
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 828 / 2024    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 828/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Αριστείδη Βαγγελάτο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (σύμφωνα με την 72/2024 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου Δήμητρας Ζώη), Μαλαματένια Κουράκου, Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία-Μάριον Δερεχάνη και Βάϊα Ζαρχανή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 16 Απριλίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ" (Ε.Μ.Π.), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ. 2) της Επιστήμης-Μαρίας Μουστακάτου πληρεξουσίας Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία κατέθεσε προτάσεις. Των αναιρεσίβλητων: 1) Δ. Κ., … και 28) Β. Κ., κατοίκων Αθηνών εκ της υπηρεσίας τους οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6-7-2003 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 1155/2003 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 3727/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί το αναιρεσείον με την από 21-9-2005 αίτησή του και τους από 4-7-2022 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Αριστείδης Βαγγελάτος, ανέγνωσε την από 8-9-2022 έκθεση τής ήδη αποχωρήσασας από την υπηρεσία, Αρεοπαγίτου Τριανταφυλλιάς Πατρώνα, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αν ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ενώ με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Τις κλητεύσεις επικαλείται και αποδεικνύει ο παριστάμενος διάδικος (ΑΠ 80/2022, 536/2020, 177/2018). Περαιτέρω, από το άρθρο 143 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο πρώτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, με το οποίο ορίζεται ότι ο δικαστικός πληρεξούσιος που διορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 96 του ΚΠολΔ (δηλαδή, είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση) είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη, στην οποία είναι πληρεξούσιος, έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, εκτός αν με δικόγραφο γνωστοποιηθεί στους λοιπούς διαδίκους η αντικατάστασή του, συνάγεται ότι ο δικηγόρος που παραστάθηκε ως πληρεξούσιος του διαδίκου στην πρωτοβάθμια ή στη δευτεροβάθμια (εφόσον ασκηθεί έφεση) δίκη θεωρείται κατά νόμο αντίκλητος για τις αναγόμενες στη δίκη αυτή επιδόσεις εγγράφων, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, εκτός αν γνωστοποιηθεί η αντικατάστασή του (ΑΠ 57/2023, 1578/2021, 1276/2021). Η ισχύς της εν λόγω διάταξης, ως δικονομική, καταλαμβάνει από 1.1.2016 όλες τις επιδόσεις που γίνονται στον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου, ανεξαρτήτως αν η απόφαση, στην υπόθεση για την οποία αυτός είχε παραστεί, εκδόθηκε πριν την 1.1.2016 (ΑΠ 57/2023, 1578/2021, 1034/2019). Από, δε, το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 440, 438 και 104 του ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι από τη μνεία που γίνεται στο προεισαγωγικό τμήμα της δικαστικής απόφασης, ότι για κάποιον από τους διαδίκους παρέστη ο αναφερόμενος σ' αυτή πληρεξούσιος δικηγόρος και τη βεβαίωση στο κύριο σώμα αυτής ότι το δικαστήριο δίκασε κατ' αντιμωλία των διαδίκων, υπάρχει πλήρης απόδειξη για το διορισμό αυτού ως δικαστικού πληρεξουσίου του διαδίκου αυτού, δεδομένου ότι, η συνδρομή του στοιχείου της δικαστικής πληρεξουσιότητας, είναι γεγονός, την αλήθεια του οποίου όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του ανωτέρω άρθρου 104 του ως άνω κώδικα (ΑΠ 57/2023, 1578/2021, 1170/2021, 1305/2020). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. β' και γ' του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη, κατ' άρθρο 575 εδ. β' του ίδιου Κώδικα, αν η συζήτηση αναβληθεί ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του δικαστηρίου για την μετ' αναβολή δικάσιμο, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και, επομένως, δεν χρειάζεται νέα κλήση του διαδίκου, όταν ο απολιπόμενος κατά τη μετ' αναβολή δικάσιμο διάδικος είχε νομίμως κλητευθεί να παραστεί κατά τη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση. Η καθιερούμενη από το πιο πάνω άρθρο 226 παρ. 4 εδ. β' και γ' ΚΠολΔ πλασματική κλήτευση του διαδίκου ισχύει, όχι μόνο για την πρώτη χορηγούμενη αναβολή, αλλά και για τις τυχόν, έστω παρά την απαγόρευση του νόμου, διαδοχικές αναβολές (ΑΠ 150/2018, 427/2015, 462/2013). Τέλος, με το άρθρο 260 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 16 του ν. 4842/2021 (που εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις κατ' άρθρο 116 παρ. 1 περ. β του ως άνω νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του ν 4871/2021) και εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη, κατ' άρθρο 575 εδ. β' του ίδιου Κώδικα, ορίζεται ότι "όταν οι υποθέσεις που είναι γραμμένες στο πινάκιο δεν εισάγονται προς συζήτηση συνεπεία λόγων ανώτερης βίας ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του διευθύνοντος το δικαστήριο, ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο σε σύντομη κατά το δυνατόν δικάσιμο. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Με πρωτοβουλία του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα".
Στην προκειμένη περίπτωση από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, προκύπτει ότι κατά τη συζήτηση της ένδικης από 21.9.2005 με αριθμ. καταθ. 124/22.9.2005 αίτησης αναίρεσης του αναιρεσείοντος ΝΠΔΔ κατά των αναιρεσίβλητων, δεν εμφανίσθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο οι αναιρεσίβλητοι, ούτε υποβλήθηκε ως προς αυτούς η κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση (άρθρο 573 παρ. 1 ΚΠολΔ), δήλωση, ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης. Από την προσκομιζόμενη μετ' επικλήσεως από το αναιρεσείον ΝΠΔΔ υπ' αριθμ. 445Θ/15.6.2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελητρίας της περιφερείας του Εφετείου Αθηνών Ά. Κ., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού ως αρμοδίου του Β1 Πολιτικού Τμήματος και πράξη ορισμού δικασίμου για την δικάσιμο στις 20.9.2022, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε εκ του πινακίου (άρθρο 226 παρ. 4 ΚΠολΔ) για τη δικάσιμο στις 7.2.2023, επιδόθηκε, με την επιμέλεια αυτού, νόμιμα και εμπρόθεσμα στο δικηγόρο Αθηνών Εμμανουήλ Δραγασάκη, ως πληρεξούσιο δικηγόρο όλων των αναιρεσίβλητων, ο οποίος, κατ' άρθρο 143 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο πρώτο του ν. 4335/2015, φέρει την ιδιότητα του αντικλήτου αυτών για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη συγκεκριμένη δίκη έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, καθότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου (άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ) της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 3727/2005 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο ως άνω δικηγόρος παρέστη ως πληρεξούσιος δικηγόρος όλων των εφεσίβλητων (ήδη αναιρεσίβλητων) στη δευτεροβάθμια δίκη επί της οποίας εκδόθηκε αυτή και δεδομένου ότι δεν προκύπτει ότι γνωστοποιήθηκε με δικόγραφο από τους απόντες αναιρεσίβλητους προς το αναιρεσείον η τυχόν αντικατάστασή του. Κατά την ως άνω δικάσιμο (7.2.2023) η υπόθεση δεν εισήχθη προς συζήτηση λόγω της αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της Περιφέρειας Αττικής για το χρονικό διάστημα από 6.2.2023 έως 7.2.2023, δυνάμει της υπ' αριθμ. 10411οικ./5.2.2023 Απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης (Β 529) και ορίσθηκε αυτεπαγγέλτως από την Πρόεδρο του Β1 Πολιτικού Τμήματος δικάσιμος για την εκδίκασή της η 10.10.2023 της οποίας η εγγραφή στο οικείο πινάκιο από το γραμματέα ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρο 260 παρ. 4 ΚΠολΔ), επιπρόσθετα, δε, η ως άνω αυτεπαγγέλτως ορισθείσα ημερομηνία δικασίμου, γνωστοποιήθηκε με ανάρτηση στη πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων "solon.gov.gr" στο site του Αρείου Πάγου, στη διαδικτυακή πύλη της Ολομελείας των Δικηγορικών Συλλόγων και στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Κατά την ως άνω δικάσιμο στις 10.10.2023 η υπόθεση δεν εισήχθη εκ νέου προς συζήτηση λόγω της αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας ενόψει των Αυτοδιοικητικών εκλογών της 8.10.2023 και των επαναληπτικών εκλογών της 15.10.2023, δυνάμει της υπ' αριθμ. 46339οικ./22.9.2023 Απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης και ορίσθηκε αυτεπαγγέλτως από την Πρόεδρο του Β1 Πολιτικού Τμήματος δικάσιμος για την εκδίκασή της η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (16.4.2024) της οποίας η εγγραφή στο οικείο πινάκιο από το γραμματέα ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρο 260 παρ. 4 ΚΠολΔ), επιπρόσθετα, δε, η ως άνω αυτεπαγγέλτως ορισθείσα ημερομηνία δικασίμου, γνωστοποιήθηκε με ανάρτηση στη πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων "solon.gov.gr" στο site του Αρείου Πάγου, στη διαδικτυακή πύλη της Ολομελείας των Δικηγορικών Συλλόγων και στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Συνακόλουθα, εφόσον οι ως άνω αναιρεσίβλητοι κλήθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα να παραστούν κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο στις 20.9.2022 και δεδομένου α) ότι η προαναφερθείσα αναβολή εκ του πινακίου της συζήτησης της αίτησης για τη δικάσιμο στις 7.2.2023 και η εγγραφή αυτής στο οικείο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων και β) ότι ο αυτεπάγγελτος προσδιορισμός της συζήτησης της υπόθεσης για τις δικασίμους στις 10.10.2023 και 16.4.2024, λόγω της μη εισαγωγής της προς συζήτηση κατά τις δικασίμους στις 7.2.2023 και 10.10.2023, αντίστοιχα, για τους προεκτεθέντες λόγους και η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο από το γραμματέα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, το Δικαστήριο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία τους (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Με το άρθρο 11 του διατάγματος της 26.6/10.7.1944 "Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου", όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 του ν. 3514/2006, ορίζεται ότι "Εις πάσας τας δίκας του Δημοσίου ουδεμία απολύτως τρέχει κατά την διάρκειαν των δικαστικών διακοπών προθεσμία εις βάρος του Δημοσίου, ούτε δια την υπό τούτου ως τρίτου άσκησιν δηλώσεων, ούτε δια την έγερσιν αγωγών, παρεμβάσεων και προσεπικλήσεων, ούτε τέλος δια την άσκησιν οιουδήποτε ενδίκου μέσου ή εξέτασιν μαρτύρων, πάσα δε τοιαύτη προθεσμία, αρξαμένη προ των διακοπών, ως και η εξέτασις των μαρτύρων αναστέλλονται κατά την διάρκειαν των διακοπών...". Περαιτέρω, με το άρθρο 28 παρ. 4 εδ. α` του ν. 2579/1998 (ΦΕΚ Α 31) ορίζεται ότι "Οι διατάξεις των άρθρων 11 του κανονιστικού διατάγματος της 26 Ιουνίου - 10 Ιουλίου 1944 "Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου" και 22 παρ. 4 του ν. 1868/1989 (ΦΕΚ Α 230), έχουν εφαρμογή και επί των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.). Τα πρόσωπα αυτά απαλλάσσονται, όπως και το Δημόσιο, από την υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε παραβόλου, τέλους, ενσήμου ή εισφοράς για την άσκηση ή την εκδίκαση αγωγών, ενδίκου μέσου ή βοηθήματος, ή για τη διενέργεια οποιασδήποτε δικαστικής ή διαδικαστικής πράξης, ενώπιον όλων των δικαστηρίων ή δικαστικών ή άλλων αρχών". Εξάλλου με το άρθρο 11 παρ. 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών, που κυρώθηκε με το ν. 1756/1988, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 130 του ν. 4938/2022, ορίζεται ότι "οι δικαστικές διακοπές αρχίζουν την 1η Ιουλίου και λήγουν στις 15 Σεπτεμβρίου κάθε έτους" . Από το συνδυασμό ων ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι για το Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ αναστέλλονται οι προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων μέσων και συνεπώς και της αίτησης αναίρεσης για το χρονικό διάστημα από 1 Ιουλίου έως 15 Σεπτεμβρίου κάθε έτους (ΑΠ 1135/2023, ΑΠ 1065/2023, 347/2021). Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης (άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ), προκύπτουν τα εξής : Με την από 6.7.2003 (αριθ. κατάθ. 1227/2003) αγωγή, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, οι τριάντα δύο (32) ενάγοντες ζήτησαν να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. με βάση τη συνταγματική αρχή της ισότητας και επικουρικά με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού να τους καταβάλει για το χρονικό διάστημα από 1.1.2001 έως 31.7.2003 το ποσό των 775.000 δραχμών (2.274 ευρώ), που αντιστοιχεί στο επίδομα πληροφορικής ύψους 25.000 δραχμών το μήνα που δεν τους κατάβαλε το ως άνω χρονικό διάστημα. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 1155/2003 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που ανέστειλε την εκδίκαση της αγωγής ως προς τις 2η, 7η, 23η και 26η ενάγουσες, μη διαδίκους στην παρούσα αναιρετική δίκη, ως προς, δε, τους λοιπούς ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητους δέχθηκε την αγωγή ως κατ' ουσία βάσιμη ως προς την κυρία βάση της. Επί της από 15.3.2004 (αριθμ. καταθ. 488/2004) έφεσης του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Ν.Π.Δ.Δ. κατά των εναγόντων (πλην των 2ης, 7ης, 23ης και 26ης εναγουσών) και ήδη αναιρεσίβλητων , εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η αναιρεσιβαλλομένη υπ'αριθ. 3727/14.6.2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία α) έγινε τυπικά και κατ' ουσία δεκτή η έφεση, εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση, κρατήθηκε η υπόθεση έγινε δεκτή εν μέρει η αγωγή ως προς την κύρια βάση της και υποχρεώθηκε το εναγόμενο να καταβάλει στον καθένα από ενάγοντες-εφεσίβλητους το αναγραφόμενο σ' αυτή ποσό με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της ως άνω απόφασης του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου το εναγόμενο-εκκαλούν ΝΠΔΔ άσκησε την ένδικη από 21.9.2005 με αριθμ. καταθ. 124/22.9.2005 αίτηση αναίρεσης κατά των εφεσίβλητων και ήδη αναιρεσίβλητων και τους από 4.7.2022 με αριθμ. κατάθεσης 67/7.7.2022 πρόσθετους λόγους αναίρεσης. Η ένδικη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα και ειδικότερα α) η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε στις 22.9.2005 με την κατάθεσή της στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 3727/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών, (άρθρο 564 παρ. 1 ΚΠολΔ) που άρχισε από την 16.9.2005 καθότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε από τους αναιρεσίβλητους στο αναιρεσείον ΝΠΔΔ κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών στις 29.7.2005, όπως προκύπτει από την επισημείωση, κατ' άρθρο 139 παρ. 3 ΚΠολΔ, του δικαστικού επιμελητή Δ. Μ. στο προσκομιζόμενο από το αναιρεσείον ακριβές αντίγραφο αυτής στο οποίο υπάρχει η από 19.7.2005 παραγγελία του πληρεξουσίου δικηγόρου των εφεσίβλητων και ήδη αναιρεσίβλητων Εμμανουήλ Δραγασάκη προς επίδοση στο εκκαλούν και ήδη αναιρεσείον ΝΠΔΔ,, στην οποία (προθεσμία) δεν υπολογίζεται το χρονικό διάστημα από 29.7.2005 έως 15.9.2005, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε και β) ο πρόσθετος λόγος αναίρεσης επιδόθηκε στους αναιρεσίβλητους τριάντα (30) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη μετ' επικλήσεως υπ' αριθμ. 635Θ/14.7.2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελητρίας Ά. Κ., προς τον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσίβλητων Εμμανουήλ Δραγασάκη, ο οποίος, όπως προεκτέθηκε, φέρει την ιδιότητα της αντικλήτου αυτών για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη συγκεκριμένη δίκη έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 1, 566 παρ. 1 και 569 παρ. 1-2 ΚΠολΔ) Επομένως η ένδικη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, ασκήθηκαν παραδεκτά (άρθρ.577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να συνεκδικασθούν, κατ' άρθρο 246, 573 παρ. 1 ΚΠολΔ και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζεται ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Η διάταξη αυτή καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών και συνεπώς δεσμεύει και υποχρεώνει τον κοινό νομοθέτη, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Επομένως αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλης κατηγορίας προσώπων για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επιβάλλει την αυτή ειδική μεταχείριση, η διάταξη αυτή που εισάγει την αδικαιολόγητη δυσμενή μεταχείριση είναι ανίσχυρη, ως αντισυνταγματική. Το ίδιο ισχύει και όταν η ειδική νομοθετική ρύθμιση αφορά μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο και γενικώς μισθωτό. Στην περίπτωση αυτή, προς αποκατάσταση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, εφαρμόζεται από το δικαστήριο η διάταξη που ισχύει για τη κατηγορία υπέρ της οποίας θεσπίσθηκε ειδικά, και για εκείνη την κατηγορία που αδικαιολόγητα αποκλείσθηκε από την εφαρμογή της, διότι μόνο με τον τρόπο αυτό αίρεται η κατάσταση που δημιουργήθηκε από την παραβίαση της ανωτέρω συνταγματικής αρχής και κατά συνέπεια το δικαστήριο επιδικάζει την παροχή αυτή και σε εκείνους που αδικαιολόγητα έχουν εξαιρεθεί, χωρίς η επιδίκαση αυτή να παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών που θεσπίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 26, 73 επ. και 87 επ. του Συντάγματος (ΟλΑΠ 3/2013, 16/2015). Αυτό δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 80 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος που δεν επιτρέπει την παροχή μισθού, σύνταξης, χορηγίας ή αμοιβής χωρίς οργανικό ή άλλο ειδικό νόμο, διότι ο νόμος υπάρχει και είναι αυτός που περιέχει την ευμενή ρύθμιση (ΑΠ 102/2023, 474/2022). Δεν συντρέχει όμως τέτοια περίπτωση επί συγκεκριμένης, βάσει διατάξεως νόμου, παροχής προς ορισμένη κατηγορία μισθωτών που κατά την σχετική ρύθμιση πρέπει να συγκεντρώνει ορισμένες ιδιότητες σε σχέση με άλλη κατηγορία μισθωτών που δε συγκεντρώνουν τις ιδιότητες αυτές και οι οποίοι κατά συνέπεια απασχολούνται με διαφορετικούς όρους εργασίας (ΑΠ 102/2023, 474/2022). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 904 εδ. α και 908 εδ. α του ΑΚ προκύπτει ότι επί παροχής εργασίας υπό άκυρη για οιονδήποτε λόγο σύμβαση, ο εργοδότης υποχρεούται, ως καθιστάμενος αδικαιολογήτως πλουσιότερος, στην απόδοση της ωφέλειας (πλουτισμού) που αποκόμισε από την εργασία του μισθωτού, συνισταμένη στην αμοιβή, την οποία αναγκαίως θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με έγκυρη σύμβαση εργασίας για την παροχή της ίδιας εργασίας με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος, χωρίς να λαμβάνονται υπ' όψη παροχές προσιδιάζουσες αποκλειστικά στην προσωπική κατάσταση του μισθωτού. Ο ως άνω γενικός κανόνας των άρθρων 904 επόμ. ΑΚ, ο οποίος απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας, έχει εφαρμογή και επί του Δημοσίου και γενικότερα επί φορέων του δημοσίου τομέα, αφού υπέρ αυτών δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη. Εκ τούτων παρέπεται ότι εάν ανατεθεί παρανόμως σε υπάλληλο του Δημοσίου ή άλλου Ν.Π.Δ.Δ. (ανεξαρτήτως της φύσης της συνδέουσας αυτόν με το φορέα απασχόλησης σχέσης), που έχει προσληφθεί για την εκτέλεση εργασίας ορισμένου κλάδου, στον οποίο ανήκει η οργανική του θέση, η εκτέλεση αλλοτρίων καθηκόντων που εμπίπτουν σε έτερο κλάδο, όπου κατά νόμο προβλέπονται υψηλότερες αποδοχές ή καταβολή ειδικού επιδόματος, το Δημόσιο ή το Ν.Π.Δ.Δ. καθίσταται αδικαιολογήτως πλουσιότερο και ενέχεται προς απόδοση στον πιο πάνω υπάλληλο της ωφέλειας την οποία αποκόμισε, η οποία ισούται προς τη διαφορά των αποδοχών ή προς το ύψος του επιδόματος, που θα κατέβαλε σε άλλο υπάλληλο, στον οποίο εγκύρως θα είχε αναθέσει τα εν λόγω καθήκοντα (ΟλΑΠ 5/2021, ΑΠ 101/2023, 1937/2022, 331/2022, 11/2022). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 11 του ν. 2470/1997 "Αναμόρφωση μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις" (ΦΕΚ Α 40), όπως αυτή ίσχυε πριν την κατάργησή της από 1.1.2004 με το άρθρο 55 του ν.3205/2003 (ΦΕΚ Α 297) ορίσθηκε ότι: "Πέρα από το βασικό μισθό του κάθε μισθολογικού κλιμακίου, όπως αυτός ορίζεται στο προηγούμενο άρθρο, χορηγούνται και τα εξής τακτικά επιδόματα, κατά μήνα: [...] 11. Επίδομα Πληροφορικής, για τους ειδικευμένους υπαλλήλους που ανήκουν οργανικά σε κλάδους πληροφορικής, υπηρετούν σε νομοθετημένες υπηρεσίες, διευθύνσεις, τμήματα ή κέντρα πληροφορικής και κατέχουν τα προσόντα που ορίζονται στο π.δ. 194/1988 (ΦΕΚ 84 Α), καθώς και στους ηλεκτρονικούς μηχανικούς ασφαλείας εναερίου κυκλοφορίας της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, οριζόμενο κατά ειδικότητα ως εξής: α) Αναλυτές Προγραμματιστές, Ηλεκτρονικοί Μηχανικοί σε τριάντα χιλιάδες (30.000) δραχμές, β) Χειριστές - Χειρίστριες Η/Υ, διατρητικών μηχανών και εισαγωγής στοιχείων σε είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) δραχμές.... Το επίδομα αυτό καταβάλλεται μόνον εφ` όσον και για όσο διάστημα οι δικαιούχοι εργάζονται στις προαναφερόμενες ειδικότητες, με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στις υπηρεσίες που έχει προβλεφθεί η ειδική θέση.... Πλην των ανωτέρω περιοριστικά αναφερομένων περιπτώσεων, το επίδομα πληροφορικής δεν καταβάλλεται σε άλλες ειδικότητες, όπως σε χρήστες Η/Υ ή Προσωπικών Υπολογιστών, ούτε και σε εκπαιδευτικούς κλάδων πληροφορικής....". Κατά δε το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 2470/1997 διατηρήθηκαν στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την έναρξη της ισχύος αυτού, πέραν από τα επιδόματα εορτών και αδείας του άρθρου 9 του ιδίου νόμου, ορισμένα επιδόματα και παροχές, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται το επίδομα πληροφορικής που είχε χορηγηθεί κατά το παρελθόν με κοινές υπουργικές αποφάσεις, ενώ προς άρση κάθε αμφισβήτησης με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίστηκε ότι "Πέραν των ως άνω διατηρουμένων επιδομάτων και παροχών, όλα τα άλλα επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις που καταβάλλονται τους υπαλλήλους που εμπίπτουν στις διατάξεις αυτού κατά την έναρξη της ισχύος του με οποιαδήποτε ονομασία και από οποιαδήποτε πηγή, περιλαμβανομένων και εκείνων που χορηγήθηκαν με μορφή κινήτρου παραγωγικότητας ή αποδοτικότητας, καθώς και παροχές για κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής καταργούνται, εφ` όσον δεν προβλέπεται ρητά η χορήγησή τους από τις διατάξεις του παρόντος". 'Ήδη δε, από την έναρξη ισχύος του νεότερου ν. 3205/2003 (1.1.2004), που αναφέρεται σε "μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ κλπ", το ως άνω επίδομα πληροφορικής προβλέφθηκε και πάλι, κατά το άρθρο 8 παρ. 8 αυτού, "για τους ειδικευμένους υπαλλήλους που ανήκουν οργανικά σε κλάδους πληροφορικής, υπηρετούν σε νομοθετημένες υπηρεσίες, κέντρα, διευθύνσεις ή τμήματα πληροφορικής και κατέχουν τα προσόντα που ορίζονται στο π.δ. 50/2001 [...], οριζόμενο κατά ειδικότητα [...]". Εξάλλου οι διατάξεις των άρθρων 4 και 11 του π.δ/τος 194/1988 "Καθορισμός των προσόντων διορισμού σε θέσεις των δημοσίων υπηρεσιών και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου" (ΦΕΚ Α 84), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 22 παρ. 5 του ν. 1735/1987, θεσπίζουν κλάδους ΠΕ και ΤΕ Πληροφορικής και κατηγορίες υπαλλήλων ανά κλάδο και προβλέπουν ειδικά προς τούτο προσόντα σπουδών για το διορισμό των υπαλλήλων στις αντίστοιχες οργανικές θέσεις. Διακρίνουν δε σαφώς τους κλάδους αυτούς από τον κλάδο ΔΕ προσωπικού Η/Υ, που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 18 του ιδίου Π.Δ/τος, για την κάλυψη των οποίων δεν απαιτούνται ειδικά προσόντα ειδίκευσης, σύμφωνα με το άρθρο 14 αυτού, στο οποίο παραπέμπει η ως άνω διάταξη του άρθρου 18. Επιπλέον και οι διατάξεις των άρθρων 6 και 14 του π.δ. 50/2001 (ΦΕΚ Α 5.3.2001) "Καθορισμός των προσόντων διορισμού σε θέσεις φορέων του δημόσιου τομέα (προσοντολόγιο)", που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 21 παρ. 6 του ν. 2738/1999 (ΦΕΚ Α 180/9.9.1999) θεσπίζουν κλάδους ΠΕ και ΤΕ πληροφορικής, στους οποίους περιλαμβάνονται συγκεκριμένες ειδικότητες εφόσον οι διοριζόμενοι κατέχουν ομώνυμο ή ταυτόσημο κατά περιεχόμενο ειδικότητας πτυχίο ή δίπλωμα ΑΕΙ της ημεδαπής ή ισότιμο αντίστοιχης ειδικότητας σχολών της αλλοδαπής (άρθρο 6) και ομώνυμο ή ταυτόσημο κατά περιεχόμενο ειδικότητας πτυχίο ή δίπλωμα ΤΕΙ της ημεδαπής ή ισότιμων τίτλων σπουδών της αντίστοιχης ειδικότητας σχολών της ημεδαπής ή αλλοδαπής (άρθρο 14). Και στο π.δ. 50/2001 διακρίνονται οι προβλεπόμενοι στα άρθρα 6 και 14 αυτού κλάδοι από τον προβλεπόμενο στο άρθρο 19 του ίδιου π.δ. κλάδο ΔΕ Προσωπικού Η/Υ (ή ΔΕ Πληροφορικής), για την κάλυψη του οποίου δεν απαιτούνται ειδικά προσόντα ειδίκευσης, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 1, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 19 αριθμ. 1 του ως άνω π.δ/τος. Από τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 2470/1997 συνάγεται σαφώς ότι από την έναρξη της ισχύος του εν λόγω νόμου (1.1.1997) κατά το άρθρο 33 αυτού, καταργήθηκαν, μεταξύ άλλων, και οι κατά καιρούς εκδοθείσες κοινές υπουργικές αποφάσεις, με τις οποίες είχε προβλεφθεί η χορήγηση του επιδόματος πληροφορικής σε ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων και ότι, έκτοτε, το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του νόμου αυτού επίδομα πληροφορικής καταβάλλεται υπό διαφορετικές και αυστηρότερες προϋποθέσεις, μόνο σε ειδικευμένους υπαλλήλους που ανήκουν οργανικά σε κλάδους πληροφορικής, υπηρετούν κατά πλήρες ωράριο εργασίας σε νομοθετημένες υπηρεσίες, διευθύνσεις, τμήματα ή κέντρα πληροφορικής και κατέχουν τα προσόντα που ορίζονται στο π.δ/μα 194/1988 (και ήδη π.δ/μα 50/2001), ενώ προβλέπεται ρητά ότι τούτο δεν καταβάλλεται σε άλλες ειδικότητες, όπως στους υπαλλήλους που είναι απλοί χρήστες Η/Υ. Τοιαύτη διεύθυνση πληροφορικής έχει συσταθεί και στο αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία "Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (Ε.Μ.Π.)" με το άρθρο 7 του π.δ. 46/1998 "Οργανισμός Διοικητικών Υπηρεσιών Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου" (ΦΕΚ Α` 51), διαιρούμενη σε τρία τμήματα (οργάνωσης και μεθόδων, ανάλυσης και σχεδιασμού συστημάτων και ανάπτυξης και συντήρησης πληροφοριακών συστημάτων διοίκησης), ενώ με τα άρθρα 17 και 18 καθορίζονται οι οργανικές θέσεις του μόνιμου και με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ανά κλάδο και ειδικότητα. Περαιτέρω, από τις ίδιες εκτεθείσες διατάξεις συνάγεται και ότι ο αυστηρός καθορισμός των προϋποθέσεων για τη χορήγηση του επιδόματος πληροφορικής μόνο στην ανωτέρω κατηγορία υπαλλήλων, αποκλείει τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του δημόσιου φορέα, όπως είναι το ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο" σε βάρος της περιουσίας των υπαλλήλων του, στους οποίους αναθέτει τα καθήκοντα χειρισμού ηλεκτρονικού υπολογιστή και δεν τους καταβάλει το προβλεπόμενο στο άρθρο 8 παρ. 11 του ν. 2470/1997 (ήδη στο άρθρο 8 παρ. 8 του ν. 3205/2003) επίδομα πληροφορικής, εφόσον οι εν λόγω υπάλληλοι είτε δεν έχουν τα απαιτούμενα από το π.δ. 194/1988 και από το π.δ. 50/2001 τυπικά προσόντα και δεν κατέχουν οργανική θέση σε νομοθετημένη υπηρεσία πληροφορικής, είτε έχουν τα απαιτούμενα από τα ως άνω π.δ. τυπικά προσόντα, αλλά δεν κατέχουν οργανική θέση σε νομοθετημένη υπηρεσία πληροφορικής. Τούτο διότι, αν ο ως άνω δημόσιος φορέας προσλάμβανε με έγκυρη σύμβαση εργασίας άλλους υπαλλήλους με τα προσόντα των προαναφερθέντων υπαλλήλων του και τις ικανότητές τους, ανέθετε δε σε αυτούς την άσκηση ιδίων καθηκόντων και πάλι δεν θα τους κατέβαλε το επίδομα πληροφορικής, καθόσον και αυτοί δεν θα είχαν τις σωρευτικά απαιτούμενες αυστηρές προϋποθέσεις του άρθρου 8 παρ. 11 του ν. 2470/1997 (ΟλΑΠ 5/2021, ΑΠ 101/2023, 1473/2022, 331/2022). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 παρ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση κατ' αποφάσεων ειρηνοδικείων, καθώς και κατά αποφάσεων πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 5/2021, ΑΠ 1473/2022). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΟλΑΠ 4/2023, ΑΠ 1473/2022, 381/2019).
Στην προκειμένη περίπτωση το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ότι οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, προσλήφθηκαν από το εναγόμενο το έτος 1996 και εντεύθεν, ότι απασχολούνταν με ανανεούμενες συμβάσεις έργου και ορισμένου χρόνου, ότι αυτοί κατατάχθηκαν από το Δεκέμβριο του έτους 2001 σε προσωρινές θέσεις που συστήθηκαν στο εναγόμενο ΝΠΔΔ με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και ότι έκτοτε προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σ' αυτό, ότι καθόλο το χρονικό διάστημα από το Δεκέμβριο του έτους 2001 έως 31.7.2003 προγραμμάτιζαν, εισήγαγαν εντολές και συγκέντρωναν στοιχεία στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές της υπηρεσίας τους, προς εξυπηρέτηση υπηρεσιακών αναγκών του εναγομένου. Επίσης έκρινε ότι οι ενάγοντες δεν δικαιούνται το επίδομα χειριστή ηλεκτρονικού υπολογιστή με βάση την αρχή της ισότητας για το χρονικό διάστημα από 1.1.2001 έως 30.11.2001, όπου απασχολούνταν στο εναγόμενο με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και έργου και ότι το επίδομα αυτό δικαιούνται με βάση την ως άνω συνταγματική αρχή μόνο από την κατάταξή τους σε οργανικές θέσεις. Ακολούθως δεχόμενο τυπικά και κατ' ουσία την έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε επιδικάσει στους ενάγοντες το ως άνω επίδομα από 1.1.2001 έως 31.7.2003 και δικάζοντας την αγωγή δέχθηκε εν μέρει αυτή ως κατ' ουσία βάσιμη και υποχρέωσε το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον να καταβάλει σε έκαστο ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο για το χρονικό διάστημα από την κατάταξη των εναγόντων σε οργανικές θέσεις (Δεκέμβριο του έτους 2001) έως 31.7.2003 το αναγραφόμενο για τον καθένα από αυτούς ποσό με το νόμιμο τόκο. Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του Συντάγματος περί ισότητας και του άρθρου 8 αριθ. 11 του ν. 2470/1997 σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 7, 17 και 18 του π.δ. 46/1998, αφού εσφαλμένα έκρινε ότι αρκεί για τη χορήγηση του επιδόματος πληροφορικής στους ενάγοντες η απλή ανάθεση καθηκόντων χειριστή ηλεκτρονικού υπολογιστή κατά κύρια απασχόληση στο πλαίσιο της εργασίας τους, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 11 του άρθρ. 8 του ν. 2470/1997, δηλαδή χωρίς οι ενάγοντες να είναι ειδικευμένοι υπάλληλοι που ανήκουν οργανικά σε κλάδο πληροφορικής, ούτε να υπηρετούν σε νομοθετημένες διευθύνσεις, τμήματα ή κέντρα πληροφορικής και χωρίς να κατέχουν τους απαιτούμενους για την υπηρεσία σε τέτοιες διευθύνσεις τμήματα ή κέντρα πληροφορικής τίτλους σπουδών. Επομένως, ο περί τούτου από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ μοναδικός λόγος αναίρεσης του αναιρεσείοντος ΝΠΔΔ, αληθώς όμως εκ του αριθμού 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ (εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε επί έφεσης κατά απόφασης ειρηνοδικείου), όπως συμπληρώθηκε με τον πρόσθετο λόγο αναίρεσης, είναι βάσιμος.
Συνεπώς, κατά παραδοχή αυτού, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, εφόσον δε η υπόθεση δεν απαιτεί περαιτέρω έρευνα, καθ' όσον αυτά τα γενόμενα δεκτά από το Πολυμελές Πρωτοδικείο πραγματικά περιστατικά είχαν ακριβώς επικαλεστεί και οι αναιρεσίβλητοι προς θεμελίωση της αγωγής τους, οι δε δικονομικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις αυτής, της οποίας μετά την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης αναβίωσε η εκκρεμοδικία, δεν παρουσιάζουν κενά κωλύοντα την οριστική λύση της διαφοράς, πρέπει κατ' άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ να κρατηθεί και να εκδικασθεί η υπόθεση, να γίνει δεκτή η έφεση του αναιρεσείοντος και κατ' ουσίαν, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών και να απορριφθεί η αγωγή κατά την κύρια βάση της ως προς τους λοιπούς, πλην των 2ης, 7ης, 23ης και 26ης, ενάγοντες ως μη νόμιμη. Απορριπτέα ως μη νόμιμη, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, είναι και η επικουρική βάση της αγωγής των ως άνω εναγόντων, κατά το μέρος που στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 904 επ. του ΑΚ. Τούτο διότι αν το αναιρεσείον προσλάμβανε με έγκυρη σύμβαση εργασίας άλλους υπαλλήλους με τα προσόντα των προαναφερθέντων υπαλλήλων του και τις ικανότητές τους, ανέθετε δε σε αυτούς την άσκηση των ίδιων καθηκόντων και πάλι δεν θα τους κατέβαλλε το επίδομα πληροφορικής, αφού και αυτοί δεν θα είχαν τις σωρευτικά απαιτούμενες αυστηρές προϋποθέσεις του άρθρου 8 παρ. 11 του ν. 2470/1997 (ΟλΑΠ 5/2021, ΑΠ 1938/2022, 474/2022). Σημειωτέον ότι η επικουρική βάση μεταβιβάστηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την έφεση του αναιρεσείοντος, κατ' άρθρο 522 ΚΠολΔ, αφού το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεχόμενο την κύρια βάση της αγωγής, παρέλειψε να αποφανθεί και γι' αυτήν (ΑΠ 1937/2022, 1938/2022). Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος, αν υποβληθεί σχετική αίτηση είτε με το αναιρετήριο, είτε με τις προτάσεις, είτε με αυτοτελές δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ως την παραμονή της συζήτησης διατάζει, με την αναιρετική απόφαση, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Με την αίτηση επαναφοράς ζητείται η απόδοση των καταβληθέντων από τον αναιρεσείοντα προς τον αναιρεσίβλητο χρηματικών ποσών, ήτοι του επιδικασθέντος κεφαλαίου και των τόκων αυτού, πλέον της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης, όχι, όμως, και επί των παρακρατηθέντων από τον αναιρεσείοντα ασφαλιστικών εισφορών, φόρων και λοιπών κρατήσεων, τα ποσά των οποίων δεν εισέπραξε ο αναιρεσίβλητος (Ολ.ΑΠ 11/2007, ΑΠ 1803/2022, ΑΠ 474/2022) λόγος για τον οποίο επιβάλλεται αναλυτικός προσδιορισμός, των καταβληθέντων επί μέρους ποσών καθώς και της αιτίας καταβολής εκάστου εξ αυτών ώστε να καθίσταται, εφικτός ο προσδιορισμός του ποσού που πρέπει να αποδοθεί στον καταβάλλοντα (ΑΠ 447/2023, 2090/2022, 1109/2017, 666/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, το αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ. με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου από 19.9.2022 προτάσεις του, τις οποίες κατέθεσε, κατά την επ' αυτών σημείωση της αρμόδιας γραμματέα, στις 19.9.2022, καθώς και με τις από 12.4.2024 νεώτερες προτάσεις του, υπέβαλε αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, ισχυριζόμενο ότι σε εκτέλεση της αναιρεσιβαλλομένης υπ' αριθμ. 3727/2005 τελεσίδικης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών καταβλήθηκαν στο καθένα αναιρεσίβλητο τα αναγραφόμενα στην ως άνω απόφαση χρηματικά ποσά, αφού παρακρατήθηκαν οι νόμιμες κρατήσεις, με επίκληση του προσκομιζόμενου με αριθμ. 3130/5.7.2022 εγγράφου της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, της από 20.10.2005 μισθοδοτικής κατάστασης και του από 1.9.2022 υπηρεσιακού σημειώματος της ιδίας ως άνω Υπηρεσίας και ζητώντας να υποχρεωθούν οι αναιρεσίβλητοι στην επιστροφή των ποσών που τους κατέβαλε σε εκούσια συμμόρφωση προς την αναιρεθείσα απόφαση με το νόμιμο τόκο από την καταβολή, άλλως από την επίδοση της εκδοθησομένης απόφασης του Δικαστηρίου τούτου. Με το πιο πάνω περιεχόμενο η αίτηση επαναφοράς είναι αόριστη και εντεύθεν απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφού δεν προσδιορίζεται το ποσό που καταβλήθηκε από το αναιρεσείον σε έκαστο αναιρεσίβλητο σε εκούσια συμμόρφωση με τις διατάξεις της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτε προσδιορίζεται το συνολικό ποσό οφειλής σε κάθε αναιρεσίβλητο, βάσει της απόφασης του Δικαστηρίου της ουσίας (επιδικασθέν ποσό πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων), ούτε το συνολικό ποσό κρατήσεων για κάθε αναιρεσίβλητο (ασφαλιστικές εισφορές, φόρος και λοιπές κρατήσεις), ώστε, μετ' αφαίρεση του συνολικού ποσού κρατήσεων από το συνολικό ποσό οφειλής, να καθίσταται εφικτός ο προσδιορισμός του ποσού που πράγματι εισέπραξε έκαστος αναιρεσίβλητος και δεδομένου ότι δεν αρκεί για το ορισμένο του ως άνω αιτήματος (επαναφοράς) του αναιρεσείοντος η παραπομπή στα προσκομιζόμενα από αυτό έγγραφα (ΑΠ 538/2023, 447/2023). Πρέπει, λοιπόν, η αίτηση επαναφοράς του αναιρεσείοντος ΝΠΔΔ να απορριφθεί ως αόριστη. Τέλος πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι, που ηττήθηκαν, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος τόσο για την παρούσα αναιρετική δίκη, όσο και για τις δίκες αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος αυτού (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), μειωμένων, ως ορίζεται στο διατακτικό, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 22 παρ. 1 και 3 ν. 3693/1957, 52 αρ. 18 ΕισΝΚΠολΔ, 5 παρ. 12 ν. 1738/1987 και 2 της Κοινής Αποφάσεως Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης 134423/1992 (ΦΕΚ Β' 11/20-1-1993), αφού το αναιρεσείον ΝΠΔΔ, εκπροσωπήθηκε από μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, σύμφωνα με τα άρθρα 4 παρ. 2 και 20 παρ. 1 του ν. 4831/2021 (ΑΠ 447/2023, 1803/2022, 1578/2021).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 21.9.2005 (αριθ. καταθ. 124/2005) αίτηση αναίρεσης και τους από 4.7.2022 (αριθ. καταθ. 67/2022) πρόσθετους λόγους.
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 3727/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση. Δέχεται κατ' ουσία την από 15.3.2004 (αριθ. καταθ. 488/2004) έφεση του εναγομένου-εκκαλούντος ΝΠΔΔ.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ' αριθμ. 1155/2003 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών.
Απορρίπτει την από 6.7.2003 (αριθ. καταθ. 1227/2003) αγωγή όλων των λοιπών, πλην των 2ης, 7ης, 23ης και 26ης, εναγόντων.
Απορρίπτει την αίτηση του αναιρεσείοντος ΝΠΔΔ περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ για την αναιρετική δίκη και για τις δίκες των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Μαΐου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Ιουνίου 2024.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ