
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 89 / 2024    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 89/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Βρυσηίδα Θωμάτου και Κλεόβουλο - Δημήτριο Κοκκορό - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 27 Μαρτίου 2023, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Κ. Κ. του Ν., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Καλαμπαλίκη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "I. P. Σ., Δ. Α. Ε. Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "S. H. INC", που εδρεύει στις Η.Π.Α., Νέα Υόρκη και εκπροσωπείται νόμιμα. Η πρώτη αναιρεσίβλητη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στυλιανό Δερμιτζάκη, ο οποίος, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ζήτησε την αναβολή της υπόθεσης λόγω έλλειψης νομιμοποίησης της δεύτερης αναιρεσιβλήτου. Για το αίτημα της αναβολής τον λόγο έλαβε και ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος, ο οποίος δεν συναίνεσε.
Το Δικαστήριο διασκέφτηκε και, διά του Προέδρου του, απέρριψε το αίτημα της αναβολής και προχώρησε στη συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία η δεύτερη αναιρεσίβλητη δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9-5-2016 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 104/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 164/2020 του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24-9-2021 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν ο αναιρεσείων και η πρώτη αναιρεσίβλητη, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της πρώτης αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το άρθρο 576 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανιστεί κάποιος διάδικος, ο Άρειος Πάγος ερευνά ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση. Εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο αντίδικός του, ερευνά αν ο τελευταίος έχει κλητεύσει νόμιμα και εμπρόθεσμα τον απολειπόμενο διάδικο και, σε καταφατική περίπτωση, η συζήτηση της υπόθεσης προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών. Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσκομιζόμενη με επίκληση από τον αναιρεσείοντα υπ' αριθ. 10128 Δ'/8-11-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Κωνσταντίνου Παπαδημητρίου, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 24-9-2021 ένδικης αίτησης αναίρεσης, με πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου περί ορισμού του Α2 Τμήματος ως αρμοδίου για την εκδίκαση αυτής, πράξη του Προέδρου του Α2 Τμήματος περί ορισμού δικασίμου της αίτησης και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε με επιμέλεια του αναιρεσείοντος στη δεύτερη αναιρεσίβλητη και συγκεκριμένα στο δικηγόρο Στυλιανό Δερμιτζάκη, ως αντίκλητο αυτής κατ' άρθρο 143 παρ.1 ΚΠολΔ, ο οποίος είχε παρασταθεί ως πληρεξούσιος δικηγόρος της στη δίκη ενώπιον του Εφετείου που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Όμως η τελευταία δεν εμφανίστηκε στη δικάσιμο αυτή, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο πινάκιο και γι' αυτό, αφού κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, θα πρέπει το δικαστήριο να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, παρά την απουσία της [άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ].
Με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης του εναγομένου προσβάλλεται η υπ' αριθ. 164/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων και απέρριψε την από 13-11-1017 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος - εναγομένου, κατά τη υπ' αριθ. 104/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει κατά ένα μέρος δεκτή η από 9-5-2016 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και είχε υποχρεωθεί ο εναγόμενος να παραλείπει να διακινεί στην Ελλάδα όλα τα σκευάσματα της δεύτερης ενάγουσας που φέρουν τα σήματά της και τα οποία, από κατασκευής τους, προορίζονται να κυκλοφορούν σε χώρες εκτός ΕΟΧ, καθώς επίσης υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει σε κάθε ενάγουσα το ποσό των 4000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα [άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ]. Επομένως, είναι παραδεκτή [άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ] και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της [άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ].
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 146/1914 "περί αθεμίτου ανταγωνισμού", απαγορεύεται κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές κάθε πράξη που γίνεται προς το σκοπό ανταγωνισμού και αντίκειται στα χρηστά ήθη, ο δε παραβάτης μπορεί να εναχθεί προς παράλειψη της πράξης και προς ανόρθωση της ζημίας που η πράξη προκάλεσε. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, που αποτελεί γενική ρήτρα κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού, ουσιώδης προϋπόθεση για τη δημιουργία αξίωσης προς παράλειψη πράξης που γίνεται από το φορέα επιχείρησης κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές της, είναι ο σκοπός ανταγωνισμού από τον οποίο πρέπει να κυριαρχείται η πράξη και η αντίθεσή της προς τα χρηστά ήθη (ΑΠ 1594/2022).
Συνεπώς, η απαγορευτική ρήτρα της ανωτέρω διατάξεως προϋποθέτει για την εφαρμογή της ανταγωνιστική συμπεριφορά, αντικειμένη στα χρηστά ήθη και ανταγωνιστικό σκοπό, με την έννοια της πρόθεσης των άρθρων 914 και 919 του Α.Κ.(ΑΠ 1336/2022). Σκοπός ανταγωνισμού υπάρχει όταν η πράξη γίνεται με πρόθεση ενίσχυσης του ίδιου ή ξένου ανταγωνισμού και είναι αντικειμενικά πρόσφορη να εξυπηρετήσει τον ανταγωνισμό, δηλαδή απαιτείται σχέση ανταγωνισμού μεταξύ του υποκειμένου της πράξης και τρίτων, οι οποίοι πάντως δεν προστατεύονται από κάθε αντίθετη προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά, αλλά μόνον από εκείνη που επιδρά αρνητικά στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες ή απειλεί την ανταγωνιστική συμπεριφορά τους. Πρόθεση βλάβης του ανταγωνιστή δεν απαιτείται και ούτε είναι αναγκαίο ο σκοπός ανταγωνισμού να αποτελεί το μόνο σκοπό της πράξης. Η ύπαρξη σκοπού ανταγωνισμού είναι ζήτημα πραγματικό που δεν ελέγχεται αναιρετικά, ενώ αόριστη νομική έννοια, δηλαδή έννοια που ο νομοθέτης απέφυγε να ρυθμίσει ως προς το αναγκαίο πλάτος και βάθος της, αποτελούν τα χρηστά ήθη, ως προς τα οποία, επομένως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, με την οποία αυτά εξειδικεύονται, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 919 ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω διάταξης είναι οι εξής: α) ανθρώπινη συμπεριφορά, περιλαμβάνουσα τόσο τις θετικές ενέργειες όσο και τις παραλείψεις, αντιβαίνουσα στα χρηστά ήθη, β) πρόθεση επαγωγής ζημίας, γ) ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της επελθούσας ζημίας. Η αντικείμενη δε στα χρηστά ήθη συμπεριφορά είναι αντικειμενικώς παράνομη πράξη, ανεξαρτήτως του εάν αυτή επιτρέπεται από το νόμο (ΑΠ 855/2015, ΑΠ 455/2014). Κριτήριο εξειδίκευσης των χρηστών ηθών αποτελούν κατ' αρχήν οι ιδέες του εκάστοτε κατά τη γενική αντίληψη και σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και εμπειρίας με χρηστότητα και σωφροσύνη σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, με βάση τις οποίες η κρίση για την ύπαρξη ή όχι αντίθεσης της συγκεκριμένης συμπεριφοράς προς τα χρηστά ήθη, αξιολογούμενης μέσα στο συναλλακτικό κύκλο που αυτή εκδηλώνεται, δεν πρέπει να περιορίζεται στην εκτίμηση μεμονωμένων στοιχείων, όπως τα αίτια ή ο σκοπός του δράστη, αλλά πρέπει να εκτείνεται και να καλύπτει το σύνολο των περιστάσεων που συνοδεύουν την προσβαλλόμενη ως επιλήψιμη συμπεριφορά (ΑΠ 571/2011, ΑΠ 55/2003). Ωστόσο η έννοια των χρηστών ηθών δεν μπορεί στο δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού να απηχεί αντιλήψεις κοινωνικής μόνον ηθικής, αλλά οφείλει να διαμορφώνεται με βάση κυρίως τις οικονομικές και λοιπές συνθήκες της συγκεκριμένης αγοράς στο πλαίσιο στάθμισης των αντίθετων συμφερόντων που καλείται ο νόμος να προστατεύσει από αθέμιτες ανταγωνιστικές συμπεριφορές, διασφαλίζοντας έτσι αποτελεσματικά και την εγγυημένη από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος οικονομική ελευθερία. Αντικείμενο, δηλαδή, προστασίας δεν είναι μόνον το συμφέρον των ανταγωνιστών στην ατομική διάστασή του, αλλά και το συμφέρον των καταναλωτών και κατ' επέκταση η λειτουργία της ίδιας της αγοράς (ΑΠ 1594/2022, ΑΠ 1336/2022, ΑΠ 533/2016, ΑΠ 1664/2014). Ενόψει της ανάγκης εξειδίκευσης των περιπτώσεων κατά τις οποίες παραβιάζεται η παραπάνω γενική ρήτρα των χρηστών ηθών στα πλαίσια του εμπορικού ανταγωνισμού, προκειμένου να επιτευχθεί ομοιόμορφη επίλυση των κατ' ιδίαν περιπτώσεων και, ως εκ τούτου, ασφάλεια δικαίου, προκρίνεται η συστηματική ταξινόμηση των περιπτώσεων αθέμιτου ανταγωνισμού που υπάγονται στη γενική αυτή ρήτρα με τις ακόλουθες μορφές και συγκεκριμένα: α) πράξεις προσέλκυσης πελατείας με αθέμιτες μεθόδους, β) πράξεις αθέμιτης εκμετάλλευσης ξένης φήμης και οργάνωσης, που συνθέτουν τον αποκαλούμενο παρασιτικά ανταγωνισμό, όπως αθέμιτη εκμετάλλευση διακριτικού γνωρίσματος - σήματος, επί του οποίου έχει δικαίωμα άλλο πρόσωπο, γ) πράξεις αθέμιτης παρεμπόδισης και δ) πράξεις διακινδύνευσης της αγοράς. Επομένως, αθέμιτη είναι η διεξαγωγή ανταγωνισμού με μέσα ξένα προς την ίδια την παροχή ή όταν η ίδια η μέθοδος ή ο τρόπος διενέργειας της ανταγωνιστικής πράξης θεμελιώνει το αθέμιτο, όταν δηλαδή λαμβάνουν χώρα "δόλιες μεθοδεύσεις που αντίκεινται στην ομαλότητα των συναλλαγών". Για την κατάφαση του αθέμιτου μιας ανταγωνιστικής πράξης, απαιτείται η συνδρομή ειδικών περιστάσεων, που αφορούν κυρίως και πρωτίστως στις μετερχόμενες μεθόδους, στα χρησιμοποιούμενα μέσα και στους εφαρμοζόμενους τρόπους, οι οποίες [περιστάσεις] επιφέρουν την αλλοίωση της νομικής ποιότητας της ανταγωνιστικής πράξης, έτσι ώστε οι κατ' αρχήν θεμιτές πράξεις ανταγωνισμού υποβαθμίζονται και διαστρεβλώνονται σε αθέμιτο ανταγωνισμό. Έτσι η απόσπαση πελατείας μίας επιχείρησης ή η εκμετάλλευση ξένης φήμης και οργάνωσης δεν μπορούν να χαρακτηριστούν αυτές καθαυτές αθέμιτες, παρά μόνο με τη συνδρομή ειδικών συνθηκών και περιστάσεων, όπως όταν γίνεται με δόλιες μεθοδεύσεις, αθέμιτα και αντίθετα προς τα χρηστά ήθη μέσα, με σκοπό το σφετερισμό της ξένης πελατείας και την εκμετάλλευση της ξένης φήμης, του μόχθου και των δαπανών της ανταγωνίστριας επιχείρησης για την καθιέρωση των προϊόντων αυτών. Οι ειδικές περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, οι οποίες έχουν κεφαλαιώδη σημασία κατά την εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας των χρηστών ηθών, περιλαμβάνουν όχι μόνο την αξιολόγηση του κριτηρίου του τρόπου και των μετερχόμενων μέσων της διανομής του προϊόντος στην αγορά αλλά και την συνεκτίμηση των λοιπών αξιολογικών [αντικειμενικών και υποκειμενικών] κριτηρίων και στοιχείων, όπως είναι η διάρκεια της πράξης, η βαρύτητά της, η χωρική της διάσταση, η ποιότητα και η τιμή του προσβάλλοντος προϊόντος και ιδίως ο κίνδυνος που μπορεί να προκαλέσει στη δημόσια υγεία, η φύση του προϊόντος ως καθημερινής ή εξειδικευμένης χρήσης και ιδίως η διατροφική του χρήση, οι συνοδευτικές περιστάσεις παρουσίασης του προϊόντος και ιδίως η διαφήμισή του ως προερχομένου από αξιόπιστη επιχείρηση, ο τυχόν δημιουργούμενος κίνδυνος σύγχυσης στο καταναλωτικό κοινό σχετικά με την τήρηση αναγκαστικών τεχνικών προδιαγραφών κ.λπ. Επομένως, η απαραίτητη διαδικασία της εξειδίκευσης της έννοιας των χρηστών ηθών στηρίζεται σε περισσότερα του ενός κριτήρια, τα οποία είναι δεκτικά διαφορετικού κάθε φορά βαθμού πληρώσεως αλλά και σε στοιχεία που μπορούν να δρουν από κοινού, συνήθως συνδυαζόμενα και αλληλοσυμπληρούμενα. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσία [ΑΠ 83/2022]. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει αν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται [ολΑΠ 8/2018]. Με το λόγο αυτό δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο [ΟλΑΠ 4/2018, ΑΠ 827/2020, ΑΠ 156/2019]. Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά [έλλειψη αιτιολογίας] ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε [ανεπαρκής αιτιολογία] ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους [αντιφατική αιτιολογία] [ολΑΠ 15/2016, ΑΠ 1328/2021, ΑΠ 1057/2019]. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αντιλογίες. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, ώστε να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις που ανάγονται μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αξιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες [ολΑΠ 18/2008, ΑΠ 83/2022]. Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους [ΑΠ 83/2022, ΑΠ 50/2020, ΑΠ 1075/2019]. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του τα ακόλουθα: "Η δεύτερη εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία (δεύτερη αναιρεσίβλητη), με έδρα τις ΗΠΑ, δραστηριοποιείται παγκοσμίως στην παραγωγή και εμπορία σκευασμάτων και συμπληρωμάτων διατροφής. Μέσω και δυνάμει του επιστημονικού και λοιπού ενεργού προσωπικού της, προσδιορίζει και τοποθετεί στα προς κατανάλωση προϊόντα της τις αναγκαίες (προβλεπόμενες και νόμιμες) συνθέσεις των δομικών τους στοιχείων. Με βάση τις επιμέρους συνθέσεις αυτές ορίζει (η δεύτερη εφεσίβλητη) και τις χώρες προορισμού για διακίνηση και κατανάλωση των προϊόντων της. Ήτοι, ένα συγκεκριμένο σκεύασμα παραγωγής της 2ης εφεσίβλητης (από τα διακινούμενα ανά την υφήλιο διακριτά κατ' είδος προϊόντα της) δεν φέρει εξ ανάγκης και την ίδια σύνθεση ή περιεκτικότητα στοιχείων από τα οποία απαρτίζεται άλλως συντέθηκε, αλλά η σύνθεση και η περιεκτικότητα αυτού διαφέρει ανάλογα με την χώρα προορισμού προς κατανάλωση. Η σχετική διαφοροποίηση υπαγορεύεται από τις κοινωνικές, κλιματολογικές, βιολογικές και ανθρωπολογικές συνθήκες που επικρατούν ανά την υφήλιο και ρυθμίζεται πάντα από ισχύουσα ειδική νομοθεσία. Πλέον ειδικότερα συγκεκριμένο σκεύασμα παραγωγής της 2η εφεσίβλητης, που κατασκευάστηκε και προορίζεται για να καταναλωθεί σε πολιτείες των ΗΠΑ έχοντας τοποθετηθεί επ' αυτού τα σήματά της, καθώς και τα λοιπά διακριτικά της γνωρίσματα, φέρει, εκτός από διαφορετική περιεκτική σύνθεση με το αντίστοιχο προοριζόμενο για κατανάλωση σε χώρα της ΕΕ σκεύασμα, και διαφορετικό λεκτικό - γραμματικό προσδιορισμό (εναρμονισμένο κατά την αντίστοιχη νομοθεσία) κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα. Στα ίδια πλαίσια κινούμενη η δεύτερη εφεσίβλητη (παραγωγός), πέραν της αναγραφής των στοιχείων παραγωγής, σήμανσης και καταναλωτικής φύσεως προσδιορισμού, τοποθετεί και διαφορετικές εξωτερικές επισημάνσεις στις συσκευασίες των προϊόντων της (ομοίως κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα), στοχεύοντας πρωτίστως στην διαρκή της ενημέρωση (αλλά και παρακολούθηση) αναφορικά με τον τόπο της διακίνησης ή της κατανάλωσης αυτών. Η δεύτερη εφεσίβλητη (παραγωγός), ήδη από το έτος 2005 δυνάμει νόμιμης μεταβίβασης κατέστη δικαιούχος των εξής δύο σημάτων. Ήτοι (α) του με αριθμό ... σήματος που περιέχει την λέξη "S." (γραμμένη με λατινικά στοιχεία) που είναι πλαισιωμένη με δύο κυκλικές γραμμές που σχηματίζουν δύο ομόκεντρους κύκλους διερχόμενοι περιμετρικά της λέξης αλλά και διακοπτόμενοι από αυτή (την λέξη), το οποίο είχε καταχωρηθεί στο Ελληνικό Μητρώο στις 17-11-1994, μετά την υποβολή της από 24-10-1991 δήλωσης κατάθεσης στο Τμήμα Καταθέσεως Σημάτων του τότε Υπουργείου Εμπορίου και η οποία είχε γίνει δεκτή με την αμετάκλητη υπ' αριθμ. 11.866/1993 απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων. Και (β) του με αριθμό ... σήματος υπό την, ως άνω, λέξη "S.". Τα σήματα αυτά (δικαιούχος των οποίων στην Ελλάδα παραμένει εισέτι η δεύτερη εφεσίβλητη) τίθενται και διακρίνουν όλα τα προϊόντα παραγωγής της δεύτερης εφεσίβλητης τα οποία όμως επιμερίζονται σε διαιτητικά, διατροφικά, βιταμίνες και μεταλλικά συμπληρώματα. Η πρώτη εφεσίβλητη (πρώτη αναιρεσίβλητη) ανώνυμη εταιρεία είναι αποκλειστικός διανομέας των προϊόντων της δεύτερης εφεσίβλητης στην Ελλάδα, δυνάμει της από 2-11-2009 σύμβασης, που νόμιμα καταρτίστηκε μεταξύ τους. Εισάγει δε και διακινεί στον Ελλαδικό χώρο σκευάσματα που κατασκευάστηκαν για να καταναλωθούν εντός του ΕΟΧ. Γνωστοποιεί πάντα στον ΕΟΦ το προϊόντα που εισάγει, υποβαλλόμενη και στις αντίστοιχες δαπάνες, ενώ έχει φροντίσει να προβεί και σε διαφημιστική ενημέρωση του καταναλωτικού κοινού, υποβληθείσα σε ομοίως αντίστοιχες δαπάνες. Ο εκκαλών (αναιρεσείων) διατηρεί στη Λάρισα ηλεκτρονικό κατάστημα πώλησης διατροφικών σκευασμάτων υπό την ηλεκτρονική διεύθυνση "....gr.". Εμπορεύεται δε και διακινεί (κατ' εκτίμηση μόνο) στην ημεδαπή, λιανικώς και προϊόντα παραγωγής της δεύτερης εφεσίβλητης, που όπως προαναφέρθηκε, λόγω της συστάσεώς τους, έχουν διατεθεί προς κατανάλωση στην Ελλάδα (και στις χώρες του ΕΟΧ). Τα προϊόντα αυτά προμηθεύεται, κυρίως, από την πρώτη εφεσίβλητη. Περί τον μήνα Νοέμβριο 2015, διαταράχτηκαν οι εμπορικές σχέσεις του εκκαλούντα και της πρώτης εφεσίβλητης. Οι ίδιοι επικαλούνται διαφορετικούς και αντικρουόμενους λόγους που οδήγησαν στην διατάραξη αυτή, πλην όμως το παρόν Δικαστήριο δεν θα τους διερευνήσει (όπως δεν τους διερεύνησε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), καθόσον οι λόγοι αυτοί παραμένουν εκτός του εύρους έρευνας της επίδικης διαφοράς. Περαιτέρω σε χρόνο που δεν προέκυψε επακριβώς, τοποθετούμενος όμως από την 1η έως και την 23η Νοεμβρίου του έτους 2015, άτομο με στοιχεία Ε. Α., …, παρήγγειλε ηλεκτρονικά από το κατάστημα του εκκαλούντα (μάλλον πέραν του ενός) σκευάσματα του αντικειμένου της εμπορίας του. Στις 24-11-2015 παραδόθηκε η παραγγελία αυτή. Τότε, στέλεχος ή συνεργάτης ή άλλο άτομο σχετιζόμενο με την πρώτη εφεσίβλητη, διαπίστωσε την παραλαβή - αποστολή (και) του σκευάσματος υπό τον διακριτικό τίτλο "SKIN, NAILS & HAIRS" των 120 δισκίων, παραγωγής της δεύτερης εφεσίβλητης, φέροντος και τα σήματά της που προαναφέρθηκαν. Το σκεύασμα αυτό φέρει στην συσκευασία του ως αριθμό ημερήσιας παραγωγής προϊόντος άλλως παρτίδας (Αγγλιστί Batch Number), την αναγραφή …. Όμως η πρώτη εφεσίβλητη ποτέ δεν εισήγαγε στην Ελλάδα, προϊόντα της δεύτερης εφεσίβλητης, με αυτό τον αριθμό παρτίδας, Πέραν τούτου όμως η συσκευασία δεν έφερε επικολλημένη ετικέτα στην οποία να αναγράφονται στην Ελληνική γλώσσα, τα κατ' ιδίαν συστατικά του σκευάσματος, οι οδηγίες προφύλαξης, η δοσολογία αυτού, η αναφορά του αριθμού του κέντρου δηλητηριάσεων και ο εισαγωγέας του. Επίσης δεν είχε γνωστοποιηθεί στον ΕΟΦ η εισαγωγή αυτού του σκευάσματος. Τέλος, στη συσκευασία του αναγράφεται η επισήμανση "dietary supplement" (ήτοι διαιτητικό συμπλήρωμα). Η επισήμανση όμως αυτή δεν ανταποκρίνεται στις κανονιστικές προδιαγραφές διακίνησης συμπληρωμάτων διατροφής στην ΕΕ και την Ελλάδα, καθόσον ο, κατ' άρθρο 12 του κανονισμού 1924/2006 της ΕΕ, νόμιμος όρος είναι το "food supplement" (συμπλήρωμα διατροφής), κατά τα παραπάνω αναφερόμενα ως λεκτικής φύσεως διαφοροποιήσεις. Αποδείχτηκε επίσης ότι το συγκεκριμένο σκεύασμα δεν πρέπει να κυκλοφορεί και να καταναλώνεται στην ΕΕ (ούτε στην Ελλάδα) διότι περιέχει μία μορφή χαλκού (μέταλλο) συγκεκριμένα "γλυκονικό χαλκό" με "χηλικό αμινοξύ". Ο γλυκονικός χαλκός όμως δεν πρέπει να περιέχεται στα σκευάσματα που εισάγονται στην ΕΕ, καθόσον αυτή η μορφή του μετάλλου δεν περιλαμβάνεται στην λεγόμενη "θετική λίστα πρόσθετων" στην οποία (λίστα) αναφέρονται οι βιταμίνες και τα μέταλλα που επιτρέπεται να περιέχουν τα συμπληρώματα διατροφής. Περιέχει επίσης και "διοξείδιο του πυριτίου σε μίγμα και κόκκινο άλγος", το οποίο, στο σκεύασμα αυτό, έχει χρησιμοποιηθεί και αναφέρεται ως "ενεργό" συστατικό, ήτοι ότι έχει θετική επίδραση στον οργανισμό. Το στοιχείο αυτό όμως, κατά την Κοινοτική Νομοθεσία, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο ως "ανενεργό" συστατικό, ήτοι μόνο ως στοιχείο επιβοηθητικό της παρασκευής της φόρμουλας (μορφή δισκίου, συντήρηση κλπ). Ο εκκαλών, ρηματικώς διατείνεται ότι αυτό το σκεύασμα (μαζί με άλλα) το προμηθεύτηκε από την πρώτη εφεσίβλητη και ότι στη συνέχεια το διέθεσε στην αγορά, Ο ισχυρισμός όμως αυτός δεν αποδείχτηκε με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο. Ήτοι πέραν των ασαφών καταθέσεων των ως άνω αναφερομένων μαρτύρων ανταπόδειξης, ο εκκαλών δεν προσκομίζει αντίγραφο του αντίστοιχου τιμολογίου αγοράς ή έστω του δελτίου αποστολής, ούτε άλλωστε αυτός επικαλέστηκε ποτέ, με τις έγγραφες προτάσεις του, την ύπαρξη ή έστω αναζήτηση από την πρώτη εφεσίβλητη τέτοιου παραστατικού. Σχετικό τιμολόγιο (πώλησης) - Δ.Α. άλλωστε η 1η εφεσίβλητη υποχρεούται να εκδίδει σε κάθε συναλλαγή της. Από το έγγραφο αυτό ευχερώς θα μπορούσε να προκύψει (α) ο αριθμός της παρτίδας, καθώς και (β) η συσκευασία του συγκεκριμένου σκευάσματος των 120 δισκίων (καθόσον η 1η εφεσίβλητη αρνείται ότι διακινεί αντίστοιχα σκευάσματα με περιεχόμενο άνω των 60 δισκίων) και κατ' επέκταση αναντίρρητα να θεμελιωθεί ο ισχυρισμός (ήτοι η ένσταση) του εκκαλούντα. Σε απόδειξη των ισχυρισμών του, ο εκκαλών, προσκομίζει και επικαλείται μόνο το υπ' αριθμ. …/1-12-2015, χρονικά μεταγενέστεροι τιμολόγιο που εξέδωσε η 1η εφεσίβλητη (επί άλλης νόμιμης μεταξύ τους αγοραπωλησίας), στο οποίο και δεν αναγράφεται η διακίνηση τέτοιου σκευάσματος. Το παραπάνω σκεύασμα λοιπόν αποτελεί αντικείμενο αθέμιτης παράλληλης εισαγωγής από μέρους του εκκαλούντα. Ουδέποτε αυτό τέθηκε νόμιμα σε κυκλοφορία στην Ελλάδα ή σε χώρα της ΕΕ.
Συνεπώς ουδέποτε αναλώθηκε το δικαίωμα της δεύτερης εφεσίβλητης σχετιζόμενο με την πρώτη κυκλοφορία του σκευάσματος αυτού στην ΕΕ και νόμιμα, με την αγωγή, διώκει την απαγόρευση νέας παράλληλης εισαγωγής. Επίσης η μη νόμιμη διακίνηση αυτή σηματοδοτεί την έξοδο του προϊόντος αυτού από τον έλεγχο και την ευθύνη της παραγωγού. Στη συνέχεια οι εφεσίβλητες, κρίνοντας ότι ο εκκαλών προέβη σε ενέργεια μη νόμιμης και αθέμιτης "παράλληλης εισαγωγής", κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας την υπ' αριθμ. 1167/11-12-2015 αίτηση για λήψη ασφαλιστικών μέτρων με αίτημα να απαγορευτεί προσωρινά στον εκκαλούντα να εισάγει και να διακινεί στην Ελλάδα προϊόντα της 2ης εφεσίβλητης, εκτός όμως από αυτά που έχουν εισαχθεί ή πρόκειται να εισαχθούν νόμιμα.
Εκδόθηκε μάλιστα και η από 14-12-2015 προσωρινή διαταγή, που επιδόθηκε νόμιμα στον εκκαλούντα στις 30-12-2015, δυνάμει της οποίας του απαγορεύτηκε προσωρινά να διακινεί στην Ελλάδα τα προϊόντα της δεύτερης εκκαλούσας, εκτός των, επί λέξει, "νόμιμα διακινουμένων", μέχρι την συζήτηση της αιτήσεως. Ως ημέρα δικασίμου της συζήτησης των ασφαλιστικών μέτρων, μετά από αναβολή, ορίστηκε η 22-4-2016. Όμως στις 8-3-2016 ο εκκαλών διακίνησε, ήτοι πώλησε, μετά από ηλεκτρονική παραγγελία, σε άτομο με τα στοιχεία Π. Σ., …, δύο τεμάχια του σκευάσματος "GLUCOSAMINE HYALURONlC ACID CHONDROITIN MSM" των 60 δισκίων, παραγωγής της δεύτερης εφεσίβλητης. Τα σκευάσματα αυτά είχαν παραχθεί για να διακινηθούν αμιγώς στις ΗΠΑ και όχι σε χώρες της ΕΕ. Αναγράφεται δε στις συσκευασίες αυτές ως "LOT NUMBER" (ήτοι όρος που ομοίως υποδηλώνει την παρτίδα παραγωγής και τον οποίο, στα πλαίσια δικής της τακτικής άλλως στρατηγικής, η 2η εκκαλούσα επιθέτει μόνο στα προοριζόμενα προς κατανάλωση στις ΗΠΑ σκευάσματά της) ο αριθμός …. Η πρώτη εφεσίβλητη όμως αφενός μεν δεν εισήγαγε στην Ελλάδα προϊόντα της δεύτερης εφεσίβλητης με τον παραπάνω αριθμό παρτίδας αφετέρου στα σκευάσματα που αυτή εισάγει, ως όρος δηλωτικός των παρτίδων παραγωγής στα πλαίσια της ίδιας τακτικής της 2ης εφεσίβλητης, αναφέρεται o όρος "BATCH no" (number) και όχι ο όρος "Lot number" που προαναφέρθηκε. Ούτε τα δύο αυτά σκευάσματα πληρούν τις προϋποθέσεις που τάσσει η υπουργική απόφαση Υ1/ΓΠ127962/03 ΦΕΚ τ.Β' 395/2004 (για την εναρμόνιση της Εθνικής Νομοθεσίας προς την αντίστοιχη Κοινοτική 0Δ/2002/46/ΕΚ, σχετικά με τα συμπληρώματα διατροφής). Ήτοι δεν φέρουν επικολλημένη έγγραφη επισήμανση στην Ελληνική γλώσσα αναφορικά με συστατικά, οδηγίες, δοσολογία κλπ, δεν αναγράφεται o εισαγωγέας, δεν γνωστοποιήθηκαν στον ΕΟΦ, ενώ και αυτά αναφέρονται ως "dietary supplement" και όχι με τον επιβαλλόμενο όρο "food supplement", που ομοίως προαναφέρθηκε. Επιπλέον τα σκευάσματα αυτά περιέχουν "νάτριο", ήτοι στοιχείο που απαγορεύεται να περιέχουν τα προϊόντα που εισάγονται στην ΕΕ. Πέραν τούτου, στις 15-3-2016, ο εκκαλών, με τον ίδιο τρόπο, πώλησε στην ίδια ως άνω Π. Σ. και ένα (άλλο) σκεύασμα παραγωγής της 2ης εφεσίβλητης υπό τον διακριτικό τίτλο "T. … MG" των 60 δισκίων. Το σκεύασμα αυτό φέρει αριθμό παρτίδας …, ομοίως ως αμέσως παραπάνω, ως αντίστοιχος όρος της παρτίδας αναφέρονται Αγγλιστί οι λέξεις "LOT NUMBER" και όχι οι λέξεις "Batch number" ή "Batch Νο". Επίσης, ομοίως, κατά παράβαση της ΥΑ Υ1/ΓΠ127962 δεν φέρει οδηγίες, δοσολογία, συστατικά, προφυλάξεις και αριθμό του κέντρου δηλητηριάσεων με επικολλημένη ετικέτα στην Ελληνική γλώσσα, δεν γνωστοποιήθηκε στον ΕΟΦ, ούτε αναφέρεται το όνομα ή η επωνυμία του εισαγωγέα. Και αυτό το σκεύασμα τιτλοφορείται ως "dietary supplement" ήτοι όχι ως "food supplement", Ούτε τα, συνολικά τρία αυτά, σκευάσματα εισήγαγε στην Ελλάδα η πρώτη εφεσίβλητη, παρά τα ομοίως αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα. Σημειωτέον ότι η προαναφερθείσα υπ' αριθμ. 1167/11-12-2015 αίτηση για λήψη ασφαλιστικών μέτρων εναντίον εν τέλει συζητήθηκε στις 3-6-2016. Απορρίφθηκε όμως με την υπ' αριθμ, 133/27-7-2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας με την αιτιολογία ότι η (τυχόν) αποδοχή των επίδικων αιτημάτων ισοδυναμεί με πλήρη ικανοποίηση δικαιώματος, δημιουργία αμετάκλητων καταστάσεων, καθώς και ματαίωση του τελικού σκοπού της παροχής δικαστικής προστασίας. Εφόσον λοιπόν τα ως άνω τρία σκευάσματα, ειδικών προδιαγραφών, δεν εισήγαγαν στην Ελλάδα οι εφεσίβλητες, ούτε ποτέ η δεύτερη εφεσίβλητη συναίνεσε στην εισαγωγή τους, ουδέποτε αυτή (όπως προαναφέρθηκε) απώλεσε το δικαίωμα της πρώτης διάθεσης αυτών εντός του ΕΟΧ. Περαιτέρω ο εκκαλών, με την διάθεση των προϊόντων αυτών επωφελήθηκε από την διαμόρφωση της φήμης των σημάτων της δεύτερης εφεσίβλητης στην αγορά. Ήτοι εκμεταλλεύτηκε ξένη φήμη και οργάνωση, ενώ προέβη σε πράξεις διακινδύνευσης της αγοράς. Δεδομένου δε ότι τα προϊόντα αυτά φέρουν διαφορετική σύνθεση από τα αντίστοιχα προβλεπόμενα, εκτιμώνται και ως ακατάλληλα για κατανάλωση. Επίσης ο μέσος καταναλωτής έχει την πεποίθηση ότι και τα σκευάσματα αυτά είναι εναρμονισμένα με την νόμιμη διαδικασία κυκλοφορίας τους. Πλην, όμως κατά τα παραπάνω αναφερόμενα, αυτά αθέμιτα έχουν εκφύγει του ελέγχου και της ευθύνης της παραγωγού τους. Πλήττεται λοιπόν και η εγγυητική λειτουργία των σημάτων που χρησιμοποιούν οι εφεσίβλητες. Διαθέτοντας o εκκαλών τα σκευάσματα αυτά στην αγορά, χωρίς την σχετική ενημέρωση προς τους καταναλωτές, εκδηλώνει παραπλανητική συμπεριφορά και ανταγωνιστική πρόθεση, ενώ ταυτόχρονα παραβιάζει τους κανόνες που προστατεύουν την δημόσια υγεία. Ήτοι έχει ανταγωνιστικό προβάδισμα έναντι της 1ης εφεσίβλητης καθόσον εξοικονομεί δαπάνες γνωστοποίησης στον ΕΟΦ, δαπάνες διαφήμισης, καθώς και δαπάνες επίθεσης της κατάλληλης σήμανσης στην Ελληνική γλώσσα στα σκευάσματα. Οι επίδικες ενέργειές του είναι αντικειμενικά πρόσφορες για εξυπηρέτηση αθέμιτου ανταγωνισμού. Επίσης η διάθεση σκευασμάτων με μάλλον ακατάλληλες προδιαγραφές εγκυμονούν κινδύνους υποβάθμισης της έννοιας και αξίας των σημάτων της 2ης εφεσίβλητης. Παραβίασε συνακόλουθα ο εκκαλών τις διατάξεις του άρθρου 1 Ν. 146/1914. Υπαίτια δε ενήργησε αυτός καθόσον γνώριζε (άλλωστε εκ των πραγμάτων ως έμπορος ήταν σε θέση να γνωρίζει) ότι ενεργεί ενάντια στα δικαιώματα της νόμιμης σηματούχου, αλλά και στα δικαιώματα και στα συμφέροντα της 1ης εφεσίβλητης. Προέβη λοιπόν σε πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού, ενώ έθεσε σε κίνδυνο και την εμπορική αξιοπιστία των εφεσίβλητων. Στην κρίση αυτή κατέληξε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την παραπάνω απόφασή του υποχρέωσε τον εκκαλούντα να παραλείπει μελλοντικά να διακινεί στην Ελλάδα σκευάσματα παραγωγής της δεύτερης εφεσίβλητης που φέρουν τα σήματά της και τα οποία από κατασκευής τους προορίζονται να κυκλοφορούν σε χώρες εκτός του Ε.Ο.Χ, ενώ συγχρόνως τον καταδίκασε να καταβάλλει στις εφεσίβλητες τα ως άνω ποσά σαν χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Δεν έσφαλε λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο που έκρινε ως άνω. Κατόπιν τούτων πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος εφέσεως που μέμφεται την πρωτόδικη απόφαση και της αποδίδει ότι εσφαλμένα δέχθηκε ότι αυτός προμηθεύτηκε τα επίδικα προϊόντα, από άλλη άγνωστη πηγή και όχι από την 1η εφεσίβλητη, ότι εσφαλμένα πρωτόδικα απορρίφθηκε η ένστασή του περί αναλώσεως του δικαιώματος της 2ης εφεσίβλητης που απορρέει από τα σήματα, καθώς και ότι εσφαλμένα δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι διαφοροποιείται η σύνθεση των σκευασμάτων που προορίζονται για διάθεση σε διαφορετικές χώρες. Ομοίως, σύμφωνα άλλωστε και με τα αναφερόμενα στην αρχή της παρούσας, πρέπει να απορριφθεί o δεύτερος λόγος έφεσης κατά τον οποίο αποδίδεται σφάλμα στο πρωτόδικο Δικαστήριο που, στα πλαίσια της κατανομής του βάρους απόδειξης, έκρινε ότι αυτός δεν ανταποκρίθηκε στις δικονομικές του υποχρεώσεις ήτοι ότι δεν απέδειξε τον ισχυρισμό του ότι εισήχθησαν στην Ελλάδα τα 4 επίδικα προϊόντα με την συναίνεση της 2ης εφεσίβλητης, ενώ αυτός διατείνεται ότι, αυτή ήταν που είχε το αντίστοιχο βάρος απόδειξης, ήτοι ότι εισήχθησαν μεν τα προϊόντα αυτά στην Ελλάδα όμως χωρίς την συναίνεσή της. Απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος o τρίτος λόγος εφέσεως, κατά τον οποίο δεν υπάρχει διαφοροποίηση στην σύνθεση των διακινούμενων ανά την υφήλιο σκευασμάτων παραγωγής της 2ης εφεσίβλητης, καθόσον κυριαρχικό αντικείμενο έρευνας και απόδειξης ήταν και είναι αν η πρώτη εφεσίβλητη ήταν αυτή που εισήγαγε ή όχι τα επίδικα προϊόντα στην Ελλάδα, καθώς και αν ο εκκαλών προέβη σε πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού ή μη. Απορριπτέος, ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, είναι και ο τέταρτος λόγος έφεσης κατά τον οποίο κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι ο εκκαλών προβαίνει σε αθέμιτο ανταγωνισμό, ήτοι ότι έχει ανταγωνιστικό προβάδισμα έναντι της 1ης εφεσίβλητης, από την μη γνωστοποίηση στον ΕΟΦ και της μη τοποθέτησης έγγραφης επισήμανσης στην Ελληνική γλώσσα στα προϊόντα, καθόσον οι επιχειρήσεις τους δεν ανταγωνίζονται διότι η 1η εφεσίβλητη πωλεί χονδρικά και αυτός λιανικά. Επισημαίνεται άλλωστε, από το παρόν Δικαστήριο, ότι το γεγονός ότι έλαβαν χώρα μη νόμιμα οι επίδικες παράλληλες εισαγωγές σηματοδοτεί ότι αυτός αθέμιτα ανταγωνίζεται την σηματούχο και τα εξουσιοδοτημένα αυτής άτομα. Επίσης για την στοιχειοθέτηση πράξεων αθεμίτου ανταγωνισμού δεν απαιτείται η προηγούμενη πρόκληση ζημίας, καθόσον αρκεί η προσέλκυση πελατών με την (αθέμιτη) εκμετάλλευση ξένης φήμης και οργάνωσης (ΑΠ 18/2018 ε.α.). Απορριπτέος δε ο πέμπτος λόγος έφεσης, κατά τον οποίο εσφαλμένα ο εκκαλών κρίθηκε πρωτόδικα ως υπαίτιος προσβολής σήματος και αθέμιτου ανταγωνισμού. Με τον έκτο και τελευταίο λόγο έφεσης o εκκαλών διατείνεται ότι εσφαλμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, προσδιόρισε ως άνω την καταβλητέα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης υπέρ των εφεσίβλητων, εξωτερικεύοντας συγχρόνως και την μομφή ότι εσφαλμένα (αυτό) εκτίμησε αφενός μεν την οικονομική του κατάσταση αφετέρου το γεγονός ότι δεν υπήρξε βλάβη αυτών (των εφεσιβλήτων). Ο λόγος όμως αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ' ουσίαν καθόσον, από τις ως άνω ενέργειες του εκκαλούντα και δη στα πλαίσια της αμιγώς επαγγελματικής του δραστηριότητας κρίνεται ότι πράγματι μειώθηκε η φήμη των εφεσιβλήτων και τέθηκαν υπό αμφισβήτηση (γνησιότητας ποιότητας, υγείας, ελέγχου, αποτελεσματικότητας, αξιοπιστίας) τα προϊόντα παραγωγής της 2ης εξ αυτών. Τέλος και το παρόν Δικαστήριο δέχεται ότι το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης που πρωτόδικα ορίστηκε είναι ανάλογο και της οικονομικής δυνατότητας του εκκαλούντα, αλλά και της βλάβης που υπέστησαν οι εφεσίβλητες. Κατόπιν τούτων η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ενώ τα αντίθετα υποστηριζόμενα από μέρους του εκκαλούντα κρίνονται ως κατ' ουσίαν αβάσιμα και απορριπτέα". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία είχε γίνει κατά ένα μέρος δεκτή η αγωγή των αναιρεσιβλήτων.
Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 146/1914, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, καθόσον τα πιο πάνω ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά [ταυτιζόμενα με τα αποτελούντα την ιστορική βάση της αγωγής] πληρούν το πραγματικό του εφαρμοσθέντος ως άνω κανόνα δικαίου, αφού συνιστούν αθέμιτη ανταγωνιστική συμπεριφορά του αναιρεσείοντος σε βάρος των αναιρεσιβλήτων, ως αντίθετη προς την έννοια των χρηστών ηθών. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τις ουσιαστικές αυτές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ενώ, δυνάμει συμβάσεως καταρτισθείσας μεταξύ των δύο αναιρεσιβλήτων εταιρειών, η πρώτη αναιρεσίβλητη έχει αναλάβει την εισαγωγή και διακίνηση στην Ελλάδα των αναφερομένων σκευασμάτων και συμπληρωμάτων διατροφής, τα οποία παράγει, για να καταναλωθούν εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου [ΕΟΧ]., η δεύτερη αναιρεσίβλητη, η οποία από το έτος 2005 έχει καταστεί δικαιούχος των περιγραφόμενων σημάτων, που περιέχουν τη λέξη "SOLGAR" και διακρίνουν όλα τα προϊόντα παραγωγής της εν λόγω εταιρείας, ήτοι του με αριθμό ... σήματος, το οποίο νομότυπα έχει καταχωρηθεί στο Ελληνικό Μητρώο, καθώς και του με αριθμό ... σήματος, παρ' όλα αυτά ο αναιρεσείων, δρώντας στο ίδιο με την πρώτη αναιρεσίβλητη πεδίο δραστηριότητας, συνισταμένης στην πώληση των αναφερομένων συμπληρωμάτων διατροφής, παραγωγής της δεύτερης αναιρεσίβλητης, τα οποία απευθύνονται στους ίδιους πελάτες, υφισταμένης έτσι σχέσης ανταγωνισμού μεταξύ τους, προέβη σε παράνομη παράλληλη εισαγωγή και, στη συνέχεια, διακίνησε στην Ελλάδα σκευάσματα παραγωγής της δεύτερης αναιρεσίβλητης, που φέρουν τα σήματά της και από κατασκευής τους προορίζονται να κυκλοφορούν σε χώρες εκτός του Ε.Ο.Χ, χωρίς η δεύτερη αναιρεσίβλητη να έχει απωλέσει το δικαίωμα πρώτης διάθεσης αυτών εντός του ΕΟΧ, έπραξε δε τούτο ο αναιρεσείων, με σκοπό ανταγωνισμού και δημιουργίας προβαδίσματος στην εσωτερική αγορά σε βάρος της πρώτης αναιρεσίβλητης, και ειδικότερα, ενίσχυσης της πελατείας του σε βάρος της πελατείας αυτής, η οποία εισήγαγε, με άδεια της δεύτερης αναιρεσίβλητης, και είχε κάνει γνωστά στην Ελλάδα τα προϊόντα αυτά, διακινώντας τα μέσω λιανοπωλητών, στους οποίους συμπεριλαμβανόταν και ο αναιρεσείων, πριν αρχίσει τις εισαγωγές προϊόντων της δεύτερης αναιρεσίβλητης, χωρίς την άδειά της και χωρίς τα συγκεκριμένα αυτά προϊόντα να έχουν κυκλοφορήσει στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο [ΕΟΧ], αφού προορίζονταν για άλλες χώρες, εκτός ΕΟΧ, επιδιώκοντας να ωφεληθεί από την οργάνωση αλλά και τη διαμόρφωση της φήμης των σημάτων της δεύτερης αναιρεσίβλητης στην αγορά και από την πρόκληση σύγχυσης μεταξύ των καταναλωτών ως προς τη νόμιμη προέλευση των κυκλοφορούντων από αυτόν προϊόντων, αφού ο μέσος καταναλωτής έχει την πεποίθηση ότι και τα σκευάσματα αυτά είναι εναρμονισμένα με την νόμιμη διαδικασία κυκλοφορίας τους, ενώ στην πραγματικότητα, αυτά αθέμιτα έχουν εκφύγει του ελέγχου και της ευθύνης της παραγωγού τους, με συνέπεια να πλήττεται και η εγγυητική λειτουργία των σημάτων που χρησιμοποιούν οι αναιρεσίβλητες, παραβιάζοντας, μάλιστα, ταυτόχρονα και τους κανόνες που προστατεύουν τη δημόσια υγεία, αφού τα προϊόντα αυτά φέρουν διαφορετική σύνθεση από τα αντίστοιχα προβλεπόμενα και εκτιμώνται ως ακατάλληλα για κατανάλωση, και δημιουργώντας έτσι, λόγω της διάθεσης των σκευασμάτων με ακατάλληλες προδιαγραφές, κινδύνους υποβάθμισης της έννοιας και αξίας των σημάτων της δεύτερης αναιρεσίβλητης, με συνέπεια να τεθεί σε κίνδυνο και η εμπορική αξιοπιστία των αναιρεσιβλήτων και, ως εκ τούτου, οι παραπάνω ενέργειες του αναιρεσείοντος, ο οποίος, κατά τις ίδιες παραδοχές, γνώριζε και, οπωσδήποτε, ως έμπορος ήταν σε θέση να γνωρίζει, ότι προσβάλλει τα δικαιώματα της νόμιμης σηματούχου δεύτερης αναιρεσίβλητης, αλλά και τα δικαιώματα και στα συμφέροντα της πρώτης αναιρεσίβλητης, είναι ασυμβίβαστες προς τις περί συναλλακτικής ηθικής ιδέες του μέσου κοινωνικού ανθρώπου που σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση, αποτελώντας συμπεριφορά αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, με αποτέλεσμα τον αθέμιτο εκ μέρους του αναιρεσείοντος ανταγωνισμό των αναιρεσιβλήτων, ώστε να δικαιολογείται εξ αιτίας αυτού η ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής τους. Περαιτέρω, υπό τις προεκτεκθείσες ως άνω παραδοχές, το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση και δεν παραβίασε εκ πλαγίου την ως άνω διάταξη του άρθρου 1 του ν. 146/1914, αφού από το αιτιολογικό της σαφώς προκύπτουν όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου στη συγκεκριμένη περίπτωση περί της συνδρομής των νόμιμων όρων και προϋποθέσεων της ως άνω διάταξης, που δικαιολογούν τη μερική παραδοχή της ένδικης αγωγής, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω αιτιολογία. Και τούτο, διότι αναφέρονται στην απόφαση, με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα, ότι ο αναιρεσείων προέβη σε πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού σε βάρος της πρώτης αναιρεσίβλητης, εισάγοντας συμπληρώματα διατροφής και γενικά προϊόντα της δεύτερης αναιρεσίβλητης χωρίς αυτά να έχουν κυκλοφορήσει στον ΕΟΧ και χωρίς την άδεια της δεύτερης αναιρεσίβλητης, με αποτέλεσμα να προκληθεί αθέμιτη εκμετάλλευση της φήμης και της οργάνωσης της πρώτης αναιρεσίβλητης, που εισήγαγε και διακινούσε τα προϊόντα της δεύτερης αναιρεσίβλητης που προορίζονταν για τον ΕΟΧ και στα οποία δεν συμπεριλαμβάνονταν αυτά που εισήγαγε και διακινούσε παράνομα ο αναιρεσείων, λόγω της σύνθεσής τους και της έλλειψης κατάλληλης σήμανσης που δημιουργούσε σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό ως προς την προέλευσή τους από την πρώτη αναιρεσίβλητη και συνεπώς και ως προς τη νόμιμη κυκλοφορία τους. Ειδικότερα, τα ως άνω υποστηρίζονται από τις ακόλουθες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης: α] η δεύτερη αναιρεσίβλητη δραστηριοποιείται στην παραγωγή και εμπορία σκευασμάτων και συμπληρωμάτων διατροφής, η σύνθεση των οποίων διαφέρει ανάλογα με τις κοινωνικές, κλιματολογικές και ανθρωπολογικές συνθήκες που επικρατούν σε κάθε χώρα προορισμού προς κατανάλωση, με βάση και την ισχύουσα ειδική νομοθεσία, β] για τον έλεγχο του τόπου κατανάλωσης ή διακίνησης των προϊόντων της χρησιμοποιεί, πέρα των στοιχείων παραγωγής, σήμανσης και καταναλωτικής φύσεως προσδιορισμών, εξωτερικές επισημάνσεις στις συσκευασίες των προϊόντων της, καθώς και τα νόμιμα σήματά της, γ] η πρώτη αναιρεσίβλητη είναι αποκλειστικός διανομέας των προϊόντων της δεύτερης αναιρεσίβλητης στην Ελλάδα από την 2-11-2009, διακινεί τα προσόντα της που προορίζονται για κατανάλωση στον ΕΟΧ και για το σκοπό αυτό γνωστοποιεί στον ΕΟΦ τα προϊόντα που εισάγει και υποβάλλεται σε αντίστοιχες δαπάνες, ενώ έχει και σε διαφημιστική ενημέρωση του καταναλωτικού κοινού με δαπάνες της, δ] ο αναιρεσείων διατηρεί στη Λάρισα κατάστημα πώλησης διατροφικών σκευασμάτων και διακινεί τα προϊόντα της δεύτερης αναιρεσίβλητης, που προορίζονται για την Ελλάδα και τα οποία προμηθεύεται από την πρώτη αναιρεσίβλητη, ε] το Νοέμβριο του 2015 διαπιστώθηκε ότι ο αναιρεσείων διακινούσε προϊόντα της δεύτερης αναιρεσίβλητης, τα οποία δεν προορίζονται για τον ΕΟΧ και τα οποία δεν είχε προμηθευθεί από την πρώτη αναιρεσίβλητη, στ] τα σκευάσματα αυτά περιείχαν γλυκονικό χαλκό με χημικό αμινοξύ, που δεν επιτρέπεται να κυκλοφορεί στον ΕΟΧ, καθόσον αυτή η μορφή μετάλλου δεν περιλαμβάνεται στη "θετική λίστα πρόσθετων", στην οποία αναφέρονται οι βιταμίνες και τα μέταλλα που επιτρέπεται να περιέχουν τα συμπληρώματα διατροφής, ενώ ακόμη περιείχαν "διοξείδιο του πυριτίου σε μίγμα με κόκκινο άλγος", ως ενεργό συστατικό, ενώ στον ΕΟΧ επιτρέπεται μόνο ως ανενεργό, ήτοι ως επιβοηθητικό της παρασκευής της φόρμουλας, ζ] τα σκευάσματα αυτά αποτελούν προϊόντα παράλληλης αθέμιτης εισαγωγής, αφού δεν είχαν κυκλοφορήσει στον ΕΟΧ και δεν υπήρχε σχετική άδεια της δεύτερης αναιρεσίβλητης γι' αυτό, η] για τη διακίνηση των προϊόντων αυτών ο αναιρεσείων επωφελήθηκε από τη διαμόρφωση της φήμης των σημάτων της δεύτερης αναιρεσίβλητης στην αγορά, τα οποία χρησιμοποιούσε η πρώτη αναιρεσίβλητη, δηλαδή εκμεταλλεύθηκε ξένη φήμη και οργάνωση, ενώ προέβη και σε πράξεις διακινδύνευσης, αφού τα προϊόντα αυτά φέρουν διαφορετική σύνθεση και είναι ακατάλληλα για τον ΕΟΧ, θ] με τον τρόπο αυτό απέκτησε ανταγωνιστικό προβάδισμα έναντι της πρώτης αναιρεσίβλητης, αφού εξοικονομεί δαπάνες γνωστοποίησης στον ΕΟΦ, διαφήμισης και σήμανσης, ι] έτσι ενήργησε εν γνώσει του ενάντια στα δικαιώματα της πρώτης αναιρεσίβλητης και προέβη σε πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού σε βάρος της θέτοντας σε κίνδυνο την εμπορική της αξιοπιστία αλλά και το καταναλωτικό κοινό. Επομένως, οι τέταρτος και πέμπτος λόγοι αναίρεσης, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 932 ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και σε νομικά πρόσωπα, εφόσον προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη ή το εμπορικό τους μέλλον, καθώς και όταν προσβάλλεται η φήμη τους. Η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο συναίσθημα αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής, αλλά σε συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση. Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο, το δικαστήριο της ουσίας, αφού αναιρετικά ανέλεγκτα δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι' αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινή πείρας και λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη ως κριτήρια το είδος και τη βαρύτητα της προσβολής την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υποχρέου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του [όχι κατά τις υποκειμενικές ανέλεγκτες αντιλήψεις του, αλλά] κατ' εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκείμενων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ [ΟλΑΠ 9/2015]. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται [κατ' αρχήν αναιρετικά ανέλεγκτα], με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία, που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Σε κάθε περίπτωση όμως επιβάλλεται να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος [άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος], με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινή πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση [όσον αφορά τον παθόντα], το σεβασμό της αξίας του προσώπου, και στη δεύτερη [όσον αφορά τον υπόχρεο], το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ προσώπων, πρέπει να τηρεί μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό διευκρινίζεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του "ευλόγου" και συνακόλουθα το "εύλογο" εμπεριέχει αναγκαίως το "ανάλογο". Άλλωστε, την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μία ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέσο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιώδες δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου [άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ αντίστοιχα], η αρχή της αναλογικότητας [άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος], υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας [ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 1123/2020, ΑΠ 79/2020]. Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση τις προαναφερόμενες παραδοχές του το Εφετείο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος, και κατά το μέρος που έπληττε την πρωτόδικη απόφαση, ως προς το εύλογο ποσό των 4000 ευρώ, που επιδίκασε προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης κάθε ενάγοντα, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ των άλλων κριτηρίων, και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου την αρχή της αναλογικότητας και δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, καθόσον το ποσό αυτό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και της συνείδηση για το δίκαιο, δεν υπερβαίνει και μάλιστα καταφανώς εκείνο που συνήθως επιδικάζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Επομένως, ο έβδομος λόγος αναίρεσης, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις αιτιάσεις περί παράβασης της αρχής της αναλογικότητας και υπέρβασης των ορίων της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου, είναι αβάσιμος.
Ο δικαιούχος σήματος δύναται να απαγορεύσει τις παράλληλες εισαγωγές στην Ελλάδα προϊόντων, που έχουν διατεθεί στο εμπόριο κράτους μη μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης [και ήδη του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου] από τον ίδιο ή με τη συγκατάθεσή του, διότι δεν έχει αναλωθεί το δικαίωμά του, ήτοι παρέχεται στον δικαιούχο σήματος η δυνατότητα να ελέγξει τη θέση σε πρώτη κυκλοφορία εντός του ΕΟΧ των φερόντων το σήμα προϊόντων του, που δεν γίνεται ούτε από τον ίδιο, ούτε από πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από αυτόν [π.χ. τον εξουσιοδοτημένο διανομέα, αντιπρόσωπο ή τον αδειούχο του σήματος], αλλά από τρίτο πρόσωπο, [παράλληλο εισαγωγέα], που ενεργεί χωρίς τη συγκατάθεση του σηματούχου. Οι εν λόγω εισαγωγές λέγονται παράλληλες γιατί βαίνουν παράλληλα και ανταγωνίζονται αυτές που γίνονται από τον ίδιο το σηματούχο ή τα εξουσιοδοτημένα από αυτόν πρόσωπα. Κατά το ισχύον δίκαιο, η νομιμότητα των παράλληλων εισαγωγών εξαρτάται από το αν έχει αναλωθεί ή όχι το επί του σήματος δικαίωμα του σηματούχου. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 του Κανονισμού [ΕΚ] 207/2009 του Συμβουλίου της 24-2-2009 "Το δικαίωμα που παρέχει το κοινοτικό σήμα δεν επιτρέπει στο δικαιούχο να απαγορεύει τη χρήση του σήματος για προϊόντα που έχουν διατεθεί υπό το σήμα αυτό στο εμπόριο μέσα στην Κοινότητα από τον ίδιο το δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του". Η διάταξη αυτή, όπως και η αντίστοιχη του άρθρου 128 παρ. 1 Ν. 4072/2012, προβλέπει ότι η θέση σε κυκλοφορία του σηματοδοτημένου προϊόντος εξαντλεί το αποκλειστικό δικαίωμα του δημιουργού να θέσει το προϊόν σε κυκλοφορία [εξάντληση ή αποδυνάμωση ή ανάλωση της εξουσίας αυτής].
Συνεπώς, ο δικαιούχος έχει το δικαίωμα της πρώτης θέσης σε κυκλοφορία και προϋπόθεση ανάλωσης του εν λόγω δικαιώματος είναι το σηματοδοτημένο προϊόν να τίθεται νόμιμα σε κυκλοφορία σε μία χώρα της ΕΕ, από τον ίδιο το δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του, οπότε δεν υπάρχει προσβολή σήματος. Συνακόλουθα τα δικαιώματα που παρέχει το σήμα, αναλώνονται μόνο εφόσον τα προϊόντα έχουν διατεθεί στο εμπόριο εντός της Κοινότητας [και εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, αφότου άρχισε να ισχύει η Συμφωνία γι' αυτόν], για να υπάρχει δε συγκατάθεση με την έννοια του άρθρου 13 του Κανονισμού, η τελευταία πρέπει να καλύπτει όχι γενικά το προϊόν, για το οποίο προβάλλεται η ανάλωση, αλλά κάθε συγκεκριμένο τεμάχιο. Η εν λόγω συγκατάθεση μπορεί να είναι και σιωπηρή όταν αυτή συνάγεται από στοιχεία και περιστάσεις προγενέστερες, σύγχρονες ή μεταγενέστερες της, εκτός του ΕΟΧ, εμπορίας παραίτηση του δικαιούχου από το δικαίωμά του να αντιταχθεί στην εντός του ΕΟΧ εμπορία. Δηλαδή η συγκατάθεση του σηματούχου πρέπει να προκύπτει με τρόπο αναμφίβολο και από θετικές ενέργειες αυτού, όχι όμως από παραλείψεις ή από μόνη τη σιωπή του. Δεν ασκεί επιρροή η καλή πίστη του παράλληλου εισαγωγέα ή όποιου διαθέτει παράλληλα εισαγόμενα προϊόντα εντός ΕΟΧ (ΑΠ 115/2018). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο παράλληλος εισαγωγέας φέρει το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού του, που συνιστά ένσταση, είτε ότι υπάρχει συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος για διάθεση στο εμπόριο εντός ΕΟΧ είτε ότι ο σηματούχος έθεσε τα προϊόντα του σε πρώτη κυκλοφορία εντός του ΕΟΧ και έτσι προκάλεσε ανάλωση του δικαιώματός του από το σήμα (ΑΠ 114/2018, ΑΠ 18/2018). Περαιτέρω, η ανεπάρκεια των εκτιθέμενων στην αγωγή ή στην ένσταση πραγματικών περιστατικών σε σχέση με αυτά που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή τους χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή ή την ένσταση, αρκούμενο σε λιγότερα στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας, να κρίνει αόριστη την αγωγή ή την ένσταση, αξιώνοντας την αναφορά περισσότερων στοιχείων από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του αντίστοιχου δικαιώματος. Πρόκειται και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση της νομικής αοριστίας της αγωγής ή της ένστασης [ολΑΠ 18/1998, ΑΠ221/2022]. Επομένως, νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου [ΑΠ 221/2022]. Αντιθέτως, ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά δηλαδή περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ο από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή αν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά την μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας 'ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την έκρινε ως αόριστη. Ο αναιρετικός αυτός έλεγχος γίνεται με βάση την κυριαρχική εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας σε συνδυασμό όμως με τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο [ΑΠ 18/2018]. Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης, με επίκληση πλημμέλειας από τον αρ.8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, δεν απέρριψε ως απαράδεκτη την αγωγή, καθόσον η ιστορική της βάση είχε ποιοτική αοριστία, ως προς τον ισχυρισμό της ότι υφίστατο διαφοροποίηση των προϊόντων της δεύτερης αναιρεσίβλητης που διακινούνταν εντός ΕΟΧ με αυτά που διακινούνταν εκτός του ΕΟΧ, λόγω διατροφικών και ανθρωπολογικών ιδιαιτεροτήτων εκάστης πληθυσμιακής ομάδας για την οποία προορίζεται το κάθε προϊόν, αφού δεν προσδιοριζόταν στην αγωγή μία τέτοια ιδιαιτερότητα, δηλαδή δεν αναφέρεται στην αγωγή ποιες είναι οι ανθρωπολογικές και διατροφικές ιδιαιτερότητες των κατοίκων του ΕΟΧ σε σχέση με αυτές των κατοίκων εκτός ΕΟΧ. Όπως, όμως προαναφέρθηκε, ο ως άνω ισχυρισμός συνιστά ένσταση της οποίας το βάρος επίκλησης και απόδειξης φέρει ο ενιστάμενος αναιρεσείων, ο οποίος οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι η σηματούχος δεύτερη αναιρεσίβλητη έθεσε τα συγκεκριμένα προϊόντα της, και όχι οποιαδήποτε άλλα, σε πρώτη κυκλοφορία εντός του ΕΟΧ και έτσι προκάλεσε ανάλωση του δικαιώματός της από το σήμα της. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης από τους αριθμούς 8 και 14 (κατ'εκτίμηση) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 10 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο, δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκτίθεται στην απόφαση, ούτε γενικώς, από ποια αποδεικτικά μέσα το δικαστήριο άντλησε την απόδειξη για αυτά [ΑΠ 545/2019, ΑΠ 165/2016, ΑΠ 25/2016]. Εφόσον, συνεπώς, προκύπτει από την απόφαση ότι το δικαστήριο της ουσίας άντλησε την κρίση του από αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίστηκαν με επίκληση, δεν ιδρύεται ο παραπάνω λόγος αναίρεσης, ούτε βέβαια ελέγχεται με το λόγο αυτό η ορθότητα του αποδεικτικού πορίσματος, στο οποίο το δικαστήριο κατέληξε και ως προς το οποίο η κρίση του είναι γενικώς ανέλεγκτη αναιρετικά, εκτός και αν πρόκειται για ανεπάρκεια ή ασάφεια των αιτιολογιών της απόφασης, οπότε ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρο 559 ΚΠολΔ [ΑΠ 545/2019, ΑΠ 165/2016, ΑΠ 502/2016]. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το δικαστήριο δέχθηκε, χωρίς απόδειξη, ως αληθινά πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και συγκεκριμένα δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων πραγματοποίησε αθέμιτες παράλληλες εισαγωγές και πωλήσεις προϊόντων της δεύτερης αναιρεσίβλητης, που είναι επικίνδυνα για την υγεία, καθώς δεν μπορούν να κυκλοφορούν στον ΕΟΧ και τα οποία διαφοροποιούνται από τα προϊόντα της δεύτερης αναιρεσίβλητης που εισήγαγε και εμπορευόταν η πρώτη αναιρεσίβλητη, λόγω διατροφικών και ανθρωπολογικών ιδιαιτεροτήτων εκάστης πληθυσμιακής ομάδας, οι δε παραπάνω παραδοχές άσκησαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Όμως, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο εκθέτει σ' αυτήν όλα τα αποδεικτικά μέσα που χρησιμοποίησε, ήτοι τις ένορκες βεβαιώσεις, τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, τα οποία λήφθηκαν υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τις προσκομισθείσες φωτογραφίες, τις αποτυπώσεις σε ηλεκτρονική μορφή και τα αυτούσια σκευάσματα που φέρουν τα σήματα της δεύτερης αναιρεσίβλητης. Επομένως, αναφέρονται όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία το δικαστήριο της ουσίας άντλησε την κρίση του, ότι αποδείχθηκαν και είναι αληθινά όλα τα ως άνω παρατιθέμενα στην απόφασή του και έχοντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης πραγματικά περιστατικά και, ως εκ τούτου, ο από το άρθρο 559 αρ. 10 ΚΠολΔ τρίτος λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του όλα τα υποστατά και, αναλόγως, έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που προσκομίστηκαν νόμιμα από τους διαδίκους, είτε για άμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από το διάδικο [ΑΠ 1864/2017]. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 421 και 422 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι διάδικοι μπορούν να προσκομίσουν στο δικαστήριο ως αποδεικτικό μέσο ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου. Οι ένορκες βεβαιώσεις εφόσον δόθηκαν σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, είναι επιτρεπτό αυτοτελές αποδεικτικό μέσο και λαμβάνονται υπόψη μόνο εφόσον έχουν ληφθεί μετά από προηγούμενη νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου του εξετάζοντος διαδίκου πριν από δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες από αυτές, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στον αντίδικο να παραστεί κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης, να λάβει γνώση του περιεχομένου αυτής και να την αποκρούσει με προσαγωγή αποδεικτικών στοιχείων περί του αντιθέτου κατά τη σχετική συζήτηση της υπόθεσης [ΑΠ 59/2020, ΑΠ 439/2017]. Στην περίπτωση που οι αντίδικοι είναι πλείονες, ακόμη και αν μεταξύ τους υπάρχει απλή και όχι αναγκαστική ομοδικία, πρέπει να κλητευθούν όλοι, εκτός αν τα με την ένορκη βεβαίωση εκτιθέμενα αρμόζουν αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο ορισμένου από τους ομοδίκους. Διαφορετικά η ένορκη βεβαίωση δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε και έναντι εκείνου, που τυχόν κλητεύθηκε να παραστεί (ΑΠ 338/2022, ΑΠ 169/2019, ΑΠ 1744/2009). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον έκτο λόγο της αίτησης αναίρεσης αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 11 περ. γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι, ενώ με τις προτάσεις του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Εφετείου, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, είχε επικαλεστεί και προσκομίσει, για την απόδειξη των ουσιωδών για την έκβαση της δίκης ισχυρισμών του, την υπ' αριθ. 742/15-9-2016 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του ειρηνοδίκη Λάρισας, που περιείχε τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης Σ. Ζ. και Β. Χ., το Εφετείο έλαβε υπόψη του την ένορκη αυτή βεβαίωση μόνο για την πρώτη αναιρεσίβλητη και όχι για τη δεύτερη, παρότι δεν διατυπώθηκε ένσταση από την πλευρά των αντιδίκων του. Όμως, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης [άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ], προκύπτει ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του την προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση, όσον αφορά τη δεύτερη αναιρεσίβλητη, κρίνοντας ότι αυτή αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, εφόσον η δεύτερη αναιρεσίβλητη δεν κλητεύθηκε να παραστεί κατά τη λήψη της ως ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Λάρισας και δεν παραστάθηκε κατά τη λήψη της, ώστε να καλυφθεί η μη κλήτευσή της, από την τυχόν μη προβολή αντιρρήσεων. Επομένως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, η ως άνω ένορκη βεβαίωση δεν αποτελεί υποστατό αποδεικτικό μέσο και ορθά δεν λήφθηκε υπόψη από το Εφετείο, όσον αφορά τη δεύτερη αναιρεσίβλητη, ενώ παραδεκτά λήφθηκε υπόψη για την πρώτη αναιρεσίβλητη για ζητήματα που αφορούσαν μόνον αυτήν.
Συνεπώς, ο έκτος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περ. γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 559 αρ. 13 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος απόδειξης. Ως εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου σχετικά με το βάρος της απόδειξης νοείται η παρά τους ορισμούς του άρθρου 338 ΚΠολΔ κατανομή του [υποκειμενικού] βάρους απόδειξης η οποία προϋποθέτει την έκδοση παρεμπίπτουσας απόφασης περί απόδειξης. Μετά την κατάργηση όμως του άρθρου 341 ΚΠολΔ, με το άρθρο 5 Ν. 2915/2011, τέτοια απόφαση δεν εκδίδεται και συνεπώς έκτοτε η έννοια του υποκειμενικού βάρους απόδειξης απώλεσε τη σημασία της, ο δε αναιρετικός έλεγχος από το άρθρο 559 αρ. 13 ΚΠολΔ περιορίζεται μόνο στην παραβίαση του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, το οποίο καθορίζει το διάδικο που φέρει τις συνέπειες της μη πλήρους απόδειξης κρίσιμων για τη θεμελίωση του ισχυρισμού του περιστατικών[ΑΠ 559/2020, ΑΠ 498/2019, ΑΠ 575/2015]. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 13 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι ως προς το κρίσιμο ζήτημα της παράλληλης εισαγωγής των επίδικων προϊόντων επέβαλε σε αυτόν το βάρος απόδειξης και όχι στους αναιρεσίβλητους. Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι, ενώ οι αναιρεσίβλητες "δεν ανταποκρίθηκαν στο αντικειμενικό βάρος απόδειξης του ως άνω ισχυρισμού τους, ότι αυτά τα συγκεκριμένα προϊόντα δεν ήταν παράλληλα δικές τους πωλήσεις προς εμένα με αντίστοιχα τιμολόγια ή δελτία αποστολής", επέρριψε στον ίδιο το βάρος απόδειξης του ως άνω ισχυρισμού. Ο λόγος αυτός είναι, προεχόντως, απαράδεκτος, καθόσον στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το βάρος απόδειξης της παράλληλης εισαγωγής των επίδικων προϊόντων, είτε απευθείας από τον αναιρεσείοντα είτε από οποιονδήποτε αυτός τα προμηθεύθηκε, βαρύνει τις αναιρεσίβλητες και όχι, όπως αναφέρθηκε κατά την έρευνα του δευτέρου λόγου αναίρεσης, τον ίδιο τον ενιστάμενο αναιρεσείοντα, ο οποίος έφερε το βάρος απόδειξης των γεγονότων που συγκροτούσαν τον πιο πάνω ισχυρισμό του και, εντεύθεν, τον κίνδυνο της αμφιβολίας του παραπάνω Δικαστηρίου ως προς τη συνδρομή των γεγονότων αυτών. Ανεξαρτήτως αυτού, όμως, από την παραδεκτή επισκόπηση των σχετικών παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι το Εφετείο κατέληξε στο σχετικό πόρισμά του, δέχθηκε δηλαδή ότι οι αναιρεσίβλητες δεν εισήγαγαν στην Ελλάδα τα ένδικα σκευάσματα, ούτε ποτέ η δεύτερη αναιρεσίβλητη συναίνεσε στην εισαγωγή τους, διότι οι αποδείξεις που προσκόμισαν οι αναιρεσίβλητες για το εν λόγω ζήτημα κρίθηκαν επαρκείς και όχι από έλλειψη ή ανεπάρκεια αποδείξεων. Επομένως, το Εφετείο δεν αντέστρεψε το αντικειμενικό βάρος απόδειξης, και ο πρώτος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου [άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ] και να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος, που ηττήθηκε τα δικαστικά έξοδα της πρώτης αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις [άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ], όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, ενώ στη δεύτερη αναιρεσίβλητη δεν επιδικάζονται έξοδα, αφού λόγω της ερημοδικίας της δεν υποβλήθηκε σε έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24-9-2021 αίτηση του Κ. Κ. για αναίρεση της υπ' αριθ. 164/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα της πρώτης αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων [2700] ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Νοεμβρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Ιανουαρίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ