ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 1135/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 1135/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 1135/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1135 / 2024    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 1135/2024

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2'Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νικόλαο Πουλάκη και Μαρία Γιαννακοπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 16 Ιανουαρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Μ. Δ. του Ν., κατοίκου Κ. Αττικής, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θωμά Μήνο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο oποίος κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ... που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Λύτρα, ο oποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-7-2018 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 52/2020 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 942/2021 μη οριστική και 4471/2021 οριστική του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 3-6-2022 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης εταιρείας ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 3 Ιουνίου 2022 και με αριθμ. κατάθ. 4422/477/3-6-2022 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών- εργατικών διαφορών με αριθμό 2519/16-5-2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή κατ' ουσίαν η από 3-2-2020 με αριθμ. καταθ. 10496/704/4-2- 2020 έφεση της ενάγουσας ήδη αναιρεσείουσας κατά της υπ' αριθμ. 52/17-1- 2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών επί της από 25-7-2018 με αριθμ. καταθ. 74425/2124/2018 αγωγής της ενάγουσας ήδη αναιρεσείουσας κατά της εναγόμενης ήδη αναιρεσίβλητης. Η έφεση είχε γίνει τυπικά δεκτή με την προγενέστερη υπ' αριθμ. 942/ 22-2-2021 μη οριστική απόφαση του ίδιου δικαστηρίου (Εφετείου Αθηνών), το οποίο δίκασε ερήμην της εφεσίβλητης [αναιρεσίβλητης], ανέβαλε την έκδοση της οριστικής του απόφασης και διέταξε επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο σε μεταγενέστερη δικάσιμο που θα οριζόταν με επιμέλεια της εκκαλούσας [αναιρεσείουσας] προς το σκοπό προσκομιδής του αναφερόμενου στο σκεπτικό της εγγράφου (ειδική άδεια άσκησης του επαγγέλματος βοηθού - νοσηλευτή της ενάγουσας-εκκαλούσας ήδη αναιρεσείουσας). Με την προαναφερθείσα αγωγή η ενάγουσα ήδη αναιρεσείουσα ισχυρίσθηκε ότι στις 26-1-2004 προσλήφθηκε από την εναγόμενη ήδη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να προσφέρει σε αυτήν τις υπηρεσίες της ως βοηθός νοσηλεύτρια, υπό τους ειδικότερα εκτιθέμενους στην αγωγή όρους, στην κλινική που αυτή διατηρεί στην Α6ήνα. Ότι εργάσθηκε στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών μέχρι την 1-5-2018, οπότε η εργοδότριά της άρχισε να την μετακινεί, χωρίς τη θέλησή της, σε διάφορες θέσεις και ότι οι εν λόγω συνεχείς υπηρεσιακές μεταβολές συνιστούν μονομερή εκ μέρους της βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της. Ότι μετά την ανταλλαγή με την εναγόμενη ήδη αναιρεσίβλητη εξώδικων δηλώσεων σχετικά με το ανακύψαν ζήτημα, η τελευταία στις 19-7-2018 της επέδωσε εξώδικη δήλωση με την οποία ισχυριζόταν ότι η ίδια (ενάγουσα ήδη αναιρεσείουσα) αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της, ενώ αυτή (εναγόμενη ήδη αναιρεσίβλητη) κατήγγειλε, χωρίς την τήρηση των νομίμων διατυπώσεων, την εργασιακή της σύμβαση. Με βάση το ιστορικό αυτό, και κατόπιν περιορισμού του αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει έντοκο αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της κατά την προφορική συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η ενάγουσα ήδη αναιρεσείουσα ζήτησε: α) Να υποχρεωθεί η εναγόμενη ήδη αναιρεσίβλητη να αποδέχεται τις υπηρεσίες της στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών της κλινικής, όπως και πριν από τη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας της και να της επιδικασθούν μισθοί υπερημερίας β)επικουρικά, να υποχρεωθεί η εναγόμενη ήδη αναιρεσίβλητη να της καταβάλει το ποσό των 12.829,13 ευρώ με το νόμιμο τόκο ως αποζημίωση απόλυσης και γ) να υποχρεωθεί η ίδια να της καταβάλει το ποσό των 7.000 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να της καταβάλει το ποσό των 43.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης την οποία υπέστη, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή εκτιθέμενα. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την ως άνω υπ' αριθμ. 52/17-1-2020 οριστική απόφασή του απέρριψε: α) την κύρια βάση της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεχόμενη ότι η συμπεριφορά της εναγόμενης ήδη αναιρεσίβλητης δεν συνιστούσε μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής σύμβασης της ενάγουσας ήδη αναιρεσείουσας και β) την επικουρική της βάση ως μη νόμιμη, ερειδόμενη σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Με την από 9-11-2021 με αριθμ. καταθ. 8785/6627/9-11-2021 κλήση που επιδόθηκε στην εναγόμενη- εφεσίβλητη ήδη αναιρεσίβλητη στις 28-12-2021 η ενάγουσα-εκκαλούσα ήδη αναιρεσείουσα παραιτήθηκε χωρίς αντίρρηση από την εναγόμενη-εφεσίβλητη ήδη αναιρεσίβλητη από το δικόγραφο της αγωγής ως προς την κύρια βάση αυτής. Μετά ταύτα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του: ι) ενόψει του ότι η έφεση είχε, κατά τα προαναφερθέντα, γίνει τυπικά δεκτή με την προγενέστερη υπ'αριθμ. 942/22-2-2021 μη οριστική απόφασή του, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση κατά το μέρος αυτής με το οποίο είχε απορριφθεί η κύρια βάση της αγωγής και θεώρησε ότι η αγωγή κατά το μέρος αυτό δεν ασκήθηκε, ιι) αφού δέχθηκε σχετικό λόγο έφεσης που αφορούσε την εσφαλμένη απόρριψη της επικουρικής βάσης της αγωγής ως μη νόμιμης, ερειδόμενη σε εσφαλμένη προϋπόθεση, δέχθηκε ότι η βάση αυτή ήταν νόμιμη και, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση κατά το σκέλος αυτής που αφορούσε την απόρριψη της ως άνω επικουρικής βάσης, κράτησε και δίκασε την αγωγή, κατά το σκέλος αυτό και την απέρριψε κατ' ουσίαν, δεχόμενο ότι η ενάγουσα ήδη αναιρεσείουσα αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της και επομένως δεν εδικαιούτο αποζημίωσης απόλυσης. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι μέσα στην προθεσμία των δύο ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης (ενόψει του ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει επίδοση αυτής), δεδομένου ότι κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών στις 3-6-2022 και η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 16-5-2022 (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ. 1 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι, επομένως, παραδεκτή (άρθρα 577 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλόμενων λόγων της (άρθρα 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2022, ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικά και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΟλΑΠ 3/2020, ΑΠ 56/2022, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 319/2017). Έτσι, στην περίπτωση της κατ' ουσίαν έρευνας της υπόθεσης από το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, για το ορισμένο του ανωτέρω από τον αριθμό 1 εδ. α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο: α) η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και μάλιστα ενάριθμα, ως και το περιεχόμενο αυτής β) οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά (ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού) και θεμελίωσαν την κρίση του δικαστηρίου ως προς τη βασιμότητα ή μη της αγωγής ή του ισχυρισμού και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου γ) το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία ή την εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, ήτοι η αποδιδομένη με τον λόγο αναίρεσης πλημμέλεια και η διαγνωσθείσα βάση αυτής έννομη συνέπεια (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 20/2005). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α' του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία", ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 2/2022, ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 9/2016, ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 9/2016,ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 499/2023, ΑΠ 53/2022, ΑΠ 269/2020, ΑΠ 109/2019). Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Για να είναι δε ορισμένος (παραδεκτός) ο πιο πάνω αναιρετικός λόγος πρέπει να διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αναίρεσης, πλην της αναφοράς στη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, και μάλιστα ενάριθμα, α) οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ή η αναφορά, ότι αυτή δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, β) ο ισχυρισμός και τα περιστατικά, τα οποία προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή η αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό, εφόσον αυτή δεν είναι αυτονόητη, γ) η εξειδίκευση της πλημμέλειας του δικαστηρίου της ουσίας, αν πρόκειται, δηλαδή για παντελή έλλειψη αιτιολογίας ή ποιές είναι οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποιές επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 182/2021, ΑΠ 550/2017, ΑΠ 1184/2015, ΑΠ 121/2014, ΑΠ 1752/2013). Σε αμφότερες τις περιπτώσεις της ευθείας ή εκ πλαγίου παραβίασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου, δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κατ' επιλογή του αναιρεσείοντος, αλλά πρέπει ν'αναφέρεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία η προσβαλλόμενη απόφαση κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα, αφού διαφορετικά δεν είναι δυνατή, με βάση το περιεχόμενο του αναιρετηρίου, η στοιχειοθέτηση του προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης (ΟλΑΠ 28/1998, ΑΠ 721/2022, ΑΠ 1170/2021, ΑΠ 319/2017). Συνακόλουθα η ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου (άρθ. 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ), οσάκις το δικαστήριο ερεύνησε την υπόθεση κατ' ουσία, πρέπει να προκύπτει από τη διατυπωθείσα προς στήριξη του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού αυτής, δηλαδή από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας επί των ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση περί παραδοχής ή απόρριψης της αγωγής, της ένστασης ή της αντένστασης (ΑΠ 1420/2013) και κατά τούτο συνιστούν, κατά τα ήδη προεκτεθέντα, στοιχεία του ορισμένου του προβαλλομένου στο αναιρετήριο σχετικού λόγου αναίρεσης. Η κατά τα άνω αοριστία των αναιρετικών λόγων δεν μπορεί να θεραπευθεί με παραπομπή σε άλλα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης (ΟλΑΠ 27/1998, ΟλΑΠ 32/1996), ούτε και με τις πριν τη συζήτηση της αναίρεσης κατατεθείσες προτάσεις του αναιρεσείοντος. Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, η οποία είναι απόρροια της λειτουργίας της αίτησης αναίρεσης ως ένδικου μέσου ακυρωτικού χαρακτήρα, προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάσθηκαν κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις ή όταν υπό την επίφαση συνδρομής αναιρετικού λόγου πλήττεται η επί της ουσίας κρίση του δικαστηρίου, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, αφού πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 253/2020, ΑΠ 19/2020, ΑΠ1082/2018). Τέλος, λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται σε περίπτωση παράβασης κανόνων δικονομικού δικαίου, στο οποίο υπάγονται οι κανόνες που ρυθμίζουν τον τρόπο, τα όργανα και την μορφή της ένδικης προστασίας (ΟλΑΠ 2/2001, ΑΠ 14/2022). Στις περιπτώσεις δε, που οι επικαλούμενες στο αναιρετήριο πλημμέλειες της προσβαλλόμενης απόφασης δεν επιδρούν στο διατακτικό αυτής, οι σχετικοί λόγοι αναίρεσης τυγχάνουν αλυσιτελείς και κατ' ακολουθίαν απορριπτέοι ως απαράδεκτοι( ΑΠ 271/2023, ΑΠ 952/2019, ΑΠ 324/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον πρώτο από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι με το να δεχθεί πως η επί τρεις (3) ημέρες απουσία από την εργασία της μετά τη λήξη της άδειας αναψυχής, που είχε λάβει τον Ιούλιο του έτους 2018, ήταν αδικαιολόγητη και συνιστά οικειοθελή αποχώρηση από την εργασία της, χωρίς να ληφθεί υπόψη η επί δέκα πέντε(15) έτη " αψεγάδιαστη" παροχή των υπηρεσιών της, (λαμβανομένου υπόψη ότι η κλήση της σε απολογία με αφορμή το περιστατικό νοσηλείας της Ινδής ασθενούς οφειλόταν σε παρεξήγηση), η μηδενική μέχρι τότε απουσία από την εργασία της και η έλλειψη προς τούτο οποιασδήποτε υπαιτιότητάς της, παραβίασε ευθέως αλλά και εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. ΑΚ, 1 επ. και 5 παρ. 3 του Ν. 2112/192, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 4558/1930, 7 παρ. 1 του Ν. 2112/1920, 1 επ. και 5 παρ. 3 του Ν. 3198/1955 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 173, 200 και 288 του ΑΚ, τις οποίες δεν εφάρμοσε ορθά και δεν διέλαβε στον υπαγωγικό της συλλογισμό σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθότητα ή μη της εφαρμογής των ως άνω διατάξεων, καταλήγοντας στο εσφαλμένο αποδεικτικό πόρισμα ότι η επικουρική βάση της αγωγής της είναι αβάσιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα. Προς θεμελίωση του πιο πάνω ισχυρισμού η ενάγουσα ήδη αναιρεσείουσα παραθέτει το επιλεγέν από αυτή απόσπασμα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το οποίο επί λέξει είναι το ακόλουθο:"[...] Ούτε άλλωστε η εναγομένη αποδείχθηκε ότι καταλόγισε στην ενάγουσα πλημμελή άσκηση των καθηκόντων με αφορμή το περιστατικό που συνέβη με αφορμή τη νοσηλεία της ως άνω Ινδής ασθενούς παρά μόνο την προσκάλεσε σε απολογία για την οποία μάλιστα ρητά της δήλωσε ότι δεν συνεπάγεται κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας σε βάρος της, έτσι ώστε αβάσιμα η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι το ως άνω περιστατικό εντάσσεται στην επικαλούμενη βλαπτική συμπεριφορά της εναγομένης έναντι της ιδίας κατά τρόπον ώστε να συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της εκ μέρους της εναγομένης. Εξάλλου, υπό τα προαναφερθέντα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, ιδίως από το περιεχόμενο των εκατέρωθεν, μεταξύ των διαδίκων, εξωδίκων δηλώσεων-απαντήσεων και μετά από συνεκτίμηση του λόγου αποχής της ενάγουσας από την εργασία της και την μη επιστροφή της σε αυτήν μετά τη λήξη της αδείας αναψυχής που είχε λάβει και την τηλεφωνική προς τούτο πρόσκλησή της, η εν γένει συμπεριφορά της, συνιστά με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, κατ' αντικειμενική κρίση και ανεξάρτητα από την πρόθεση της ενάγουσας για λύση ή μη της σύμβασης εργασίας, σιωπηρή εκ μέρους της καταγγελία αυτής, καθόσον ,σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, σιωπηρή καταγγελία εκ μέρους του εργαζομένου της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου μπορεί να συνιστά με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες και η αδικαιολόγητη αποχή του από την εργασία, οπότε στην περίπτωση αυτή, με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, μετά από εκτίμηση, της αιτίας της αποχής, της διάρκειάς της, της υπαιτιότητας του μισθωτού και γενικά των συνθηκών, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, απόκειται στο δικαστή να κρίνει αν αυτή η αποχή, κατά αντικειμενική κρίση, δηλαδή ανεξάρτητα από την πρόθεση του μισθωτού για λύση ή μη της σύμβασης πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρή εκ μέρους του καταγγελία της σύμβασης, δηλαδή, ως σιωπηρή δήλωση βούλησης του μισθωτού για τη λύση οπό αυτόν της εργασιακής σύμβασης. Εφόσον δε, η ανωτέρω αποχή της εργαζόμενης ενάγουσας από την εργασία της συνιστά σιωπηρή από πλευράς της καταγγελία της εργασιακής της σύμβασης, αυτή λύθηκε αυτόματα και η εργοδότρια εναγομένη δεν υποχρεούτο να καταγγείλει η ίδια τη σύμβαση τηρώντας τις νόμιμες διατυπώσεις, δηλαδή τον έγγραφο τύπο και την καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης.
Συνεπώς η ενέργεια της εναγομένης, με την κοινοποίηση στην ενάγουσα στις 19-7-2018 εξώδικης δήλωσης-πρόσκλησης, με την οποία, θεωρώντας τη μη εμφάνισή της προς εργασία ως οικειοθελή αποχώρηση, δεν παρέχει το δικαίωμα στην ενάγουσα να θεωρήσει αυτήν ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της και να απαιτήσει από την εναγομένη εργοδότριά της την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης [...]". Με το περιεχόμενο αυτό οι επικαλούμενες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλειες δεν συνιστούν ορισμένο και κατά συνέπεια παραδεκτό λόγο αναίρεσης, διότι στο αναιρετήριο δεν διαλαμβάνονται με πληρότητα οι κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης επί των ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο για να απορρίψει την επικουρική βάση της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμη, παρά μόνο, όλως περιορισμένες, μεμονωμένες και κατ' επιλογήν της ενάγουσας ήδη αναιρεσείουσας αποσπασματικές παραδοχές αυτής. Ειδικότερα δεν διαλαμβάνονται οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με την αποστολή των από 25-6-2018, 3-7-2018 και 19-7-2018 εξώδικων δηλώσεων των διαδίκων και το περιεχόμενο αυτών, καθώς και τα όσα διαμείφθηκαν σε τηλεφωνική επικοινωνία της αναιρεσείουσας με την προϊσταμένη νοσηλεύτρια του 5ου ορόφου Τ. Π. στις 16-7-2018 (φύλλα 13ο, 14ο της προσβαλλόμενης). Ούτε επίσης διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με τη σε βάρος της αναιρεσείουσας συνδρομή ή μη βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας της, για τη θεμελίωση - λήψης αποζημίωσης καταγγελίας κατά το άρθρο 7 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 (φύλλα 10ο - 12ο προσβαλλόμενης) (παρά μόνο το κατά την εκδοχή της αναιρεσείουσας πραγματικό μέρος της διαφοράς) και συνεπώς και κατά το σκέλος αυτό ο πρώτος αναιρετικός λόγος είναι αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος ως απαράδεκτος. Περαιτέρω, δεν εξειδικεύονται οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή δεν διαλαμβάνεται ποιές επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις. Επομένως, με βάση το περιεχόμενο του αναιρετηρίου, του οποίου δεν επιτρέπεται η συμπλήρωση, κατά τα προεκτεθέντα, δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί και στοιχειοθετηθεί ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος, ο οποίος γι' αυτό πρέπει ν' απορριφθεί ως αόριστος. Υπό δε την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλήττει ουσιαστικά με τον πρώτο λόγο αναίρεσης την επί της ουσίας ανέλεγκτη κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κατά τα αμέσως ανωτέρω εκτιθέμενα και επομένως, σε κάθε περίπτωση, ο πρώτος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος (άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ).
Με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση: Α) Κατά το πρώτο σκέλος του, την από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο εσφαλμένα εξέλαβε ότι περιόρισε σε αναγνωριστικό το καταψηφιστικό κονδύλιο της αγωγής της περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης , ύψους 7.000 ευρώ στο δεύτερο βαθμό, με την από 9-11-2021 κλήση ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ενώ με την ως άνω κλήση της παραιτήθηκε του ήδη παραδεκτώς περιορισθέντος πρωτοδίκως αναγνωριστικού σκέλους της αξίωσης αυτής, ύψους 43.000 ευρώ και έτσι κήρυξε απαράδεκτο, κατά παράβαση του αριθμού 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ και Β) κατά το δεύτερο σκέλος του την από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι από τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο γεγονότα δεν προσβλήθηκε η προσωπικότητά της, παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 57,59 και 93:2 του ΑΚ. Ο λόγος αυτός, κατά το δεύτερο σκέλος του, είναι αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι αφενός μεν δεν αναφέρεται στο δικόγραφο της αναίρεσης ποιό είναι το αποδιδόμενο, κατά την αναιρεσείουσα, στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των πιο πάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων (57, 59, 932 ΑΚ), ήτοι η αποδιδόμενη με τον ως άνω, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγο αναίρεσης πλημμέλεια, αφετέρου δε δεν διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο με πληρότητα οι κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο για να απορρίψει το αίτημα της ενάγουσας ήδη αναιρεσίβλητης περί επιδίκασης σε αυτήν χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξ αιτίας προσβολής της προσωπικότητάς της. Μετά την απόρριψη του πιο πάνω λόγου, κατά το δεύτερο σκέλος του, απορριπτέος τυγχάνει ως αλυσιτελής ο ίδιος λόγος κατά το πρώτο σκέλος του, γιατί και αν ακόμη γίνει δεκτό ότι το Εφετείο παρά το νόμο κήρυξε το απαράδεκτο, το γεγονός αυτό δεν επηρεάζει την ορθότητα του διατακτικού, αφού το κονδύλιο χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης απορρίφθηκε ως κατ' ουσίαν αβάσιμο.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ' του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τις διατάξεις δε των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του όλα τα υποστατά και, αναλόγως, έγκυρα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα από τους διαδίκους, είτε για άμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης, το οποίο θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από τον διάδικο (ΟλΑΠ 8/2016, ΑΠ 246/2022, ΑΠ 1864/2017). Διαφορετικά υποπίπτει στην πλημμέλεια που ιδρύει το λόγο αναίρεσης από την ως άνω διάταξη. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνονται και οι ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες αποτελούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και πρέπει να μνημονεύεται σαφώς στην απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη, όπως και κάθε άλλο αποδεικτικό μέσο, άλλως θεμελιώνεται ο παραπάνω λόγος αναίρεσης (ΑΠ 1570/2017, ΑΠ 309/2016). Περαιτέρω, στα άρθρα 421, 422 παρ. 1 και 424 ΚΠολΔ, τα οποία εισήχθησαν με την παρ. 3 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α' 87/23-7-2015) και, κατά την παρ. 4 του άρθρου ένατου του άρθρου 1 του, ως άνω, νόμου, η ισχύς τους αρχίζει από 1-1-2016, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, ορίζονται τα ακόλουθα: Αρθρο 421: "Οι διάδικοι μπορούν να προσάγουν προαποδεικτικώς ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον αυτές λαμβάνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα κατά τη διαδικασία των επόμενων άρθρων". Αρθρο 422 παρ. 1: "Ο διάδικος που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, επιδίδει δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα". Άρθρο 424: Ένορκη βεβαίωση, που δίδεται κατά παράβαση των προηγούμενων διατάξεων, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης, για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων". Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και επί των εκκρεμών υποθέσεων κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παραπάνω νόμου, εφόσον αφορούν ένορκες βεβαιώσεις που λαμβάνονται ενώπιον του αρμοδίου οργάνου μετά την έναρξη της ισχύος του, κατά τη διαχρονική αρχή του διαχρονικού δικονομικού δικαίου, που εκφράζεται με το άρθρο 21 εδ. α' του ΕισΝΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία διαδικαστικές πράξεις απόδειξης του ΚΠολΔ εφαρμόζονται στις δίκες που είναι εκκρεμείς κατά την εισαγωγή του. Επομένως, κατ' εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ένορκες βεβαιώσεις που, μεταξύ άλλων, ελήφθησαν μετά από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που επιδίωξε τη λήψη τους δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση. Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, ερμηνευόμενες στα πλαίσια και της διάταξης του άρθρου 116 του ίδιου Κώδικα, που επιβάλλει την τήρηση των κανόνων της καλής πίστης κατά την επιχείρηση των διαδικαστικών πράξεων, προκύπτει, εκτός των άλλων, ότι στη σχετική κλήση απαιτείται να ορίζεται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο ο χρόνος και ο τόπος της εξέτασης του μάρτυρα (ΑΠ 1321/2014) και ότι η ένορκη βεβαίωση, δίδεται κατά την ώρα που αναγράφεται στην κλήση, εκτός αν εμφιλοχωρήσει άλλη υπηρεσιακή απασχόληση του ειρηνοδίκη ή του συμβολαιογράφου, της οποίας το πέρας πρέπει να αναμένει ο κλητευθείς και περί αυτού να γίνεται μνεία στην βεβαίωση. Εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, το έγκυρο της ένορκης βεβαίωσης ως διαδικαστικής πράξης και το παραδεκτό αυτής ως οικείου αποδεικτικού μέσου, δεν παραβλάπτονται από μόνο το γεγονός ότι η κατάθεση του μάρτυρα που περιέχεται στη βεβαίωση δόθηκε, όχι την ακριβή ώρα που αναγράφεται στη σχετική κλήση, αλλά σε μεταγενέστερη μετ' εύλογη καθυστέρηση ώρα της ίδιας ημέρας, γνώση της οποίας είχε τη δυνατότητα να λάβει ο αντίδικος εξαιτίας της ανωτέρω για συγκεκριμένο χρόνο κλήτευσής του. Η διάρκεια της αναμονής πέραν της αναγραφόμενης στην κλήση ώρας, κρίνεται εύλογη, μέχρι 15' από την ορισθείσα ώρα έναρξης, χωρίς να παραβλάπτεται από την καθυστέρηση, το κύρος της ένορκης βεβαίωσης. Αν, ο διάδικος που κλήτευσε τον αντίδικό του και ο μάρτυρας που πρότεινε, από λόγους που αφορούν τους ίδιους, προσήλθαν στον ειρηνοδίκη ή στο συμβολαιογράφο με καθυστέρηση πέραν του πιο πάνω χρόνου, η ένορκη βεβαίωση που δόθηκε ερήμην του κλητευθέντος μετά από το χρόνο αυτό, δεν αποτελεί νόμιμο, κατά την έννοια του νόμου, αποδεικτικό μέσο και αυτεπαγγέλτως δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο, ανεξάρτητα από το αν έχει επέλθει βλάβη στον μη εμφανισθέντα αντίδικο (ΟλΑΠ 20/2004, ΑΠ 1247/2022, ΑΠ 278/2017, ΑΠ 802/2010). Τούτο σαφώς συνάγεται από το σκοπό στον οποίο αποβλέπει η υποχρέωση κλήτευσης του αντιδίκου, που συνίσταται στην παροχή της δυνατότητας στον τελευταίο να παραστεί στην εξέταση, ώστε να ασκήσει τα παρεχόμενα σε αυτόν, από τις διατάξεις των άρθρων 393, 394, 398, 399, 400, 402, 405, 407, 408, 409, 411 και 413 ΚΠολΔ, δικαιώματα, όπως και να προβάλει ενστάσεις και αιτήσεις (λ.χ. εξαίρεσης του μάρτυρα) που καταχωρίζονται στην ένορκη βεβαίωση και θα κριθούν από το δικαστήριο, αλλά, επίσης, γνωρίζοντας αυτός το περιεχόμενο της κατάθεσης, να μπορεί να την αντικρούσει με νέες ένορκες βεβαιώσεις (άρθρο 422 ΚΠολΔ). Το ίδιο συνάγεται και από την υποχρέωση που καθιερώνεται με τις ανωτέρω διατάξεις, με ποινή το ανυπόστατο της ένορκης βεβαίωσης, για αναφορά στην κλήση, εκτός των άλλων στοιχείων, και της ακριβούς ώρας λήψης της ένορκης βεβαίωσης και τούτο, όχι μόνο για τη διαπίστωση της εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου, αλλά και για την εκπλήρωση του ως άνω σκοπού.
Συνεπώς, η αναγραφή της ακριβούς ώρας λήψης της κατάθεσης του μάρτυρα, είναι αναγκαίο στοιχείο της ένορκης βεβαίωσης, καθόσον μόνο με αυτήν μπορεί να αποδειχθεί η παροχή της δυνατότητας που προαναφέρθηκε στον αντίδικο εκείνου που επισπεύδει την κατάθεση. Η παράλειψη αναφοράς της ακριβούς ώρας λήψης αυτής συνεπάγεται το ανυπόστατο της ένορκης βεβαίωσης. Η υπόδειξη περισσότερων χρόνων διαζευκτικά ή επικουρικά για τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης, δεν ικανοποιεί τα κριτήρια του νομοθέτη, αφού προκαλεί σύγχυση για τον ακριβή χρόνο λήψης της βεβαίωσης (σχετ. ΑΠ 1321/2014, ΑΠ 275/2013). Την τήρηση, μεταξύ άλλων, της αναγκαίας αυτής προϋπόθεσης έχει την υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να ερευνήσει όχι μόνο κατ' ένσταση, αλλά και αυτεπάγγελτα, διότι η έλλειψή της έχει ως συνέπεια ότι η ένορκη βεβαίωση δεν είναι απλώς άκυρη, αλλά ανυπόστατη, ως αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη ( ΑΠ 50/2023, ΑΠ 1538/2022, ΑΠ 1175/2019).
Με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αρθμ. 11 γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη την υιτ' αρθμ. 12.264/7-11-2018 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα αυτής Θ. Κ., την οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε νόμιμα ενώπιον των δικαστηρίων αμφοτέρων των βαθμών, με την αιτιολογία ότι στην επιδοθείσα προς την εναγόμενη- εφεσίβλητη ήδη αναιρεσίβλητη κλήση ο προσδιορισμός του χρόνου εξέτασης της μάρτυρα έγινε με διαζευκτικό τρόπο, ήτοι την 7η Νοεμβρίου 2018 ημέρα Τετάρτη και ώρα 10.00 π.μ. και επικουρικώς 11.00 π.μ. ενώπιον του κ. Ειρηνοδίκη Αθηνών, έτσι ώστε αυτός (χρόνος) δεν ήταν σαφής και συγκεκριμένος, ενώ έπρεπε να την λάβει υπόψη, ενόψει του ότι ο, κατά επικουρικό και όχι διαζευκτικό τρόπο, προσδιορισμός του χρόνου εξέτασης της μάρτυρα έγινε προκειμένου να καλυφθεί ενδεχόμενη εύλογη καθυστέρηση, λόγω φόρτου εργασίας του μεγαλύτερου Ειρηνοδικείου της χώρας και η εναγόμενη-εφεσίβλητη ήδη αναιρεσίβλητη θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να παραστεί κατά τη λήψη της εν λόγω ένορκης βεβαίωσης. Από την παραδεκτή επισκόπηση (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτει ότι η ενάγουσα- εκκαλούσα ήδη αναιρεσείουσα προτιθέμενη, προς απόδειξη της από 25-7-2018 αγωγής της κατά της εναγόμενης-εφεσίβλητης ήδη αναιρεσίβλητης, που επρόκειτο να συζητηθεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ειδική διαδικασία περιουσιακών-εργατικών διαφορών) κατά τη δικάσιμο 9-11- 2018, να εξετάσει τη μάρτυρα Θ. Κ. του Ν. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, κοινοποίησε στην ως άνω αντίδικό της την από 31- 10-2018 κλήση με την οποία καλούσε αυτήν να παρασταθεί κατά την εξέτασή της στον αναφερόμενο τόπο και χρόνο ήτοι, "ενώπιον του κ. Ειρηνοδίκου Αθηνών και στο κατάστημα του Ειρηνοδικείου Αθηνών την 7η Νοεμβρίου 2018, ημέρα Τετάρτη και ώρα 10:00 και επικουρικώς 11:00 π.μ.". Την κλήση αυτή, η οποία δεν περιλαμβάνει όλα τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 422 ΚΠολΔ στοιχεία, καθόσον ο χρόνος εξέτασης της μάρτυρα δεν είναι σαφής και συγκεκριμένος, επέδωσε στην εναγόμενη-εφεσίβλητη ήδη αναιρεσίβλητη στις 31-10-2018 ο δικαστικός επιμελητής του Εφετείου Αθηνών Ι. I.. Π. (βλ. την υπ'αριθμ. 1190/31-10-2018 έκθεση επίδοσης αυτού). Από την προσκομιζόμενη υπ' αριθμ. 12.264/7-11-2018 ένορκη βεβαίωση που συντάχθηκε για την εξέταση της μάρτυρα Θ. Κ. του Ν. προκύπτει ότι η ανωτέρω μάρτυρας εμφανίστηκε στο κατάστημα του Ειρηνοδικείου Αθηνών που είχε οριστεί ως τόπος για την εξέτασή της και κατέθεσε ένορκα ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών όσα αναφέρονται στο περιεχόμενο της πιο πάνω ένορκης βεβαίωσης "στις 7-11- 2018 ημέρα Τετάρτη και ώρα 10.00 π.μ.", ερήμην της κληθείσας εναγόμενης- εφεσίβλητης ήδη αναιρεσίβλητης, όπως προκύπτει από το αναφερόμενο σε αυτήν(ένορκη βεβαίωση) ότι ο αντίδικος δεν παραστάθηκε. Λόγω της έλλειψης σαφούς και συγκεκριμένου προσδιορισμού του χρόνου εξέτασης της μάρτυρα, και σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η ένορκη βεβαίωση δεν ήταν νόμιμη. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο είχε υποχρέωση να εξετάσει αυτεπάγγελτα τη νομιμότητα του προσκομισθέντος αποδεικτικού αυτού μέσου, με τη μη λήψη υπόψη της ως άνω ένορκης βεβαίωσης, δεν υπέπεσε στην εκ του άρθρου 559 αρ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ, πλημμέλεια, αφού δεν επρόκειτο για νόμιμο αποδεικτικό μέσο και ο σχετικός δεύτερος λόγος της αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Κατά τον αριθμό 11 περ. α' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο, εκτός των άλλων, ο ισχυρισμός προς απόδειξη του οποίου έχει ληφθεί υπόψη το εν λόγω αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 1588/2007), διαφορετικά αυτός απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 490/2017, ΑΠ 1416/ 2007). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο, παρά τον νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα, ως ουσιώδεις ισχυρισμοί, στηρίζουν το αίτημα αγωγή";, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 3/1997, ΟλΑΠ 11/1996). Αντίθετα, δεν θεωρούνται "πράγματα", κατά την προεκτεθείσα έννοια, οι αιτιολογημένες αρνήσεις των πιο πάνω ισχυρισμών, ούτε οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αόριστοι ή αβάσιμοι κατά το νόμο ισχυρισμοί, εφόσον οι τελευταίοι δεν είναι ουσιώδεις για την έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 8/2013, ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 406/2022, ΑΠ 750/2020, ΑΠ 76/2016). Εξάλλου, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός και όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό και τον απορρίπτει ευθέως για οποιοδήποτε τυπικό ή ουσιαστικό λόγο (ΟλΑΠ 12/1991), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ ΑΠ 11/1996, ΑΠ 14/2022, ΑΠ 59/2020, ΑΠ 545/2019).? Η αναιρεσείουσα με τον τρίτο λόγο αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση: Α) Κατά το πρώτο σκέλος του, την από τον αριθμό 11 περ. α' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος ανεπίτρεπτα αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα, τις υπ' αριθμ. 4.029, 4.030 και 4.031 και ημερομηνία 8-11-2018 ένορκες βεβαιώσεις των Τ. Π., Π. Τ. και Γ. Ρ., αντίστοιχα, οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια της εναγόμενης-εφεσίβλητης ήδη αναιρεσίβλητης, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Αγγελικής Μιχαήλ Γρατσία, μετά από νόμιμη κλήτευση της ίδιας, πλην όμως, όπως η ίδια συμβολαιογράφος βεβαιώνει, η λήψη τους έγινε μετά το πέρας ενός τετάρτου από την ορισμένη ώρα τους, χωρίς η καθυστέρηση αυτή να αποδίδεται σε φόρτο εργασίας ή σε λόγο ανωτέρας βίας, γεγονός που τις καθιστά ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα. Β) Κατά το δεύτερο σκέλος του, την από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο απέρριψε σιωπηρά το τελευταίο σκέλος του τέταρτου λόγου της από 3-2-2020 έφεσής της, με τον οποίο είχε προβάλει το ανυπόστατο των πιο πάνω ένορκων βεβαιώσεων. Ο λόγος αυτός κατά το πρώτο σκέλος του, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στον αριθμό 11 περ. α' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος ως αόριστος, καθότι δεν διαλαμβάνεται στο αναιρετήριο ο ισχυρισμός προς απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου προσκομίσθηκαν από την εναγόμενη-εφεσίβλητη ήδη αναιρεσίβλητη οι πιο πάνω ένορκες βεβαιώσεις. Σε κάθε περίπτωση ο ως άνω αναιρετικός λόγος κατά το πρώτο από τον αριθμό 11 περ. α' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ σκέλος του είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από την επισκόπηση των υπ' αριθμ. 4029 ,4030 και 4031/ 8-11-2018 ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Αγγελικής Μιχαήλ Γρατσία, στις οποίες διαλαμβάνεται η μνεία " Αφού παρήλθε η ώρα 16.15 (για την πρώτη), 16.45 (για τη δεύτερη) και 17.15 (για την τρίτη ένορκη βεβαίωση) και μη προσελθούσης της κληθείσας, προσήλθε ενώπιον μου ο (η) μάρτυρας...", σαφώς προκύπτει ότι η συμβολαιογράφος ανέμενε για εύλογο χρόνο δεκαπέντε(15) λεπτών, μετά την ορισθείσα ώρα λήψης εκάστης των ενόρκων βεβαιώσεων, για την εμφάνιση της κλητευθείσας αναιρεσείουσας και αμέσως μετά την παρέλευση του πιο πάνω χρονικού διαστήματος, προέβη νομίμως στην όρκιση και εν συνεχεία στη λήψη της ένορκης κατάθεσης του κάθε μάρτυρα. Κατά το δεύτερο σκέλος του, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στον αριθμό 8 του ίδιου ως άνω άρθρου, ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος είναι, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, αβάσιμος διότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τον πιο πάνω ισχυρισμό περί ανεπιτρέπτου των εν λόγω ένορκων βεβαιώσεων, τον οποίο απέρριψε εκ του πράγματος, λαμβάνοντας αυτές υπόψη.
Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 του ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Ειδικότερα, παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του περιεχομένου του (σφάλμα ανάγνωσης) με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ του αναιρετικού ελέγχου (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 75/2022, ΑΠ 1953/2017). Παραμόρφωση εγγράφου κατά την έννοια του παραπάνω αναιρετικού λόγου συνιστά και η παράλειψη του δικαστηρίου να αναγνώσει μέρος του εγγράφου, όταν το μέρος αυτό είναι κρίσιμο για την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 816/2022, ΑΠ 922/2018, ΑΠ 765/2014, ΑΠ 1440/2002). Για να θεμελιώνεται ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 20 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο Λόγο στο έγγραφο που φέρεται ότι παραβιάσθηκε κατά το περιεχόμενο του. Δεν αρκεί έτσι ότι το συνεκτίμησε απλώς με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξάρει το περιεχόμενό του σε σχέση με το αποδεικτικό πόρισμα στο οποίο κατέληξε και το οποίο, εξ άλλου, θα πρέπει να είναι επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα αναφορικά με πράγματα που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 295/2018, ΑΠ 355/2012, ΑΠ 1627/2010). Σύμφωνα δε με την ως άνω διάταξη σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 566 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, για να είναι ορισμένος και, συνεπώς, παραδεκτός ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο α) το έγγραφο που παραμορφώθηκε, κατά τρόπο που να προκύπτει η ταυτότητά του, β) το αληθινό περιεχόμενο του εγγράφου, που φέρεται ότι παραμορφώθηκε (κατά λέξη παρατιθέμενο), γ) το διαφορετικό περιεχόμενο που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι έχει το έγγραφο αυτό, ούτως ώστε από τη σύγκριση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου με εκείνο που φέρεται να δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση να υπάρχει η δυνατότητα κρίσης; από τον Άρειο Πάγο περί της ύπαρξης ή μη διαγνωστικού σφάλματος κατά την ανάγνωση του εγγράφου, δ) ο ουσιώδης ισχυρισμός, για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το έγγραφο, ε) η επιρροή που είχε η λανθασμένη ανάγνωση του εγγράφου στο διατακτικό της απόφασης, δηλαδή το επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο εξαιτίας της παραμόρφωσης του εγγράφου και στ) να εκτίθεται ότι το έγγραφο προσκομίσθηκε με επίκληση κατά νόμιμο τρόπο στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 438/2021,ΑΠ 1093/2020, ΑΠ 950/2019, ΑΠ 265/2015, ΑΠ 333/2011). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθ.559 αρ. 11 γ' ΚΠολΔ. αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος κατ' ουσίαν, όταν το δικαστήριο βεβαιώνει με την απόφασή του ότι έλαβε υπόψη τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, για τα οποία προτείνεται ο αναιρετικός λόγος ή έλαβε υπόψη όλα τα με επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα, έστω και χωρίς να γίνεται μνεία και χωριστή αξιολόγηση του κάθε ενός από αυτά στην απόφαση, εκτός αν, παρά την βεβαίωση αυτή, από το περιεχόμενο της απόφασης και ιδίως από τις αιτιολογίες, καταλείπονται αμφιβολίες για την συνεκτίμηση όλων ή ορισμένων εγγράφων (ΟλΑΠ 8/2016, ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 68/2022, ΑΠ 720/2019, ΑΠ 1409/2019). Η αναιρεσείουσα με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση: Α) Κατά το πρώτο σκέλος του, την από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο παρέλειψε να αναγνώσει συγκεκριμένο τμήμα του εντύπου Ε5, το οποίο η αναιρεσίβλητη υπέβαλε στο Πληροφοριακό Σύστημα "ΕΡΓΑΝΗ" με αριθμ. πρωτ. ... και ώρα 14:07, και συγκεκριμένα το ότι, στον πίνακα Ε του ως άνω εντύπου με τίτλο "ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΟΙΚΕΙΟΘΕΛΟΥΣ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΟΥ" η ίδια σημείωσε με Χ το πεδίο "όχι" στο αν επιδόθηκε εξώδικη δήλωση απ' τον εργοδότη και άφησε ακολούθως κενή την ημερομηνία επίδοσης, τμήμα, το οποίο ήταν κρίσιμο για την ουσία της υπόθεσης, καθώς από μεταγενέστερα του πιο πάνω εντύπου έγγραφα, στα οποία στηρίχθηκε αποκλειστικά η κρίση του, δεν προκύπτει πότε η φερόμενη ως επισυναπτόμενη έκθεση επίδοσης εισήχθη στο σύστημα και Β) κατά το δεύτερο σκέλος του την από τον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια με την αιτίαση ότι: α') καταλείπεται αμφιβολία, αν το Εφετείο έλαβε υπόψη την υπ' αριθμ. πρωτ. ... βεβαίωση του Ο.Α.Ε.Δ. (Κ.Π.Α. 2 ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ) περί μη προσκομιδής επισυναπτόμενου εγγράφου μαζί με την οικειοθελή της αποχώρηση, την οποία (βεβαίωση) παραδεκτά, κατ' άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ προσκόμισε και επικαλέστηκε στο Εφετείο ως σχετ. 37 με τις από 18-10-2021 προτάσεις του, καθόσον σε ουδεμία μνεία ή αξιολόγηση για το συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο προέβη, αλλά το αντιμετώπισε σαν να μην υπήρχε, καταλήγοντας σε επιζήμιο γι'αυτήν αποτέλεσμα περί της συνδρομής ή μη των όρων του άρθρου 38 του Ν. 4487/2017 και β) δεν έλαβε υπόψη την υπ' αριθμ. πρωτ. ... βεβαίωση του Ο.Α.Ε.Δ., την οποία είχε επικαλεστεί και προσκομίσει τόσο στο Πρωτοδικείο όσο και στο Εφετείο με τις αντίστοιχες προτάσεις της και την επ' αυτών προσθήκη-αντίκρουση, από την οποία αποδεικνύεται ότι η αρμόδια υπηρεσία του Ο.Α.Ε.Δ., προέβη στην επιδότησή της ως άνεργης από 27-7-2018, δεδομένου ότι μέχρι τότε, προφανώς δεν είχε υποβληθεί από την αναιρεσίβλητη στην "ΕΡΓΑΝΗ" η έκθεση επίδοσης της εξώδικης δήλωσής της. Ο λόγος αυτός, κατά το πρώτο σκέλος του, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στον αριθμό 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας, αφού δεν εκτίθεται στο αναιρετήριο ο ουσιώδης ισχυρισμός για την απόδειξη του οποίου χρησίμευε το πιο πάνω έγγραφο και σε κάθε περίπτωση ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον, όπως και η ίδια η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται, το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο αυτό, αλλά το συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και ιδίως το με αριθμ. πρωτ. 11563/19-10-2021 έγγραφο παροχής στοιχείων του Ο.Α.Ε.Δ. (ΚΠΑ2 Αθήνας) και την αναφορά του Επιθεωρητή Εργασίας στο υπ' αριθμ. 499/2018 δελτίο εργατικής διαφοράς, όπου αντιθέτως βεβαιώνεται η τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 38 του Ν. 4418//2017, με τη συνυποβολή (μεταξύ άλλων) της με αριθμ. 4584Ε/19-7- 2018 έκθεσης επίδοσης της από 19-7-2018 εξώδικης δήλωσης της αναιρεσίβλητης προς την αναιρεσείουσα (βλ.17° φύλλο προσβαλλόμενης), η οποία επίδοση σημειωτέων έλαβε χώρα 12.10 της 19-7-2018, ήτοι πριν την υποβολή στις 14.07 της ίδιας ημέρας του εντύπου Ε5 στο Πληροφοριακό Σύστημα "ΕΡΓΑΝΗ", όπως προκύπτει από την επισκόπηση των ανωτέρω εγγράφων. Ο ίδιος λόγος, κατά το δεύτερο σκέλος του, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι αβάσιμος και κατά το στοιχείο α' και κατά το στοιχείο β' αυτού, διότι από την περιεχομένη στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση ότι το Εφετείο προς σχηματισμό του εν γένει αποδεικτικού πορίσματός του έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, μεταξύ άλλων και "[...] όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι νόμιμα, με επίκληση προσκομίζουν, για να χρησιμεύσουν είτε, ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων[...]", δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι τούτο, για την επί της ουσίας κρίση του, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, μεταξύ άλλων, και όλα τα προσκομισθέντα ενώπιον αυτού από την αναιρεσείουσα έγγραφα, μεταξύ δε αυτών και τις αναφερόμενες (και προσκομιζόμενες) στον συναφή περί του αντιθέτου ως άνω λόγο αναίρεσης βεβαιώσεις του Ο.Α.Ε.Δ. [5607/14-12-2018 βεβαίωση του Ο.Α.Ε.Δ. (Κ.Π.Α. 2 ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ) και υπ' αριθμ. πρωτ. ... βεβαίωση του Ο.Α.Ε.Δ., αντίστοιχα]. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα, η ένδικη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας, που παραστάθηκε προσηκόντως κατά την παρούσα συζήτηση και κατέθεσε προτάσεις(άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 3 Ιουνίου 2022 με αριθμό καταθ. 4422/477/3-6- 2022 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ 2519/16-5-2022 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 26 Μαρτίου 2024.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 2 Αυγούστου 2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



<< Επιστροφή