
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 107 / 2024    (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 107/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μυρσίνη Παπαχίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Ασπασία Μεσσηνιάτη - Γρυπάρη, Αλεξάνδρα Αποστολάκη και Σωκράτη Πλαστήρα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Απριλίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Δ. Μ. του Χ., κατοίκου Όρμα Αριδαίας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Παναγιώτα Ηλιάδου - Καραγιάννη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1 Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "A. Τ. Α.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "Τ. Π. ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "Α. Τ. Τ. Ε. ΑΕ", 3) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "Τ. E. E. AE" και ήδη "Τράπεζα Eurobank Ανώνυμη Εταιρεία" και δ.τ. "Eurobank", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και 4) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "Ε. Τ. Τ. Ε. ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, εκ των οποίων η 3η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Χονδρόπουλο, που δήλωσε στο ακροατήριο: α) ότι ανακαλεί την από 6-3-2023 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται και β) την ως άνω μεταβολή της επωνυμίας της αναιρεσίβλητης εταιρείας, ενώ οι 1η, 2η και 4η δεν παραστάθηκαν.
Της προσθέτως παρεμβαίνουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "I. H. Α. Ε. Δ. Α. Α. Δ. Κ. Π." και δ.τ. "I. H. ΑΕΔΑΔΠ" (πρώην "Α. F. S. Μ. Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις"), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, διαχειρίστριας και πληρεξούσιας των απαιτήσεων της εδρεύουσας στο Δουβλίνο Ιρλανδίας και νόμιμα εκπροσωπούμενης αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία "S. I. N. F. D.", ούσας ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "Τ. Π. ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σοφία Κικιλή με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-3-2015 αίτηση του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αλμωπίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 93/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 353/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 20-10-2021 αίτησή του, η δε προσθέτως υπέρ της 2ης αναιρεσίβλητης παρεμβαίνουσα, με το από 21-2-2023 δικόγραφο ζητεί τα εις αυτό αναφερόμενα.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Ασπασία Μεσσηνιάτη - Γρυπάρη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο ο αναιρεσείων, η 3η των αναιρεσιβλήτων και η προσθέτως παρεμβαίνουσα όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της 3ης αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 20.10.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 7/2021 αίτηση αναιρέσεως, προσβάλλεται η υπ' αριθμ. 353/2019 τελεσίδικη απόφαση του, ως Εφετείου δικάσαντος, Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 έως 741 επ. του Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με άρθρο 15 του Ν. 3869/2010 "ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων"), ερήμην της τετάρτης των εφεσιβλήτων ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "Ε. Τ. Τ. Ε. Α.Ε.". Παρά, όμως, την ανωτέρω ερημοδικία της, η προσβαλλομένη απόφαση είναι τελεσίδικη και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως παραδεκτά απευθύνεται κατ' αυτής, διότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 του Ν. 3869/2010, η απόφαση αυτή δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας και, συνακόλουθα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για την αρχή της διαδοχικής ασκήσεως των ενδίκων μέσων, σύμφωνα με την οποία η ερήμην οριστική απόφαση του εφετείου υπόκειται σε αναίρεση μόνον αφότου έπαυσε να υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας (Α.Π. 449/2022, Α.Π. 778/2022, Α.Π. 658/2022, Α.Π. 508/2020). Συνακόλουθα, η αίτηση αναιρέσεως έχει ασκηθεί παραδεκτά ως δικόγραφο, κατ' άρθρο 553 παρ. 1, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 741 και 769 του Κ.Πολ.Δ. και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, και ως προς αυτήν, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 1 και 3 του Κ.Πολ.Δ.).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., αν κατά την συζήτηση της αναιρέσεως δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως αν ο απολειπόμενος διάδικος επέσπευσε εγκύρως τη συζήτηση, οπότε συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι ή, αν τη συζήτηση επέσπευσε ο αντίδικος του απολειπόμενου διαδίκου, οπότε εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν αυτός (απολειπόμενος διάδικος) κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση, προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί (ΑΠ 94/2023). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως προσδιορίστηκε, κατ' άρθρ. 568 παρ. 2, 3 και 4 του Κ.Πολ.Δ., να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (7-4-2023). Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης κατά την ως άνω δικάσιμο, οι πρώτη, δεύτερη και τετάρτη των αναιρεσιβλήτων ανώνυμων τραπεζικών εταιρειών με τις επωνυμίες, αντιστοίχως, "A. Τ. Α.", "Τ. Π. Α.Ε.", ως ειδική διάδοχος της "Α. Τ. Τ. Ε." και "Ε. Τ. Τ. Ε. Α.Ε.", δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατατέθηκε γι' αυτές έγγραφη δήλωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 573 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, και στη διαδικασία της αναιρετικής δίκης ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνησή της. Από τις υπ' αριθμ. 1018Β'/28-7-2022, 1007Β'/28-7-2022 και 1022Β'/28-7-2022 όμως εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Θ. Σ., που προσκομίζει και επικαλείται ο αναιρεσείων, ο οποίος επισπεύδει τη συζήτηση της υπόθεσης, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με την κάτω από αυτήν πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την ανωτέρω δικάσιμο, επιδόθηκε, νομότυπα και εμπρόθεσμα, στις προαναφερόμενες, πρώτη, δεύτερη και τετάρτη των αναιρεσιβλήτων.
Συνεπώς, πρέπει να δικαστούν ερήμην, αλλά να προχωρήσει η συζήτηση, σαν να ήταν και αυτές παρούσες (άρθρο 576 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.). Από τη διάταξη του άρθρου 80 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Αρείου Πάγου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της αναιρέσεως, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως του άρθρου 80 του Κ.Πολ.Δ., νοείται εκείνος, ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (Α.Π. 1486/2022, Α.Π. 883/2021, Α.Π. 1329/2017). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 του Κ.Πολ.Δ., αν η ισχύς της αποφάσεως στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου, που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της αποφάσεως, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής, στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της ασκήσεως αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται, όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της αποφάσεως σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της αποφάσεως. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 του Κ.Πολ.Δ. αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται, κατά πλάσμα δικαίου, ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (Α.Π. 1486/2022, Α.Π. 883/2021, Α.Π. 1485/2006). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 του Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 1486/2022, Α.Π. 883/2021, Α.Π. 1564/2017). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 περ. γ' του Ν. 4354/2015 "Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων....", "Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις". Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, "Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη, με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και το δικαιούχο της απαίτησης". Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 576 παρ. 2 και 3 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι, σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας στη δίκη επί της αιτήσεως αναιρέσεως, αν κάποιος από τους αναγκαίους ομοδίκους δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, πλην όμως, έχει κλητευθεί νομίμως είτε από τον αντίδικό του, είτε από αναγκαίο ομόδικο, τότε η συζήτηση χωρεί νομίμως και ως προς τον απολειπόμενο αυτόν αναγκαίο ομόδικο (Α.Π. 1486/2022, Α.Π. 883/2021, Α.Π. 756/2017, Α.Π. 681/2016), αφού, αν και δεν παραστάθηκε, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τον αναγκαίο ομόδικό του. Στην προκείμενη περίπτωση, η εδρεύουσα στην Αθήνα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "I. H. Α. Ε. Δ. Α. Α. Δ. Κ. Π." και το διακριτικό τίτλο "I. H. Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.", με το από 21-2-2023 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 23-2-2023 και επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, στον αναιρεσείοντα και στις αναιρεσίβλητες (βλ., αντίστοιχα, τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την παρεμβαίνουσα υπ' αριθμ. 5474Δ'/7-3-2023, 8573Β'/6-3-2023, 8565Β'/6-3-2023, 8590Β'/6-3-2023, 8599Β'/6-3-2023 εκθέσεις επιδόσεως, των δικαστικών επιμελητών, στο Εφετείο Θεσσαλονίκης Γ. Τ. η πρώτη και στο Εφετείο Αθηνών - Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, οι λοιπές), άσκησε το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου, πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "Τ. Π. Α.Ε." (δεύτερης αναιρεσίβλητης), επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον της το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια απαιτήσεων της, εδρεύουσας στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία "S. I. N. F. D.", ειδικής διαδόχου της παραπάνω τραπεζικής εταιρείας, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρο 325 του Κ.Πολ.Δ.). Ειδικότερα, όπως από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία, η οποία έχει νόμιμα αδειοδοτηθεί και ελέγχεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, όπως αυτός ισχύει (απόφαση 326/2/17-09-2019 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων), είναι διαχειρίστρια απαιτήσεων και της παραπάνω τραπεζικής εταιρείας από χορηγήσεις δανείων και πιστώσεων προς οφειλέτες, που οι οφειλές τους έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και έχουν καταγγελθεί από την Τράπεζα, η οποία, στο πλαίσιο τιτλοποίησης αξιώσεων, δυνάμει της από 16-3-2021 συμβάσεως πωλήσεως και μεταβιβάσεως απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρηθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν. 2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό Πρωτοκόλλου 62/17-3-2021, όπως αυτή, εν συνεχεία συμπληρώθηκε με την με αρ. πρωτ. 894/24-11-2022 περίληψη (τόμος 15 και αρ. 141), έχει μεταβιβάσει τις απαιτήσεις αυτές στην αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία "S. I. N. F. D.", ανώνυμη εταιρεία ειδικού σκοπού, με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας και αριθμό μητρώου 675770, η οποία, ακολούθως, ανέθεσε την είσπραξη και διαχείριση των ως άνω απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στην παρεμβαίνουσα ανώνυμη εταιρεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 16-3-2021 σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρισθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν. 2844/2000, κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 16 του Ν. 3156/2003 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου 63/17-03-2021. Στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και οι απαιτήσεις της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση Τράπεζας, που απορρέουν από τις συμβάσεις που συνήψε με τον αναιρεσείοντα. Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες νομικές σκέψεις, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη, κατ` άρθρα 80 και 83 του Κ.Πολ.Δ., με αποτέλεσμα, μεταξύ της κυρίας διαδίκου και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας, να δημιουργηθεί σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, και πρέπει, ως εκ τούτου, αυτή να συνεκδικαστεί με την αίτηση αναιρέσεως (άρθρα 246 και 573 του Κ.Πολ.Δ.). Όπως όμως προαναφέρθηκε, με την υπ` αριθμ. 1007Β'/28-7-2022, έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Θ. Σ., ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως με πράξεις καταθέσεως δικογράφου και ορισμού δικασίμου για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (07-4-2023) και κλήση για να παραστεί κατά τη συζήτηση αυτής στην εν λόγω δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επιμέλεια του αναιρεσείοντος, στη δεύτερη αναιρεσίβλητη, υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία " Τ. Π. Α.Ε.". Επομένως, κατ` εφαρμογή των όσων εκτέθηκαν παραπάνω, εφόσον η τελευταία, υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, δεν εμφανίσθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της, αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα και η συζήτηση θα χωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα. Από την επιτρεπτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, προκύπτει ότι η ως άνω προσβαλλομένη απόφαση, είναι αποτέλεσμα της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Ο αιτών και ήδη αναιρεσείων άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αλμωπίας την από 19-3-2015 (αρ. κατ. 219/2015) αίτησή του, με την οποία, επικαλούμενος έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του προς τις καθ' ων η αίτηση και ήδη αναιρεσίβλητες τραπεζικές εταιρείες, ζήτησε τη ρύθμιση των χρεών του και την εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας του, με σκοπό την απαλλαγή του από τις οφειλές του. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 93/2018 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, λόγω μη συνδρομής της ουσιαστικής προϋποθέσεως της ελλείψεως πτωχευτικής ικανότητας στο πρόσωπο του αιτούντος. Κατά της αποφάσεως αυτής ο αιτών άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας, την από 3-9-2018 (με αρ. κατ. 91/2018) έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 353/2019 απόφαση, που δέχτηκε αυτήν τυπικά και την απέρριψε κατ' ουσίαν.
Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010 ("Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων..."), όπως το άρθρο αυτό ίσχυε (και εφαρμόζεται εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου καταθέσεως, στις 8-1-2014, της ένδικης, από 20-12-2013, αιτήσεως), πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 1 της ΥΠΟΠΑΡ. Α. 4 του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 (ΦΕΚ 94/Α/14-8-2015) το οποίο καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 2 της ΥΠΟΠΑΡ. Α. 4 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, ορίζεται ότι "φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών τους και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας του οφειλέτη αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για τη δυνατότητα υπαγωγής του στις διατάξεις του νόμου 3869/2010. Πτωχευτική ικανότητα έχουν τα πρόσωπα που έχουν εμπορική ιδιότητα, την οποία αποκτούν κατά το υποκειμενικό (ουσιαστικό) σύστημα, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Εμπ.Ν., εφόσον ενεργούν κατά σύνηθες επάγγελμα, εμπορικές πράξεις. Οι έμποροι, συνεπώς, για τους οποίους, μάλιστα, βάσει του άρθρου 8 παρ. 2 του β.δ/τος 2/14-5-1835 "περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων", ισχύει το τεκμήριο της εμπορικότητας, σύμφωνα με το οποίο όλες οι συναλλαγές που γίνονται από τον έμπορο τεκμαίρεται ότι γίνονται χάριν της εμπορίας του, αποκλείονται από την εφαρμογή του Ν. 3869/2010, στη ρύθμιση του οποίου, συνεπώς, δεν υπάγονται, ούτε τα ιδιωτικά χρέη του εμπόρου. Γι' αυτούς, σε περίπτωση αδυναμίας εκπληρώσεως των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεών τους, κατά τρόπο γενικό και μόνιμο (παύση πληρωμών), ισχύουν οι ρυθμίσεις του Ν. 3588/2007 (Πτ.Κ.) και όχι αυτές του Ν. 3869/2010 (Α.Π. 518/2020, Α.Π. 803/2017). Έτσι, υπάγονται στη ρύθμιση του ανωτέρω νόμου τα πρόσωπα που δεν ασκούν αυτοτελή οικονομική δραστηριότητα, που να τους προσδίδει την ιδιότητα του εμπόρου, όπως, επίσης, και πρόσωπα τα οποία ήσαν έμποροι, έπαυσαν, όμως, την εμπορία ή την οικονομική τους δραστηριότητα, χωρίς, κατά την παύση αυτή, να έχουν παύσει τις πληρωμές τους, ενώ, αντίθετα, δεν υπάγονται στην ρύθμιση του νόμου τα πρόσωπα, τα οποία, κατά τον χρόνο παύσεως των πληρωμών, είχαν την εμπορική ιδιότητα. Η εμπορική, δηλαδή, ιδιότητα, είτε υφιστάμενη, είτε αναγόμενη στο παρελθόν, κατά το χρονικό όμως σημείο κατά το οποίο έπαυσαν οι πληρωμές, είναι η προϋπόθεση, που προσδίδει πτωχευτική ικανότητα στο φυσικό πρόσωπο, αποκλείοντας την υπαγωγή του στο πεδίο εφαρμογής του νόμου (Α.Π. 518/2020, Α.Π. 626/2019, 805/2019). Περαιτέρω, η ρυθμιζόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 847 επ. Α.Κ. σύμβαση εγγυήσεως, είναι καθ' αυτή σύμβαση αστικού δικαίου, αφού, κατά κανόνα, παρέχεται χαριστικώς προς εξυπηρέτηση συμφερόντων άλλου. Αν, όμως, αυτή, δίνεται από τον εγγυητή, κατ' εκμετάλλευση της πίστεως που παρέχει το όνομά του και η οικονομική του επιφάνεια, με την είσπραξη από αυτόν αμοιβής ή άλλης χρηματικής ωφέλειας ή με οποιοδήποτε άλλο, άμεσο ή έμμεσο, οικονομικό όφελος, που αντλείται από το λόγο για τον οποίο δόθηκε η εγγύηση και με την ανάληψη του σχετικού κινδύνου, τότε αυτή είναι εμπορική πράξη για τον εγγυητή και μάλιστα, ανεξάρτητα από τον εμπορικό χαρακτήρα της κύριας οφειλής ή της εμπορικής ιδιότητας του εγγυητή, δηλαδή, αντικειμενικά εμπορική πράξη, κατ' αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 του προαναφερομένου β.δ/τος "περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων", διότι συντρέχουν τα προσδιοριστικά στοιχεία της εξ αντικειμένου εμπορικότητας, δηλαδή η διαμεσολάβηση στην παροχή πίστεως με την ανάληψη του κινδύνου, προς το σκοπό απολαύσεως οικονομικού οφέλους. Επομένως, τέτοιες εγγυήσεις, εφόσον παρέχονται κατά σύνηθες επάγγελμα με σκοπό βιοπορισμού, αποτελούν αντικειμενικά εμπορικές πράξεις, που προσδίδουν στον παρέχοντα αυτές την ιδιότητα του εμπόρου, κατά το άρθρο 1 του Εμπ.Ν. (Ολ.Α.Π. 1513/1980, Α.Π. 518/2020, Α.Π. 805/2019, Α.Π. 626/2019). Δηλαδή, η παροχή τέτοιων εγγυήσεων, προσδίδει την ιδιότητα του εμπόρου κατά την ανωτέρω έννοια στον παρέχοντα αυτές, όταν ασκείται κατά σύνηθες και όχι απαραίτητα κύριο επάγγελμα. Η κτήση, δηλαδή, της εμπορικής ιδιότητας δεν αποκλείεται από την παράλληλη με αυτή άσκηση άλλου μη εμπορικού επαγγέλματος ή άλλης ιδιότητας (Ολ.ΑΠ 1513/1980, Α.Π. 518/2020, Α.Π. 805/2019, Α.Π. 626/2019). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθμός 1 εδ. α' του Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυε πριν, ισχύει δε και μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται και στην παρούσα διαδικασία (άρθρο 14 του Ν. 3869/2010), κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.Α.Π. 31/2009, Ολ.Α.Π. 7/2006, Α.Π. 1040/2022, Α.Π. 604/2021, Α.Π. 981/2020). Με το λόγο αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ., όπως γίνεται δεκτό και κατά την ερμηνεία και εφαρμογή της αντίστοιχης διατάξεως του άρθρου 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ., ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (Α.Π. 75/2022, Α.Π. 75/2022, Α.Π. 42/2020). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση (Α.Π. 1559/2022, Α.Π. 1040/2022, Α.Π. 1106/2021, Α.Π. 123/2021). Με το λόγο αυτό, δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 1040/2022, Α.Π. 56/2022, Α.Π. 1127/2021, Α.Π. 123/2021). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθμ. 6 του Κ.Πολ.Δ. [όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1-1-2016, μεταξύ άλλων και για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από την ημερομηνία αυτή (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού) και εφαρμόζεται, εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου καταθέσεως της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως (26-3-2021)], η οποία είναι ταυτόσημη με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ., κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια του αναιρετικού αυτού λόγου, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται, συνεπώς, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα, έτσι, να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για την στοιχειοθέτηση της διατάξεως ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της. Δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές μεν, αλλά πλήρεις αιτιολογίες, αφού, αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση, είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (Α.Π. 88/2022, Α.Π. 1510/2021, ΑΠ1388/2021, Α.Π. 889/2021). Επίσης, δεν έχει εφαρμογή η παραπάνω διάταξη, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ιδίως, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα, κατά τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Συνακόλουθα, τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση, απλώς, των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και, επομένως, αιτιολογία της αποφάσεως, ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά, με τον παραπάνω λόγο, για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων, που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (Α.Π. 101/2022, Α.Π. 88/2022, ΑΠ 764/2021, ΑΠ 1266/2020). Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη και, επομένως, ο αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερόμενες εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι απαράδεκτος, καθόσον πλήττεται, πλέον, η ουσία της υποθέσεως, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (Α.Π. 1313/2022, Α.Π. 168/2022, Α.Π. 56/2022, Α.Π. 878/2022). Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο Έδεσσας, που δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση αυτής, δέχθηκε ως αποδειχθέντα, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο αιτών (ήδη αναιρεσείων), γεννηθείς το έτος 1961, είναι έγγαμος με τη Σ. Μ. και από το γάμο τους έχουν αποκτήσει δύο θυγατέρες, που είναι ενήλικες (γεννηθείσες το έτος 1984 και 1988 αντίστοιχα) και οικονομικά ανεξάρτητες, καθώς η μεν πρώτη είναι έγγαμη, η δε δεύτερη, που συνοικεί με τους γονείς της, συμμετέχει ως εταίρος στην ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία "Σ.. Μ.-Σ.. Α. Ο. Α.-Ε.", αποκομίζοντας εισόδημα από τα κέρδη της εταιρίας και συνεισφέροντας στην κάλυψη των οικογενειακών δαπανών. Ο αιτών είναι αγρότης και καλλιεργεί 40 στρέμματα αγροτεμαχίων με ροδάκινα, κεράσια κλπ το δε μηνιαίο εισόδημά του από την εργασία του αυτή ανερχόταν κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης (αλλά και συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), όπως ο ίδιος αναφέρει στο δικόγραφο της αίτησης του, στο ποσό των 500 ευρώ. Η σύζυγος του αιτούντος είναι έμπορος και συμμετείχε, κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης, ως ομόρρυθμη εταίρος κατά ποσοστό 50% σε δύο ομόρρυθμες εταιρείες, ήτοι: α) στην ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία "Σ.. Α.-Σ.. Μ. ΟΕ" με αντικείμενο την κατασκευή, επεξεργασία και εμπορία χάρτου και β) στην ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία "Σ.. Μ.-Σ.. Α. Ο. Α.-Ε." η οποία δραστηριοποιείται στον κλάδο εκμετάλλευσης ανανεώσιμων μορφών ενέργειας. Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της κρινόμενης αίτησης, ο αιτών συμβλήθηκε για τη χορήγηση δανείων από τις εφεσίβλητες τράπεζες, στις οποίες οφείλει τα παρακάτω ποσά: 1) Προς την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία "ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε" ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη: α) από την υπ' αριθμόν …σύμβαση δανείου, στην οποία συμβλήθηκε ως εγγυητής υπέρ της συζύγου του Σ. Μ., το ποσό των 47.338,34 ευρώ, β) από την υπ' αριθμόν …σύμβαση δανείου, που έλαβε ο ίδιος, το ποσό των 172,20 ευρώ γ) από την υπ' αριθμόν …σύμβαση δανείου, στην οποία συμβλήθηκε ως εγγυητής υπέρ της συζύγου του Σ. Μ., το ποσό των 221,40 ευρώ, δ) από την υπ' αριθμόν …σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, στην οποία συμβλήθηκε ως εγγυητής υπέρ της εταιρίας με την επωνυμία "Σ.. Μ.-Σ.. Α. Ο. Α.-Ε." το ποσό των 30.937,20 ευρώ, ε) από την υπ' αριθμόν …σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, στην οποία συμβλήθηκε ως εγγυητής υπέρ της εταιρίας με την επωνυμία "Σ.. Μ.-Σ.. Α. ΟΕ" το ποσό των 258.363,10 ευρώ (βλ. τον από 19.02.2016 πίνακα οφειλών της ως άνω τραπεζικής εταιρίας). 2) Προς την αρχική πιστώτρια "Α. Τ. Τ. Ε. Α.Ε", ειδική διάδοχος της οποίας ως προς τις επίδικες έννομες σχέσεις είναι η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία "Τ. Π. Α.Ε" (ήδη δεύτερη αναιρεσίβλητη): α) από την υπ' αριθμόν …σύμβαση στεγαστικού δανείου, που έλαβε ο ίδιος, το συνολικό ποσό των 84.679,59 ευρώ, β) από την υπ' αριθμόν …σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό-ανοικτό δάνειο αγροτών, που έλαβε ο ίδιος, το ποσό των 4.629,90 ευρώ και γ) από την υπ' αριθμόν …σύμβαση επιχειρηματικού δανείου, στην οποία συμβλήθηκε ως εγγυητής υπέρ της εταιρίας με την επωνυμία "Σ.. Μ.-Σ.. Α. ΟΕ", το συνολικό ποσό των 51.474,72 ευρώ (βλ. την από 05.02.2016 αναλυτική βεβαίωση οφειλών της ως άνω τραπεζικής εταιρίας). 3) Προς την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία "Τ. Ε. Ε. Α. Ε." (ήδη τρίτη αναιρεσίβλητη) από την υπ' αριθμόν …σύμβαση πίστωσης, στην οποία συμβλήθηκε ως εγγυητής υπέρ της εταιρίας με την επωνυμία "Σ.. Α.-Σ.. Μ. ΟΕ", το ποσό των 27.220,28 ευρώ (βλ. την από 18.12.2015 βεβαίωση οφειλών της ως άνω τραπεζικής εταιρίας). 4) Προς την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία "Ε. Τ. Τ. Ε." (ήδη τέταρτη αναιρεσίβλητη): α) από την με την υπ' αριθμόν …σύμβαση ανοικτού προσωπικού δανείου, που έλαβε ο ίδιος, το ποσό των 3.695,12 ευρώ, β) από την υπ' αριθμόν …σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, στην οποία συμβλήθηκε ως εγγυητής υπέρ της εταιρίας με την επωνυμία "Σ.. Α.-Σ.. Μ. ΟΕ" το ποσό των 15.224,53 ευρώ (βλ. την από 15.01.2016 αναλυτική κατάσταση οφειλών της ως άνω τραπεζικής εταιρίας) και γ) από την υπ' αριθμόν …σύμβαση δανείου, στην οποία συμβλήθηκε ως εγγυητής υπέρ της εταιρίας με την επωνυμία "Σ.. Α.-Σ.. Μ. ΟΕ" το ποσό των 7.529,92 ευρώ (το οποίο δεν προκύπτει από την αναλυτική κατάσταση οφειλών της ως άνω πιστώτριας, αλλά δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους). Οι συνολικές λοιπόν οφειλές του αιτούντος προς τις ανωτέρω πιστώτριες Τράπεζες ανέρχονται στο ποσό των 531.486,30 ευρώ, εκ του οποίου το ποσό των 93.176,81 ευρώ προέρχεται από προσωπικές οφειλές του, ενώ το ποσό των 438.309,49 ευρώ προέρχεται από οφειλές από εγγυήσεις που έχει χορηγήσει υπέρ της συζύγου του Σ. Μ. και κυρίως υπέρ των δύο εταιρειών με την επωνυμία "Σ.. Α.-Σ.. Μ. ΟΕ" και "Σ.. Μ.-Σ.. Α. Ο. Α.-Ε.", οι οποίες ανήκουν, όπως προαναφέρθηκε, κατά ποσοστό 50% στη σύζυγό του, που αποτελεί ομόρρυθμο μέλος αυτών. Από όσα προαναφέρθηκαν, αποδεικνύεται ότι ο αιτών για μεγάλο χρονικό διάστημα (έτη 2003-2013) εγγυήθηκε, στα πλαίσια των προαναφερόμενων συμβάσεων μεταξύ των πιστωτών του και των δύο ως άνω εταιριών, τις δοθείσες σ' αυτές πιστώσεις, παρέχοντας, ειδικότερα οκτώ εγγυήσεις σε συμβάσεις που συνήφθησαν με τέσσερα διαφορετικά πιστωτικά ιδρύματα και αποσκοπούσαν στη χρηματοδότηση των ως άνω εταιριών, από την οποία (χρηματοδότηση) εξαρτιόταν η εξακολούθηση των εργασιών τους και η ύπαρξη των επιχειρήσεων. Ο αιτών παρείχε τις ως άνω εγγυήσεις ατομικά, χάριν κερδοσκοπίας, αποσκοπώντας σε οικονομικά οφέλη από την εμπορική δραστηριότητα των ως άνω εταιρειών, στις οποίες είναι εταίρος η σύζυγος του, η δε εγγύηση του περιείχε διαμεσολάβηση στην παροχή πίστης για την ανάληψη κινδύνου και κερδοσκοπίας. Άλλωστε, προϋπόθεση για τη χρηματοδότηση των παραπάνω εταιριών από τις Τράπεζες αποτέλεσε η προσωπική του εγγύηση, διότι είχε ακίνητη περιουσία (σε αντίθεση με τη σύζυγο του ή τις πρωτοφειλέτριες εταιρίες, που δεν αποδείχθηκε ότι, κατά το χρόνο λήψης των δανείων, διέθεταν οποιαδήποτε ακίνητη, ή τουλάχιστον επαρκή ακίνητη περιουσία), την οποία υποθήκευσε, ενώ, αν αρνούταν να παράσχει τις ως άνω εγγυήσεις, δεν θα χορηγούνταν οι πιστώσεις, που ήταν αναγκαίες για την επικερδή συνέχιση των εργασιών των εταιριών. Ειδικότερα, προς εξασφάλιση των απαιτήσεων από τις ανωτέρω συμβάσεις, στις οποίες συμβλήθηκε ως εγγυητής, ενεγράφησαν στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Αλμωπίας : 1. Επί του υπ' αριθ. 227 οικοπέδου ιδιοκτησίας του, εμβαδού 509 τ.μ., μετά της επ' αυτού οικίας, που βρίσκεται στο Συνοικισμό …, τρεις προσημειώσεις υποθήκης υπέρ της "Α. Τ. Α.Ε." για ποσά 140.000 ευρώ, 40.000 ευρώ και 57.784,88 ευρώ αντίστοιχα, 2. επί του υπ' αριθ. 2318 αγροτεμαχίου ιδιοκτησίας του, εμβαδού 5.550 τ.μ., του αγροκτήματος…, πρώτη προσημείωση υποθήκης υπέρ της "Τ. Ε. Ε. Ε. Α.Ε." για ποσό 39.000 ευρώ, 3. επί του υπ' αριθ. 1827β αγροτεμαχίου ιδιοκτησίας του, εμβαδού 2.069 τ.μ., του αγροκτήματος…, πρώτη προσημείωση υποθήκης υπέρ της "Τ. Ε. Ε. Ε. Α.Ε." για ποσό 39.000 ευρώ, 4. επί του υπ' αριθ. 2503 αγροτεμαχίου ιδιοκτησίας του, εμβαδού 2.348 τ.μ., του αγροκτήματος…, πρώτη προσημείωση υποθήκης υπέρ της "Τ. Ε. Ε. Ε. Α.Ε." για ποσό 39.000 ευρώ (βλ. τα υπ' αριθ. πρωτ. 1154/03.12.2014 πιστοποιητικά της Υποθηκοφύλακος Αλμωπίας). Σημειώνεται ότι ο αιτών έχει στην κυριότητα του και ένα οικόπεδο, με αριθμό 242, εμβαδού 1.537 τ.μ. με την επ' αυτού αποθήκη-στέγαστρο, επί ποσοστού 50% του οποίου έχουν εγγραφεί υποθήκη και προσημείωση υποθήκης υπέρ της πρώην "Α. Τ. Τ. Ε." για την εξασφάλιση των ατομικών του οφειλών από τα ως άνω ληφθέντα από τον ίδιο δάνεια. Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, κατά τα ως άνω έτη παροχής εγγυήσεων, τα εισοδήματα του αιτούντος από την αγροτική του δραστηριότητα δεν επαρκούσαν για να καλύψουν το σύνολο των βιοτικών αναγκών του ίδιου και της οικογένειας του (οι οποίες, σε κάθε περίπτωση, υπερέβαιναν τα 1.200 ευρώ μηνιαίως), με αποτέλεσμα να αποβλέπει στη συνεισφορά της συζύγου του για την κάλυψη αυτών. Ειδικότερα, με βάση τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των οικονομικών ετών 2005-2013 που προσκομίζονται (για τα προγενέστερα έτη δεν προσκομίζονται αντίστοιχες δηλώσεις) τα καθαρά εισοδήματα του αιτούντος από την αγροτική του δραστηριότητα και της συζύγου του από τη συμμετοχή της στις ανωτέρω εταιρίες, ανήλθαν στα ακόλουθα ποσά: το οικονομικό έτος 2005 στο ποσό των 5.159,87 ευρώ και των 14.888 ευρώ αντιστοίχως, το οικονομικό έτος 2006 στο ποσό των 3.753,79 ευρώ και των 25.515,91 ευρώ αντιστοίχως, το οικονομικό έτος 2007 στο ποσό των 5.135,66 ευρώ και των 14.389,7 αντιστοίχως, το οικονομικό έτος 2008 στο ποσό των 5.239,06 ευρώ και των 14.355 ευρώ αντιστοίχως, το οικονομικό έτος 2010 στο ποσό τω 5.188,77 ευρώ και των 13.738,67 ευρώ αντιστοίχως, το οικονομικό έτος 2011 στο ποσό των 2.241,36 ευρώ και των 27.148,03 ευρώ αντιστοίχως, το οικονομικό έτος 2012 στο ποσό των 2.734,41 ευρώ και των 15.106,06 ευρώ αντιστοίχως, το οικονομικό έτος 2013 στο ποσό των 2.734,41 ευρώ και των 13.618,78 ευρώ αντιστοίχως, το οικονομικό έτος 2013 στο ποσό των 2.537,21 ευρώ και των 28.064,97 ευρώ αντιστοίχως, ενώ το οικονομικό έτος 2014 τα εισοδήματα αμφοτέρων ήταν μηδενικά. Τα πραγματικά εισοδήματα του αιτούντος βέβαια ήταν μεγαλύτερα των ανωτέρω (καθώς σε αυτά προστίθεντο οι αγροτικές ενισχύσεις που λάμβανε), πλην, όμως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν υπερέβαιναν κατά μέσο όρο, καθ' όλα τα ως άνω έτη, το ποσό των 700 ευρώ μηνιαίως. Ο ισχυρισμός των μαρτύρων Ι. Λ., Γ. Ν. και Ι. Τ. στην υπ' αριθ. 46/2018 ένορκη βεβαίωση τους, ότι τα πραγματικά εισοδήματα του αιτούντος ανέρχονταν κατά τα ως άνω κρίσιμα έτη τουλάχιστον στο ποσό των 30.000 ευρώ ετησίως, δεν κρίνεται πειστικός, αφού είναι αδύνατο οι αγροτικές ενισχύσεις που λάμβανε κατά τα έτη αυτά να ανέρχονταν σε τόσο μεγάλα ποσά. Άλλωστε, και ο ίδιος ο αιτών προσδιορίζει με την αίτηση του τα εισοδήματα του στα ποσά που δήλωνε στις φορολογικές του δηλώσεις, πλέον των αγροτικών ενισχύσεων που λάμβανε, το ύψος των οποίων, ωστόσο, ούτε ο ίδιος αναφέρει. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, με την ως άνω επανειλημμένη παροχή εγγυήσεων εκ μέρους του αιτούντος υπέρ των εταιριών στις οποίες μετείχε η σύζυγός του προσδοκούσε εμμέσως και δικό του οικονομικό όφελος από την ευόδωση των εργασιών αυτών (εταιριών), αποσκοπώντας τόσο στο βιοπορισμό του (του ίδιου και της οικογένειας του) όσο και στην εν γένει βελτίωση της οικονομικής του κατάστασης. Για το λόγο αυτό, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι ως άνω εγγυήσεις δόθηκαν από ηθικό καθήκον ή χαριστικά από λόγους οικογενειακής αλληλεγγύης, πέραν του γεγονότος ότι το ως άνω ποσό των 438.309,49 ευρώ υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από το οικογενειακό καθήκον μέτρο. Επομένως, κατ' εξαίρεση του κανόνα περί αστικής φύσης της σύμβασης εγγύησης, παρεχόμενης χαριστικώς προς εξυπηρέτηση συμφερόντων άλλου, η υπογραφή από τον αιτούντα ως εγγυητή των πιστωτικών συμβάσεων των ανωτέρω εταιριών, εφόσον γινόταν κατά συνήθεια και με σκοπό το κέρδος, του προσέδωσε την εμπορική ιδιότητα, την οποία αυτός δεν απώλεσε μέχρι το χρόνο παύσης των πληρωμών του. Ειδικότερα, η εμπορική του ιδιότητα διατηρήθηκε καθ' όσο χρόνο συνέχισαν τις δραστηριότητές τους οι εταιρίες υπέρ των οποίων εγγυήθηκε και, συνεπώς, μέχρι και το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αίτησης (αφού δεν αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω εταιρίες έπαυσαν οποτεδήποτε τις εργασίες τους), δεδομένου ότι η εμπορική ιδιότητα του εγγυητή συνδέεται με την εμπορία του προς ον οι εγγυήσεις και διατηρείται όσο ο τελευταίος διατηρεί την εμπορική του δραστηριότητα ... Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμη κι αν γινόταν δεκτός ο (επικουρικά προβαλλόμενος) ισχυρισμός του αιτούντος, ότι τούτος απώλεσε την εμπορική του ιδιότητα το Νοέμβριο του έτους 2013, οπότε κατήρτισε την τελευταία σύμβαση εγγύησης, και πάλι δεν εμπίπτει στις προστατευτικές διατάξεις του Ν. 3869/2010, αφού κατά το διάστημα εκείνο είχε ήδη επέλθει και η παύση των πληρωμών του (καθώς, όπως ο ίδιος ο αιτών αναφέρει στις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ήδη από τον Ιούλιο του έτους 2013 και πολύ περισσότερο στα τέλη του έτους 2013 είχε λάβει επιστολές διαμαρτυρίας από τις πιστώτριες του Τράπεζες για μη καταβολή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του, γεγονός από το οποίο συνάγεται ότι αρκετό χρόνο πριν είχε σταματήσει να εξυπηρετεί τα δάνεια του). Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε, έστω και με συνοπτικότερη αιτιολογία, που συμπληρώνεται από τις αιτιολογίες της παρούσας ... ότι η ως άνω κατά σύνηθες επάγγελμα από τον αιτούντα παροχή των εν λόγω εγγυήσεων προσέδωσε σ' αυτόν την ιδιότητα του εμπόρου κατά την έννοια του άρθρου 1 ΕμπΝ και επομένως την πτωχευτική του ικανότητα και, ακολούθως, απέρριψε την αίτηση ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι δεν συνέτρεχε η απαιτούμενη ουσιαστική προϋπόθεση της έλλειψης πτωχευτικής ικανότητας στο πρόσωπο του τελευταίου για την υπαγωγή του στις διατάξεις του νόμου 3869/2010, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εφάρμοσε το νόμο κι εκτίμησε τις αποδείξεις...". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Μονομελές Πρωτοδικείο Έδεσσας, που δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την έφεση του αιτούντος- ήδη αναιρεσείοντος, κατά της πρωτόδικης υπ' αριθμ. 93/2018 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αλμωπίας, που έκρινε όμοια και απέρριψε την αίτηση αυτού ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, λόγω μη συνδρομής της ουσιαστικής προϋποθέσεως της ελλείψεως πτωχευτικής ικανότητας στο πρόσωπό του. Με τις ανωτέρω παραδοχές του το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για να καταλήξει στο αποδεικτικό πόρισμα, ότι κατά την άσκηση της ένδικης αιτήσεως για την ένταξή του στην προστασία του Ν. 3869/2010, ο αιτών, ήδη αναιρεσείων, είχε την εμπορική ιδιότητα και, συνεπώς, την πτωχευτική ικανότητα, εκ του λόγου δε αυτού εμπίπτει στον Πτωχευτικό Κώδικα (Ν. 3588/2007) και όχι στο Ν. 3869/2010, ορθώς ερμήνευσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 Εμπ.Ν., 2 παρ. 1 του Ν. 3588/2007, 2 του Β.Δ./14-5-1835 "περί της αρμοδιότητας των εμποροδικείων" και 847 του Α.Κ., τις οποίες εφάρμοσε, διότι, τα περιστατικά που, ανελέγκτως αναιρετικά, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, πληρούσαν το πραγματικό των ανωτέρω διατάξεων, τις οποίες, επομένως, δεν παραβίασε ευθέως, ενώ επίσης ορθώς ερμήνευσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1α' του Ν. 3869/2010, την οποία ορθώς δεν εφάρμοσε, διότι, κατά τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της. Εξ άλλου, το, ως Εφετείο, δικάσαν δικαστήριο, με το να οδηγηθεί στην προαναφερθείσα κρίση, διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά αιτιολογίες, ως προς το κρίσιμο, εν προκειμένω, ζήτημα (της κτήσης εμπορικής ιδιότητας και, συνακόλουθα, της ύπαρξης πτωχευτικής ικανότητας του αιτούντος), που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οι οποίες στηρίζουν το διατακτικό της και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής ή μη εφαρμογής των προδιαληφθεισών διατάξεων και, συνεπώς, η προσβαλλομένη απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσεως, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων αιτιολογιών για να δικαιολογηθεί, χωρίς αμφιβολία, η κατάγνωση σε βάρος του αναιρεσείοντος πτωχευτικής ικανότητας, κατά τον προεκτεθέντα χρόνο. Ειδικότερα, με επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες διαλαμβάνεται στην προσβαλλομένη απόφαση: α) ότι ο αιτών και ήδη αναιρεσείων, με τις, αναλυτικά αναφερόμενες σ' αυτή, δώδεκα δανειακές συμβάσεις, που κατήρτισε με τις εναγόμενες ήδη αναιρεσίβλητες τραπεζικές εταιρείες, προέβη σε δανεισμό, συνολικού ποσού 531.486,30 ευρώ, β) ότι στις τέσσερις από τις εν λόγω δανειακές συμβάσεις, συνολικού ποσού 93.176,81 ευρώ, είχε την ιδιότητα του πρωτοφειλέτη, ενώ στις λοιπές οκτώ, εγγυήθηκε υπέρ της συζύγου του Σ. Μ. και των εταιρειών, με τις επωνυμίες "Σ.. Α.-Σ.. Μ. ΟΕ" και "Σ.. Μ.-Σ.. Α. Ο. Α.-Ε.", στις οποίες αυτή μετείχε ως ομόρρυθμο μέλος, κατά ποσοστό 50%, σε δανειακές συμβάσεις που έγιναν για τις ανάγκες της εμπορικής της δραστηριότητας, γ) ότι οι ανωτέρω εγγυήσεις παρασχέθηκαν από τον αιτούντα και ήδη αναιρεσείοντα, όχι μεμονωμένα και ευκαιριακά, αλλά με τρόπο συστηματικό και επαναλαμβανόμενο, με σκοπό την επιδίωξη άμεσου οικονομικού οφέλους και με την ανάληψη του σχετικού κινδύνου υπέρ της προαναφερόμενης εμπόρου συζύγου του, δ) ότι οι συμβάσεις αυτές εγγυήσεως, καταρτίστηκαν ως παρακολουθηματικές των επιχειρηματικών συμβάσεων της συζύγου του, με την επιδίωξη (μέσω της οικονομικής ενισχύσεως της ιδίας και των ομορρύθμων εταιρειών, στις οποίες αυτή μετείχε), εμμέσου οικονομικού οφέλους και του ιδίου του αιτούντος, τα ατομικά εισοδήματα του οποίου, ως αγρότη, κατά τα έτη κατάρτισής τους, δεν υπερέβαιναν, κατά μέσο όρο, το ποσό των 700 ευρώ μηνιαίως και, συνεπώς, δεν επαρκούσαν για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του ίδιου και της οικογενείας του (που υπερέβαιναν το ποσό των 1.200 ευρώ μηνιαίως), με αποτέλεσμα να αποβλέπει (ο αιτών) στη συνεισφορά της συζύγου του για την κάλυψή τους, αλλά και για την εν γένει βελτίωση της οικονομικής του κατάστασης, ε) ότι η προσωπική εγγύηση του αιτούντος, ως ιδιοκτήτη ακίνητης περιουσίας, αποτελούσε προϋπόθεση για την χρηματοδότηση της εμπορικής δραστηριότητας της συζύγου του από τις προαναφερόμενες πιστώτριες τράπεζες, οι οποίες χορήγησαν τις, απαιτούμενες για την επικερδή συνέχιση αυτής, πιστώσεις, εξ αιτίας της φερεγγυότητας αυτού και τις οποίες (πιστώσεις) δεν θα χορηγούσαν, σε περίπτωση αρνήσεώς του να παράσχει τις ανάλογες εγγυήσεις, αφού η σύζυγός του και οι πρωτοφειλέτριες ομόρρυθμες εταιρείες δεν διέθεταν, κατά το χρόνο κατάρτισης των δανειακών συμβάσεων, επαρκή ακίνητη περιουσία, προς εξασφάλισή τους, στ) ότι η συνομολόγηση των προαναφερομένων συμβάσεων εγγυήσεως εκ μέρους του αιτούντος, υπέρ της ως άνω συζύγου του και των ομορρύθμων εταιρειών, στις οποίες αυτή μετείχε ως ομόρρυθμη εταίρος, έγινε κατά συνήθεια, με σκοπό το κέρδος και προσέδωσε σ' αυτόν την εμπορική ιδιότητα, λόγω της οποίας όλες του οι συναλλαγές τεκμαίρεται ότι έγιναν χάριν αυτής, ζ) ότι εξ αιτίας των προεκτεθέντων, κατά το χρόνο υποβολής της ένδικης αιτήσεως, ο αιτών είχε πτωχευτική ικανότητα, αφού η εμπορική του ιδιότητα διατηρήθηκε καθ' όσο χρόνο συνέχισαν τις δραστηριότητές τους οι εταιρείες υπέρ των οποίων εγγυήθηκε και δεν αποδείχθηκε ότι αυτές είχαν παύσει τις εργασίες τους, μέχρι την υποβολή της αιτήσεως και η) ότι η κτήση της εμπορικής ιδιότητας δεν αποκλειόταν από την παράλληλη άσκηση ετέρου επαγγέλματος από τον αιτούντα (αγρότη). Τα περιστατικά αυτά, που, το, ως Εφετείο, δικάσαν δικαστήριο, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, πληρούσαν το πραγματικό των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 2 Β.Δ./14-5-1835 "περί της αρμοδιότητας των εμποροδικείων", 1 Εμπ.Ν. και 847 του Α.Κ., τις οποίες ορθώς εφήρμοσε και αρκούσαν για να κριθεί ότι δεν συνέτρεχε στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος η απαραίτητη για την υπαγωγή του στις διατάξεις του Ν. 3869/2010 ουσιαστική προϋπόθεση της ελλείψεως πτωχευτικής ικανότητάς του. Οι περαιτέρω επικαλούμενες αιτιάσεις, κατά σύνοψη των αναφερομένων στο αναιρετήριο, ότι στην προσβαλλομένη απόφαση α) δεν προσδιορίζονται επακριβώς οι, κατά το χρόνο χορήγησης των εγγυήσεων, δαπάνες διαβίωσης του αναιρεσείοντος και της οικογενείας του, τα μηνιαία εισοδήματά του, από την αγροτική του δραστηριότητα, το ακριβές μέγεθος της οικονομικής του επιφάνειας, η αξία της ακίνητης περιουσίας του, η οικονομική επιφάνεια των ομορρύθμων εταιρειών, υπέρ των οποίων εγγυήθηκε και β) ο τρόπος και ο χρόνος κτήσεως της εμπορικής ιδιότητας του αναιρεσείοντος, κρίνονται, πέραν της, κατά τα προεκτεθέντα, ουσιαστικής αβασιμότητάς τους, προεχόντως απορριπτέες, ως απαράδεκτες, διότι με αυτές, υπό την επίφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελιώσεώς τους στο άρθρο 560 αριθμ. 6 του Κ.Πολ.Δ., πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), καθόσον ανάγονται στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση, το συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το, ως Εφετείο δικάσαν, δικαστήριο, καθώς και στην σαφήνεια, επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία αυτό στήριξε το σαφές αποδεικτικό του πόρισμα, σχετικά με το πιο πάνω ουσιώδες ζήτημα. Κατ' ακολουθίαν, αμφότεροι οι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση, κατά μεν τον πρώτο τούτων και το πρώτο σκέλος του δευτέρου, η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 του Κ.Πολ.Δ., της εσφαλμένης μη εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α' του Ν. 3869/2010 και της εσφαλμένης εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 1 του Εμπ.Ν., 2 παρ. 1 του Ν. 3588/2007 και 2 του Β.Δ./14-5-1835 "περί της αρμοδιότητας των εμποροδικείων", αντιστοίχως, κατά δε το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου, η πλημμέλεια από τον αριθμό 6 του άρθρου 560 του Κ.Πολ.Δ., για ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και απαράδεκτοι, κατά τις προαναφερόμενες διακρίσεις.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς διερεύνηση, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ.). Διάταξη για δικαστικά έξοδα δεν ορίζεται, έστω και εάν πρόκειται για υπόθεση που κρίνεται κατά τους κανόνες της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρο 3 εδ. β Ν. 3869/2010), διότι η δικαστική διαδικασία του εν λόγω νόμου δεν επιτρέπει την εφαρμογή του άρθρου 746 Κ.Πολ.Δ., καθόσον επικρατεί η ειδικότερη ρύθμιση, που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 6 εδ. β του Ν. 3869/2010, κατά την οποία "...Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται", που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη (Α.Π. 930/2021, Α.Π. 883/2021, Α.Π. 552/2020, Α.Π. 507/2020), το οποίο εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20.10.2021 (με αριθ. κατ. 7/2021) αίτηση, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 353/2019 τελεσιδίκου αποφάσεως του, ως Εφετείου δικάσαντος, Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος για την άσκηση της ανωτέρω αιτήσεως παραβόλου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 23 Νοεμβρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Ιανουαρίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ