ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 1044/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 1044/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 1044/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1044 / 2024    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 1044/2024

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Δήμητρα Ζώη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αριστείδη Βαγγελάτο, Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία-Μάριον Δερεχάνη και Βάϊα Ζαρχανή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 5 Μαρτίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Χ. Μ. του Π., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Σπυρίδωνα Παυλάτου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Εταιρεία Ύδρευσης και Αποχέτευσης Πρωτεύσουσας" (Ε.Υ.Δ.Α.Π.) Α.Ε., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στο Γαλάτσι Αττικής και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Προκόπη Τάραντου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24-11-2010 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 3444/2014 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 6069/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 20-4-2021 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε ο Αρεοπαγίτης Αριστείδης Βαγγελάτος.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 20.4.2021 με αριθμ. καταθ. 2341/281/22.4.2021 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ' αριθ. 6069/7.12.2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Με την απόφαση αυτή έγινε τυπικά και κατ'ουσία δεκτή η από 12.10.2015 έφεση της εναγόμενης και ήδη αναιρεσίβλητη, εξαφανίσθηκε η υπ' αριθμ. 3444/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε γίνει δεκτή ως κατ'ουσία βάσιμη η από 24.11.2010 αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας, κρατήθηκε η υπόθεση και απορρίφθηκε η ως άνω αγωγή ως μη νόμιμη. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα, εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 564 παρ.3 του ΚΠολΔ, καθόσον κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου στις 22.4.2021 και δεν προκύπτει η με επιμέλεια οποιουδήποτε διαδίκου, επίδοση της απόφασης αυτής, η οποία δημοσιεύθηκε στις 7.12.2018 και δεδομένου ότι, λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού από 13.3.2020 ως 31.5.2020 (άρθρο 74 πρ.1 εδ.α του ν. 4690/2020) και από 7.11.2020 έως 6.4.2021 (άρθρο 83 του ν. 4790/2021 σε συνδυασμό με την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 25 του ν. 4792/2021) δεν υπολογίζονται τα ως άνω χρονικά διαστήματα και για την καταχρηστική προθεσμία άσκησης του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, σύμφωνα με την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 49 του ν. 4963/2022 (άρθρα 495 παρ.1, 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 669 του Α.Κ. προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρι ορισμένο χρονικό σημείο ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, αυτή παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό αυτής. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 Α.Κ., παύει αυτοδικαίως όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται να λάβει χώρα καταγγελία και καταβολή αποζημίωσης (ΑΠ 732/2023, 638/2022, 217/2017). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του ν. 2112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευθεί με το άρθρο 11 του α.ν. 547/1937, ορίζεται ότι "είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικείμενη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή διά τον υπάλληλον... Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένην χρονική διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ` ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου". Η διάταξη αυτή, η οποία εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή στο δημόσιο τομέα, ενώ κατά τη γραμματική της διατύπωση αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από την μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την καταγγελία ο ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, στις περιπτώσεις ιδίως των διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου που στη πραγματικότητα καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες του εργοδότη, οπότε ο καθορισμός της ορισμένης διάρκειας αυτών δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας και δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται κυρίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης (ΟλΑΠ 7/2011, ΑΠ 954/2023, 640/2022, 104/2022). Στην περίπτωση αυτή ανακύπτει ακυρότητα των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης εργασίας και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς έγγραφη καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (ΑΠ 954/2023, 1571/2022, 640/2022, 104/2022). Εξάλλου, με τις διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 1 και 2 του ν. 2190/1994, όπως αυτό ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 61 παρ.1α του ν. 4765/2021 και εφαρμόζεται στην προκείμενη υπόθεση λόγω του χρόνου άσκησης της από 24.11.2010 αγωγής, ορίσθηκε ότι οι δημόσιες υπηρεσίες, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και γενικότερα τα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα που αναφέρονται στο άρθρο 14 παρ. 1 του αυτού νόμου, επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών με διάρκεια απασχόλησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ μήνες, μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα μηνών, ενώ στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες για το ίδιο άτομο, χωρίς να επιτρέπεται εγκύρως παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή αυτής σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Ο ίδιος νόμος (2190/1994) ορίζει στην παρ. 3 του άρθρου 14 αυτού ότι ο διορισμός ή η πρόσληψη τακτικού προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στις υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παρ.1, γίνεται είτε με γραπτό διαγωνισμό, είτε με καθορισμένη σειρά προτεραιότητας, σύμφωνα με τους όρους και διαδικασίες που ορίζονται από τις διατάξεις του, τις οποίες ειδικότερα θεσπίζει αντίστοιχα στις διατάξεις των άρθρων 15 και 18 αυτού, αναλόγως των απαιτουμένων κατά τη κείμενη νομοθεσία τυπικών προσόντων για τις αντίστοιχες προσλήψεις, και μετά από προηγουμένη προκήρυξη, υπό την έγκριση ή τον έλεγχο και εποπτεία του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ). Ειδικά, όμως, με το άρθρο 20 παρ. 4 του ν. 2738/1999 εισήχθη συγκεκριμένη ρύθμιση και δη προσετέθη ως περίπτωση (κα') στο άρθρο 14 παρ. 2 του ν. 2190/1994 επιπλέον εξαίρεση στο σύστημα προσλήψεων του νόμου αυτού, η οποία αφορά την πρόσληψη προσωπικού σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος απασχόλησης, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ, ειδικότερα δε ορίσθηκε ότι η πρόσληψη του προσωπικού που προσλαμβάνεται σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον Ο.Α.Ε.Δ. διενεργείται σύμφωνα με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια που καθορίζονται στα προγράμματα αυτά. Η επιδοτούμενη αυτή πρόσληψη υπαλλήλων είναι εξαιρετική, διότι συνδέεται με την ανάγκη πραγμάτωσης των προγραμμάτων, που με τους υφιστάμενους κανόνες θα απέβαινε ατελέσφορη και για το λόγο αυτό ορίζεται ότι η πρόσληψη διενεργείται με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια, που καθορίζονται στα προγράμματα. Συνακόλουθα, η πρόσληψη υπαλλήλων, που έχει πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο συγκεκριμένου προγράμματος του ΟΑΕΔ και οι εξ αυτής απορρέουσες εργασιακές σχέσεις έχουν συγκεκριμένο χρόνο διάρκειας, είναι δηλαδή συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, η πάροδος του οποίου συνεπιφέρει αυτοδικαίως και τη λήξη τους (αρθρ. 669 παρ. 1 Α.Κ.) καθόσον η σύναψη αυτών, ως συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, επιβάλλεται από αντικειμενικούς λόγους που συνδέονται με την φύση τους (ΑΠ 731/2023, 1116/2022, 638/2022). Περαιτέρω, με το άρθρο 20§§1 και 15 ν. 2639/1998 ορίζεται ότι "1. Ο Ο.Α.Ε.Δ. μπορεί να αναθέτει στο Δημόσιο, σε φορείς του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων και οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, σε επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, σε Ν.Π.Ι.Δ,, σε πιστοποιημένα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης, σε Α.Ε.Ι.-Τ.Ε.Ι. και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις ημεδαπής ή αλλοδαπής την υλοποίηση στο θεωρητικό ή στο πρακτικό μέρος ή στο σύνολο του προγραμμάτων της Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης ανέργων. Η ανάθεση γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων εκτέλεσης έργων, προμηθειών και παροχής υπηρεσιών των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. 15. Ο Ο.Α.Ε.Δ. μπορεί να συνεργάζεται με φορείς της παραγράφου 1, με σκοπό την υλοποίηση προγραμμάτων απόκτησης εργασιακής εμπειρίας άνεργων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και αποφοίτων Λυκείου. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από γνώμη του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Δ., καθορίζονται το ύψος της ημερήσιας αποζημίωσης, οι ειδικότητες σε σχέση με τις θέσεις πρακτικής άσκησης, η διάρκεια, ο αριθμός και η ηλικία των δικαιούχων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των προγραμμάτων του προηγούμενου εδαφίου. Για την ασφάλιση των συμμετεχόντων στα προγράμματα αυτά εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 18 του Ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α' ). Οι δαπάνες που προκαλούνται από την εφαρμογή των προγραμμάτων της παραγράφου αυτής εξαιρούνται από τον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου". Εξάλλου, στις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, με τις οποίες επιβάλλεται η νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ορίζονται τα εξής: "Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου" (παρ. 2). "Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού, καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού, μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται" (παρ. 3). Με την αναθεώρηση του Συντάγματος που έλαβε χώρα με το από 6.4.2001 ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής (Α 84) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος α) παράγραφος 7, που ορίζει ότι: "Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παρ. 5 (περί της οποίας δεν πρόκειται στην ένδικη υπόθεση), γίνεται είτε με διαγωνισμό, είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει" και παράγραφος 8 που ορίζει ότι: "Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου". Έτσι με την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος η Ζ' Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους αρχικά διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις του ν. 2190/1994 και οι οποίοι κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου συναπτόμενες με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 παρ.7 και 8 του Συντάγματος (ήτοι από τις 17.4.2001 και εφεξής) δεν μπορούν, ούτε και με νόμο, να μετατραπούν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, έστω και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες του οικείου φορέα που προέβη στην πρόσληψη. Ούτε καταλείπεται πλέον πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες διότι, έστω και αν τούτο συμβαίνει, ο εργοδότης βάσει των πιο πάνω διατάξεων δεν έχει την ευχέρεια να προβεί στη σύναψη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας και των προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος (ν.2190/1994) για την πρόσληψη τακτικού προσωπικού. Δηλαδή, ένας τέτοιος χαρακτηρισμός είναι πλέον αλυσιτελής (ΟλΑΠ 19/2007, ΑΠ 20/2007, ΑΠ 954/2023, 640/2022, 378/2022) . Τυχόν αντίθετη ερμηνεία, ότι δηλαδή συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου με τις οποίες καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες μπορούν να αναγνωρίζονται, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και μετά την πιο πάνω συνταγματική αναθεώρηση, θα είχε ως συνέπεια τη διαιώνιση ενός αποδοκιμασθέντος από τον αναθεωρητικό νομοθέτη φαινομένου (ΟλΑΠ 19, 20/2007, ΑΠ 954/2023, 640/2022).
Συνεπώς στις συναφθείσες μετά τις 17.4.2001 συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο ή σε φορείς του δημοσίου τομέα, δεν είναι πλέον δυνατή η εφαρμογή της ως άνω διάταξης του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του ν. 2112/1920 (ΟλΑΠ 19/2007, 20/2007, ΑΠ 954/2023, 640/2022). Στον ως άνω ευρύτερο δημόσιο τομέα υπάγεται και η συσταθείσα με το ν. 1068/1980 αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία (ΕΥΔΑΠ), η οποία σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 1, 10 και 11 του ως άνω νόμου αποτελεί ανώνυμη εταιρεία, "ανήκουσα εξ ολοκλήρου στο Κράτος και λειτουργούσα χάριν του δημοσίου συμφέροντος, κατά τους κανόνας της ιδιωτικής οικονομίας", με σκοπό την ύδρευση και αποχέτευση της περιοχής αρμοδιότητάς της (ΑΠ 931/2023). Το νομοθετικό πλαίσιο πρόσληψης των εργαζομένων στην ΕΥΔΑΠ και ο έλεγχος νομιμότητας των προσλήψεων που διενεργείται με την έκδοση διοικητικών πράξεων από το ΑΣΕΠ, ρυθμιζόταν και τον επίδικο χρόνο από τις διατάξεις των άρθρων 12, 14, 18 του ν. 2190/1994, 1 και 13 του ν. 3429/2005 και της ΚΥΑ Δ16γ/06/258/Γ/24-5-2007 Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας (ΟλΑΠ 1/2018) Περαιτέρω, με το π.δ. 164/2004, που αφορά τους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, εξειδικεύθηκαν οι συνθήκες, υπό τις οποίες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές και χαρακτηρίζονται ως συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου, προς επίτευξη του στόχου της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, που είναι η αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Με το άρθρο 5 του εν λόγω διατάγματος απαγορεύθηκε κατ' αρχήν η κατάρτιση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, η οποία επιτρέπεται κατ' εξαίρεση στις αναφερόμενες εκεί περιπτώσεις και υπό τις στο άρθρο αυτό προϋποθέσεις. Με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 παρ.1 του ως άνω π.δ. 164/2004, που θεωρήθηκαν "συνταγματικώς ανεκτές", λόγω της χρονικά περιορισμένης ισχύος τους, προβλέφθηκε μοναδική εξαίρεση από την προαναφερόμενη απόλυτη απαγόρευση για περιπτώσεις απασχολουμένων στο Δημόσιο ή σε νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, οι οποίες είχαν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του π.δ. 164/2004 και ήταν ενεργείς κατά την έναρξη ισχύος του (19-7-2004), με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στις διατάξεις αυτές, μεταξύ των οποίων και η πραγματική εξυπηρέτηση παγίων και διαρκών αναγκών (ΟλΑΠ 19-20/2007, ΑΠ 893/2023, 1708/2022). Παρά ταύτα, στο άρθρο 2 παρ.2 του π.δ. 164/2004 ορίσθηκε ρητώς ότι το εν λόγω διάταγμα δεν εφαρμόζεται α) στις σχέσεις επαγγελματικής κατάρτισης και τη σύμβαση ή σχέση μαθητείας, β) στις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης υποστηριζόμενου από τον ΟΑΕΔ και γ) στις συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης των άρθρων 20 έως 26 του ν. 2956/2001, όπως τα άρθρα αυτά ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο 133 παρ.2 του ν. 4052/2012. Περαιτέρω, σύμβαση μαθητείας είναι η σύµβαση, κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους αναλαµβάνει την υποχρέωση να μεταδώσει στον άλλο τις αναγκαίες εμπειρικές γνώσεις, για την άσκηση από τον τελευταίο ορισµένου επαγγέλματος ή ορισμένης τέχνης. Ειδικότερες μορφές της σύµβασης μαθητείας είναι η γνήσια σύµβαση μαθητείας και η σύµβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου (μη γνήσια σύμβαση μαθητείας). Στη γνήσια σύµβαση μαθητείας προέχον στοιχείο είναι η παροχή εκπαίδευσης στον μαθητευόμενο, η δε τυχόν παροχή εργασίας από αυτόν δεν γίνεται µε σκοπό εκτέλεσης παραγωγικού έργου, αλλά για τις ανάγκες της εκπαίδευσης και της εξοικείωσής του µε το αντικείμενο του επαγγέλματος ή της τέχνης του. Στη γνήσια σύμβαση μαθητείας, για την οποία δεν υπάρχει σχετική νομοθετική ρύθμιση, όταν ο μαθητευόμενος παρέχει για ορισμένο ή αόριστο χρόνο την εργασία του, εφαρμόζονται μόνο αναλογικά οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τη σύμβαση εργασίας, εφόσον συμβιβάζονται με τη φύση και το σκοπό της σύμβασης αυτής, ενώ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόμιμες αποδοχές, την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, την αποζημίωση απόλυσης (ΟλΑΠ 4/2021, ΑΠ 954/2023, 927/2022, 640/2022) και τα επιδόματα εορτών και αδείας (ΑΠ 954/2023, 1482/2019, 1395/2019), που προϋποθέτουν παροχή εξαρτημένης εργασίας. Αντίθετα, στη σύµβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου, ο μαθητευόμενος μισθωτός παρέχει εργασία σε επιχείρηση ή εκμετάλλευση, επιδιώκοντας παραλλήλως την απόκτηση γνώσεων ή ικανότητας σε ορισμένη ειδικότητα ή επάγγελµα, οπότε η εκμάθηση εκ µέρους του επέρχεται ως αυτόµατη συνέπεια της εφαρμογής της σύμβασης και εντός των πλαισίων της συνήθους λειτουργίας αυτής και δεν αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης υποχρέωσης του εργοδότη. Στις συμβάσεις αυτές, εφαρμόζονται τόσο οι γενικές, όσο και οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας, εφόσον προέχων σκοπός της σύµβασης αυτής είναι η παροχή εκ µέρους του μαθητευόμενου εργασίας έναντι αµοιβής, και παρεπόμενος σκοπός είναι η εκμάθηση τέχνης ή επαγγέλματος σύμφωνα µε τις οδηγίες και κατευθύνσεις του εργοδότη (ΑΠ 954/2023, 640/2022, 544/2021). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 288 εδ. 3 της Συνθήκης Λειτουργίας Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) η Οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων, που θα αποτελέσουν αντικείμενο ερμηνείας των εθνικών δικαστηρίων ως προς την επαρκή ή μη αποτελεσματικότητά τους, στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών (ΑΠ 954/2023, 933/2022, 640/2022). Εξάλλου, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999 (που δημοσιεύθηκε στις 10.7.1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10-7-2001, με δικαίωμα παράτασης της προθεσμίας για την ενσωμάτωση αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών - μελών κατά ένα έτος, του οποίου η Ελλάδα έκανε χρήση) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την λήψη από τα κράτη - μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής). Η Οδηγία αυτή παρέχει στα κράτη - μέλη ευρεία ευχέρεια επιλογών, μεταξύ περισσοτέρων λύσεων, προκειμένου να αποτρέψουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλλει, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, τον χαρακτηρισμό αυτών ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, καθόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό (ΔΕΚ C-212/2004, ΔΕΕ C-184/15 και C-197/15). Η Οδηγία αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα π.δ/τα 81/2003 και 164/2004, που ήδη εφαρμόζονται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα αντίστοιχα, η ισχύς των οποίων άρχισε από την δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2.4.2003 και 19.7.2004 αντίστοιχα. Οι διατάξεις της με αριθ.1999/70 Οδηγίας, δεν επιβάλλουν, όπως προεκτέθηκε, τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και συνεπώς η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του ν. 2112/1920 δεν ευρίσκει πλέον έδαφος εφαρμογής στο δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ούτε κατ' επιταγή της ως άνω Οδηγίας, για το μεσοδιάστημα από 10.7.2002 (ημερομηνία λήξης της προθεσμίας προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας σε αυτήν) μέχρι την έναρξη ισχύος του π.δ/τος 164/2004 (19.7.2004), ούτε βεβαίως μετά την έναρξη ισχύος του τελευταίου (ΟλΑΠ 19/2007, ΑΠ 933/2022, 640/2022, 544/2021). Την πλήρη, δε, αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίσθηκαν με την ως άνω Οδηγία για τους εργαζομένους του ευρύτερου δημόσιου τομέα εξασφαλίζουν οι διατάξεις των άρθρων 5, 6 και 7 του π.δ. 164/2004 που καθορίζουν τα δικαιώματα του μισθωτού και τις προβλεπόμενες κυρώσεις για την αποτελεσματική προστασία των απασχολουμένων με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου μισθωτών, που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου (ΑΠ 954/2023, 640/2022, 541/2021). Σε κάθε δε περίπτωση, πρέπει να επισημανθεί ότι με βάση τη ρήτρα 2 της ως άνω Οδηγίας παρέχεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη να εξαιρέσουν από το πεδίο εφαρμογής αυτής τις σχέσεις βασικής επαγγελματικής κατάρτισης και τα συστήματα μαθητείας (περ. α), ως και τις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού ή από το δημόσιο υποστηριζόμενου προγράμματος κατάρτισης ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης (περ. β), της οποίας (δυνατότητας) η Ελλάδα έκανε χρήση, εξαιρώντας από το πεδίο εφαρμογής του π.δ/τος 164/2004, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 αυτού, τις σχέσεις επαγγελματικής κατάρτισης και τις συμβάσεις ή σχέσεις μαθητείας και τις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης υποστηριζόμενου από τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΑΠ 954/2023, 933/2022, 922/2022). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΟλΑΠ 4/2023, 3/2022, 4/2021, 1/2021).
Από την επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι η υπόθεση ακολούθησε την εξής δικονομική πορεία: Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα με την από 24.11.2010 αγωγή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ισχυρίστηκε ότι προσλήφθηκε από την εναγόμενη και ήδη αναιρεσίβλητη (Ε.Υ.Δ.Α.Π. ΑΕ) με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (συμφωνητικό συνεργασίας για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας), που υπογράφηκε στην έδρα της Τοπικής Υπηρεσίας Προγραμμάτων STAGE Ν. Κηφισιάς του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.), ως "Υπευθύνου Φορέα" υλοποίησης η οποία εικονικά και κατ'επίφαση χαρακτηρίσθηκε ως τοιαύτη καθότι υπήρχε εξυπαρχής βούληση των συμβαλλομένων μερών για σύναψη σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Ότι τοποθετήθηκε ως πολιτικός μηχανικός κατηγορίας ΠΕ σε υπηρεσίες της εναγομένης και ότι απασχολήθηκε σ'αυτή τα χρονικά διαστήματα από 29.6.2007 έως 31.1.2009 και από 16.2.2009 έως 31.8.2010. Ότι οι συμβάσεις της κατ'ορθό νομικό χαρακτηρισμό συνιστούν μια ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και ότι η καταγγελία της από την εναγόμενη από 31.8.2010, με την παύση της αποδοχής των υπηρεσιών της, είναι άκυρη αφού δεν έγινε εγγράφως και δεν της καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης. Με βάση τα ανωτέρω, ζήτησε, επικαλούμενη τις διατάξεις των άρθρων 648 ΑΚ, 1 και 8 του ν. 2112/1920 και της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, τα εξής: α) να αναγνωρισθεί ότι αυτή συνδεόταν εξ' υπαρχής με την εναγόμενη με ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που είχε καταρτισθεί με την πρόληψή της στις 29.6.2007 , β) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 31.8.2010 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αυτής, γ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδέχεται τις υπηρεσίες της με καθεστώς εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και δ) να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη της οφείλει μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της και μέχρι άρσης της υπερημερίας της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ' αριθμ. 3444/2014 οριστική απόφασή του δέχθηκε την αγωγή ως κατ'ουσία βάσιμη, αναγνώρισε ότι η ενάγουσα συνδεόταν εξ' υπαρχής με το εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αναγνώρισε την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, υποχρέωσε το εναγόμενο να αποδέχεται τις υπηρεσίες της και αναγνώρισε ότι η εναγόμενη οφείλει στην ενάγουσα μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 1.9.2010 έως την άρση της υπερημερίας της. Επί της από 12.10.2015 έφεσης της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη υπ'αριθμ. 6069/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε τυπικά και κατ'ουσία δεκτή η έφεση, εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση και απορρίφθηκε η αγωγή ως μη νόμιμη. Ειδικότερα, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος τα εξής "...Υπό τις ανωτέρω νομικές παραδοχές, η αγωγή της ενάγουσας με τον ισχυρισμό ότι οι συμβάσεις της με την εναγόμενη δεν ήταν συμβάσεις εργασιακής εμπειρίας (μαθητείας) αλλά συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου καθότι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες της εναγόμενης και τα συνακόλουθα αιτήματα της, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη. Και τούτο διότι, κατά τα εκτιθέμενα σ' αυτή, η ενάγουσα απασχολήθηκε στην εναγόμενη αφού προσλήφθηκε από τον ΟΑΕΔ στα πλαίσια προγράμματος εργασιακής εμπειρίας ανέργων στις υπηρεσίες και φορείς του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ, των ΟΤΑ και του ευρύτερου δημοσίου τομέα και συγκεκριμένα συνήψε τις συμβάσεις που προεκτέθηκαν, δηλαδή συμβάσεις που ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτηρισμό τους, καταρτίσθηκαν μετά την έναρξη ισχύος του αναθεωρημένου άρθρου 103 του Συντάγματος (18-4-2001) και μετά την έναρξη ισχύος του ΠΔ 164/2004, που στο άρθρο 11 του οποίου περιέλαβε ρυθμίσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν την προσαρμογή στην Κοινοτική Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, με την κατ' εξαίρεση και υπό τις εκεί προϋποθέσεις μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου σε σύμβαση αορίστου χρόνου και συνεπώς αυτές (συμβάσεις) δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ακόμη και αν η ενάγουσα με την εργασία της κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες της εναγόμενης, αφού έστω και αν αυτό συμβαίνει, η εναγόμενη δεν έχει την ευχέρεια για τη σύναψη έγκυρης σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου με την ενάγουσα, μη εφαρμοζόμενης, όπως προαναφέρθηκε, της οδηγίας 1999/70/ΕΚ ως μη έχουσας άμεση ισχύ στην ημεδαπή έννομη τάξη, ούτε είναι δυνατή η εκτίμηση των συμβάσεων της ενάγουσας, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσεως, ως ενιαίας συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου αφού η εναγόμενη, βάσει των ως άνω διατάξεων, δεν έχει πλέον την ευχέρεια για τη σύναψη συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου (....). Η ενάγουσα υπέγραψε συμφωνητικό συνεργασίας στο πλαίσιο προγράμματος για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας στις υπηρεσίες και φορείς του ευρύτερου Δημόσιου τομέα στο οποίο περιέχονται οι όροι που αφορούν την ενάγουσα. Πρόκειται δε για σύμβαση μαθητείας με προέχοντα στοιχεία την παροχή εκπαιδεύσεως στην μαθητευόμενη αλλά και την παροχή υπηρεσιών εκ μέρους της, όπως αναφέρεται στο σκοπό του προγράμματος και συνάγεται από τα εκτιθέμενα στην αγωγή. Τα προγράμματα αυτά αποτελούν παρεμβάσεις δράσεις της πολιτείας μέσω του αρμόδιου φορέα του ΟΑΕΔ στα πλαίσια κοινωνικού κράτους με σκοπό την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας και βάσει των προγραμμάτων αυτών παρέχεται η δυνατότητα στους ανέργους να αποκτήσουν εμπειρία, η οποία αντίστοιχα θα προσμετρηθεί κατά τη συμμετοχή σε διαγωνισμό για την κάλυψη μόνιμης θέσης στο Δημόσιο μέσω ΑΣΕΠ, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 103 παρ. 7 του Συντάγματος. Σύμφωνα δε με τα εκτεθέντα στο οικείο μέρος των νομικών σκέψεων που προηγήθηκαν το ΠΔ/μα 164/2004 με ρητή διάταξή του (άρθρο 2 παρ. 2 αυτού) εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του τις συμβάσεις επαγγελματικής κατάρτισης και τις συμβάσεις ή σχέσεις μαθητείας, τις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης υποστηριζόμενου από τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού και τις συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης των άρθρων 20 και 26 του Ν. 2556/1997. Εξάλλου το άνω ΠΔ/μα εκτός της ρητής επιταγής του ότι δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις μαθητείας προβλέπει στο άρθρο 11, κατά τα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την μετατροπή σε συμβάσεις αορίστου χρόνου μόνο των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας, οι οποίες είχαν συναφθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του και ήταν ενεργείς κατά το χρονικό αυτό σημείο και όχι αυτών που έχουν καταρτιστεί μεταγενέστερα, όπως εν προκειμένω, ενώ ως κύρωση για την κατάρτιση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίζονται έκτοτε μετά την έναρξη της ισχύος του κατά παράβαση των ορισμών του, προβλέπει όχι τη μετατροπή τους σε αορίστου χρόνου αλλά την αυτοδίκαιη ακυρότητα τους, την καταβολή στον εργαζόμενο των αποδοχών του και αποζημίωση, καθώς και την ποινική και πειθαρχική ευθύνη των αρμοδίων. Αντίθετα οι επίδικες συμβάσεις έχουν συναφθεί υπό την ισχύ των διατάξεων των άρθρων 103 του Συντάγματος και του άρθρου 21 του Ν. 2190/1994 και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθούν, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης, ως ενιαίες συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και στην περίπτωση που κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, διότι η εναγόμενη, στην οποία προσέφερε τις υπηρεσίες της η ενάγουσα, ως εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρου νόμου, δεν έχει πλέον τη νομική δυνατότητα να συνάπτει συμβάσεις αορίστου χρόνου, χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων του νόμου αυτού και, συγκεκριμένα, κατά παρέκκλιση της θεσπιζόμενης από το νόμο αξιοκρατικής διαδικασίας επιλογής προσωπικού από την ανεξάρτητη διοικητική αρχή του ΑΣΕΠ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με το να δεχθεί την αγωγή, εσφαλμένα τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 648, 649ΑΚ, 8 Ν. 2112/ 1920, του Π.Δ. 164/2004. της οδηγίας 1 999/70/ΕΚ και των άρθρων 25 παρ. 1, 3 και 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος ερμήνευσε και εφάρμοσε...." Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, απορρίπτοντας ως μη νόμιμη την αγωγή, ορθώς ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 103 παρ.7 και 8 του Συντάγματος σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648 επομ. του Α.Κ., 21 παρ.1 του ν. 2190/1994 και 20§§1 και 15 ν. 2639/1998, καθόσον με βάση τα στην αγωγή εκτιθέμενα δεν μπορεί να υπάρξει έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου κατ' εφαρμογή του άρθρου 8 παρ.3 του ν. 2112/1920, αφού κάτι τέτοιο προσκρούει στις ως άνω διατάξεις, ακόμη και εάν η αναιρεσείουσα εξυπηρετούσε πάγιες και διαρκείς ανάγκες της αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας, που ανήκει στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Ούτε, επίσης, το Εφετείο, με την μη εφαρμογή, στην κρινόμενη υπόθεση, του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 παραβίασε τις ρυθμίσεις της με αριθ. 1999/70 Οδηγίας, καθότι αυτές αφενός μεν δεν επιβάλλουν, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων διαδοχικών συμβάσεων, τον χαρακτηρισμό αυτών ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό, αφετέρου δε τα προς εφαρμογή της Οδηγίας προβλεπόμενα δικαιώματα του μισθωτού και οι προβλεπόμενες κυρώσεις, σύμφωνα με τα άρθρα 5, 6 και 7 του π.δ/τος 164/2004, είναι επαρκή για την αποτελεσματική προστασία των απασχολουμένων με διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις ορισμένου χρόνου μισθωτών, που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του δημόσιου φορέα, όπου απασχολούνται. Σε κάθε δε περίπτωση από το ρυθμιστικό πεδίο της Οδηγίας, σύμφωνα με τη ρήτρα 2 αυτής και το άρθρο 2 του Π.Δ/τος 164/2004 εκφεύγουν οι συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας ανέργων, υποστηριζόμενου από τον ΟΑΕΔ, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τους εκ του αριθμ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρώτο, δεύτερο και τέταρτο λόγους αναίρεσης, που κρίνονται ενιαία και με τους οποίους προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες ότι εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε το άρθρο 8 παρ.3 του ν. 2112/1920 που αποτελεί ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο κατά την έννοια της ρήτρας 5 της με αριθ. 1999/70 Οδηγίας και το οποίο δεν αντίκειται στις ρυθμίσεις των άρθρων 21 του ν. 2190/1994 και 103 παρ. 8 του Συντάγματος και ότι εσφαλμένα ερμήνευσε τη διατάξεις των άρθρων 20 και 15 του ν. 2639/1998 και των άρθρων 20 και 26 του ν. 2556/1997, ενώ όφειλε να δεχθεί, κατ'ορθό νομικό χαρακτηρισμό της σχέσης που τη συνέδεε με την αναιρεσίβλητη, ότι δεν ήταν σύμβαση μαθητείας αλλά ήταν αυτή της εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Επομένως οι ως άνω πρώτος, δεύτερος και τέταρτος λόγοι αναίρεσης, είναι αβάσιμοι.
Με τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα ως ουσιώδεις ισχυρισμοί στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 16/2023, 308/2020). Αντιθέτως δεν θεωρούνται "πράγματα" κατά την προαναφερθείσα έννοια η απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, της ανταγωγής ή της ένστασης, τα επιχειρήματα ή τα συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται, ως λόγοι έφεσης, οι νομικοί ισχυρισμοί και η νομική επιχειρηματολογία των διαδίκων, περιστατικά επουσιώδη, που δεν θεμελιώνουν αυτοτελή ισχυρισμό, οι αποδείξεις ή τα περιστατικά, που προκύπτουν από τις αποδείξεις, τα επικληθέντα αποδεικτικά μέσα και το περιεχόμενό τους και τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 9/2023, 409/2022, 268/2020), ούτε το περιεχόμενο νομικής διάταξης για την οποία γεννάται ζήτημα ερμηνείας ή εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 409/2022), αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί, αφού οι τελευταίοι δεν είναι ουσιώδεις για την έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 8/2013, ΑΠ 9/2023, 308/2020) και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει (ΑΠ 9/2023, 179/2019). Εξάλλου, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό και τον απορρίπτει ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό έστω και εσφαλμένα (ΑΠ 1148/2022, 990/2022), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ του πράγματος προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΑΠ 954/2023, 990/2022, 85/2020), έστω και αν η απόρριψη δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης (ΑΠ 954/2023, 990/2022, 1108/2020). Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα με τους τρίτο, όγδοο και ένατο, εκ του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγους αναίρεσης, που κρίνονται ενιαία, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια, ότι δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν από αυτή και ειδικότερα, α) τον ισχυρισμό της ότι τελούσε υπό σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.3 του ν. 2112/1920 που "ως ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο" ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της ρήτρας 5 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 1999/70/ΕΚ (τρίτος λόγος), β) τον ισχυρισμό της ότι οι συμβάσεις της, με βάση το εν τοις πράγμασι εργασιακό της καθεστώς, δεν αφορούσαν σε προγράμματα μαθητείας, απόκτησης εργασιακής εμπειρίας, κατάρτισης και προετοιμασίας για τον επαγγελματικό στίβο αλλά ότι επρόκειτο για συμβάσεις εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου (όγδοος λόγος), και γ) τον ισχυρισμό της ότι τελούσε σε σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ'εφαρμογή των διατάξεων της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ και ότι οι ρυθμίσεις του π.δ. 164/2004 δεν συνιστούν αποτελεσματικά μέτρα για τη διασφάλιση του σκοπού της οδηγίας που είναι η αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποίησης των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (ένατος λόγος), ισχυρισμοί που είναι ουσιώδεις για τη θεμελίωση των αγωγικών αξιώσεών της. Οι λόγοι αυτοί αναίρεσης, είναι απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν, καθόσον τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο για τη θεμελίωση αυτών, συνιστούν νομικά και πραγματικά επιχειρήματα, που διατυπώνονται από την αναιρεσείουσα για να στηρίξουν την άποψή της ότι τελούσε με την αναιρεσίβλητη με σχέση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και επομένως δεν αποτελούν "πράγματα", κατά την προεκτεθείσα έννοια. Σε κάθε, δε, περίπτωση το Εφετείο, εξέτασε τον αγωγικό ισχυρισμό της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας ότι συνδεόταν με την εναγόμενη και ήδη αναιρεσίβλητη με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και τον απέρριψε ως μη νόμιμο, χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή οι αποδιδόμενες από την αναιρεσείουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες της εσφαλμένης, κατά την άποψή της, απόρριψης του ως άνω αγωγικού της ισχυρισμού, εφόσον δεν θεμελιώνεται λόγος αναίρεσης εκ του αριθμού 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, όταν το Δικαστήριο της ουσίας εξέτασε ισχυρισμό και τον απέρριψε. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 εδ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέστηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών κατά την ανωτέρω έννοια, δηλαδή νόμιμων ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 2/2008, 14/2005), εφόσον βέβαια προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 638/2022). Ο λόγος αυτός πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για σφάλματα που έγιναν κατά την έρευνα της αλήθειας ή όχι των πραγματικών περιστατικών, δηλαδή τα σφάλματα αυτά αναφέρονται σε αποδεικτικά στοιχεία, με βάση τα οποία καταστρώνεται η ελάσσων πρόταση του νομικού συλλογισμού. Επομένως, ο λόγος αυτός αναιρέσεως δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη ή νόμω αβάσιμη, αφού στις περιπτώσεις αυτές το δικαστήριο της ουσίας δεν προβαίνει σε έρευνα των πραγματικών ισχυρισμών (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 25/2023, 638/2022, 497/2020). Ακόμη, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν λάβει υπόψη του δικαστικές αποφάσεις που επιλύουν νομικά ζητήματα, δεν δημιουργείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 11 γ' του ΚΠολΔ (ΑΠ 954/2023, 933/2022, 638/2022). Στη προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 11 γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση, ότι δεν έλαβε υπόψη ως αποδεικτικά μέσα τις υπ' αριθμ 18/2006 και 7/2011 αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, οι οποίες επιλύουν τα σχετικά νομικά ζητήματα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή της και με τον έκτο, επίσης, από τον αριθμό 11 γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, ότι δεν έλαβε υπόψη της υπηρεσιακά έγγραφα, τα οποία είχε νόμιμα προσκομίσει και επικαλεστεί με τις προτάσεις της ενώπιον αυτού, από τα οποία προέκυπτε η νομιμότητα της αγωγής της καθώς και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρά της από όπου προέκυπτε η εργασιακή σχέση που τη συνέδεε με την εναγόμενη. Οι ανωτέρω λόγοι αναίρεσης, που κρίνονται ενιαία, είναι απαράδεκτοι και ως εκ τούτου απορριπτέοι, καθόσον το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε ως νομικά αβάσιμη την αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας και δεν προέβη σε κατ'ουσία έρευνα των πραγματικών ισχυρισμών της, ώστε να στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός, ενώ η μη λήψη υπόψη των αποφάσεων της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Κατά τη διάταξη του αριθ. 12 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, προσδίδει σε κάποιο αποδεικτικό μέσο αποδεικτική δύναμη μεγαλύτερη ή μικρότερη από εκείνη που ορίζει ο νόμος (ΑΠ 638/2022). Επομένως ο ως άνω λόγος δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη ή νόμω αβάσιμη (ΑΠ 452/2023, 1251/2020, 131/2012). Στη προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα, με τον έβδομο εκ του αριθμού 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν απέδωσε την αποδεικτική δύναμη που είχαν τα προσκομισθέντα από αυτή αποδεικτικά μέσα όσο και τα νομολογιακά στοιχεία που επικαλέσθηκε προκειμένου να προβεί σε ορθό νομικό χαρακτηρισμό της σχέσης που τη συνέδεε με την εναγόμενη. Και ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι, όπως προεκτέθηκε, το Εφετείο δεν εισήλθε στην έρευνα της ουσίας της υπόθεσης, αλλά απέρριψε την αγωγή ως νομικά αβάσιμη. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 εδ. β` του Συντάγματος προκύπτει ότι η επιβαλλόμενη με τις ως άνω διατάξεις αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων προϋποθέτει ότι οι εργαζόμενοι αυτοί, αφενός μεν να έχουν τα ίδια προσόντα και να εργάζονται κάτω από τις ίδιες συνθήκες, αφετέρου δε να τελούν κάτω από το ίδιο νομικό καθεστώς εργασίας (ΑΠ 933/2022, 640/2022, 186/2019) και κατά συνέπεια προϋποθέτει εργαζομένους της ίδιας κατηγορίας (ΑΠ 933/2022, 640/2022, 186/2019). Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα με το δέκατο εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι με το να δεχθεί ότι οι συμβάσεις που καταρτίσθηκαν μεταξύ αυτής και της αναιρεσίβλητης ήταν συμβάσεις μαθητείας και όχι συμβάσεις εργασίας παραβίασε τη συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που βρίσκονται υπό τις ίδιες συνθήκες που θεμελιώνεται στις διατάξεις του άρθρου 22 του Συντάγματος, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 288 παρ.1 ΑΚ και 119 της Συνθήκης ΕΟΚ. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Και τούτο διότι η συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης προϋποθέτει, εκτός των άλλων και παροχή εργασίας υπό το αυτό νομικό καθεστώς, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει εν προκειμένω, αφού με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας, αυτή αφενός μεν είχε προσληφθεί από την εναγόμενη και ήδη αναιρεσίβλητη με σύμβαση προς απόκτηση εργασιακής εμπειρίας στο πλαίσιο σχετικού προγράμματος του Ο.Α.Ε.Δ., αφετέρου δε η πρόσληψη αυτής έλαβε χώρα, χωρίς να τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία για την πρόσληψη προσωπικού, είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή υπό τον έλεγχο της ανεξάρτητης αρχής (ΑΣΕΠ) και συνεπώς δεν τελούσε από το ίδιο νομικό καθεστώς με το τακτικό και μόνιμο προσωπικό της εναγομένης. Επομένως το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ορθά δεν εφάρμοσε τις ως άνω επικαλούμενες στον αναιρετικό αυτό λόγο διατάξεις, που δεν ήταν εφαρμοστέες και τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον ως άνω δέκατο λόγο αναίρεσης είναι αβάσιμα. Με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. β' του ΚΠολΔ ορίζεται ότι η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς. Ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται οι γενικές και αφηρημένες αρχές που αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις που έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο είτε για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδίως όταν αυτός περιέχει αόριστες νομικές έννοιες, ήτοι για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών, είτε για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν κατά το άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ. Όμως η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του εδ. β' του αριθ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ιδρύει τον προβλεπόμενο απ' αυτήν αναιρετικό λόγο, μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την ερμηνεία κανόνος δικαίου για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας αυτού, ιδίως όταν ο κανόνας δικαίου περιέχει νομικές έννοιες ή για την υπαγωγή ή όχι στον κανόνα αυτό των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς. Αντίθετα, όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να διαγνώσει αν συντρέχουν ή όχι τα εκάστοτε αποδεικτέα περιστατικά ή για να εκτιμήσει την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων, δεν στοιχειοθετείται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης (ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 1198/2023, 1620/2022, 1285/2021). Για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος αναίρεσης, πρέπει να προσδιορίζονται στο αναιρετήριο: α) τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας που δεν χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα από το δικαστήριο της ουσίας, β) ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου για την ερμηνεία ή εφαρμογή του οποίου έγινε ή δεν έγινε εσφαλμένη χρήση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, γ) η φερόμενη ως εσφαλμένη έννοια που αποδόθηκε από το δικαστήριο της ουσίας στο συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, όπως προκύπτει από τα διδάγματα της κοινής πείρας που εσφαλμένα εφάρμοσε ή δεν εφάρμοσε και δ) η προβαλλόμενη ως ορθή έννοια του ίδιου κανόνα δικαίου, η οποία προκύπτει από τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας που η απόφαση δεν χρησιμοποίησε ή χρησιμοποίησε εσφαλμένα. Διαφορετικά, ο λόγος αναίρεσης είναι αόριστος και απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 1198/2023, 582/2023, 1285/2021). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον ενδέκατο εκ του αριθμού 1β του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια ότι με το να κρίνει ότι αυτή εκπαιδευόταν και μαθήτευε επί τρία (3) και πλέον συνεχόμενα έτη στην εναγόμενη παραβλέποντας άπαντα τα στοιχεία που αφορούν στο εν τοις "πράγμασι" εργασιακό της καθεστώς εξηρτημένης εργασίας, παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής. Ο λόγος αυτός είναι αόριστος και πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως ως απαράδεκτος, αφού δεν επικαλείται η αναιρεσείουσα ποιος κανόνας δικαίου παραβιάστηκε από το Εφετείο με τη μη εφαρμογή των επικαλούμενων διδαγμάτων κοινής πείρας, αλλά και διότι η επικαλούμενη παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας δεν αφορά στην ερμηνεία κανόνων δικαίου αλλά γίνεται για τη διαπίστωση της ύπαρξης ή μη πραγματικών περιστατικών, η οποία, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, δεν θεμελιώνει το λόγο αυτό από το άρθρο 559 αριθ. 1 εδ β ΚΠολΔ. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20.4.2021 με αριθ. καταθ. 2341/281/22.4.2021 αίτηση αναίρεσης της υπ' αριθ. 6069/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Ιουνίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 23 Ιουλίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή