
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 687 / 2024    (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 687/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σωκράτη Πλαστήρα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος της Αντιπρόεδρου Μυρσίνης Παπαχίου και της αρχαιοτέρας της συνθέσεως Αρεοπαγίτου Ασπασίας Μεσσηνιάτη - Γρυπάρη), Σταύρο Μάλαινο, Αντιγόνη Τζελέπη, Ερασμία Λιούλη και Ζωή Καραχάλιου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 1η Μαρτίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Γ. Κ. του Σ., 2) Σ. Κ. του Γ., κατοίκων ..., 3) Ε. Μ. του Η., κατοίκου ... και 4) Ε. Σ. του Α., συζ. Γ. Κ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ελένη Δημονίτσα, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Κ. του Α., κατοίκου ..., 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "..." και δ.τ. "...", που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...", που εδρεύει στη ... και εκπροσωπείται νόμιμα και 4) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "..." και ήδη "...", που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ρωξάνη Τσιμογιάννη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και η οποία στην εν λόγω από 28-2-2024 δήλωση, καθώς και με τις κατατεθείσες προτάσεις της δήλωσε την ως άνω μεταβολή της επωνυμίας της 4ης αναιρεσίβλητης εταιρείας.
Κοινοποιουμένη η αναίρεση στην: Ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "...", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από ...2014 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκε με την από 27-1-2014 αγωγή της 2ης των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών και με την 5616/2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών παραπέμφθηκε να εκδικαστεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1365/2018 οριστική του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 5101/2020 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 31-8-2022 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Σωκράτη Πλαστήρα, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση, από 31-8-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. 6537/730/1-9-2022), αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η, αντιμωλία των διαδίκων, εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και τη σύμβαση ασφάλισης (άρθρ. 681A, 666, 667 και 670 έως 676 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν από την αντικατάστασή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), με αριθ. 5101/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Αυτή είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 του ΚΠολΔ), διότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 564 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, εφόσον από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 83 παρ. 1 του ν. 4790/2021, όπως αυτή ερμηνεύθηκε και συμπληρώθηκε με τη διάταξη του άρθρου 25 του ν. 4792/2021, το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (7/11/2020 - 5/4/2021), λόγω των μέτρων προστασίας από την εξάπλωση της πανδημίας του κορονοϊού covid-19, δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξωδίκων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, ενώ και οι προθεσμίες, που ανεστάλησαν δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα (10) ημέρες από τη προβλεπόμενη λήξη τους (ΑΠ 210/2023, ΑΠ 987/2022). Επομένως, πρέπει να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ), επισημαινόμενου περαιτέρω και του ότι στη θέση της τέταρτης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "..." υπεισήλθε, ως καθολική διάδοχός της, η τέταρτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία "...", μετά από συγχώνευση των εταιριών "..." πρώην "..." και "...", με απορρόφηση της δεύτερης από τη πρώτη (ΑΠ 183/2022). Από την παραδεκτή, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτει ότι η διαδρομή της ένδικης υπόθεσης, που απέληξε στο προκείμενο στάδιο εκδίκασής της, είναι η εξής: Με την, από ...2014 (αριθ. έκθ. κατάθ. 133902/5866/2014), αγωγή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες, εξέθεσαν ότι, κατά το χρόνο και τόπο που αναφέρονται σε αυτήν, η πρώτη εναγόμενη και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη Α. Κ., οδηγός του με αριθ. κυκλοφορίας ... ιδιωτικής χρήσης επιβατηγού αυτοκινήτου, κυριότητας της δεύτερης εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας και ήδη δεύτερης αναιρεσίβλητης, το οποίο είχε εκμισθώσει στη τρίτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία και ήδη τρίτη αναιρεσίβλητη και το οποίο ήταν ασφαλισμένο, για τις προς τρίτους ζημίες, στη τέταρτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία και ήδη τέταρτη αναιρεσίβλητη, προκάλεσε από υπαιτιότητά της, τον τραυματισμό του πρώτου από αυτούς, οδηγού του με αριθ. κυκλοφορίας ... ιδιωτικής χρήσης επιβατηγού αυτοκινήτου και του δεύτερου και τρίτου των εναγόντων συνεπιβαινόντων στο ως άνω όχημα και την ολοσχερή καταστροφή του εν λόγω οχήματος συνιδιοκτησίας των πρώτου και τέταρτης αυτών (εναγόντων). Ζήτησαν δε, να αναγνωριστεί ότι οφείλουν να καταβάλουν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρο ο καθένας, σε καθένα των εναγόντων, ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, τα αναφερόμενα στην αγωγή χρηματικά ποσά. Παράλληλα, η δεύτερη εναγόμενη …, με την, από 27-1-2014 (αριθ. έκθ. κατάθ. 676/2014), αγωγή, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, εξέθεσε ότι κατά τον ως άνω χρόνο και τόπο συνέβη το ένδικο ατύχημα από υπαιτιότητα του ασφαλισμένου στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, οδηγού του με αριθ. κυκλοφορίας ... ιδιωτικής χρήσης επιβατηγού αυτοκινήτου Γ. Κ., με αποτέλεσμα να υποστεί υλικές ζημίες το με αριθ. κυκλοφορίας ... ιδιωτικής χρήσης επιβατηγό αυτοκίνητο κυριότητάς της, το οποίο οδηγούσε η Α. Κ.. Ζήτησε δε, να υποχρεωθεί η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία να της καταβάλει, ως αποζημίωση, για την αποκατάσταση των ζημιών, το αναφερόμενο σε αυτή ποσό. Το Ειρηνοδικείο Αθηνών, με τη με αριθ. 5616/2015 απόφασή του παρέπεμψε την ως άνω αγωγή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, προκειμένου να συνεκδικαστεί με την προαναφερόμενη από ...2014 αγωγή. Το δικαστήριο αυτό, αφού συνεκδίκασε τις ως άνω αγωγές, εξέδωσε τη με αριθ. 1365/2018 οριστική απόφαση με την οποία απέρριψε ως κατ' ουσία αβάσιμη την από 27-1-2014 (αριθ. έκθ. κατάθ. 676/2014), αγωγή, ενώ δέχθηκε κατά ένα μέρος ως κατ' ουσία βάσιμη την από ...2014 (αριθ. έκθ. κατάθ. 133902/5866/2014), αγωγή, αναγνωρίζοντας ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν, σε καθένα των εναγόντων, τα αναφερόμενα στο διατακτικό ποσά. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκαν, ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, οι: Α] από 2-7-2018 (αριθ. έκθ. κατάθ. 71126/4851/2018) και Β] από 27-7-2018 (αριθ. έκθ. κατάθ. 76116/5206/2018), εφέσεις, με τις οποίες οι εκκαλούντες, επικαλούμενοι εσφαλμένη εφαρμογή συγκεκριμένων διατάξεων του ΑΚ και του ν. 2696/1999(Κ.Ο.Κ.) και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζήτησαν την εξαφάνιση της εκκαλούμενης και οι μεν εκκαλούντες στη πρώτη των ως άνω εφέσεων την απόρριψη της αγωγής των αντιδίκων τους, οι δε εκκαλούντες στη δεύτερη των εφέσεων τη καθ' ολοκληρία παραδοχή της αγωγής τους. Επί των εφέσεων, οι οποίες συνεκδικάστηκαν, εκδόθηκε η με αριθ. 5101/2020 αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγιναν οι εφέσεις τυπικά δεκτές, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 27-7-2018 (αριθ. έκθ. κατάθ. 76116/5206/2018) έφεση, έγινε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η από 2-7-2018 (αριθ. έκθ. κατάθ. 71126/4851/2018), έφεση, εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, κρατήθηκε η υπόθεση από το δευτεροβάθμιο αυτό δικαστήριο, συνεκδικάστηκαν εκ νέου η από ...2014 (αριθ. έκθ. κατάθ. 133902/5866/2014) και από 27-1-2014 (αριθ. έκθ. κατάθ. 676/2014), αγωγές, απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ' ουσία η, από ...2014 (αριθ. έκθ. κατάθ. 133902/5866/2014), αγωγή, ενώ έγινε δεκτή κατά ένα μέρος ως βάσιμη κατ' ουσία η, από 27-1-2014 (αριθ. έκθ. κατάθ. 676/2014), αγωγή, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της. Κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1α' του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 1/2016, Ολ.ΑΠ 2/2013). Με τον ως άνω λόγο αναίρεσης, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσία (Ολ.ΑΠ 2/2021, Ολ.ΑΠ 3/2020, Ολ.ΑΠ 27 και 28/1998, ΑΠ 224/2023, ΑΠ 10/2020). Ειδικότερα στη περίπτωση της κατ` ουσία έρευνας της υπόθεσης από το δικαστήριο που εξέδωσε τη προσβαλλόμενη απόφαση, για το ορισμένο του ανωτέρω από τον αριθμό 1 εδ. α` του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, πρέπει και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 118 παρ. 4, 562 παρ. 2, 566 παρ. 1, 577 παρ. 3, 578 του ΚΠολΔ, να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο: α) η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το περιεχόμενο αυτής, β) οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά (ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού) και θεμελίωσαν την κρίση του δικαστηρίου ως προς τη βασιμότητα ή μη της αγωγής ή του ισχυρισμού και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλουμένη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου γ) το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία ή την εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, δηλ. η αποδιδόμενη με τον λόγο αναίρεσης πλημμέλεια και η διαγνωσθείσα βάση αυτής έννομη συνέπεια (Ολ.ΑΠ 1/2016, Ολ.ΑΠ 2/2013, ΑΠ 58/2023, ΑΠ 1198/2023, ΑΠ 325/2022, ΑΠ 57/2022, ΑΠ 81/2020, ΑΠ 109/2020). Με το λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 549/2022, ΑΠ 257/2020, ΑΠ 508/2020, ΑΠ 52/2019, ΑΠ 551/2018). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. β' του ΚΠολΔ ορίζεται ότι, η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ` αυτούς. Ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται οι γενικές και αφηρημένες αρχές που αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις που έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο είτε για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδίως όταν αυτός περιέχει αόριστες νομικές έννοιες, δηλ. για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών, είτε για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν κατά το άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ (Ολ.ΑΠ 8/2005). Όμως η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του εδ. β` του αριθ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ιδρύει τον προβλεπόμενο απ` αυτήν αναιρετικό λόγο, μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την ερμηνεία κανόνος δικαίου για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας αυτού, ιδίως όταν ο κανόνας δικαίου περιέχει νομικές έννοιες ή για την υπαγωγή ή όχι στον κανόνα αυτό των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς. Αντίθετα, όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να διαγνώσει αν συντρέχουν ή όχι τα εκάστοτε αποδεικτέα περιστατικά ή για να εκτιμήσει την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων, δεν στοιχειοθετείται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 2/2008, Ολ.ΑΠ 8/2005, ΑΠ 224/2023, ΑΠ 1493/2022, ΑΠ 1053/2021, ΑΠ 551/2020, ΑΠ 79/2018). Για να είναι δε ορισμένος ο σχετικός λόγος αναίρεσης, πρέπει να προσδιορίζονται στο αναιρετήριο: α) τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας που δεν χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα από το δικαστήριο της ουσίας, β) ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου για την ερμηνεία ή εφαρμογή του οποίου έγινε ή δεν έγινε εσφαλμένη χρήση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, γ) η φερόμενη ως εσφαλμένη έννοια που αποδόθηκε από το δικαστήριο της ουσίας στο συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, όπως προκύπτει από τα διδάγματα της κοινής πείρας που το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε ή δεν εφάρμοσε και δ) η προβαλλόμενη ως ορθή έννοια του ίδιου κανόνα δικαίου, η οποία προκύπτει από τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας που η απόφαση δεν χρησιμοποίησε ή χρησιμοποίησε εσφαλμένα. Διαφορετικά, ο λόγος αναίρεσης είναι αόριστος και απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 164/2021, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 70/2020, ΑΠ 555/2019, ΑΠ 515/2018, ΑΠ 755/2018, ΑΠ 704/2017). Στη περίπτωση δε που η προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε επί της ουσίας, πρέπει να παρατίθενται και οι σχετικές παραδοχές αυτής, όπου η επικαλούμενη ως άνω παράβαση (ΑΠ 1230/2023, ΑΠ 109/2020). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α' του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία" ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (Ολ.ΑΠ 1/2020, Ολ.ΑΠ 2/2019, Ολ.ΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι τη κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ.ΑΠ 15/2006, ΑΠ 6/2022, ΑΠ 1217/2020). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες(ΑΠ 453/2022, ΑΠ 1217/2020). Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΑΠ 68/2020, ΑΠ 12/2020, ΑΠ 1217/2020). Για να είναι δε ορισμένος ο πιο πάνω αναιρετικός λόγος πρέπει να διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αναίρεσης: α) η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το περιεχόμενο αυτής, β) οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, γ) ο ισχυρισμός και τα περιστατικά, οι οποίοι προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό, εφόσον αυτή δεν είναι αυτονόητη, δ) η εξειδίκευση της πλημμέλειας του δικαστηρίου της ουσίας, αν πρόκειται, δηλαδή για παντελή έλλειψη αιτιολογίας ή ποίες είναι οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (Ολ.ΑΠ 20/2005, ΑΠ 58/2023, ΑΠ 325/2022, ΑΠ 57/2022, ΑΠ 64/2022, ΑΠ 68/2022, ΑΠ 1096/2021, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 550/2017). Σε αμφότερες τις περιπτώσεις (άρθρ. 559 αριθ. 1α' και 19), δεν αρκεί η μνεία μεμονωμένων και αποσπασματικών παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης κατ` επιλογή του αναιρεσείοντος, αλλά πρέπει να αναφέρεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά με τη προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία η προσβαλλόμενη κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα (Ολ.ΑΠ 28/1998, ΑΠ 58/2023, ΑΠ 57/2022, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 22/2020). Επομένως, η έκθεση των παραδοχών αυτών στο αναιρετήριο με πληρότητα και όχι αποσπασματικά είναι αναγκαία για να μπορεί να ελεγχθεί από το περιεχόμενό του αν η αποδιδόμενη στην απόφαση παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό (Ολ.ΑΠ 1/2016, 2/2013, 20/2005, ΑΠ 58/2023, ΑΠ 1198/2023, ΑΠ 109/2020). Συνακόλουθα η ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου (άρθ. 559 αριθ. 1α' και 19 του ΚΠολΔ), οσάκις το δικαστήριο ερεύνησε την υπόθεση κατ` ουσία, πρέπει να προκύπτει από τη διατυπωθείσα προς στήριξη του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού αυτής, δηλαδή από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας επί των ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στη κρίση περί παραδοχής ή απόρριψης της αγωγής, της ένστασης ή της αντένστασης (ΑΠ 1198/2023, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 319/2017, ΑΠ 1420/2013) και κατά τούτο συνιστούν, κατά τα ήδη προεκτεθέντα, στοιχεία του ορισμένου του προβαλλόμενου στο αναιρετήριο σχετικού λόγου αναίρεσης. Αυτό διότι ο Άρειος Πάγος για τη διαπίστωση της παράβασης, ελέγχει μόνο τη προσβαλλόμενη απόφαση και όχι το περιεχόμενο άλλων εγγράφων ή αποφάσεων και συνεπώς, η έκθεση αυτή, είναι αναγκαία προκειμένου να αποβεί εφικτός ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, συνακόλουθα, δε, και ο έλεγχος του διατακτικού της απόφασης, από το οποίο εξαρτάται, τελικά, η ευδοκίμηση της αναίρεσης. Η κατά τα άνω αοριστία του αναιρετικού λόγου δεν μπορεί να θεραπευθεί με παραπομπή σε άλλα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης (Ολ.ΑΠ 27/1998, Ολ.ΑΠ 32/1996, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 1217/2020, ΑΠ 24/2019), ούτε και με τις πριν τη συζήτηση της αναίρεσης κατατεθείσες προτάσεις του αναιρεσείοντος. Με το λόγο αυτόν, δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου (Ολ.ΑΠ 57/1990, ΑΠ 1217/2020). Στην ερευνώμενη υπόθεση, οι αναιρεσείοντες, αποδίδουν στη προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες, με τους διατυπούμενους αριθμητικά 1 εδ. α', β', 8, 10, 11, 12, 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγους αναίρεσης και ειδικότερα με τους πρώτο, τρίτο, τέταρτο, έκτο και έβδομο λόγους αναίρεσης, αποδίδεται ότι, προκειμένου το Εφετείο να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα περί αποκλειστικής υπαιτιότητας στο ένδικο ατύχημα του πρώτου ενάγοντος της από ...2014 αγωγής και ήδη πρώτου αναιρεσείοντος Γ. Κ., οδηγού του με αριθ. κυκλοφορίας ... ιδιωτικής χρήσης επιβατηγού αυτοκινήτου, με τη παραδοχή ότι "όταν αυτός, έφθασε στο ύψος του προπορευόμενου υπ' αρ. κυκλ. ... I.X.Ε. αυτοκινήτου, επιχείρησε να επαναφέρει το υπ' αρ. ... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητό του στο αρχικό ρεύμα πορείας του και ενήργησε δεξιό ελιγμό αυτού, για να εισέλθει στο αρχικό ρεύμα πορείας του. Κατά την διενέργεια, όμως, του ως άνω ελιγμού επαναφοράς, το υπ' αρ. κυκλ. ... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητό του προσέκρουσε, με την εμπρόσθια, δεξιό, γωνία του, στο εμπρόσθιο τμήμα, της αριστερής πλευράς του προπορευόμενου υπ' αρ. κυκλ. ... Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, το οποίο εξακολουθούσε να κινείται εντός του ρεύματος πορείας του (προς Κόρινθο), στο αριστερό τμήμα αυτού, πλησίον της διπλής συνεχούς διαχωριστικής γραμμής των δύο ρευμάτων κυκλοφορίας", υπέπεσε στη πλημμέλεια από τους αριθ. 1 εδ. α', β' και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, συνιστάμενη στην εσφαλμένη ερμηνεία του αποδεικτικού υλικού και παραβίασης των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ενώ με τη μη κατάγνωση αποκλειστικής υπαιτιότητας (αμέλειας) στη πρώτη αναιρεσίβλητη οδηγό του με αριθ. κυκλοφορίας ... ιδιωτικής χρήσης επιβατηγού αυτοκινήτου, υπέπεσε στη πλημμέλεια "της παραβίασης των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 1, 19 παρ.1, 4 και 21 παρ. 1, 2 του ΚΟΚ". Οι προαναφερθέντες λόγοι, από τους αριθμούς 1 εδ. α' και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, κρίνονται απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, λόγω της αοριστίας τους, η οποία καθιστά, εν προκειμένω, ανέφικτο τον αναιρετικό τους έλεγχο. Αυτό δε διότι, για τη θεμελίωση των λόγων αυτών, δεν διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο, με πληρότητα, όπως είναι αναγκαίο, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες νομικές σκέψεις, οι κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, επί ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το εν λόγω δικαστήριο ως θεμελιωτικά της κρίσης του για την αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου αναιρεσείοντος οδηγού στο ένδικο ατύχημα και την έλλειψη οποιασδήποτε συντρέχουσας αμέλειας της πρώτης αναιρεσίβλητης οδηγού σε αυτό, υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παραβίαση των ως άνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου, ούτε εκθέτουν σε τι συνίσταται η παραβίαση αυτή, ούτως ώστε να ερευνηθεί η συνδρομή ή μη του εκ του αριθμού 1εδ. α' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, ούτε επισημαίνονται στο αναιρετήριο με βάση τις σχετικές κρίσιμες παραδοχές (μη κατά τα προεκτεθέντα διαλαμβανόμενες) οι κατά τους αναιρεσείοντες υπάρχουσες ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτως ώστε να ερευνηθεί η συνδρομή ή μη του εκ του αριθ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, παρά μόνο ελάχιστα αποσπάσματα αυτής, τα οποία επέλεξαν, κατά το δοκούν, οι αναιρεσείοντες, αλλά με βάση αυτά και μόνο δεν είναι εφικτός ο έλεγχος της βασιμότητάς τους. Ειδικότερα, οι αναιρεσείοντες, αφού παραθέτουν στους πιο πάνω αναιρετικούς λόγους μόνο τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 1, 19 παρ.1, 4 και 21 παρ. 1, 2 του Κ.Ο.Κ., που φέρονται ότι παραβιάσθηκαν από τη πρώτη αναιρεσίβλητη, περιορίζονται στο να παραθέσουν τους λόγους για τους οποίους, κατ`αυτούς, εσφαλμένα το Εφετείο έκρινε τον πρώτο αναιρεσείοντα Γ. Κ., οδηγό του με αριθ. κυκλοφορίας ... ιδιωτικής χρήσης επιβατηγού αυτοκινήτου, αποκλειστικά υπαίτιο του ένδικου ατυχήματος, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς τους περί έλλειψης υπαιτιότητας αυτού και αποκλειστικής υπαιτιότητας της πρώτης αναιρεσίβλητης Α. Κ., οδηγού του με αριθ. κυκλοφορίας ... ιδιωτικής χρήσης επιβατηγού αυτοκινήτου. Η παράθεση δε πραγματικών ισχυρισμών περιορίζεται στο να διαλάβουν στους ως άνω αναιρετικούς λόγους μόνο το συμπέρασμα της προσβαλλόμενης απόφασης, με το οποίο απορρίφθηκαν ως κατ` ουσία αβάσιμοι οι ως άνω ισχυρισμοί αυτών, το οποίο αιτιώνται ως εσφαλμένο (ΑΠ 1230/2023, ΑΠ 22/2020). Και αυτό ανεξάρτητα του ότι με τις αιτιάσεις τους στο σύνολό τους οι αναιρεσείοντες δεν πλήττουν τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά πλήττουν μόνο την αξιολόγηση και εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και ειδικότερα των εγγράφων που το δικαστήριο έλαβε υπόψη για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα (ΑΠ 208/2020) και την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων από το δικαστήριο της ουσίας, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1198/2023, 1226/2023, ΑΠ 1442/2021, ΑΠ 319/2017). Σε κάθε περίπτωση η προσβαλλόμενη ρητά αναφέρει στη σελίδα 12 και 16 αυτής, ότι συνεκτίμησε και τα έγγραφα, που είχαν προσκομιστεί στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο από τους διαδίκους, ενώ παγίως γίνεται δεκτό από τη νομολογία, ότι το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να αξιολογήσει ειδικά τα αποδεικτικά μέσα, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του, πλην των εξαιρέσεων επί ενόρκου βεβαιώσεων και πραγματογνωμοσύνης, περίπτωση που δεν πρόκειται στην ένδικη υπόθεση και αρκεί η γενική, κατά κατηγορία των αποδεικτικών μέσων, αναφορά ότι αυτά έχουν ληφθεί υπόψη (ΑΠ 208/2020, ΑΠ 425/2019, ΑΠ 151/2017), όπως θα αναφερθεί και παρακάτω. Ο δε λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 εδ. β` του ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται στη προσβαλλόμενη η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη της τα διδάγματα της κοινής πείρας για την απόδειξη και εκτίμηση του προσκομισθέντος από αυτούς (αναιρεσείοντες) αποδεικτικού υλικού, το οποίο αν το δικαστήριο της ουσίας λάμβανε υπόψη του θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι αποκλειστικά υπαίτια του ένδικου ατυχήματος ήταν η πρώτη αναιρεσίβλητη οδηγός, παραβιάζοντας τους κανόνες της κυκλοφορίας καθόσον "η παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης ότι δηλαδή το προπορευόμενο όχημα υπ' αρ. κυκλ. ... Ι.Χ.Ε. φέρει χτύπημα στην εμπρόσθια αριστερή πλευρά και αντίστοιχα το υπ' αρ. κυκλ. ... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο του πρώτου ημών φέρει χτύπημα στην εμπρόσθια δεξιά γωνία του, αποτελεί πλήρη απόδειξη του ισχυρισμού μας ότι το προπορευόμενο όχημα έστριψε αριστερά και κάθετα στο αντίθετο ρεύμα προκειμένου να εισέλθει παρανόμως εντός του προαυλίου χώρου της παρακείμενης της οδού εταιρείας εμπορίας οπωροκηπευτικών "..." με αποτέλεσμα να επέλθει η σύγκρουση στην ΕΜΠΡΟΣΘΙΑ αριστερή πλευρά του υπ' αρ. κυκλ. ... Ι.Χ.Ε. και στην εμπρόσθια δεξιά γωνία του υπ' αρ. ... Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου του πρώτου ημών. Σε διαφορετική περίπτωση και συγκεκριμένα στην εκδοχή που έκανε δεκτή το Δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ήτοι ότι ο πρώτος ημών ενήργησε δεξιό ελιγμό αυτού για να εισέλθει στο αρχικό ρεύμα πορείας του. Κατά την διενέργεια, όμως, του ως άνω ελιγμού επαναφοράς, το υπ' αρ. κυκλ. ... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητό του προσέκρουσε, με την εμπρόσθια δεξιά γωνία του, στο εμπρόσθιο τμήμα της αριστερή πλευράς του προπορευόμενου υπ' αρ. κυκλ. ... Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, το οποίο εξακολουθούσε να κινείται εντός του ρεύματος πορείας του (προς Κόρινθο), η πρόσκρουση θα έπρεπε να είχε συντελεσθεί με την (πίσω) πλαϊνή δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου μου και στην αριστερή πλευρά του προπορευόμενου οχήματος υπ' αρ. κυκλ. ... Ι.Χ.Ε...", πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφενός διότι οι επικαλούμενες αιτιάσεις κατά τον οικείο αναιρετικό λόγο αναφέρονται ευθέως στην απόδειξη κρίσιμων γεγονότων και στην εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, οι οποίες όμως δεν υπόκεινται σε αναιρετικό έλεγχο (άρθρ. 561 παρ.1 του ΚΠολΔ)(ΑΠ 1226/2023), αφετέρου δε λόγω αοριστίας, εφόσον δεν εκτίθεται στο αναιρετήριο ποια διδάγματα κοινής πείρας εσφαλμένα δεν εφαρμόσθηκαν από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και ποιος είναι ο (οι) αντίστοιχος (οι) κανόνας (κανόνες) ουσιαστικού δικαίου, για την ερμηνεία ή εφαρμογή του οποίου (των οποίων) δεν έγινε χρήση των διδαγμάτων της κοινής πείρας για την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας στον κανόνα (κανόνες) αυτό (αυτούς), ούτε επίσης διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 του ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι αόριστοι, απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί, ούτε όμως και οι λόγοι έφεσης που αφορούν ισχυρισμούς αρνητικούς της αγωγής (ΑΠ 1101/2023, ΑΠ 1051/2023, ΑΠ 1209/2023, ΑΠ 163/2022, ΑΠ 194/2021). Δεν ιδρύεται, δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, ως απαράδεκτο ή αβάσιμο, γεγονός που σημαίνει ότι τον έλαβε υπόψη (Ολ.ΑΠ 14/2004, ΑΠ 1209/2023, ΑΠ 14/2021, ΑΠ 15/2021, ΑΠ 595/2020, ΑΠ 1106/2019), ανεξάρτητα αν ύστερα από την εκτίμησή του καταλήξει σε έστω και εσφαλμένη για τα "πράγματα" κρίση, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 1209/2023, ΑΠ 554/2020, ΑΠ 677/2015), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΑΠ 1209/2023, ΑΠ 3/2021, ΑΠ 694/2020, ΑΠ 90/2019) ή στη περίπτωση που το δικαστήριο τον απέρριψε ακόμη και σιωπηρώς, όταν είναι φανερό ότι όντως τον απέρριψε (ΑΠ 163/2022, ΑΠ 98/2020, ΑΠ 7/2020). Για να είναι ορισμένος ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτόν "τα πράγματα", που παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη το δικαστήριο, παρότι είχαν προταθεί νομίμως από τον αναιρεσείοντα, καθώς και τα στοιχεία εκείνα από τα οποία θα κρινόταν αν τα "πράγματα" είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 804/2023, ΑΠ 855/2022, ΑΠ 161/2017, ΑΠ 173/2017, ΑΠ 99/2016). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ, ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο όρος "πράγματα" είναι ταυτόσημος του αντίστοιχου όρου του άρθρου 559 αριθ. 8 του ΚΠολΔ, όπως αυτός αναλύθηκε παραπάνω δηλαδή θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, από ποία αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξή του γι' αυτά, όχι όμως και οι αρνητικοί, των ουσιωδών κατά τα άνω ισχυρισμών, ισχυρισμοί του διαδίκου ή τα επιχειρήματα των διαδίκων ή τα συμπεράσματα του δικαστηρίου και των διαδίκων από την εκτίμηση των αποδείξεων. Ο ανωτέρω λόγος θεμελιώνεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται "πράγματα", χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξή του γι` αυτά. Δεν απαιτείται όμως η επί μέρους αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ή η εξειδίκευση των εγγράφων, ούτε η ιδιαίτερη αναφορά των εγγράφων που λήφθηκαν υπόψη για άμεση ή έμμεση απόδειξη και μάλιστα σε σχέση με συγκεκριμένο ισχυρισμό, προκειμένου το δικαστήριο της ουσίας να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα (Ολ.ΑΠ 25/2003, Ολ.ΑΠ 3/1997, ΑΠ 605/2023, ΑΠ 23/2023, ΑΠ 1209/2023, ΑΠ 18/2021, ΑΠ 255/2020). Ο λόγος είναι αβάσιμος, αν από την απόφαση του δικαστηρίου προκύπτει ότι στο αποδεικτικό του πόρισμα τούτο στηρίχτηκε στις αποδείξεις που προσήχθησαν, χωρίς να είναι ανάγκη να αξιολογεί ή να αντικρούει, ειδικά, κάθε αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 23/2023, ΑΠ 1101/2023, ΑΠ 1209/2023, ΑΠ 1343/2022, ΑΠ 454/2022, ΑΠ 1525/2021, ΑΠ 799/2020). Στην ερευνώμενη υπόθεση, οι αναιρεσείοντες, με τον πέμπτο αναιρετικό λόγο, προσάπτουν στη προσβαλλόμενη απόφαση τη πλημμέλεια από τους αριθμούς 8 εδ. α', β' και 10, αντίστοιχα, του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με τις αιτιάσεις, κατ' εκτίμηση του νοηματικού τους περιχεομένου, ότι "εσφαλμένα και χωρίς καμία αιτιολογία στο σκεπτικό της η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έκρινε ότι τάχα ο πρώτος ημών είχα ταχύτητα 120 χλμ ανά ώρα καίτοι κάτι τέτοιο από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν υποστηρίζεται αλλά ούτε και αποτέλεσε ισχυρισμό κάποιου διαδίκου". Ο λόγος αυτός, από τους αριθ. 8 και 10 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, κρίνεται απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν ο επικαλούμενος από τους αναιρεσείοντες ισχυρισμός δεν συνιστά "πράγμα" κατά την έννοια από τους ως άνω αριθμούς του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αλλά επιχείρημα αναγόμενο στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, που έχει εξαχθεί από αυτές, υπό την επίφαση δε της αναιρετικής πλημμέλειας από τους λόγους αυτούς, προβάλλεται αιτίαση για τη, κατ` άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση, το συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο, ως προς τις οποίες οι αναιρεσείοντες έχουν διαφορετική ουσιαστική προσέγγιση. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο λόγος από τον αριθ. 10 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος, αφού από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι για το σχηματισμό του ως άνω πορίσματός του, το Εφετείο έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία ειδικά μνημονεύονται σ` αυτήν, τα οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι και τα οποία συνεκτιμήθηκαν, δηλαδή μαρτυρικές καταθέσεις, έγγραφα, φωτογραφίες (σελ. 12 και 16), χωρίς να δεχθεί πράγματα ως αληθινά χωρίς απόδειξη και συνεπώς δεν υπέπεσε στην από τον αριθ. 10 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ προβαλλόμενη πλημμέλεια, ενώ ο λόγος αναίρεσης με τον οποίο οι αναιρεσείοντες, με αριθμητική απλώς μνεία, επικαλούνται τη πλημμέλεια από τον αριθ. 12 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, χωρίς την παράθεση αντίστοιχου πραγματικού, είναι απορριπτέος ως αόριστος (ΑΠ 804/2023, ΑΠ 1230/2023, ΑΠ 235/2019, ΑΠ 209/2019, ΑΠ 1186/2012). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ' του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει τη κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ' αυτά, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που με επίκληση προσκομίστηκαν νόμιμα από τους διαδίκους (Ολ.ΑΠ 8/2016, Ολ.ΑΠ 2/2008, ΑΠ 1230/2023, ΑΠ 136/2022, ΑΠ 83/2021, ΑΠ 50/2020). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 380/2023, ΑΠ 889/2020, ΑΠ 498/2018, ΑΠ 208/2018). Στην ερευνώμενη υπόθεση, οι αναιρεσείοντες με το δεύτερο, κατ' εκτίμηση του νοηματικού του περιεχομένου, λόγου της αίτησης αναίρεσης αποδίδουν στη προσβαλλόμενη απόφαση τη πλημμέλεια από τον αριθμό 11 περ. γ` του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι δεν έλαβε υπόψη και δεν αξιολόγησε τα νομίμως προσκομισθέντα έγγραφα και ειδικότερα: α) την από ...2012 έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος, β) το πρόχειρο σχεδιάγραμμα του Τμήματος Τροχαίας ..., γ) τη σχηματισθείσα ποινική δικογραφία, δ) τις φωτογραφίες του τόπου του ατυχήματος και ε) τη με αριθ. 249/2018 έφεση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών ... κατά της με αριθ. 1289/2018 αθωωτικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ..., με την οποία αθωώθηκε η πρώτη αναιρεσίβλητη για σωματική βλάβη από αμέλεια και τις εμπεριεχόμενες στην ως άνω αθωωτική απόφαση μαρτυρικές καταθέσεις, από τα οποία (έγγραφα) συνάγεται αντίθετο πόρισμα ως προς τις συνθήκες τέλεσης του ένδικου αυτοκινητικού ατυχήματος (κίνηση οχημάτων, συνθήκες οδού) και την υπαιτιότητα των εμπλακέντων σε αυτό οδηγών των αυτοκινήτων. Όπως όμως προκύπτει από την ενυπάρχουσα στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης διαβεβαίωση ότι συνεκτιμήθηκαν "οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού και όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα έγγραφα της σχετικής σχηματισθείσας προανακριτικής δικογραφίας.....", σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενό της, καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι το Εφετείο για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα περί των συνθηκών τέλεσης του ένδικου ατυχήματος και την αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου αναιρεσείοντος οδηγού σε αυτό, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις και τα παραπάνω φερόμενα ως αγνοηθέντα έγγραφα, χωρίς να υποχρεούται το Δικαστήριο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση αυτών και καθενός εγγράφου, με την επισημείωση ότι στη προσβαλλόμενη απόφαση γίνεται ρητή αναφορά και περιγράφονται τα συναγόμενα από τα εν λόγω έγγραφα συμπεράσματα και ειδικότερα στη σελίδα 16 γίνεται ρητή αναφορά στο από ...2012 πρόχειρο σχεδιάγραμμα του τόπου του ένδικου ατυχήματος, που έχει συντάξει ο ανθυπαστυνόμος Ε. Ι., στην, με ίδια ημερομηνία, έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος, που έχει συντάξει ο ως άνω ανθυπαστυνόμος, στις φωτογραφίες του τόπου του ένδικου ατυχήματος, οι οποίες λήφθηκαν από τους επιληφθέντες αστυνομικούς αμέσως μετά από αυτό, η δε μη ειδικότερη αναφορά στην ως άνω επικαλούμενη έφεση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών ... κατά της με αριθ. 1289/2018 αθωωτικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ..., με την οποία αθωώθηκε η πρώτη αναιρεσίβλητη για σωματική βλάβη από αμέλεια, δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο. Ειδικότερα δε, η εμπεριεχόμενη στον ως άνω λόγο αιτίαση ότι το Εφετείο δεν εκτίμησε τις περιεχόμενες στη με αριθ. 1289/2018 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ..., μαρτυρικές καταθέσεις, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί η αιτίαση αυτή, αναγόμενη στη στάθμιση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και την εκτίμηση αυτών που κατέθεσαν, δεν μπορούν να θεμελιώσει λόγο αναίρεσης (ΑΠ 1051/2023). Επομένως, το Εφετείο δεν υπέπεσε στην επικαλούμενη με τον ως άνω λόγο αναίρεσης πλημμέλεια από τον αριθμό 11 εδ. γ`του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, δηλ. της μη λήψης υπόψη αποδεικτικού μέσου νομίμως προσκομισθέντος και επικληθέντος. Η, δια του ερευνώμενου δε λόγου, προβαλλόμενη περαιτέρω αιτίαση ότι από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα συνάγεται αντίθετο πόρισμα από εκείνο που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, κρίνεται απαράδεκτη καθόσον, με την επίκλησή της πλήττεται η ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αναιρετικά αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην ως άνω νομική σκέψη.
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 20 του KΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο. Ο παραπάνω λόγος αναίρεσης, για παραμόρφωση του περιεχομένου αποδεικτικού, κατά την έννοια των άρθρων 339 και 342 επ. του KΠολΔ, εγγράφου, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας υποπίπτει, ως προς το έγγραφο, σε σφάλμα ανάγνωσής του, όταν δηλαδή αποδίδει στο έγγραφο περιεχόμενο καταδήλως διαφορετικό από αυτό που πράγματι έχει, δηλαδή, ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διάφορα από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει και, στη συνέχεια, εξαιτίας της παραμόρφωσης αυτής, καταλήγει σε αποδεικτικό πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα, ως προς πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, στηρίζοντας την κρίση του αποκλειστικά ή κυρίως στο έγγραφο που κατά τον τρόπο αυτό παραμορφώθηκε. Επομένως, δεν ιδρύεται ο αναιρετικός αυτός λόγος, όταν το δικαστήριο της ουσίας, ενώ αναγιγνώσκει ορθώς, όπως αυτό έχει, το περιεχόμενο του εγγράφου, εκτιμά ακολούθως αυτό κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ως ορθό, αφού η εκτίμησή του αυτή είναι, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του KΠολΔ, αναιρετικώς ανέλεγκτη, αλλά ούτε και όταν το Δικαστήριο της ουσίας, ακόμη και αν παραμόρφωσε το έγγραφο, περιορίσθηκε να το συνεκτιμήσει με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να προσδώσει ιδιαίτερη βαρύτητα σε αυτό για το σχηματισμό της κρίσης του, χωρίς, δηλαδή, να στηρίξει το αποδεικτικό πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο σε αυτό (Ολ.ΑΠ 2/2008, ΑΠ 70/2022, ΑΠ 78/2022, ΑΠ 8/2021, ΑΠ 1135/2021, ΑΠ 1182/2021). Ο ίδιος λόγος αναίρεσης, για να είναι ορισμένος, θα πρέπει στο αναιρετήριο να προσδιορίζεται μεταξύ άλλων: α) το αληθινό περιεχόμενο του φερόμενου ως παραμορφωθέντος εγγράφου, κατά λέξη παρατιθέμενου, β) το διαφορετικό περιεχόμενο που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι έχει το έγγραφο αυτό, ούτως ώστε από τη σύγκριση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, με εκείνο που φέρεται να δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση να υπάρχει η δυνατότητα κρίσης από τον Άρειο Πάγο περί της ύπαρξης διαγνωστικού σφάλματος κατά την ανάγνωση του εγγράφου, γ) ο ουσιώδης πραγματικός ισχυρισμός για την απόδειξη ή την ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το έγγραφο, δ) η επιρροή που είχε η λανθασμένη ανάγνωση του εγγράφου στο διατακτικό της απόφασης, δηλαδή το επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο, εξαιτίας της παραμόρφωσης του εγγράφου και ε) να εκτίθεται (ή να προκύπτει) ότι πρόκειται για έγγραφο από εκείνα που προβλέπονται στα άρθρα 339 ή 432 του ΚΠολΔ (ΑΠ 14/2022, ΑΠ 816/2022). Στην ερευνώμενη υπόθεση, οι αναιρεσείοντες, με την αριθμητική απλώς επίκληση της παραπάνω διάταξης του αριθμού 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αποδίδουν, με το πρώτο αναιρετικό λόγο στη προσβαλλόμενη απόφαση, τη πλημμέλεια της παραμόρφωσης του περιεχομένου εγγράφου και ειδικότερα, προβάλλουν την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη παραμόρφωσε το περιεχόμενο της από ...2012 έκθεσης αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος του Ανθ/μου του Τ.Τ. ... Ι. Ε., με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Ο λόγος αυτός, είναι απαράδεκτος διότι με αυτόν, δεν αποδίδεται διαγνωστικό σφάλμα ως προς το αληθινό περιεχόμενο του εν λόγω αποδεικτικού εγγράφου δηλαδή λάθος κατά την ανάγνωση, αλλά σφάλμα ως προς την εκτίμηση του περιεχομένου του, που δεν ιδρύει τον άνω αναιρετικό λόγο, ανεξαρτήτως του ότι, όπως προκύπτει από τη προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ανέγνωσε και συνεκτίμησε το εν λόγω έγγραφο μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις που προσκόμισαν οι διάδικοι, χωρίς να στηρίξει την κρίση του μόνο σ` αυτό ή κυρίως σ` αυτό. Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί αναφέρεται στην εκτίμηση του περιεχομένου του πιο πάνω εγγράφου για τη συναγωγή, από το Εφετείο, αποδεικτικού συμπεράσματος, διαφόρου από εκείνο που θεωρούν ορθό οι αναιρεσείοντες, στη περίπτωση δε αυτή πρόκειται για πλημμέλεια αναγόμενη αποκλειστικά στη κυριαρχική εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία εκφεύγει καθεαυτή από τον αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1630/2023, ΑΠ 1170/2022). Μετά από αυτά, πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή του, κατατεθέντος για την άσκηση αυτής, παραβόλου, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ όπως ισχύει και εφαρμόζεται στη προκειμένη υπόθεση μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που ισχύει, κατ' άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού, για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από 1-1-2016) και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176, 180, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 31-8-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. 6537/730/1-9-2022), αίτηση για αναίρεση της με αριθ. 5101/2020 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, που κατέθεσαν οι αναιρεσείοντες, για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης, στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Απριλίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Μαΐου 2024.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ