
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 1049 / 2024    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 1049/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Δήμητρα Ζώη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αριστείδη Βαγγελάτο, Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία-Μάριον Δερεχάνη και Βάϊα Ζαρχανή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 19 Μαρτίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Σ. Ε. του Α., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αριστοτέλη Μερεκούλια, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ" και το δ.τ. "ΕΛΓΑ", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) των πληρεξουσίων δικηγόρων Νίκη Αγγελοπούλου και Αναστασία Κουτσαύτη, οι οποίες κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-2-2017 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 967/2018 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 17/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 22-7-2022 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Βάϊα Ζαρχανή. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 22-7-2022 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών 5970/661/2022 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 17/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών. Με την ως άνω απόφαση έγινε δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη η έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου ΝΠΙΔ κατά της 967/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και μετά την εξαφάνιση της απόφασης αυτής, απορρίφθηκε η αγωγή. Η εν λόγω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Στις παραγράφους 1, 7 και 8 του άρθρου 84 της ΥΑ 287//2005 (ΦΕΚ Β 1163/2005) "Έγκριση Κανονισμού Κατάστασης Προσωπικού του ΕΛ.Γ.Α.- Ν.Π.Ι.Δ." με τίτλο "Απόλυση", ορίζονται τα ακόλουθα: "1. Ο τακτικός υπάλληλος του ΕΛ.Γ.Α. απολύεται μόνο: α. όταν του επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης. β. για σωματική ή πνευματική ανικανότητα. γ. για αναίτια υπηρεσιακή ανεπάρκεια. δ. λόγω κατάργησης του Κλάδου, της Υπηρεσίας ή της θέσης στην οποία υπηρετεί. ε. λόγω συνταξιοδότησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου ασφαλιστικού φορέα..... 7. Οι τακτικοί υπάλληλοι συνταξιοδοτούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου ασφαλιστικού φορέα. 8. Ο ΕΛ.Γ.Α. καταβάλλει στους απολυόμενους τακτικούς υπαλλήλους των περιπτώσεων β, γ, δ, ε της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 2112 / 1920 όπως κάθε φορά ισχύουν. Την αυτή επίσης αποζημίωση δικαιούνται και οι καθ` οιονδήποτε τρόπο αποχωρούντες τακτικοί υπάλληλοι από τον ΕΛ.Γ.Α. και συνταξιοδοτούμενοι σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου ασφαλιστικού φορέα." Εξάλλου, ο ν. 2112/1920, που έχει τον τίτλο "περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων", συμπληρώθηκε ως προς τον τρόπο και την έκταση εφαρμογής του [μεταξύ άλλων και] από το ν. 3198/1955, που έχει τον τίτλο "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί καταγγελίας της σχέσεως εργασίας διατάξεων". Ειδικότερα, κατά το άρθρο 8 του Ν. 3198/1955 "Μισθωτοί συνδεόμενοι διά σχέσεως εργασίας αορίστου διαρκείας συμπληρώσαντες δεκαπενταετή υπηρεσίαν παρά τω αυτώ εργοδότη υπό την έννοιαν της παραγράφου 1 του άρθρ. 6 του ν. 2112, ή το υπό του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού προβλεπόμενον όριον ηλικίας, εν ελλείψει δε τοιούτου το (65ον) έτος της ηλικίας των αποχωρούντες της υπηρεσίας, τη συγκαταθέσει του εργοδότου, δικαιούνται του ημίσεος της υπό του Ν. 2112, ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως ή του β.δ. της 16/18 Ιουλίου 1920 οριζομένης αποζημιώσεως διά την περίπτωσιν απροειδοποιήτου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, υπολογιζομένης βάσει των παραγράφων 1 και 2 του άρθρ. 5 του παρόντος. Μισθωτοί εν γένει υπαγόμενοι εις την ασφάλισιν οιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού, δια την χορήγησιν συντάξεως συμπληρώσαντες ή συμπληρούντες τας προς λήψιν πλήρους συντάξεως γήρατος προϋποθέσεις, δύνανται εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτου ν` αποχωρώσι της εργασίας, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου, είτε ν` αποχωρώσιν είτε ν` απομακρύνωνται της εργασίας των παρά του εργοδότου των, λαμβάνοντες εις απάσας τας περιπτώσεις ταύτας οι μεν επικουρικώς ησφαλισμένοι, τα 40%, οι δε μη ησφαλισμένοι επικουρικώς τα 50% της αποζημιώσεως της οποίας δικαιούνται κατά τας εκάστοτε ισχυούσας διατάξεις, δια την περίπτωσιν απροειδοποιήτου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, εκ μέρους του εργοδότου. Δια την κατά τ` ανωτέρω χορηγουμένην, εις τους αποχωρούντας ή απομακρυνομένους μισθωτούς αποζημίωσιν εφαρμόζονται κατά τα λοιπά πάντα τα οριζόμενα υπό των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 του Ν.Δ. 3198/1955 ως και των διατάξεων του Ν. 2112/1920 "περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων" ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, και του Β. Δ/τος της 16/18 Ιουλίου 1920 "περί επεκτάσεως του Ν. 2112 "περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας των ιδιωτικών υπαλλήλων" και επί των εργατών, τεχνιτών και υπηρετών, πλην των διατάξεων των αφορωσών την προειδοποίησιν". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 10/2011, 7/2016, ΑΠ 1591/2023, 341/2021, 1527/2017). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 819/2023). Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον 'Αρειο Πάγο, αποκλειστικά και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 232/2024, ΑΠ 480/2023, ΑΠ 19/2020, 381/2019, 319/2017). Από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, επισκόπηση για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων και της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την από 30-6-2016 αγωγή της η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ισχυρίστηκε και τα εξής: Ότι είχε προσληφθεί από το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο ΝΠΙΔ την 2-3-1995 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και προσέφερε τις υπηρεσίες της ως υπάλληλος γραφείου. Ότι την 1-12-2016 το αναιρεσίβλητο, με πρόσχημα την υποτιθέμενη θεμελίωση πλήρους δικαιώματος συνταξιοδότησης εκ μέρους της, κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της και της κατέβαλε μόνον το 40% της νόμιμης αποζημίωσης, καίτοι η ίδια είχε ενημερώσει τη Διοίκησή του ότι είχε θεμελιώσει δικαίωμα μειωμένης και όχι πλήρους συνταξιοδότησης. Ότι λόγω της μη καταβολής του συνόλου της δικαιούμενης αποζημίωσης, καθώς και του γεγονότος ότι η πρώτη δόση της αποζημίωσης δεν καταβλήθηκε ταυτόχρονα με την καταγγελία, αλλά την 27-12-2016, η εν λόγω καταγγελία ήταν άκυρη. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει αποδοχές υπερημερίας μέχρι τη συζήτηση της αγωγής της, ταυτόχρονα δε να αποδέχεται τις προσφερόμενες υπηρεσίες της με την απειλή χρηματικής ποινής για την περίπτωση μη συμμόρφωσής του, άλλως και επικουρικά να υποχρεωθεί να της καταβάλει το υπόλοιπο ποσό της νόμιμης αποζημίωσης, ύψους 26.240 ευρώ, καθώς και το ποσό των 15.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει ως κατ' ουσίαν βάσιμη την κύρια βάση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον άσκησε την από 28-6-2018 έφεσή του, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Με την ως άνω απόφαση, έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: "Η ενάγουσα προσλήφθηκε από τον εναγόμενο Οργανισμό Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων, που είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, ανήκει εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο.... και υπάγεται στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης .....στις 2.3.1995 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης, ως υπάλληλος γραφείου και δη ΔΕΙ Διοικητικών Γραμματέων, παρέχοντας έκτοτε ανελλιπώς τις υπηρεσίες της. Με την από 10.7.2015 αίτησή της προς τη Διεύθυνση Διοικητικού, Τμήμα Προσωπικού του εναγόμενου, η ενάγουσα επιθυμώντας να συνταξιοδοτηθεί υπέβαλε την παραίτησή της, ορίζοντας ως τελευταία ημέρα εργασίας της την 10.7.2015. Ακολούθως ο Πρόεδρος του εναγόμενου Οργανισμού με το αριθμ. πρωτ. 8012/13.72015 έγγραφό του, ενημέρωσε την ενάγουσα ότι η παραίτησή της από την υπηρεσία θα γίνει αποδεκτή μετά την εξάντληση του υπολοίπου των δέκα ημερών κανονικής αδείας έτους 2014. Περαιτέρω με την υπ' αριθμ. ... απόφαση του Διευθυντή του Υποκαταστήματος ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Αλεξανδρούπολης, κατόπιν αιτήσεως της ενάγουσας περί απονομής σύνταξης γήρατος, απονεμήθηκε σε αυτήν σύνταξη γήρατος μειωμένη με χρόνο έναρξης την 29.6.2015. Ακολούθως με την υπ' αριθμ. ... απόφαση του Προέδρου του εναγομένου Οργανισμού και αφού έλαβε γνώση της ανωτέρω συνταξιοδοτικής απόφασης του ΙΚΑ, λύθηκε η υπαλληλική σχέση της ενάγουσας με τον εναγόμενο Οργανισμό, από 1.12.2016 λόγω συνταξιοδότησης. Περαιτέρω στην ενάγουσα καταβλήθηκε αποζημίωση ύψους 12.462,62 ευρώ, όπως προκύπτει από το σχετικό εκκαθαριστικό σημείωμα του εναγομένου, ίση με τις τακτικές ακαθάριστες αποδοχές του τελευταίου μήνα πριν την αποχώρησή της από την υπηρεσία του εναγομένου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2/1920, όπως τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του Ν. 4093/2012, λαμβανομένου υπόψη ότι στις 12.11.2012 ημερομηνία δημοσίευσης του Ν. 4093/2012 είχε συμπληρώσει 19 έτη υπηρεσίας δικαιούμενη αποζημίωση ίση με τις τακτικές αποδοχές 12 μηνών, η οποία αυξάνεται κατά ένα μηνιαίο μισθό για κάθε επιπλέον έτος υπηρεσίας, σύμφωνα με τον αναφερόμενο στον ανωτέρω ν. 4093/2012 πίνακα. Επομένως, η ενάγουσα η οποία αποχώρησε από την υπηρεσία της στον εναγόμενο Οργανισμό λόγω συνταξιοδότησης και όχι απόλυσης, όπως αβάσιμα υποστηρίζει, δικαιούται το 40% της αποζημίωσης, διότι η λύση της υπαλληλικής της σχέσης οφείλεται σε συνταξιοδότηση και επομένως η καταβαλλόμενη αποζημίωση ανέρχεται ποσό των 12.120 ευρώ, ήτοι 2.020 μισθός X 15 μήνες X 40%. Επομένως η υπό κρίση αγωγή είναι απορριπτέα ως αβάσιμη...." Μ' αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, απορρίπτοντας σιγή την κύρια βάση της αγωγής που αφορούσε ακυρότητα της καταγγελίας λόγω μη καταβολής της προσήκουσας αποζημίωσης, ορθά εφήρμοσε τη διάταξη του άρθρου 5 παρ.3 του ν.3198/1955, αφού δέχθηκε ότι η λύση της σύμβασης εργασίας της αναιρεσείουσας εχώρησε λόγω αποχώρησής της ένεκα συνταξιοδότησης, και επομένως ότι δεν ετύγχαναν εφαρμογής οι διατάξεις που αφορούν στην ακυρότητα της καταγγελίας. Σε σχέση όμως με την επικουρική βάση της αγωγής, εσφαλμένα εφήρμοσε τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 84 τους ΥΑ 287/2005, 8 του ν. 3198/1955 και 3 παρ.1 Ν.2112/1920, υποπίπτοντας στην αναιρετική πλημμέλεια του αρ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όπως βάσιμα προβάλλει η αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία κατά την ανέλεγκτη κρίση της δέχθηκε ότι η αναιρεσείουσα αποχώρησε από την υπηρεσία λόγω συνταξιοδότησής της και όχι λόγω άτακτης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της, δικαιούμενη, συνεπώς, με βάση τον ισχύοντα Κανονισμό του ΕΛΓΑ την αποζημίωση του Ν.2112/1920, όπως ισχύει, ακολούθως, προέβη σε εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 εδ.β του Ν.3198/1955, καίτοι η διάταξη αυτή δεν ήταν εφαρμοστέα, καθ' όσον, κατά τα γενόμενα δεκτά, η αναιρεσείουσα δεν έλαβε πλήρη σύνταξη αλλά μειωμένη. Πρέπει λοιπόν, κατά παραδοχή του λόγου αυτού, που κρίθηκε βάσιμος, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλον δικαστή (άρθρ.580 παρ.3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, που δεν κατέθεσε προτάσεις (άρθρ.176, 183, 191 παρ.1 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθμ.17/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Ιουνίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 23 Ιουλίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ