
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 753 / 2024    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 753/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Κλεόβουλο - Δημήτριο Κοκκορό - Εισηγητή και Παναγιώτα Γκουδή - Νινέ, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 27 Νοεμβρίου 2023, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) εταιρείας με την επωνυμία «Κ. Β. - Β. - Ε. & Κ. Ε. «Μ., που εδρεύει στην Α. Κ. και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Μ. Τ. του Α., κατοίκου Α. Κ.. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Τσίκλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσιβλήτου: εταιρείας με την επωνυμία "Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος υπό ειδική εκκαθάριση", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από την εταιρεία με την επωνυμία «P. Ε. Ε. Ε. Α. Ε. Ε. Ε. Π. Ι.", που εδρεύει στο Χ. Α. και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αθανασία Βρυώνη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-12-2009 ανακοπή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κέρκυρας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 132/2019 του ίδιου Δικαστηρίου και 3/2021 του Τριμελούς Εφετείου Κέρκυρας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 6-7-2021 αίτησή τους και τους από 10-11-2021 προσθέτους αυτής λόγους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία υπ' αριθ. 3/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κέρκυρας, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση της καθ' ης η ανακοπή και ήδη αναιρεσίβλητης κατά της υπ' αριθ. 132/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κέρκυρας και αφού εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση απορρίφθηκε η ανακοπή των αναιρεσειόντων, με την οποία ζητούσαν την ακύρωση της υπ' αριθ. ... διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κέρκυρας και της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπευδόταν με αυτή. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα [άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ] και, συνεπώς, είναι παραδεκτή [άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ] και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τους λόγους της [άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ]. Κατά το άρθρο 569 § 2 εδ.α'και β' ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 37 του ν. 4842/2021, το οποίο κατά τη διάταξη της παρ.2β του άρθρου 116 του ιδίου νόμου, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 21 § 2 του ν. 4912/2022, εφαρμόζεται και επί των εκκρεμών ένδικων μέσων, οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης ως προς τα ίδια κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης και τα κεφάλαια εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά, ασκούνται μόνο με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου τριάντα τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 281, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση, και αντίγραφο του οποίου επιδίδεται μέσα την ίδια προθεσμία στον αναιρεσίβλητο και στους άλλους διαδίκους. Σύμφωνα δε με το άρθρο 281 Κ.Πολ.Δ., συζήτηση της υπόθεσης θεωρείται εκείνη κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της, ανεξάρτητα από το αν το δικαστήριο άρχισε ή όχι να εξετάζει την ουσία της. Από το συνδυασμό της ως άνω διάταξης του άρθρου 569 ΚΠολΔ προς τις διατάξεις του άρθρου 577 παρ. 1 και 2 του ίδιου κώδικα, που εφαρμόζονται αναλογικά και για τους πρόσθετους λόγους και που ορίζουν ότι το δικαστήριο πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναίρεσης και αν η αναίρεση δεν ασκήθηκε νόμιμα ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή, ο Άρειος Πάγος την απορρίπτει αυτεπαγγέλτως, προκύπτει ότι αν δεν τηρήθηκαν και οι δύο προϋποθέσεις της άσκησης των πρόσθετων λόγων, δηλαδή κατάθεση του δικογράφου αυτών, τριάντα τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναίρεσης και επίδοση αυτού στον αναιρεσίβλητο πριν από την ίδια προθεσμία, ο Άρειος Πάγος απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως τους πρόσθετους λόγους ως απαράδεκτους, αποτέλεσμα το οποίο επιφέρει και η μη προσκομιδή εκθέσεως επιδόσεως από την οποία να προκύπτει η εντός της οριζόμενης ως άνω προθεσμίας (εμπρόθεσμη) επίδοση των ασκηθέντων προσθέτων λόγων (ΑΠ 158/2020, ΑΠ 476/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, ως ημέρα συζήτησης της ανωτέρω αίτησης αναίρεσης, ενώπιον του Α2 Τμήματος του Αρείου Πάγου ορίστηκε η αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος [27-11-2023], οι δε αιτούντες άσκησαν προσθέτους λόγους με το από 10-11-2021 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Αρείου Πάγου την 4-8-2022, δηλαδή τριάντα τουλάχιστον ημέρες πριν από την ως άνω ορισθείσα δικάσιμο. Όμως, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι επιδόθηκαν οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι στην αναιρεσίβλητη τουλάχιστον τριάντα πλήρεις ημέρες πριν από την ορισθείσα δικάσιμο, αφού ναι μεν οι αναιρεσείοντες επικαλούνται ότι επέδωσαν νομότυπα τους πρόσθετους λόγους αναίρεσης με τις αναφερόμενες εκθέσεις επίδοσης, πλην όμως δεν προσκομίζουν τις εκθέσεις αυτές που αποδεικνύουν τη νομότυπη και εμπρόθεσμη επίδοση των λόγων αυτών. Επομένως, οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης είναι απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν.
Κατά το άρθρο 30 παρ.1 ν. 2789/2000, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 42 παρ. 1 ν. 2912/2001: "Κατ' εξαίρεση των κειμένων διατάξεων, η υφιστάμενη συνολική οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, που έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα και οι σχετικές συμβάσεις έχουν καταγγελθεί ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, έχουν κλείσει οριστικά ή, αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η απαίτηση έχει καταστεί εν όλω ή εν μέρει ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά τη σύμβαση ή το νόμο, μέχρι 31-12-2000 δεν δύναται να υπερβεί τα παρακάτω πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων των περισσότερων δανείων ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα (1) έτος μετά τη λήψη του ποσού της τελευταίας πιστώσεως δανείου, προσαυξημένων των ποσών αυτών με συμβατικούς τόκους μέχρι το 50% του ληφθέντος κεφαλαίου κατ' ανώτατο όριο. Προκειμένου για τον καθορισμό της βάσης υπολογισμού της οφειλής μετά την προσαύξηση των συμβατικών τόκων, τυχόν υπερβάλλον ποσό πέραν του 50% του ληφθέντος κεφαλαίου δεν υπολογίζεται πριν πολλαπλασιασθεί κατά περίπτωση: α) το τετραπλάσιο, εάν οι σχετικές συμβάσεις έχουν συναφθεί μέχρι τις 31-12-1985 ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, η λήψη της τελευταίας πιστώσεως δανείου έγινε μέχρι την ημερομηνία αυτήν, β) το τριπλάσιο, εάν τα άνω περιστατικά συνέβησαν μετά την υπό (α) ημερομηνία και μέχρι τις 31-12-1990, γ) το διπλάσιο, εάν συνέβησαν μετά την υπό (β) ημερομηνία και μέχρι τις 31-12-2000. Σε κάθε περίπτωση, στο ποσό που λαμβάνεται ως βάση, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν υπολογίζονται τόκοι εξ ανατοκισμού". Εξάλλου κατά το άρθρο 39 παρ. 1, 2, 3 και 12 v. 3259/2004: "Η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, οι οποίες συνομολογούνται ή έχουν συνομολογηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου με πιστωτικά ιδρύματα, δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου εκάστου δανείου ή πίστωσης ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσότερων δανείων ή πιστώσεων ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου (παρ. 1). Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να αναπροσαρμόσουν το ύψος των απαιτήσεών τους σύμφωνα με τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να μην προχωρήσουν σε έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξή τους ούτε σε συνέχιση διαδικασιών που έχουν ήδη αρχίσει, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2004 ή εφόσον εκκρεμεί η αίτηση του επόμενου εδαφίου για τη συνομολόγηση της ρύθμισης ή για όσο χρόνο ο οφειλέτης είναι ενήμερος. Μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2004 οι οφειλέτες ή οι εγγυητές πρέπει να υποβάλουν στα πιστωτικά ιδρύματα αίτηση για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση. Η αποπληρωμή της προκύπτουσας κατά τα ως άνω οφειλής πρέπει να έχει διάρκεια πέντε (5) έως επτά (7) ετών, εκ των οποίων δύο (2) έτη θα αποτελούν περίοδο χάριτος και η αποπληρωμή θα γίνεται με ισόποσες περιοδικές δόσεις, εκτός και αν τα δύο μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Η οφειλή θα είναι έντοκη με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο της ενήμερης οφειλής για όμοιες χρηματοδοτήσεις (παρ. 2). Παρέλευση της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου άπρακτης ή καθυστέρηση στην εξόφληση δόσης που έχει συμφωνηθεί με τη ρύθμιση πέραν των ενενήντα (90) ημερών παρέχει το δικαίωμα στο πιστωτικό ίδρυμα να αρχίσει ή να συνεχίσει τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη της ανεξόφλητης οφειλής, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω. Στην περίπτωση αυτή η οφειλή θα εκτοκίζεται με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης (παρ.3). Καταβολές που έγιναν οποτεδήποτε από τον οφειλέτη, τον εγγυητή ή τρίτο και αφορούν σε οφειλές ρυθμιζόμενες με τις ανωτέρω παραγράφους, αφαιρούνται από το συνολικό ποσό της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώνεται με βάση τις διατάξεις του παρόντος (παρ. 8). Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 30 του ν.2789/2000, όπως ισχύει (παρ. 12)". Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, οι οποίες εγκαθίδρυσαν υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων για τον επανακαθορισμό των προς αυτά οφειλών από συμβάσεις ή πιστώσεις ώστε η εκάστοτε προς αυτά οφειλή να μην υπερβαίνει το τετραπλάσιο, τριπλάσιο ή διπλάσιο κατά περίπτωση του ληφθέντος κεφαλαίου κάθε δανείου ή πιστώσεως ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσοτέρων λογαριασμών του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού, προκύπτει ότι με το άρθρο 39 ν. 3259/2004 περιορίσθηκε το οριζόμενο με το άρθρο 30 παρ. 1 ν. 2789/2000, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 παρ. 1 ν. 2912/2001, ως ανώτατο όριο του τετραπλασίου της απαιτήσεως από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων με πιστωτικά ιδρύματα, στο τριπλάσιο αυτής και δεν καταργήθηκαν οι λοιπές διαβαθμίσεις των οφειλών ανάλογα με το χρόνο κλεισίματος του λογαριασμού που προβλεπόταν από το άρθρο 30 παρ.1 v.2789/2000 όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 42 παρ.1 ν. 2912/2001, αφού οι τελευταίες αυτές διατάξεις δεν έχουν χρονικά όρια εφαρμογής και εξακολουθούν να ισχύουν και να εφαρμόζονται και μετά τη νέα ρύθμιση του v.3259/2004 σύμφωνα με το εδάφιο 12 του άρθρου 39 του ν.3259/2004. Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη τόσο με τη γραμματική διατύπωση των εν λόγω διατάξεων, όσο και με το σκοπό και τη βούληση του νομοθέτη, εγκειμένων, σύμφωνα και με την αιτιολογική έκθεση του νεότερου παραπάνω νόμου, στη βελτίωση των ισχυουσών ρυθμίσεων με τον περιορισμό της επιβάρυνσης των οφειλετών από πολλαπλάσια χρέη σε σχέση με την αρχική οφειλή τους, λόγω του συνδυασμού υψηλών επιτοκίων και συχνότητας ανατοκισμού των ληξιπρόθεσμων οφειλών, όχι δε και στη μεταβολή προς το χειρότερο της υφιστάμενης ευνοϊκότερης ρύθμισης, ως προς τον συντελεστή πολλαπλασιασμού (2 αντί 3) του άρθρου 39 παρ.1 του Ν.2789/2000, όπως και ισχύει, αν οι σχετικές συμβάσεις δανεισμού ή πιστώσεων είχαν συναφθεί ή το οριστικό κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού είχε συμβεί από 1.1.1991 και έως 31.12.2000 [ΑΠ 1002/2019, ΑΠ 1433/2015, ΑΠ 132/2014, ΑΠ 1224/2014]. Από αυτά παρέπεται ότι σε περίπτωση δανειακής σύμβασης, που καταρτίστηκε κατά τη χρονική περίοδο από 1-1-1991 έως 31-12-2000, το τριπλάσιο ή το διπλάσιο υπολογίζεται επί του δανείου που έχει ληφθεί ή, αν πρόκειται για αλληλόχρεους λογαριασμούς, επί του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του αλληλόχρεου λογαριασμού [ΑΠ 1224/2014]. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με το λόγο αυτό δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο [ολΑΠ 4/2018, ΑΠ 827/2020]. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα: ".... Η πρώτη εφεσίβλητη συνήψε με την εκκαλούσα (αναιρεσίβλητη) την υπ' αριθμό ... σύμβαση ανοικτού λογαριασμού. Δυνάμει αυτής χορηγήθηκαν στην πρώτη εφεσίβλητη το εξής δάνεια: Α) την 20-5-1991 ποσό 13.300.000 δρχ. ή 39.031,55 ευρώ, με επιτόκιο ύψους 19,75%, διάρκειας 15 ετών, εξοφλητέο σε 15 ετήσιες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, με ορισθείσα πρώτη δόση την 31-12-1992 και τελευταία την 31-12-2006 και Β) την 20-5-1991 ποσό 24.825.000 δρχ. ή 72.854 ευρώ, με επιτόκιο ύψους 19,25%, διάρκειας 8 ετών, εξοφλητέο σε 8 ετήσιες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, με πρώτη δόση την 31-12-1992 και τελευταίας την 31-12-1999. Για την εξυπηρέτηση των δανείων αυτών τηρήθηκαν οι με αριθμούς ... λογαριασμοί, αντιστοίχως. Λόγω ασυνέπειας της ανακόπτουσας στην εξυπηρέτηση των ως άνω δανείων, η εκκαλούσα την 21-3-2003 κατήγγειλε την ένδικη σύμβαση, γνωστοποιώντας την στους εφεσίβλητους, στην πρώτη ως οφειλέτρια και στον δεύτερο ως έχοντα την ιδιότητα του μοναδικού εταίρου και διαχειριστή της πρώτης, με την .../14-4-2003 δήλωσή της. Κατόπιν, στην υπ' αριθμό ... αίτηση των ανακοπτόντων, για αναπροσαρμογή των ένδικων οφειλών τους, κατ' άρθρο 39 παρ. 1 Ν 3259/2004, η εκκαλούσα απάντησε με την υπ' αριθμό ... δήλωσή της, στην οποία περιέλαβε κατάσταση οφειλής καθορίζοντας το υπόλοιπο της οφειλής με βάση την 4-8-2004 στο συνολικό ποσό των 285.073,94 ευρώ. Στον υπολογισμό αυτόν, η εκκαλούσα, προέβη πολλαπλασιάζοντας το αρχικό κεφάλαιο με τον συντελεστή τρία (3) και αφαιρώντας μετά τις γενόμενες από τους εφεσίβλητους καταβολές. Έτσι, υπολόγισε για το πρώτο ως άνω δάνειο κεφάλαιο 13.300.000 δρχ. ή 39.031,54 ευρώ επί 3, μείον καταβολή ποσού 1.000.000 δρχ., ίσον 38.900.000 δρχ. ή 114.159,94 ευρώ ενώ για το δεύτερο ως άνω δάνειο κεφάλαιο 24.825.000 δρχ. ή 72.853,99 ευρώ επί 3, μείον καταβολές μέχρι 4-8-2004 ποσού 16.236.054 δρχ. ίσον 170.914 ευρώ, δηλαδή συνολικά υπολόγισε το υπόλοιπο και για τα δύο δάνεια στο ποσό των 285.073,94 ευρώ. Μετά ταύτα οι διάδικοι συνήψαν την υπ' αριθμό ... πρόσθετη πράξη ρύθμισης οφειλών, στην οποία ορίζοντο τα προαναφερθέντα, δηλαδή ότι το ύψος της συνολικής οφειλής την 4-8-2004 ανερχόταν στο ποσό των 285.073,94 ευρώ, το οποίο οι εφεσίβλητοι, έτσι, αποδέχθηκαν, υπό την επιφύλαξη που εξέφρασε ο δεύτερος εφεσίβλητος την ίδια μέρα ως προς το ύψος του καταλοίπου, και συμφωνήθηκε η αποπληρωμή του σε 10 εξαμηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από 30-6-2007 έως και την 31-12-2011. Σε εκτέλεση της ως άνω συμφωνίας, οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν την 28-12-2006 το ποσό των 2.272,29 ευρώ, την 4-6-2007 το ποσό των 250.000 ευρώ και την 16-1-2009 το ποσό των 9.124,38 ευρώ. Μετά ταύτα, το υπόλοιπο υπολογίστηκε από την εκκαλούσα στις 27-1-2009 στο ποσό των 146.843,86 ευρώ και η σύμβαση αυτή καταγγέλθηκε από την τελευταία (εκκαλούσα) με την από 28-1-2009 δήλωσή της, που επιδόθηκε στους εφεσίβλητους στις 2-2-2009. Με βάση τα περιστατικά αυτά, εκδόθηκε για το εν λόγω αυτό υπόλοιπο οφειλής των 146.843,86 ευρώ, η υπ' αριθμό ... προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής. Αυτή η διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στους εφεσίβλητους την 19-11-2009, με την παρά πόδας αντιγράφου πρώτου απογράφου εκτελεστού αυτής με ημερομηνία 12-11-2009 επιταγή προς εκτέλεση. Τα περιστατικά αυτά συνομολογούνται από τους διαδίκους και δεν αμφισβητήθηκαν.
Συνεπώς, συνομολογείται από τους διαδίκους ότι η οφειλή των εφεσιβλήτων προέρχεται από σύμβαση δανείου με ανοικτό λογαριασμό που συνήφθη την 15-5-1991, δηλαδή εντός του χρονικού διαστήματος από 1-1-1991 έως 31-12-2000. Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, ο επαναπροσδιορισμός της οφειλής των εφεσιβλήτων πρέπει να λάβει χώρα, για το σύνολο των ένδικων δύο δανείων, με βάση τον συντελεστή δύο (2), με τον οποίο πρέπει να πολλαπλασιαστεί το κεφάλαιο δανείου από ανοικτό λογαριασμό, προσαυξημένων των ποσών αυτών με συμβατικούς τόκους μέχρι το 50% του ληφθέντος κεφαλαίου κατ' ανώτατο όριο, χωρίς τόκους ανατοκισμού και έξοδα και αφαιρουμένων από το διαμορφούμενο, κατά την παραπάνω μέθοδο, συνολικό ποσό της οφειλής των ποσών των καταβολών. Επομένως, ως προς το πρώτο δάνειο των 39.031,55 ευρώ (13.300.000 δρχ.) συν 50% ποσού 19.515,77 (εφόσον οι συμβατικοί τόκοι υπερέβαιναν το ποσό αυτό), δηλαδή συνολικά (κεφάλαιο και τόκοι) 58.547,32. Πολλαπλασιαζομένου του ποσού αυτού με τον συντελεστή 2 η οφειλή διαμορφώνεται στο ποσό των 117.094,64. Μείον το ποσό που η εφεσίβλητη κατέβαλε την 5-9-1995 του 1.000.000 δρχ. ή 2.934,70 ίσον 114.159,94 ευρώ, στο οποίο διαμορφώθηκε η οφειλή μετά την εφαρμογή των ευεργετικών για τον οφειλέτη ως άνω διατάξεων. Περαιτέρω, ως προς το δεύτερο δάνειο των 72.854 ευρώ (24.825.000 δρχ.) συν 50% ποσού 36.427 (εφόσον οι συμβατικοί τόκοι υπερέβαιναν το ποσό αυτό), δηλαδή συνολικά (κεφάλαιο και τόκοι) 109.281. Πολλαπλασιαζομένου του ποσού αυτού με τον συντελεστή 2 η οφειλή διομορφώνεται στα ποσό των 218.562. Μείον το ποσό που η εφεσίβλητη κατέβαλε από 6-9-1994 έως 30-10-1995 ποσού 16.236.054 δρχ. ή 47.648 ίσον 170.914 ευρώ, στο οποίο διαμορφώθηκε η οφειλή μετά την εφαρμογή των ευεργετικών για τον οφειλέτη ως άνω διατάξεων. Κατά συνέπεια, η συνολική οφειλή διαμορφώθηκε στο ποσό των (114.159,94 + 170.914=) 285.073,94 ευρώ, προσαυξανόμενο από τη σύναψη της με αριθμό ... ως άνω σύμβασης ρύθμισης οφειλών, με το ισχύον επιτόκιο της ενήμερης οφειλής για όμοιες χρηματοδοτήσεις. Το ποσό αυτό συμπίπτει με αυτό για το οποίο έλαβε χώρα η με αριθμό ... ρύθμιση της οφειλής. Μετά τις καταβολές στις οποίες προέβη η εφεσίβλητη, το υπόλοιπο ανήλθε στις 27-1-2009 στο ποσό των 146.843,86 ευρώ, υπολογισμό για τον οποίο δεν εκφράζουν αντιρρήσεις οι εφεσίβλητοι. Με βάση το υπόλοιπο αυτό καταγγέλθηκε η ως άνω σύμβαση ρύθμισης και εκδόθηκε (για το εν λόγω αυτό υπόλοιπο οφειλής των 146.843,86 ευρώ) η με αριθμό ... προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής. Επομένως, ορθώς η εκκαλούσα διαμόρφωσε την οφειλή της εφεσίβλητης, με βάση τις εν λόγω ευεργετικές για τους οφειλέτες διατάξεις και είναι απορριπτέα όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες στην ένδικη ανακοπή τους. Ώστε, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω νομικών διατάξεων, αφού κατέληξε στο αντίθετο συμπέρασμα, κατ' εσφαλμένη παραδοχή των λόγων ανακοπής, τους οποίους δέχθηκε ως ουσία βάσιμους και εσφαλμένως ακύρωσε την προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής και την επ' αυτής διαδικασία της επισπευδόμενης σε βάρος των ανακοπτόντων αναγκαστικής εκτελέσεως με βάση την επιταγή προς πληρωμή της καθ' ης...". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, δέχθηκε την έφεση της καθ'ης η ανακοπή και ήδη αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, που είχε δεχθεί την ανακοπή των αναιερεσειόντων και είχε ακυρώσει την υπ' αριθ. ... διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κέρκυρας και την αναγκαστική εκτέλεση που επισπευδόταν με αυτή, και αφού δίκασε την ανακοπή απέρριψε αυτήν ως αβάσιμη. Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 30 παρ. 1 Ν. 2798/2000, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 Ν. 2912/2001 και 39 παρ. 1, 2 και 12 Ν. 3259/2004, τις οποίες εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε, δεδομένου ότι, α] ως προς το δάνειο των 39.031,55 ευρώ [13.300.000 δραχμών], προστέθηκε το ποσό των 19.515,77 ευρώ [ήτοι το 50 ο/ο των συμβατικών τόκων που συνολικά υπερέβαιναν το ποσό αυτό] και το συνολικό ποσό των 58.547,32 ευρώ πολλαπλασιάστηκε με το συντελεστή 2, αφού το δάνειο λήφθηκε το 1991 και έτσι η οφειλή διαμορφώθηκε στο ποσό των 117.094,64 ευρώ, από το οποίο αφαιρέθηκε το ποσό των 2.934,70 ευρώ, το οποίο κατέβαλε η ανακόπτουσα την 5-9-1995 και έτσι η τελική οφειλή διαμορφώθηκε στο ποσό των 114.159,94 ευρώ, ενώ αν η προσβαλλομένη απόφαση ερμήνευε και εφάρμοζε ορθά τις ανωτέρω διατάξεις έπρεπε να μην προσθέσει το ποσό των συμβατικών τόκων στην αρχική οφειλή, την οποία έπρεπε να πολλαπλασιάσει με τον συντελεστή 2 και ακολούθως να αφαιρέσει τα τυχόν καταβληθέντα ώστε να καταλήξει στην τελική οφειλή και β] ως προς το δάνειο των 72.854 ευρώ [24825000 δραχμών], προστέθηκε το ποσό 36.427 ευρώ [ήτοι το 50 ο/ο των συμβατικών τόκων που συνολικά υπερέβαιναν το ποσό αυτό] και, ακολούθως, το συνολικό ποσό των 109.281 ευρώ πολλαπλασιάστηκε με το συντελεστή 2, αφού το δάνειο λήφθηκε το 1991 και έτσι η συνολική οφειλή διαμορφώθηκε στο ποσό των 218.562 ευρώ, από το οποίο αφαιρέθηκε το ποσό των 47.648 ευρώ που καταβλήθηκε την 6-9-1994 και έτσι η τελική οφειλή διαμορφώθηκε στο ποσό των 170.914 ευρώ, ενώ αν η προσβαλλομένη απόφαση ερμήνευε και εφάρμοζε ορθά τις ανωτέρω διατάξεις έπρεπε να μην προσθέσει το ποσό των συμβατικών τόκων στην αρχική οφειλή την οποία έπρεπε να πολλαπλασιάσει με τον συντελεστή 2 και ακολούθως να αφαιρέσει τα τυχόν καταβληθέντα ώστε να καταλήξει στην τελική οφειλή. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.
Μετά από αυτά, παρελκομένης της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης, και συγκεκριμένα του τρίτου λόγου από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ [έλλειψη νόμιμης βάσης], του δεύτερου λόγου από τον αριθμό 10 του ίδιου άρθρου [λήψη υπόψη πραγμάτων χωρίς απόδειξη] και του τέταρτου λόγου από τον αριθμό 9 του ίδιου άρθρου [αδίκαστη αίτηση], οι οποίοι καλύπτονται από την αναιρετική εμβέλεια του ως άνω κριθέντος ως βάσιμου πρώτου αναιρετικού λόγου, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές από αυτούς που την εξέδωσαν [άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ], να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στους αναιρεσείοντες [άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ] και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, που κατέθεσαν προτάσεις, σε βάρος της αναιρεσίβλητης, που ηττήθηκε [άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ], όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 3/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κέρκυρας.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές από αυτούς που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στους αναιρεσείοντες.
Επιβάλει σε βάρος της αναιρεσίβλητης τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων [3000] ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Ιανουαρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Μαΐου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ