ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 171/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 171/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 171/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 171 / 2024    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 171/2024

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Βρυσηίδα Θωμάτου και Παναγιώτα Γκουδή - Νινέ - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Μαΐου 2023, με την παρουσία και της γραμματέως Θ. Π., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:


Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "..." και τον διακριτικό τίτλο "....", η οποία εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπυρίδωνα Τσαντίνη, ο οποίος ανακάλεσε την από 10-5-2023 δήλωσή του για παράσταση με το άρθρο 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Της αναιρεσιβλήτου: υπό εκκαθάριση ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "....", που εδρεύει στα ... και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Κουτσούκη, ο οποίος ανακάλεσε τη με ημερομηνία κατάθεσης 3-5-2023 δήλωσή του για παράσταση με το άρθρο 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-1-2013 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5844/2019 του ίδιου Δικαστηρίου και 3803/2021 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της υπ' αριθ.3803/2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, συμπροσβαλλομένης και της υπ' αριθ. 5844/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 23-11-2021 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 23-11-2021 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η, αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα, κατά την τακτική διαδικασία, υπ' αριθ. 3803/2021 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας - εναγομένης κατά της υπ' αριθ. 5844/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η από 15-1-2013 αγωγή της αναιρεσίβλητης περί καταβολής σ' αυτή πρόσθετης αμοιβής - πριμ και αποζημίωσης πελατείας από την μεταξύ τους καταρτισθείσα και ήδη λυθείσα με καταγγελία από την εναγομένη σύμβαση αποκλειστικής διανομής. Η ως άνω αίτηση αναίρεσης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ), είναι επομένως παραδεκτή (άρθρα 577 παρ.1ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τους λόγους της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ.) H σύμβαση αποκλειστικής διανομής, αποτελούσα δημιούργημα της σύγχρονης οικονομίας προς εξυπηρέτηση των συναλλακτικών αναγκών της διεπιχειρησιακής συνεργασίας και θεμελιούμενη στη συνταγματική αρχή της οικονομικής ελευθερίας (άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος) και στην υπό του άρθρου 361 ΑΚ προβλεπόμενη αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, είναι η ιδιόρρυθμη διαρκής ενοχική σύμβαση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ένας συμβαλλόμενος (παραγωγός ή χονδρέμπορος) υποχρεούται να πωλεί, αποκλειστικά, για μία ορισμένη περιοχή, στον άλλον (διανομέα) τα συμβατικά εμπορεύματα και ο τελευταίος να προμηθεύεται αποκλειστικά από εκείνον τα εμπορεύματα αυτά, τα οποία στη συνέχεια μεταπωλεί σε τρίτους στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο, ενεργώντας δηλαδή ως ανεξάρτητος επαγγελματίας διαμεσολαβητικές πράξεις στο εμπόριο. Η έννοια, ειδικότερα, της αποκλειστικότητας στη διανομή ορισμένων προϊόντων είναι ότι ο παραγωγός υποχρεώνεται με τη σχετική σύμβαση να μην παραδίδει εμπορεύματα σε τρίτους ανταγωνιστές του αποκλειστικού διανομέα μέσα στην περιοχή της διανομής και αντιστρόφως ο αποκλειστικός διανομέας υποχρεώνεται να μη διανέμει ευθέως ανταγωνιστικά προϊόντα στην ίδια περιοχή (Ολ.Α.Π.16/2013, Α.Π.533/2022, Α.Π. 698/2020, Α.Π.1374/2019, Α.Π.1112/2018). Έτσι, η ρήτρα της αποκλειστικότητας, με αμφίδρομη ενέργεια, επιβάλλει στο διανομέα και την παράλληλη υποχρέωση παράλειψης πράξεων ανταγωνισμού, η οποία ρήτρα, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να είναι συμβατική και όχι προϊόν αυτόβουλης δέσμευσης. Σε αντίθεση, δηλαδή, με τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, στην οποία ο αντιπρόσωπος έχει και χωρίς σχετική συμβατική πρόβλεψη, με βάση τη γενικότερη υποχρέωση αυτού να επιμελείται των συμφερόντων του παραγωγού, (παρεπόμενη) υποχρέωση μη ανταγωνισμού έναντι του αντιπροσωπευόμενου εντός της ορισθείσας εδαφικής περιοχής, ο διανομέας δεν έχει, κατ' αρχήν, υποχρέωση μη προώθησης ανταγωνιστικών προϊόντων, παρά μόνον εφόσον έχει αναλάβει ρητά με τη σύμβαση τέτοια δέσμευση. Επομένως, βασικά στοιχεία της σύμβασης αποκλειστικής διανομής αποτελούν αφενός μεν η απαγόρευση ανταγωνισμού, αφού στην περίπτωση που ο διανομέας έχει το δικαίωμα να διαθέτει, εκτός από τα προϊόντα του παραγωγού, και άλλα, ανταγωνιστικά προς τα δικά του, προϊόντα, η σύμβαση έχει το χαρακτήρα της απλής διανομής, αφετέρου δε η αποκλειστικότητα της συμφωνηθείσας εδαφικής περιοχής.
Συνεπώς, εντός της καθορισθείσας περιοχής ο παραγωγός δεν μπορεί να προμηθεύει με τα συμβατικά προϊόντα άλλους εμπόρους ή να συμβάλλεται και με έτερο διανομέα για την προώθηση των προϊόντων του, αλλά ούτε και δικαιούται να προβαίνει ο ίδιος σε απευθείας πωλήσεις, ενόψει μάλιστα και της δυνατότητας διαμόρφωσης από αυτόν ελκυστικότερων τιμών. Οπωσδήποτε, όμως, στην τελευταία αυτή περίπτωση, συνεκτιμάται και η έκταση της σχετικής επιφύλαξης. Η ιδιότυπη αυτή, διαρκούς χαρακτήρα, ενοχική σύμβαση της αποκλειστικής διανομής, διαφοροποιείται, ως προς την νομική της υφή, από εκείνη της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, υποκείμενης σε ειδική νομοθετική ρύθμιση από τις διατάξεις του Π.Δ. 219/1991 "περί εμπορικών αντιπροσώπων", που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών-μελών, όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επιχειρηματίες), όπως τροποποιήθηκε με τα Π.Δ. 249/1993, 88/1994 και 312/1995, καθόσον στο πλαίσιο της λειτουργίας της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, ο εμπορικός αντιπρόσωπος ενεργεί ως βοηθητικό όργανο διαμεσολάβησης στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, ενώ στο πλαίσιο της λειτουργίας της σύμβασης αποκλειστικής διάθεσης (διανομής) ο διανομέας ενεργεί στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο. Παρόλη, όμως, τη διαφοροποίηση των δύο αυτών συμβατικών μορφών, στη σύμβαση αποκλειστικής διανομής, λόγω έλλειψης ειδικής νομοθετικής ρύθμισης, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την εντολή, σε συνδυασμό με εκείνες του Π.Δ. 219/1991, στις διατάξεις του οποίου ρητά πλέον παραπέμπει το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 3557/2007, ορίζοντας ότι οι διατάξεις του Π.Δ. 219/1991 "περί εμπορικών αντιπροσώπων", όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, εφαρμόζονται αναλόγως στις συμβάσεις αντιπροσωπείας για την παροχή υπηρεσιών, καθώς και στις συμβάσεις αποκλειστικής διανομής, εφόσον όμως η διαμεσολαβητική λειτουργία του αποκλειστικού διανομέα προσομοιάζει με αυτήν του εμπορικού αντιπροσώπου σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ταυτίζεται κατά τα ουσιώδη στοιχεία της, πράγμα που συμβαίνει, όταν ο αποκλειστικός διανομέας αναλαμβάνει με τη σύμβαση υποχρεώσεις ανάλογες με αυτές του εμπορικού αντιπροσώπου (ΑΠ 1154/2021, ΑΠ 1374/2019, ΑΠ 1370/2019, ΑΠ 1057/2018). Ειδικότερα, με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 3557/2007 ορίστηκε ότι οι διατάξεις του Π.Δ. 219/1991, όπως ισχύει, εφαρμόζονται αναλόγως στις συμβάσεις αντιπροσωπείας για την παροχή υπηρεσιών, καθώς και στις συμβάσεις αποκλειστικής διανομής, "εφόσον, ως συνέπεια της σύμβασης αυτής, ο διανομέας ενεργεί ως τμήμα της εμπορικής οργάνωσης του προμηθευτή". Από τη διάταξη αυτή, η οποία εμμέσως διακρίνει την αποκλειστική από την απλή διανομή, αποκλείοντας την τελευταία από την εφαρμογή του, δεν προκύπτει επέκταση των πιο πάνω διατάξεων γενικώς σε όλες τις συμβάσεις αποκλειστικής διανομής, αλλά μόνον στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπου συντρέχει η ως άνω πρόσθετη προϋπόθεση, δηλαδή να έχει καταστεί ο αποκλειστικός διανομέας, με βάση τους σχετικούς όρους της σύμβασης, τμήμα της εμπορικής οργάνωσης του προμηθευτή, έχοντας έτσι την ίδια ασθενή θέση και έντονη εξάρτηση από τον παραγωγό, αλλά και τον αυτό βαθμό ένταξης στο δίκτυο διανομής με τον τύπο του εμπορικού αντιπροσώπου, τον οποίο ο κοινοτικός νομοθέτης είχε υπ' όψη του, όταν θέσπισε τις προστατευτικές διατάξεις της άνω Οδηγίας. Ουσιαστικά, δηλαδή, με την ως άνω διάταξη ο νομοθέτης αποτύπωσε τις προϋποθέσεις που έθετε η νομολογία για την εφαρμογή των διατάξεων του ανωτέρω π.δ/τος στις συμβάσεις διανομής, ενσωματώνοντας στο κριτήριο της ενέργειας του διανομέα ως τμήματος της εμπορικής οργάνωσης του προμηθευτή όλες τις μέχρι τότε απαιτούμενες προϋποθέσεις. Έτσι, πληρούται το εν λόγω κριτήριο, ιδίως, όταν ο διανομέας, πέραν της βασικής υποχρέωσής του να παραλείπει πράξεις ανταγωνιστικές σε βάρος του αντιπροσωπευόμενου, που αποτελεί στοιχείο της σύμβασης αποκλειστικής διανομής, αναλαμβάνει και πρόσθετες υποχρεώσεις, όπως: α) να τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο, β) να προωθεί διαρκώς και αποκλειστικά τα προϊόντα του παραγωγού στη συμβατική περιοχή ευθύνης του, υποκείμενος μάλιστα στον έλεγχό του ως προς την εξέλιξη των πωλήσεων και την επίτευξη τεθέντων στόχων, και να συμβάλλει έτσι στην επέκταση της πελατείας του αντιπροσωπευόμενου, χωρίς δηλαδή να αρκείται στην παθητική αναμονή πελατείας, επιτελώντας, σε σημαντική έκταση, καθήκοντα συγκρίσιμα με εκείνα του εμπορικού αντιπροσώπου, γ) να ακολουθεί τις οδηγίες του παραγωγού ως προς την εμφάνιση και ποιότητα των πωλούμενων προϊόντων, δ) να διαφημίζει τα πωλούμενα προϊόντα ακόμη και με δικές του δαπάνες, ε) να διαθέτει προσωπικό για την προώθηση των πωλήσεων, στ) να διαθέτει τα αναγκαία αποθέματα για να μην παρουσιασθούν ελλείψεις στην αγορά, διατηρώντας με δικά του έξοδα κατάλληλη οργάνωση και υποδομή, ζ) να προστατεύει τα συμφέροντα και τη φήμη του παραγωγού και η) να γνωστοποιεί στον αντιπροσωπευόμενο το πελατολόγιό του, ενώ ακόμη και όταν έχει το δικαίωμα να καθορίζει ο ίδιος τις τιμές μεταπώλησης των προϊόντων στους τρίτους, δεν αποκλείεται να έχουν συμβατικά καθορισθεί ανώτατα ή κατώτατα όρια τιμών (ΑΠ 1369/2019, ΑΠ 1265/2019, ΑΠ 1057/2018). Η συνομολόγηση ακριβώς των υποχρεώσεων αυτών, που δεν είναι πάντως αναγκαίο να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά μπορούν και να παραλλάσσουν, έτσι ώστε η έλλειψη μιας ή ορισμένων από αυτές να καλύπτεται από την ιδιαίτερη ένταση των λοιπών, καθιστά τους παραπάνω επαγγελματίες αναπόσπαστο και καθοριστικό μέρος του δικτύου της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εντολέα τους και, ουσιαστικά, τότε αυτοί ενεργούν ως τμήμα της εμπορικής οργάνωσης του εν λόγω προμηθευτή, αφού η εμπορική τους δραστηριότητα, μολονότι αναπτύσσεται με δικό τους κίνδυνο, συνεπάγεται, εντούτοις, οφέλη αμέσως και για τον εντολέα τους, καθόσον αυτός δεν αντλεί οικονομικά οφέλη μόνον από την εκπλήρωση της κύριας συμβατικής τους υποχρέωσης, αλλά και από τις ως άνω ιδιαίτερες υποχρεώσεις τους, με σπουδαιότερο γι' αυτόν (εντολέα) όφελος το ότι λαμβάνει γνώση του πελατολογίου τους, οπότε και μπορεί, μετά τη λύση της σύμβασής τους, να το χρησιμοποιήσει, μέσω άλλων επαγγελματιών, και να συνεχίσει έτσι να αποκομίζει οικονομικά οφέλη (Ολ.ΑΠ 16/2013, ΑΠ 1374/2019, ΑΠ 1369/2019). Ενόψει αυτών, η αναλογική αυτή εφαρμογή του ως άνω π. δ/τος "περί εμπορικών αντιπροσώπων" δεν εξικνείται μέχρι του σημείου εφαρμογής του και επί των συμβάσεων απλής και όχι αποκλειστικής διανομής, δηλαδή εκείνων στις οποίες ο διανομέας διαθέτει, εκτός από τα προϊόντα του παραγωγού, και άλλα, ανταγωνιστικά προς τα δικά του, προϊόντα. Και τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει το πλέον ουσιώδες στοιχείο της άνω ομοιότητας, δηλαδή εκείνο της εκ μέρους του διανομέα ανάληψης υποχρέωσης μη ανταγωνισμού και προώθησης, διαρκώς και αποκλειστικώς, των προϊόντων του παραγωγού στην περιοχή ευθύνης του (ΑΠ 1325/2019, ΑΠ 1057/2018, ΑΠ 804/2015, ΑΠ 1909/2013). Η δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής του π.δ/τος 219/1991 για τον εμπορικό αντιπρόσωπο και σε άλλες μορφές εμπορικών διαμεσολαβητικών δραστηριοτήτων, κρίνεται κατά περίπτωση, με την έννοια όχι βέβαια επιλεκτικά, έτσι ώστε η αναλογία να αποτελεί για την περίπτωση αυτή εισαγωγή στην πραγματικότητα ατομικού δικαίου, αλλά θα πρέπει η ατομική περίπτωση να συγκεντρώνει τα στοιχεία που δικαιολογούν εξ αντικειμένου την επέκταση και σ' αυτή των ρυθμίσεων του ως άνω π.δ/τος (ΑΠ 533/2022, ΑΠ 532/2022, ΑΠ 1369/2019). Περαιτέρω, με το άρθρο 9 παρ.1 του ως άνω π.δ/τος 219/1991 ορίζονται τα εξής: "α) Ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας αποζημίωση εάν και εφόσον κατά τη διάρκεια αυτής έφερε νέους πελάτες ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς και η καταβολή της αποζημίωσης αυτής είναι δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων και ιδιαίτερα των προμηθειών που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς. Στις περιστάσεις αυτές συμπεριλαμβάνεται επίσης και η εφαρμογή ρήτρας μη ανταγωνισμού με την έννοια του άρθρου 10 του παρόντος, β) Το ποσό της αποζημίωσης αυτής δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσό ισοδύναμο με το μέσο ετήσιο όρο των αμοιβών, που εισέπραξε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τα πέντε τελευταία έτη, αν δε η σύμβαση διήρκεσε λιγότερο από πέντε έτη, η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση το μέσο όρο της εν λόγω περιόδου, γ) Η χορήγηση αυτής της αποζημίωσης δεν στερεί από τον εμπορικό αντιπρόσωπο την αξίωση για την ανόρθωση της περαιτέρω ζημίας την οποία υπέστη, όπως ορίζεται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα...". Από την ανωτέρω διάταξη σαφώς συνάγονται τα ακόλουθα: Η αποζημίωση πελατείας είναι μια ιδιόρρυθμη αξίωση αμοιβής, που κινείται μεταξύ δύο ισοδύναμων πόλων, εκείνου της αμοιβής και εκείνου της επιείκειας, οι οποίοι δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό της ως ένα είδος εύλογης ή δίκαιης αποζημίωσης, που προσομοιάζει με την αποζημίωση για διαφυγόν κέρδος με στοιχεία παράλληλα και από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Η αξίωση αυτή γεννιέται όταν συντρέξουν σωρευτικά όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις, τις οποίες πρέπει να επικαλεσθεί με τη σχετική αγωγή του και να αποδείξει ο εμπορικός αντιπρόσωπος, δηλαδή απαιτείται, α) η εισφορά νέων πελατών ή η σημαντική προαγωγή των υποθέσεων με τους υπάρχοντες πελάτες από τον εμπορικό αντιπρόσωπο κατά τη διάρκεια της σύμβασης, β) η διατήρηση και μετά τη λύση της σύμβασης ουσιαστικών ωφελειών για τον αντιπροσωπευόμενο, που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς και γ) η καταβολή της αποζημίωσης να είναι δίκαιη με βάση όλες τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Ως εισφορά νέων πελατών νοείται η προσέλκυση από τη δραστηριότητα του εμπορικού αντιπροσώπου νέων πελατών, δηλαδή πελατών που δεν υπήρχαν προηγουμένως, ως σημαντική δε προαγωγή των υποθέσεων με υπάρχοντες πελάτες νοείται η ασυνήθιστη αύξηση του κύκλου των εμπορικών συναλλαγών μ` αυτούς, κρίσιμοι δε χρόνοι για τη σχετική σύγκριση και τη διαπίστωση ή μη της εισφοράς νέων πελατών και της σημαντικής προαγωγής των υποθέσεων με τους παλαιούς πελάτες είναι η έναρξη και η λήξη της σύμβασης (ΑΠ 610/2022, ΑΠ 1596/2017, ΑΠ 1441/2015). Αντίστοιχα, διατήρηση των ουσιαστικών ωφελειών για τον παραγωγό από υποθέσεις με τους νέους ή παλαιούς πελάτες του εμπορικού αντιπροσώπου υπάρχει όχι μόνο όταν επιβιώνουν τυχόν διαρκείς συμβάσεις, που είχε καταρτίσει με τρίτους ο εμπορικός αντιπρόσωπος, αλλά και όταν από την εκμετάλλευση του γνωστού στον παραγωγό πελατολογίου του αντιπροσώπου, υπάρχει, για την ίδια περιοχή, εν δυνάμει πελατεία με την προοπτική κέρδους γι` αυτόν, έστω και αν τα συμβατικά προϊόντα είναι επώνυμα και συνεπώς γνωστά στο καταναλωτικό κοινό, λόγω και των διαφημιστικών ενεργειών του ίδιου του παραγωγού. Κριτήρια δε, για τον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης πελατείας συνιστούν το μέγεθος της πελατείας, που παραμένει στον παραγωγό μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, η αντίστοιχη ωφέλειά του και η δημιουργία κέρδους για τον αντιπρόσωπο, αν συνεχιζόταν η σύμβαση (Ολ.ΑΠ 15,16/2013, Α.Π.610/2022). Όπως προκύπτει από το συνδυασμό της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 9 παρ. 1 του π.δ/τος 219/1991 προς τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 4 έως 8 του ίδιου π.δ., η αξίωση αυτή γεννιέται κατά βάση σε κάθε περίπτωση λύσης της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας και μάλιστα ανεξάρτητα από το εάν ο συγκεκριμένος κάθε φορά λόγος λύσης ρυθμίζεται από το π.δ. 219/1991 ή προκύπτει από το κοινό δίκαιο (Α.Π.1867/2022). Από την ανωτέρω, προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 στοιχ. α` του άρθρου 9 αποζημίωση πελατείας, διαφέρει η διαλαμβανόμενη στο στοιχείο γ` της ίδιας παραγράφου, αξίωση για ανόρθωση της ζημίας, η οποία δεν είναι παρά η αξίωση της αποζημίωσης του κοινού δικαίου, την οποία έχει ενδεχομένως ο εμπορικός αντιπρόσωπος ή ο αποκλειστικός διανομέας. Για τη γένεση της τελευταίας αυτής αξίωσης του εμπορικού αντιπροσώπου ή του αποκλειστικού διανομέα απαιτείται υπαίτια παραβίαση των συμβατικών υποχρεώσεων του αντιπροσωπευομένου ή τέλεση εκ μέρους του αδικοπραξίας. Η εν λόγω αποζημίωση οφείλεται επιπλέον της αποζημίωσης πελατείας και περιλαμβάνει τόσο τη θετική, όσο και την αποθετική ζημία. Επομένως, ο εμπορικός αντιπρόσωπος, όπως και ο αποκλειστικός διανομέας, δικαιούται σωρευτικά τόσο την αποζημίωση πελατείας, όσο και την αποζημίωση του κοινού δικαίου, η οποία προϋποθέτει βέβαια την πρόκληση από την αντισυμβατική ή αδικοπρακτική συμπεριφορά του εντολέα ζημίας στον εμπορικό αντιπρόσωπο ή στον αποκλειστικό διανομέα (Α.Π.765/2019, Α.Π.101/2018, 165/2015). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 3, 4 και 8 του ως άνω π.δ/τος, όταν η σύμβαση της εμπορικής αντιπροσωπείας είναι αορίστου χρόνου, οποιοσδήποτε των συμβαλλομένων μπορεί να την καταγγείλει, ελευθέρως, χωρίς αιτιολογία, με την τήρηση, όμως, ορισμένης προθεσμίας, που ορίζεται σε ένα μήνα για το πρώτο έτος της σύμβασης, σε δυο μήνες από την αρχή του δεύτερου έτους, σε τρεις μήνες από την αρχή του τρίτου έτους και σε έξι μήνες από την αρχή του έκτου και των επόμενων ετών. Σε περίπτωση καταγγελίας, χωρίς την τήρηση της προθεσμίας του άρθρου 8 παρ. 4 του ως άνω π.δ/τος, ο διανομέας δικαιούται, κατ' άρθρο 9 παρ. 1γ' του ως άνω π.δ/τος, πλην της αποζημίωσης πελατείας και ανόρθωση κάθε περαιτέρω ζημίας, την οποία υπέστη, όπως ορίζεται στις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και, συνεπώς και αποζημίωση από τα διαφυγόντα κέρδη που θα αποκόμιζε, αν εξακολουθούσε η σύμβαση, όχι, όμως, για όσο χρονικό διάστημα ανέμενε να διαρκέσει η σύμβαση, αλλά μόνο για το χρονικό μέχρι να συμπληρωθεί η προθεσμία που έπρεπε να τηρηθεί για την καταγγελία της. Κατά την παρ. 8 του άρθρου 8, η σύμβαση μπορεί να καταγγελθεί και κατά πάντα χρόνο, χωρίς την τήρηση των ως άνω προθεσμιών, στην περίπτωση που ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη παραλείψει την εκτέλεση του συνόλου ή μέρους των συμβατικών του υποχρεώσεων, καθώς και στην περίπτωση έκτακτων περιστάσεων. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 3 α' του π.δ/τος 219/1991, δεν οφείλεται η κατά τα ανωτέρω αποζημίωση ή η αποκατάσταση της ζημίας, εφόσον ο εντολέας καταγγείλει τη σύμβαση και μάλιστα κατά πάντα χρόνο, λόγω υπαιτιότητας του διανομέα. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι κατά της αγωγής του αντιπροσώπου ή αντίστοιχα του αποκλειστικού διανομέα, όταν εφαρμόζονται αναλόγως και στην σύμβαση αποκλειστικής διανομής οι διατάξεις του π.δ/τος. 219/1991, όπως προαναφέρθηκε, με την οποία αγωγή ζητείται η από το άρθρο 9 παρ. 1 του εν λόγω π.δ/τος προβλεπόμενη, λόγω καταγγελίας της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας ή αποκλειστικής διανομής, αποζημίωση πελατείας ή αποζημίωση κατά τις διατάξεις του ΑΚ, ο εντολέας ή αντιστοίχως ο παραγωγός μπορεί να προτείνει προς απαλλαγή του κατ` ένσταση, ότι κατήγγειλε τη σύμβαση για σπουδαίο λόγο, τον οποίο συνιστά και η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων, που ο αντιπρόσωπος ή ο αποκλειστικός διανομέας ανέλαβε έναντι αυτού στο πλαίσιο της σύμβασης (υπαίτια καταγγελία). Η ένσταση αυτή, η οποία είναι διαφορετική από τη θεμελιούμενη στο άρθρο 281 ΑΚ ένσταση για καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του αντιπροσώπου προς αποζημίωση, λόγω προφανούς υπέρβασης των επιτρεπτών ορίων της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, αποτελεί εκδήλωση της συναγόμενης και από τις διατάξεις των άρθρων 585, 588, 594, 672, 766, 797 και 288 του ΑΚ γενικότερης αρχής επί διαρκών συμβάσεων, ότι η ύπαρξη σπουδαίου λόγου δικαιολογεί τη λύση αυτών με καταγγελία (Α.Π.1265/2019, Α.Π.1135/2019). Σπουδαίος λόγος καταγγελίας υπάρχει, όταν συντρέχουν έκτακτες περιστάσεις ή όταν ο ένας από τους συμβαλλόμενους αθετεί υποχρεώσεις τόσο ουσιώδεις, ώστε να καθίσταται μη ανεκτή για το άλλο μέρος, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης, η συνέχιση της σύμβασης μέχρι τη λύση της, κατά τους υπαγορευόμενους από αυτήν όρους (ΑΠ 1265/2019, ΑΠ 1135/2019, ΑΠ 778/2019, ΑΠ 1317/2018). Τη συνδρομή του σπουδαίου λόγου, που δικαιολογεί την έκτακτη καταγγελία καθώς και την υπαιτιότητα του διανομέα, δικαιούται να επικαλεστεί και να αποδείξει εκείνος που κατήγγειλε τη σύμβαση και βαρύνεται με την υποχρέωση αποζημίωσης. Η κατά τις ανωτέρω διατάξεις τακτική εκ μέρους του αντιπροσωπευόμενου καταγγελία της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας ή αποκλειστικής διανομής, η οποία δεν απαιτεί αιτιολογία, δεν συνεπάγεται γι` αυτόν επιζήμιες συνέπειες, εκτός αν συνιστά καταχρηστική, κατά το άρθρο 281 του Α.Κ., άσκηση του δικαιώματός του, οπότε ναι μεν η καταγγελία δεν είναι άκυρη, όμως ο καταγγέλλων ευθύνεται έναντι του άλλου μέρους και μάλιστα τόσο συμβατικά, για παραβίαση, δηλαδή, της αντίστοιχης σύμβασης, όσο και εξωσυμβατικά, αφού η καταχρηστική καταγγελία συνιστά αδικοπραξία, κατά την έννοια των άρθρων 914 και 919 του Α.Κ. (Α.Π. 1766/2009), που θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης ή και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης κατά το άρθρο 932 του ίδιου Κώδικα, εφόσον βέβαια το άλλο μέρος υπέστη, εξ αιτίας της καταγγελίας, ζημία ή και ηθική βλάβη. Αντίθετα, μόνο συμβατική ευθύνη απορρέει από την άκαιρη ή αντίθετη προς τη συμφωνία των μερών, αλλά όχι καταχρηστική, καταγγελία, η οποία, χωρίς και πάλι να είναι άκυρη, δημιουργεί, ωστόσο, για τον καταγγέλλοντα υποχρέωση αποζημίωσης του άλλου μέρους για τη μη εκτέλεση της σύμβασης (Α.Π. 1651/2023 Α.Π. 979/2014, Α.Π. 697/2012, Α.Π. 390/2004).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 216 παρ.1 του ΚΠολΔ, η αγωγή για να είναι ορισμένη πρέπει, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117 του ΚΠολΔ, να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, γ) ορισμένο αίτημα. Επιπλέον, η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που πρέπει να εφαρμοστεί, στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα, από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή (Ολ.Α.Π.18/1998, Α.Π.108/2020). Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμοί 8 και 14 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν, κατ` αρχήν, το ασκούμενο με την αγωγή ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών, χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής και ελέγχονται αμφότερες αναιρετικά με τους λόγους από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ (Oλ.Α.Π.1573/1981, Α.Π.14/2022, Α.Π.1321/2015, A.Π.119/2014, Α.Π.2015/2014). Ανεξάρτητα πάντως από το είδος της αοριστίας, για να είναι ορισμένος και άρα παραδεκτός ο σχετικός λόγος αναίρεσης, πρέπει η σχετική ένσταση, η οποία δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ, να προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται αυτό στην αίτηση αναίρεσης, στην οποία πρέπει επίσης να παρατίθεται το περιεχόμενο της αγωγής ή της ένστασης που κρίθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση ως ορισμένες ή απορρίφθηκαν ως αόριστες, ώστε σε αντιπαραβολή με τις αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, που επίσης πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο, να μπορεί να διαπιστωθεί το τυχόν σφάλμα της απόφασης, που πρέπει και αυτό να προσδιορίζεται με την αίτηση αναίρεσης (Ολ.Α.Π.20/2005, Α.Π.83/2019, Α.Π.822/2013). Εξάλλου, ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αφορά σε ακυρότητες, απαράδεκτα και εκπτώσεις, που χαρακτηρίζονται ως δικονομικές, σχετίζονται δε με τα εισαγωγικά της δίκης έγγραφα (αγωγές, ανακοπές κ.λ.π.) ή δημιουργούνται κατά την ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας διαδικασία (Ολ.Α.Π.1/2019, Ολ.Α.Π.25/ 2008, Α.Π.1383/2021). Με την ως άνω διάταξη εισάγεται γενικός δικονομικός λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ελέγχεται κάθε μορφή ανισχύρου των διαδικαστικών πράξεων, που πηγάζει από άμεση παραβίαση διάταξης δικονομικής φύσης (Ολ.Α.Π.2/2001, Α.Π.933/ 2019). Ειδικότερα, με τον όρο "απαράδεκτο" νοείται το δικονομικό απαράδεκτο, δηλαδή αυτό που δημιουργείται από την αθέτηση - παραβίαση δικονομικής διάταξης, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της (Ολ.Α.Π.2/2001, Α.Π.480/2020, Α.Π.175/2019, Α.Π.1496/ 2017). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το απαράδεκτο αφορά μόνο στις "επιτευκτικές" διαδικαστικές πράξεις, δηλαδή εκείνες που τείνουν στη δημιουργία των αναγκαίων όρων για την έκδοση συγκεκριμένης απόφασης, ώστε η κατ' αποτέλεσμα ενέργειά τους να εκδηλώνεται με την απόφαση και μόνο δυνάμει αυτής (Α.Π.927/2019, Α.Π.357/2018). Έτσι, με τον ανωτέρω, από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, αναιρετικό λόγο ελέγχονται, πλην άλλων, το παραδεκτό της ασκήσεως των ενδίκων μέσων (Α.Π.371/2008), των προσθέτων λόγων έφεσης, της αντέφεσης, των ανακοπών (άρθρα 583 επ. 632, 933 ΚΠολΔ) και των προσθέτων λόγων αυτών, καθώς και το παραδεκτό της προβολής των ισχυρισμών. Αντιθέτως, το απαράδεκτο της ως άνω διάταξης δεν αφορά αρνητικούς της αγωγής ή της ένστασης ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν επιδρούν στο διατακτικό της απόφασης (Α.Π.1206/2019, Α.Π. 2081/2018). Ακόμη, κατά το άρθρο 321 ΚΠολΔ, δεδικασμένο - το οποίο, κατ' άρθρο 332 ΚΠολΔ, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, εμποδίζοντας το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι -δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες, και κατ' άρθρο 322 παρ. 1 ΚΠολΔ εκτείνεται στο ουσιαστικό και δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε με την απόφαση οριστικά για μια έννομη σχέση που έχει προσβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Κατά το άρθρο 324 ΚΠολΔ το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ιδίων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, καλύπτει δε όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε (την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε), αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης), καθώς και τη νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό) που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά υπάγοντας τα στην οικεία διάταξη νόμου, την οποία εφάρμοσε, δηλαδή καλύπτει, ως ενιαίο όλον, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, όπως διατυπώνεται στην απόφαση (Α.Π.728/1996, Α.Π.981/1993, Α.Π.1019/1993). Ειδικότερα το δεδικασμένο καλύπτει: α) το δικαίωμα που κρίθηκε, β) τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά και γ) την ιστορική αιτία που αποτελείται από τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο και ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης (Α.Π.1137/2006). Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι απ' αυτό της κριθείσας αγωγής, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενο της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε απ' αυτό (Α.Π. 298/2004). Εξάλλου, κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ' ύλη αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα ζητήματα (Α.Π.1287/2003, Α.Π.1425/1999), ενώ ως παρεμπίπτον (προδικαστικό) ζήτημα νοείται άλλη έννομη σχέση ή δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου από το οποίο εξαρτάται η κρίση επί του κυρίου ζητήματος της δίκης (Α.Π. 1401/2004) δηλαδή το δεδικασμένο επεκτείνεται σε εκείνο το προδικαστικό ζήτημα, το οποίο η απόφαση έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση στηρίζει τη διαγνωσθείσα ή απαγγελθείσα απ' αυτήν έννομη συνέπεια. Έτσι, δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της μεταγενέστερης δίκης, που διεξάγεται μεταξύ των ιδίων προσώπων, είναι διαφορετικό από τη δίκη που προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη (Ολ.Α.Π.10/2002, Α.Π.1394/2008), όπως συμβαίνει όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα μ' αυτό που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση (Α.Π.Ολ.34/1992, Α.Π.759/2006). Αν υπάρχει δεδικασμένο, εφόσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος που διέπει μια έννομη σχέση (Α.Π.1832/2001, Α.Π.190/2000) ή των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν προϋπόθεση της σχέσης αυτής (Α.Π. 226/2001), αποκλείεται η αμφισβήτηση σε μεταγενέστερη δίκη της έννομης σχέσης που αποτελεί τη βάση της αξίωσης. Δεδικασμένο αποτελεί και η ενδεχομένως άδικη ή εσφαλμένη τελεσίδικη απόφαση και ανατρέπεται μόνο με την επιτυχή άσκηση των έκτακτων ενδίκων μέσων της αναίρεσης ή της αναψηλάφησης κατά της απόφασης που αποτελεί δεδικασμένο (Α.Π.386/2000, Α.Π. 1174/1999, Α.Π.839/1999, Α.Π.331/1999). Το δεδικασμένο δεσμεύει τόσο τους διαδίκους (και τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 325-329 ΚΠολΔ), όσο και τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να επανακρίνουν ό,τι έχει ήδη κριθεί (άρθρα 324, 332 ΚΠολΔ). Αντίθετα δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο τα κριθέντα πλεοναστικώς ζητήματα (Α.Π.1137/2006, Α.Π.1366/1996). Περαιτέρω - και ειδικότερα επί των ενστάσεων - αν η απόρριψη αγωγής αποτελεί συνέπεια της παραδοχής κάποιας ένστασης του εναγομένου, ή αν η σχετική ένσταση απορριφθεί, δημιουργείται εντεύθεν δεδικασμένο (εξαιρουμένης της περιπτώσεως που η διάπλαση της έννομης σχέσης μπορεί να επιτευχθεί μόνο με διαπλαστική αγωγή) εκ του παρεμπιπτόντως κριθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού, το οποίο καλύπτει και αυτές που συναρτώνται με το προδικαστικό ζήτημα, είτε αυτό αφορά τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, είτε το κατ'ουσίαν βάσιμο της αγωγής (Α.Π.1017/2001) που αναγκαία κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη. Περαιτέρω, από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 321, 322 παρ. 1 εδ. α και 324 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι δεδικασμένο παράγεται και από την οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως προς το ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε μ' αυτήν, το οποίο όμως δεν προσβάλλεται με την έφεση που ασκήθηκε από τον ηττηθέντα πρωτοδίκως διάδικο, εφόσον έτσι καθίσταται τελεσίδικη, ως προς το ζήτημα αυτό, η πρωτόδικη απόφαση (Α.Π.1559/2017, Α.Π.455/2014). Εξάλλου, ο από το πρώτο σκέλος της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο, το οποίο προέβη αυτεπαγγέλτως ή κατά πρόταση κάποιου από τους διαδίκους σε έρευνα για τη συνδρομή ή όχι των προϋποθέσεων του δεδικασμένου, κατά παράβαση του νόμου δέχτηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο. Στον έλεγχο του Αρείου Πάγου υπόκειται η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας τόσο για το αν τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου και για το αν αυτό έχει την έκταση και τα αποτελέσματα, τα οποία προσέδωσε σ' αυτό η απόφαση, όσο και η κρίση για τη συνδρομή, ή μη των κατά το άρθρο 324 ΚΠολΔ προϋποθέσεων του δεδικασμένου, εφόσον η κρίση αυτή στηρίζεται σε διαδικαστικά έγγραφα, όπως είναι η αγωγή και οι δικαστικές αποφάσεις, η εκτίμηση του περιεχομένου των οποίων, κατά το άρθρο 561 § 2 του ίδιου Κώδικα, ελέγχεται από τον 'Aρειο Πάγο (ΑΠ 1327/2021, Α.Π.1559/2017, Α.Π.1903/2006). Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτουν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη άσκησε κατά της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 15-1-2013 αγωγή της (σε συνέχεια τελεσίδικης απόρριψης, ως προς τα ένδικα κονδύλια, της προηγούμενης από 25-7-2011 αγωγής της), με την οποία εξέθετε ότι ήταν από το έτος 1990 αποκλειστικός διανομέας παγωτών της ... και ότι δυνάμει της από 24-10-2008 σύμβασης που υπογράφηκε με την εναγομένη ανέλαβε, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 έως 31-12-2013, την αποκλειστική διανομή παγωτών υπό το σήμα ..., τα οποία εισήγαγε και διέθετε στην ελληνική αγορά η εναγομένη, για τις περιοχές ... και τμήμα του ..., υπό τους όρους και την αμοιβή που οριζόταν στην σύμβαση και τα παραρτήματά της. Ότι επιπλέον και για την αποχώρησή της από την ... είχε συμφωνηθεί προφορικά το ποσό των 160.000 ευρώ σε τρεις ισόποσες ετήσιες δόσεις ως bonus μεταγραφής, συμφωνία η οποία όμως δεν αποτυπώθηκε στην από 24-10-2008 έγγραφη συμφωνία τους, όπου αναφέρεται μόνο ότι θα της καταβαλλόταν ως πρόσθετη αμοιβή το ποσό των 80.000 ευρώ, καταβλητέο σε τρεις ετήσιες δόσεις 30.000 ευρώ, 30.000 ευρώ και 20.000 ευρώ αντίστοιχα και υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο παράρτημα ... της σύμβασης. Ότι περί τα τέλη 2009 με αρχές 2010 η εναγομένη, αυθαίρετα και χωρίς συναίνεση της ενάγουσας, αφαίρεσε την περιοχή του ..., αφαιρώντας πελάτες με τζίρο 230.000 ευρώ και οκτώ σουπερ-μάρκετ με τζίρο 40.000 ευρώ, συμπεριφορά που αποτελεί μερική καταγγελία της σύμβασης, ενώ κατόπιν, με την από 21-4-2011 εξώδικη δήλωσή της, η εναγομένη κατήγγειλε ολικά τη σύμβαση αποκλειστικής διανομής. Ότι η καταγγελία της σύμβασης έγινε αντισυμβατικά, χωρίς σπουδαίο λόγο και καταχρηστικά και συνιστά αθέμιτη πράξη ανταγωνισμού, αφού είχε σκοπό να υφαρπάξει την πελατεία της ενάγουσας και να την εκτοπίσει από την σχετική αγορά. Ότι η ενάγουσα κατά την διάρκεια της λειτουργίας της σύμβασης ενεργούσε ως τμήμα της εμπορικής οργάνωσης της εναγομένης, ενταγμένη στο σύστημα διάθεσης των προϊόντων της και ήταν υπό τον έλεγχο και την εποπτεία της τελευταίας, εισέφερε δε και νέους πελάτες, πέραν των παλαιών που είχε, αύξησε τον τζίρο της, ήταν δε πλήρως εξαρτημένη από την εναγομένη. Ότι η εναγομένη διατηρεί ουσιαστικά οφέλη και μετά την καταγγελία, αφού καρπώθηκε και εκμεταλλεύεται την πελατεία αυτή μετά την καταγγελία της σύμβασης. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε, να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να της καταβάλει: α) το ποσό των 20.000 ευρώ, ως πριμ μεταγραφής για το έτος 2011, δεδομένου ότι με βεβαιότητα θα το έπαιρνε αν λειτουργούσε η σύμβαση ενόψει των προπαρασκευαστικών ενεργειών στις οποίες η ενάγουσα είχε προβεί βάσει του παραρτήματος ... της σύμβασης, ήτοι είχε ήδη αρχίσει να προβαίνει στην τοποθέτηση νέων προϊόντων και διαφημιστικού υλικού, όπως και τα προηγούμενα δύο έτη, ενέργειες που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει λόγω της αναίτιας καταγγελίας της σύμβασης από την εναγομένη στην αρχή της σεζόν, β) το ποσό των 80.000 ευρώ, ως οφειλόμενη διαφορά του πριμ μεταγραφής που είχε συμφωνηθεί προφορικά (160.000 ευρώ - 80.000 ευρώ που αναγράφηκε στην σύμβαση) και γ) το ποσό των 114.722,46 ευρώ, ως αποζημίωση πελατείας λόγω της καταγγελίας της σύμβασης και συγκεκριμένα, διαχωρίζοντας τις περιοχές και τους πελάτες που αφαιρέθηκαν περί τα τέλη 2009 με αρχές 2010 και τις περιοχές και πελάτες που απέμειναν μέχρι την οριστική καταγγελία της σύμβασης: 1. ποσό 33.127,09 ευρώ για την μερική καταγγελία της σύμβασης με την αφαίρεση της περιοχής του ..., που έγινε περί τα τέλη 2009 με αρχές 2010, με βάση τις αμοιβές που εισέπραξε κατά το έτος 2009 από τους πελάτες αυτούς και 2. ποσό 81.595,37 ευρώ, ως αποζημίωση πελατείας λόγω της ολικής καταγγελίας της σύμβασης, με βάση τον μέσο ετήσιο τζίρο των αμοιβών που εισέπραξε κατά τη διάρκεια της σύμβασης για τις περιοχές και πελάτες που είχαν απομείνει (μετά την μερική καταγγελία κατά τα ανωτέρω), νομιμότοκα, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθ.5844/2019 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών) το οποίο, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και αφού απέρριψε το κονδύλιο των 80.000 ευρώ λόγω του δεδικασμένου που απορρέει από την υπ' αριθ.3478/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε επί προγενέστερης αγωγής μεταξύ των ίδιων διαδίκων, και η οποία το απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο, κατά τα λοιπά δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 126.034,47 ευρώ, νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της προγενέστερης αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής η αναιρεσείουσα - εναγομένη άσκησε έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία απέρριψε την έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ειδικότερα το Εφετείο δέχθηκε ότι είναι ορισμένα τα κονδύλια της αγωγής (πριμ του έτους 2011 και αποζημίωση πελατείας) με την ακόλουθη αιτιολογία: "Η αγωγή με το προαναφερόμενο περιεχόμενο είναι επαρκώς ορισμένη και πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός της εναγομένης (αναιρεσείουσας), που επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο της έφεσης. Ειδικότερα, η ενάγουσα (αναιρεσίβλητη) είχε ασκήσει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 25-7-2011 αγωγή ...με την οποία, μεταξύ άλλων κονδυλίων, ζητούσε και την επιδίκαση ποσού 20.000 ευρώ ως πριμ μεταγραφής για το έτος 2011, το οποίο με βεβαιότητα θα ελάμβανε αν λειτουργούσε η σύμβαση και δεν την διέκοπτε υπαιτίως η τότε εναγομένη... Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε από το Δικαστήριο εκείνο, με την υπ' αριθμ 3478/2012 απόφασή του, καθώς, όπως κρίθηκε, ότι η καταβολή του ποσού αυτού, σύμφωνα με το από 24-10-2008 ιδιωτικό συμφωνητικό, συνδεόταν με συγκεκριμένες ενέργειες που έπρεπε να γίνουν εκ μέρους της ενάγουσας, όμως στην αγωγή εκείνη δεν αναφέρονταν περιστατικά ούτε αναφέρονταν οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα από αυτήν προπαρασκευαστικά μέτρα για τις ενέργειες αυτές για το έτος 2011, ώστε να καθίσταται πιθανή η λήψη του ποσού αυτού, ούτε εκτίθεται ποιές από τις ενέργειες αυτές, που αναφέρονταν στο Παράρτημα ... της σύμβασης, είχαν πραγματοποιηθεί και σε ποιό στάδιο βρίσκονταν αυτές οι δραστηριότητες κατά την καταγγελία της σύμβασης τον Απρίλιο 2011. Η κρίση αυτή δεν προσβλήθηκε με έφεση εκ μέρους της νυν ενάγουσας... και επομένως παράγει δεδικασμένο,.... μόνο ως προς το ότι το συγκεκριμένο αίτημα με τις ίδιες ελλείψεις δεν μπορεί να επανεισαχθεί προς κρίση. Με την κρινόμενη αγωγή η ενάγουσα αναφέρει, συμπληρώνοντας τις ανωτέρω ελλείψεις, ότι είχε ξεκινήσει από μέρους της η τοποθέτηση των νέων προϊόντων και του διαφημιστικού υλικού, όπως προβλεπόταν στον όρο 3 του παραρτήματος ... της σύμβασης, που όμως δεν ολοκληρώθηκε λόγω της άρνησης προμήθειας από την εναγομένη και της αναίτιας καταγγελίας της σύμβασης από την τελευταία. Τα στοιχεία αυτά είναι επαρκή για το συγκεκριμένο κονδύλιο, το οποίο ζητείται ως αποζημίωση κατά το άρθρο 9 §§ εδ. γ' του π.δ. 219/1991, ήτοι ως αποζημίωση λόγω της χωρίς σπουδαίου λόγου καταγγελίας της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης. Περαιτέρω εξειδίκευση, όπως αναφορά των νέων κωδικών που έπρεπε να τοποθετηθούν ή των σημείων και του χρόνου που πράγματι τοποθετήθηκαν, των προπαρασκευαστικών ενεργειών που έγιναν για την τοποθέτησή τους και της υποδομής που είχε για τις ενέργειες αυτές, δεν είναι αναγκαία για την πληρότητα του δικογράφου, όπως ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον δεύτερο λόγο έφεσης. Οι υπόλοιπες ενέργειες που αυτή επικαλείται ότι θα έπρεπε να αναφέρονται, όπως "καταγραφή και αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης όσον αφορά την αγορά παγωτού για τις εταιρίες ..., ... και ... στην περιοχή που αυτός δραστηριοποιείται σε σχέση με α) σημεία πώλησης (είδος καταστημάτων), β) εκτιμώμενο τζίρο ανά σημείο πώλησης, γ) κατηγοριοποίηση των σημείων πώλησης ανά τζίρο και δ) συμμετοχή ανά εταιρία στο σύνολο του τζίρου" και "συμμετοχή του αντιπροσώπου σε συγκεκριμένο προωθητικό πρόγραμμα που θα συναρτάται με την εκ μέρους του οργάνωση και εκτέλεση συγκεκριμένων προωθητικών ενεργειών για τα νέα προϊόντα του έτους 2010-2011. Το πρόγραμμα θα σχεδιάζεται από κοινού με την ... και θα επικοινωνείται στην αρχή κάθε έτους", που περιγράφονται στους όρους 1 και 2 του ανωτέρω Παραρτήματος δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται, δεδομένου ότι αυτές οι ενέργειες συνδέονται με την καταβολή ποσού 30000 ευρώ για καθένα από τα έτη 2009 και 2010, το οποίο κατά τα ιστορούμενα στο δικόγραφο έχουν ήδη καταβληθεί και δεν ήταν αντικείμενο της δίκης. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι η αγωγή είναι ορισμένη και δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο που υπήρξε, ως προς το υπό στοιχείο [α] αίτημα, από την υπ'αριθμ 3478/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και πρέπει ο δεύτερος λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος".
Με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις από τους αριθ.14 και 16 του άρθρου 559 πλημμέλειες με τις αιτιάσεις ότι το Εφετείο, παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο, ήτοι εσφαλμένα δεν απέρριψε το κονδύλιο της αγωγής των 20.000 ευρώ, ως πριμ μεταγραφής για το έτος 2011, ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, και ότι παραβίασε το δεδικασμένο που απορρέει από την υπ'αριθ. 3478/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθόσον με τη νέα αγωγή δεν καλύφθηκαν οι ελλείψεις που διαπιστώθηκαν από την ως άνω απόφαση. Όπως προκύπτει από το δικόγραφο της ένδικης αγωγής και της προηγούμενης από 25-7-2011 αγωγής της ενάγουσας, τις οποίες παραδεκτά επισκοπεί ο Άρειος Πάγος (άρθρο 561 παρ.2 του ΚΠολΔ), κατά την έρευνα του σχετικού αναιρετικού λόγου, η ένδικη αγωγή, με το προαναφερθέν περιεχόμενο, είναι αρκούντως ορισμένη, ως προς το ανωτέρω κονδύλιο, καθότι περιέχει όλα τα, από τις διατάξεις των άρθρων 216 του ΚΠολΔ., 297, 298, 914 του Α.Κ. και 9 παρ.1γ'του Π.Δ.219/1991 απαιτούμενα για την πληρότητά του στοιχεία. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αγωγή, αναφορικά με το κονδύλιο της αγωγής των 20.000 ευρώ ως πριμ μεταγραφής, το περιεχόμενο της σύμβασης, οι όροι του παραρτήματος ... αυτής για τη χορήγησή του και οι προπαρασκευαστικές ενέργειες στις οποίες η ενάγουσα προέβη σε εκτέλεση των όρων αυτών τις οποίες δεν ολοκλήρωσε εξαιτίας της αναίτιας καταγγελίας της σύμβασης, η αντισυμβατική, παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης (ήτοι η χωρίς σπουδαίο λόγο παράνομη καταγγελία της σύμβασης), η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς της αυτής και της ως άνω ζημίας της ενάγουσας, ενώ δεν απαιτείται να εκτίθενται και επιπλέον στοιχεία, όπως σημεία πώληση των προϊόντων εκτιμώμενος τζίρος ανά σημείο πώλησης, ενέργειες οι οποίες εξάλλου συνδέονται με την καταβολή ποσού 30.000 ευρώ για καθένα από τα έτη 2009 και 2010, ενώ, στην από 25-7-2011 αγωγή της ενάγουσας δεν εκτίθεντο τα ληφθέντα απ' αυτή προπαρασκευαστικά μέτρα για τη χορήγηση του πριμ αυτού, ώστε να καθίσταται πιθανή η λήψη του ποσού αυτού. Από την υπ' αριθ. 3478/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών παράγεται δεδικασμένο μόνο ως προς το συγκεκριμένο αίτημα της από 25-7-2011 αγωγής με τις ίδιες ελλείψεις, όμως το αίτημα αυτό συμπληρώθηκε, κατά τα προαναφερόμενα, και συνεπώς δεν υπάρχει εν προκειμένω δεδικασμένο από την ως άνω απόφαση.
Συνεπώς, το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλομένη απόφασή του έκρινε ορισμένη την ένδικη αγωγή, ως προς το ανωτέρω κονδύλιο, δεν παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, ούτε παραβίασε το δεδικασμένο και, ως εκ τούτου, ο ως άνω, από τους αριθ. 14 και 16 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. τρίτος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό λόγο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει του από 24-10-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, η ενάγουσα (ήδη αναιρεσίβλητη)... ανέλαβε τη διανομή παγωτών και παγωμένων γλυκισμάτων της εναγομένης (ήδη αναιρεσείουσας)... με το σήμα ... και ενός νέου τύπου παγωτού (soft ice) με την ονομασία ... στις περιοχές του ..., της ... και σε τμήμα του ... ... για το από 1-1-2009 έως 31-12-2013 χρονικό διάστημα. Στις περιοχές αυτές η ενάγουσα διένειμε τα παγωτά στην παραδοσιακή αγορά (μικρά σημεία πώλησης) και σε τρία super-markets. Ειδικότερα, η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να διαθέτει, κατ' εντολή της εναγομένης, τα συμβατικά προϊόντα αυτής, να εφαρμόζει το υποδεικνυόμενο από την αντισυμβαλλόμενη της σύστημα διανομής, να προβάλει τα προϊόντα της σύμφωνα με τις οδηγίες της, να καλύπτει τα σημεία πώλησης με διαφημιστικό υλικό που η ίδια της παρέδιδε και να συμμορφώνεται εν γένει με τις οδηγίες της. Επίσης υποχρεούταν να επισκέπτεται συνεχώς τους λιανοπωλητές, ελέγχοντας την επάρκεια των προϊόντων και τη σωστή τοποθέτησή αυτών στα κατάλληλα ψυγεία της εναγομένης, επισκευάζοντας και συντηρώντας αυτά, τα οποία είχε στην κατοχή της με χρησιδάνειο και μεριμνώντας να μην επικολλώνται στα ίδια ψυγεία διαφημιστικά αυτοκόλλητα άλλων εταιριών. Περαιτέρω η ενάγουσα θα αγόραζε και θα παραλάμβανε τα προϊόντα της εναγομένης με τα δικά της αυτοκίνητα-ψυγεία από το πλησιέστερο διανεμητικό κέντρο της περιοχής δραστηριότητάς της και στη συνέχεια θα τα μεταπωλούσε στο όνομα και για λογαριασμό της (της ενάγουσας) στους λιανοπωλητές, υποβαλλόμενη στο σχετικό επιχειρηματικό κίνδυνο. Η αμοιβή της ενάγουσας συμφωνήθηκε σε ποσοστό α) 12% επί του ετήσιου τζίρου στην παραδοσιακή αγορά, β) 10,50% επί του ετήσιου τζίρου στα super-markets και γ) 16,50% επί του ετήσιου τζίρου στα παγωτά τύπου soft ice, όπως το ..., ενώ ο ετήσιος τζίρος υπολογιζόταν επί της αξίας των αγορασθέντων προϊόντων από την ενάγουσα χωρίς το ΦΠΑ. Η εναγομένη πίστωνε το τίμημα αγοραπωλησίας των εμπορευμάτων της από την ενάγουσα μέχρι την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους και η ενάγουσα κατέβαλλε σχεδόν καθημερινά στην τράπεζα τις εισπράξεις της ημέρας προς εξόφληση του πιστωθέντος τιμήματος. Το συμφωνηθέν πιστωτικό όριο ανερχόταν στο ποσό των 200.000 ευρώ, ενώ η τελική εκκαθάριση γινόταν περί το Νοέμβριο/Δεκέμβριο κάθε έτους. Η ενάγουσα εκτελούσε τις διανομές αρχικά με δύο δικά της αυτοκίνητα-ψυγεία και από το έτος 2010 με ένα αυτοκίνητο. Ειδικότερα πραγματοποιούσε τις πωλήσεις προς τους λιανοπωλητές της εκδίδοντας στο όνομά της και για λογαριασμό της μηχανογραφημένο δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης μέσω φορητού ηλεκτρονικού υπολογιστή και εκτυπωτή, που ήταν εγκατεστημένοι στο αυτοκίνητο-ψυγείο της. Στα δεδομένα του ανωτέρω Η/Υ και δη στους κωδικούς των πελατών, των πωλούμενων προϊόντων, των τιμών πώλησης και λοιπών στοιχείων είχε πρόσβαση η εναγομένη, έτσι ώστε γνώριζε ανά πάσα στιγμή τις ακριβείς ποσότητες παγωτών που πωλούσε η ενάγουσα σε καθένα πελάτη και το τίμημα της πώλησης των προϊόντων. Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα η όλη λειτουργία της επιχείρησης της ενάγουσας ήταν οργανωμένη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι πλήρως ενταγμένη στο δίκτυο διανομής της εναγομένης, πωλώντας αποκλειστικά τα προϊόντα της μόνο στις περιοχές που της είχε υποδείξει η αντισυμβαλλόμενη της, η οποία μάλιστα είχε χωρίσει προς τούτο το λεκανοπέδιο ... σε περιοχές, στις οποίες χρησιμοποιούσε ισάριθμους διανομείς. Ως εκ τούτου η από 24-10-2008 σύμβαση είχε το χαρακτήρα αποκλειστικής διανομής, παρά την αντίθετη ρητή πρόβλεψη στο ίδιο συμφωνητικό. Τα παραπάνω αναφορικά με την φύση και την λειτουργία της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης έχουν γίνει δεκτά με την υπ' αριθμ 3032/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε επί της από 25-7-2011 αγωγής που η νυν ενάγουσα είχε ασκήσει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σε βάρος της νυν εναγομένης, απόφαση που έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη μετά την έκδοση της υπ' αριθμ 658/2015 απόφασης του Αρείου Πάγου, που απέρριψε την από 8-9-2014 αίτηση αναίρεσης που η εναγομένη άσκησε.
Συνεπώς από την 3032/2014 απόφαση παράγεται ως προς τα ζητήματα αυτά δεδικασμένο..., που δεσμεύει και το παρόν Δικαστήριο, ενόψει του ότι στην παρούσα δίκη κρίνεται η ίδια δικαιολογική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα μ' αυτό της προγενέστερης ως άνω απόφασης, η περί των οποίων κρίση αποτελεί,.... αναγκαία προϋπόθεση του ζητήματος της μεταγενέστερης παρούσας δίκης (επιδίκαση αποζημιώσεως του αρθ. 9 παρ. ΠΔ 219/1991)... Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχτηκε ότι δεσμεύεται από το δεδικασμένο της υπ' αριθμ 3032/2014 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, αναφορικά με τον χαρακτήρα της σύμβασης μεταξύ των διαδίκων και την λειτουργία αυτής, δεν έσφαλε και επομένως τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον τρίτο και τον τέταρτο λόγους της έφεσης είναι αβάσιμα και πρέπει οι λόγοι αυτοί να απορριφθούν".
Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ότι δηλαδή, αναφορικά με την φύση και την λειτουργία της καταρτισθείσας μεταξύ των διαδίκων σύμβασης, υπάρχει δεδικασμένο που απορρέει από την υπ' αριθ. 3032/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που δέχθηκε ότι είναι σύμβαση αποκλειστικής διανομής, δεν δέχθηκε κατά παράβαση του νόμου την ύπαρξη δεδικασμένου. Τούτο δε διότι από την ως άνω απόφαση, που εκδόθηκε επί της προγενέστερης από 25-7-2011 αγωγής που η νυν ενάγουσα είχε ασκήσει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σε βάρος της νυν εναγομένης και έκρινε την επίδικη σύμβαση, απορρέει δεδικασμένο εμποδίζοντας εν προκειμένω την έρευνα για το ζήτημα αυτό, σύμφωνα μ' όσα προαναφέρθηκαν στην οικεία νομική σκέψη, αφού πρόκειται για διαφορά μεταξύ των ιδίων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα και αφορά την ίδια έννομη σχέση, με την ίδια ιστορική και νομική αιτία, εκτείνεται δε το δεδικασμένο και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος και όχι μόνο στο δικαίωμα που κρίθηκε, ενόψει του ότι η προγενέστερη απόφαση (3032/2014) επιδίκασε μεν διαφυγόντα κέρδη αλλά έκρινε αναγκαίως και τη φύση και το χαρακτήρα της σύμβασης την οποία χαρακτήρισε ως σύμβαση αποκλειστικής διανομής.
Συνεπώς εκτείνεται το δεδικασμένο και στην ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης), καθώς και τη νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό) που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά υπάγοντας αυτά στην οικεία διάταξη νόμου, την οποία εφάρμοσε, δηλαδή καλύπτει, ως ενιαίο όλον, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, όπως διατυπώνεται στην απόφαση. Δημιουργείται επομένως δεδικασμένο από την προγενέστερη τελεσίδικη απόφαση παρά του ότι το αντικείμενο της μεταγενέστερης παρούσας δίκης, που διεξάγεται μεταξύ των ιδίων προσώπων και με την ίδια ιδιότητα, είναι διαφορετικό από τη δίκη που προηγήθηκε και αφορά πρόσθετη αμοιβή - πριμ και αποζημίωση πελατείας, αφού έχει ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη της έννομης σχέσης που κρίθηκε στη δίκη εκείνη, ήτοι εν προκειμένω το χαρακτηρισμό της σύμβασης ως αποκλειστικής διανομής (Ολ.Α.Π.10/2002, Α.Π.1559/2017), δηλαδή εν προκειμένω στη νέα δίκη κρίνεται η ίδια δικαιολογική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα μ' αυτό που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθ. 16 του άρθρου 559 πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, δέχθηκε ότι απορρέει δεδικασμένο από την υπ' αριθ. 3032/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, είναι αβάσιμος. Συνακόλουθα, και ο δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις από τον αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 πλημμέλειες, με την αιτίαση ότι το Εφετείο κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 9 Π.Δ.219/1991 σε συνδυασμό με άρθρο 14 παρ.4 του Ν.3557/2007 και με ελλιπείς αιτιολογίες χαρακτήρισε την μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσα σύμβαση ως σύμβαση αποκλειστικής διανομής, αλυσιτελώς προβάλλεται και σε κάθε περίπτωση είναι αβάσιμος, αφού εν προκειμένω το Εφετείο, δεσμευόμενο από το δεδικασμένο που απορρέει από την υπ' αριθ. 3032/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, αποφάνθηκε ότι η επίδικη σύμβαση έχει τον χαρακτήρα αποκλειστικής διανομής.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη εφαρμογή (Ολ.ΑΠ 7/2006, Ολ.ΑΠ 4/2005). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να καθορίζονται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάσθηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή της (Ολ.ΑΠ 20/2005, Ολ.ΑΠ 32/1996), αλλιώς ο λόγος αυτός είναι αόριστος και γι' αυτό απορριπτέος ως απαράδεκτος. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον παρακάτω αναιρετικό λόγο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Αποδείχθηκαν ακόμα και τα ακόλουθα: Η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων ξεκίνησε στην πράξη από την 1-1-2009 και στην αρχή λειτούργησε ομαλά. Περί τα τέλη 2009 με αρχές 2010 η εναγομένη (αναιρεσείουσα) αφαίρεσε, μονομερώς, από το πελατολόγιο της ενάγουσας (αναιρεσίβλητης) την περιοχή του ..., συγκεκριμένους πελάτες από τις άλλες περιοχές, καθώς και τα τρία σούπερ-μάρκετ, με συνολικό τζίρο περί τις 270.000 ευρώ. Με την υπ' αριθμ 513/VI/2011 απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού αποφασίστηκε η κατά το άρθρο 4β του ν. 703/1977 γνωστοποιηθείσα συγκέντρωση, που αφορούσε στην εξαγορά από την εναγομένη στοιχείων του ενεργητικού της εταιρίας ... ΑΒΕΕ και συγκεκριμένα του τομέα εμπορίας, διάθεσης και προώθησης , παγωτού, υπό τους όρους και προϋποθέσεις που στην απόφαση αυτή αναφέρονται. Μετά την έγκριση αυτή, η εναγομένη προέβη σε μείωση των παροχών προς τα σημεία πώλησης για το έτος 2011, που ανερχόταν σε 30% και σε ορισμένα σημεία πώλησης με μεγάλο τζίρο σε πάνω από 50%. Η ενάγουσα, με την από 15-2-2011 εξώδικη δήλωση, που επιδόθηκε στην εναγομένη την 18-2-2011 ..., διαμαρτυρήθηκε για την αφαίρεση μέρους της πελατείας της περί τα τέλη 2009 με αρχές 2010, την μείωση των παροχών στα σημεία πώλησης και τον κίνδυνο να διαρρεύσει μεγάλο μέρος της πελατείας της και να μειωθεί ο τζίρος της και για ορισμένους όρους της μεταξύ τους σύμβασης, ζήτησε δε να προσδιοριστεί η οφειλή της που υπήρχε από την συνεργασία τους, όπως ισχυριζόταν η εναγομένη. Η τελευταία απάντησε με το από 11-3-2011 εξώδικο, που κοινοποιήθηκε στις 16-3-2011, αρνούμενη τα παράπονα της ενάγουσας και αναφέροντας ότι η συνολική οφειλή ανερχόταν σε ποσό 169.905,05 ευρώ, την κάλεσε δε να εξοφλήσει άμεσα, εντός 5 ημερών, το ληξιπρόθεσμο χρέος ποσού 57.275,05 ευρώ και να παράσχει εγγυήσεις (επιταγές ή εγγυητική τράπεζας) για το υπόλοιπο των 112.630 ευρώ, δήλωσε δε ότι μέχρι την τακτοποίηση των ανωτέρω οικονομικών εκκρεμοτήτων της ενάγουσας, η πώληση παγωτών προς αυτήν θα γινόταν μόνο μετρητοίς. Η ενάγουσα, με την από 22-3-2011 εξώδικη δήλωσή της, που επιδόθηκε την 23-3-2011, αμφισβήτησε το ανωτέρω ύψος της οφειλής της και διαμαρτυρήθηκε για την απαίτηση να εξοφλεί με μετρητά τις νέες αγορές, ενώ με την από 15-4-2011 όμοια, που κοινοποιήθηκε την 19-4-2011 διαμαρτυρήθηκε για το ότι η εναγομένη εξώθησε όμορους διανομείς της να προμηθεύουν σημαντικούς πελάτες της ίδιας. Στη συνέχεια η εναγομένη απέστειλε την από 19-4-2011 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία καλούσε την ενάγουσα να εξοφλήσει άμεσα την παραπάνω οφειλή της και την από 21-4-2011 εξώδικη καταγγελία, με την οποία κατήγγειλε την από 24-10-2008 σύμβαση, όπως επικαλούταν, λόγω σπουδαίου λόγου, συνιστάμενου στη μη προσήκουσα εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων της ενάγουσας και την πλημμελέστατη εξυπηρέτηση των πελατών της εναγομένης τους οποίους διαχειριζόταν η ενάγουσα στην περιοχή δραστηριοποίησής της. Τα εξώδικα αυτά κοινοποιήθηκαν στην ενάγουσα την 28-4-2011. Όπως έγινε δεκτό με την προαναφερόμενη υπ' αριθμ 3032/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η εκ μέρους της εναγομένης καταγγελία της από 24-10-2008 σύμβασης έγινε χωρίς την ύπαρξη σπουδαίου λόγου, κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη κατά το άρθρο 281 ΑΚ και είναι καταχρηστική, καθώς η μείωση του τζίρου που παρατηρήθηκε κατά το έτος 2010 οφειλόταν στην απόφαση της εναγομένης να αφαιρέσει την περιοχή του ... και συγκεκριμένους πελάτες από τις άλλες περιοχές και τα τρία super-markets από το πελατολόγιο της ενάγουσας, ενώ δεν υπήρξε αδιαφορία της ενάγουσας για την εκτέλεση της σύμβασης αλλά αντίθετα είχε επιστήσει στην εναγομένη τον κίνδυνο να διαρρεύσουν δυσαρεστημένοι πελάτες λόγω της μείωσης των εκπτώσεων με συνέπεια να μειωθούν ο τζίρος και οι προμήθειές της. Οι παραπάνω κρίσεις δεσμεύουν, με ισχύ δεδικασμένου, το παρόν Δικαστήριο αναφορικά με την έλλειψη σπουδαίου λόγου για την καταγγελία της σύμβασης, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, αφού αποτελούν προδικαστικό ζήτημα για την θεμελίωση της ένδικης αξίωσης αποζημίωσης πελατείας... Περαιτέρω αποδείχθηκαν και τα εξής: Η ενάγουσα κατά τη διάρκεια της σύμβασης και μέχρι την αφαίρεση της περιοχής του ..., που συνιστά μερική καταγγελία της σύμβασης, αύξησε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και προσήλκυσε νέους πελάτες στην περιοχή αυτή, προωθώντας τις υποθέσεις της εναγομένης. Πριν την σύναψη της από 24-10-2008 σύμβασης η ενάγουσα ήταν για δεκαεννέα έτη αποκλειστικός διανομέας της ... στην περιοχή (και στις άλλες που ανέλαβε με την ανωτέρω σύμβαση) και γνώριζε την εν λόγω γεωγραφική αγορά. Η εναγομένη, στην περιοχή του ... είχε, κατά την έναρξη συνεργασίας των διαδίκων 43 πελάτες, ενώ εντός του 2009 η ενάγουσα έφερε άλλους 24 και συγκεκριμένα 7 που την ακολούθησαν από την ... και 17 καινούργιους, ανεβάζοντας έτσι το πελατολόγιο σε 67. Ο συνολικός τζίρος στην περιοχή, ανερχόταν κατά το 2008 (πριν την σύμβαση) σε 185.197,54 ευρώ, ενώ στο 2009 αυξήθηκε, ενόψει των νέων πελατών και των προσπαθειών της ενάγουσας με τους παλαιούς πελάτες, σε 272.984,78 ευρώ. Έτσι αποδεικνύεται ότι καθόλη τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης των διαδίκων στην περιοχή του ..., η ενάγουσα κατέβαλε σοβαρές και συστηματικές προσπάθειες για την προώθηση και εδραίωση των προϊόντων της εναγομένης, οργάνωσε ένα αποτελεσματικό σύστημα εξυπηρέτησης των πελατών και επέβαλε ως αξιόπιστα τα προϊόντα της πρώτης εναγομένης στην περιοχή αυτή. Μέσω της εμπορικής της δραστηριότητας, η οποία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την εναγομένη, ως μοναδική της προμηθεύτρια, εισέφερε στο δίκτυο πελατών της τελευταίας ικανό αριθμό νέων πελατών σε σύντομο χρονικό διάστημα και προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες της, τα ονόματα των οποίων, όπως ονομαστικά καταγράφονται στην κρινόμενη αγωγή, δεν αμφισβητούνται από την τελευταία ως άνω εταιρεία. Δεν αποδεικνύεται ότι η αύξηση αυτή ήταν αποτέλεσμα των παροχών (εκπτώσεις) που έδινε στους πελάτες της η εναγομένη, δεδομένου ότι η αγορά του παγωτού είναι ανταγωνιστική και όλες οι εταιρίες έδιναν τις ίδιες παροχές... Η αγορά στην οποία απευθυνόταν η ενάγουσα στηρίζεται στην προσωπική επαφή του διανομέα με τους πελάτες, ενόψει του ότι η ενάγουσα συνεργαζόταν κυρίως με μικρά καταστήματα και περίπτερα και όχι με μεγάλες αλυσίδες. Οι παραπάνω νέοι πελάτες αποτελούσαν πλέον μία εν "δυνάμει" πελατεία για την εναγομένη, γνώστρια του πελατολογίου της ενάγουσας από την οποία αυτή έχει προοπτική κέρδους και μετά τη λύση της σύμβασης διατηρώντας ουσιαστικά οφέλη από τις συναλλαγές με τους πελάτες αυτούς. Το πελατολόγιο της ενάγουσας στην περιοχή αυτή (παλαιοί και νέοι πελάτες) παρέμεινε στην εναγομένη μετά την αφαίρεσή της από την ενάγουσα και εξυπηρετούνταν πλέον από άλλους διανομείς, αποφέροντας έτσι οφέλη στην εναγομένη. Επομένως η ενάγουσα δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση πελατείας (άρθρο 9 πδ 219/1991), μετά την μερική καταγγελία της σύμβασης και την αφαίρεση της περιοχής αυτής. Κατά το έτος 2009 η ενάγουσα εισέπραξε ως αμοιβή το συνολικό ποσό των 33.127,09 ευρώ (ποσό που δεν αμφισβητείται από την εναγομένη), ποσό που αποτελεί και το μέσο όρο της περιόδου αυτής, ενόψει του ότι η σύμβαση για την περιοχή αυτή διήρκεσε λιγότερο από πέντε έτη. Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη: α) ότι η ενάγουσα εισέφερε νέους και σταθερούς πελάτες στην επιχείρηση της εναγομένης και ότι συνετέλεσε σημαντικά στη διεύρυνση των πωλήσεων προς τους προϋπάρχοντες της επίδικης σύμβασης πελάτες, β) το μέγεθος της άνω πελατείας που αξιοποίησε ή εισέφερε η ενάγουσα, η οποία παραμένει στην εναγομένη μετά τη λύση της σύμβασης, γ) τη διατήρηση ουσιαστικών ωφελειών για την εναγόμενη από τους πελάτες που παραμένουν, στους οποίους έχει τη δυνατότητα να πωλεί προϊόντα της με αποκόμιση επιχειρηματικού κέρδους και δ) την απώλεια των προμηθειών της ενάγουσας, αν συνεχιζόταν η επίδικη σύμβαση για την περιοχή αυτή κρίνει ότι η καταβολή του παραπάνω ποσού ως αποζημίωσης πελατείας στην ενάγουσα είναι δίκαιη και εύλογη... Ακολούθως, αναφορικά με τις υπόλοιπες περιοχές του πελατολογίου της ενάγουσας (Νέα Σμύρνη και τμήμα του ...) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η από 24-10-2008 σύμβαση λειτούργησε μέχρι την 28-4-2011, οπότε, κατά τα ανωτέρω, η εναγομένη την κατήγγειλε και λύθηκε η συνεργασία μεταξύ των διαδίκων. Η ενάγουσα κατά τη διάρκεια της σύμβασης και μέχρι την καταγγελία της αύξησε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και προσήλκυσε νέους πελάτες, προωθώντας τις υποθέσεις της εναγομένης. Η εναγομένη, στις περιοχές αυτές είχε, κατά την έναρξη συνεργασίας των διαδίκων 37 πελάτες, ενώ κατά το διάστημα που λειτούργησε η σύμβαση η ενάγουσα έφερε άλλους 69 και συγκεκριμένα 52 που την ακολούθησαν από την ... και 17 καινούργιους, ανεβάζοντας έτσι το πελατολόγιο σε 106. Ο συνολικός τζίρος στις περιοχές, ανερχόταν κατά το 2008 (πριν την σύμβαση) σε 254.734,72 ευρώ, ενώ το 2009 ανερχόταν σε 399.369,45 ευρώ, το 2010 σε 450.422,53 ευρώ και μέχρι την 28-4-2011 σε 40.034,80 ευρώ, αύξηση που οφείλεται στους νέους πελάτες και στις προσπάθειες της ενάγουσας με τους παλαιούς πελάτες. Έτσι αποδεικνύεται ότι καθόλη τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης των διαδίκων, η ενάγουσα κατέβαλε σοβαρές και συστηματικές προσπάθειες για την προώθηση και εδραίωση των προϊόντων της εναγομένης, οργάνωσε ένα αποτελεσματικό σύστημα εξυπηρέτησης των πελατών και επέβαλε ως αξιόπιστα τα προϊόντα της πρώτης εναγομένης στην περιοχή αυτή. Μέσω της εμπορικής της δραστηριότητας, η οποία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την εναγομένη, ως μοναδική της προμηθεύτρια, εισέφερε στο δίκτυο πελατών της τελευταίας σημαντικό αριθμό νέων πελατών και προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες της, τα ονόματα των οποίων, όπως ονομαστικά καταγράφονται στην κρινόμενη αγωγή, δεν αμφισβητούνται από την τελευταία ως άνω εταιρεία. Όπως προαναφέρθηκε, δεν αποδεικνύεται ότι η αύξηση αυτή ήταν αποτέλεσμα των παροχών (εκπτώσεις) που έδινε στους πελάτες της η εναγομένη, δεδομένου ότι η αγορά του παγωτού είναι ανταγωνιστική και όλες οι εταιρίες έδιναν τις ίδιες παροχές. Η αγορά στην οποία απευθυνόταν η ενάγουσα στηρίζεται στην προσωπική επαφή του διανομέα με τους πελάτες, ενόψει του ότι η ενάγουσα συνεργαζόταν κυρίως με μικρά καταστήματα και περίπτερα και όχι με μεγάλες αλυσίδες. Οι παραπάνω νέοι πελάτες αποτελούσαν πλέον μία εν "δυνάμει" πελατεία για την εναγομένη, γνώστρια του πελατολογίου της ενάγουσας από την οποία αυτή έχει προοπτική κέρδους και μετά τη λύση της σύμβασης, διατηρώντας ουσιαστικά οφέλη από τις συναλλαγές με τους πελάτες αυτούς. Το πελατολόγιο της, ενάγουσας (παλαιοί και νέοι πελάτες) παρέμεινε στην εναγομένη μετά την καταγγελία της, αποφέροντας έτσι οφέλη στην εναγομένη. Επομένως η ενάγουσα δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση πελατείας (άρθρο 9 πδ 219/1991), μετά την καταγγελία της σύμβασης. Κατά τη διάρκεια της σύμβασης η ενάγουσα εισέπραξε ως αμοιβή τα ακόλουθα ποσά α] για το έτος 2009 το ποσό των 51.175,02 ευρώ και επιπλέον ποσό 30.000 σύμφωνα με τον όρο 1 του παραρτήματος ... της σύμβασης, δηλαδή συνολικά εισέπραξε ποσό 81.175,02 ευρώ, β] για το έτος 2010 το ποσό των 55.031,91 ευρώ και επιπλέον ποσό 30.000 ευρώ σύμφωνα με τον όρο 1 του παραρτήματος ... της σύμβασης, δηλαδή συνολικά εισέπραξε ποσό 85.031,91 ευρώ και γ] για το έτος 2011 (μέχρι την καταγγελία της σύμβασης) το ποσό των 3.911,30 ευρώ. Το ότι καταβλήθηκαν τα ως άνω ποσά δεν αμφισβητείται ειδικότερα από την εναγομένη. Ο συνυπολογισμός του συνολικού ποσού 60.000 ευρώ που καταβλήθηκε σε δύο δόσεις των 30.000 ευρώ για τα έτη 2009 και 2010 γίνεται δεδομένου ότι τα ποσά αυτά καταβλήθηκαν στην ενάγουσα ως αμοιβή για τις εργασίες που εκπλήρωσε, κατά τους όρους της σύμβασης και με δεδομένο ότι... για τον υπολογισμό της αποζημίωσης πελατείας υπολογίζεται το σύνολο των ετήσιων αμοιβών που εισέπραξε ο διανομέας. Τα ποσά αυτά, ενόψει του ότι η καταβολή τους συνδεόταν με συγκεκριμένες εργασίες που εκτελέστηκαν, αποτελούν αμοιβή κατά την ως άνω έννοια και συνεπώς πρέπει να απορριφθούν τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται η εναγομένη. Αντίθετα δεν θα συνυπολογιστεί το ποσό των 20.000 ευρώ που αφορά στο έτος 2011, καθώς το ποσό αυτό δεν καταβλήθηκε. Αφού η σύμβαση δεν διήρκεσε πέντε έτη, το ανώτατο όριο της αποζημίωσης πελατείας που δικαιούται να αξιώσει η ενάγουσα ανέρχεται στο μέσο ετήσιο όρο των αμοιβών της περιόδου διάρκειας της σύμβασης, ήτοι [(81.175,02 + 85.031,91 + 3.911,30=) 170.118,23 ευρώ : 28 μήνες = 6.075 ευρώ Χ 12 μήνες] 72.907 ευρώ. Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερόμενα κριτήρια κρίνει ότι η καταβολή του παραπάνω ποσού ως αποζημίωσης πελατείας στην ενάγουσα είναι δίκαιη και εύλογη, άπαντα δε τα ανωτέρω ποσά οφείλονται με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της προγενέστερης από 25-7-2011 αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η ενάγουσα ζητούσε τα ίδια κονδύλια, αίτημα που κρίθηκε τότε αόριστο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχτηκε τα ίδια και, κάνοντας εν μέρει δεκτή την αγωγή, επιδίκασε στην ενάγουσα το πιο πάνω ποσό δεν έσφαλε και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς οι λοιποί περί του αντιθέτου λόγοι έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι." Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 9 παρ.1 β' του π.δ.219/1991, την οποία δεν παραβίασε ευθέως, αφού, σύμφωνα μ' όσα προαναφέρθηκαν στην νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας, για τον υπολογισμό της αποζημίωσης πελατείας υπολογίζεται το σύνολο των ετήσιων αμοιβών που εισέπραξε ο διανομέας κατά το κρίσιμο εν προκειμένω χρονικό διάστημα (που είναι μικρότερο των πέντε ετών) και συνεπώς συνυπολογίζεται το ποσό των 60.000 ευρώ που καταβλήθηκε σε δύο δόσεις των 30.000 ευρώ για καθένα από τα έτη 2009 και 2010, δεδομένου ότι τα ποσά αυτά καταβλήθηκαν στην ενάγουσα ως αμοιβή για τις εργασίες που εκπλήρωσε, κατά τους όρους του παραρτήματος ... της επίδικης σύμβασης. Επομένως, ο τέταρτος λόγος της αίτησης αναίρεσης με το οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 9 του π.δ.219/1991 συνυπολόγισε τα ποσά των 30.000 ευρώ που έλαβε η ενάγουσα από την εναγομένη ως πρόσθετη αμοιβή - πριμ για καθένα από τα έτη 2009 και 2010 για τον προσδιορισμό του ποσού της επιδικασθείσας αποζημίωσης πελατείας, με αποτέλεσμα το σύνολο των αμοιβών της κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα να εμφανίζεται κατά 60.000 ευρώ μεγαλύτερο, δηλαδή να είναι 170.117,22 ευρώ αντί του ποσού των 11.117,22 ευρώ, είναι αβάσιμος.
Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου αυτής στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 23/11//2021 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...", για αναίρεση της υπ` αριθ. 3803/2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου αυτής στο δημόσιο ταμείο και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Ιανουαρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Ιανουαρίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή