν περιεχόμενο τη συμμετοχή του τρίτου παρακοινωνού στα κέρδη και στις ζημίας, που αναλογούν στον εταίρο από τη συμμετοχή του στην εταιρεία". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, αντικαθιστώντας τις αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, απέρριψε την έφεση του αναιρεσιβλήτου ως προς την πρώτη εναγομένη, επικυρώνοντας κατά το μέρος αυτό την πρωτόδικη απόφαση που είχε απορρίψει την αγωγή του, ενώ δέχθηκε την έφεση του αναιρεσιβλήτου ως προς την αναιρεσείουσα- δεύτερη εναγομένη και εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που είχε απορρίψει και ως προς αυτήν την αγωγή του, κατά το μέρος που την είχε κρίνει νόμιμη, στη συνέχεια δε, κρατώντας και δικάζοντας την αγωγή ως προς το ίδιο κεφάλαιο, δέχτηκε εν μέρει αυτήν και ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση της αναιρεσείουσας-δεύτερης εναγομένης να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο-ενάγοντα το ποσό των 804.838,70 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως.
4. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σ' αυτήν με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφατικές ή ενδοιαστικές διατυπώσεις τα, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό του πόρισμα περί συνδρομής όλων των απαιτούμενων όρων και προϋποθέσεων για την κατάφαση της ευθύνης της αναιρεσείουσας προς καταβολή στον αναιρεσίβλητο της προς αυτόν οφειλής της, δυνάμει της καταρτισθείσας μεταξύ των διαδίκων από Σεπτέμβριο του 2003 προφορικής συμφωνίας στα πλαίσια σύμβασης παρακοινωνίας, και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 741 και 361 ΑΚ, που ήσαν εφαρμοστέες στην προκείμενη περίπτωση. Ειδικότερα, στηρίζουν το ανωτέρω αποδεικτικό πόρισμα του Εφετείου οι παρακάτω ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ήτοι: 1) ότι τον Αύγουστο του 1989 ο αναιρεσίβλητος, αποδεχόμενος πρόταση της αναιρεσείουσας, με την οποία το 1987 διατηρούσε εξωσυζυγικές ερωτικές σχέσεις, συνήψε με αυτήν σύμβαση παρακοινωνίας επί της εταιρικής μερίδας της στην ως άνω αναφερόμενη (πρώτη εναγομένη) εταιρεία, κατά ποσοστό 50% ο καθένας, συμφωνώντας, ειδικότερα, να αναλάβει ο ενάγων οργανωτικά καθήκοντα στην πρώτη εναγομένη, οι αμοιβές του να παραμένουν στην εταιρεία και τα κέρδη τους από την εταιρεία να αποταμιεύονται σε κοινό λογαριασμό, ώστε να διανεμηθούν μεταξύ τους, κατά την επισημοποίηση της σχέσης τους, στο πλαίσιο δε της ανωτέρω συμφωνίας τους ο ενάγων ανέλαβε την ουσιαστική διαχείριση της πρώτης εναγομένης εταιρείας, συμβάλλοντας αποφασιστικά στη θετική εξέλιξή της με πολύωρη απασχόληση σε καθημερινή βάση για διάστημα δύο περίπου ετών, 2) ότι προέβαινε ακόμη και σε διαπραγματεύσεις με προμηθευτές για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης εταιρείας, μετά από σχετική ενημέρωση του Δ.Σ. αυτής, του οποίου από το έτος 1998 ήταν μέλος, 3) ότι στο πλαίσιο της ουσιαστικής διαχείρισης της εταιρείας χορήγησε προς αυτήν τις αναφερόμενες ως άνω σημαντικές εγγυήσεις, ακόμη και με συμβάσεις ενεχύρασης καταθέσεων ατομικών τραπεζικών λογαριασμών του, προς εξασφάλιση απαιτήσεων από δάνεια που χορηγούνταν στην πρώτη εναγομένη εταιρεία και την αύξηση των πιστώσεων προς αυτή, 4) ότι τα κέρδη της πρώτης εναγομένης εταιρείας κατατίθεντο σε κοινό λογαριασμό του αναιρεσιβλήτου και της αναιρεσείουσας, 5) ότι προσέφερε τις υπηρεσίες του στην πρώτη εναγομένη εταιρεία χωρίς να λαμβάνει, μέχρι το έτος 2002, μισθό, 6) ότι ο αναιρεσίβλητος συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο ίδιο πλαίσιο της συμφωνίας παρακοινωνίας με την αναιρεσείουσα, καθώς και να συμμετέχει ως μέλος στο ΔΣ της πρώτης εναγομένης εταιρείας και μετά το έτος 2003, μέχρι τον Ιανουάριο του έτους 2008, οπότε, η προσωπική αυτή σχέση τους οδηγήθηκε σε οριστική λήξη, λαμβάνοντας μάλιστα κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του έτους 2003 μέχρι τον Σεπτέμβριο του έτους 2007 ως μισθό το ποσό των 1.000 ευρώ μηνιαίως, 7) ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι το αγορασθέν από την υπεράκτια εταιρεία με την επωνυμία "P. C. S..A." ακίνητο, που βρίσκεται στην …, με το εντός αυτού βιομηχανικό κτήριο, θα αποτελεί κοινή τους περιουσία, λόγω της απόκτησής του από την ως άνω εταιρική τους δραστηριότητα, 8) ότι η μεταβίβαση το 2003 του ανωτέρω ακινήτου στην αναιρεσείουσα, την οποία ο αναιρεσίβλητος αντιλήφθηκε το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους, δυσαρέστησε τον τελευταίο, αφού πραγματοποιήθηκε από την αναιρεσείουσα, κατά παράβαση της συμφωνίας τους ότι το εν λόγω ακίνητο θα αποτελεί την κοινή τους περιουσία, από την προαναφερόμενη κοινή επιχειρηματική τους δραστηριότητα, 9) ότι, προς αποκατάσταση της διαμορφωθείσας κατάστασης, οι ανωτέρω διάδικοι συμφώνησαν, να τακτοποιήσουν τις μέχρι τότε απαιτήσεις του αναιρεσιβλήτου από τη μεταξύ τους σύμβαση παρακοινωνίας και την προσφορά των υπηρεσιών του, χωρίς αμοιβή, στην πρώτη εναγομένη εταιρεία. Ειδικότερα, ότι το Σεπτέμβριο του έτους 2003, συμφωνήθηκε, προφορικά, μεταξύ τους: α) να γίνει αποδέσμευση όλων των εγγυήσεων που είχε χορηγήσει ο αναιρεσίβλητος για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης εταιρείας, β) να γίνει μεταβίβαση του 1/2 εξ αδιαιρέτου του προαναφερομένου ακινήτου, στον αναιρεσίβλητο, εντός διετίας, άλλως να του καταβληθεί το ισόποσο του 1/2 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου, για την κάλυψη των αμοιβών, που δεν είχε λάβει για τις παρεχόμενες στην πρώτη εναγόμενη εταιρεία υπηρεσίες του, από το έτος 1989 έως το έτος 2002, η αξία του οποίου ( 1/2 εξ αδιαιρέτου), σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους, κάλυπτε τις αμοιβές του για τις προσφερόμενες υπηρεσίες του, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, γ) να του καταβάλλεται από τον Ιανουάριο του έτους 2003 και για όσο χρονικό διάστημα θα συνέχιζε να παρέχει τις υπηρεσίες του στην πρώτη εναγομένη εταιρεία το ποσό των 5.000 ευρώ, μηνιαίως και δ) να καταβληθεί στον αναιρεσίβλητο, εντός διετίας, η διαφορά των τόκων, που απώλεσε, από τις εγγυήσεις των καταθέσεών του για τις χρηματοδοτήσεις της πρώτης εναγομένης εταιρείας, τις οποίες εάν δεν είχε εγγυηθεί, θα είχε τοποθετήσει σε Καναδικά Ομόλογα και θα λάμβανε επιτόκιο 8%, αντί του χαμηλότερου επιτόκιο Libor, που λάμβανε για το χρονικό διάστημα, που χρησιμοποιούσε τις καταθέσεις του, για εγγυήσεις της πρώτης εναγομένης εταιρείας, 10) ότι σε εκτέλεση της ανωτέρω συμφωνίας, ο αναιρεσίβλητος προέβη σε άρση όλων των εγγυήσεων, που είχε χορηγήσει για τη χρηματοδότηση της πρώτης εναγομένης εταιρείας,11) ότι η αναιρεσείουσα δεν τήρησε τους όρους της εν λόγω συμφωνίας και συγκεκριμένα α) δεν κατέβαλε στον ενάγοντα, ολόκληρο το συμφωνηθέν ποσό των 5.000 ευρώ, μηνιαίως για όσο χρόνο από το Σεπτέμβριο του έτους 2003 συνέχισε να παρέχει τις υπηρεσίες του στην πρώτη εναγομένη, παρά μόνον κατέβαλλε 1.000 ευρώ μηνιαίως, από τον Ιανουάριο του έτους 2003 μέχρι τον Σεπτέμβριο του έτους 2007, οπότε με δική της εντολή η πρώτη εναγομένη εταιρεία διέκοψε την καταβολή του, με συνέπεια να του οφείλεται υπόλοιπο ποσό 243.000 ευρώ, β) δεν μεταβίβασε, εντός διετίας, το προαναφερόμενο ακίνητο, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, στον αναιρεσίβλητο, ούτε κατέβαλε σ' αυτόν το ισόποσο του 1/2 εξ αδιαιρέτου της αξίας του, ήτοι το ποσό των 227.624,70 ευρώ, και γ) δεν κατέβαλε στον αναιρεσίβλητο τη διαφορά των τόκων, μεταξύ των καταθέσεών του με επιτόκιο Libor και των καταθέσεών του σε Καναδικά Ομόλογα, με επιτόκιο 8%, για το χρονικό διάστημα που τα ποσά των καταθέσεών του εγγυήθηκε για τις χορηγήσεις υπέρ της πρώτης εναγομένης εταιρεία, ανερχόμενη στο ποσό των 334.214 ευρώ και 12) ότι έτσι, η αναιρεσείουσα, λόγω αθέτησης της άνω συμφωνίας της, που συνήψε με τον αναιρεσίβλητο το Σεπτέμβριο του έτους 2003, με την οποία ρυθμίστηκαν οι απαιτήσεις του τελευταίου που προέκυψαν από την προφορική σύμβαση παρακοινωνίας, που συνήψαν μεταξύ τους, επί της εταιρικής μερίδας της αναιρεσείουσας στην πρώτη εναγομένη εταιρεία, οφείλει στον αναιρεσίβλητο, για τις ανωτέρω αιτίες, το συνολικό ποσό των 804.838,70 (227.624,70 + 243.000 + 334.214) ευρώ. Οι παραπάνω παραδοχές αποτελούν πλήρη και σαφή αιτιολογία που στηρίζει επαρκώς το διατακτικό της αποφάσεως, χωρίς να καταλείπονται λογικά κενά. Οι δε επιμέρους αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, κατά το σκέλος που επικαλείται ανεπαρκείς αιτιολογίες αναφορικά με τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες καταρτίστηκε η προφορική συμφωνία μεταξύ των διαδίκων τον Σεπτέμβριο του έτους 2003, τυγχάνουν απορριπτέες ως αβάσιμες, καθώς οι επικαλούμενες από αυτήν ελλείψεις και ειδικότερα η μη αναφορά της ακριβούς ημερομηνίας και του τόπου κατάρτισης της συμφωνίας, και ενώπιον ποιών προσώπων, δεν αποτελούν στοιχεία αναγκαία για την πλήρωση του πραγματικού των οικείων άρθρων του ΑΚ. Ούτε, βεβαίως, ήταν απαραίτητο να αναφερθεί επακριβώς σε ποιό ποσό ανέρχονταν οι προγενέστερες απαιτήσεις του αναιρεσιβλήτου από αμοιβές που του οφείλονταν, και αν το ακίνητο επί της οδού ... αρ. 15 στην … αποτελούσε ή όχι κοινή περιουσία του με την αναιρεσείουσα, καθώς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης στηρίζουν οι παραδοχές της περί της από 2003 προφορικής συμφωνίας των διαδίκων και του ειδικότερου περιεχομένου αυτής, το οποίο αναφέρεται με σαφήνεια, εξάλλου το ως άνω ακίνητο, κατά τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, συμφωνήθηκε να αποτελέσει κοινή περιουσία των διαδίκων. Περαιτέρω, ουδεμία αντίφαση δημιουργείται μεταξύ της παραδοχής του Εφετείου ότι η ανωτέρω συμφωνία καταρτίστηκε το Σεπτέμβριο του 2003 και αυτής ότι η αμοιβή του ενάγοντος, ύψους 5.000 ευρώ μηνιαίως συμφωνήθηκε να καταβληθεί αρχής γενομένης τον Ιανουάριο του έτους 2003, αφού το Εφετείο κατά τρόπο σαφή δέχτηκε ότι η αμοιβή αυτή συμφωνήθηκε να καταβάλλεται αναδρομικώς από τον Ιανουάριο του έτους 2003 μέχρι τον Δεκέμβριο του έτους 2007. Επομένως, ο δεύτερος, από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
5.Ο από το άρθρο 559 αρ.11 περ.α ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, της λήψης υπόψη αποδεικτικών μέσων που ο νόμος δεν επιτρέπει, ιδρύεται όταν λαμβάνεται υπόψη αποδεικτικό μέσο άλλο από εκείνα που καθορίζονται στα άρθρα 339 και 340 παρ. 1 του ΚΠολΔ, είτε για άμεση είτε για έμμεση απόδειξη, καθώς και όταν η χρήση του νόμιμου αποδεικτικού μέσου δεν είναι επιτρεπτή στη συγκεκριμένη περίπτωση λόγω της φύσεως της υποθέσεως, ενόψει και των περιορισμών των άρθρων 393-394 ΚΠολΔ (ΑΠ 1298/1990) ή προβλέπεται απόδειξη μόνο με συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο (ΟλΑΠ 8/1987). Για να είναι, όμως, ορισμένος ο λόγος αυτός αναίρεσης πρέπει να προσδιορίζεται στο αναιρετήριο το αποδεικτικό μέσο, που παρανόμως λήφθηκε υπόψη και ο λόγος για τον οποίο δεν έπρεπε να ληφθεί, να προβάλλεται δε ισχυρισμός ότι το απαράδεκτο αυτό προτάθηκε από τον αναιρεσείοντα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις αναφερόμενες στο άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ εξαιρετικές περιπτώσεις (ΑΠ 218/2020, ΑΠ 374/2019, ΑΠ 1510/2011, ΑΠ 315/2008, ΑΠ 263/1989). Κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 36 του Ν. 4842/2021 και εφαρμόζεται και επί εκκρεμών ενδίκων μέσων, κατ' άρθρο 116 παρ.2 εδ. β του ως άνω νόμου, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε ή δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημοσία τάξη ή το δεδικασμένο. Η διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού όλων των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει τον προβαλλόμενο λόγο αναίρεσης, είχε προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να καθορίζεται τόσο το περιεχόμενο του, όσο και ο νόμιμος τρόπος που προτάθηκε ή επαναφέρθηκε στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 686/2021). Το γεγονός δε ότι ο σχετικός ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο δεν σημαίνει και ότι ο κανόνας είναι δημοσίας τάξεως, διότι ναι μεν η εφαρμογή του νόμου είναι έργο αυτεπάγγελτης ενέργειας του δικαστή, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όλοι οι νόμοι είναι δημοσίας τάξεως, αφού στην έννοια της δημοσίας τάξεως περιλαμβάνονται οι κανόνες με τους οποίους η πολιτεία προστατεύει θεμελιώδεις αξίες και αντιλήψεις του εννόμου βίου, πολιτειακές, ηθικές, οικονομικές και κοινωνικές η προσβολή των οποίων δεν είναι ανεκτή από την κρατούσα γενική περί δικαίου συνείδηση. Αλλά και οι λόγοι που ανάγονται στη δημόσια τάξη είναι παραδεκτοί το πρώτο στον Άρειο Πάγο εφόσον τα πραγματικά περιστατικά που τους στηρίζουν προβλήθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας και αυτό προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του (ΟλΑΠ 15/2000, ΑΠ 93/2020). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 393 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως η διάταξη αυτή ίσχυε κατά τον χρόνο της συζητήσεως της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο(26-3-2015), συμβάσεις και συλλογικές πράξεις δεν μπορούν να αποδειχθούν με μάρτυρες, εφόσον η αξία του αντικειμένου τους υπερβαίνει τις 20.000 ευρώ. Κατ' εξαίρεση και σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 394 § 1 περ. β' ΚΠολΔ, η απόδειξη με μάρτυρες επιτρέπεται, πλην των άλλων περιπτώσεων και σε κάθε περίπτωση, αν υπήρχε φυσική ή ηθική αδυναμία να αποκτηθεί έγγραφο. Ηθική αδυναμία αποκτήσεως εγγράφου υπάρχει όταν τα μέρη κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως συνδέονταν με τόσο στενό δεσμό, ώστε σύμφωνα με τις κρατούσες κοινωνικές και συναλλακτικές αντιλήψεις, η αξίωση συντάξεως εγγράφου να εμφανίζεται ως ανοίκεια δυσπιστία. Όταν δηλαδή κατά το χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας, για λόγους ηθικής τάξης ή και ψυχολογικούς ακόμη, η αξίωση σύνταξης εγγράφου, υπό τις ιδιάζουσες αυτές σχέσεις ή καταστάσεις, θα υποδήλωνε έλλειψη εμπιστοσύνης με συνέπεια τον κλονισμό των σχέσεων των μερών, και ενδεχομένως τη ματαίωση της δικαιοπραξίας. Ο δεσμός αυτός, μπορεί να είναι στενή συγγένεια, συναδελφική συνεργασία, στενή μακροχρόνια φιλία, μνηστεία, ερωτικός ή στενός φιλικός δεσμός κλπ. Η απόδειξη για το γεγονός από το οποίο μπορεί να προκύψει ηθική αδυναμία, το οποίο (γεγονός) επικαλείται ο υπόχρεος σε απόδειξη, εφόσον αμφισβητηθεί, γίνεται και με μάρτυρες. Η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας, εφόσον βεβαιώνει την ύπαρξη ηθικής αδυναμίας για την απόκτηση έγγραφης απόδειξης, αποτελεί κρίση περί πραγμάτων του δικαστηρίου της ουσίας που είναι ανέλεγκτη κατά το άρθρο 561 ΚΠολΔ από τον Άρειο Πάγο και δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των άνω δικονομικών διατάξεων (ΑΠ 1402/2008, ΑΠ 1004/2005).
6. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αρ. 11α του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη αποδεικτικό μέσο που ο νόμος δεν επιτρέπει και συγκεκριμένα ότι, για την απόδειξη της βασιμότητας της αγωγής και δη την απόδειξη της κατάρτισης και του περιεχομένου της επικαλούμενης προφορικής συμφωνίας, που καταρτίστηκε το Σεπτέμβριο του έτους 2003, η αξία της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 20.000,00 ευρώ, δέχθηκε την εμμάρτυρη απόδειξη και δη έλαβε υπόψη την κατάθεση του μάρτυρος του αναιρεσιβλήτου Λάζαρου Λαζαρίδη. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, διότι η αναιρεσείουσα δεν ισχυρίζεται ότι προέβαλε νόμιμα τον ανωτέρω ισχυρισμό στο δικαστήριο της ουσίας, σε κάθε δε περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων και δη των εγγράφων προτάσεων μετά των προσθηκών - αντικρούσεων που υπέβαλε αυτή στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου είχαν εξεταστεί οι μάρτυρες των διαδίκων, και των εγγράφων προτάσεων που υπέβαλε στο Εφετείο, τόσο κατά την αρχική συζήτηση της εφέσεως του αναιρεσιβλήτου, όσο και κατ' αυτήν που έλαβε χώρα μετά την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου επί της αναιρέσεως του εδώ αναιρεσιβλήτου, προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα όχι μόνο δεν προέβαλε, δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου, τέτοιο ισχυρισμό στο δικαστήριο της ουσίας, αλλά αντίθετα επικαλέστηκε και η ίδια μαρτυρική κατάθεση, δηλαδή εκείνη της προταθείσας από την ίδια μάρτυρός της Μ. Φ., την οποία εξέτασε ανταποδεικτικά, προσκόμισε δε σχετικώς και περαιτέρω ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες ελήφθησαν επιμελεία της. Επιπροσθέτως, δεν συντρέχει οποιαδήποτε περίπτωση εκ του άρθρου 562 παράγραφος 2 ΚΠολΔ που να δικαιολογεί το παραδεκτό της προβολής του λόγου αυτού αναιρέσεως, έστω και αν ο σχετικός ισχυρισμός δεν προτάθηκε ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, περίπτωση που δεν επικαλείται, άλλωστε, ούτε και η αναιρεσείουσα με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης. Άλλως, σε κάθε περίπτωση, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, καθώς με δεδομένο ότι κατά, την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση της αναιρεσιβαλλομένης, μεταξύ των διαδίκων υπήρχε στενή συναισθηματική σχέση, εξ' αυτού έπεται ότι υφίστατο ηθική αδυναμία να αποκτηθεί έγγραφο, το οποίο θα αποδείκνυε την σύμβαση και το περιεχόμενο αυτής (ΑΠ 402/2012, ΑΠ 1383/2009). Κατ' ακολουθία των ανωτέρω είναι νόμιμη, σε κάθε περίπτωση, κατ' άρθρο 394 § 1 περ. β' ΚΠολΔ η απόδειξη με μαρτυρική κατάθεση της κατάρτισης της επίδικης σύμβασης, η οποία υπερβαίνει το ποσό των 20.000 ευρώ και συνακόλουθα το Εφετείο δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 11 περ. α' ΚΠολΔ.
7. Με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. β' του ΚΠολΔ ορίζεται περαιτέρω ότι η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς. Ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται οι ορισμοί, οι φυσικοί κανόνες, οι σταθερές γενικές αρχές και οι αφηρημένες υποθετικές κρίσεις για την εξέλιξη των πραγμάτων, που συνάγονται επαγωγικώς και αντλούνται -με τη βοήθεια της επιστημονικής έρευνας και των μεθόδων των φυσικών επιστημών- από την παρατήρηση του καθημερινού συναλλακτικού βίου, τη μελέτη της εμπειρικής πραγματικότητας και τις -έχουσες καταστεί κοινό κτήμα- γενικές, τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, και χρησιμεύουν στο δικαστήριο είτε για την ερμηνεία των κανόνων δικαίου, μέσω της εξειδίκευσης των αόριστων νομικών εννοιών, οπότε και η παράβασή τους ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο, είτε για την έμμεση απόδειξη και την εξακρίβωση της βασιμότητας των κρίσιμων και αποδεικτέων πραγματικών περιστατικών, που αποτέλεσαν το αντικείμενο της απόδειξης σε συγκεκριμένη δίκη (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), ήτοι για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν, οπότε και η τοιαύτη χρησιμοποίηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (ΟλΑΠ 8/2005). Οσάκις, δηλαδή, τα διδάγματα της κοινής πείρας άγουν στη διαπίστωση της αλήθειας κάποιου πραγματικού ισχυρισμού και στη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ή, γενικώς, στην εκτίμηση των αποδείξεων (π.χ. της αξιοπιστίας των μαρτύρων), τότε η χρησιμοποίησή τους από το δικαστήριο ή η παράλειψη της προσφυγής σ' αυτά παραμένει αναιρετικώς ανέλεγκτη και δεν μπορεί να ιδρύσει τον εκ του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. β' ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης (ΑΠ 334/2019, ΑΠ 24/2019, ΑΠ 20/2019, ΑΠ 444/2014).Ειδικότερα, ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποίησε εσφαλμένα - δηλαδή με τρόπο που δεν συνάδει προς τις αρχές της λογικής (ΑΠ 110/2019)- ή εσφαλμένα παρέλειψε να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, έστω και αυτεπάγγελτα, προκειμένου να προσδιορίσει, με βάση αυτά, την αληθή έννοια ορισμένου (του ad hoc εφαρμοστέου) κανόνα ουσιαστικού δικαίου και, ιδίως, για να εξειδικεύσει αόριστες νομικές έννοιες που αυτός τυχόν περιέχει ή να υπαγάγει (ή όχι) σ' αυτόν τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά της εκάστοτε διαφοράς (ΟλΑΠ 9-13/2005, ΑΠ 110/2019, 45/2019, ΑΠ 690/2018, ΑΠ 1751/2017, ΑΠ 969/2011), όχι, όμως, και όταν χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για τη στήριξη της έμμεσης απόδειξης ή για την εξακρίβωση της ύπαρξης πραγματικών περιστατικών ή για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν από τους διαδίκους, γιατί στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 561 § 1 ΚΠολΔ, είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (ΑΠ 74/2019, ΑΠ 69/2019, ΑΠ 401/2018, ΑΠ 64/2017, ΑΠ 176/2011).
Συνεπώς, η παραβίαση των διδαγμάτων κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή στην υπαγωγή των αποδεδειγμένων πραγματικών γεγονότων σε αυτούς (ΟλΑΠ 2/2008, ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 45/2019).Εξάλλου, στο αναιρετήριο πρέπει, συναφώς, να εκτίθενται ποία συγκεκριμένα διδάγματα της κοινής πείρας παραβιάστηκαν, ο κανόνας δικαίου, στην εξειδίκευση του οποίου δεν χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα και σε τι ακριβώς συνίσταται η παραβίαση. Επιπροσθέτως, πρέπει να αναφέρεται ο τρόπος, κατά τον οποίο παραβιάστηκαν τα διδάγματα αυτά, καθώς και η, κατά τον αναιρεσείοντα, ορθή έννοια του κανόνα δικαίου, ο οποίος προκύπτει απ' αυτά που το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποίησε (ΑΠ 74/2019, ΑΠ 20/2019, ΑΠ 401/2018, ΑΠ 64/2017).
8.Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από το άρθρο 559 αρ. 1 εδάφ. β` του ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι κατά παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας δέχθηκε ότι μεταξύ των διαδίκων καταρτίστηκε προφορικώς τον Σεπτέμβριο του έτους 2003 σύμβαση, με την οποία συμφώνησαν τον τρόπο τακτοποίησης των μέχρι τότε απαιτήσεων του αναιρεσιβλήτου από τη μεταξύ τους σύμβαση παρακοινωνίας και την προσφορά των υπηρεσιών του, χωρίς αμοιβή, προς την πρώτη εναγομένη εταιρεία, ενώ, κατά τα επικαλούμενα από την αναιρεσείουσα, τα διδάγματα της κοινής πείρας επέβαλαν την "πανηγυρική" κατάρτιση μια τέτοιας συμφωνίας. Ο λόγος, όμως, αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι, ανεξαρτήτως του ότι δεν εκτίθεται στο αναιρετήριο η φερόμενη ως εσφαλμένη έννοια που αποδόθηκε από το δικαστήριο της ουσίας στο συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, όπως προκύπτει από τα διδάγματα της κοινής πείρας που το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε ή δεν εφάρμοσε, οι επικαλούμενες αιτιάσεις αναφέρονται όχι στην ερμηνεία κανόνων δικαίου ή στην υπαγωγή σ' αυτούς των πραγματικών που έχουν γίνει δεκτά, αλλά ευθέως στην απόδειξη κρίσιμων γεγονότων και στην εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, οι οποίες όμως δεν υπόκεινται σε αναιρετικό έλεγχο (άρθ. 561 παρ.1 του ΚΠολΔ).
9. Κατ` ακολουθίαν τούτων, αφού δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου αυτής στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου που κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός του (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ -
Απορρίπτει την από 4-11-2021 αίτηση της Β. Σ.,για αναίρεση της υπ` αριθμ. 2192/2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
-Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
-
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες και επτακόσια (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Δεκεμβρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Ιανουαρίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ