
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 169 / 2024    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 169/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα - Εισηγητή, Κλεόβουλο - Δημήτριο Κοκκορό και Παναγιώτα Γκουδή - Νινέ, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 27 Νοεμβρίου 2023, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ι. Κ. του Ε., κατοίκου ... .... Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Φωτεινή Κανέτη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου Ο.Τ.Α. α' βαθμού με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΣΤΥΛΙΔΑΣ", που εδρεύει στη Στυλίδα Φθιώτιδας και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ναπολέοντα Φλώρο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-9-2017 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 47/2020 του ίδιου Δικαστηρίου και 103/2021 του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 10-5-2022 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους κατά τρόπο αφηρημένο, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, στην οποία δεν αναφέρεται η αιτία του χρέους, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι έγινε με τέτοιο σκοπό, δηλαδή με σκοπό να γεννηθεί ενοχή, μη εξαρτώμενη από την αιτία του χρέους. Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι, αν στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται και πάλι να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του, διότι η διάταξη του εδ. β` του ως άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια, μόνο ενόσω δεν προκύπτει το αντίθετο (σε περίπτωση αμφιβολίας). Κατά κανόνα όμως, σε τέτοιες περιπτώσεις πρόκειται για αιτιώδη αναγνώριση χρέους, η οποία δεν προβλέπεται μεν ως επώνυμη συμβατική σχέση, εντάσσεται όμως στη γενική αρχή της συμβατικής ελευθερίας, που θεσπίζεται με το άρθρο 361 ΑΚ. Αυτή η αιτιώδης αναγνώριση δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο, ούτε όμως παράγεται από αυτήν αυτοτελής αιτία ενοχής, αφού εξαρτάται από την αναφερόμενη αιτία. Η σημασία μιας τέτοιας επιβεβαιωτικής απλώς δήλωσης είναι κατ` αρχήν αποδεικτική (εξώδικη ομολογία), μπορεί όμως να επάγεται και διακοπή της παραγραφής, ως αναγνώριση (άρθρο 260 ΑΚ) ή να έχει και άλλα νομικά αποτελέσματα (λ.χ. ΑΚ 272 παρ. 2 εδ. β', 437, 156). Αν, όμως, παρά τη μνεία στη δήλωση της αιτίας του χρέους, οι συμβαλλόμενοι δεν απέβλεψαν στην απλή επιβεβαίωση υπάρχουσας ήδη ενοχής, αλλά θέλησαν την ίδρυση νέας ενοχικής σχέσης, που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρεώσεως προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία, απαλλαγμένη από τα ενδεχόμενα ελαττώματα της αιτίας, απαιτείται έγγραφος τύπος (ΑΠ 847/2023, ΑΠ 1259/2021, ΑΠ 49/2021, ΑΠ 51/2020). Γενική κατευθυντήρια γραμμή προς λύση του ζητήματος, αν πρόκειται για νέα αυτοτελή ενοχή ή παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους, μπορεί να χρησιμεύσει ο κανόνας ότι κύρια σύμβαση αναγνωρίσεως υπάρχει όταν αντικείμενο αυτής είναι κάποια έννομη σχέση, και ειδικότερα όταν, αναφορικά προς υπάρχουσα οφειλή, αναλαμβάνεται κάποια υποχρέωση, ενώ δεν υπάρχει σύμβαση αναγνωρίσεως όταν ομολογούνται απλώς ορισμένα γεγονότα, οπότε υπάρχει μόνο αποδεικτικό μέσο. Στην πρώτη περίπτωση, αυτός που αναγνωρίζει την από ορισμένη αιτία οφειλή του δεν μπορεί πλέον να προτείνει τις ενστάσεις που είχε από την κύρια αιτία (ΑΠ 847/2023, ΑΠ 51/2020, ΑΠ 913/2020). Γενικότερα αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας της συγκεκριμένης σύμβασης, αν η επερχόμενη με αυτή αιτιώδης αναγνώριση υπάρχοντος χρέους αντικαθιστά ή όχι την αρχική σχέση ή απλώς την αλλοιώνει και αν, στην περίπτωση αυτή, ενέχει πλήρη ή μερική παραίτηση από ενστάσεις που αφορούν την αρχική σχέση, η οποία πρέπει κατ' αρχήν να είναι έγκυρη (αρθρ. 437 ΑΚ) (ΟλΑΠ 5/2016, ΑΠ 847/2023, ΑΠ 1259/2021, ΑΠ 51/2020, ΑΠ 913/2020). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 106 § 1 του ΠΔ 410/1995 "περί κωδικοποιήσεως σε ενιαίο κείμενο του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα", (όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο στην προκειμένη περίπτωση χρόνο, πριν δηλαδή την κατάργησή του με το άρθρο δεύτερο του ν. 3463/2006), "Το δημοτικό συμβούλιο αποφασίζει για κάθε θέμα σχετικό με τις αρμοδιότητες του δήμου, εκτός από τα θέματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα του δημάρχου ή της δημαρχιακής επιτροπής. Το δημοτικό συμβούλιο αποφασίζει ιδίως: α) ..., ζ) Για τη σύναψη δανείων και τους όρους τους ...". Για την ταυτότητα του νομικού λόγου στα θέματα για τα οποία αποφασίζει το δημοτικό συμβούλιο περιλαμβάνεται και η αιτιώδης σύμβαση αναγνωρίσεως χρέους, εφόσον με αυτήν ο Δήμος αναγνωρίζει οφειλή του προς τρίτον από ορισμένη αιτία. Εξάλλου, κατά το άρθρο 114 του αυτού Κώδικα "Ο Δήμαρχος α) εκπροσωπεί τον δήμο στα δικαστήρια και σε κάθε άλλη δημόσια αρχή β) εκτελεί τις αποφάσεις του δημοτικού συμβουλίου και της δημαρχιακής επιτροπής ... στ) υπογράφει τις συμβάσεις που συνάπτει ο δήμος".
Συνεπώς, και τη σύμβαση αναγνωρίσεως χρέους υπογράφει για λογαριασμό του Δήμου ο Δήμαρχος, για το κύρος της όμως απαιτείται, αλλά δεν αρκεί, η προηγούμενη απόφαση του οικείου δημοτικού συμβουλίου (ΑΠ 1335/2021, ΑΠ 1086/2017). Η έλλειψη της αποφάσεως του δημοτικού συμβουλίου καθιστά τη σύμβαση άκυρη και συνεπώς θεωρείται, κατά το άρθρο 180 ΑΚ, ως μη γενόμενη (ΑΠ 1086/2017). Στην περίπτωση της άκυρης συμβάσεως, η παροχή που τυχόν έγινε σε εκτέλεση αυτής και παρά την ακυρότητά της, είναι παροχή χωρίς νόμιμη αιτία και μπορεί συνεπώς, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού των άρθρων 904 επ. ΑΚ, να αναζητηθεί αυτούσια η παροχή ή αναλόγως η αντίστοιχη ωφέλεια που επήλθε στο άλλο μέρος(ΑΠ 1483/2022, ΑΠ 1335/2021, ΑΠ 1086/2017, ΑΠ 1742/2014). Ωστόσο, οι παραπάνω προϋποθέσεις ανάγονται στη σφαίρα ευθύνης του Δήμου και συνεπώς η συνδρομή τους δεν μπορεί να διαπιστωθεί κατά τη σύναψη της συμβάσεως από τον αντισυμβαλλόμενο του, η έλλειψή τους όμως μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ενστάσεως ακυρότητας της σχετικής συμβάσεως. Έτσι δεν αποτελούν αυτές αναγκαία στοιχεία της αγωγής, με την οποία ο ενάγων αξιώνει από το Δήμο την καταβολή του ποσού που οφείλεται στα πλαίσια αιτιώδους συμβάσεως αναγνωρίσεως χρέους. Κατά την ίδια δε έννοια, δεν αποτελεί στοιχείο της σχετικής αγωγής ούτε η αναφορά σ' αυτήν του προσώπου που είχε συμβληθεί για λογαριασμό του Δήμου, αφού με τη διάταξη του ως άνω άρθρου 114 παρ. 1 εδ. στ' π.δ. 410/1995, που ορίζει ότι ο Δήμαρχος υπογράφει τις συμβάσεις που συνάπτει ο Δήμος, δεν εισάγεται και τεκμήριο ότι κατά τη σύναψη της σύμβασης ο Δήμος εκπροσωπήθηκε οπωσδήποτε νόμιμα (ΑΠ 1086/2017, ΑΠ 1742/2014). Κατά το άρθρο 904 εδ. α` του ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, ενώ κατά το εδ. β` της ίδιας διάταξης, η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε και που δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, δικαιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Κατά την ως άνω διάταξη, προϋποθέσεις της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι: α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας(ΑΠ 1372/2022). Υποχρέωση απόδοσης της ωφελείας, από εκείνον που έγινε πλουσιότερος από την περιουσία ή με ζημία άλλου, αναγνωρίζεται όχι μόνον στις ενδεικτικώς αναφερόμενες σε αυτό περιπτώσεις αδικαιολόγητου πλουτισμού, δηλαδή της αχρεώστητης παροχής και της παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή για αιτία παράνομη ή ανήθικη, αλλά σε κάθε περίπτωση κατά την οποία από την παροχή του δότη γίνεται πλουσιότερος ο λήπτης χωρίς νόμιμη αιτία (ΑΠ 1833/2023, ΑΠ 311/2023). Εξάλλου, αφού στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη, συνάγεται ότι, αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία (ΟλΑΠ 23/2003, ΑΠ 1966/2022). Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας ακυρότητας σύμβασης, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1α ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης και συνιστούν το λόγο για τον οποίο η αιτία της ωφέλειας δεν είναι νόμιμη. Αν, όμως, η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής από τη σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης, να γίνεται απλή, έστω και έμμεση (ΑΠ 1966/2022, ΑΠ 1372/2022, ΑΠ 408/2020), επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα. Και τούτο διότι στην τελευταία περίπτωση η επικουρική βάση της αγωγής θα εξεταστεί μόνο, αν η στηριζόμενη σε έγκυρη σύμβαση κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί μετά παραδοχή της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ' ένσταση του εναγομένου, αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης και πληρούται έτσι ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 216 ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί τη σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή. Επομένως, στη δικονομικώς ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, δεν είναι αναγκαία η επίκληση από τον εναγόμενο του λόγου της ακυρότητας της σύμβασης που διαγνώστηκε ήδη δικαστικώς στην ίδια δίκη και είναι έτσι δεδομένος (ΟλΑΠ 23/2003, ΑΠ 1833/2023, ΑΠ 1966/2022, ΑΠ 1372/2022, ΑΠ 408/2020). Κατά το άρθρο 321 ΚΠολΔ, δεδικασμένο - το οποίο, κατ` άρθρο 332 ΚΠολΔ, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, εμποδίζοντας το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι -δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες, ενώ αυτό, κατά το άρθρο 322 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτείνεται στο ουσιαστικό και δικονομικό ζήτημα, που κρίθηκε με την απόφαση οριστικά, για μια έννομη σχέση που έχει προβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Κατά το άρθρο 324 ΚΠολΔ το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ιδίων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, καλύπτει δε όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε (την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε), αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσεως), καθώς και τη νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό) που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά υπάγοντάς τα στην οικεία διάταξη νόμου, την οποία εφάρμοσε, δηλαδή καλύπτει, ως ενιαίο όλον, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, όπως διατυπώνεται στην απόφαση (ΑΠ 403/2023, ΑΠ 1327/2021). Ειδικότερα το δεδικασμένο καλύπτει: α) το δικαίωμα που κρίθηκε, β) τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά και γ) την ιστορική αιτία που αποτελείται από τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο και ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης (ΑΠ 403/2023, ΑΠ 1327/2021, ΑΠ 1559/2017). Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι απ` αυτό της κριθείσας αγωγής, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενο της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε απ` αυτό (ΑΠ 403/2023, ΑΠ1327/2021 ΑΠ 1559/2017). Προκειμένου, επομένως, να εξεταστεί, αν υφίσταται από προηγηθείσα τελεσίδικη απόφαση δεδικασμένο, το οποίο κωλύει την έρευνα του ήδη με νέα αγωγή φερόμενου προς κρίση, βάσει ορισμένης ιστορικής αιτίας, αιτήματος, θα ληφθεί υπόψη η αιτιολογία της πρώτης απόφασης όσον αφορά την ιστορική αιτία επί της οποίας έκρινε και ο λόγος της απόρριψης (ΟλΑΠ 15/1998, ΑΠ 1010/2021, ΑΠ 735/2021, ΑΠ 1280/2015, ΑΠ 702/2011, ΑΠ 1615/2008). Αν υπάρχει δεδικασμένο, εφόσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος που διέπει μια έννομη σχέση ή των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν προϋπόθεση της σχέσης αυτή, αποκλείεται η αμφισβήτηση σε μεταγενέστερη δίκη της έννομης σχέσης που αποτελεί τη βάση της αξίωσης (ΑΠ 403/2023, ΑΠ 1327/2021, ΑΠ 1559/2017), το δε δεδικασμένο δεσμεύει τόσο τους διαδίκους (και τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 325-329 ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, κατά το άρθρο 325 παρ. 2, και εκείνοι που έγιναν διάδοχοι των διαδίκων, όσο διαρκούσε η δίκη), όσο και τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να επανακρίνουν ό,τι έχει ήδη κριθεί (άρθρα 324, 332 ΚΠολΔ). Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο στο οποίο ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση, λαμβάνοντας αυτό, ως αμάχητη αλήθεια, όσον και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η άσκηση νέας αγωγής για το δικαίωμα που καλύπτεται από το δεδικασμένο, η οποία αν παρόλα αυτά ασκηθεί απορρίπτεται ως απαράδεκτη(ΑΠ 403/2023, ΑΠ 944/2020). Δεδικασμένο αποτελεί και η ενδεχομένως άδικη ή εσφαλμένη τελεσίδικη απόφαση και ανατρέπεται μόνο με την επιτυχή άσκηση των έκτακτων ενδίκων μέσων της αναίρεσης ή της αναψηλάφησης κατά της απόφασης που αποτελεί δεδικασμένο (ΑΠ 403/2023, ΑΠ 1327/2021, ΑΠ 1559/2017). Αντίθετα δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο τα κριθέντα πλεοναστικώς ζητήματα (ΑΠ 403/2023, ΑΠ 1327/2021, ΑΠ 944/2020). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των ίδιων ανωτέρω άρθρων 321, 322 § 1και 324 ΚΠολΔ και του άρθρου 330 του ιδίου κώδικα, προκύπτει ότι, αν αγωγή ή ένσταση απορριφθεί τελεσιδίκως από το αρμόδιο δικαστήριο, επειδή δεν περιέχονται στο οικείο διαδικαστικό έγγραφο (αγωγή ή προτάσεις) ορισμένα από τα στοιχεία που αξιώνει ο νόμος, αφενός μεν πρόκειται για απόρριψη λόγω αοριστίας, έστω και αν η αγωγή ή η ένσταση χαρακτηρίζεται ως μη νόμιμη, αφετέρου δε το δεδικασμένο, που έτσι παράγεται, αφορά μόνο στο κριθέν διαδικαστικό ζήτημα όχι δε και στην ανυπαρξία ουσιαστικού δικαιώματος. Έτσι η απόφαση, η οποία δεν έκρινε κατ' ουσία και απέρριψε την αγωγή για τυπικό λόγο, όπως για αοριστία αυτής (νομική ή ποσοτική), όταν καταστεί τελεσίδικη δημιουργεί δεδικασμένο μόνο ως προς το δικονομικό ζήτημα της αοριστίας της αγωγής που δεσμεύει το καλούμενο να εξετάσει εκ νέου την αγωγή δικαστήριο, μόνον εφόσον έχει την ίδια δικονομική έλλειψη, για την οποία απορρίφθηκε προηγουμένως(ΑΠ 57/2020, ΑΠ 1280/2015, ΑΠ 702/2011). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 16 εδ. α' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο (ΟλΑΠ 19/2005, ΑΠ 269/2018 ). Στον έλεγχο του Αρείου Πάγου υπόκειται η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας τόσο για το αν τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου και για το αν αυτό έχει την έκταση και τα αποτελέσματα, τα οποία προσέδωσε σ` αυτό η απόφαση, (ΑΠ 403/2023, ΑΠ 1327/2021,ΑΠ 944/2020), όσο και η κρίση για τη συνδρομή, ή μη των κατά το άρθρο 324 ΚΠολΔ προϋποθέσεων του δεδικασμένου, εφόσον η κρίση αυτή στηρίζεται σε διαδικαστικά έγγραφα, όπως είναι η αγωγή και οι δικαστικές αποφάσεις, η εκτίμηση του περιεχομένου των οποίων, κατά το άρθρο 561 § 2 του ίδιου Κώδικα, ελέγχεται από τον Aρειο Πάγο (ΟλΑΠ 7/2013, ΑΠ 403/2023, ΑΠ 1327/2021). Δεν ιδρύεται όμως αυτός ο λόγος αναίρεσης, αν η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρει την ύπαρξη δεδικασμένου, δηλαδή αν προκύπτει από το περιεχόμενό της ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν απασχολήθηκε, με την ύπαρξη ή τη μη ύπαρξη δεδικασμένου (ΟλΑΠ 1339/1985, ΑΠ 701/2008). Άρα, είναι ανάγκη η προσβαλλόμενη απόφαση να περιέχει θετική ή αρνητική κρίση για παραδοχή ή όχι του δεδικασμένου (ΑΠ 591/2017).
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, με τον μοναδικό λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 16 εδ. α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 321, 322, 324, 325 και 331 ΚΠολΔ, δέχθηκε ότι υπάρχει δεδικασμένο από την καταστάσα τελεσίδικη υπ' αρ. 154/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, κατά το σκέλος της με το οποίο απορρίφθηκε η επικουρική, από το άρθρο 904 ΑΚ, βάση της προηγούμενης υπ' αρ. καταθ. 380/2012 αγωγής του κατά του ήδη αναιρεσιβλήτου και έτσι απέρριψε την έφεσή του κατά της υπ' αρ. 47/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας και επικύρωσε την απόφαση αυτή, η οποία είχε απορρίψει για την ίδια αιτία ως απαράδεκτη την ένδικη νέα αγωγή του κατά του αναιρεσιβλήτου. Από την παραδεκτή, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των προσκομιζομένων από τους διαδίκους κατωτέρω διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα ακόλουθα: α) Ο αναιρεσείων άσκησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείου Λαμίας κατά του αναιρεσιβλήτου Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ)- Δήμου την υπ' αριθ. εκθ. καταθ. ...2012 αγωγή του, στην οποία, αφού εξέθεσε ότι με διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, που καταρτίστηκαν μεταξύ του ιδίου και των νομίμως εκπροσωπούντων τον εναγόμενο Δήμο προσώπων, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-1999 έως 10-8-2002, πώλησε και παρέδωσε στον εναγόμενο ανταλλακτικά συντήρησης δικτύων άρδευσης, οδοποιίας, κήπων, δενδροστοιχιών κλπ. συνολικής αξίας 231.000 ευρώ, η καταβολή των οποίων συμφωνήθηκε να γίνει τμηματικά, χωρίς όμως ο εναγόμενος να ανταποκριθεί στην υποχρέωσή του αυτή και ότι με το από 10-8-2002 έγγραφο συμφωνητικό, που καταρτίστηκε μεταξύ του ίδιου (ενάγοντος) και του εναγομένου, εκπροσωπούμενου από τον τότε Δήμαρχό του, που ενεργούσε για λογαριασμό του, ο εναγόμενος αναγνώρισε την οφειλή του ύψους 231.000 ευρώ από τις ανωτέρω πωλήσεις και υποσχέθηκε να καταβάλει το ποσό αυτό ατόκως μέχρι τις 31-12-2002, χωρίς όμως μέχρι την άσκηση της αγωγής να ανταποκριθεί στην υποχρέωσή του αυτή, ακολούθως ζήτησε, με βάση την, με το έγγραφο αυτό συναφθείσα, σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους, από την οποία ισχυρίστηκε ότι γεννήθηκε νέα ενοχή του εναγομένου, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει το ποσό αυτό των 231.000 ευρώ νομιμοτόκως από 1-1-2013, άλλως από 26-6-2010 (ημερομηνία επίδοσης προηγούμενης αγωγής του, από το δικόγραφο της οποία παραιτήθηκε), άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επικουρικά, και για την περίπτωση ακυρότητας της σύμβασης αιτιώδους αναγνώρισης χρέους για οποιαδήποτε αιτία, υπέβαλε το ίδιο αίτημα κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, εκθέτοντας ότι ο εναγόμενος κατέστη πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας του και επί ζημία του, γιατί οι συμβάσεις που αναφέρονται στην έγγραφη αυτή σύμβαση, εκτελέσθηκαν από τον ίδιο και ο εναγόμενος αποδέχθηκε την εκτέλεση αυτή και έτσι εξοικονόμησε ισόποση δαπάνη, την οποία θα κατάβαλε σε οποιονδήποτε άλλον, ο οποίος θα παρείχε τα πωληθέντα είδη με έγκυρη σύμβαση. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Λαμίας, με την υπ' αριθ. 154/2013 απόφασή του, απέρριψε την επικουρική βάση της αγωγής με την ακόλουθη αιτιολογία: "Η κρινόμενη αγωγή είναι μη νόμιμη ως προς την επικουρική της βάση, αφού η αγωγή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, έχει επιβοηθητικό χαρακτήρα και μπορεί να ασκηθεί αν λείπουν οι προϋποθέσεις ασκήσεως της αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία. Έτσι, αν στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη, γιατί, αφού υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων μπορεί να ασκήσει τις αξιώσεις του από αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού". Ακολούθως εξέτασε και έκανε δεκτή κατ' ουσίαν την κυρία βάση της αγωγής, η δε παραδοχή της κυρίας βάσης της αγωγής επικυρώθηκε με την υπ' αρ. 16/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας, που απέρριψε την έφεση του εναγομένου Δήμου. Κατά της υπ. αριθ. 16/2015 απόφασης, ο εναγόμενος άσκησε αίτηση αναιρέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθ. 1086/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία, αφού έκρινε ότι το Εφετείο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 106 παρ. 1, 114 π.δ. 410/1995 και 80 παρ. 1 εδ. α' του ν. 2362/1995, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 180 ΑΚ και έτσι εσφαλμένα απέρριψε την ένσταση ακυρότητας της από 10-8-2002 σύμβασης, την οποία είχε προβάλει ο αναιρεσείων Δήμος, "εφόσον (το Εφετείο) για την ένδικη αναγνώριση χρέους αρκέσθηκε στην ανάληψη ευθύνης του αναιρεσείοντος με μόνη την υπογραφή του Δημάρχου, χωρίς να έχει προηγηθεί απόφαση του οικείου δημοτικού συμβουλίου, αν και το ζήτημα αυτό σχετίζεται με τις αρμοδιότητες του Δήμου", ακολούθως αναίρεσε την υπ' αρ. 16/2015 απόφαση του Εφετείου Λαμίας, κράτησε την υπόθεση και δίκασε την έφεση του Δήμου Στυλίδας κατά της 154/2013 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, εξαφάνισε την απόφαση ως προς τη διάταξη αυτής, με την οποία είχε γίνει δεκτή η κυρία βάση της αγωγής και απέρριψε την βάση αυτή, ενώ ως προς την επικουρική βάση αναφέρει ότι "δεν υπάρχει έδαφος να ερευνηθεί η αγωγή ως προς την επικουρική της βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, δεδομένου ότι με την 154/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας η αγωγή ως προς τη βάση αυτή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη λόγω του επικουρικού της χαρακτήρα και η διάταξη αυτή της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δεν προσβλήθηκε από τον αναιρεσίβλητο ούτε με επικουρική έφεση, με αποτέλεσμα η απόρριψη της αγωγής ως προς την επικουρική της βάση να έχει καταστεί τελεσίδικη". Ακολούθως ο ήδη αναιρεσείων άσκησε κατά του ήδη αναιρεσιβλήτου Δήμου την ένδικη από 27-9-2017 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, στην οποία εκθέτει τα ίδια πραγματικά περιστατικά, που είχε εκθέσει και στην απορριφθείσα ανωτέρω αγωγή, καθώς και το επιπλέον περιστατικό ότι η περιεχομένη στο από 10-8-2002 έγγραφο, σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους, είναι άκυρη, όπως κρίθηκε αμετακλήτως με την ανωτέρω απόφαση του Αρείου Πάγου, γιατί δεν προηγήθηκε αυτής απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του αναιρεσιβλήτου για την σύναψή της και ζήτησε, κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος να του καταβάλει το ποσό αυτό των 231.000 ευρώ νομιμοτόκως από 1-1-2003, άλλως από 26-6-2010, άλλως από 21-3-2012, άλλως από την επίδοση της αγωγής, εκθέτοντας ότι αυτός κατέστη πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας του και επί ζημία του, γιατί οι συμβάσεις που αναφέρονται στο έγγραφο συμφωνητικό εκτελέσθηκαν από τον ίδιο και ο εναγόμενος αποδέχθηκε την εκτέλεση αυτή και έτσι εξοικονόμησε ισόποση δαπάνη, την οποία θα κατάβαλε σε οποιονδήποτε άλλον, που θα παρείχε τα πωληθέντα είδη με έγκυρη σύμβαση, κάτω από τους ίδιους όρους. Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με την υπ' αρ. 47/2020 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, λόγω της υπάρξεως δεδικασμένου, προκύπτοντος από την τελεσίδικη απόρριψη της επικουρικής βάσης της πρώτης αγωγής, με την προαναφερθείσα υπ' αριθ. 154/2013 απόφασή του Πολυμελούς Πρωτοδικείο Λαμίας, και η απόφανσή του αυτή επικυρώθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία έκρινε κατά τον ίδιο τρόπο και απέρριψε την έφεση του αναιρεσιβλήτου με την ακόλουθη αιτιολογία: "Με τον μοναδικό λόγο έφεσης ο εκκαλών μέμφεται την εκκαλούμενη απόφαση διατεινόμενος ότι η υπ' αριθμ. 154/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, που απέρριψε την αρχική του αγωγή κατά την επικουρική της βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού ως μη νόμιμη, δεν αποφάνθηκε επί της υπάρξεως ή μη του ουσιαστικού του δικαιώματος, με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Συμπληρωματικά δε διατείνεται, κατ' εκτίμηση από το παρόν Δικαστήριο, ότι το δεδικασμένο, ως δικονομικό ζήτημα, καταλαμβάνει μόνο την περίπτωση κατά την οποία η νέα αγωγή, που εγείρεται για την ίδια απαίτηση, έχει ως επικουρική βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Ήτοι ότι δεν καταλαμβάνει και το ουσιαστικό δικαίωμα, καθόσον αυτό ποτέ δεν εξετάστηκε, μετά την απόρριψη της αγωγής ως μη νόμιμης. Η αιτίαση αυτή όμως δεν είναι νόμιμη, καθόσον, όπως παραπάνω αναφέρεται, το δεδικασμένο εμποδίζει τον ενάγοντα να επαναφέρει προς κρίση αγωγή με την ίδια ιστορική και νομική αιτία, όπως εν προκειμένω συμβαίνει". Έτσι που έκρινε το Εφετείο, παρά το νόμο δέχθηκε την ύπαρξη δεδικασμένου από την ανωτέρω υπ' αρ. 154/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας και εσφαλμένα στην συνέχεια απέρριψε, για την αιτία αυτή, την ένδικη αγωγή του αναιρεσείοντος ως απαράδεκτη, καθ' όσον από την αιτιολογία της ανωτέρω απόφασης και ανεξάρτητα από την ορολογία που χρησιμοποίησε το Πρωτοδικείο, σαφώς προκύπτει ότι αυτό απέρριψε την επικουρική βάση της πρώτης αγωγής του αναιρεσείοντος για τυπικό λόγο, ήτοι λόγω αοριστίας του δικογράφου της και όχι ως νομικά αβάσιμη και ως εκ τούτου δεν παρήχθη ουσιαστικό δεδικασμένο, που καθιστά απαράδεκτη την άσκηση της ένδικης αγωγής, η οποία έχει ως μόνη βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του αναιρεσιβλήτου, δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο, για να απορρίψει την επικουρική βάση της πρώτης αγωγής την εξέτασε σε συνδυασμό με την κυρία βάση αυτής και την απέρριψε γιατί στην επικουρική βάση δεν εκτίθεντο διαφορετικά στοιχεία από τα αναφερόμενα στην κυρία βάση, δηλαδή για τον τυπικό λόγο της αοριστίας της επικουρικής βάσης, λόγω της έλλειψης σε αυτήν τέτοιων διαφορετικών στοιχείων, την οποία αοριστία καλύπτει πλέον ο αναιρεσείων στην ένδικη αγωγή του, στην οποία προσδιορίζει τον συγκεκριμένο λόγο, για τον οποίο είναι άκυρη η από 10-8-2002 σύμβαση, η ύπαρξη του οποίου λόγου, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, προκύπτει από την υπ' αρ. 1086/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, και ακολούθως ζητεί ευθέως την ωφέλεια του εναγομένου από την άκυρη αυτή σύμβαση, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που την εξέδωσε, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή (άρθρο 580 παρ. 3 Κ. Πολ. Δ.), να διαταχθεί η απόδοση του παράβολου της αναίρεσης στον αναιρεσείοντα (άρθρο 495 παρ.3 Κ. Πολ. Δ. και να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος, λόγω της ήττας του στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, που παραστάθηκε αλλά δεν κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός του (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 Κ. Πολ. Δ.) ), τα οποία έξοδα όμως θα επιβληθούν μειωμένα, κατά την διάταξη του άρθρου 281 παρ.2 Ν.3463/2006 " Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων", όπως αναφέρεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ -
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 103/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας.
-
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου, που εξέδωσε την απόφαση.
-Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της αναίρεσης στον αναιρεσείοντα. Και -
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στην πληρωμή μειωμένων των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Ιανουαρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Ιανουαρίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ