ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 1129/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 1129/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 1129/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1129 / 2024    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 1129/2024

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο και Βαρβάρα Πάπαρη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Γιαννόπουλο που ανακάλεσε την από 27/10/2023 δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις.

Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Σταυρούλα Θεοδωρακοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22/12/2016 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2773/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4298/2021 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 15/3/2022 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, με αριθμό 4298/2021 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση της αναιρεσείουσας και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και επικυρώθηκε η υπ' αριθ. 2773/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε απορριφθεί η από 20/12/2016 αγωγή της αναιρεσείουσας κατά του αναιρεσιβλήτου, από σύμβαση εγγυήσεως. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι, επομένως, παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). 2. Με τις διατάξεις του ν. 2322/1995 "Παροχή της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου για τη χορήγηση δανείων και πιστώσεων και άλλες διατάξεις", όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο παροχής των επίδικων εγγυήσεων, πριν τα άρθρα 1 έως 12 αυτού καταργηθούν με το άρθρο 106 παρ. 1 του Ν. 4549/2018 (ο οποίος στα άρθρα 91 επ. αυτού θέσπισε αντίστοιχες διατάξεις), ρυθμίστηκαν η διαδικασία, οι προϋποθέσεις και οι όροι χορήγησης δανείων με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. Η εγγύηση παρέχεται με απόφαση του Υπουργού, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (άρθρο 12), άλλως είναι ανυπόστατη (ΟλΝΣΚ 39/2009), εκδίδεται δε μετά από σύμφωνη γνώμη Τριμελούς Διυπουργικής Επιτροπής, που συνιστάται με το άρθρο 5 του νόμου και επικουρείται από την υπό του άρθρου 6 προβλεπομένη Υποεπιτροπή. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1 Ν. 2322/1995(Φ.Ε.Κ. Α'143/12-7-1995), περί "παροχής της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου για τη χορήγηση δανείων και πιστώσεων και άλλων διατάξεων", ορίσθηκαν τα ακόλουθα: "1. Επιτρέπεται στον Υπουργό Οικονομικών να παρέχει με απόφασή του, που εκδίδεται μετά από σύμφωνη γνώμη, τριμελούς Διυπουργικής Επιτροπής που συνιστάται με τις διατάξεις του άρθρου 5 του παρόντος νόμου, την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου σε ημεδαπές ή αλλοδαπές τράπεζες, ημεδαπούς ή αλλοδαπούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς ή οίκους, ημεδαπούς ή αλλοδαπούς τεχνικούς οίκους, ημεδαπές ή αλλοδαπές εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης και εταιρίες γενικά, στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και Οργανισμούς Δημοσίου Δικαίου, καθώς και σε ξένες Κυβερνήσεις: α. Για την κάλυψη δανείων, εγγυητικών επιστολών και πιστώσεων που χορηγούν προς: αα. Ημεδαπά πιστωτικά ιδρύματα, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, Ν.Π.Δ.Δ., Κρατικά Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, Δημόσιες Επιχειρήσεις γενικά, Ασφαλιστικούς Οργανισμούς και Ταμεία, Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Ανώνυμες Εταιρίες, ββ. Ομάδες φυσικών προσώπων ή βιώσιμων ιδιωτικών επιχειρήσεων και επαγγελματιών, για την προώθηση τη οικονομικής ανάπτυξης περιοχών στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση, καθώς και για την προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων κλάδων και δραστηριοτήτων, γγ. Ιδιώτες, επαγγελματίες, επιχειρήσεις και Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου και Ιδιωτικού Δικαίου που έχουν πληγεί από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα ή σοβαρές οικονομικές διαταραχές προς αποκατάσταση των ζημιών τους και τη συνέχιση της δραστηριότητάς τους 2. Επιτρέπεται στον Υπουργό Οικονομικών να παρέχει με απόφασή του, που εκδίδεται μετά από σύμφωνη γνώμη της Διυπουργικής, Επιτροπής του άρθρου 5 του παρόντος νόμου, την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου: α. Προς ημεδαπές τράπεζες ή αλλοδαπές τραπεζικές εταιρίες, που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα για τις πιστώσεις που χορηγούν στα πλαίσια των διευκολύνσεων που παρέχει η Ελλάδα σε άλλες χώρες, εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τις εξαγωγές ελληνικών προϊόντων ή υπηρεσιών, β. Για κάλυψη ομολογιακών δανείων, που εκδίδονται στην ημεδαπή ή αλλοδαπή, από Ν.Π.Δ.Δ., Κρατικά, Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, Δημόσιες Επιχειρήσεις γενικά, Ασφαλιστικούς Οργανισμούς και Ταμεία και Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. 6. Τα δάνεια χορηγούνται στους φορείς των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου από τράπεζες, πιστωτικά ιδρύματα και κοινοπραξία τραπεζών. Η διαδικασία επιλογής δανείστριας τράπεζας ή πιστωτικού ιδρύματος, ο ελάχιστος αριθμός τραπεζών που είναι απαραίτητος για την υποβολή προσφορών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. 7. Σε περίπτωση κατάπτωσης των εγγυήσεων εξετάζονται από το Ελληνικό Δημόσιο (Υπουργείο Οικονομικών), που ως εγγυητής εξυπηρετεί πλέον τα δάνεια, οι λόγοι και οι ενδεχόμενες παραλείψεις που συνετέλεσαν στην αδυναμία κανονικής εξόφλησης του δανείου από τους υπόχρεους φορείς. Το Υπουργείο Οικονομικών δύναται να θέσει σε ειδικό καθεστώς διαχείρισης τα πάσης φύσεως έσοδα και τις δαπάνες των φορέων και να επιβάλλει περιορισμούς στη διαχείριση της περιουσίας των φορέων αυτών, προς το σκοπό συνέχισης αποπληρωμής των δανείων από τους ίδιους και εξόφλησης των όσων έχει καταβάλει το Ελληνικό Δημόσιο. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τίθενται σε ειδικό καθεστώς, διαχείρισης φορείς του προηγούμενου εδαφίου και ρυθμίζονται κατά περίπτωση όλες οι σχετικές με την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου αναγκαίες λεπτομέρειες. 8. α. Συνιστάται στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, Συμβούλιο Διαχείρισης και Αξιολόγησης, της εγγυητικής ευθύνης του Ελληνικού Δημοσίου. Το Συμβούλιο εισηγείται στον Υπουργό Οικονομικών ή στα όργανα, προς τα οποία έχει μεταβιβασθεί η αρμοδιότητα παροχής της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου, για: ϊ) την παροχή της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου, στο πλαίσιο υφιστάμενου καθεστώτος εγγύησης, σε επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα των υποπεριπτώσεων ββ' και γγ' της περίπτωσης α', της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εξετάζοντας τη συνδρομή των προϋποθέσεων που τάσσονται από την υπουργική απόφαση που θεσπίζει το καθεστώς ενίσχυσης, ίί) την τροποποίηση των όρων και των προϋποθέσεων, υπό τους οποίους παρασχέθηκε η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, στο πλαίσιο θεσπισμένου καθεστώτος ενίσχυσης υπό τη μορφή κρατικής εγγύησης, των υποπεριπτώσεων ββ' και γγ' της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ύστερα από αίτημα του φορέα υπέρ του οποίου χορηγήθηκε η εγγύηση ή του πιστωτικού ιδρύματος έναντι του οποίου παρασχέθηκε αυτή γ. Η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, παρέχεται στο πλαίσιο υφιστάμενου καθεστώτος κρατικής ενίσχυσης υπό τη μορφή εγγύησης, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ύστερα από εισήγηση του Συμβουλίου Διαχείρισης και Αξιολόγησης της εγγυητικής ευθύνης του Ελληνικού Δημοσίου". Επίσης, με το άρθρο 8 παρ. 4 Ν. 2322/1995 ορίσθηκε ότι: "4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται ο τρόπος υπολογισμού της προμήθειας, η διαδικασία είσπραξης από τα πιστωτικά ιδρύματα και άλλους φορείς, απόδοσης των σχετικών ποσών στο Δημόσιο και βεβαίωσης ως εσόδου του Ελληνικού Δημοσίου των ποσών που δεν εισπράττονται, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια". Τέλος, με το άρθρο 11 Ν. 2322/1995, προβλέφθηκαν τα εξής: "1. Το Ελληνικό Δημόσιο, ως εγγυητής, προβαίνει σε εξόφληση των υποχρεώσεών του που απορρέουν από την κατάπτωση των εγγυήσεων που έχει παράσχει μετά από προηγούμενη βεβαίωση, ως εσόδων του, των σχετικών ποσών στις αρμόδιες Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και με βάση τα δικαιολογητικά που καθιστούν δυνατή τη βεβαίωση και την πλήρη υποκατάστασή του στα δικαιώματα του πιστωτικού ιδρύματος ή άλλου φορέα που χορήγησε το δάνειο, την εγγυητική επιστολή ή την πίστωση γενικά, τόσο κατά των πρωτοφειλετών όσο και κατά των εγγυητών και λοιπών συνυπόχρεων. 2. Οι ασφάλειες που χορηγούνται από τους πρωτοφειλέτες, τους εγγυητές και άλλους συνυπόχρεους στο όνομα των πιστωτικών ιδρυμάτων και των λοιπών φορέων για την εξασφάλιση των δανείων, εγγυητικών επιστολών ή πιστώσεων, λειτουργούν υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου από τη βεβαίωση και μόνο ως εσόδων του, των εγγυημένων ανεξόφλητων οφειλών. 3. Οι ασφάλειες αυτές, σε περιπτώσεις βεβαίωσης στις Δ.Ο.Υ. τμήματος των ανεξόφλητων απαιτήσεων των τραπεζών, λειτουργούν υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου αναλογικά κατά τη σχέση του ποσού των βεβαιωμένων οφειλών χωρίς προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, προς το συνολικό ποσό ανεξόφλητων οφειλών (βεβαιωμένων και μη). 4. Αν από υπαιτιότητα του δανειστή ή πιστωτή δεν συνέτρεχαν ή εκ των υστέρων εξέλειπαν οι προϋποθέσεις χορήγησης της εγγύησης, το Δημόσιο ελευθερώνεται και τυχόν εντολές πληρωμής, λόγω κατάπτωσης της εγγύησης, ανακαλούνται και εκπίπτονται από τις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες όπου έχουν βεβαιωθεί τα αντίστοιχα ποσά με μέριμνα της Δ/νσης Κίνησης Κεφαλαίων, Εγγυήσεων, Δανείων - και Αξιών - (Γ.Λ.Κ.-Δ25). 5. Τα αναγκαία, δικαιολογητικά, που καθιστούν δυνατή τη βεβαίωση και την πλήρη υποκατάσταση του Δημοσίου στα δικαιώματα των τραπεζών, ο χρόνος και ο τρόπος βεβαίωσης, οι περιπτώσεις έκπτωσης από την αρμόδια Δ/νση του Υπουργείου Οικονομικών (Γ.Α.Κ.-Δ25), βεβαιωμένων ήδη οφειλών και κάθε άλλο σχετικό θέμα, καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών". Ακολούθως, κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 11 παρ. 5 του ως άνω ν. 2322/1995 και του ν. 2362/1995 "Περί Δημόσιου Λογιστικού", εκδόθηκαν, μεταξύ άλλων και οι Υ.Α. ΥπΟικ 15075/β/657/5.4.2006 (ΦΕΚ Β', 447) και 2/18872/0025/19.4.2006 (ΦΕΚ Β', 579). Με την ΥΑ ΥπΟικ 15075/β/657/5.4.2006 ορίσθηκαν μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: "1. Το σύνολο των υφισταμένων μέχρι 30.6.2006 ληξιπρόθεσμων και μη οφειλών από δάνεια για πάγιες εγκαταστάσεις και κεφάλαια κίνησης των βιοτεχνικών, βιομηχανικών, μεταλλευτικών, κτηνοτροφικών επιχειρήσεων βιομηχανικού τύπου, ξενοδοχειακών, αλιευτικών και ναυτιλιακών επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες και λειτουργούν, ανεξάρτητα από την έδρα της επιχείρησης, στο Νομό Καβάλας ρυθμίζονται σε ένα νέο δάνειο, συμπεριλαμβανομένων και των τόκων του πρώτου εξαμήνου του 2006, το οποίο θα εξοφληθεί σε ίσες εξαμηνιαίες χρεολυτικές ή τοκοχρεολυτικές δόσεις, με την πρώτη καταβλητέα δόση την 31.12.2006 και τελευταία την 31.12.2016. 2. Ως επιτόκιο ρύθμισης των οφειλών, ορίζεται το εκάστοτε επιτόκιο των εντόκων γραμματίων Ελληνικού Δημοσίου (Ε.Γ.Ε.Δ.) δωδεκάμηνης διάρκειας της τελευταίας έκδοσης πριν από την έναρξη της περιόδου εκτοκισμού, προσαυξημένο κατά 70% πλέον εισφοράς του ν. 128/1975. Το ανωτέρω επιτόκιο θα επιδοτείται κατά 50% από 1.7.2006 έως 31.12.2009, με την προϋπόθεση ότι οι επιχειρήσεις θα έχουν καταβάλει προηγουμένως το ποσό των τόκων που αντιστοιχεί στη δική τους συμμετοχή. Το ποσοστό της επιδότησης στρογγυλοποιείται στο πλησιέστερο τέταρτο της μονάδας. 3. Σε περίπτωση μη καταβολής δύο συνεχόμενων δόσεων με τους αναλογούντες τόκους ή δύο τοκοχρεολυτικών δόσεων που προκύπτουν από την ανωτέρω ρύθμιση καθίσταται ολόκληρο το ποσό των ρυθμιζόμενων οφειλών ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. 4. Τίθεται προθεσμία υποβολής αιτήσεων των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων προς τα πιστωτικά ιδρύματα μέχρι 31.7.2006. 5. Για την παρούσα ρύθμιση θα παρασχεθεί η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2322/1995. 6. Προϋποθέσεις για την υπαγωγή των επιχειρήσεων στη ρύθμιση: α) Οι επιχειρήσεις πρέπει να είναι βιώσιμες. Μελέτη βιωσιμότητας θα προσκομίζεται στην Τράπεζα όπου η επιχείρηση έχει τις περισσότερες οφειλές, η οποία και θα αξιολογεί τη μελέτη, β) Οι επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν υπαχθεί στις ρυθμίσεις του άρθρου 39 του ν. 3259/2004 δεν δύνανται να υπαχθούν στην παρούσα ρύθμιση, γ) Οι επιχειρήσεις υποχρεούνται να διατηρήσουν τον ήδη υπάρχοντα αριθμό εργαζομένων σε αυτές. Το βάρος της απόδειξης της διατήρησης των θέσεων εργασίας, είναι υποχρέωση των επιχειρήσεων. 7. Κάλυψη της δαπάνης. Η δαπάνη που προκαλείται από την παρούσα απόφαση, το ύψος της οποίας δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί, θα βαρύνει το λογαριασμό του ν. 128/1975". Εξάλλου, με την Υ.Α. 2/18872/0025/19.4.2006, ορίσθηκαν τα ακόλουθα: "Παρέχεται η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου για τη ρύθμιση των μέχρι 30.6.2006 ληξιπρόθεσμων και μη οφειλών που προέρχονται από δάνεια που έχουν χορηγηθεί για πάγιες εγκαταστάσεις και κεφάλαια κίνησης σε βιοτεχνικές, βιομηχανικές, μεταλλευτικές, κτηνοτροφικές επιχειρήσεις βιομηχανικού τύπου, ξενοδοχειακές, αλιευτικές και ναυτιλιακές επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες και λειτουργούν, ανεξάρτητα από την έδρα της επιχείρησης, στο Νομό Καβάλας σε ένα νέο δάνειο, συμπεριλαμβανομένων και των τόκων του πρώτου εξαμήνου 2006, το οποίο θα εξοφληθεί σε ίσες εξαμηνιαίες χρεολυτικές ή τοκοχρεολυτικές δόσεις, με πρώτη καταβλητέα δόση την 31.12.2006 και τελευταία την 31.12.2016. Επιτόκιο ρύθμισης των οφειλών, ορίστηκε το εκάστοτε επιτόκιο των εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου (Ε.Γ.Ε.Δ.) δωδεκάμηνης διάρκειας της τελευταίας έκδοσης (το επιτόκιο των Ε.Γ.Ε.Δ. είναι κυμαινόμενο - 2,68 % η τελευταία έκδοση) πριν από την έναρξη της περιόδου εκτοκισμού, προσαυξημένου κατά 70% πλέον εισφοράς του ν. 128/1975 (0,60 %). Σε περίπτωση μη καταβολής δύο συνεχόμενων δόσεων με τους αναλογούντες τόκους ή δύο τοκοχρεολυτικών δόσεων που προκύπτουν από την ανωτέρω ρύθμιση θα καθίσταται ολόκληρο το ποσό των ρυθμιζόμενων οφειλών ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Οι όροι και οι προϋποθέσεις νια την παροχή της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου είναι οι ακόλουθοι: Η σύνταξη μελέτης βιωσιμότητας από την εταιρεία, στην οποία θα περιλαμβάνονται: α) οι συνολικές υποχρεώσεις της εταιρείας, όπως αυτές θα διαμορφωθούν μετά τη ρύθμιση των οφειλών προς το πιστωτικό σύστημα, τους προμηθευτές της, τα ασφαλιστικά ταμεία, το Δημόσιο και την αγορά γενικότερα, καθώς και οι συμφωνίες - ρυθμίσεις αποπληρωμής των υποχρεώσεων αυτών. Ειδικότερα για τις οφειλές της εταιρίας προς τράπεζες που έχουν υπαχθεί στη ρύθμιση του άρθρου 39 του ν. 3259/2004, οι οποίες δεν υπάγονται στην παρούσα ρύθμιση, θα πρέπει να διευκρινίζεται με σαφήνεια ο τρόπος και ο χρόνος αποπληρωμής τους (π. χ. μακροπρόθεσμη ρύθμισή τους με πρωτοβουλία της τράπεζας η οποία έχει την υπαγόμενη στο άρθρο 39 του ν. 3259/2004 απαίτηση, η τυχόν αναχρηματοδότησή τους και τυχόν περαιτέρω διαγραφές ποσών από τις οφειλές αυτές), ούτως ώστε η ύπαρξη των οφειλών αυτών να μην ανατρέπει τη βιωσιμότητα της εταιρείας και να μην επηρεάζει αρνητικά την λειτουργία της. β) Το ταμειακό πρόγραμμα της εταιρείας για μια τριετία, γ) Οι προβλέψεις εσόδων και κερδών της για μία τριετία, δ) Τα κεφάλαια κίνησης που θα απαιτηθούν για την λειτουργία της και τις πηγές άντλησής τους, ε) Οι υφιστάμενες εξασφαλίσεις, οι τυχόν προτεινόμενες αναδιαρθρώσεις των υφιστάμενων εξασφαλίσεων που καλύπτουν τις ρυθμιζόμενες οφειλές, καθώς και οι νέες προτεινόμενες εμπράγματες εξασφαλίσεις για τις ρυθμιζόμενες οφειλές. Η μελέτη βιωσιμότητας, η οποία δύναται να περιλαμβάνει και σχέδιο επιχειρηματικής εξυγίανσης μέσω της υπαγωγής της εταιρείας σε συμφωνία πιστωτών του άρθρου 44 του ν. 1892/1990, υποβάλλεται προς τη Δ25/Τμ. Δ', όπου και αξιολογείται πριν την τελική έγκριση για την παροχή της εγγύησης με βάση τα προβλεπόμενα από την εθνική και κοινοτική νομοθεσία (Άρθρο 87 και 88 της συνθήκης των Ε.Κ.) σε συνδυασμό με τις υφιστάμενες και τις προτεινόμενες εξασφαλίσεις. Μαζί με την αξιολόγηση της μελέτης βιωσιμότητας θα εγκρίνεται και το σχέδιο επιχειρηματικής εξυγίανσης περιλαμβανομένων της αναδιάρθρωσης των οφειλών της εταιρίας προς τα Πιστωτικά Ιδρύματα, της αναδιάρθρωσης των υφισταμένων εξασφαλίσεων και της λήψης νέων εξασφαλίσεων. Η 25η Δνση/Τμ. Δ' δύναται να παρέχει συμπληρωματικά την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, σε αυτή την περίπτωση χωρίς επιδότηση επιτοκίου, τόσο για τις οφειλές που υπήχθησαν στις διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 3259/2004, καθώς και για τα τυχόν νέα κεφάλαια κίνησης που θα απαιτηθούν σε ποσοστό μικρότερο ή ίσο του 80% των κεφαλαίων αυτών και με την απαραίτητη προϋπόθεση τη λήψη επαρκών εμπραγμάτων εξασφαλίσεων. Σε κάθε περίπτωση το ύψος της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου δεν δύναται να υπερβαίνει το σύνολο των υφιστάμενων μέχρι 30. 6. 2006 ληξιπρόθεσμων και μη οφειλών από δάνεια για πάγιες εγκαταστάσεις και κεφάλαια κίνησης προς πιστωτικά ιδρύματα και το 80% των συνολικών εγγυημένων από το Ελληνικό Δημόσιο, κατά τα ανωτέρω, οφειλών των εταιρειών προς αυτά. Τελευταία ημερομηνία υποβολής αιτήσεων θα είναι η 31.12.2006. Σε περίπτωση που οι πρωτοφειλέτες δεν εξοφλήσουν δύο ολόκληρες τοκοχρεολυτικές δόσεις, και μέσα ένα τρίμηνο από τη λήξη της δεύτερης ανεξόφλητης δόσης οι Τράπεζες, προκειμένου να εξοφληθούν από το Δημόσιο, οι εγγυημένες απαιτήσεις τους, θα πρέπει να υποβάλουν τα δικαιολογητικά που ορίζονται στην υπ' αριθμ. 2/478/0025/4.1.2006 ΦΕΚ 16/Τ.Β713.1.2006) απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Οι προαναφερόμενες Τράπεζες πρέπει να επιδιώκουν μέσα στον ανωτέρω οριζόμενο χρόνο των τριών (3) μηνών για τον οποίο το Δημόσιο καλύπτει με την εγγύησή του τους τόκους υπερημερίας, την είσπραξη από τους πρωτοφειλέτες των ληξιπρόθεσμων εγγυημένων από το Δημόσιο δόσεων με την ίδια επιμέλεια που δείχνουν και για τα δάνεια που χορηγούν χωρίς την εγγύηση του Δημοσίου. Το Ελληνικό Δημόσιο, ως εγγυητής, αναλαμβάνει την υποχρέωση εξόφλησης των εγγυημένων απαιτήσεων των Τραπεζών, που θα περιλαμβάνουν το ανεξόφλητο εγγυημένο ποσό κεφαλαίου, τους ανεξόφλητους τόκους (συμβατικούς και υπερημερίας μέχρι ενός τριμήνου) και τέλος, τα έξοδα επίδοσης της αναγγελίας κλεισίματος λογαριασμού". Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, η προαναφερόμενη εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου διέπεται, καταρχήν, από τις ειδικές ρυθμίσεις του Ν. 2322/1995, σε συνδυασμό με τις υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 1 αυτού και ρυθμίζουν τους όρους και προϋποθέσεις που πρέπει να τηρηθούν, ενώ οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα, που διέπουν την εγγύηση (άρθρα 847 επ. του ΑΚ), εφαρμόζονται συμπληρωματικά, εφόσον αυτό δεν αποκλείεται από τις ειδικές ρυθμίσεις του Ν. 2322/1995 και των συναφών υπουργικών αποφάσεων (ΑΠ 797/2023, ΑΠ 1903/2022), με την παροχή δε της εν λόγω εγγυήσεως γεννάται παρεπόμενη ενοχή αποτελούσα ιδιωτικού δικαίου διαφορά. Ειδικότερα, οι υπουργικές αποφάσεις χορήγησης της εγγύησης του Δημοσίου αποτελούν το αντίστοιχο της δήλωσης παροχής εγγύησης, που θα απαιτούνταν στην περίπτωση ιδιώτη εγγυητή, από δε τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως των υπουργικών αποφάσεων που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 1 του ν. 2322/1995, ήδη παρέχεται η εγγύηση του Δημοσίου προς όλες τις επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης υπουργικής απόφασης. Επιπροσθέτως, με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 4 του ν. 2322/1995 προβλέπεται η ελευθέρωση του Δημοσίου από την εγγύησή του, όταν από υπαιτιότητα του δανειστή ή πιστωτή δεν συνέτρεξαν ή εκ των υστέρων εξέλειψαν οι προϋποθέσεις χορήγησης της εγγύησης. Όμοιου περιεχομένου είναι η διάταξη του άρθρου 126 παρ. 4 του ν. 4270/2014 (δημόσιο λογιστικό, ΦΕΚ Α 143/28-6-2014), όπου προβλέπεται ότι, εάν η εγγύηση δεν χορηγήθηκε έγκυρα λόγω πταίσματος του δανειστή ή πιστωτή, το Δημόσιο ελευθερώνεται και τυχόν εντολές πληρωμής, λόγω κατάπτωσης της εγγύησης, ανακαλούνται και εκπίπτουν από τις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, όπου έχουν βεβαιωθεί τα αντίστοιχα ποσά, με μέριμνα της αρμόδιας Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Η προρρηθείσα διάταξη του άρθρου 126 παρ. 4 του ν. 4270/2014 επαναλαμβάνει τη ρύθμιση του ήδη καταργηθέντος άρθρου 65 παρ. 4 του ν. 2362/1995. Με τη συνδρομή των προϋποθέσεων της διάταξης του άρθρου 11 παρ. 4 του ν. 2322/1995, το Δημόσιο ελευθερώνεται από την εγγύηση. Η διαπίστωση της μη τήρησης των όρων γίνεται από την 25η Δ/νση Κίνησης Κεφαλαίων, Εγγυήσεων, Δανείων και Αξιών του Υπουργείου Οικονομικών, που είναι αρμόδια κατά την παρ. 5 του Ν. 2322/1995 για τη βεβαίωση της πλήρωσης των όρων αυτών και την επακόλουθη πλήρη υποκατάσταση του Ελληνικού Δημοσίου στα έναντι του οφειλέτη δικαιώματα του πιστωτικού ιδρύματος (ΑΠ 797/2023, ΑΠ 1903/2022). Αντιθέτως, σε περίπτωση υποβολής από τη δανείστρια τράπεζα, μετά τη συνδρομή των προϋποθέσεων κατάπτωσης της εγγύησης, ελλιπών δικαιολογητικών, για τη βεβαίωση υπέρ του Δημοσίου του ποσού αυτού για το οποίο αυτό έχει εγγυηθεί, το Δημόσιο δεν ελευθερώνεται, αλλά απλώς η αρμόδια υπηρεσία υποχρεούται να ζητήσει συμπληρωματικά στοιχεία από τη δανείστρια Τράπεζα. Εξάλλου, υπό το καθεστώς του ν. 2322/1995, η ειδική ρύθμιση του άρθρου 11 παρ. 4 του ν. 2322/1995 και του όμοιου άρθρου 65 παρ. 4 του ν. 2362/1995 (το οποίο ήδη αντικαταστάθηκε με το όμοιου περιεχομένου άρθρο 126 παρ. 4 του ν. 4270/2014), σε συνδυασμό με το γεγονός ότι με την εγγύηση του Δημοσίου ωθείται η ανάπτυξη και με τον τρόπο αυτό υπηρετείται το δημόσιο συμφέρον, δεν αφήνει πεδίο εφαρμογής των ενστάσεων του Αστικού Κώδικα για την ελευθέρωση του εγγυητή. Οι προαναφερθείσες ειδικές διατάξεις εισάγουν περιορισμό στη δυνατότητα του Δημοσίου να ελευθερωθεί από την εγγύηση που χορηγήθηκε (ΑΠ 1254/2023). Κατ' ακολουθίαν, μετά την υπογραφή των δανειακών συμβάσεων, υπό τις προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 11 παρ. 4 του ν. 2322/1995, είναι πιθανή η ελευθέρωση του Δημοσίου, εάν από υπαιτιότητα της δανείστριας τράπεζας εκ των υστέρων, μέχρι την υποκατάσταση του Δημοσίου στα δικαιώματα της δανείστριας τράπεζας, εξέλιπαν οι προϋποθέσεις χορήγησης της εγγύησής του. Εάν, όμως, προκύπτει υπαιτιότητα της δανείστριας τράπεζας, που αφορά σε άλλη υπαίτια πράξη ή παράλειψη, η οποία εκδηλώθηκε, μετά τη συνδρομή των προϋποθέσεων κατάπτωσης της εγγύησης του Δημοσίου και πριν από την υποβολή αιτήματος κατάπτωσης εκ μέρους της δανείστριας τράπεζας, το Δημόσιο δεν ελευθερώνεται από την εγγύηση, καθώς δεν προκύπτει πεδίο εφαρμογής ούτε της διάταξης του άρθρου 11 παρ. 4 του ν. 2322/1995, αλλά ούτε και της διάταξης του άρθρου 862 του ΑΚ. Περαιτέρω, εφόσον δεν αποκλείεται από τις ειδικότερες διατάξεις του ν. 2322/1995, το Δημόσιο, ως εγγυητής και στο πλαίσιο των τραπεζικών χρηματοδοτήσεων των επιχειρήσεων, μπορεί να προβάλει την ένσταση διζήσεως, εκτός αν προβλέπεται άλλως στην υπουργική απόφαση χορήγησης της εγγύησης ή αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εχώρησε νόμιμη παραίτησή του από την ένσταση αυτή. Πρόκειται περί γνήσιας αναβλητικής ένστασης, η οποία έχει ως συνέπεια την προσωρινή απόρριψη της αγωγής, εφόσον ο δανειστής είναι υποχρεωμένος να επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση κατά του πρωτοφειλέτη, μετά το ατελέσφορο της οποίας δύναται να ασκήσει νέα αγωγή με βάση τις διατάξεις του άρθρου 855 ΑΚ και των άρθρων 321, 322 παρ. 1, 324, 328, 330 και 331 ΚΠολΔ κατά του εγγυητή (και όχι να επαναφέρει προς συζήτηση την πρώτη που έχει απορριφθεί προσωρινά). Ειδικότερα, κατά μεν το άρθρο 855 του ΑΚ "Ο εγγυητής έχει δικαίωμα να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής, ωσότου ο δανειστής επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτη και αυτή αποβεί άκαρπη (ένσταση διζήσεως)", κατά δε το άρθρο 856 του ΑΚ "Σε περίπτωση εγγύησης που δόθηκε για χρηματική οφειλή, η αναγκαστική εκτέλεση που αναφέρεται στο προηγούμενο άρθρο πρέπει να επιχειρηθεί στα κινητά πράγματα του πρωτοφειλέτη που βρίσκονται στον τόπο της κατοικίας ή της διαμονής του. Αν ο δανειστής έχει δικαίωμα ενεχύρου ή επίσχεσης σε κινητά πράγματα του πρωτοφειλέτη, πρέπει να επιχειρήσει εκτέλεση και σ` αυτά". Κατά την διάταξη δε του άρθρου 857 παρ. 4 του ΑΚ , εφ` όσον δεν υπάρχουν κινητά πράγματα, επί των οποίων να μπορεί ο δανειστής να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση και επομένως η αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτη θα απέβαινε άκαρπη, ο εγγυητής δεν έχει την ένσταση της διζήσεως (ΑΠ 205/2020). Ο δανειστής, επομένως, στην περίπτωση εγγύησης που δόθηκε για χρηματική οφειλή, δεν έχει υποχρέωση να αναζητήσει άλλα, περιουσιακά στοιχεία του πρωτοφειλέτη και να επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση σε αυτά. Ο νόμος απαιτεί την επιχείρηση αναγκαστικής εκτελέσεως ατελέσφορη. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο δανειστής πρέπει οπωσδήποτε να επιχειρήσει ατελέσφορη αναγκαστική εκτέλεση, διότι το άρθρο 857 αριθ. 4 ΑΚ ρητώς ορίζει ότι αποκλείεται η προβολή της ένστασης διζήσεως εάν είναι προφανές ότι θα απέβαινε άκαρπη η αναγκαστική εκτέλεση κατά του πρωτοφειλέτη. Εξετάζεται, δηλαδή, το άκαρπο εκείνης μόνο της αναγκαστικής εκτελέσεως που επιχειρείται στα κινητά πράγματα του πρωτοφειλέτη που βρίσκονται στον τόπο της κατοικίας ή της διαμονής του ή σε άλλα κινητά πράγματα του πρωτοφειλέτη στα οποία ο δανειστής έχει δικαίωμα ενεχύρου ή επισχέσεως (ΑΠ 463/1994). Το ενδεχόμενο η εκτέλεση να αποβεί άκαρπη εκτιμάται από το Δικαστήριο με βάση τις εκάστοτε περιστάσεις, από τις οποίες πρέπει, όμως, το ενδεχόμενο αυτό να συνάγεται κατά τρόπο προφανή. Περιπτώσεις εφαρμογής της ρύθμισης του άρθρου 857 αρ. 4 ΑΚ συνιστούν η πλήρης έλλειψη περιουσίας από τον πρωτοφειλέτη, η πραγματική ή νομική αδυναμία να επιχειρηθεί αναγκαστική εκτέλεση, η επιχείρηση άκαρπης εκτέλεσης σε βάρος του πρωτοφειλέτη από άλλους δανειστές του ή από τον ίδιο δανειστή για άλλη απαίτησή του. Άκαρπη θεωρείται η εκτέλεση και στην περίπτωση που ασήμαντο μόνο μέρος της απαίτησης θα μπορούσε να ικανοποιηθεί με αυτή. Περιεχόμενο της ένστασης, του άρθρου 855 του ΑΚ, είναι η διατύπωση άρνησης για εκπλήρωση της υποχρέωσης που απορρέει από την εγγύηση, ωσότου ο δανειστής επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του ίδιου του πρωτοφειλέτη και ωσότου αυτή αποβεί άκαρπη. Προκειμένου να αποκρούσει την ένσταση, ο δανειστής έχει το βάρος να επικαλεσθεί και να αποδείξει με αντένσταση ότι επιχείρησε αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτη με οποιοδήποτε τρόπο και με βάση οποιασδήποτε μορφής εκτελεστό τίτλο, καθώς και ότι η επιχειρηθείσα εκτέλεση απέβη άκαρπη. Ειδικότερα, σε περίπτωση εγγύησης που δόθηκε για χρηματική οφειλή, ο δανειστής κατά τη διάταξη του άρθρου 856 του ΑΚ, επιβάλλεται αλλά και αρκεί να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι έχει επιχειρήσει προηγουμένως άκαρπη αναγκαστική εκτέλεση στα κινητά πράγματα που ανήκουν στον πρωτοφειλέτη και βρίσκονται στον τόπο της κατοικίας του ή της διαμονής του τελευταίου. Η απόδειξη μάλιστα θα γίνει, είτε με έκθεση του δικαστικού επιμελητή, στην οποία θα βεβαιώνεται ότι δεν βρέθηκε για κατάσχεση ούτε κινητή ούτε ακίνητη περιουσία, είτε με τον πίνακα κατάταξης από τον οποίο θα προκύπτει ότι το πλειστηρίασμα δεν είναι αρκετό για να ικανοποιηθεί ο δανειστής (που όμως τουλάχιστον αναγγέλθηκε). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη εφαρμογή (Ολ. ΑΠ 7/2006, Ολ. ΑΠ 4/2005). Προκειμένου να ιδρυθεί ο λόγος αυτός, πρέπει η παράβαση του δικαστηρίου της ουσίας να αφορά κανόνα ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή κανόνα που ρυθμίζει τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση των δικαιωμάτων και τη γένεση των υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις, χωρίς να ενδιαφέρει σε ποίο επίπεδο εντάσσεται ο κανόνας από άποψη ιεραρχίας των πηγών του δικαίου (ΑΠ 637/2017, ΑΠ 159/2004). Η υπουργική απόφαση, κανονιστικού περιεχομένου (ΑΠ 637/2017, ΑΠ 850/2004, ΑΠ 825/2004, ΑΠ 1605/1995), η οποία, για τη ρύθμιση των θεμάτων της, εκδίδεται επιτρεπτά στο πλαίσιο νομοθετικής εξουσιοδότησης, που παρασχέθηκε νόμιμα, αποτελεί, υπό την προϋπόθεση δημοσίευσής της στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ελέγχεται μέσω του άρθρου 559 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, όταν εσφαλμένα εφαρμόστηκε (ΑΠ 1903/2022, 1352/2022). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της απόφασης, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόστηκε (ΟλΑΠ 6/2006, ΟλΑΠ 26/2004). 3. Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, κατ' ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως α) την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 855 του ΑΚ, με το να δεχθεί την ένσταση διζήσεως που προέβαλε στο δικαστήριο της ουσίας το αναιρεσίβλητο και να απορρίψει την ένδικη αγωγή, ενώ δεν ήταν αυτή εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση και β) τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1, 8, 11 Ν. 2322/1995, άρθρου μόνου της ΥΑ ΥπΟικ ...2006 και άρθρου μόνου της ΥΑ ΥπΟικ 15075/657/5-4-2006 με τη μη εφαρμογή τους, ενώ ήταν εφαρμοστέες. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, οι περί εγγυήσεως διατάξεις των άρθρων 847 επ. ΑΚ εφαρμόζονται συμπληρωματικά και επί εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου, στις δε υπ' αριθμ. ...2006 και 15075/β/657/5-4-2006 αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, με τις οποίες δόθηκε η δυνατότητα ρυθμίσεως των υφισταμένων μέχρι τις 30-6-2006 ληξιπρόθεσμων και μη οφειλών της επιχειρήσεως της πρωτοφειλέτριας, γίνεται αναφορά στους όρους της ρυθμίσεως στους οποίους περιλαμβάνεται και η μη παραίτηση του αναιρεσιβλήτου από την ένσταση διζήσεως. Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, συνιστάμενες στο ότι το Εφετείο, παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 857 αρ. 4 του ΑΚ, απορρίπτοντας ως ουσιαστικά αβάσιμη τη σχετική αντένσταση που προέβαλε στο δικαστήριο της ουσίας η αναιρεσείουσα, προς απόκρουση της ένστασης διζήσεως που προέβαλε το αναιρεσίβλητο, δεχόμενο εσφαλμένα και με ανεπαρκείς αιτιολογίες ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε ότι ήταν φανερό πως η αναγκαστική εκτέλεση εναντίον της πρωτοφειλέτριας θα απέβαινε άκαρπη. 4. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Εφετείο, αναφορικά με τον ως άνω ερευνώμενο αναιρετικό λόγο, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Κατ' εφαρμογή του πιο πάνω νόμου 2322/1995 εκδόθηκαν οι υπ' αριθμ. 15075/Β/657/5-4-2006 (ΦΕΚ Β' 447/12-4-2006) "Ρυθμίσεις δανείων βιοτεχνικών, βιομηχανικών, μεταλλευτικών, κτηνοτροφικών επιχειρήσεων βιομηχανικού τύπου, ξενοδοχειακών, αλιευτικών και ναυτιλιακών επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες και λειτουργούν στο Ν. Καβάλας" και υπ' αριθμ. ...2006 (ΦΕΚ Β' 579/9-05-2006) "Παροχή της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου προς τις Τράπεζες για τη ρύθμιση οφειλών προερχομένων από δάνεια βιοτεχνικών, βιομηχανικών, μεταλλευτικών, κτηνοτροφικών επιχειρήσεων βιομηχανικού τύπου και ξενοδοχειακών επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες και λειτουργούν στο Ν. Καβάλας" υπουργικές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, οι οποίες ορίζουν ότι παρέχεται η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου(ήδη αναιρεσιβλήτου) για τη ρύθμιση των μέχρι 30-6-2006 ληξιπρόθεσμων και μη οφειλών που προέρχονται από δάνεια που έχουν χορηγηθεί για πάγιες εγκαταστάσεις και κεφάλαια κίνησης σε βιοτεχνικές, βιομηχανικές, μεταλλευτικές, κτηνοτροφικές επιχειρήσεις βιομηχανικού τύπου, ξενοδοχειακές, αλιευτικές και ναυτιλιακές επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες και λειτουργούν στο Νομό Καβάλας σε ένα νέο δάνειο, συμπεριλαμβανομένων και των τόκων του πρώτου εξαμήνου 2006, το οποίο θα εξοφληθείτο σε ίσες εξαμηνιαίες χρεολυτικές ή τοκοχρεολυτικές δόσεις, με πρώτη καταβλητέα δόση την 31-12-2006 και τελευταία την 31-12-2016, υπό τους εκεί αναφερόμενους όρους. Προβλεπόταν δε, ότι το ύψος της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου δεν δύναται να υπερβαίνει το σύνολο των υφιστάμενων μέχρι 30-6-2006 ληξιπρόθεσμων και μη οφειλών από δάνεια για πάγιες εγκαταστάσεις και κεφάλαια κίνησης προς πιστωτικά ιδρύματα και το 80% των συνολικών εγγυημένων από το Ελληνικό Δημόσιο οφειλών των εταιρειών προς αυτά. Ειδικότερα, δυνάμει της υπ' αριθμ. 2157016212/17-12-2007 σύμβασης ρύθμισης οφειλών που καταρτίσθηκε στην Καβάλα μεταξύ της εκκαλούσας-ασκούσας τους πρόσθετους λόγους έφεσης(ήδη αναιρεσείουσας Τράπεζας) και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Κ. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΚΡΕΑΤΩΝ", που εδρεύει στην ..., ρυθμίσθηκαν οφειλές της τελευταίας προς πιστωτικά ιδρύματα ύψους 9.406.766,27 ευρώ και συγκεκριμένα, υπόλοιπα πιστώσεων που της είχαν χορηγηθεί από την εκκαλούσα-ασκούσα τους πρόσθετους λόγους έφεσης με τις υπ' αριθμ. ...1999 και ...1995 συμβάσεις πίστωσης, καθώς και ανεξόφλητα υπόλοιπα δανείων της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ και της HSBC BANK, σύμφωνα με τους όρους των υπ' αριθμ. ...2006 και ...2006 ως άνω αποφάσεων του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Με την υπ' αριθμ. ...2006 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, το εφεσίβλητο-καθ' ου οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, Ελληνικό Δημόσιο παρέσχε την εγγύησή του υπέρ της οφειλέτρας στην ως άνω σύμβαση, υπό τις αναφερόμενες στις πιο πάνω υπουργικές αποφάσεις ειδικότερες προϋποθέσεις, και συγκεκριμένα εγγυήθηκε την πληρωμή, σε περίπτωση μη καταβολής από την πρωτοφειλέτρια δύο συνεχόμενων δόσεων του δανείου, ποσοστού 80% του κεφαλαίου αυτού, πλέον τόκων (συμβατικών και υπερημερίας) μέχρι ενός τριμήνου από τη δεύτερη ανεξόφλητη δόση και εξόδων επίδοσης της αναγγελίας κλεισίματος του λογαριασμού. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, στις 24-10-2013, η εκκαλούσα- ασκούσα πρόσθετους λόγους έφεσης, με επιστολή της που κοινοποίησε στην πρωτοφειλέτρια εταιρεία, κατήγγειλε τη σύμβαση ρύθμισης και κήρυξε ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το σύνολο του ανεξόφλητου κεφαλαίου και των κεφαλαιοποιημένων τόκων αυτής, που ανέρχονταν κατά τον χρόνο εκείνο στο ποσό των 8.891.815,63 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας. Επιπλέον, με το από 20-5-2016 έγγραφό της προς το Υπουργείο Οικονομικών, η εκκαλούσα-ασκούσα πρόσθετους λόγους έφεσης αιτήθηκε, συνυποβάλλοντας τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, την κατάπτωση της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου και την καταβολή του ποσού των 5.819,144,77 ευρώ, που αντιστοιχεί στο 80% του κεφαλαίου πλέον τόκων μέχρι ένα τρίμηνο μετά τη δεύτερη απλήρωτη δόση της 30-6-2011, δηλαδή μέχρι 30-9-2011, καθώς και το ποσό των 28.29 ευρώ, που αφορά τα έξοδα του δικαστικού επιμελητή για την αναγγελία του κλεισίματος του λογαριασμού στην οφειλέτρια εταιρεία. Πλην όμως, το αίτημά της αυτό δεν είχε έως τη συζήτηση της αγωγής απαντηθεί από την αρμόδια υπηρεσία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους .... Εξάλλου, το εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο-καθ' ου οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης προέβαλε πρωτοδίκως την προβλεπόμενη από το άρθρο 855 ΑΚ ένσταση δίζησης. Ειδικότερα, το εναγόμενο ισχυρίστηκε εκεί επικουρικώς ότι η ενάγουσα ως άνω ανώνυμη τραπεζική εταιρεία δεν αποδεικνύει ότι έχει επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας της πρωτοφειλέτριας εταιρείας και ότι αυτή (αναγκαστική εκτέλεση) απέβη άκαρπη. Ο ισχυρισμός αυτός είναι επαρκώς ορισμένος σύμφωνα με το άρθρο 262 ΚΠολΔ. Επομένως, ο σχετικός λόγος έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα-ασκούσα πρόσθετους λόγους έφεσης ισχυρίζεται ότι η προβαλλόμενη εκ μέρους του εναγόμενου, Ελληνικού Δημοσίου, ένσταση δίζησης είναι αόριστη ελέγχεται αβάσιμος και κρίνεται απορριπτέος, αφού όπως αποδεικνύεται από το δικόγραφο των έγγραφων προτάσεων που κατέθεσε πρωτοδίκως το εναγόμενο, ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο, εκεί γίνεται σαφής αναφορά τόσο της υπ' αριθμ. 2/18872/0025/19.4.2006 απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (ΦΕΚ Β' 579) όσο και της υπ' αριθμ. 15075/Β/657/5.4.2006 απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (ΦΕΚ Β' 447), με τις οποίες δόθηκε η δυνατότητα ρύθμισης των υφισταμένων μέχρι την 30-6-2006 ληξιπρόθεσμων και μη οφειλών, μεταξύ των άλλων, της επιχείρησης της πρωτοφειλέτριας, και κατ' επέκταση γίνεται αναφορά στους όρους των ρυθμίσεων, στους οποίους περιλαμβάνεται και η μη παραίτηση εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου από την ένσταση δίζησης. Πρέπει, λοιπόν, στο σημείο αυτό ο σχετικός λόγος έφεσης να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος... Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα-ασκούσα τους πρόσθετους λόγους έφεσης προέβαλε πρωτοδίκως την ως άνω αντένσταση του άρθρου 857 παρ. 4 αρ. 4 ΑΚ, επικαλούμενη ότι η εκτέλεση στα κινητά πράγματα στην κατοικία της οφειλέτριας εταιρείας, και δη στην έδρα της, θα απέβαινε φανερά άκαρπη. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε πρωτοδίκως ότι δεν ήτο δυνατό για λόγους πρακτικούς η εκτέλεση σε βάρος της κινητής περιουσίας της οφειλέτριας, διότι αυτή αποτελούσε το μηχανολογικό εξοπλισμό της, ο οποίος ήταν αναγκαίος για τη λειτουργία της. Ωστόσο, η αντενιστάμενη ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα-ασκούσα τους πρόσθετους λόγους έφεσης δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος επίκλησης και απόδειξης της υποβληθείσας αντένστασής της, διότι δεν επικαλέστηκε και δεν προσεκόμισε έκθεση του δικαστικού επιμελητή, στην οποία να βεβαιώνεται ότι δεν βρέθηκε για κατάσχεση κινητή (ούτε και ακίνητη περιουσία) ούτε ομοίως και πίνακα κατάταξης από τον οποίο να προκύπτει ότι το πλειστηρίασμα δεν είναι αρκετό για να ικανοποιηθεί η ληξιπρόθεσμη απαίτηση της...Εξάλλου, ο ειδικότερος ισχυρισμός της αντενιστάμενης ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας-ασκούσας τους πρόσθετους λόγους έφεσης ότι δεν μπορούσε για πρακτικούς λόγους να προβεί στην κατάσχεση του βιοτεχνικού εξοπλισμού της οφειλέτριας εταιρείας, και τούτο προκειμένου να συνεχιστεί η παραγωγική δραστηριότητά και λειτουργία της, προβάλλεται αλυσιτελώς, δεδομένου ότι ο βιοτεχνικός εξοπλισμός της οφειλέτριας δεν εμπίπτει εν προκειμένω στους περιορισμούς του άρθρου 953 παρ. 3 ΚΠολΔ, και επομένως είναι κατασχετός. Περαιτέρω, ο ειδικότερος ισχυρισμός της εκκαλούσας-ασκούσας τους πρόσθετους λόγους έφεσης ότι δηλαδή το εναγόμενο-εφεσίβλητο-καθ' ου οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης είχε συστήσει ενέχυρο επί του κινητού εξοπλισμού της επιχείρησης της πρωτοφειλέτριας και ότι έχει εγγράφει επί ακινήτου περιουσίας της υποθήκη με αποτέλεσμα οποιαδήποτε πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης εκ μέρους της σε βάρος της περιουσίας της πρωτοφειλέτριας θα απέβαινε άκαρπη, στηρίζεται σε λάθος προϋπόθεση. Ειδικότερα, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα εμποδιζόταν να επισπεύσει εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας της πρωτοφειλέτριας, καθόσον το Ελληνικό Δημόσιο δεν θα μπορούσε να αναγγελθεί ακόμη για τις προνομιακά εξασφαλισμένες με ενέχυρο και υποθήκη απαιτήσεις του, δηλαδή προτού εκδοθεί ταμειακή βεβαίωση.... Τέλος, ζήτημα καταχρηστικής άσκησης της ένστασης δίζησης που προέβαλε το εφεσίβλητο κατά άρθρο 855 ΑΚ - ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αυτό αποφάσισε στο πλαίσιο της ελευθερίας των συναλλαγών (ΑΚ 261, 454) την απαλλαγή των κυρίως μετόχων της πρωτοφειλέτριας εταιρείας από την ευθύνη τους ως συνεγγυητών της επίδικης οφειλής - δεν τίθεται και δη κατά τα ισχυριζόμενα από την εκκαλούσα ότι, επειδή το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο είχε ήδη συστήσει ενέχυρο και εγγράψει αντιστοίχως υποθήκη επί κινητής και ακίνητης περιουσίας της ως άνω πρωτοφειλέτριας, διασφαλίζοντας έτσι προνομιακά την ικανοποίηση της απαίτησής του έναντι των εγχειρόγραφων δανειστών όπως είναι η εκκαλούσα, δεν μπορούσε πλέον να ασκήσει την ένσταση διζήσεως, παρά μόνο καταχρηστικά. Και τούτο διότι εν προκειμένω δεν πληρούνται τα κριτήρια καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος κατά άρθρο 281 ΑΚ, δεδομένου ότι ούτε η άσκηση αυτού (εν προκειμένω της ένστασης δίζησης) ούτε ο τρόπος κτήσης του υπερβαίνουν προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του (δικαιώματος)... Πρέπει, λοιπόν ο σχετικός λόγος έφεσης περί καταχρηστικής άσκησης της ένστασης δίζησης εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος ως προς αμφότερα τα σκέλη του. Με τα δεδομένα αυτά, και εφόσον στην προκειμένη περίπτωση δεν αποδείχθηκε το προφανές άκαρπο της εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 857 αρ. 4 AK, πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος ο σχετικός λόγος έφεσης που προέβαλε η εκκαλούσα, όπως ως αβάσιμα πρέπει να απορριφθούν και η έφεση με τους σχετικούς πρόσθετους λόγους της στο σύνολό τους". Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 857 παρ. 4 του ΑΚ, την οποία ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και τα ως άνω ανελέγκτως δεκτά γενόμενα, δεν προέκυψε ότι η αναιρεσείουσα δεν βρήκε για κατάσχεση κινητή ή και ακίνητη περιουσία της πρωτοφειλέτριας, ούτε προέκυψε ότι το πλειστηρίασμα δεν ήταν αρκετό για να ικανοποιηθεί η απαίτησή της, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναιρεσείουσα μπορούσε να προβεί στην κατάσχεση του βιοτεχνικού εξοπλισμού της πρωτοφειλέτριας, ο οποίος δεν είναι ακατάσχετος και δεν εμποδιζόταν να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας της πρωτοφειλέτριας, μολονότι το αναιρεσίβλητο έχει συστήσει ενέχυρο επί του κινητού εξοπλισμού της και έχει εγγράψει υποθήκη επί ακινήτου της, καθόσον το αναιρεσίβλητο δεν θα μπορούσε να αναγγελθεί για τις προνομιακά εξασφαλισμένες με ενέχυρο και υποθήκη απαιτήσεις του πριν εκδοθεί ταμειακή βεβαίωση. Περαιτέρω, το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νομίμου βάσεως, αφού από το ως άνω αιτιολογικό της προκύπτουν σαφώς όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί της μη συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 857 παρ. 4 ΑΚ, η οποία δεν εφαρμόσθηκε, ενώ έχει τις αναγκαίες αιτιολογίες οι οποίες είναι σαφείς, πλήρεις και δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους, καθιστούν δε εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή μη υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στην προαναφερθείσα διάταξη. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμος. 5. Σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ: "Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητος στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος για να θεωρηθεί η άσκηση ταυ δικαιώματος καταχρηστική πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας (ΟλΑΠ 6/2016, ΟλΑΠ 16/2006). 6. Με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, απορρίπτοντας την προταθείσα από την αναιρεσείουσα ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως της ενστάσεως διζήσεως του αναιρεσιβλήτου ως μη νόμιμη. Από την παραδεκτή επισκόπηση των πρωτόδικων προτάσεων και της εφέσεως της αναιρεσείουσας προκύπτει ότι αυτή για την θεμελίωση της ενστάσεως εκ του άρθρου 281 ΑΚ ισχυρίσθηκε τα εξής: "Εν προκειμένω, όπως προανέφερα, προς εξασφάλιση του εναγομένου ενεγράφη υπέρ αυτού-με παραχώρηση εκ μέρους μου-υποθήκη, ποσού ευρώ 9.050.000,00 επί επιχειρηματικών ακινήτων της πρωτοφειλέτριας εταιρείας. Επιπλέον, το εναγόμενο, μετά από σχετική απόφαση του Συμβουλίου Διαχείρισης και Αξιολόγησης της Εγγυητικής Ευθύνης του Ελληνικού Δημοσίου, αποφάσισε την απαλλαγή των βασικών μετόχων της πρωτοφειλέτριας εταιρείας από την προσωπική τους εγγύηση στην επίδικη σύμβαση ρύθμισης οφειλών της τελευταίας. Δεδομένης αυτής της "υπερεξασφάλισης" του Ελληνικού Δημοσίου ως εγγυητή-εις βάρος της δικής μου εμπράγματης εξασφάλισης ως δανείστριας τράπεζας-στα επιχειρηματικά ακίνητα της πρωτοφειλέτριας, η όποια προσπάθεια αναγκαστικής είσπραξης της απαίτησής μου από την πρωτοφειλέτρια θα έπρεπε να περιοριστεί στην κινητή περιουσία αυτής που βρίσκεται στην έδρα της, ήτοι στον επαγγελματικό εξοπλισμό που της ήταν απαραίτητος για τη συνέχιση της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, οπότε είναι πασιφανές ότι η ένσταση διζήσεως στην υπό κρίση περίπτωση αποκλείεται για πρακτικούς λόγους. Εξάλλου, η επίδικη εγγυημένη οφειλή δεν εξασφαλίζεται με ενέχυρο υπέρ εμού επί ενσώματων κινητών κυριότητας της πρωτοφειλέτριας. Αλλά ούτε και δικαίωμα επισχέσεως ή ενεχύρου διαθέτω στα κινητά της πρωτοφειλέτριας που βρίσκονται στον τόπο της έδρας της.... Σε κάθε περίπτωση, η επίκληση εκ μέρους του εναγομένου της ένστασης διζήσεως υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, αλλά και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματός του, αφού η συμπεριφορά του κατά την παροχή της εγγύησης έτεινε αρχικά στην υπερεξασφάλισή του εις βάρος εμού και μετέπειτα στην μη ανταπόκρισή του στην αναληφθείσα από τον ίδιο υποχρέωση καταβολής του ποσού της οφειλής του, επικαλούμενο την ένσταση διζήσεως, η οποία, αν ήθελε υποτεθεί παραδεκτή και βάσιμη, θα οδηγούσε αφενός στην εκ μέρους μου ατελέσφορη προσπάθεια ικανοποίησης της απαίτησής μου (κατά της πρωτοφειλέτριας ποσού την 30.09.2011 ευρώ 7.273.895,60 και ήδη την 1.4.2016 ποσού ευρώ 11.688.385,52) μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης στην κινητή περιουσία της πρωτοφειλέτριας στο νομό Καβάλας αφετέρου στη διόγκωση της ήδη μεγάλης απαίτησής μου εις βάρος της πρωτοφειλέτριας και σε κάθε περίπτωση στη διακοπή λειτουργίας και κατ' επέκταση βιωσιμότητας της πρωτοφειλέρτιας, την ενίσχυση της οποίας επιδίωξε το αντίδικο με την επίδικη εγγύησή του". Τα ως άνω περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση της ενστάσεως διζήσεως εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου και τούτο διότι η απόφαση του αναιρεσιβλήτου να απαλλάξει τους κυρίως μετόχους της πρωτοφειλέτριας από την ευθύνη τους ως εγγυητών της επίδικης οφειλής και επιπλέον η σύσταση ενεχύρου και η εγγραφή υποθήκης από τον αναιρεσίβλητο επί της κινητής και ακίνητης περιουσίας της πρωτοφειλέτριας, διασφαλίζοντας έτσι προνομιακά την ικανοποίηση της απαιτήσεώς του έναντι της εγχειρόγραφης δανείστριας-αναιρεσείουσας, δεν υπερβαίνουν προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του ως άνω δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου. Επομένως, το Εφετείο το οποίο έκρινε ομοίως και απέρριψε ως μη νόμιμη την εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση της αναιρεσείουσας δεν έσφαλε και ως εκ τούτου ο ως άνω αναιρετικός λόγος, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμος. Ο ίδιος ως άνω αναιρετικός λόγος, κατά το δεύτερο σκέλος του, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο με ανεπαρκή αιτιολογία απέρριψε την ένσταση της αναιρεσείουσας περί καταχρηστικής ασκήσεως της ενστάσεως διζήσεως εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου, είναι απαράδεκτος, διότι από τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης προκύπτει ότι το Εφετείο δεν ερεύνησε την εν λόγω ένσταση κατ' ουσίαν, αλλά την απέρριψε ως μη νόμιμη. 7. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Δικαστικά έξοδα σε βάρος τη αναιρεσείουσας που ηττήθηκε, δεν επιβάλλονται, ελλείψει σχετικού αιτήματος του αναιρεσιβλήτου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 15-3-2022 αίτηση, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4298/2021 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Απριλίου 2024.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Ιουλίου 2024.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή