ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 375/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 375/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 375/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 375 / 2024    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 375/2024

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Μαριάνθη Παγουτέλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Ζώη, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Δημητρία Στρούζα-Ξένου-Κοκολέτση και Ελένη Χροναίου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 24 Ιανουαρίου 2023, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Δ. Α., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στον Α. Α. και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Σπυρίδωνα Αρώνη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσίβλητων: 1) Ε. Ξ. του Δ., 2) Ά. Μ. του Σ., 3)Χ. Χ. του Δ., 4) Π. Σ. του Ν.,5) Β. Τ. του Κ., 6) Ε. Ρ. του Π., 7) Ι. Κ. του Α., 8) Ε. Χ. του Χ., κατοίκων Α. Α., που παραστάθηκαν δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Βασιλείου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-10-2017 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 1220/2019 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 2995/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί ο αναιρεσείων με την από 19-11-2021 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Δημητρία Στρούζα-Ξένου-Κοκολέτση.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Mε την από 19.11.2021 και αριθ. εκθ. κατάθ. 9111/1121/19.11.2021 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα, αντιμωλία των διαδίκων, υπ` αριθ. 2995/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Η εν λόγω αίτηση έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 552, 553, 556, 558, 564, 566 και 569 ΚΠολΔ και πρέπει κατά τη διάταξη του άρθρου 577 παρ. 3 ίδιου Κώδικα να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.
2. Με τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν από 18.4.2001 μετά την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1) και ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2). Με τη διάταξη του άρθρου 1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν α) οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια, β)... γ)... Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 95 παρ. 1 του Συντάγματος που αφορά τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκύπτει ότι διοικητικές διαφορές ουσίας, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, είναι οι διαφορές που πηγάζουν από διοικητικές συμβάσεις ή από ενέργειες διοικητικών οργάνων, οι οποίες δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και εφόσον, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ο νόμος οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο τη δικαστική προστασία του πολίτη, ώστε το αίτημά του ενώπιον του δικαστηρίου να είναι η καταψήφιση σε παροχή ή η αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, που αναφέρονται στο δημόσιο δίκαιο (ΑΕΔ 2/1993). Περαιτέρω σε εφαρμογή των αντιστοίχων Συνταγματικών ρυθμίσεων του άρθρου 94 παρ.1 και 3, όπως ίσχυαν πριν την πιο πάνω αναθεώρηση, εκδόθηκε ο Ν. 1406/1983, με τα άρθρα 1 και 9 του οποίου όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας υπήχθησαν από 11.6.1985 στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 εδ. θ` του Ν. 1406/1983, όπως στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 παρ. 3 του Ν. 2721/1999, ορίσθηκε ότι στις διοικητικές διαφορές ουσίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων περιλαμβάνονται ιδίως και διαφορές που αφορούν τις κάθε είδους αποδοχές (δεδουλευμένες ή μη) του προσωπικού γενικώς του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες ρυθμίζονται από διατάξεις κανονιστικού περιεχομένου. Ως "αποδοχές", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι αποδοχές του προσωπικού που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ ή τα Ν.Π.Δ.Δ. με σχέση δημόσιου δικαίου. Απ` αυτό γίνεται φανερό ότι οι διαφορές που αφορούν τις αποδοχές των μισθωτών που συνδέονται με το Δημόσιο με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 11/1992, ΑΠ 22/2016, 1340/2014, 1635/2012). Τέτοιες ιδιωτικού χαρακτήρα διαφορές είναι και εκείνες που αναφύονται κατά την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3320/2005 για την κατάταξή του με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικού σε συγκεκριμένο μισθολογικό κλιμάκιο οργανικής θέσης, προσωποπαγούς ή μη, εφόσον και αυτές έχουν ως βάση την παροχή εξαρτημένης εργασίας στο πλαίσιο σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου και την κατάταξη του μισθωτού σε οργανική θέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, για την επίλυση των οποίων είναι αρμόδια επομένως τα πολιτικά δικαστήρια (ΑΕΔ 3/2004, ΣτΕ 3691/2014). Μόνη η προβλεπόμενη από τις διατάξεις αυτές αρμοδιότητα του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου να διαπιστώνει τη συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων του νόμου, καθώς και η δυνατότητα του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) να ασκεί τον αντίστοιχο έλεγχο, δεν αρκούν για να χαρακτηρίσουν τη σχετική διαδικασία ως ειδική διοικητική διαδικασία, η οποία, αν υπήρχε, θα μπορούσε υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να προσδώσει στις διαφορές αυτές τον χαρακτήρα της διοικητικής διαφοράς (ΣτΕ 3691/2014). Εξ άλλου από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι τα πολιτικά δικαστήρια, όταν κρίνουν ιδιωτικές διαφορές που υπάγονται σ` αυτά, μπορούν να εξετάσουν παρεμπιπτόντως το κύρος και τη νομιμότητα των πράξεων των οργάνων της διοίκησης ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εφόσον τούτο δεν έχει αποκλεισθεί από το νόμο (ΟλΑΠ 447/1984) και δεν έχει εκδοθεί περί του κύρους αυτών απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία και δεσμεύει τα πολιτικά δικαστήρια. Η τοιαύτη έρευνα των πολιτικών δικαστηρίων δεν αποσκοπεί στην ακύρωση των διοικητικών πράξεων, ούτε στο να αποκρουσθεί η εκτελεστότητα αυτών, οι οποίες άλλωστε, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου έχουν το τεκμήριο της νομιμότητας, έτσι ώστε ακόμη και οι παράνομες διοικητικές πράξεις, εφόσον δεν έχουν ακυρωθεί, είναι εκτελεστές και παράγουν τα έννομα αποτελέσματά τους, αλλά προκειμένου να απαγγελθούν άλλες έννομες συνέπειες ιδιωτικού χαρακτήρα, οι οποίες προκύπτουν από την εκτέλεση των παράνομων διοικητικών πράξεων (ΑΠ 734/2010, 171/2006), Ειδικότερα ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας της διοικητικής πράξης από τα πολιτικά δικαστήρια περιλαμβάνει και το αν η τελευταία εκδόθηκε κατά παράβαση των κανόνων δικαίου, οι οποίοι είναι αμέσως ή εμμέσως σχετικοί με το περιεχόμενο αυτής και πηγάζουν από οποιαδήποτε πηγή δικαίου, η δε νομιμότητα της εν λόγω πράξης κρίνεται με βάση τους κανόνες (δικαίου) οι οποίοι ισχύουν κατά το χρόνο έκδοσής της (ΑΠ 533/2018, 316/2016, 171/2006, 1459/2004, 526/2004). Τέλος, κατά το άρθρο 559 αρ. 4 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Περίπτωση όμως τοιαύτης υπέρβασης της δικαιοδοσίας δεν συντρέχει, όταν τα πολιτικά δικαστήρια εξετάζουν παρεμπιπτόντως ζητήματα, τα οποία αν αποτελούσαν το κύριο αντικείμενο της δίκης δεν θα υπήγοντο στη δικαιοδοσία τους, διότι η έννοια του παρεμπίπτοντος συνδέεται κατά νόμο (άρθρα 2 και 282 του ΚΠολΔ) με την απλή εξέταση και όχι με τη διάγνωση του ζητήματος, όταν το δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας προς τούτο και για το λόγο αυτό η απόφασή του για το κριθέν παρεμπιπτόντως ζήτημα, που αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου, δεν παράγει δεδικασμένο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 331 του ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση με την, από 5.10.2017 και με αριθ. κατάθ. 580885/2348/5.10.2017, αγωγή τους οι ενάγουσες και ήδη αναιρεσίβλητες ισχυρίσθηκαν ότι προσλήφθηκαν από το πρώτο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο και μη διάδικο στην παρούσα δίκη κατά τους αναφερόμενους χρόνους για την καθεμία απ' αυτές και ότι απασχολήθηκαν έκτοτε σε αυτό δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων μίσθωσης έργου και ειδικότερα ότι, αυτές παρείχαν τις υπηρεσίες τους για την καθαριότητα σχολείων της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτού καθ' όλη τη διάρκεια του σχολικού έτους και τελώντας κατά την παροχή των υπηρεσιών αυτών υπό τον έλεγχο, την εποπτεία, την καθοδήγηση και το διευθυντικό δικαίωμα των διευθυντών των σχολείων. Ότι ενόψει του ότι οι σχέσεις τους αυτές στην πραγματικότητα είχαν τον χαρακτήρα σχέσης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, κατετάγησαν κατ' εφαρμογή του άρθρου 11 του Π.Δ/τος 164/2004 από 10.1.2007 σε οργανικές θέσεις με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου καθαριστριών (ΥΕ κατηγορίας) και από 1.1.2011 μεταφέρθηκαν με την ίδια εργασιακή σχέση σε προσωποπαγείς θέσεις εργασίας του τρίτου εναγόμενου και ήδη αναιρεσείοντος Δ. Α., κατ' εφαρμογή του άρθρου 18 Ν. 3870/2010. Ότι κατά την κατάταξή τους σε οργανικές θέσεις την 10.1.2007 στο πρώτο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, παρά τον νόμο, κατετάγησαν στο 18ο (εισαγωγικό) μισθολογικό κλιμάκιο, χωρίς συνυπολογισμό της προϋπηρεσίας τους σ' αυτό, η οποία είχε διανυθεί δυνάμει των πιο πάνω συμβάσεων μίσθωσης έργου. Ζήτησαν δε να αναγνωριστεί ότι το πρώτο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο ως αρχικός εργοδότης αυτών όφειλε κατά την κατάταξή τους σε μισθολογικά κλιμάκια (ΜΚ) να αναγνωρίσει μισθολογικά το σύνολο του χρονικού διαστήματος που απασχολήθηκε, καθεμία απ' αυτές, στο ίδιο αντικείμενο από την αρχική ημερομηνία πρόσληψης μέχρι τις 10.1.2007 και να υποχρεωθεί ο τρίτος εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων να καταβάλει σε καθεμία από αυτές τις προκύπτουσες διαφορές αποδοχών, λόγω του ως άνω μη συνυπολογισμού του χρόνου προϋπηρεσίας τους που είχε διανυθεί με συμβάσεις μίσθωσης έργου και για τα, στην αγωγή διαλαμβανόμενα, χρονικά διαστήματα για κάθε μία απ' αυτές (ενάγουσες και ήδη αναιρεσίβλητες). Με το περιεχόμενο αυτό η υπό κρίση διαφορά, κατά τα ρηθέντα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, είναι ιδιωτικού δικαίου και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που με την προσβαλλόμενη απόφαση, απέρριψε ως αβάσιμη την προβληθείσα εκ μέρους του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος Δ. Α. ένσταση ελλείψεως δικαιοδοσίας, δίκασε την ένδικη διαφορά και απέρριψε κατ' ουσία την ασκηθείσα από τον τελευταίο έφεση κατά της υπ' αριθ. 1220/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποίαν επιδικάστηκαν στις ενάγουσες και ήδη αναιρεσίβλητες διαφορές αποδοχών, δεν υπερέβη τη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων. Ειδικότερα η εκ μέρους του αναιρεσείοντος επίκληση του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ του Ν. 702/1977, όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 49 παρ.1 του Ν. 3659/2008, κατά την οποία στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου υπάγονται οι αιτήσεις ακυρώσεως ατομικών πράξεων διοικητικών αρχών που αφορούν την πρόσληψη και την κατάσταση γενικά του προσωπικού του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ανεξάρτητα από τη φύση της σχέσης που το συνδέει, είναι αλυσιτελής, διότι η ρύθμιση αυτή αναφέρεται στην αρμοδιότητα των διοικητικών εφετείων για την εκδίκαση ακυρωτικών διαφορών, περί της οποίας δεν πρόκειται. Σημειώνεται ότι η πρόβλεψη στην πιο πάνω ρύθμιση της φράσης "ανεξάρτητα από τη φύση της σχέσης που το συνδέει" που τονίζει ο αναιρεσείων Δ. Α., διαλαμβανόταν στη διάταξη αυτή από τη θέσπιση του Ν. 702/1977 ["ανεξαρτήτως της φύσεως της συνδεούσης αυτό σχέσεως"] και διατηρήθηκε και στις επόμενες τροποποιήσεις του εν λόγω άρθρου με τα άρθρα 29 παρ. 1 Ν. 2721/1999, 1 Ν. 2944/2001 και 49 παρ. 1 του Ν. 3659/2008, με τα οποία κατηγορίες υποθέσεων ακυρωτικών διαφορών μεταφέρθηκαν από το Συμβούλιο της Επικρατείας στα διοικητικά Εφετεία. Ούτε τα ανωτέρω διαφοροποιούνται από το ότι η αναγνώριση προϋπηρεσίας και η ένταξη των αναιρεσιβλήτων στο κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο (18ο) έλαβε χώρα κατά περίπτωση δυνάμει των υπ` αριθ. πρωτ. 2928/Δ4/10.1.2007, 13233/Δ4/7.12.2006 και 2928/Δ4/10.1.2007, αποφάσεων του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, που αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, διότι είναι καθόλα επιτρεπτός από τα πολιτικά δικαστήρια ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας των πιο πάνω αποφάσεων, ως προς την τήρηση των διατάξεων του νόμου για την ένταξη καθενός των αναιρεσιβλήτων σε αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο, στο πλαίσιο της ανοιγείσας με την πιο πάνω αγωγή ιδιωτικής διαφοράς. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του από τον αρ. 4 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την οποία ο αναιρεσείων Δ. Α. υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. 3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται, σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Για να είναι, όμως, ορισμένος ο σχετικός λόγος αναίρεσης πρέπει ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται ο τρόπος και ο χρόνος πρότασής του ή επαναφοράς του στο Εφετείο, ώστε να μπορεί να κριθεί από το αναιρετήριο αν αυτός ήταν νόμιμος και παραδεκτός, αφού μη νόμιμοι, αόριστοι και απαράδεκτοι ισχυρισμοί δεν είναι για τους λόγους αυτούς ουσιώδεις και δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 818/2022, 49/2014, 2004/2009, 1401/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο της αίτησης, κατά το δεύτερο σκέλος του, ισχυρίζεται ότι το εκδόν την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση Δευτεροβάθμιο δικαστήριο σιγή αντιπαρήλθε τον προταθέντα ισχυρισμό του περί έλλειψης παθητικής νομιμοποιήσεώς του και κατέστησε αναιρετέα την απόφασή του για παράβαση του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ. Ο ανωτέρω λόγος είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος και ως εκ τούτου απαράδεκτος, κατ` άρθρο 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., καθόσον, προκειμένης διαφοράς εκδικαζόμενης κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, ο αναιρεσείων δεν επικαλείται παραδεκτή προβολή του εν λόγω ισχυρισμού του ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, με καταχώρησή του στα πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφορά του, κατά νόμιμο τρόπο ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, κατά τα προεκτεθέντα, ούτε επικαλείται το πρώτον προβολή αυτού ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, συντρεχουσών των προϋποθέσεων του άρθρου 527 παρ. 1 ΚΠολΔ, ούτως ώστε να μπορεί να κριθεί από το αναιρετήριο το παραδεκτό και βάσιμο αυτού.
4. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006). Με τον λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (ΟλΑΠ 2/2019, 27/1998). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α' του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία", ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 9/2016, 1/1999). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 399/2021, 316/2017, 130/2016, 1420/2013). 5. Σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ/τος 164/2004 "Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα", (ΦΕΚ Α 134) που άρχισε να ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 19-7-2004 και αφορά τους εργαζομένους στο δημόσιο τομέα με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή συμβάσεις έργου ή άλλες συμβάσεις ή σχέσεις που υποκρύπτουν σχέση εξάρτησης εργασίας (άρθρο 1 παρ. 1 αυτού), του οποίου σημειωτέον οι ρυθμίσεις κρίθηκαν συμβατές με τις ρυθμίσεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, που αποσκοπεί κατά το άρθρο 1 σημείο 2 αυτής στην αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (ΔΕΚ της 23.4.2009 Υποθ. Αγγελιδάκη κλπ C 378 - 380), εξειδικεύθηκαν οι συνθήκες με τις οποίες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή συμβάσεις έργου ή άλλες συμβάσεις ή σχέσεις που υποκρύπτουν σχέση εξάρτησης εργασίας θεωρούνται διαδοχικές και χαρακτηρίζονται ως συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόvoυ, προς επίτευξη του ανωτέρω σκοπού της Οδηγίας. Ειδικότερα, με τα άρθρα 5 και 6 του ως άνω Π.Δ/τος, απαγορεύθηκε, καταρχήν, η κατάρτιση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, η οποία επιτρέπεται κατ` εξαίρεση στις αναφερόμενες εκεί περιπτώσεις και υπό τις, στο άρθρο αυτό, αναγραφόμενες προϋποθέσεις και προβλέφθηκε η ανωτέρα χρονική διάρκεια των συμβάσεων αυτών, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους εικοσιτέσσερις (24) μήνες, με την επιφύλαξη των εκεί εξαιρέσεων. Με το άρθρο 7 του ιδίου Διατάγματος ορίσθηκε ότι συμβάσεις που καταρτίζονται κατά παράβαση των πιο πάνω ρυθμίσεων είναι απολύτως άκυρες, πλην όμως ο απασχοληθείς κατά παράβαση αυτών μισθωτός δικαιούται να λάβει τα οφειλόμενα βάσει αυτών χρηματικά ποσά, καθώς και ως αποζημίωση το ποσό που θα ελάμβανε ο αντίστοιχος εργαζόμενος με σύμβαση αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του. Ενόψει όμως του γεγονότος, ότι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου που συνάπτονταν με το Δημόσιο, κατά παράβαση του Ν. 2190/1994, του Π.Δ/τος 410/1988 και του άρθρου 6 του Ν. 2527/1997 δεν μπορούσαν σε κάθε περίπτωση, να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, υπό το κράτος της ισχύος του άρθρου 103 του Συντάγματος μετά την αναθεώρηση του έτους 2001 (ΦΕΚ Α` 85/18-4-2001), οπότε προστέθηκαν οι περί τούτου παράγραφοι 7 και 8, έχοντας υποχρεωτικά, κατά τις ως άνω συνταγματικές και άλλες διατάξεις, καταρτισθεί ως συμβάσεις ορισμένου χρόνου (ΟλΑΠ 7/2011, 19/2007), και του γεγονότος ότι το ως άνω ΠΔ 164/2004 άρχισε να ισχύει από 19 Ιουλίου 2004, ήτοι μετά το πέρας της περιόδου προσαρμογής της εσωτερικής νομοθεσίας προς τις ρυθμίσεις της άνω Οδηγίας 1999/70 (10 Ιουλίου 2002), περιελήφθησαν σε αυτό, ως μεταβατικές διατάξεις, ρυθμίσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν την επιβαλλομένη προσαρμογή στην παραπάνω Οδηγία και για τον ενδιάμεσο χρόνο και προβλέπουν την, κατ` εξαίρεση και υπό τις εκεί προϋποθέσεις μετατροπή του ήδη απασχολουμένου με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 11 του ως άνω Π. Δ/τος, η οποία ως εκ του μεταβατικού της χαρακτήρα τακτοποίησης εκκρεμών εργασιακών σχέσεων του Δημοσίου και φορέων του δημοσίου τομέα κρίθηκε συνταγματικά ανεκτή (ΟλΑΠ 16/2017), ορίσθηκε στην παρ. 1 ότι διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις : (α) συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον 24 μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης 18 μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 μηνών από την αρχική σύμβαση, (β) ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδ. α` να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση, (γ) το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον που υπηρετεί ο φορέας αυτός, (δ) ο, κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις, συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση. Με τις παραγράφους 2 και 3 του ιδίου άρθρου ορίσθηκε ότι για τη διαπίστωση της συνδρομής των, κατά την προηγουμένη παράγραφο, προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών, αρμόδιο δε όργανο να κρίνει αιτιολογημένα, εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση οι προϋποθέσεις της προηγουμένης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που προσομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία και όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία (παρ. 2) και ότι οι ως άνω κρίσεις των αρμοδίων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού, το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σ` αυτό των σχετικών κρίσεων (παρ. 3). Τέλος, με την παρ. 5 του ιδίου άρθρου συμπεριλήφθηκαν στη ρύθμιση της παρ. 1 και οι συμβάσεις οι οποίες είχαν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος του διατάγματος, λογιζόμενες ως ενεργές. Προς συμπλήρωση της, μεταβατικού περιεχομένου, διάταξης του άρθρου 11 του Π.Δ/τος 164/2004 επακολούθησε ο Νόμος 3320/2005 "Ρυθμίσεις θεμάτων για το προσωπικό του Δημοσίου και των νομικών προσώπων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και για τους ΟΤΑ" (ΦΕΚ Α 48), με τη διάταξη του άρθρου 1 του οποίου ορίζεται ότι: "Το προσωπικό με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή σύμβαση έργου ή άλλη σχέση του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ πρώτου και δεύτερου βαθμού, του οποίου οι συμβάσεις συνιστούν συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του ΠΔ 164/2004, κατατάσσεται σε υφιστάμενες κενές οργανικές θέσεις με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ειδικότητας αντίστοιχης ή παρεμφερούς προς την ειδικότητα της σύμβασής του (παρ. 1). Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών και του οικείου, κατά περίπτωση Υπουργού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, συνιστώνται οργανικές θέσεις προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, προκειμένου να καλυφθούν, άπου απαιτείται, οι διαπιστωθείσες πάγιες και διαρκείς ανάγκες, κατ` εφαρμογή του ΠΔ 164/2004 (παρ. 2). Η κατάταξη του προσωπικού γίνεται με απόφαση του αρμόδιου για την πρόσληψη οργάνου, η οποία δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (παρ. 3). Οι κατατασσόμενοι λαμβάνουν τις αποδοχές της θέσης τους από την ημερομηνία έκδοσης της πράξης κατάταξης τους. Ο χρόνος των συμβάσεων μίσθωσης έργου των κατατασσόμενων λογίζεται για όλες τις συνέπειες ότι έχει διανυθεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (παρ. 4). Για τους κατατασσόμενους ισχύει ο χρονικός περιορισμός της παρ. 2 του άρθρου 70 του Ν. 2683/1999 "Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ και άλλες διατάξεις" για τη μετάταξη σε ανώτερη βαθμίδα, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 12 του ν. 3230/2004 (ΦΕΚ 44). Ως ημερομηνία πρόσληψης νοείται η ημερομηνία έκδοσης της πράξης κατάταξης (παρ.5)". Εξάλλου, με τον Ν. 3205/2003 "Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ Α 297), οι διατάξεις των άρθρων 2 - 13, 15 - 18, 20 - 26, 27 παρ. 2 και 28 του οποίου επεκτάθηκαν με τη, με αριθ. οικ. 2/7093/0022/2004 (ΦΕΚ Β 215), Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ) όλων των συναρμοδίων Υπουργών, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 21 του ως άνω νόμου, στο προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου που απασχολείται στο Δημόσιο κλπ. με χρόνο έναρξης της ισχύος της, από 1.1.2004, ορίσθηκε με το άρθρο 2 παρ.1 αυτού ότι το προσωπικό της παραγράφου 1 του προηγουμένου άρθρου εξελίσσεται ανεξάρτητα από τον βαθμό που κάθε φορά έχει σε μισθολογικά κλιμάκια και με το άρθρο 3 παρ. 1 του νόμου αυτού ότι τα μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ.) των υπαλλήλων των κατηγοριών πανεπιστημιακής, τεχνολογικής, δευτεροβάθμιας και υποχρεωτικής εκπαίδευσης καθορίζονται σε 18 για κάθε κατηγορία με εισαγωγικό το 18° Μ.Κ. Με το άρθρο 5 παρ. 1 και 2 του ίδιου νόμου ορίσθηκε ότι για τη μισθολογική εξέλιξη των υπαλλήλων όλων των ως άνω κατηγοριών από κατώτερο σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο απαιτείται η αναφερομένη εκεί, κατά χρόνο, υπηρεσία και λαμβάνεται υπόψη γι` αυτήν (μισθολογική εξέλιξη) ο χρόνος υπηρεσίας που ορίζεται στο άρθρο 15 του νόμου αυτού. Σύμφωνα δε με το ως άνω άρθρο 15 παρ. 1 του εν λόγω νόμου "Ως υπηρεσία για την εξέλιξη των υπαλλήλων στα μισθολογικά κλιμάκια του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, λαμβάνεται υπόψη : α. Η υπηρεσία που προσφέρεται στο Δημόσιο, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ με σχέση εξαρτημένης εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου, β...γ...δ...ε...στ...ζ...η...θ...ι. ο χρόνος παροχής υπηρεσίας με σύμβαση μίσθωσης έργου ή με ανάθεση κατ` αποκοπήν εργασίας, εφόσον οι υπηρεσίες αυτές έχουν χαρακτηρισθεί με διάταξη νόμου ή με δικαστική απόφαση ότι διανύθηκαν με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (εξαρτημένης) ή εφόσον, σύμφωνα με τα υπηρεσιακά έγγραφα, συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: ί. απασχόληση κατά το σύνηθες δημοσιοϋπαλληλικό ωράριο ίί. παροχή εργασίας στον χώρο της δημόσιας υπηρεσίας και με την άμεση εποπτεία της υπηρεσίας και ίίί. αμοιβή ανάλογη με των προσλαμβανομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου". Τέλος, με το άρθρο 20 εδ. α του ίδιου ως άνω νόμου, ορίζεται ότι "η κατάταξη των υπηρετούντων υπαλλήλων στα Μ.Κ. του άρθρου 3 του νόμου αυτού, ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκουν, γίνεται με βάση τον συνολικό χρόνο υπηρεσίας τους, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 15 του παρόντος νόμου, σύμφωνα με τα τυπικά τους προσόντα", συνυπολογίζεται δηλ. και στην περίπτωση αυτή, της κατάταξης σε μισθολογικά κλιμάκια και ο χρόνος απασχόλησης στο Δημόσιο κλπ. με σύμβαση μίσθωσης έργου, κατά τη ρητή ως άνω διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 15 παρ. 1 περ. ι του Ν. 3205/2003 σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 11 του Π.Δ/τος 164/2004. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι οι κατατασσόμενοι σε θέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, κατ` εφαρμογή του άρθρου 11 Π.Δ/τος 164/2004, που προηγουμένως παρείχαν υπηρεσίες στο Δημόσιο με σύμβαση μίσθωσης έργου, από και με την έκδοση της σχετικής πράξης κατάταξης δικαιούνται τις αποδοχές των εργαζομένων με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, για τον καθορισμό των οποίων καθώς και για την περαιτέρω μισθολογική τους εξέλιξη συνυπολογίζεται, ως χρόνος προϋπηρεσίας, και ο χρόνος απασχόλησής τους με σύμβαση μίσθωσης έργου, αφού και αυτός έχει χαρακτηρισθεί και λογίζεται με διάταξη νόμου (άρθρου 1 παρ. 4 εδ. β` Ν. 3205/2003) ότι διανύθηκε στα πλαίσια σχέσης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ως προς όλες, μάλιστα, τις συνέπειες, το αυτό δε για τον ως άνω λόγο ισχύει, συνυπολογίζεται δηλ. ο χρόνος αυτός της προηγουμένης παροχής υπηρεσιών με συμβάσεις μίσθωσης έργου, και για την κατάταξη στα αντίστοιχα μισθολογικά κλιμάκια (ΟλΑΠ 16/2017, ΑΠ 818/2022, 533/2018, 86/2016, 398/2015, 866/2015, 942/2015, 2203/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφασή του και όπως από αυτήν προκύπτει, επί της αγωγής των εναγουσών και ήδη αναιρεσιβλήτων, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ότι : "".....Οι εφεσίβλητες- ενάγουσες προσλήφθηκαν από το πρώτο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με βάση διαδοχικές συμβάσεις επιγραφόμενες ως "συμβάσεις μίσθωσης έργου" με διάρκεια από 1.9. έως 30.6 κάθε έτους κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 113 παρ. 5 ν. 1892/1990, με αντικείμενο τον καθαρισμό σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Επειδή ακριβώς απασχολούνταν στο πρώτο εναγόμενο επί σειρά συνεχόμενων διαδοχικών ετών για την εξυπηρέτηση πάγιων και διαρκών αναγκών του σε τόπο και χρόνο που καθόριζε ο εκάστοτε εργοδότης τους- διευθυντής σχολείου κατετάγησαν την 10.1.2007 σε θέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου με το ίδιο αντικείμενο κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 11 Π.Δ. 164/2004. Πλην όμως κατετάγησαν στο εισαγωγικό μισθολογικό κλιμάκιο (18) χωρίς να ληφθεί υπ' όψιν η προϋπηρεσία τους με τις συμβάσεις επιγραφόμενες ως μισθώσεις έργου, ενώ θα έπρεπε να είχαν καταταγεί έκαστη σε μισθολογικά κλιμάκια και να λαμβάνουν βασικό μισθό ανάλογα με την συνολική προϋπηρεσία τους, ακόμα κι αν αυτή χαρακτηριζόταν ως μίσθωση έργου, ενώ στην πραγματικότητα ήταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Οι μηνιαίες τους αποδοχές ανέρχονταν την 31.10.2011 στο συνολικό ποσό των 1.244,44 €, ενώ από 1.11.2011 ανέρχονται στο ποσό των 933,33 €, χωρίς να συνυπολογίζεται η προϋπηρεσία εκάστης εξ αυτών. Συγκεκριμένα η Ελένη Ξανθοπούλου εργάστηκε με συμβάσεις μίσθωσης έργου ως καθαρίστρια σχολικών μονάδων Περιφερειακών Υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας στον Δ. Α. από 1.9.1994 και δυνάμει της με αριθμό 2928/Δ4/10.1.2007 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κατετάγη σε κενή οργανική θέση με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ειδικότητας ΥΕ καθαριστριών σχολικών μονάδων σε συνιστώμενη προσωποπαγή θέση της ίδιας εκπαιδευτικής βαθμίδας και ειδικότητας στο τρίτο εναγόμενο ΝΠΔΔ Δ. Α. από 3.1.2011. Σύμφωνα με τη συνολική προϋπηρεσία της θα έπρεπε να λαμβάνει κατόπιν ορθού υπολογισμού το ποσό των 1.151,58 € ως μηνιαίο μισθό, ήτοι επιπλέον ποσό 218,25 € (1.151,58- 933,33) το μήνα για χρονικό διάστημα 34 μηνών, ήτοι από 22.11.2014 και έως 30.9.2017, δεδομένου ότι έχει επέλθει διακοπή της διετούς παραγραφής με την κατάθεση της με αριθμό πρωτοκόλλου 40237/22.11.2016 αίτησης διαμαρτυρίας- διακοπής παραγραφής προς τον τρίτο εναγόμενο εργοδότη της. Συνολικά δηλαδή οφείλεται σε αυτή από τον εναγόμενο- εκκαλούντα το ποσό των 7.420,50 €, το οποίο πρέπει να υποχρεωθεί να της καταβάλει με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η Ά. Μ. εργάστηκε με συμβάσεις μίσθωσης έργου ως καθαρίστρια σχολικών μονάδων Περιφερειακών Υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας στον Δ. Α. από 1.9.1998 και δυνάμει της με αριθμό 13233/Δ4/7.12.2006 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κατετάγη σε κενή οργανική θέση με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ειδικότητας ΥΕ καθαριστριών σχολικών μονάδων σε συνιστώμενη προσωποπαγή θέση της ίδιας εκπαιδευτικής βαθμίδας και ειδικότητας στο τρίτο εναγόμενο ΝΠΔΔ Δ. Α. από 3.1.2011. Σύμφωνα με τη συνολική προϋπηρεσία της θα έπρεπε να λαμβάνει κατόπιν ορθού υπολογισμού το ποσό των 1.061,58 € ως μηνιαίο μισθό, ήτοι επιπλέον ποσό 128,25 € (1.061,58- 933,33) το μήνα για χρονικό διάστημα 33 μηνών, ήτοι από 20.12.2014 και έως 30.9.2017, δεδομένου ότι έχει επέλθει διακοπή της διετούς παραγραφής με την κατάθεση της με αριθμό πρωτοκόλλου 44103/20.12.2016 αίτησης διαμαρτυρίας- διακοπής παραγραφής προς τον τρίτο εναγόμενο εργοδότη της. Συνολικά δηλαδή οφείλεται σε αυτή από τον εναγόμενο- εκκαλούντα το ποσό των 4.232,25 €, το οποίο πρέπει να υποχρεωθεί να της καταβάλει με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η Χ. Χ. εργάστηκε από την 1.9.1999 με συμβάσεις μίσθωσης έργου ως καθαρίστρια σχολικών μονάδων Περιφερειακών Υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας στον Δ. Α. και δυνάμει της με αριθμό 13233/Δ4/7.12.2006 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κατετάγη σε κενή οργανική θέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου με την ειδικότητα της καθαρίστριας ΥΕ. Κατόπιν της με αριθμό 16/3.1.2011 διαπιστωτικής πράξης Δημάρχου διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη μεταφορά της σε συνιστώμενη προσωποπαγή θέση της ίδιας εκπαιδευτικής βαθμίδας και ειδικότητας στο τρίτο εναγόμενο ΝΠΔΔ Δ. Α. από 3.1.2011. Σύμφωνα με τη συνολική προϋπηρεσία της θα έπρεπε να λαμβάνει κατόπιν ορθού υπολογισμού το ποσό των 1.033,83 € ως μηνιαίο μισθό, ήτοι επιπλέον ποσό 100,50 € (1.033,83- 933,33) το μήνα για χρονικό διάστημα 32 μηνών, ήτοι από 1.2.2015 και έως 30.9.2017, δεδομένου ότι έχει επέλθει διακοπή της διετούς παραγραφής με την κατάθεση της με αριθμό πρωτοκόλλου 3.501/1.2.2017 αίτησης διαμαρτυρίας- διακοπής παραγραφής προς τον τρίτο εναγόμενο εργοδότη της. Συνολικά δηλαδή οφείλεται σε αυτή από τον εναγόμενο- εκκαλούντα το ποσό των 3.216 €, αλλά πρέπει να υποχρεωθεί να της καταβάλει το μικρότερο ποσό των 3.115,50 €, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά της (106 ΚΠολΔ), με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η Π. Σ. εργάστηκε με συμβάσεις μίσθωσης έργου ως καθαρίστρια σχολικών μονάδων Περιφερειακών Υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας στον Δ. Α. και δυνάμει της με αριθμό 2928/Δ4/10.1.2007 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κατετάγη σε κενή οργανική θέση με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου με την ειδικότητα της καθαρίστριας ΥΕ. Κατόπιν της με αριθμό 16/3.1.2011 διαπιστωτικής πράξης Δημάρχου διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη μεταφορά της σε συνιστώμενη προσωποπαγή θέση της ίδιας εκπαιδευτικής βαθμίδας και ειδικότητας στο τρίτο εναγόμενο ΝΠΔΔ Δ. Α. από 3.1.2011. Σύμφωνα με τη συνολική προϋπηρεσία της θα έπρεπε να λαμβάνει κατόπιν ορθού υπολογισμού το ποσό των 1.006,83 € ως μηνιαίο μισθό, ήτοι επιπλέον ποσό 73,50 € (1.006,83- 933,33) το μήνα για χρονικό διάστημα 33 μηνών, ήτοι από 9.1.2015 και έως 30.9.2017, δεδομένου ότι έχει επέλθει διακοπή της διετούς παραγραφής με την κατάθεση της με αριθμό πρωτοκόλλου 466/9.1.2017 αίτησης διαμαρτυρίας- διακοπής παραγραφής προς τον τρίτο εναγόμενο εργοδότη της. Συνολικά δηλαδή οφείλεται σε αυτή από τον εναγόμενο- εκκαλούντα το ποσό των 2.425,50 €, αλλά πρέπει να υποχρεωθεί να της καταβάλει το μικρότερο ποσό των 2.352 €, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά της (106 ΚΠολΔ), με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η Β. Τ. εργάστηκε από την 8.10.1997 με συμβάσεις μίσθωσης έργου ως καθαρίστρια σχολικών μονάδων Περιφερειακών Υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας στον Δ. Α. από 1.9.1994 και δυνάμει της με αριθμό 2928/Δ4/10.1.2007 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κατετάγη σε κενή οργανική θέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου με την ειδικότητα της καθαρίστριας ΥΕ. Κατόπιν της με αριθμό 16/3.1.2011 διαπιστωτικής πράξης Δημάρχου διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη μεταφορά της σε συνιστώμενη προσωποπαγή θέση της ίδιας εκπαιδευτικής βαθμίδας και ειδικότητας στο τρίτο εναγόμενο ΝΠΔΔ Δ. Α. από 3.1.2011. Σύμφωνα με τη συνολική προϋπηρεσία της θα έπρεπε να λαμβάνει κατόπιν ορθού υπολογισμού το ποσό των 1.061,58 € ως μηνιαίο μισθό, ήτοι επιπλέον ποσό 128,25 € (1.061,58 - 933,33) το μήνα για χρονικό διάστημα 33 μηνών, ήτοι από 4.11.2014 και έως 30.9.2017, δεδομένου ότι έχει επέλθει διακοπή της διετούς παραγραφής με την κατάθεση της με αριθμό πρωτοκόλλου 38170/4.11.2016 αίτησης διαμαρτυρίας- διακοπής παραγραφής προς τον τρίτο εναγόμενο εργοδότη της. Συνολικά δηλαδή οφείλεται σε αυτή από τον εναγόμενο- εκκαλούντα το ποσό των 4.232,25 €, το οποίο πρέπει να υποχρεωθεί να της καταβάλει με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η Ε. Ρ. εργάστηκε από 1.9.2000 με συμβάσεις μίσθωσης έργου ως καθαρίστρια σχολικών μονάδων Περιφερειακών Υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας στον Δ. Α. και δυνάμει της με αριθμό 132333/Δ4/7.12.2006 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κατετάγη σε κενή οργανική θέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου με την ειδικότητα της καθαρίστριας ΥΕ. Κατόπιν της με αριθμό 16/3.1.2011 διαπιστωτικής πράξης Δημάρχου διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη μεταφορά της σε συνιστώμενη προσωποπαγή θέση της ίδιας εκπαιδευτικής βαθμίδας και ειδικότητας στο τρίτο εναγόμενο ΝΠΔΔ Δ. Α. από 3.1.2011. Σύμφωνα με τη συνολική προϋπηρεσία της θα έπρεπε να λαμβάνει κατόπιν ορθού υπολογισμού το ποσό των 1.033,83 € ως μηνιαίο μισθό, ήτοι επιπλέον ποσό 100,50 € (1.033,83- 933,33) το μήνα για χρονικό διάστημα 33 μηνών, ήτοι από 27.12.2014 και έως 30.9.2017, δεδομένου ότι έχει επέλθει διακοπή της διετούς παραγραφής με την κατάθεση της με αριθμό πρωτοκόλλου 44704/27.12.2016 αίτησης διαμαρτυρίας- διακοπής παραγραφής προς τον τρίτο εναγόμενο εργοδότη της. Συνολικά δηλαδή οφείλεται σε αυτή από τον εναγόμενο- εκκαλούντα το ποσό των 3.316,50 €, το οποίο πρέπει να υποχρεωθεί να της καταβάλει με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η Ι. Κ. εργάστηκε από την 1.10.1997 με συμβάσεις μίσθωσης έργου ως καθαρίστρια σχολικών μονάδων Περιφερειακών Υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας στον Δ. Α. και δυνάμει της με αριθμό 2928/Δ4/10.1.2007 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κατετάγη σε κενή οργανική θέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου με την ειδικότητα της καθαρίστριας ΥΕ. Κατόπιν της με αριθμό 16/3.1.2011 διαπιστωτικής πράξης Δημάρχου διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη μεταφορά της σε συνιστώμενη προσωποπαγή θέση της ίδιας εκπαιδευτικής βαθμίδας και ειδικότητας στο τρίτο εναγόμενο ΝΠΔΔ Δ. Α. από 3.1.2011. Σύμφωνα με τη συνολική προϋπηρεσία της θα έπρεπε να λαμβάνει κατόπιν ορθού υπολογισμού το ποσό των 1.061,58 € ως μηνιαίο μισθό, ήτοι επιπλέον ποσό 128,25 € (1.061,58- 933,33) το μήνα για χρονικό διάστημα 32 μηνών, ήτοι από 26.1.2015 και έως 30.9.2017, δεδομένου ότι έχει επέλθει διακοπή της διετούς παραγραφής με την κατάθεση της με αριθμό πρωτοκόλλου 2622/26.1.2017 αίτησης διαμαρτυρίας- διακοπής παραγραφής προς τον τρίτο εναγόμενο εργοδότη της. Συνολικά δηλαδή οφείλεται σε αυτή από τον εναγόμενο- εκκαλούντα το ποσό των 4.104 €, το οποίο πρέπει να υποχρεωθεί να της καταβάλει με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η Ε. Χ. εργάστηκε με συμβάσεις μίσθωσης έργου από την 1.9.1994 ως καθαρίστρια σχολικών μονάδων Περιφερειακών Υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας στον Δ. Α. και δυνάμει της με αριθμό 13233/Δ4/7.12.2006 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κατετάγη σε κενή οργανική θέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου με την ειδικότητα της καθαρίστριας ΥΕ. Κατόπιν της με αριθμό 16/3.1.2011 διαπιστωτικής πράξης Δημάρχου διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη μεταφορά της σε συνιστώμενη προσωποπαγή θέση της ίδιας εκπαιδευτικής βαθμίδας και ειδικότητας στο τρίτο εναγόμενο ΝΠΔΔ Δ. Α. από 3.1.2011. Σύμφωνα με τη συνολική προϋπηρεσία της θα έπρεπε να λαμβάνει κατόπιν ορθού υπολογισμού το ποσό των 1.120,08 € ως μηνιαίο μισθό, ήτοι επιπλέον ποσό 186,75 € (1.120,08 - 933,33) το μήνα για χρονικό διάστημα 33 μηνών, ήτοι από 20.12.2014 και έως 30.9.2017, δεδομένου ότι έχει επέλθει διακοπή της διετούς παραγραφής με την κατάθεση της με αριθμό πρωτοκόλλου 44102/20.12.2016 αίτησης διαμαρτυρίας- διακοπής παραγραφής προς τον τρίτο εναγόμενο εργοδότη της. Συνολικά δηλαδή οφείλεται σε αυτή από τον εναγόμενο- εκκαλούντα το ποσό των 6.162,75 €, το οποίο πρέπει να υποχρεωθεί να της καταβάλει με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής......". Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ με τη μη εφαρμογή της επικαλουμένης στον δεύτερο λόγο της αίτησης διάταξη της παρ. 4 εδ. β του άρθρου 15 του Ν. 3205/2003 κατά την οποία σε κάθε περίπτωση αναγνώρισης προϋπηρεσίας για μισθολογική εξέλιξη, τα οικονομικά αποτελέσματα αυτής δεν μπορούν να ανατρέχουν σε χρόνο προγενέστερο της υποβολής όλων των, κατά νόμο, απαιτουμένων δικαιολογητικών. Και τούτο διότι η, κατά τα άνω, αναγνώριση της πιο πάνω προϋπηρεσίας για κατάταξη στο αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο αφορά αυτή καθ` εαυτή την κατάταξη των αναιρεσιβλήτων σε αντίστοιχο με την προϋπηρεσία τους μισθολογικό κλιμάκιο, ανώτερο του εισαγωγικού (18ου), είναι δε διάφορο ζήτημα το ότι η καταβολή των αναλογούντων στην κατάταξη αυτή αποδοχών λαμβάνει χώρα για τον εφεξής μετά την κατάταξη χρόνο. Περαιτέρω η επικαλουμένη από τον αναιρεσείοντα Δ. Α. με τον ίδιο ως άνω λόγο διάταξη της παρ.1 του άρθρου 2 του Ν. 3320/2005 με την οποία τροποποιήθηκαν εδάφια της παρ. 2 του άρθρου 18 του Ν. 2190/1994 περί ΑΣΕΠ και ορίσθηκε ότι αν ο χρόνος της αποκτηθείσας εμπειρίας σε καθήκοντα της ίδιας ή παρεμφερούς ειδικότητας με αυτή της προκηρυσσομένης θέσης, διανύθηκε σε υπηρεσίες του Δημοσίου, σε Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. πρώτου ή δευτέρου βαθμού, σε Ν.Π.Ι.Δ του δημοσίου τομέα της παρ.1 του άρθρου 14, όπως ισχύει, ή σε φορείς της παρ.3 του άρθρου 1 του Ν.25271997 και είναι αθροιστικός ίσος ή μεγαλύτερος των είκοσι τεσσάρων μηνών, ο αριθμός των μονάδων για τα κριτήρια της, κατά τα ανωτέρω, κτηθείσας εμπειρίας προσαυξάνεται κατά 50%, αφορά, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, περιπτώσεις συμβασιούχων που δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις ένταξής τους στο άρθρο 11 του Π.Δ/τος 164/2004, των οποίων αύξησε τη μοριοδότηση της προϋπηρεσίας τους, ώστε να διευκολυνθεί η απορρόφησή τους μέσω του συστήματος προσλήψεων. Για τον λόγο αυτό με την παρ. 2 του ως άνω άρθρου 2 προβλέφθηκε η εφαρμογή της παρ. 1 για την αξιολόγηση υποψηφίων που θα συμμετάσχουν σε διαδικασίες διορισμού ή πρόσληψης, βάσει προκηρύξεων που θα εκδοθούν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2007 και για χρόνο εμπειρίας από το 1990 μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού (ΑΠ 241/2022, 712/2018, σχετ. και ΣτΕ 460/2017). Συνακόλουθα η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση που αφορά συμβασιούχους, οι οποίοι αντιθέτως πληρούσαν τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του Π.Δ/τος 164/2004 και τήρησαν για την κατάταξή τους τη διαδικασία αυτή και επομένως είναι αβάσιμα τα όσα αντιθέτως υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον ως άνω λόγο αναίρεσης και δη ότι η, πέραν των είκοσι τεσσάρων μηνών, προϋπηρεσία των αναιρεσιβλήτων λαμβάνεται υπόψη μόνο ως αποκτηθείσα εμπειρία. Κατ' ακολουθίαν ο ως άνω δεύτερος λόγος πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος. Ωστόσο, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε εκ πλαγίου τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 4 εδ. β' του Ν. 3320/2005, καθότι περιέλαβε αντιφατικές και ελλιπείς αιτιολογίες ως προς το ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και δη ως προς τον πραγματικό διανυθέντα χρόνο στην υπηρεσία του Ελληνικού Δημοσίου με τις "συμβάσεις μίσθωσης έργου", ο οποίος είναι και ο κρίσιμος για την κατάταξή τους στα οικεία μισθολογικά κλιμάκια, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις. Ειδικότερα, ενώ δέχεται ότι οι συναφθείσες μεταξύ των εναγουσών και ήδη αναιρεσιβλήτων και του Ελληνικού Δημοσίου συμβάσεις είχαν διάρκεια δέκα (10) μηνών (1.9. έως 30.6) κατ' έτος, δηλαδή δεν ήταν συνεχείς αλλά μεσολαβούσε μεταξύ αυτών χρονικό διάστημα δύο (2) μηνών (1.7 έως 31.8), στη συνέχεια (χωρίς αναφορά ότι και κατά το μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα των δύο μηνών απασχολούντο πραγματικά), αντιφατικά (δέχεται) ότι απασχολήθηκαν στο Ελληνικό Δημόσιο ολόκληρο το χρονικό διάστημα από την πρώτη (αρχική) μίσθωση έργου μέχρι την κατάταξή τους σε θέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου την 10.1.2007, με αποτέλεσμα να αναγνωρίζεται κατ' έτος και για καθεμία από τις αναιρεσίβλητες πρόσθετη προϋπηρεσία από το πέρας της σχολικής περιόδου 30.6) και μέχρι την έναρξη της επόμενης (1.9) δύο (2) μηνών κατ' έτος, όσο και το διάστημα, που μεσολαβούσε μεταξύ των συναφθεισών μισθώσεων έργου. Εξάλλου, ουδόλως μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση σε ποιο μισθολογικό κλιμάκιο όφειλε το Ελληνικό Δημόσιο να εντάξει τις αναιρεσίβλητες το έτος 2007, σε ποιο μισθολογικό κλιμάκιο εντάχθηκαν κατά τον χρόνο μεταφοράς τους στον αναιρεσείοντα τον Ιανουάριο του έτους 2011 και σε ποιο ήταν ενταγμένες κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ώστε με βάση τις διατάξεις των ισχυόντων μισθολογίων να προκύπτουν οι αιτούμενες διαφορές. Επομένως, ο τρίτος λόγος της αίτησης με τον οποίον ο αναιρεσείων Δ. προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. 6. Κατά τη διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 περί δημοσίου λογιστικού και ελέγχου των δαπανών του κράτους, η οποία ισχύει και επί των ΟΤΑ συμφώνως προς το άρθρο 304 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, ο οποίος κυρώθηκε με το Π.Δ. 410/1995, ως και το άρθρο 276 παρ. 1 του νεωτέρου Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, ο οποίος κυρώθηκε με τον Ν. 3463/2006 η απαίτηση οποιουδήποτε των, με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ` αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλης κάθε φύσεως απολαβές ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά από διετία από της γενέσεώς της. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικά το θέμα της παραγραφής των αξιώσεων των, με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, υπαλλήλων του Δημοσίου και κατ` επέκταση, με βάση τις λοιπές ως άνω διατάξεις και ως εκ τούτου κατισχύει της γενικής ρύθμισης της διάταξης του άρθρου 91 εδ. α` του ν. 2362/1995, η οποία ορίζει ότι, με την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διάταξης του παρόντος νόμου, η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη (ΑΕΔ 32/2008, ΟλΑΠ 29/2006, ΑΠ 399/2021). Ακόμη, κατά το άρθρο 93 του ίδιου ως άνω νόμου (2362/1995), η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων, με την υποβολή στην αρμόδια αρχή αιτήσεως για πληρωμή της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση της αρμόδιας για την πληρωμή της απαιτήσεως αρχής, αν δε η αρμόδια δημόσια αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αιτήσεως. Για να διακοπεί δε η παραγραφή με την υποβαλλόμενη στο νομικό πρόσωπο αίτηση, θα πρέπει να ζητείται με αυτή η πληρωμή ορισμένης απαίτησης, της οποίας δεν απαιτείται να προσδιορίζεται στην αίτηση το ακριβές ποσό ή να αναφέρονται λεπτομερώς τα περιστατικά που τη θεμελιώνουν, απαιτείται όμως να καθορίζονται σαφώς τα στοιχεία που προσδιορίζουν την "ταυτότητα" της συγκεκριμένης απαίτησης και τη διακρίνουν από άλλες απαιτήσεις, ώστε να έχουν τη δυνατότητα τα αρμόδια όργανα του Ν.Π.Δ.Δ. να αντιληφθούν για ποια απαίτηση πρόκειται και να εξετάσουν τη βασιμότητά της, προκειμένου να απαντήσουν θετικά ή αρνητικά στην αίτηση (ΑΠ 1609/2022, 399/2021, 796/2018). Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων Δ., με τον τέταρτο και τελευταίο από τον αρ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο της αίτησης, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ πλαγίου παραβίαση διατάξεων ουσιαστικού δικαίου και ειδικότερα αυτών των άρθρων 90 παρ. 3, 93 παρ.1 και 94 εδ. τελ. του Ν. 2362/1995 περί Δημοσίου Λογιστικού. Ειδικότερα προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι διαλαμβάνει ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της διακοπής της παραγραφής με την υποβολή σ' αυτόν των γραπτών αιτήσεων διαμαρτυρίας- διακοπής παραγραφής των εναγουσών και ήδη αναιρεσιβλήτων. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, καθότι το Εφετείο με ανεπαρκείς αιτιολογίες, παραπέμποντας μόνο στη μείζονα σκέψη του δικανικού του συλλογισμού, δέχτηκε ότι οι οχλήσεις των τελευταίων πληρούσαν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις εφαρμογής των ως άνω διατάξεων, και κατά συνέπεια οι ένδικες αξιώσεις τους δεν έχουν υποπέσει στη διετή παραγραφή, λόγω της υποβολής των ως άνω αιτήσεων, χωρίς να αιτιολογεί επαρκώς αν το περιεχόμενο των ως άνω δηλώσεων είναι σαφές και ορισμένο για κάθε μία από τις ενάγουσες και ήδη αναιρεσίβλητες και αν καθορίζεται σ' αυτές η "ταυτότητα" των συγκεκριμένων απαιτήσεων, ώστε να έχουν τη δυνατότητα τα αρμόδια όργανα του αναιρεσείοντος ν.π.δ.δ. να αντιληφθούν το είδος των απαιτήσεων και να εξετάσουν τη βασιμότητά τους. Κατ` ακολουθίαν, δεκτών καθισταμένων των ως άνω τρίτου και τέταρτου λόγων της αίτησης, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, που πρέπει να συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος Δ., που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις, λόγω ήττας αυτών (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), μειωμένων όμως κατά το μέτρο του άρθρου 281 του Ν. 3463/2006 "Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων".

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ` αριθ. 2995/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση προς νέα κρίση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις αναιρεσίβλητες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Ιουνίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Μαρτίου 2024.


<< Επιστροφή