ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 808/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 808/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 808/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 808 / 2024    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 808/2024

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Κλεόβουλο - Δημήτριο Κοκκορό και Μιχαήλ Αποστολάκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 12 Φεβρουαρίου 2024, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Σ. Σ. του Π., κατοίκου ..., ενεργούντος ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του αρχικού διαδίκου Π. Σ. του Α., 2) Ν. Σ. του Π., κατοίκου ..., ενεργούντος ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του αρχικού διαδίκου Π. Σ. του Α., 3) Μ. χήρας Π. Σ. το γένος Ν. Α., κατοίκου ..., ενεργούσας ατομικά για τον εαυτό της και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του αρχικού διαδίκου Π. Σ. του Α. και 4) Ν. Α. του Μ., κατοίκου ..., νόμιμου εξ αδιαθέτου κληρονόμου του Μ. Α. του Ν. για τον εαυτό του ατομικά και ως μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος της αρχικής διαδίκου Λ. χήρας Μ. Α. Οι πρώτος, δεύτερος και τέταρτος αναιρεσείοντες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Χαρακτινιώτη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., ενώ η τρίτη αναιρεσείουσα δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) ..., που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα από το Ηγουμενοσυμβούλιό της, 2) Μ. Β. το γένος Ν. Π., κατοίκου ..., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του αρχικού διαδίκου Χ. Π. και 3) Κ. Κ. το γένος Ν. Π., κατοίκου ..., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του αρχικού διαδίκου Χ. Π.. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπυρίδωνα Τσαντίνη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-6-2017 αγωγή των αρχικών διαδίκων Π. Σ. και Λ. Α. και και των ήδη τρίτης και τέταρτου αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 55/2019 του ίδιου Δικαστηρίου και 27/2022 του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 25-5-2022 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 74, 75, 96 §§ 1 και 3, 104,106, 108, 110 § 2, 498 § 1, 568 § 1, 2 και 4, 576 §§ 1, 2 και 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως δεν εμφανισθεί διάδικος ή δεν μετάσχει σε αυτή κανονικά, δηλαδή με δικηγόρο, που έχει πληρεξουσιότητα χορηγηθείσα με τον τύπο που ο νόμος ορίζει, το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως ποιός από τους διαδίκους έχει επισπεύσει τη συζήτηση. Αν τη συζήτηση έχει επισπεύσει εγκύρως ο διάδικος που απολείπεται, κλητεύοντας νομίμως και εμπροθέσμως τους λοιπούς διαδίκους, ή ο ίδιος έχει κλητευθεί νομίμως και εμπροθέσμως από άλλο διάδικο, που επισπεύδει τη συζήτηση, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, διαφορετικά κηρύσσεται η συζήτηση απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους και η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με νέα κλήτευση. Απαράδεκτη κηρύσσεται, επίσης, η συζήτηση, όταν από το φάκελο της δικογραφίας δεν αποδεικνύεται ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει αυτήν, ώστε να καταστεί δυνατός ο έλεγχος της εγκυρότητας της ερημοδικίας του απολειπόμενου διαδίκου (Ολ.Α.Π. 13/2007, Α.Π. 499/2018, Α.Π. 450/2017). Αν πρόκειται, όμως, για απλή ομοδικία, η συζήτηση δεν κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους, αλλά η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αναιρέσεως χωρεί νομίμως ως προς τους διαδίκους, οι οποίοι εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και εμπροθέσμως, ενώ ως προς τους λοιπούς διαδίκους κηρύσσεται απαράδεκτη (Ολ.Α.Π. 7/2019, ΑΠ 221/2019, 499/2018, 1374/2017). Επιπλέον, στον Άρειο Πάγο οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται, με πληρεξούσιο δικηγόρο. Για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο, θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο, απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα. Αν δεν υπάρχει ρητή πληρεξουσιότητα, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης την έλλειψη της πληρεξουσιότητας καθώς και την υπέρβασή της. Η πληρεξουσιότητα κατά τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου δίνεται με συμβολαιογραφική πράξη ή με προφορική δήλωση, η οποία καταχωρίζεται στα πρακτικά ή την έκθεση. Ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση της αναιρέσεως, εφόσον δεν αποδεικνύει την ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας, θεωρείται πως δεν παρίσταται, δηλαδή θεωρείται δικονομικά απών και κηρύσσεται άκυρη η κλήση, με την οποία εμφανίζεται αυτός ότι επισπεύδει τη συζήτηση και, αν δεν προκύπτει με άλλο τρόπο η κλήτευσή του, η συζήτηση κηρύσσεται ως προς αυτόν απαράδεκτη. Τις κλητεύσεις επικαλείται και αποδεικνύει ο διάδικος που παρίσταται (Ολ.Α.Π. 39/2005, Α.Π. 18/2020, Α.Π. 1603/2017, Α.Π. 1374/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, η επίσπευση της συζήτησης της ένδικης από 25-5-2022 αίτησης αναιρέσεως της 27/2022 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου για την ορισθείσα δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας έγινε με επιμέλεια όλων των τεσσάρων αναιρεσειόντων από κοινού, όπως προκύπτει από τις με αριθμούς 7012β/25-9-2023, 6285ε/12-7-2023 και 2356γ/12-7-2023 εκθέσεις επιδόσεως αυτής (αίτησης αναιρέσεως) με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την ανωτέρω δικάσιμο προς τους αναιρεσίβλητους, τις οποίες συνέταξαν οι δικαστικοί επιμελητές του Εφετείου Αιγαίου Γ. Β., Δ. Λ. και Σ. Α. και επικαλούνται και προσκομίζουν οι παριστάμενοι κατά τη συζήτηση αναιρεσείοντες. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αναιρέσεως κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από το πινάκιο με τη σειρά της, η τρίτη αναιρεσείουσα Μ. Σ. δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν αποδεικνύεται ότι ο δικηγόρος Αθηνών Ιωάννης Χαρακτινιώτης, που έδωσε την παραγγελία για τις ως άνω επιδόσεις, είχε πληρεξουσιότητα να επισπεύσει τη συζήτηση της αίτησης και για την απολειπόμενη τρίτη αναιρεσείουσα, αφού δεν γίνεται επίκληση, ούτε αποδεικνύεται η από αυτήν παροχή πληρεξουσιότητας προς τον εν λόγω δικηγόρο με την προσκόμιση του σχετικού συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου, και κατά συνέπεια ακύρως αυτή επέσπευσε τη συζήτηση. Επίσης, δεν προκύπτει η εκ μέρους των αναιρεσιβλήτων ή των λοιπών αναιρεσειόντων κλήτευση της ως άνω τρίτης αναιρεσείουσας, προκειμένου να παραστεί αυτή κατά την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την ορισθείσα ως άνω δικάσιμο. Επομένως, εφόσον η απολειπόμενη τρίτη αναιρεσείουσα δεν επέσπευσε νομίμως τη συζήτηση της αίτησης αναιρέσεως, ούτε κλητεύθηκε νομίμως, πρέπει να χωρισθεί η υπόθεση και να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση ως προς αυτήν, ενώ για τους παριστάμενους λοιπούς αναιρεσείοντες, οι οποίοι συνδέονται με την απολειπόμενη με σχέση απλής ομοδικίας, πρέπει το Δικαστήριο να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης.
Με την κρινόμενη από 25-5-2022 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η 27/2022 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ' επιτρεπτή κατ' άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων: Με την από 14-6-2017 αγωγή τους, οι δύο τελευταίοι αναιρεσείοντες - ενάγοντες Μ. Σ. και Ν. Α. και οι αρχικοί ενάγοντες Π. Σ. και Λ. Α., οι οποίοι απεβίωσαν και στη θέση τους υπεισήλθαν με δήλωση, που έγινε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, και συνέχισαν εκουσίως τη δίκη κατ' άρθρα 286 περ α', 287 και 290 ΚΠολΔ όλοι οι παριστάμενοι αναιρεσείοντες, οι δύο πρώτοι από αυτούς ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αρχικού ενάγοντος Π. Σ. και ο τέταρτος (ο οποίος παρίσταται και με την ιδιότητα ενός από τους αρχικούς ενάγοντες) ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της αρχικής ενάγουσας Λ. Α. (η τρίτη αναιρεσείουσα, για την οποία ήδη ως άνω κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση, είχε παρασταθεί ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου τόσο ως αρχική ενάγουσα, όσο και ως κληρονόμος του αρχικού ενάγοντος Π. Σ.), ανέφεραν ότι με την 20/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου διατάχθηκε η διανομή με πλειστηριασμό ακινήτου (βοσκότοπου) εκτάσεως 229.559 τετραγωνικών μέτρων, αποκλειστικής συνιδιοκτησίας αυτών και τρίτων (μη διαδίκων), ότι πριν και κατά την ορισθείσα ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού (27-9-2006) ο αρχικός δεύτερος εναγόμενος Χ. Π., ηγούμενος της πρώτης εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης ... ...υ, ο οποίος απεβίωσε και στη θέση του υπεισήλθαν οι δεύτερη και τρίτη αναιρεσίβλητες Μ. Β. και Κ. Κ. ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, ενεργώντας υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της Μονής, αμφισβήτησε τα ποσοστά συγκυριότητας των αρχικών εναγόντων και των δύο τελευταίων αναιρεσειόντων-εναγόντων επί του ακινήτου, προβάλλοντας δικαίωμα συγκυριότητας της Μονής σε ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου, με αποτέλεσμα να ματαιωθεί ο πλειστηριασμός, τόσο κατά την ανωτέρω ημερομηνία, όσο και κατά τις μεταγενέστερες που ορίσθηκαν. Ότι εν συνεχεία η Μονή άσκησε εναντίον τους ανακοπή, ζητώντας τη μερική ακύρωση της 20/2003 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου περί διανομής του ακινήτου και την αναγνώριση του ως άνω δικαιώματος συγκυριότητάς της, καθώς και αίτηση αναστολής του πλειστηριασμού, η οποία έγινε δεκτή με την 944/2007 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου. Ότι η ανακοπή της απορρίφθηκε τελεσίδικα με την 15/2016 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου κατόπιν παραδοχής ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, που προέβαλαν οι καθ' ων, κριθέντος ότι η Μονή, ο απώτερος δικαιο...χος των καθ' ων η ανακοπή Ν. Α. και τρίτο πρόσωπο, συγκύριοι μείζονος αγροτικής έκτασης, εντός της οποίας βρίσκεται το επίδικο ακίνητο, το έτος 1950 προέβησαν σε άτυπη διανομή αυτής, κατά την οποία ο Ν. Α. έλαβε το επίδικο και έκτοτε ενεργούσε επ' αυτού διακατοχικές πράξεις διανοία αποκλειστικού κυρίου με τη γνώση και συναίνεση των υπευθύνων της Μονής, με αποτέλεσμα η άσκηση του δικαιώματος συγκυριότητάς της, ενόψει και των δυσμενών συνεπειών που επιφέρει στους καθ' ων, να είναι καταχρηστική. Ότι η ανακοπή ασκήθηκε κακόβουλα, δόλια και με τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, ως αποτέλεσμα δε της παράνομης και υπαίτιας πράξης του δεύτερου εναγομένου, εκπροσώπου της πρώτης, οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία, επειδή η αγοραία αξία του επικοίνου ακινήτου μειώθηκε, από το ποσό των 2.000.000 ευρώ, στο οποίο ανερχόταν κατά τον χρόνο του πρώτου προσδιορισμού του πλειστηριασμού, σε αυτό των 265.000 ευρώ κατά το χρόνο της άσκησης της αγωγής. Ζήτησαν δε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν σε κάθε ενάγοντα, κατά την αναλογία των ποσοστών της κυριότητάς του στο ακίνητο, α) 1.735.000 ευρώ ως αποζημίωση για τη μείωση της αξίας του ακινήτου, β) 372.996 ευρώ, ποσό το οποίο προσδοκούσαν με πιθανότητα να εισπράξουν κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Οκτώβριο 2006 έως το μήνα Νοέμβριο 2016 από τους τόκους της τραπεζικής κατάθεσης του πλειστηριάσματος των 2.000.000 ευρώ, και απώλεσαν, και γ) 200.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή με την 55/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου. Επί αντιθέτων εφέσεων των διαδίκων εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη 27/2022 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε στο σύνολό της, εν μέρει ως μη νόμιμη και εν μέρει ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Από τη διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ., κατά την οποία όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της υποχρέωσης για αποζημίωση από αδικοπραξία απαιτείται παράνομη συμπεριφορά προσώπου, η οποία συνίσταται σε παράνομη ενέργειά του ή παράλειψη, που ενέχει προσβολή δικαιώματος ή προστατευόμενου από το νόμο συμφέροντος άλλου προσώπου, η παράνομη αυτή συμπεριφορά να οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια και να προκλήθηκε από αυτήν θετική ή αποθετική ζημία άλλου προσώπου ή ηθική βλάβη αυτού, η οποία τελεί σε αιτιώδη με αυτή συνάφεια. Ειδικότερα, παράνομη είναι η συμπεριφορά που προσβάλλει τα προστατευόμενα από το νόμο δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου και μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση υπήρξε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τούτο συμβαίνει, όταν υφίσταται από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και το γενικό πνεύμα του δικαίου υποχρέωση προστασίας και ειδικότερα όταν με προηγούμενη πράξη του δημιούργησε κάποιος κατάσταση επικινδυνότητας, χωρίς να έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή του κινδύνου (Α.Π. 839/2022, Α.Π. 322/2018). Κατά το άρθρο 298 ΑΚ, η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, πρέπει να εκτίθενται σαφώς σε αυτήν κατ' άρθρα 118 περ. 4 και 216 § 1 ΚΠολΔ τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία του αντίστοιχου κέρδους, απαιτείται δηλαδή η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των περιστατικών που καθιστούν πιθανό το κέρδος (Ολ.Α.Π. 22/1995, Ολ.Α.Π. 20/1992, Α.Π. 529/2017, ΑΠ 730/2015). Επίσης, από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 298 εδ. β' Α.Κ. προκύπτει ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης ήταν επαρκής, δηλαδή ικανή και πρόσφορη να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση. Από την ίδια ως άνω διάταξη συνάγεται ότι δεν αποκλείεται η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου από το γεγονός ότι στο ζημιογόνο αποτέλεσμα συντέλεσε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά και τρίτου προσώπου, εκτός αν η παρεμβολή του τρίτου οφείλεται σε εντελώς εξαιρετικά και απρόβλεπτα γεγονότα, οπότε και μόνο επέρχεται διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου. Άλλωστε, όσον αφορά τον προσδιορισμό της ακριβέστερης έννοιας του αιτιώδους συνδέσμου, με βάση τη θεωρία της πρόσφορης αιτίας, από τις πολλές αιτίες που συνέβαλαν στην επέλευση της ζημίας ξεχωρίζει εκείνη, η οποία θεωρείται ως κρίσιμη ή πρόσφορη (causa adaequata). Πρόσφορη θεωρείται η αιτία τότε μόνο όταν είχε γενικά την τάση και ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τη κοινή ανθρώπινη πείρα, να προκαλέσει τη ζημία. Το ζήτημα τούτο κρίνεται εκ των προτέρων και ποτέ εκ των υστέρων, ενώ δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα πρόγνωσης του μέσου συνετού ανθρώπου (Α.Π. 268/2021, Α.Π. 831/2021, Α.Π. 719/2012). Εξάλλου, εφόσον η ως άνω έννοια της αιτιώδους συνάφειας είναι αόριστη νομική έννοια, η από το δικαστήριο της ουσίας κρίση περί της συνδρομής ή μη αυτής, με την έννοια που προαναφέρθηκε, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ, ο οποίος κρίνει αν τα κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι ορισμένο γεγονός μπορεί αντικειμενικά, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, να θεωρηθεί ως πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος που επήλθε (Ολ.Α.Π. 2/2019, Α.Π. 266/2021, Α.Π. 156/2021). Αντιθέτως, η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας περί του ότι στη συγκεκριμένη (ένδικη) περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη εκείνη αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος, περί του ότι δηλαδή το ζημιογόνο γεγονός σε σχέση με τη ζημία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκειται κατ' άρθρο 561 § 1 ΚΠολΔ σε αναιρετικό έλεγχο (Ολ.Α.Π. 2/2019, Α.Π. 156/2021, Α.Π. 649/2019), αφού είναι πραγματικό ζήτημα το αν ένα γεγονός υπήρξε στη συγκεκριμένη περίπτωση αιτία, με την έννοια του αναγκαίου όρου, ενός αποτελέσματος, ή αντίστροφα, το αν μεταξύ του γεγονότος και του αποτελέσματος μεσολάβησε ένα άλλο γεγονός, το οποίο διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο με το πρώτο και επέφερε αποκλειστικά το αποτέλεσμα (Α.Π. 344/2023, Α.Π. 1083/2022, Α.Π. 354/2022, Α.Π. 1426/2021). Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ. προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι' αυτήν χρηματικής ικανοποιήσεως, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου - θύματος (τόσον της ηθικής βλάβης, όσο και της ψυχικής οδύνης) και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών (Α.Π. 511/2022, ΑΠ 1547/2021, 142/2019). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.Α.Π. 7/2006). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (Ολ.Α.Π. 27/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.Α.Π. 8/2018, Ολ.Α.Π. 7/2006). Κατά δε το εδ. β' του αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως για παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύεται αν αυτά χρησιμοποιήθηκαν από το δικαστήριο για την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σε αυτούς των πραγματικών γεγονότων, που αποτέλεσαν τις παραδοχές του ουσιαστικού δικαστηρίου, και όχι όταν χρησιμεύουν προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εκτίμηση αποδείξεως ή ερμηνεία δικαιοπραξίας. Ως διδάγματα της κοινής πείρας νοούνται οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επαγγελματική ενασχόληση και την επιστημονική έρευνα και έχουν έτσι καταστεί κοινό κτήμα, και μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για να διαπιστωθεί έμμεσα η βασιμότητα των αποδεικτέων πραγματικών περιστατικών σε συγκεκριμένη δίκη (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), είτε για να γίνει, αφού διαπιστωθεί η βασιμότητα αυτών, η υπαγωγή τους σε κανόνες ουσιαστικού δικαίου. Ο πιο πάνω αναιρετικός λόγος στοιχειοθετείται, όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα, δηλαδή, με τρόπο που δεν συνάδει προς τις αρχές της λογικής, ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να ανεύρει, με βάση αυτά, την αληθινή έννοια κανόνα ουσιαστικού δικαίου και, ιδίως, για να εξειδικεύσει αόριστες νομικές έννοιες που αυτός τυχόν περιέχει, ή για να υπαγάγει ή όχι σ' αυτόν τα εκάστοτε, κρίσιμα πραγματικά περιστατικά. Αντίθετα, όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας για να διαγνώσει αν συντρέχουν ή όχι τα εκάστοτε αποδεικτέα περιστατικά, ή για να εκτιμήσει την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων, τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τα πραγματικά γεγονότα ή την ερμηνεία της δικαιοπραξίας δεν στοιχειοθετείται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης (Ολ.Α.Π. 10/2005, Α.Π. 72/2021, Α.Π. 233/2020). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη δε νομίμου βάσεως της αποφάσεως συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόσθηκε (Ολ.Α.Π. 6/2006). Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (Ολ.Α.Π. 18/08, Ολ.Α.Π. 15/2006). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (Α.Π. 50/2020, Α.Π. 1075/2019, Α.Π. 708/2017, Α.Π. 667/2016).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, δέχτηκε τα ακόλουθα: "Με την από 20-5-1988 ... αγωγή, που άσκησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου ο αρχικός πρώτος ενάγων, Π. Σ., κατά της δεύτερης ενάγουσας συζύγου του, Μ. Σ., του Μ. Α., δικαιοπαρόχου της αρχικής τρίτης ενάγουσας, Λ. χήρας Μ. Α. και του τέταρτου ενάγοντα, Ν. Α. και άλλων επτά φυσικών προσώπων, ισχυριζόταν ότι οι διάδικοι είναι συγκύριοι, μεταξύ άλλων ακινήτων: α) ενός βοσκότοπου, που βρίσκεται στο χωριό ..., της Κοινότητας ..., του τέως Δήμου ... ...υ και στην ειδικότερη θέση ... έχει έκταση 400 περίπου στρέμματα, ή όση επί πλέον ή έλαττον είναι, και συνορεύει γύρω με κτήματα πρώτης εναγόμενης Ι. Μ. Λ., Σ. Μ., Κ. Σ. και κληρονόμων Ν. Α. και με παραλία και β) ενός αγρού, που βρίσκεται στην ίδια θέση, έχει έκταση 12 περίπου στρέμματα και συνορεύει γύρω με κτήματα κληρονόμων Ν. Α. και Μ. Α.. Ότι τα παραπάνω ακίνητα περιήλθαν στον ίδιο κατά ποσοστό 1/4 Χ 1/4 εξ αδιαιρέτου το πρώτο και 1/4 Χ 1/12 εξ αδιαιρέτου το δεύτερο, με αγορά από την πεθερά του Α. χήρα Ν. Α., δυνάμει του υπ' αριθ. 1924/4-10-1972 πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου ...υ Δημητρίου Κονδύλη, που μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι τα ακίνητα αυτά αποτελούν στην πραγματικότητα ένα ενιαίο ακίνητο, που ... έχει συνολική έκταση 217.934,55 τ.μ. ... Ότι το εν λόγω ενιαίο ακίνητο είχε περιέλθει στη δικαιο...χό του κατά ποσοστό 1/4 ή 8/32 εξ αδιαιρέτου και στους πέντε πρώτους των εναγομένων ... και στον δικαιο...χο της έκτης, της έβδομης, του όγδοου και της ένατης των εναγομένων Δ. Α., κατά ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου, δηλ. 4/32 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, από κληρονομία του συζύγου της πρώτης και πατέρα των υπολοίπων Ν. Α., που πέθανε το έτος 1966. Ότι στον τελευταίο είχε περιέλθει από άτυπη διανομή ενός μεγαλύτερου ακινήτου το έτος 1950 μεταξύ του ίδιου, της εναγόμενης Ι. Μ. Λ. και του Α. Τ., δυνάμει της οποίας ο εν λόγω δικαιο...χος έλαβε το βόρειο τμήμα, εμβαδού 217.934,55 τ.μ., η Ι. Μ. Λ. το νότιο τμήμα, εμβαδού 130.404,82 τ.μ. και ο Α. Τ. το μεσαίο τμήμα, εμβαδού 397.476,12 τ.μ. Και ότι από τότε ο Ν. Α., οι κληρονόμοι του, οι κληρονόμοι του Δ.υ Α. και ο ενάγων, νέμονταν διαδοχικά το παραπάνω τμήμα, καθ' ολοκληρίαν ο πρώτος, κατά ποσοστό 8/32 εξ αδιαιρέτου η σύζυγός του και δικαιο...χος του ενάγοντος, Α. χήρα Ν. Α., 4/32 εξ αδιαιρέτου το καθένα από τα τέκνα του ... και 8/32 εξ αδιαιρέτου ο ενάγων, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, εν γνώσει και χωρίς καμία ενόχληση από τους άλλους συγκυρίους και τους κληρονόμους τους, που ενεργούσαν με τον ίδιο τρόπο στα δικά τους τμήματα, με αποτέλεσμα να έχουν αποκτήσει την κυριότητά του με έκτακτη χρησικτησία. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε τη λύση της κοινωνίας των διαδίκων μεταξύ άλλων ακινήτων και στο παραπάνω τμήμα, με αυτούσια διανομή του ... ώστε να λάβει ο καθένας το μερίδιο του πλειστηριάσματος που αναλογεί στο ποσοστό συγκυριότητάς του. Στην υπόθεση αυτή εκδόθηκαν οι ... μη οριστικές αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου, με τις οποίες διατάχθηκε η διεξαγωγή αποδείξεων ... και η υπ' αριθ. 20/2003 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και διατάχθηκε η πώληση με πλειστηριασμό δέκα (10) επικοίνων ακινήτων, αφού κρίθηκε ότι τα υπό στοιχεία 1 και 6 ακίνητα της αγωγής αποτελούν ένα ενιαίο ακίνητο, που έχει εμβαδόν 229.559 τ.μ. ... καθώς και ότι αυτό ανήκει πλέον, καθ' ομολογίαν των εναγομένων, στην αποκλειστική κυριότητα των διαδίκων, μετά την άτυπη διανομή που έγινε το 1950 μεταξύ του δικαιοπαρόχου τους Ν. Α. και των τότε συνιδιοκτητών του Α. Τ. και Ι. Μ. Λ. και την άσκηση σ' αυτό διακατοχικών πράξεων που ταίριαζαν στη φύση και στο προορισμό του από τον δικαιο...χό τους Ν. Α. μέχρι τον θάνατό του το έτος 1966 και τους διαδόχους του από το θάνατό του μέχρι την άσκηση της αγωγής. Κατόπιν τούτων, επισπεύσθηκε ο πλειστηριασμός των διανεμητέων ακινήτων από τον αρχικό πρώτο ενάγοντα και εκδόθηκε η υπ' αριθ. 3.536/29-5-2006 έκθεση περιγραφής και εκτίμησης επικοίνων ακινήτων του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Σύρου, Ε. Χ., με την οποία ... εκτιμήθηκε η αξία του ... στο ποσό των 1.800.000 ευρώ, καθορίστηκε η τιμή πρώτης προσφοράς του στο ποσό των 1.200.000 ευρώ και ορίστηκε ημερομηνία πλειστηριασμού για όλα τα ακίνητα η 26-7-2006. Ο πλειστηριασμός αυτός δεν έγινε, διότι με την υπ' αριθ. 961ΑΜ/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου διορθώθηκε η παραπάνω έκθεση ως προς την εκτίμηση και την τιμή πρώτης προσφοράς των υπ' αριθ. 2 και 3 ακινήτων. Στην συνέχεια, εκδόθηκε η υπ' αριθ. 3.573/26-7-2006 Β περίληψη της παραπάνω έκθεσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή, με την οποία διατηρήθηκαν στα ίδια επίπεδα η εκτίμηση και η τιμή πρώτης προσφοράς του προαναφερόμενου ακινήτου κανονίστηκε ημέρα πλειστηριασμού για όλα τα ακίνητα η 27-9-2006. Ο δεύτερος εναγόμενος Χ. Π., που ήταν Ηγούμενος του Ηγουμενοσυμβουλίου της πρώτης εναγόμενης, Ι. Κ. Μ. Ζ. Π. Λ. και νόμιμος εκπρόσωπός της από το έτος 2001, ενεργώντας στα πλαίσια των καθηκόντων διαχείρισης των υποθέσεών της που απορρέουν από την ιδιότητά αυτή, δύο ημέρες πριν από τον πλειστηριασμό, κοινοποίησε στην συμβολαιογράφο ...υ Ελευθερία Ιορδάνη, ως διορισθείσα επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, την από 25-9-2006 εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία-πρόσκληση της πρώτης εναγόμενης, με την οποία: α) ισχυριζόταν ότι η πρώτη εναγόμενη είναι συγκυρία, κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου, του πρώτου ακινήτου, που περιγράφεται στην αγωγή διανομής του αρχικού πρώτου ενάγοντος, δηλ. του βοσκότοπου των 400 στρεμμάτων, ότι η ίδια δεν έχει προβεί ποτέ σε δικαιοπραξία απεμπόλησης ή μεταβίβασης των δικαιωμάτων της επί αυτού, ότι ο Ν. Α. ήταν κύριος του 1/4 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου αυτού, όπως προκύπτει από τους παλιούς τίτλους ιδιοκτησίας του και την με αριθμό φακέλου ... δήλωση αποδοχής κληρονομίας των κληρονόμων του στη Δ.Ο.Υ. ...υ, ότι o πρώτος ενάγων αγόρασε από την κληρονόμο του Ν. Α. Α. χήρα Ν. Α. το 1/16 αυτού και όχι το 1/4, διότι αυτή δεν ήταν κυρία του 1/4 του όλου ακινήτου, αλλά του 1/4 της κληρονομίας του, ότι δεν έχει γίνει ούτε προκύπτει καμία διανομή μεταξύ της πρώτης εναγόμενης και των κληρονόμων του Ν. Α. για το συγκεκριμένο ακίνητο, και ότι ενώ αυτό έχει δηλωθεί από τους τελευταίους στην Δ.Ο.Υ. ...υ με έκταση 100 στρεμμάτων, περιγράφεται αναληθώς στην αγωγή με έκταση 400 στρεμμάτων και ανακριβώς στο διατακτικό της υπ' αριθ. 20/2003 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου με έκταση 229.559 τ.μ., αφού έχει απαλειφθεί το αναφερόμενο στην αγωγή και στο σκεπτικό της απόφασης όριο της Ι. Μ. Λ., γεγονός που φανερώνει ότι η ιδιοκτησία της έχει προφανώς συμπεριληφθεί στην καταμετρηθείσα έκτασή του και β) ζητούσε να εξαιρεθεί από τον πλειστηριασμό το παραπάνω ακίνητο, διαφορετικά να ενημερώνονται οι πιθανοί πλειοδότες πριν από τον πλειστηριασμό για την ύπαρξη διαφοράς μεταξύ του επισπεύδοντος και της πρώτης εναγόμενης, προς αποφυγή μελλοντικών διενέξεων με αυτούς. Ο πλειστηριασμός αυτός έγινε, με την παρουσία του δευτέρου εναγομένου, που πρόβαλε τους ίδιους ισχυρισμούς για την κυριότητα της πρώτης εναγόμενης Ιεράς Μονής και εκπλειστηριάστηκαν τα υπόλοιπα ... ακίνητα, εκτός από το προαναφερόμενο υπ' αριθ. 1 (διαφιλονικούμενο) ακίνητο και το υπ' αριθ. 7 (μη διαφιλονικούμενο) ακίνητο ... Ακολούθως, εκδόθηκε η υπ' αριθ. 3.585/2006 Γ περίληψη της παραπάνω έκθεσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή, με την οποία ορίστηκε ημέρα του πλειστηριασμού για τα προαναφερόμενα δύο ακίνητα η 18-4-2007. Ο πλειστηριασμός αυτός, επιχειρήθηκε με την παρουσία του μεσίτη, Α. Α., που επανέλαβε, κατ' εντολή του δεύτερου εναγόμενου, τους ίδιους ισχυρισμούς για την κυριότητα της πρώτης εναγόμενης Ιεράς Μονής και ματαιώθηκε ελλείψει πλειοδοτών. Περαιτέρω, εκδόθηκε η υπ' αριθ. 3.715/23-4-2007 Δ περίληψη της παραπάνω έκθεσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή, με την οποία ορίστηκε ημέρα του πλειστηριασμού για τα προαναφερόμενα δύο ακίνητα η 6-6-2007. Ο πλειστηριασμός αυτός δεν έγινε, διότι με την υπ' αριθ. 775ΑΜ/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, που εκδόθηκε επί ανακοπής, κατ' άρθρο 966 παρ. 3 ΚΠολΔ, του επισπεύδοντος αρχικού πρώτου ενάγοντος, μειώθηκε η τιμή πρώτης προσφοράς για το προαναφερόμενο υπ' αριθ. 1 ακίνητο από το ποσό των 1.200.000 ευρώ στο ποσό των 1.000.000 ευρώ και για το υπ' αριθ. 7 ακίνητο από το ποσό των 105.000 ευρώ στο ποσό των 60.000 ευρώ και ορίστηκε ημέρα του πλειστηριασμού τους η 4-7-2007. Ο δεύτερος εναγόμενος, ενεργώντας και πάλι στα πλαίσια των καθηκόντων του να αντιπροσωπεύει την πρώτη εναγόμενη, άσκησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου την από 6-6-2007 ... ανακοπή και στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου την από 16-6-2007 ... αίτηση αναστολής, κατά των διαδίκων στη δίκη της διανομής και των καθολικών διαδόχων των εξ αυτών, Δ. Α. και Δ. Α., που είχαν ήδη αποβιώσει. Με την ανακοπή, ... ισχυριζόταν ότι η πρώτη εναγόμενη-ανακόπτουσα είναι συγκυρία, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου, ενός βοσκότοπου, που βρίσκεται στη θέση "..." του Δήμου ...υ, έχει έκταση 400 ως έγγιστα στρέμματα και συνορεύει ... Ότι το ακίνητο αυτό περιήλθε στην ίδια, με κληρονομική διαδοχή, δυνάμει της από 14-11-1927 διαθήκης του Αρχιμανδρίτη Ι. Β., που δημοσιεύθηκε το έτος 1930 από το Ειρηνοδικείο ...υ. ... Ότι από το έτος 1927 που απέκτησε το ακίνητο κατά τα ανωτέρω, υπεισήλθε στη νομή του και την ασκούσε αδιαλείπτως με διάνοια κυρίου, εκμισθώνοντάς το σε αγρότες της περιοχής και εισπράττοντας το μίσθωμα. Ότι ο δικαιο...χός των καθών η ανακοπή Ν. Α. ήταν συγκύριος του ίδιου ακινήτου, κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου. ... Ότι ο πρώτος των καθών η ανακοπή (αρχικός πρώτος ενάγων) άσκησε κατά των υπόλοιπων στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου την από 20-5-1988 αγωγή διανομής των επικοίνων ακινήτων. Ότι στα διανεμητέα ακίνητα περιλαμβάνει και τον προαναφερόμενο βοσκότοπο, έκτασης 400 στρεμμάτων. Ότι ενώ στην αρχή αναφέρει αληθώς ότι κατέστη συγκύριος αυτού κατά ποσοστό 1/16 εξ αδιαιρέτου, με παράγωγο τρόπο ... στη συνέχεια εκθέτει ψευδώς ότι κατέστη συγκύριος ενός διακεκριμένου τμήματός του, έκτασης 217.934,55 τ.μ., κατά ποσοστό 8/32 εξ αδιαιρέτου, με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία), επικαλούμενος ότι το εν λόγω τμήμα προήλθε από άτυπη διανομή του βοσκότοπου, το έτος 1950, μεταξύ των συγκυρίων του, δηλ. του απώτατου δικαιοπαρόχου του Ν. Α., της πρώτης εναγόμενης Ιεράς Μονής- ανακόπτουσας και του Α. Τ., δυνάμει της οποίας ο πρώτος έλαβε το τμήμα αυτό έκτασης 217.934,55 τ.μ., η δεύτερη ένα άλλο τμήμα, έκτασης 130.404,82 τ.μ., και ο τρίτος έτερο τμήμα, έκτασης 397.476,12 τ.μ., ενώ τέτοια διανομή δεν έγινε ποτέ, ούτε μπορούσε να γίνει, για το λόγο ότι η συνολική έκταση των διακεκριμένων τριών τμημάτων (περί τα 800 στρέμματα) υπερβαίνει την έκταση, που είχε ο βοσκότοπος (400 στρέμματα). ... Ότι κατόπιν των ισχυρισμών αυτών του πρώτου των καθών, τους οποίους συνομολόγησαν οι αντίδικοί του, εκδόθηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου, χωρίς η ανακόπτουσα Ιερά Μονή να συμμετάσχει ή να προσκληθεί να συμμετάσχει στη δίκη, η υπ' αριθ. 20/2003 απόφασή του, η οποία δέχθηκε ότι έλαβε χώρα άτυπη διανομή του βοσκότοπου μεταξύ των αρχικών συγκυρίων του και ότι ο εξ αυτών Ν. Α. και στη συνέχεια οι διάδοχοί του ... απέκτησαν ένα διακεκριμένο τμήμα αυτού, το οποίο ... έχει έκταση 229.559 τ.μ., και διέταξε τη δικαστική διανομή του, με πώληση διά πλειστηριασμού ... Ότι μετά την απόφαση αυτή εκδόθηκε η υπ' αριθ. 3.536/29-5-2006 έκθεση περιγραφής και εκτίμησης επικοίνων ακινήτων του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Σύρου Π. Χ. και η υπ' αριθ. 3.756/2007 Ε περίληψη της έκθεσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή, με την οποία επισπεύδεται ο πλειστηριασμός του παραπάνω τμήματος στις 4-7-2007, με αποτέλεσμα να προσβάλλονται τα προαναφερόμενα εμπράγματα δικαιώματά της ανακόπτουσας επ' αυτού και να προκαλείται βλάβη στα έννομα συμφέροντά της. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε: Α) να ακυρωθούν: i) η υπ' αριθ. 20/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου, κατά το μέρος που διατάχθηκε με αυτήν η δικαστική διανομή, με πώληση δια πλειστηριασμού του ως άνω εδαφικού τμήματος και ii) η υπ' αριθ. 3.536/29-5-2006 έκθεση περιγραφής και εκτίμησης επικοίνων ακινήτων του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Σύρου Π. Χ. και η υπ' αριθ. 3.756/2007 Ε περίληψη της έκθεσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή, κατά το μέρος που επισπεύδεται με αυτές ο πλειστηριασμός του παραπάνω τμήματος, Β) να αναγνωριστεί η συγκυριότητα της ανακόπτουσας, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου, επί του βοσκότοπου, έκτασης 400 ως έγγιστα στρεμμάτων, ή όσης είναι πλέον ή έλαττον και αποκλειστική κυρία έξι στρεμμάτων αυτού και να υποχρεωθούν οι αντίδικοι να της αποδώσουν τα ακίνητα αυτά ... Επίσης, με την προαναφερόμενη αίτηση αναστολής, στην οποία ενσωμάτωσε το περιεχόμενο της παραπάνω ανακοπής, ο δεύτερος εναγόμενος ζητούσε την αναστολή της διαδικασίας του πλειστηριασμού που επισπεύδεται, δυνάμει της προαναφερόμενης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου και των δύο εκθέσεων του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Σύρου Π. Χ., μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανακοπής. Η συζήτηση της αίτησης επισπεύσθηκε από τον δεύτερο εναγόμενο, για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης, για την δικάσιμο της 28-6-2009 και μετά από αυτή εκδόθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου, η υπ' αριθ. 944 ΑΜ/2-7-2007 απόφαση, η οποία ανέστειλε την εκτέλεση μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανακοπής ... Η συζήτηση της ανακοπής επισπεύσθηκε από τον δεύτερο εναγόμενο, με την προαναφερόμενη ιδιότητά του, για τη δικάσιμο ... της 27-3-2009 και μετά από αυτή εκδόθηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου η υπ' αριθ. 105/2009 εν μέρει οριστική και εν μέρει μη οριστική απόφαση, που διέταξε την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης ... Αφού διεξήχθη η τελευταία, η περαιτέρω συζήτηση της ανακοπής επισπεύσθηκε από τους καθών η ανακοπή ... και ... εκδόθηκε η υπ' αρ. 94 ΤΠ/2013 οριστική απόφαση του άνω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την ανακοπή, κατά παραδοχή ένστασης των καθών η ανακοπή περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ανακόπτουσας. Κατά της απόφασης αυτής ο δεύτερος εναγόμενος άσκησε, ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης, την από 26-12-2013 ... έφεση στο Εφετείο Αιγαίου. Η συζήτηση της έφεσης επισπεύσθηκε από τους εφεσίβλητους για τη δικάσιμο της 10-10-2014 και μετά από αυτή, εκδόθηκε η υπ' αριθ 15/2016 απόφαση του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε τυπικά την έφεση και την απέρριψε κατ' ουσίαν. Οι παραδοχές που στήριξαν την κρίση του αυτή, είναι ... οι εξής: Το επίδικο ακίνητο αποτελεί το βόρειο τμήμα μείζονος βοσκότοπου, έκτασης ... 801.925,69 τ.μ., ο οποίος είχε περιέλθει στους απώτατους δικαιοπαρόχους των διαδίκων Ν. Ν. Π. και Μ. χήρα Γ. Μ., κατά ποσοστό 1/2 ή 2/4 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, εκ κληρονομίας του πατέρα τους Ν. Ι. Π. και διανομής των αντικειμένων της. Στην συνέχεια ... Έτσι, με βάση τους προαναφερόμενους τίτλους, περιήλθε στον δικαιο...χο των καθών, Ν. Δ.υ Α., ποσοστό 13/48 εξ αδιαιρέτου, στον Α. Ν. Τ., ποσοστό 15/48 εξ αδιαιρέτου, στην ανακόπτουσα, ποσοστό 16/48 εξ αδιαιρέτου, στην Ε. Ν. Π. ποσοστό 2/48 εξ αδιαιρέτου και στην Κ. Ν. Π., ποσοστό 2/48 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα του μείζονος βοσκότοπου. Οι τρεις πρώτοι από τους προαναφερόμενους συγκύριους προέβησαν περί το έτος 1950 σε άτυπη διανομή του μείζονος βοσκότοπου και έλαβαν στη νομή και κατοχή τους, έναντι του προαναφερθέντος εξ αδιαιρέτου μεριδίου τους επί του όλου βοσκοτόπου, ο πρώτος το βόρειο τμήμα του, εμβαδού 244.010,02 τ.μ., το οποίο ταυτίζεται με το επίδικο, ο δεύτερος το μεσαίο τμήμα του εμβαδού 352.691,87 τ.μ. και η ανακόπτουσα το νότιο τμήμα του, εμβαδού 177.079,52 τ.μ. αντίστοιχα. Από τότε οι ίδιοι και οι διάδοχοί τους ασκούσαν επ' αυτών, με πρόθεση αποκλειστικού κυρίου και νομέα, όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και στον προορισμό τους πράξεις. Ειδικότερα, ο δικαιο...χος των καθών η ανακοπή Ν. Δ. Α. διαχώρισε το βόρειο τμήμα από το όμορο μεσαίο τμήμα με ... χάνδακα ... και με τοιχίο ... Επίσης ο ίδιος και μετά το θάνατό του οι καθολικοί διάδοχοί του έβοσκαν εντός του τμήματος αυτού τα ζώα τους και το επιτηρούσαν ... Ο Α. Τ. και μετά το θάνατό του οι καθολικοί διάδοχοί του ασκούσαν στο μεσαίο τμήμα παρόμοιες πράξεις. ... Η ανακόπτουσα διαχώρισε το νότιο τμήμα από το όμορο προς βορρά μεσαίο τμήμα, με τοιχίο από ξερολιθιά καθ' όλο το μήκος του κοινού ορίου τους. Επίσης, καλλιεργούσε το τμήμα αυτό, συνέλεγε τους καρπούς του, το επιτηρούσε και συντηρούσε το παραπάνω τοιχίο του. ... Όλες οι παραπάνω πράξεις του Ν. Δ.υ Α. και των καθολικών διαδόχων του (καθών η ανακοπή) και του Α. Ν. Τ. και των καθολικών διαδόχων του έγιναν υπό τα όμματα των εκπροσώπων της ανακόπτουσας Ιεράς Μονής από το έτος 1950 που έγινε η άτυπη διανομή, μέχρι και την άσκηση της ένδικης ανακοπής (Ιούνιος 2007), εν γνώσει των εκπροσώπων της ανακόπτουσας ότι οι πιο πάνω εκ των συγκυρίων ενέμοντο και κατείχαν τα παραπάνω τμήματα, που είχαν περιέλθει σ' αυτούς με την άτυπη διανομή, αρχικά οι ίδιοι και μετά το θάνατο αυτών οι καθολικοί διάδοχοί τους, ως αποκλειστικοί κύριοι τούτων, χωρίς ουδεμία απολύτως διαμαρτυρία ή αμφισβήτηση εκ μέρους της ανακόπτουσας. Άλλωστε και η ίδια η ανακόπτουσα ενέμετο και κατείχε καθ' όλο το παραπάνω χρονικό διάστημα, ως αποκλειστική κυρία, το ανωτέρω νότιο τμήμα που είχε περιέλθει σ' αυτήν με την άτυπη διανομή, ασκώντας τις προαναφερόμενες διακατοχικές πράξεις, χωρίς οποιαδήποτε αντίρρηση ή διαμαρτυρία από τους λοιπούς εκ των συγκυρίων. Επιπλέον, αυτή ποτέ δεν άσκησε πράξεις νομής ως εξ αδιαιρέτου συγκυρία στο επίδικο βόρειο τμήμα ή στο όμορο μη επίδικο μεσαίο τμήμα ... Έτσι, με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, η επί τόσο μακρό χρόνο, πέραν των πενήντα επτά ετών, άσκηση πράξεων νομής αποκλειστικά από τους καθών η ανακοπή και το δικαιο...χό τους Ν. Δ.υ Α. στο επίδικο τμήμα (βοσκότοπο), του οποίου διατάχθηκε η δικαστική διανομή με την ανακοπτόμενη απόφαση, υπό τα όμματα και εν γνώσει της ανακόπτουσας, χωρίς καμία εκ μέρους της διαμαρτυρία ή αμφισβήτηση, δημιούργησε ευλόγως στους καθών η ανακοπή και τον ως άνω δικαιο...χό τους την πεποίθηση ότι η ανακόπτουσα δεν θα ασκούσε πλέον το επιδιωκόμενο με την ένδικη ανακοπή δικαίωμα της συγκυριότητάς της στο επίκοινο τμήμα, με αποτέλεσμα μέχρι την άσκησή του να διαμορφωθεί συγκεκριμένη πραγματική κατάσταση, η ανατροπή της οποίας θα έχει δυσμενείς συνέπειες στα συμφέροντα πλέον των καθών η ανακοπή, διαδόχων του εκ των συγκυρίων Ν. Δ.υ Α., αφού θα στερηθούν το ποσοστό της συγκυριότητας της ανακόπτουσας Ιεράς Μονής στο επίδικο τμήμα, το οποίο είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας, ενώ παράλληλα έχουν στερηθεί και το δικό τους ποσοστό συγκυριότητας στο τμήμα που έλαβε η ανακόπτουσα με την άτυπη διανομή, καθόσον η τελευταία νέμεται το τμήμα αυτό ως αποκλειστική κυρία συνεχώς από το έτος 1950 μέχρι και σήμερα, δηλ. για χρονικό διάστημα πολύ μεγαλύτερο της εικοσαετίας, με συνέπεια αυτή να έχει αποκτήσει και το ποσοστό αυτό. Ενόψει όλων αυτών η άσκηση του επιδιωκόμενου με την ένδικη ανακοπή δικαιώματος της ανακόπτουσας υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και από τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του και συνεπώς το δικαίωμα αυτό ασκείται καταχρηστικά, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ. Επομένως, η ανακοπή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά παραδοχή της ένστασης περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ανακόπτουσας ... Με την εν λόγω απόφαση του Εφετείου Αιγαίου ... η ανακοπή απορρίφθηκε, διότι έγινε δεκτή η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, που πρότειναν οι καθών η ανακοπή. ... Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η συμπεριφορά του δεύτερου εναγομένου, όπως εκδηλώθηκε με την κοινοποίηση της από 25-9-2006 εξώδικης δήλωσης-διαμαρτυρίας-πρόσκλησης στη συμβολαιογράφο του πλειστηριασμού, την άσκηση της ανακοπής και της αίτησης αναστολής, την κατάληψη των πρωτοβουλιών για την επίσπευση της δίκης στους καθών η ανακοπή και την άσκηση έφεσης, συνιστά τόσο κατάχρηση ιδιωτικού δικαιώματος, όσο και κατάχρηση δικονομικών δυνατοτήτων, κατά παράβαση των άρθρων 281 ΑΚ και 116 ΚΠολΔ, διότι μέσω αυτής επιχειρήθηκε η άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος (της συγκυριότητας της εναγόμενης στο μεγαλύτερο ακίνητο), το οποίο έχει αποδυναμωθεί, με εξωδικαστικές και δικαστικές πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες περιέχουν αναληθείς ισχυρισμούς (λ.χ. ότι δεν έγινε άτυπη διανομή το έτος 1950) ή αποσιωπούν αληθείς ισχυρισμούς (λ.χ. ότι έγινε άτυπη διανομή του μεγαλύτερου ακινήτου μεταξύ των συγκυρίων το έτος 1950), ενσυνείδητα προς στρέβλωση της αλήθειας ..., κλονίζουν αιφνιδιαστικά την κατάσταση εμπιστοσύνης που είχε ήδη δημιουργηθεί, αντιβαίνουν στις κοινώς αποδεκτές αρχές περί έντιμης, αξιοπρεπούς και χρηστής διαγωγής, και κατατείνουν, στην επιβράδυνση της διεξαγωγής της δίκης και στην αναβολή της επικείμενης ήττας. Επομένως, αφού η συμπεριφορά αυτή αντίκειται στις παραπάνω διατάξεις, που καθιερώνουν γνήσιες υποχρεώσεις και όχι απλά βάρη, είναι παράνομη, κατά την του άρθρου 914 ΑΚ και αφού αντίκειται, μετά από συνεκτίμηση των κινήτρων, του επιδιωκόμενου σκοπού, των μέσων και από συνεκτίμηση των κινήτρων, του επιδιωκόμενου σκοπού, των μέσων και των μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν, κατ' αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, στις επιταγές της κοινωνικής ηθικής και στις θεμελιώδεις δικαιϊκές αρχές και μόνιμες αξίες που ενυπάρχουν στο δίκαιο, είναι ανήθικη, κατά την έννοια του άρθρου 919 του ίδιου Κώδικα. ... Μετά την έκδοση της υπ' αριθ. 944 ΑΜ/2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, ο πλειστηριασμός ανεστάλη μέχρι την έκδοση της υπ' αριθ. 94 ΤΠ/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου επί της ανακοπής και μετά την άσκηση έφεσης κατά της τελευταίας απόφασης και της αναβίωσης της εκκρεμοδικίας, ο πλειστηριασμός δεν επισπεύσθηκε, λόγω αναμενόμενων επιφυλάξεων των υποψήφιων αγοραστών, μέχρι την έκδοση της υπ' αριθ. 15/2016 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Αιγαίου, δηλ. ο πλειστηριασμός δεν προχώρησε επί εννέα και πλέον έτη. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι αν δεν μεσολαβούσε η παράνομη συμπεριφορά του δευτέρου εναγομένου o πλειστηριασμός του ακινήτου θα μπορούσε να διεξαχθεί στις 27-9-2006 ή στις 4-7-2007, που είχε προγραμματιστεί, με βεβαιότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αφού είχε συγκεντρώσει μεγάλο ενδιαφέρον πλειοδοτών, οι οικονομικές συνθήκες στην επένδυση και αγορά ακινήτων ήταν ακόμη ανθηρές και η πολεοδομική νομοθεσία για την αξιοποίησή του ήταν ευνοϊκή και το πλειστηρίασμα να ανέλθει στο ποσό των 2.000.000 ευρώ, που ήταν η εμπορική αξία του. Ότι, μετά τη λήξη της συμπεριφοράς αυτής, ο πλειστηριασμός του ακινήτου θα μπορούσε να διεξαχθεί το έτος 2017 και το πλειστηρίασμα να ανέλθει στο ποσό των 265.000 ευρώ, που είναι πλέον η εμπορική αξία του. Ότι η διαφορά των 1.735.000 ευρώ μεταξύ των δύο πλειστηριασμάτων οφείλεται στη μείωση της αξίας του ακινήτου, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε. Και ότι από την καθυστέρηση του πλειστηριασμού, υπέστησαν αποθετική ζημία, η οποία συνίσταται στην αποτροπή της αύξησης της περιουσίας τους, κατά το προαναφερόμενο ποσό των 1.735.000 ... Στην προκειμένη όμως περίπτωση, δεν μπορεί να προσδιοριστεί εκ των προτέρων, με πιθανότητα που να προσεγγίζει τη βεβαιότητα από ένα μέσο άνθρωπο, με λογικά κριτήρια και με βάση τις ιδιαίτερες περιστάσεις (τόπος, είδος, μέγεθος, χαρακτήρας ακινήτου κλπ) και την κανονική εξέλιξη των πραγμάτων, ο χρόνος του πλειστηριασμού και το ύψος του πλειστηριάσματος (ιδίως ότι θα διεξαγόταν πριν από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης στη χώρα κατά τα έτη 2009 - 2010, που έπληξε σοβαρά την αγορά και τις τιμές των ακινήτων), δεδομένου ότι εξαρτώνται από αστάθμητους και αβέβαιους παράγοντες, όπως είναι η εκτίμηση από τους ενδιαφερόμενους επενδυτές: α) της θέσης του ακινήτου εκτός σχεδίου και μακριά από οικισμό, β) της διέλευσης του νότιου ορίου του από τη βραχώδη κορυφή του λόφου Α., γ) της ύπαρξης δασικής βλάστησης (κέδροι) σε ένα τμήμα του, δ) της λειτουργίας του ως βοσκότοπου, ε) της μορφολογίας του ... στ) της γειτνίασής του με τον αιγιαλό, τα όρια του οποίου δεν έχουν καθοριστεί με διοικητική πράξη, ζ) του κινδύνου αμφισβήτησης του ιδιωτικού χαρακτήρα του από τις Υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου ... και η) του ενδεχομένου επιβολής περιορισμών στις επιθυμητές χρήσεις του και επέλευσης δυσμενών συνεπειών στην αξιοποίησή του ... καθώς και η προσμέτρηση από τους ίδιους των παραγόντων αυτών για τον υπολογισμό της αξίας και της εμπορευσιμότητάς του, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί η αγορά του ασφαλής και αποδοτική επένδυση ή όχι. ... Υπό τα δεδομένα αυτά, εφόσον δεν μπορεί να προσδιοριστεί το υποθετικό μέγεθος της περιουσίας που θα υπήρχε στους ενάγοντες, χωρίς την παρεμβολή της παράνομης συμπεριφοράς του δεύτερου εναγόμενου, ώστε η διαφορά του με το υφιστάμενο μέγεθος της περιουσίας τους, μετά την επέλευση του ζημιογόνου αυτού γεγονότος, να αποτελεί τη ζημία τους, δεν συντρέχει ... η προϋπόθεση της πρόκλησης ζημίας για τη γέννηση αξιώσεων αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης σε βάρος των εναγομένων, κατά τα άρθρα 914 και 919 ΑΚ, τα οποία αποτελούν το νομικό έρεισμα της αγωγής και αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Εκτός από τα παραπάνω, όμως, και στην υποθετική περίπτωση, που ήθελαν γίνουν δεκτά τα ακόλουθα: α) ότι χωρίς την παρεμβολή της συμπεριφοράς του δεύτερου εναγομένου, ο πλειστηριασμός του ακινήτου θα διεξαγόταν στις προαναφερόμενες ημερομηνίες, με πιθανότητα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, τις ειδικές περιστάσεις και τα προπαρασκευαστικά μέτρα που είχαν ληφθεί, μετά από εκτίμηση: i) της θέσης, της έκτασης, και της θέας του, ... ii) της αξίας των ακινήτων, που βρισκόταν σε υψηλά επίπεδα πριν την εκδήλωση της δεκαετούς οικονομικής κρίσης στη χώρα ... και iii) της πολεοδομικής νομοθεσίας, που επέτρεπε την αξιοποίησή του και της οικοδομικής δραστηριότητας, που ήταν αυξημένη και το πλειστηρίασμα που θα εισέπρατταν οι ενάγοντες από αυτόν, θα ανερχόταν, με βάση τους ίδιους παράγοντες, στο ποσό των 1.000.000 ευρώ, ... και όχι στο υπερβολικό ποσό των 2.000.000 ευρώ, ... β) ότι μετά την συμπεριφορά του εναγομένου ο πλειστηριασμός θα διεξαγόταν το έτος 2017 με πιθανότητα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, τις ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα και το πλειστηρίασμα θα ανερχόταν στο ποσό των 300.000 ευρώ, γ) ότι η διαφορά των 700.000 ευρώ, μεταξύ των δύο πλειστηριασμάτων οφείλεται στη μείωση της αξίας του ακινήτου, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε και δ) ότι από την καθυστέρηση του πλειστηριασμού οι ενάγοντες υπέστησαν αποθετική ζημία, η οποία συνίσταται στην αποτροπή της αύξησης της περιουσίας τους, κατά το προαναφερόμενο ποσό των 700.000 ευρώ, ... για να αποκατασταθεί η ζημία τους πρέπει να συνδέεται με τη βούληση του παραβάτη δεύτερου εναγομένου και να παρίσταται ως συνέπεια του συνδέσμου αυτού. Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος γνώριζε πως η συμπεριφορά του ήταν παράνομη και αντίθετη στα χρηστά ήθη και πως θα προκαλούσε καθυστέρηση στη διεξαγωγή του πλειστηριασμού. Ωστόσο δεν επεδίωκε, ούτε προέβλεψε και αποδεχόταν ότι ήταν δυνατόν αυτή να επιφέρει ως άμεσο, παρεπόμενο και αναπόφευκτο ή έστω ενδεχόμενο αποτέλεσμα και την πτώση της αξίας του ακινήτου. Και τούτο διότι τα έτη 2006 και 2007 η αγορά ακινήτων ήταν ανθηρή, οι εγχώριες και διεθνείς επενδύσεις στον τομέα των κατασκευών ανοδικές, οι τιμές των ακινήτων υψηλές και ο τόπος του ακινήτου (...ς) από τους πιο ελκυστικούς τουριστικούς προορισμούς. Το κίνητρο, η βούληση και ο σκοπός του ήταν να αναγνωριστεί το δικαίωμα της συγκυριότητας της ο σκοπός του ήταν να αναγνωριστεί το δικαίωμα της συγκυριότητας της πρώτης εναγομένης στο ακίνητο και να συμμετάσχει αυτή στη διανομή ενός πλειστηριάσματος, που θα αυξανόταν με το χρόνο. Οποιαδήποτε άλλη εκδοχή δεν αντέχει στη λογική, αφού θα ισοδυναμούσε με πρόθεση προσβολής των συμφερόντων της πρώτης εναγόμενης, σε περίπτωση που η δίκη απέβαινε υπέρ αυτής. ... Υπό τα δεδομένα αυτά, εφόσον ο δεύτερος εναγόμενος δεν σκόπευε και δεν επιδοκίμαζε την πρόκληση του παραπάνω παράνομου αποτελέσματος της συμπεριφοράς του, δεν συντρέχουν, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην οικεία νομική σκέψη, οι προϋποθέσεις: α) της υπαιτιότητας, με τη μορφή του δόλου, και β) της πρόθεσης επαγωγής ζημίας, τις οποίες επικαλούνται οι ενάγοντες, για τη γέννηση ευθύνης προς αποζημίωση σε βάρος του ίδιου και της πρώτης εναγόμενης ... και η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, ανεξάρτητα και πέρα από τα παραπάνω και στην υποθετική περίπτωση, που ήθελε θεωρηθεί, ότι υπήρχε ο παραπάνω ψυχικός σύνδεσμος του δεύτερου εναγομένου με το αποτέλεσμα της πτώσης της τιμής του ακινήτου (επιδίωξη ή πρόβλεψη και αποδοχή αυτού ως αναγκαίο ή δυνατό), για να αποκατασταθεί η ζημία των εναγόντων θα πρέπει να υπάρχει σχέση λόγου και ακολουθίας μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του και του αποτελέσματος αυτού. Ωστόσο, η συμπεριφορά του δεύτερου εναγομένου, που ήταν αντίθετη στο νόμο και στα χρηστά ήθη, εκτιμώμενη συνολικά, δεν είχε αντικειμενικά καθ' εαυτή την τάση, την ικανότητα και την δυναμικότητα, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, υπό τις συγκεκριμένες χρονικές, τοπικές, οικονομικές, κ.α. συνθήκες που εκδηλώθηκε και κατά την συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να οδηγήσει στην πτώση της αγοραίας αξίας του ακινήτου, ώστε να αποτελεί τον αναγκαίο και επαρκή όρο αυτής, χωρίς: την οικονομική κρίση που εκδηλώθηκε στη χώρα κατά τα έτη 2009-2010 (γεγονός πασίδηλο), η οποία προκάλεσε μεγάλη πτώση στην οικοδομική δραστηριότητα, στο επενδυτικό ενδιαφέρον, στην ζήτηση ακινήτων και στις οικονομικές αξίες τους και β) την πράξη της νομοθετικής αρχής, που ενέταξε κατά τα έτη 2010-2012 την περιοχή του ακινήτου στις περιοχές ειδικής προστασίας "Ζώνες Δικτύου Natura 2000" (βλ. απόφαση Η.Π. 37388/1807/Ε.Ι03 σε ΦΕΚ 1495/6-9-2010, N. 3937/2011 σε ΦΕΚ 60/31-3-2011 και ΦΕΚ 148/ΑΑΠΘ/2-5-2012), και επιβάλει σοβαρούς περιορισμούς στην χρήση και στη δόμησή του. Και οι δύο αυτοί παράγοντες που παρεμβλήθηκαν είναι έκτακτοι, ασυνήθιστοι και πολύπλοκοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν από το μέσο συνετό άνθρωπο, ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης ... Υπό τα δεδομένα αυτά, εφόσον η ζημία δεν ήταν απότοκη της συμπεριφοράς του δεύτερου εναγομένου, δεν συντρέχει, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη οικεία νομική σκέψη, η προϋπόθεση της αιτιώδους συνάφειας, για τη γέννηση ευθύνης προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση σε βάρος του ίδιου και της πρώτης εναγόμενης, και η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και εκ του λόγου αυτού." Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, και αφού προηγουμένως είχε κρίνει, στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης των εναγόντων, ότι το δεύτερο αγωγικό κονδύλιο της αποζημίωσης για διαφυγόντα κέρδη είναι μη νόμιμο και όχι αόριστο, όπως είχε κριθεί πρωτοδίκως, εξαφάνισε, κατά παραδοχή αμφοτέρων των εφέσεων, την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που είχε κάνει εν μέρει δεκτή την αγωγή των αναιρεσειόντων, και στη συνέχεια, κρατώντας και δικάζοντας την αγωγή, απέρριψε αυτήν ως μη νόμιμη ως προς το κονδύλιο της αποζημίωσης για διαφυγόντα κέρδη και ως ουσιαστικά αβάσιμη, με τριπλή επάλληλη αιτιολογία, κατά τη σαφή νοηματική απόδοση του όλου περιεχομένου της, ως προς το κονδύλια της θετικής ζημίας, και με διπλή επάλληλη αιτιολογία ως προς το κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
Ειδικότερα, το Εφετείο απέρριψε την αγωγή ως προς το ανωτέρω κονδύλιο της θετικής ζημίας, δεχόμενο, με την τρίτη επάλληλη αιτιολογία, ότι η οικονομική κρίση των ετών 2009-2010, που προκάλεσε μεγάλη πτώση στις αξίες των ακινήτων, και οι νομοθετικές ρυθμίσεις των ετών 2010, 2011 και 2012 περί ένταξης της περιοχής του ακινήτου στις ζώνες ειδικής προστασίας του δικτύου "Natura 2000", με τους συνακόλουθους σοβαρούς περιορισμούς στη χρήση και δόμηση αυτού, αποτέλεσαν έκτακτους, ασυνήθιστους και απρόβλεπτους παράγοντες, που είχαν ως αποτέλεσμα εν προκειμένω τη διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του αρχικού δεύτερου εναγομένου και του αποτελέσματος της μείωσης της αξίας του ακινήτου των εναγόντων. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, το οποίο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το αίτημα της αγωγής περί επιδίκασης αποζημίωσης για θετική ζημία, δεν παραβίασε ευθέως με ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη υπαγωγή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 298, 914 και 919 Α.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε, καθόσον, κατά τις ως άνω ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η συμπεριφορά του αρχικού δεύτερου εναγομένου δεν υπήρξε στη συγκεκριμένη περίπτωση η αιτία, με την έννοια του αναγκαίου όρου, του αποτελέσματος της μείωσης της αξίας του ακινήτου των αναιρεσειόντων, διότι μετά την υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του αρχικού δεύτερου εναγομένου, νομίμου εκπροσώπου της πρώτης αναιρεσίβλητης, μεσολάβησαν τα αναφερόμενα ως άνω δύο όλως εξαιρετικά και απρόβλεπτα γεγονότα που επέφεραν, αποκλειστικά αυτά, το ζημιογόνο αποτέλεσμα, με συνέπεια να μην καταφάσκεται ευθύνη της πρώτης αναιρεσίβλητης και του αρχικού πρώτου εναγομένου προς αποζημίωση των αναιρεσειόντων για την προκληθείσα σε αυτούς θετική ζημία, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, προς κατάφαση του αιτιώδους συνδέσμου δεν εξαρκεί η πράξη ή παράλειψη, που φέρεται ότι προκάλεσε την υλική ζημία ή την ηθική βλάβη, να είναι μόνον αντικειμενικώς πρόσφορη προς τούτο, αλλά προσαπαιτείται και να αποδεικνύεται ότι πράγματι αποτέλεσε στην συγκεκριμένη περίπτωση την αιτία της ζημίας ή της ηθικής βλάβης, πράγμα που κατά τα ανωτέρω δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Επίσης, με τις ανωτέρω παραδοχές του το Εφετείο δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθώς διέλαβε σε αυτήν επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, αφού τα ανωτέρω δεκτά, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά θεμελιώνουν σαφώς το διατυπούμενο αρνητικό αποδεικτικό του πόρισμα περί μη ευθύνης της πρώτης αναιρεσίβλητης και του αρχικού δεύτερου εναγομένου έναντι των εναγόντων για καταβολή αποζημίωσης για θετική ζημία. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, καθό μέρος με αυτόν οι αναιρεσείοντες προβάλλουν τις από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 298, 914 και 919 Α.Κ., είναι αβάσιμος. Από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 556 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για το παραδεκτό των λόγων της αναίρεσης, πρέπει ο αναιρεσείων να έχει έννομο συμφέρον να ανατρέψει την προσβαλλομένη απόφαση, ένεκα σφάλματος που αναφέρεται στον αναιρετικό λόγο. Έτσι, στην περίπτωση που το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες, πλην όμως η μία από αυτές δεν πλήττεται ή πλήττεται ανεπιτυχώς, ήτοι δεν τελεσφορεί, οι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προσβάλλεται η άλλη αιτιολογία, είναι αλυσιτελείς, γιατί οι προσβαλλόμενες πλημμέλειες δεν επιδρούν στο διατακτικό της αποφάσεως, το οποίο στηρίζεται αυτοτελώς από την ή τις μη πληττόμενες επιτυχώς αιτιολογίες (Ολ.Α.Π. 25/2003, Α.Π. 129/2023, Α.Π. 1349/2022, Α.Π. 383/2017). Κατά συνέπεια, ο ίδιος ως άνω δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης, καθό μέρος προβάλλεται με αυτόν ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων λόγω της εσφαλμένης απόρριψης του αιτήματος καταβολής αποζημίωσης για θετική ζημία, αναφορικά με τη δεύτερη επάλληλη αιτιολογία ότι ο αρχικός δεύτερος εναγόμενος δεν επιδίωξε και δεν προέβλεψε την πρόκληση περιουσιακής ζημίας στους ενάγοντες με τη μορφή της ελάττωσης της αξίας του πλειστηριαζόμενου ακινήτου, είναι αλυσιτελής και ως εκ τούτου απαράδεκτος, κατά το ως άνω σκέλος, αφού τυχόν αποδοχή του, δεν επηρεάζει το διατακτικό της απόφασης, που στηρίζεται αυτοτελώς στην πληγείσα ανεπιτυχώς τρίτη επάλληλη αιτιολογία περί διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ παράνομης συμπεριφοράς των εναγομένων και ζημίας των εναγόντων. Ομοίως, και ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προβάλλουν κατ' άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των ως άνω διατάξεων των άρθρων 298, 914 και 919 Α.Κ. και των διδαγμάτων της κοινής πείρας αναφορικά με την απόρριψη από το Εφετείο του ίδιου ως άνω αγωγικού αιτήματος περί καταβολής αποζημίωσης για θετική ζημία, με την πρώτη επάλληλη αιτιολογία ότι δεν μπορεί να προσδιοριστεί το μέγεθος της περιουσίας, που θα υπήρχε στους ενάγοντες χωρίς την παρεμβολή της παράνομης συμπεριφοράς του αρχικού δεύτερου εναγομένου, επειδή δεν μπορεί να προσδιοριστεί ο χρόνος του πλειστηριασμού και το ύψος του πλειστηριάσματος, είναι επίσης αλυσιτελής και συνεπώς απαράδεκτος, αφού, όπως αναφέρθηκε, η προδιαληφθείσα αιτιολογία της απόφασης περί διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου είναι επαρκής για να στηρίξει το απορριπτικό διατακτικό της ως προς το αίτημα αυτό.
Περαιτέρω, όμως, το Εφετείο, δεχόμενο με τη δεύτερη επάλληλη αιτιολογία, ότι ο αρχικός δεύτερος εναγόμενος δεν επιδίωξε και δεν προέβλεψε την πρόκληση περιουσιακής ζημίας στους ενάγοντες με τη μορφή της ελάττωσης της αξίας του πλειστηριαζόμενου ακινήτου, και απορρίπτοντας έτσι σιωπηρά και το αίτημα των αναιρεσειόντων για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, παραβίασε, με την κρίση του αυτή, ευθέως και εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 330, 914 και 932 Α.Κ., δεδομένου ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, επί πλέον δε, το Εφετείο ερεύνησε μόνο την περίπτωση της υπάρξεως δόλου στο πρόσωπό του δευτέρου αρχικού εναγομένου και δεν ερεύνησε καθόλου, ούτε διέλαβε στην απόφασή του οποιαδήποτε αιτιολογία για την περίπτωση της τέλεσης αδικοπραξίας σε βάρος των εναγόντων από αμέλεια, την οποία αγνόησε. Επίσης, το Εφετείο απορρίπτοντας ρητά, με την τρίτη επάλληλη αιτιολογία, ως ουσιαστικά αβάσιμο, όχι μόνο το αίτημα περί αποζημίωσης για θετική ζημία, αλλά και αυτό περί χρηματικής ικανοποίησης, παραβίασε ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή, αλλά και εκ πλαγίου, με αντιφατική και ανεπαρκή αιτιολογία, τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατά την υπαγωγή στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά, δεδομένου ότι, ειδικότερα, η ανωτέρω περιγραφόμενη συμπεριφορά του δεύτερου αρχικού εναγομένου, η οποία κατά τις παραδοχές του Εφετείου συνιστούσε κατάχρηση τόσο ουσιαστικού δικαιώματος κατ' άρθρο 281 Α.Κ., όσο και δικονομικού κατ' άρθρο 116 ΚΠολΔ, εις βάρος των εναγόντων, διότι επιχειρήθηκε, ενσυνείδητα προς στρέβλωση της αλήθειας, η άσκηση δικαιώματος αποδυναμωμένου μέσω αναληθών ισχυρισμών και παρασιώπηση αληθών, με πράξεις που αντιβαίνουν τις κοινώς αποδεκτές αρχές περί έντιμης, αξιοπρεπούς και χρηστής διαγωγής και συνιστούν συμπεριφορά παράνομη κατ' άρθρο 914 Α.Κ. και ανήθικη κατ' άρθρο 919 Α.Κ., είναι κατ' αρχήν ικανή, αντικειμενικά και κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, ανεξάρτητα από την ταυτόχρονη επέλευση ή μη περιουσιακής ζημίας, να επιφέρει το συγκεκριμένο επιζήμιο αποτέλεσμα και συγκεκριμένα να προκαλέσει στενοχώρια και, συνακόλουθα, ηθική βλάβη στους αναιρεσείοντες. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθ' ο μέρος προβάλλεται με αυτόν ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση εκ μέρους του Εφετείου των άρθρων 914, 919 και 932 Α.Κ., καθώς και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, είναι βάσιμος.
Περαιτέρω, το Εφετείο απέρριψε ως μη νόμιμο το δεύτερο κονδύλιο της αγωγής, με το οποίο ζητείτο ως αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη το ποσό των 372.996 ευρώ, με την αιτιολογία ότι, σε περίπτωση χρηματικής οφειλής, δεν δίδεται από το νόμο δικαίωμα αναζήτησης διαφυγόντων κερδών, αλλά μόνο τόκων υπερημερίας κατ' άρθρο 345 Α.Κ., οι οποίοι έχουν αποζημιωτικό χαρακτήρα. Ωστόσο, το σχετικό αγωγικό κονδύλιο, που αφορά τους τόκους, τους οποίους οι ενάγοντες προσδοκούσαν με πιθανότητα να εισπράξουν κατά το χρονικό διάστημα Οκτωβρίου 2006 - Νοεμβρίου 2016 από την τραπεζική κατάθεση του προσδοκώμενου πλειστηριάσματος των 2.000.000 ευρώ, και τους οποίους απώλεσαν λόγω της επικαλούμενης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του αρχικού δεύτερου εναγομένου, είναι νόμιμο κατ' άρθρο 298 εδ. α' και β' Α.Κ., δεδομένου ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, το ανωτέρω ποσό των 2.000.000 ευρώ, επί του οποίου ζητούνται τόκοι τραπεζικής κατάθεσης, δεν αποτελεί θετική ζημία των εναγόντων και αντίστοιχη χρηματική απαίτηση αυτών, ώστε να τίθεται ζήτημα εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 345 Α.Κ., αφού οι ενάγοντες, ως συνέπεια της ματαίωσης του πλειστηριασμού, δεν αποξενώθηκαν από το ίσης αξίας ακίνητό τους και, συνεπώς, το αιτούμενο ποσό δεν αποτελεί διαφυγόν κέρδος επί θετικής ζημίας, αλλά διαφυγόν κέρδος, το οποίο με πιθανότητα προσδοκούσαν οι ενάγοντες κατά το προαναφερόμενο, πριν την άσκηση της αγωγής χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και τις επικαλούμενες ειδικές περιστάσεις, δηλαδή την επιχειρηθείσα ρευστοποίηση της αξίας του ακινήτου τους μέσω του πλειστηριασμού και την επίτευξη του ανωτέρω πλειστηριάσματος, που όμως ματαιώθηκε με υπαιτιότητα του δεύτερου εναγομένου. Επομένως το Εφετείο, απορρίπτοντας το σχετικό αίτημα ως μη νόμιμο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 345 Α.Κ., και είναι βάσιμος ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προβάλλουν παράβαση των ανωτέρω διατάξεων κατ' αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς εξέταση, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση, μόνο καθ' όσον απέρριψε α) ως μη νόμιμο το αγωγικό αίτημα περί επιδίκασης διαφυγόντων κερδών και β) ως ουσιαστικά αβάσιμο το αίτημα περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, και να παραπεμφθεί η υπόθεση, ως προς τα κεφάλαια αυτά, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, όπως ορίζει η διάταξη του άρθρου 580 § 3 ΚΠολΔ. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί κατ' άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ η επιστροφή του παραβόλου στους πρώτο, δεύτερο και τέταρτο αναιρεσείοντες και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα των πρώτου, δεύτερου και τέταρτου αναιρεσειόντων, που κατέθεσαν προτάσεις, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη ως προς την τρίτη αναιρεσείουσα τη συζήτηση της από 25-5-2022 αίτησης αναιρέσεως κατά της 27/2022 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου.

Αναιρεί την 27/2022 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου, μόνο ως προς τα κεφάλαια, που αναφέρονται στο σκεπτικό.

Παραπέμπει την υπόθεση ως προς τα κεφάλαια αυτά για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στους πρώτο, δεύτερο και τέταρτο αναιρεσείοντες. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα των πρώτου, δεύτερου και τέταρτου αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Απριλίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 31 Μαΐου 2024.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


<< Επιστροφή