
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 139 / 2024    (ΣΤ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 139/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α3' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Κατσιάνη, Στέφανο-Σπυρίδωνα Πανταζόπουλο-Εισηγητή, Κορνηλία Πανούτσου και Χρυσούλα Πλατιά, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 13 Νοεμβρίου 2023, με την παρουσία και της Γραμματέως Μαρίας Σουλάκα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Χ. Π. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους, Θεόφιλο Παπαδόπουλο και Παναγιώτη Ακριτίδη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσαν προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Γ. Π. του Θ., 2)Θ. Π. του Γ., κατοίκων…., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Εμμανουήλ Κανάκη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25/9/2012 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Έδεσσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 229/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 947/2021 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων με την από 30/9/2021 αίτησή του.
Με την υπ' αριθμ. 248/2023 Πράξη του Αναπληρωτή Προέδρου του Α3' Πολιτικού Τμήματος, ορίστηκε, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 307 του ΚΠολΔ, η δικάσιμος, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 307 ΚΠολΔ, αν για οποιονδήποτε λόγο που παρουσιάστηκε μετά το τέλος της συζήτησης είναι αδύνατο να-εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται, αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση για τη συζήτηση μπορεί να κοινοποιηθεί με την επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου. Η επαναλαμβανόμενη κατ' άρθρο 307 ΚΠολΔ συζήτηση αποτελεί, όπως και η από το άρθρο 254 ΚΠολΔ συζήτηση, συνέχεια της προηγούμενης και όχι νέα συζήτηση. Συνακόλουθα, ο διάδικος ο οποίος δεν παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη, είχε όμως παραστεί στην αρχική, δικάζεται αντιμωλία, ο διάδικος δε που παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση δεν χρειάζεται να καταθέσει εκ νέου προτάσεις (ΑΠ936/2018, ΑΠ 869/2017).
Εν προκειμένω, φέρεται προς ανασυζήτηση, στη σημερινή δικάσιμο, η από 30-9-2021 αίτηση αναίρεσης, σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 248/2023 Πράξη του Προέδρου του A3 Πολιτικού Τμήματος, κατ' εφαρμογή του άρθρου 307 ΚΠολΔ, κατόπιν διαπίστωσης αδυναμίας εκδόσεως αποφάσεως επί της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως, η οποία είχε συζητηθεί στην αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 23-1-2023 ενώπιον του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, λόγω παραίτησης του Αντιπροέδρου του ως άνω Τμήματος Χρήστου Τζανερίκου. Κατά την παρούσα δικάσιμο, ο αναιρεσείων, που είχε εκπροσωπηθεί από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κατά την αρχική δικάσιμο και οι αναιρεσίβλητοι, που είχαν παρασταθεί με την κατάθεση δήλωσης του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, παραστάθηκαν με δήλωση των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Υπόκειται προς κρίση η από 30-9-2021 αίτηση για αναίρεση της εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία υπ' αριθμ. 947/2021 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσ/κης. Με την προσβαλλόμενη απόφαση απερρίφθη η από 12-9-2019 έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθμ. 229/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Εδέσσης, η οποία είχε απορρίψει 25-9-2012 αγωγή του κατά των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων, με την οποίαν ζητούσε να υποχρεωθούν οι τελευταίοι να του καταβάλλουν εις ολόκληρον το ποσό των 20.781,15 ευρώ από ενδοσυμβατική ευθύνη (σύμβαση έργου). Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να εξεταστεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.
Επειδή, από τα άρθρα 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για το αποδεικτικό πόρισμα όσον αφορά τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, οι οποίοι έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έχουν ανάγκη αποδείξεως, υποχρεούται να λάβει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν αρκεί η προσκομιδή εγγράφου, αλλά πρέπει να γίνεται και σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου αυτού με τις προτάσεις του διαδίκου που το προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του (ΑΠ 946/2015). Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ.11 περ. γ ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτώς επικαλέστηκε ο αναιρεσείων και νομίμως προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους (ΑΠ 70/2008, 222/2008), προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών δηλαδή νόμιμων ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της αποφάσεως (Ολ ΑΠ 2/2008, ΑΠ 953/2005), το οποίο θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη (ΑΠ 1874/2008), εφόσον βεβαίως, προτάθηκαν παραδεκτώς στο Δικαστήριο της ουσίας (πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο ΑΠ 225/2017, ΑΠ516/2016). Για την ίδρυση του λόγου αυτού αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, που νόμιμα επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωμένο να εκτιμήσει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ, υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός, για την απόδειξη του οποίου ο διάδικος επικαλείται το φερόμενο ως αγνοηθέν αποδεικτικό μέσο, ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 2/2008). Καμία, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλά αρκεί η γενική διαβεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, που υποβλήθηκαν νομίμως στην κρίση του, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 765/2014). Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο έγγραφο, στοιχειοθετείται ο από το άρθρο 559 αρ.11 περ. γ ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης. Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη έγγραφο, αλλά του προσέδωσε αποδεικτική βαρύτητα διαφορετική από εκείνη που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, στον αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1047/2018, 569/2017, ΑΠ 967/2015). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου αποτελούν αποδεικτικό μέσο διαφορετικό από τα έγγραφα και πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, αλλιώς θεμελιώνεται ο από το ως άνω άρθρο 559 αρ. 11 γ' ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 1651/2012, ΑΠ 886/2008). Απαραίτητη προϋπόθεση για την εκτίμηση των ενόρκων βεβαιώσεων από το δικαστήριο της ουσίας, είναι ότι πρέπει, όπως όλα τα αποδεικτικά μέσα, να προσκομίσθηκαν με επίκληση κατά τη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, να προσδιορίζονται τα στοιχεία αυτών με σαφήνεια, ήτοι με τον αριθμό τους, το όνομα του μάρτυρα που εξετάστηκε, το όργανο ενώπιον του οποίου έγιναν και επίσης να έχουν ληφθεί μετά από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου του διαδίκου που τις επικαλείται και τις προσκομίζει, πριν από δύο τουλάχιστον ημέρες από τη λήψη τους, ο οποίος υποχρεούται στην επίκληση και απόδειξη της κλητεύσεως, που ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, γιατί η έλλειψή της συνεπάγεται το ανυπόστατο της ένορκης βεβαίωσης ως αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 439/2017, ΑΠ 722/2016). Η κλήτευση και ο χρόνος αυτής, ο έλεγχος των οποίων ανήκει στο δικαστήριο, αποδεικνύεται από τον επικαλούμενο και προσκομίζοντα την ένορκη βεβαίωση με την προσκομιδή της σχετικής έκθεσης επίδοσης που αποτελεί δημόσιο έγγραφο και παράγει πλήρη απόδειξη και όχι από την ένορκη βεβαίωση αυτή καθ' εαυτή. Η βεβαίωση δε του δικαστηρίου ότι προσκομίζεται ή όχι ένα έγγραφο, αφορά σε πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΑΠ 946/2018, ΑΠ 708/2015). Η επίκληση και προσκομιδή του αποδεικτικού επιδόσεως δεν είναι αναγκαία, όταν ο αντίδικος του επικαλουμένου την ένορκη βεβαίωση, ομολογεί με τις προτάσεις του τη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευσή του για να παραστεί κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση των από 19-10-2020 εγγράφων προτάσεων του αναιρεσείοντος ενώπιον του Εφετείου κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αυτός, προς απόδειξη των λόγων της εφέσεώς του για κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που είχε απορρίψει την αγωγή του και των αγωγικών του ακολούθως ισχυρισμών, επικαλέσθηκε και προσκόμισε, μεταξύ άλλων και αντίγραφο της υπ' αριθ. 258/12-8-2019 ένορκης βεβαίωσης των Η. Γ., Χ. Κ., Κ. Κ. και Ε. Κ. που δόθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Σκύδρας ως νέου αποδεικτικού μέσου κατ' εφαρμογή του άρθρου 529 ΚΠολΔ και επικαλέστηκε για τη νόμιμη κλήτευση των αντιδίκων για τη λήψη της ως άνω ένορκης βεβαίωσης τις υπ' αριθμ... εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του πρωτοδικείου Έδεσσας Δ. Ζ.. Το Εφετείο με την απόφασή του δεν έλαβε υπόψη για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί απορρίψεως κατ' ουσίαν της εφέσεως την εν λόγω ένορκη βεβαίωση με την αιτιολογία, ότι "δεν προσκομίστηκαν οι εκθέσεις επίδοσης της κλήσης προς τους αντιδίκους του για να παραστούν κατά τη σύνταξή της". Από την επισκόπηση όμως των από 12-11-2020 προτάσεων των αναιρεσίβλητων ενώπιον του Εφετείου κατά την ίδια συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, προκύπτει πως αυτοί ομολογούν ότι κλητεύθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 29-7-2019 για να παραστούν κατά τη σύνταξη της εν λόγω ένορκης βεβαίωσης την 12-8-2019 στον Ειρηνοδίκη Σκύδρας και συνεπώς δεν απαιτείτο η επίκληση και προσκομιδή της εκθέσεως επίδοσης της κλήσης τους για να παραστεί ενώπιον του Ειρηνοδίκη κατά τη σύνταξη της ένορκης αυτής βεβαίωσης (ΑΠ 638/2015 ad hoc ΑΠ 1323/2017, ΑΠ 1206/2019). Επομένως το Εφετείο που δεν έλαβε υπόψη του την ένορκη αυτή βεβαίωση, υπέπεσε στην από τον αριθμό 11 γ' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια και ο σχετικός δεύτερος λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος. Ακολούθως, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης, λόγω της αναιρετικής εμβέλειας του ως άνω λόγου αναίρεσης στο σύνολο της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Μονομελές Εφετείο Θεσ/κης, συντιθέμενο από άλλον δικαστή, εκτός (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), να διαταχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ., η επιστροφή του παραβόλου στον αναιρεσείοντα και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα αυτού, που κατέθεσαν προτάσεις, λόγω της ήττας τους (άρθρα 106, 176, 180, 183 ΚΠολΔ), κατά αναφερόμενα στο διατακτικό της απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 947/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσ/κης.
Διατάζει την απόδοση του παραβόλου στον αναιρεσείοντα.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή.
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Νοεμβρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 25 Ιανουαρίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ