ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 523/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - ΣΤ)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 523/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - ΣΤ)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 523/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - ΣΤ)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 523 / 2024    (ΣΤ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 523/2024

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α3' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Κατσιάνη, Στέφανο-Σπυρίδωνα Πανταζόπουλο-Εισηγητή, Κορνηλία Πανούτσου και Παναγιώτη Λυμπερόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 29 Ιανουαρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Μαρίας Σουλάκα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "Τ. E. Α. «Ε. και το διακριτικό τίτλο «E." που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "Τ. E. E. A.E.", λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρείας, εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Ανδρέου με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1.Εταιρείας με την επωνυμία "Α. Σ. Π. Α. «Ε. και το διακριτικό τίτλο «Α. Α.", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, 2.Χ. Π. του Κ., κατοίκου ... και 3.Ι. Κ. του Κ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους, Σταυρούλα Μπαλαρή με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Κοινοποιούμενη προς την Αυτοτελώς Προσθέτως Παρεμβαίνουσα: Εταιρεία με την επωνυμία "…. Α.. Ε.. Δ.. Α.. από Δ.. και «.. και τον διακριτικό τίτλο … όπως μετονομάσθηκε η εταιρεία με την επωνυμία "E. F. Α. Ε. Δ. Α. Α. Δ. Κ. «Π., με διακριτικό τίτλο «E. F. P. S." που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «C. N..3 F. D. A. «C., που εδρεύει στην Ιρλανδία και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Ανδρέου με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11.05.2018 ανακοπή και τους από 30.10.2019 πρόσθετους λόγους, των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 57/2020 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3470/2022 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 20.10.2022 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Υπόκειται προς κρίση η από 20-10-2022 αίτηση για αναίρεση της εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591 επ. ΚΠολΔ) υπ' αριθμ. 3470/2022 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε η από 17-2-2020 έφεση της καθής η ανακοπή και ήδη αναιρεσείουσας κατά της υπ' αριθμ. 57/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία δέχθηκε την από 11-5-2019 ανακοπή κατ' άρθρα 632 και 933 ΚΠολΔ, μετά των από 30-10-2019 προσθέτων λόγων αυτής, των ανακοπτόντων, ήδη αναιρεσιβλήτων, κατά της υπ' αριθμ. 5706/2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών μετά της κάτω απ' αυτήν από 3-5-2018 επιταγής προς πληρωμή και τις ακύρωσε αμφότερες. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να εξεταστεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.
Kατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 27/1998, ΑΠ 538/2012). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση (ΑΠ 531/2014). Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 114/2016). Ο παραπάνω λόγος αναίρεσης, για να είναι ορισμένος πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 118 αρ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ, να καθορίζονται στο αναιρετήριο, κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση συγκεκριμένο νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου (ΟλΑΠ 20/2005), όταν δε ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς, πρέπει να εκτίθενται στο αναιρετήριο και οι σχετικές παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, υπό τις οποίες συντελέστηκε η προβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 532/2017), άλλως, εν ελλείψει της ως άνω αναφοράς, η αναίρεση τυγχάνει αόριστη. Η αοριστία αυτή, που ερευνάται και αυτεπάγγελτα από τον Άρειο Πάγο, δεν μπορεί να θεραπευτεί με παραπομπή σε άλλα διαδικαστικά έγγραφα (ΑΠ 1602/2014). Με το λόγο αυτό δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 472/2017, ΑΠ 905/2017). Εξ άλλου, κατά την έννοια της διάταξης του αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της απόφασης, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διάταξης που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές ως προς το χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Η παραβίαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, καθώς και η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης για ελλιπείς, ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, πρέπει να προκύπτουν από τη διατυπωθείσα προς στήριξη του διατακτικού της απόφασης ελάσσονα πρόταση του δικαστηρίου, δηλαδή από τις παραδοχές της απόφασης επί των ζητημάτων που ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση περί παραδοχής ή απόρριψης της αγωγής, της ένστασης ή αντένστασης. Εάν τα περιστατικά που προβάλλονται με τους λόγους αναίρεσης δεν αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας από το δικαστήριο ή αν αυτά ως εκ περισσού διατυπώθηκαν ως παραδοχές της απόφασης, χωρίς να είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του αξιούμενου με την αγωγή δικαιώματος και τη στήριξη του διατακτικού της απόφασης με βάση τους προταθέντες ισχυρισμούς των διαδίκων ή αν οι παραδοχές της απόφασης ανάγονται σε μη προταθέντα κατ' ένσταση ή αντένσταση ισχυρισμό των διαδίκων, τότε οι σχετικές προς θεμελίωση των λόγων αυτών αναίρεσης αιτιάσεις στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση ή είναι αλυσιτελείς και οι λόγοι αναίρεσης απορρίπτονται ως αβάσιμοι (ΑΠ 255/2010). Εξάλλου, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διατάξεως ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 74/2016). Εξ άλλου, κατά την έννοια του άρθρου 281 Α.Κ. το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε από την άσκησή του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θ' ασκηθεί το δικαίωμα, κατά τρόπο ώστε η μεταγενέστερη άσκησή του που θα έχει επαχθείς για τον οφειλέτη συνέπειες να μη δικαιολογείται επαρκώς και να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον αυτό να ασκηθεί δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλ' απαιτείται να συντρέχουν επιπροσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματός του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμά του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ' αρχήν αποφασίζει, εκτός και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004). Οι ως άνω περιστάσεις προέρχονται κυρίως από την συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη που προηγήθηκε, ενόψει των οποίων (συνθηκών και περιστάσεων) και της αδράνειας του δικαιούχου, η άσκηση του δικαιώματος που επακολούθησε και που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται από τα όρια που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της πιο πάνω κατάστασης δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάσταχτες συνέπειες για τον οφειλέτη και να θέτει έτσι σε κίνδυνο την οικονομική υπόσταση της επιχείρησής του, αλλ' αρκεί να έχει δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντα του (Ολ. ΑΠ 8/2001, ΟλΑΠ 16/2006, ΑΠ 1246/2008). Ειδικότερα, οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ' αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι' αυτούς συνέπειες.
Συνεπώς και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους (ΑΠ 476/2021, ΑΠ 1188/2021, ΑΠ 1352/2011). Την ίδια αυξημένη ευθύνη, κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού της έργου, οφείλει, εκάστη τράπεζα και έναντι των εγγυητών (πελατών αυτής ή μη) (ΑΠ 1352/2011). Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933ΚΠολΔ, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 του ΑΚ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτέλεσης, ήτοι και όταν υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, ασκούμενου του σχετικού δικονομικού δικαιώματος με κακοβουλία, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη ή όταν η άσκηση της αντίστοιχης αξίωσης χωρεί κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, ώστε οι επαχθείς συνέπειες που δημιουργούνται από την άσκηση να δημιουργούν για τον υπόχρεο έντονη εντύπωση αδικίας (ΟλΑΠ 12/2009, ΟλΑΠ 49/2005, ΑΠ 261/2017, ΑΠ 1248/2010). Άσκηση, δε, ουσιαστικού δικαιώματος συνιστά και η δια της αναγκαστικής εκτελέσεως επιδίωξη ικανοποιήσεως της έναντι του οφειλέτη απαιτήσεως του δανειστή (ΟλΑΠ 2/2019 και ΟλΑΠ 16/2006). Εξ άλλου, με τα άρθρα 99 έως 106ι του ν.3588/2007 (ΠτΚ), όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση τους με το ν.4013/2011 προβλέπεται η διαδικασία εξυγίανσης, η οποία αποτελεί συλλογική προπτωχευτική διαδικασία που αποσκοπεί στη διατήρηση, αξιοποίηση, αναδιάρθρωση και ανόρθωση της επιχείρησης με τη συμφωνία που προβλέπεται, χωρίς να παραβλάπτεται η συλλογική ικανοποίηση των δανειστών. Στις διατάξεις των άρθρων αυτών προβλέπονται μεταξύ άλλων, ο σκοπός της διαδικασίας εξυγίανσης και τα πρόσωπα που μπορούν να υπαχθούν σ' αυτήν (άρθρο 99) το άνοιγμα της διαδικασίας με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου, ύστερα από αίτηση του οφειλέτη (άρθρα 100,101), η σύναψη και επικύρωση της συμφωνίας (άρθρα 106α και 106β), το περιεχόμενο της συμφωνίας (άρθρο 106ε), η επικύρωση της από το δικαστήριο (άρθρο 106ζ) και τα αποτελέσματα της επικύρωσης (άρθρα 106η). Ειδικότερα, για τον καθορισμό των πιστωτών που δύνανται να συνυπογράψουν τη συμφωνία και να προσμετρηθούν στα ποσοστά της παραγράφου 1 εφαρμόζεται αναλόγως το αρ. 105 παράγραφοι 2 και 3, ήτοι οι απαιτήσεις των πιστωτών οι οποίοι συμβάλλοντας ανεξάρτητα από τα προνόμια ή τις εμπράγματες ασφάλειες τους, θα πρέπει να υπήρχαν κατά την ημέρα του ανοίγματος της διαδικασίας της εξυγίανσης, έστω και αν δεν είναι ληξιπρόθεσμες ή τελούν υπό αίρεση και να περιλαμβάνονται στον πίνακα πιστωτών που υποβλήθηκε στο δικαστήριο, κατά το αρ. 100 παρ. 3, οι οποίοι προκύπτουν από τα βιβλία του οφειλέτη ή έχουν αναγνωρισθεί ή πιθανολογηθεί με απόφαση δικαστηρίου οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας, ακόμη και με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Επίσης, η συμφωνία εξυγίανσης δύναται να έχει ως αντικείμενο οποιαδήποτε ρύθμιση του ενεργητικού και του παθητικού του οφειλέτη και ιδίως: α) τη μεταβολή των όρων των υποχρεώσεων του οφειλέτη, η οποία, ενδεικτικά, δύναται να συνίσταται στη μεταβολή του χρόνου εκπλήρωσης των απαιτήσεων, στη μεταβολή του επιτοκίου, στην αντικατάσταση της υποχρέωσης καταβολής επιτοκίου με την υποχρέωση καταβολής μέρους των κερδών, στην αντικατάσταση απαιτήσεων με μετατρέψιμες ή μη ομολογίες έκδοσης του οφειλέτη ή στην υποχρέωση των εμπραγμάτως ασφαλισμένων πιστωτών να δεχθούν την εναλλαγή υποθηκικής ή ενεχυρικής τάξης υπέρ νέων πιστωτών του οφειλέτη, 6) την κεφαλαιοποίηση υποχρεώσεων του οφειλέτη με την έκδοση μετοχών κάθε είδους ή κατά περίπτωση εταιρικών μεριδίων, γ) τη ρύθμιση των σχέσεων των πιστωτών μεταξύ τους μετά από την επικύρωση της συμφωνίας είτε υπό την ιδιότητα τους ως πιστωτών είτε, σε περίπτωση κεφαλαιοποίησης, υπό την ιδιότητα τους ως μετόχων ή εταίρων, δ) τη μείωση των απαιτήσεων έναντι του οφειλέτη, ε) την εκποίηση επί μέρους περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, στ) την ανάθεση της διαχείρισης της επιχείρησης του οφειλέτη σε τρίτον με βάση οποιαδήποτε έννομη σχέση, περιλαμβανομένης ενδεικτικά της εκμίσθωσης ή της σύμβασης διαχείρισης, ζ) τη μεταβίβαση του συνόλου ή μέρους της επιχείρησης του οφειλέτη σε τρίτον ή σε εταιρία των πιστωτών κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο αρ. 106θ, η) την αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών για κάποιο διάστημα μετά την επικύρωση της συμφωνίας- η αναστολή αυτή δεν θα δεσμεύει τους μη συμβαλλόμενους πιστωτές για διάστημα που υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες από την επικύρωση της συμφωνίας, θ) το διορισμό προσώπου που θα επιβλέπει την εκτέλεση των όρων της συμφωνίας εξυγίανσης ασκώντας τις εξουσίες που του δίνονται κατά τους όρους της συμφωνίας εξυγίανσης. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του αρ. 106ζ του ως άνω νόμου, το πτωχευτικό δικαστήριο επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης εφόσον έχει υπογράφει από τον οφειλέτη και είτε έχει ληφθεί νόμιμα απόφαση από τη συνέλευση των πιστωτών για την υπογραφή της από τα πρόσωπα που έχουν εξουσιοδοτηθεί προς τούτο σύμφωνα με το αρ. 106 παράγραφος 5, είτε υπογράφεται από την απαιτούμενη κατά το αρ. 106α πλειοψηφία του συνόλου των πιστωτών. Το πτωχευτικό δικαστήριο δεν επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης: α. Αν δεν πιθανολογείται ότι κατόπιν της επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης η επιχείρηση του οφειλέτη θα καταστεί βιώσιμη, β. Αν πιθανολογείται ότι η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών παραβλάπτεται κατά την έννοια του αρ. 99 παράγραφος 2. γ. Αν η συμφωνία εξυγίανσης είναι αποτέλεσμα δόλου ή άλλης αθέμιτης πράξης ή κακόπιστης συμπεριφοράς του οφειλέτη, πιστωτή ή τρίτου, ή παραβιάζει διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, ιδίως του δικαίου του ανταγωνισμού, δ. Αν η συμφωνία εξυγίανσης δεν αντιμετωπίζει με βάση την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης τους πιστωτές που βρίσκονται στην ίδια θέση. Αποκλίσεις από την αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των πιστωτών επιτρέπονται για σπουδαίο επιχειρηματικό ή κοινωνικό λόγο που εκτίθεται ειδικά στην απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου ή αν ο θιγόμενος πιστωτής συναινεί στην απόκλιση. Ενδεικτικά, δύνανται να τύχουν ευνοϊκής μεταχείρισης απαιτήσεις πελατών της επιχείρησης του οφειλέτη, η μη ικανοποίηση των οποίων βλάπτει ουσιωδώς τη φήμη της ή τη συνέχιση της, απαιτήσεις η εξόφληση των οποίων είναι αναγκαία για τη διατροφή του πιστωτή και της οικογένειας του, καθώς και εργατικές απαιτήσεις. Εφόσον λοιπόν συντρέχουν όλες οι παραπάνω προϋποθέσεις, το πτωχευτικό δικαστήριο αποφασίζει την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης, η οποία όπως και στη συμφωνία του αρ.44 του ν.1892/1990 αλλά και στο ισχύον σχέδιο αναδιοργάνωσης των αρ.107 επ. ΠτΚ, αποτελεί όρο του ενεργού της συμφωνίας και της επέκτασης της δεσμευτικότητάς της στους πιστωτές που δεν συμφώνησαν. Ειδικότερα, κατ' αρ. 106η ΠτΚ, από την επικύρωση της, η συμφωνία εξυγίανσης δεσμεύει το σύνολο των πιστωτών οι απαιτήσεις των οποίων ρυθμίζονται από αυτήν, (ενόψει του ότι υφίστανται σε βάρος της επιχείρησης κατά το χρόνο του ανοίγματος της εν λόγω διαδικασίας), ακόμη και αν δεν είναι συμβαλλόμενοι ή δεν ψήφισαν υπέρ της συμφωνίας εξυγίανσης, ενώ δεν δεσμεύονται πιστωτές οι απαιτήσεις των οποίων γεννήθηκαν μετά το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης. Η δέσμευση αυτή, παρά το γεγονός ότι επηρεάζει περιουσιακά δικαιώματα πιστωτών, οι οποίοι δεν έχουν συμβληθεί, είναι δικαιολογημένη εν όψει του επιδιωκόμενου σκοπού της εξυγίανσης των υπερχρεωμένων, αλλά βιώσιμων επιχειρήσεων, ως αναγκαίος, στο μέτρο του επιτευχθέντος συμβιβασμού, περιορισμός των απαιτήσεων απάντων των πιστωτών, ακόμα και όσων δεν έλαβαν μέρος ή αντιτάχθηκαν στη συμφωνία (ΑΠ 521/2015, ΑΠ 963/2012). Κατά της απόφασης που επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης, η οποία ως απόφαση της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν παράγει μεν δεδικασμένο, αλλά διαπλάσσει νέα κατάσταση erga omnes (ΑΠ 1040/2009, ΑΠ 260/2008), μπορεί να ασκηθεί τριτανακοπή, εντός της εκ του νόμου τασσόμενης προθεσμίας (βλ. άρθρο 106β παρ.8 και 7 ν.3588/2007), με την οποία ο έχων έννομο συμφέρον τρίτος ζητεί την ακύρωση της απόφασης, επικαλούμενος κάθε ισχυρισμό που βάλλει κατά της τυπικής ή ουσιαστικής ορθότητας της απόφασης. Ειδικότερα, στην περίπτωση επικύρωσης συμφωνίας που καταρτίστηκε με τη νόμιμη πλειοψηφία των πιστωτών προβληματικής επιχείρησης για τον περιορισμό των χρεών της, είναι δυνατόν να ασκηθεί τριτανακοπή από μη συμβληθέντα πιστωτή που δεσμεύεται από τη συμφωνία αυτή, με αίτημα να ακυρωθεί η τριτανακοπτόμενη απόφαση, τούτου βαρυνομένου με την απόδειξη του εννόμου συμφέροντος του και των περιστατικών που συγκροτούν τους ειδικότερους λόγους της τριτανακοπής του, με τους οποίους μπορεί να ισχυριστεί ότι η συμφωνία δεν είναι επικυρώσιμη είτε για λόγους γενικούς (επί παραδείγματι η επιχείρηση δεν ήταν από τις αναφερόμενες στο νόμο, ή δεν τηρήθηκαν οι οριζόμενες στο νόμο πλειοψηφίες), είτε για λόγους που αφορούν τον ίδιο το μη συμβληθέντα, ισχυριζόμενος επί παραδείγματι ότι η συμφωνία τον θίγει πέραν του επιτρεπτού μέτρου, ή ότι έγινε με συμπαιγνία και φιλικού πιστωτή του, προκειμένου να φαλκιδεύσουν τα δικαιώματα του". Κατά δε την παρ. 2 του άρθρου 106η του ΠτΚ με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων ή προβλέψεων της συμφωνίας επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης δεν έχει επίπτωση στις ασφάλειες τρίτων, προσωπικές ή εμπράγματες ... Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση ενοχών εις ολόκληρον". Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι αυτή δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον την αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα εξής : "Δυνάμει της υπ' αριθ. ... σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, η δικαιοπάροχος της καθ' ης, ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία ""Τ. E. E. E. Α.Ε", της οποίας καθολική διάδοχος είναι η εκκαλούσα, χορήγησε πίστωση μέχρι του ποσού των 300.000 ευρώ στην πρώτη των εφεσίβλητων, πιστούχο εταιρεία, με τους όρους και συμφωνίες που περιλαμβάνονται στην παραπάνω σύμβαση. Την τήρηση των όρων της ως άνω συμβάσεως και την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων από αυτήν, εγγυήθηκαν εγγράφως οι δεύτερος και τρίτος των εφεσιβλήτων, παραιτούμενοι της ενστάσεως διζήσεως και ευθυνόμενοι για ολόκληρο το ποσό όπως η πιστούχος, αλληλεγγύως, αδιαιρέτως και εις ολόκληρον με αυτήν ως αυτοφειλέτες. Για την εξυπηρέτηση της ένδικης σύμβασης τηρήθηκε ο υπ' αριθ. ... (αλληλόχρεος) Λογαριασμός, λόγω όμως μη τηρήσεως των συμβατικών υποχρεώσεων εκ μέρους της πιστούχου, ο παραπάνω Λογαριασμός έκλεισε στις 8.5.2012 με ενήμερο συμβατικό επιτόκιο 4,29% και με χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 103.752,04 ευρώ, το οποίο μεταφέρθηκε σε οριστική καθυστέρηση. Η εκκαλούσα με την από 8.5.2012 εξώδικη καταγγελία της, η οποία κοινοποιήθηκε στους εφεσιβλήτους στις 8.10.2012 (βλ. 280Ε/8.10.2012, 281Ε/8.10.2012 και 282Ε/8.10.2012 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Κ. Π.) κατήγγειλε την ένδικη σύμβαση, γνώρισε στους εφεσιβλήτους το κλείσιμο του ανωτέρω υπ' αριθ. ... λογαριασμού και τους κάλεσε να της καταβάλουν αλληλεγγύως και έκαστος εις ολόκληρον το ως άνω υπόλοιπο, με επιτόκιο υπερημερίας που υπερβαίνει το ενήμερο συμβατικό επιτόκιο ήτοι συνολικά 4,29% κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων από τις 9.5.2012 μέχρι εξόφλησης. Εν τω μεταξύ, η πρώτη εφεσίβλητη, είχε υποβάλει την από 28.2.2012 με αριθ. καταθ. 455/2012 αίτησή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας), με την οποία εξέθετε ότι με την υπ' αριθ. 533/2011 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, είχε ανοιχτεί η διαδικασία συνδιαλλαγής κατ' άρθρο 99 του ΠτΚ, όπως ίσχυε τότε και στις 24.2.2012 συνήφθη συμφωνία με το 61,61% του συνόλου των οφειλών αυτής, η οποία και επικυρώθηκε με την υπ' αριθ. 1162/3.9.2012 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ' αριθ. 1202/2013 απόφασή του. Στην ανωτέρω απόφαση προβλέπεται, όσον αφορά την ένδικη απαίτηση της καθ' ης, η οποία δεν συμβλήθηκε στην παραπάνω συμφωνία, ότι αυτή περιορίζεται σε ποσοστό 75% της κύριας απαίτησής της και ότι το απαιτητό ποσοστό του 25% επί της απαίτησης της, ήτοι το ποσό των 26.000 ευρώ, θα καταβαλλόταν σε δύο (2) ισόποσες, άτοκες, ετήσιες δόσεις, της πρώτης δόσης καταβλητέας από την παρέλευση έτους από τη δημοσίευση της ως άνω δικαστικής απόφασης, που επικύρωσε τη συμφωνία. Ουδόλως προέκυψε ότι η ως άνω υπ' αριθ. 1162/3.9.2012 απόφαση, έχει μέχρι σήμερα προσβληθεί με τριτανακοπή ή ότι ανακλήθηκε για οποιονδήποτε λόγο. Επομένως και σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4013/2011, καθόσον δεν προβλεπόταν με αυτές λύση της επικυρωθείσας συμφωνίας που έχει επικυρωθεί δικαστικά (όπως προβλεπόταν στο άρθρο 105 ΠτΚ για τη διαδικασία συνδιαλλαγής), η κατά τα ως άνω επικυρωθείσα συμφωνία εξυγίανσης δεν μπορεί να ανατραπεί ακόμα και σε περίπτωση μη εκπλήρωσης, παράγοντας πλήρη έννομα αποτελέσματα έως σήμερα. Εν συνεχεία αποδείχθηκε ότι προ της παρελεύσεως έτους από τη δημοσίευση (στις 24.9.2012) της ως άνω υπ'αριθμ. 1162/2012 επικυρωτικής απόφασης, και δη στις 11.9.2013, η πρώτη των εφεσιβλήτων απέστειλε στην εκκαλούσα επιστολή, με την οποία της ζητούσε να της γνωστοποιήσει άμεσα τον λογαριασμό στον οποίο θα κατατίθετο το οριζόμενο με την ως άνω επικυρωτική απόφαση ποσό. Η απάντηση της εκκαλούσας στην ανωτέρω επιστολή της πρώτης εφεσίβλητης ήταν απολύτως αναγκαία, καθόσον κατά το χρόνο αυτό η εκκαλούσα, ως τούτο συνομολογείται από την ίδια και αναφέρεται στην ανωτέρω από 8.5.2012 εξώδικη καταγγελία της ένδικης σύμβασης που είχε απευθύνει στους εφεσιβλήτους, είχε κλείσει το σύνολο των λογαριασμών που τηρούσε η πρώτη των εφεσιβλήτων κατά τη διάρκεια λειτουργίας της (ένδικης σύμβασης) και ήταν αδύνατη η καταβολή του ποσού, χωρίς την κατά τα ως άνω σύμπραξή της (εκκαλούσας) στην προσήκουσα προσφορά της οφειλόμενης από την εφεσίβλητη παροχής. Ωστόσο και παρά την παραλαβή από την εκκαλούσα την ίδια μέρα (11.9.2013) της επιστολής των εφεσιβλήτων, όπως τούτο εμφαίνεται από την επισημείωση και τη υπογραφή επ'αυτής του υπαλλήλου της (εκκαλούσας) Χ. Κ., η τελευταία ουδέποτε απάντησε στο παραπάνω αίτημα και δεν απέστειλε καμία σχετική ενημέρωση στην πρώτη εφεσίβλητη αναφορικά με τον λογαριασμό στον οποίο προτίθετο να καταθέσει η πρώτη εφεσίβλητη το ποσό της συμφωνίας εξυγίανσης, ανερχόμενο σε 26.000 ευρώ. Εν συνεχεία και μετά την παρέλευση πέντε (5) ετών, διάστημα κατά το οποίο δεν προκύπτει ότι η εκκαλούσα επικοινώνησε καθ' οιονδήποτε τρόπο με την πρώτη των εφεσιβλήτων προκειμένου να καθορίσει τον τρόπο καταβολής της οφειλής της, όπως της ζητούσαν οι εφεσίβλητοι, η εκκαλούσα ισχυριζόμενη ότι αυτοί (οι εφεσίβλητοι), ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και έκαστος εις ολόκληρον, εξακολουθούν να της οφείλουν το ποσό των 153.962,59 ευρώ προερχόμενο από την ως άνω υπ'αριθμ. ... σύμβαση πιστώσεως, κατέθεσε την από 13.3.2018 αίτηση της, επισυνάπτοντας όλα τα παραπάνω έγγραφα της ένδικης σύμβασης, πετυχαίνοντας την έκδοση σε βάρος τους της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, με την οποία επιτάχθηκαν οι εφεσίβλητοι να της καταβάλουν αλληλεγγύως και σε ολόκληρο έκαστος, το ως άνω ποσό των 153.962,59 ευρώ, το οποίο επικαλέστηκε η εκκαλούσα ότι αποτελούσε κατά τον παραπάνω χρόνο την οφειλή τους από την ένδικη σύμβαση, με επιτόκιο υπερημερίας που υπερβαίνει το συμβατικό επιτόκιο που ανερχόταν κατά τον παραπάνω χρόνο σε 3,27% κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων από 14.3.2018 μέχρις εξόφλησης, ενώ επέδωσε σε αυτούς την από 3.5.2018 επίσης ανακοπτόμενη επιταγή προς πληρωμή. Με την υπ' αριθμ. 5055/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) έγινε δεκτή η από 14.5.2018 αίτηση αναστολής των εφεσιβλήτων με αίτημα την αναστολή εκτέλεσης της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και της επί τη βάσει της από 3.5.2018 επιταγής προς εκτέλεση, αναγκαστική εκτέλεση, καθόσον πιθανολογήθηκε ότι θα γίνει δεκτή η ανακοπή των εφεσιβλήτων και θα ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής τουλάχιστον κατά το ποσό που υπερβαίνει αυτό των 26.000 ευρώ. Με την από 27.3.2019 εξώδικη διαμαρτυρία πρόσκληση και δήλωση τους οι εφεσίβλητοι κάλεσαν την εκκαλούσα να τους γνωστοποιήσει στοιχεία λογαριασμού, ώστε να προβούν εν τέλει στην καταβολή της πρώτης δόσης της οφειλής τους κατά τα οριζόμενα στην υπ'αριθμ. 1162/2012 επικυρωτική απόφαση της από 24.2.2012 συμφωνίας εξυγίανσης. Η εκκαλούσα, στις 20.5.2019, απέστειλε στους ανακόπτοντες και ήδη εφεσίβλητους επιστολή της, με την οποία γνωστοποίησε σε αυτούς τον υπ' αριθ. ... λογαριασμό στον οποίο τους κάλεσε να καταθέσουν το ποσό της πρώτης δόσης προσαυξημένο όμως με τους τόκους όπως αναφέρει στην επιστολή της "του διαδραμόντος χρόνου από την πάροδο της ημερομηνίας καταβολής εκάστης δόσης που ορίστηκε κατά το διατακτικό της απόφασης, ήτοι από τις 25.9.2013 και 25.9.2014 αντίστοιχα μέχρι σήμερα και συνολικά ληξιπρόθεσμο οφειλόμενο ποσό των 35.189,3 ευρώ", αναγνωρίζοντας εν τέλει δια του τρόπου αυτού ότι οι εφεσίβλητοι δεν της οφείλουν το ποσό για το οποίο εκδόθηκε η ανακοπτομενη διαταγή πληρωμής, αυτό των 153.962,59 πλέον τόκων και εξόδων, αλλά το ποσό στο οποίο περιορίστηκε η απαίτησή της σύμφωνα με την απόφαση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης της. Στις 23.5.2019, η πρώτη εφεσίβλητη κατέβαλε στον παραπάνω λογαριασμό, με την αιτιολογία πρώτη δόση της υπ' αριθ. 1162/3.9.2012 απόφασης, το ποσό των 12.964,70 ευρώ και στις 11.10.2019, με την αιτιολογία δεύτερη δόση της υπ' αριθμ. 1162/3.9.2012 απόφασης, το ποσό των 12.964,70 ευρώ, όπως αποδείχθηκε από τα αντίστοιχα -παραστατικά της Τράπεζας Πειραιώς που επικαλείται και προσκομίζει η πρώτη εφεσίβλητη, στα οποία και αναγράφεται η επιτυχής εκτέλεση και ολοκλήρωση των ως άνω συναλλαγών. Αναφορικά με τον ισχυρισμό της εκκαλούσας, ο οποίος επαναφέρεται με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου έφεσης της με τον οποίο αυτή υποστηρίζει ότι η απαίτησή της σε βάρος των εφεσιβλήτων δεν είναι εξοφλημένη λεκτέα τα ακόλουθα: Με την από 18.6.2019 επιστολή της η εκκαλούσα γνωστοποίησε στους ανακόπτοντες και ήδη εφεσιβλήτους ότι η προερχόμενη από τη ένδικη σύμβαση απαίτησή της μεταβιβάστηκε στην εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία "C. N..2 F. D. A. C.", η οποία ανέθεσε τη διαχείριση του συνόλου των απαιτήσεών της στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η απαίτηση από την ένδικη σύμβαση πιστώσεως στην εταιρεία με την επωνυμία "E. F. Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις". Τους διαβεβαίωσε μάλιστα πως θα μπορούσαν να πραγματοποιούν καταβολές στον ίδιο λογαριασμό που κατέβαλαν μέχρι πρότινος, ενώ σύμφωνα με την παράγραφο 2 της εν λόγω επιστολής της : "προκειμένου μία πληρωμή για την εξόφληση των οφειλών τους από τη σύμβαση να αποτελεί έγκυρη καταβολή θα πρέπει να περιλαμβάνουν πάντοτε στη σχετική εντολή πληρωμής τους τον ακόλουθο αριθμό αναφοράς : ...". Πράγματι από το με κωδικό συναλλαγής ... έγγραφο της Τράπεζας Πειραιώς που προσκομίζουν οι εφεσίβλητοι, προκύπτει ότι κατά την εκ μέρους τους καταβολή του ποσού των 12.964,70 €, της δεύτερης δόση της οφειλής τους, στη σχετική εντολή πληρωμής έγινε χρήση του ανωτέρω αναφερόμενου αριθμού αναφοράς, η δε καταβολή πραγματοποιήθηκε σε λογαριασμό που είχε ήδη υποδειχθεί από την εκκαλούσα και ο οποίος κατά τον χρόνο της ανωτέρω καταβολής, ήτοι στις 11.10.2019, ήταν έγκυρος και ενεργός, με αποτέλεσμα να εκτελεστεί με επιτυχία η εκ μέρους των εφεσιβλήτων καταβολή και εξόφληση της οφειλής τους. Επομένως το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της κρινόμενης έφεσης με το οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι είναι εσφαλμένη η παραδοχή της εκκαλουμένης ότι η απαίτησή της είναι εξοφλημένη, τυγχάνει απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθόσον αποδείχθηκε ότι η σε βάρος των εφεσίβλητων απαίτηση της εκκαλούσας έχει πράγματι εξοφληθεί ήδη από τις 11.10.2019, οπότε καταβλήθηκε προσηκόντως και η δεύτερη δόση την οποία προέβλεπε η συμφωνία εξυγίανσης και εφόσον η εκκαλούσα παρείχε την απαραίτητη σύμπραξη στην εφεσίβλητη υποδεικνύοντας τον τρόπο καταβολής της. Επίσης αξίζει να σημειωθεί ότι λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της σύμβασης εγγυήσεως στην επίδικη σύμβαση δανείου οι δεύτερος και τρίτος των εφεσιβλήτων ευθύνονται για την έκταση που έχει η κύρια οφειλή (άρθρο 851 ΑΚ) και στο βαθμό που ευθύνεται η πρωτοφειλέτιδα υπέρ της οποίας εγγυήθηκαν, απορριπτομένου ως μη νόμιμου του σκέλους του πρώτου λόγου της κρινόμενης εφέσεως με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι ο περιορισμός της απαίτησης της δυνάμει της ανωτέρω συμφωνίας εξυγίανσης δεν ισχύει για τους εγγυητές, δεύτερο και τρίτο των εφεσιβλήτων, οι οποίοι ευθύνονται για το σύνολο του ποσού της απαίτησής της ως το ποσό αυτό είχε διαμορφωθεί πριν την απομείωσή του με την συμφωνία εξυγίανσης....". Περαιτέρω, δέχθηκε το Εφετείο ότι "... η ανωτέρω από 24.2.2012 συμφωνία εξυγίανσης της πρώτης των ανακοπτόντων με τους πιστωτές της, από την επικύρωση της με την ως άνω υπ'αριθμ. 1162/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ'αριθμ. 1202/2013 του ιδίου Δικαστηρίου), δέσμευε το σύνολο των πιστωτών της οι απαιτήσεις των οποίων ρυθμίζονταν από αυτήν, ακόμη και αν δεν ήταν συμβαλλόμενοι ή δεν ψήφισαν υπέρ της συμφωνίας εξυγίανσης, όπως η καθ' ης, η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα μέχρι την παύση της ισχύος της επικυρωτικής απόφασης δια ανακλήσεως και κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης κατ' άρθρο 758 ΚΠολΔ ή τριτανακοπής, πράξεις οι οποίες ουδόλως αποδείχθηκε ότι έχουν λάβει χώρα μέχρι σήμερα. Περαιτέρω προέκυψε ότι οι εφεσίβλητοι με την από 11.9.2013 επιστολή τους η οποία παραλήφθηκε την ίδια ημέρα από υπάλληλο της εκκαλούσας την ενημέρωσαν άμεσα για την παραπάνω συμφωνία εξυγίανσης, και την κάλεσαν να τους γνωστοποιήσει τον τρόπο καταβολής της οφειλής τους προς αυτήν, όπως αυτή καθορίστηκε με την παραπάνω απόφαση, και δη με την υπόδειξη τραπεζικού λογαριασμού εφόσον ο λογαριασμός που τηρούνταν για την εξυπηρέτηση της ένδικης σύμβασης είχε ήδη κλείσει από τις 8.5.2012 και είχε μεταφερθεί σε άλλο λογαριασμό καθυστέρησης από την εκκαλούσα. Ωστόσο η τελευταία αποδείχθηκε ότι δεν συνέπραξε στην εκ μέρους της εφεσίβλητης προσήκουσα προσφορά της παροχής της και δεν γνωστοποίησε στους εφεσίβλητους τον τρόπο καταβολής της οφειλής τους, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί με βάση την ανωτέρω συμφωνία εξυγίανσης. Αντιθέτως ασκώντας καταχρηστικά τα δικονομικά της δικαιώματα αιτήθηκε με την από 13.3.2018 αίτησή της την έκδοση διαταγής πληρωμής για το σύνολο του ποσού του χρεωστικού καταλοίπου εκ ποσού 153.962,59 ευρώ, αποκρύπτοντας από τον Δικαστή που την εξέδωσε ότι υπήρχε ήδη από το έτος 2012 εν ισχύ συμφωνία εξυγίανσης επικυρωθείσα από το Δικαστήριο, η οποία περιόριζε κατά πολύ το ποσό της οφειλής της. Μόνον αφότου έγινε δεκτή η από 14.5.2018 αίτηση των εφεσιβλήτων για την αναστολή εκτελέσεως της ανακοπτόμενης υπ'αριθμ. 5706/2018 διαταγής πληρωμής και της παρά πόδας αυτής από 3.5.2018 επιταγής προς -πληρωμή και μετά την εξώδικη διαμαρτυρία τους με την από 27.3.2019 επιστολή τους για την συνεχιζόμενη υπερημερία της εκκαλούσας να τους γνωστοποιήσει αριθμό λογαριασμού στον οποίο θα μπορούσαν να της καταβάλλουν την πρώτη δόση της ανωτέρω συμφωνίας εξυγίανσης, αυτή τους απέστειλε την από 20.5.2019 επιστολή της, με την οποία δήλωνε αριθμό λογαριασμού κατάθεσης της πρώτης δόσης της ένδικης οφειλής, όπως αυτή είχε καθοριστεί ως άνω με την συμφωνία εξυγίανσης, την οποία παρανόμως επιβάρυνε με τόκους υπερημερίας, εφόσον, όπως προεκτέθηκε, η ίδια κατέστη υπερήμερη, καθώς δεν προέβη στην αναγκαία σύμπραξη προκειμένου η ανακόπτουσα να εκπληρώσει την οφειλή της (αρ. 351 παρ. 1 Α.Κ.), μη, ανταποκρινόμενη στην πρόσκληση της ανακόπτουσας να δηλώσει αριθμό λογαριασμού για την κατάθεση αυτής. Ενόψει των ανωτέρω εκτεθέντων αποδεικνύεται ότι καταχρηστικώς και αντίθετα με τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφελόμενων παροχών, η εκκαλούσα προέβη στην έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής σε βάρος των εφεσίβλητων, εφόσον επέσπευσε την έκδοσή της μετά από μακρά αδράνεια αυτής και μολονότι γνώριζε ότι υπήρχε σε ισχύ επικυρωμένη με δικαστική απόφαση συμφωνία εξυγίανσης που την δέσμευε λόγω της διαπλαστικής της ενέργειας έναντι όλων των ανακοπτόντων, η οποία προέβλεπε ευνοϊκότερο τρόπο απόσβεσης από το χρεωστικό κατάλοιπο του μεταξύ τους αλληλόχρεου λογαριασμού, την οποία (συμφωνία) απέκρυψε στην αίτησή της για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Η συμπεριφορά αυτή της καθ' ης η ανακοπή απέχει πολύ από την συμπεριφορά, που επιβάλλεται να επιδεικνύουν οι Τράπεζες, οι οποίες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί, που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτουμένων από αυτές προσώπων, έχουν αυξημένη ευθύνη, κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των πελατών τους, αφού, από τη φύση της, η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστεως και προστασίας, από την πλευρά των τραπεζών, των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι' αυτούς συνέπειες.
Συνεπώς και, για τον λόγο αυτόν, η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπληρώσεως των οφείλομενων παροχών ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται, αντίστοιχα, κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους". Στη συνέχεια το Εφετείο απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την έφεση της αναιρεσείουσας. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο προκύπτει ότι αυτό ορθώς υπήγαγε τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά στον εφαρμοσθέντα κανόνα δικαίου του άρθρου 281 ΑΚ καθώς και στις προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 3588/2007, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4013/2011 και έχει νόμιμη βάση και δη την απαιτούμενη αιτιολογία, γιατί καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς να χρειάζεται οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω παραδοχή, το πραγματικό του εφαρμοστέου εδώ κανόνος ουσιαστικού δικαίου που προαναφέρθηκε, τις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς ή αντιφατικές ή ενδοιαστικές αιτιολογίες, συνολικά εκτιμώμενες, καθώς το από τις αποδείξεις πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, πειστικότητα και κατά λογική ακολουθία τρόπο στην προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων αιτιολογιών. Ειδικότερα, παρά το ότι η καθ' ης η ανακοπή γνώριζε, ήδη από 11.9.2013 με την κοινοποίηση της επιστολή των ανακοπτόντων, η οποία παραλήφθηκε την ίδια ημέρα από υπάλληλο της εκκαλούσας την παραπάνω συμφωνία εξυγίανσης, και την καλούσαν, προκειμένου να αποπληρώσουν την ορισθείσα με την προαναφερθείσα επικυρωθείσα δικαστικώς συμφωνία εξυγίανσης οφειλή τους, να τους γνωστοποιήσει τον τρόπο καταβολής της προς αυτήν, και δη με την υπόδειξη τραπεζικού λογαριασμού, διότι ο λογαριασμός που τηρούνταν για την εξυπηρέτηση της ένδικης σύμβασης είχε ήδη κλείσει από τις 8.5.2012 και είχε μεταφερθεί σε άλλο λογαριασμό καθυστέρησης από αυτήν, (ήταν δε απαραίτητη η ενημέρωσή τους με άλλο τραπεζικό λογαριασμό για να πραγματωθεί το περιεχόμενο της δικαστικά επικυρωθείσας συμφωνίας εξυγίανσης), η ως άνω δε απόφαση εξακολουθούσε να ισχύει, δέσμευε την καθ' ης η ανακοπή έναντι των ανακοπτόντων, λόγω της διαπλαστικής της ενέργειας, (η οποία δεν προσβλήθηκε με τριτανακοπή από την αναιρεσείουσα) και προέβλεπε ευνοϊκότερο τρόπο απόσβεσης από το χρεωστικό κατάλοιπο του μεταξύ τους αλληλόχρεου λογαριασμού, εν τούτοις επέσπευσε το έτος 2018 την έκδοση της ανακοπτόμενης υπ' αριθμ. 5706/2018 διαταγής πληρωμής μετά από μακρά αδράνεια αυτής, αποκρύπτοντας την ως άνω συμφωνία κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησής της για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, προκειμένου να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και στη συνέχεια με βάση αυτόν να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση εναντίον των οφειλετών της, όπως και έπραξε με την ανακοπείσα επίδοση επιταγής προς εκούσια συμμόρφωση, ενεργώντας έτσι καταχρηστικά για την ικανοποίηση της ως άνω απαίτησής της, εν όψει και του ότι ως χρηματοδοτικός οργανισμός έχει αυξημένη ευθύνη, κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου, διότι από τη φύση της, η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστεως και προστασίας των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι' αυτούς συνέπειες. Επιπροσθέτως σημειώνονται τα ακόλουθα: Το κρίσιμο και ουσιώδες για την έκβαση της δίκης ζήτημα δεν είναι εν προκειμένω εάν η συμφωνία εξυγίανσης περιλάμβανε ή όχι μνεία περί αναστολής των ατομικών διώξεων, η οποία θα μπορούσε να παρεμποδίσει την έκδοση ή μη της επίμαχης διαταγής πληρωμής, (που σε κάθε περίπτωση δεν εμποδίζεται, ΑΠ 294/2017), όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η αναιρεσείουσα, αλλά εάν οι περιστάσεις, οι συνθήκες υπό τις οποίες εκδόθηκε η εν λόγω διαταγή πληρωμής, θεμελιώνουν κατάχρηση δικαιώματος. Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι υπό τον ισχύοντα κατά το ένδικο χρονικό διάστημα νόμο 4013/2011 δεν προβλεπόταν ρητά η δυνατότητα συμμετοχής στην επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης και των εγγυητών του οφειλέτη, όπως προβλέφθηκε ρητά μεταγενέστερα με το ν.4446/2016, σύμφωνα με τον οποίον " Τα δικαιώματα των πιστωτών κατά των εγγυητών και συνοφειλετών εις ολόκληρον του οφειλέτη, καθώς και τα υφιστάμενα δικαιώματά τους σε περιουσιακά αντικείμενα τρίτων, περιορίζονται στο ίδιο ποσό με την απαίτηση κατά του οφειλέτη, εκτός αν δεν συναινεί ο πιστωτής. Κατ` εξαίρεση, όταν ο εξασφαλιζόμενος πιστωτής δεν συναινεί, η ευθύνη του εγγυητή περιορίζεται όταν ο εγγυητής είναι φυσικό πρόσωπο συνδεδεμένο με τον οφειλέτη, υπό την έννοια ότι είναι σύζυγοι, συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι δεύτερου βαθμού. Σε περίπτωση ικανοποίησης πιστωτή από εγγυητή ή συνοφειλέτη εις ολόκληρον, ο οφειλέτης ευθύνεται έναντι των τελευταίων, εάν συντρέχει δικαίωμα αναγωγής, με τον ίδιο τρόπο που ευθύνεται κατά τη συμφωνία έναντι του πιστωτή που ικανοποιήθηκε από αυτού", δεν συνεπάγεται ότι μεταβάλλεται η παρεπόμενη φύση της σύμβασης εγγύησης, όπως προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις του Αστικού Κώδικα, ώστε να χειροτερεύει η θέση του εγγυητή ως οφειλέτη της ίδιας απαίτησης, παραμένουσα στο αρχικό ύψος (πριν την επίτευξη της συμφωνίας εξυγίανσης). Και τούτο διότι η πρόνοια του άρθρου 12 του ν.4013/2011, που τροποποίησε το άρθρο 106η παρ.2 του ν.3588/2007 και προβλέπει ότι : " Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου ή προβλέψεων της συμφωνίας, η επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης δεν έχει επίπτωση στις ασφάλειες τρίτων, προσωπικές ή εμπράγματες, περιλαμβανομένων των προσημειώσεων, που έχουν παρασχεθεί από τρίτους για την εξασφάλιση της απαίτησης. Το ίδιο ισχύει σε περίπτωση οφειλής εις ολόκληρον", με την οποία ρυθμίστηκε η τύχη των εγγυήσεων, υπέρ απαιτήσεων για τις οποίες έχουν χορηγηθεί, στην περίπτωση επίτευξης συμφωνίας εξυγίανσης, θεσπίσθηκε, όχι για να επιβαρύνει τον εγγυητή με το σύνολο της απαίτησης, ερχόμενη σε αντίθεση με τις ισχύουσες συναφείς γενικές διατάξεις του ΑΚ847, 851, παραμερίζοντας το ουσιώδες εννοιολογικό γνώρισμα του παρεπομένου, ως στοιχείου ταυτόσημου με τη φύση και τη λειτουργία της έννομης σχέσης της εγγύησης, όπως μεταξύ της αναιρεσείουσας τράπεζας, των εγγυητών και της πρωτοφειλέτιδας συνήφθη (κατά τη συναφή ορθή κρίση του Εφετείου), παρά τα αντίθετα εσφαλμένως υποστηριζόμενα από την αναιρεσείουσα, αλλά, όπως προκύπτει σαφώς τόσο από την γραμματική όσο και από την τελολογική ερμηνεία της διάταξης, επιβεβαιούμενη αδιαστίκτως και από την αιτιολογική έκθεση του οικείου νόμου "για να αποτρέψει την απαλλαγή του εγγυητή στην περίπτωση συμφωνίας εξυγίανσης, η οποία όχι μόνο θα ήταν κατά κανόνα άδικη, αλλά θα δημιουργούσε και αντικίνητρο στους εξασφαλισμένους με εγγύηση πιστωτές να συμπράξουν στη συμφωνία". Έτσι όμως θα ματαιωνόταν η λειτουργία του θεσμού της εξυγίανσης και θα ετίθετο εκποδών ο σκοπός για τον οποίον θεσπίσθηκε. Πάντως, όπως επισημαίνεται εν συνεχεία από την οικεία περικοπή της αιτιολογικής έκθεσης, "προβλέπεται και η δυνατότητα αντίθετης συμφωνίας, οπότε είναι δυνατόν να συμφωνηθεί ακόμη και απαλλαγή εν όλω ή εν μέρει των εγγυητών ή άλλων συνοφειλετών...", καθώς και ότι "... ότι η απαλλαγή των εγγυητών μπορεί να εξυπηρετεί την εξυγίανση", με την παράθεση συγκεκριμένων παραδειγμάτων. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον πρώτο, δεύτερο αναιρετικό λόγο, κατά το πρώτο, τρίτο και τέταρτο σκέλος του και κατά το πρώτο υποσκέλος εκάστου εξ αυτών, καθώς και κατά το δεύτερο σκέλος του (κατ' αμφότερα τα υποσκέλη του), αλλά και τον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου, (κατ' αμφότερα τα σκέλη του), με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ αντίστοιχα κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και οι λόγοι αυτοί αναίρεσης.
Σύμφωνα με το άρθρο 566 παρ. 1 ΚΠολΔ το έγγραφο της αναίρεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120, να αναφέρει την προσβαλλόμενη απόφαση, τους λόγους της αναίρεσης, αίτηση για την αναίρεση, ολική ή εν μέρει της προσβαλλομένης απόφασης και αίτηση για την ουσία της υπόθεσης. Οι λόγοι της αναίρεσης πρέπει να είναι λυσιτελείς με την έννοια του να μπορούν να επιφέρουν την έννομη συνέπεια που επιδιώκουν δηλ. να επιδρούν στο διατακτικό της απόφασης (ΑΠ 1231/2017), διαφορετικά η αναίρεση απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμη. Με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου (πρώτο υποσκέλος), το δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου (δεύτερο υποσκέλος) από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Εφετείο ότι εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 195, 416, 454, 851 ΑΚ, διότι δέχθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του ότι η αναιρεσίβλητη με το να καλέσει τους ανακόπτοντες να καταβάλουν σε συγκεκριμένο λογαριασμό το τελικώς οφειλόμενο απ' αυτούς σ' αυτήν ποσό των 35.189,3 ευρώ με βάση την προαναφερθείσα απόφαση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης και όχι το ποσό των 153.962,59 ευρώ για το οποίο εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ότι αυτή (αναιρεσείουσα) αναγνώρισε τούτο, και κατά συνέπεια έχει συναφθεί άφεση χρέους, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της ύπαρξης σύμβασης που απαιτείται κατά νόμο όχι μόνον με αυτήν και την πρωτοφειλέτρια εταιρεία πρώτη των ανακοπτόντων και πρώτη αναιρεσίβλητη, αλλά και με τους λοιπούς ανακόπτοντες εγγυητές της. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, διότι βασίζεται επί εσφαλμένης πρϋποθέσεως, εφόσον το Εφετείο ούτε ερμήνευσε, ούτε εφάρμοσε τους ως άνω κανόνες δικαίου, αλλά μόνον αυτούς που προαναφέρθηκαν (άρθρο 281 ΑΚ και τους συναφείς με τη συμφωνία εξυγίανσης), το δε αναφερόμενο χωρίο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (...αναγνωρίζοντας εν τέλει δια του τρόπου αυτού, δηλ. με τη γνωστοποίηση από την αναιρεσείουσα του τραπεζικού λογαριασμού για την καταβολή του ως άνω ποσού των 35.189,3 ευρώ) ότι οι εφεσίβλητοι δεν της οφείλουν το ποσό για το οποίο εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής... αλλά το ποσό στο οποίο περιορίστηκε η απαίτησή της σύμφωνα με την απόφαση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσής της..) δεν ενέχει την έννομη σημασία της άφεσης χρέους όσον αφορά όλους τους ανακόπτοντες και τέθηκε επί πλέον εκ του περισσού. Περαιτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής και ο δεύτερος λόγος αναίρεσης κατά τα αντίστοιχα σκέλη του (πρώτο, τρίτο, τέταρτο, κατά το δεύτερο υποσκέλος εκάστου εξ αυτών) από τον αρ. 559 αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι έλαβε υπόψη της τον πραγματικό ισχυρισμό περί εξόφλησης μέρους της επίδικης οφειλής από 35189,30 ευρώ, όπως αυτή είχε καθοριστεί με την προαναφερθείσα απόφαση εξυγίανσης, η οποία (εξόφληση) έλαβε χώρα μετά την έκδοση της προαναφερθείσας διαταγής πληρωμής και όχι σε χρόνο πριν από την έκδοσή της, ενώ έπρεπε να τον κηρύξει ως απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής και εντεύθεν απορριπτέος, διότι αυτός δεν προτάθηκε ως λόγος της ένδικης ανακοπής και η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποφάσισε επί της εξόφλησης της ως άνω απαίτησης, αλλά συμπεριέλαβε διηγηματικώς την ως άνω εξόφληση στο πλαίσιο της παράθεσης των στοιχείων που θεμελιώνουν την καταχρηστική συμπεριφορά της καθής, ως περιστατικό ενίσχυσης της εν λόγω κατάχρησης και εν τέλει πλεοναστικώς, αφού η εξόφληση συνιστά γεγονός που έλαβε χώρα μετά την ολοκλήρωση των καταχρηστικών διαδικαστικών ενεργειών της καθής, κατά τα προεκτεθέντα,. Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, κατά τη μειοψηφούσα ως προς την παρούσα επάλληλη αιτιολογία άποψη του Εισηγητή, μπορούν να προταθούν ως λόγοι ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής πραγματικά περιστατικά επιγενόμενα του χρόνου έκδοσής της, αφού ο νομοθέτης ορίζει στο άρθρο 633 παρ. 1 ΚΠολΔ ότι αν η ανακοπή έxει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νόμιμα και οι λόγοι της είναι νόμιμοι και βάσιμοι, το δικαστήριο ακυρώνει τη διαταγή πληρωμής, δίχως να διακρίνει μεταξύ πραγματικών ισχυρισμών που υπήρχαν κατά το χρόνο έκδοσης της διαταγής πληρωμής ή μετά το χρόνο έκδοσής της, κάτι που επιβάλλεται και από την αρχή της οικονομίας της δίκης, εφόσoν ο οφειλέτης θα έπρεπε, μετά την απόρριψη της ανακοπής για τον ως άνω λόγο, να προσβάλλει τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ (στην προκειμένη περίπτωση δεν προτάθηκαν ούτε με την ανακοπή αυτή πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα της έκδοση της διαταγής πληρωμής για την εξόφληση της απαίτησης, όπως καθορίστηκε με την προαναφερθείσα επικυρωθείσα δικαστικά συμφωνία εξυγίανσης), και εν τέλει δικαιοπολιτικά δεν μπορεί να αναγνωρίζεται νομοθετικά η δυνατότητα υποβολής νέων αυτοτελών πραγματικών ισχυρισμών επιγενόμενων της έκδοσης της δικαστικής απόφασης κατά το άρθρο 527 ΚΠολΔ στον διάδικο, ο οποίος συμμετείχε στη πρωτόβαθμη δίκη ή τουλάχιστον του δόθηκε η δυνατότητα να συμμετάσχει με την κλήτευσή του σ' αυτήν, και να μην ισχύει το ίδιο για τον καθ' ου η διαταγή πληρωμής και μετέπειτα ανακόπτοντα, ο οποίος δεν κλητεύεται καν κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής που είναι μία διαδικασία ex parte. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθεί η άνω αίτηση αναίρεσης. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί, κατά την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η εισαγωγή του παραβόλου των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ, που καταβλήθηκε από την αναιρεσείουσα στο Δημόσιο Ταμείο. Τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, που κατέθεσαν προτάσεις θα επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας και της κλητευθείσας και παρασταθείσας αναγκαίας αυτής ομοδίκου της, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 180, 183, 191 ΚΠολΔ), κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης κατά της υπ' αριθμ. 3470/2022 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει σε βάρος της αναιρεσείουσας και της αναγκαίας ομοδίκου της, τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Φεβρουαρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 8 Απριλίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή