ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 1243/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 1243/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 1243/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1243 / 2024    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 1243/2024

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νικόλαο Πουλάκη και Απόστολο Φωτόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 31 Οκτωβρίου 2023, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Α. Δ. του Α. , κατοίκου ... . Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αγαθή Πανούση, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η oποία κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "ΕΛΕΗΜΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΘΗΝΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Δημητρίου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο oποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21-10-2019 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 159/2021 του ίδιου Δικαστηρίου και 4905/2021 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 12-10-2022 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την από 12-10-2022 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 8220-919/24-10-2022 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ' αριθμό 4905/30-11-2021 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών - η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 591 παράγραφος 1, 614 Αριθμός 3, 621 και 622 ΚΠολΔ) - επί της από 11-4-2021 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 23114-1546/19-4-2021 έφεσης που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα κατά της υπ' αριθμό 159/4-2-2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και γενικά παραδεκτά (άρθρα 552, 553 παράγραφος 1 β, 556 παράγραφος 1, 558, 564 παράγραφος 3, 566 παράγραφος1 και 577 παράγραφος 1 και 3 ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως να ερευνηθεί και περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 577 παράγραφος 3 ΚΠολΔ). 2. Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων που υπάρχουν στη δικογραφία (άρθρο 561 παράγραφος 2 ΚΠολΔ) προκύπτουν τα εξής: Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα στην από 21-10-2019 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 93010-2465/25-10-2019 αγωγή της - την οποία απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και έστρεψε κατά του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου - είχε εκθέσει τα εξής: Ότι στις 18-7-1991 είχε καταρτίσει με το εναγόμενο, νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία "Ελεήμων Εταιρεία Αθηνών" και έδρα την Αθήνα, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ότι έκτοτε παρείχε σε αυτό προσηκόντως την εργασία της κυρίως ως θαλαμηπόλος στον οίκο ευγηρίας που διατηρεί στην Αθήνα. Ότι το εναγόμενο από το έτος 2010 και εφεξής άρχισε να παραβιάζει τη συμβατική του υποχρέωση έναντί της για καταβολή των μισθών και των λοιπών ληξιπρόθεσμων αποδοχών τις οποίες μπορούσε νόμιμα να απαιτήσει από αυτό. Ότι τον Ιούλιο του έτους 2018 το εναγόμενο όφειλε σε αυτή δεδουλευμένες αποδοχές τεσσάρων (4) ετών. Ότι για το λόγο αυτό στις 9-7-2018 άσκησε νόμιμα εναντίον του επίσχεση εργασίας με αποτέλεσμα το εναγόμενο να περιέλθει σε κατάσταση υπερημερίας η οποία μάλιστα δεν έπαυσε με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο. Ότι, επειδή απείχε από την εργασία της για το λόγο ότι είχε ασκήσει το δικαίωμα επίσχεσης, το εναγόμενο επέδωσε σε αυτή στις 22-7-2019 εξώδικη δήλωση με την οποία της γνωστοποίησε ότι είχε αποχωρήσει οικειοθελώς από την εργασία της, μολονότι η ίδια δεν είχε ποτέ εκδηλώσει τέτοια βούληση. Ότι το εναγόμενο, ωστόσο, δεν ανήγγειλε νομότυπα και εμπρόθεσμα - σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 4488/2017 και τα άρθρα 2.3, 4.13 και 5.20 της Υ.Α. 40331/Δ.1.13521/13-9-2019 (Φ.Ε.Κ. Β 3520/19-9-2019) - το γεγονός της παραίτησης της στο πληροφορικό σύστημα "ΕΡΓΑΝΗ" του Υπουργείου Εργασίας με συνέπεια να θεωρείται ότι η σύμβαση εργασίας της είχε λυθεί με άτακτη καταγγελία του εναγομένου, η οποία επιπλέον ήταν άκυρη, διότι το εναγόμενο δεν είχε τηρήσει για την απόλυση της τον έγγραφο τύπο που προβλέπεται από τα άρθρα 5 παράγραφος 3 του ν. 3198/1955, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 2 παράγραφος 4 του ν. 2556/1997, και δεν είχε καταβάλει σε αυτή τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης (άρθρο 1 του ν. 2112/1920 και 3 παράγραφος 1 του β.δ. της 16/18-7-1920). Με το ιστορικό αυτό αιτήθηκε Α) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει σε αυτή τις αποδοχές του χρονικού διαστήματος από το μήνα Ιούλιο του έτους 2018 έως και το μήνα Ιούνιο του έτους 2019 κατά τη διάρκεια του οποίου είχε ασκήσει το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας της συνολικού ποσού ([(1.662,44 Ευρώ το μήνα μισθός Χ 12 μήνες) + το δώρο Χριστουγέννων του έτους 2018 από 1.672,44 Ευρώ + το δώρο Πάσχα του έτους 2019 ποσού 836,22 Ευρώ] =) 22.577,94 Ευρώ με τους νόμιμους τόκους που αναλογούσαν σε αυτό από το τέλος κάθε μήνα κατά τον οποίο κάθε επιμέρους μισθολογική παροχή είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή και, επικουρικά, από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση και, επιπλέον, Β) επειδή το εναγόμενο είχε καταγγείλει ακύρως τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας, πρώτον, να υποχρεωθεί να αποδέχεται προσηκόντως την εργασία της και να την απασχολεί στο μέλλον με την απειλή χρηματικής ποινής και, δεύτερον, να καταβάλει σε αυτή μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα που δεν την απασχολούσε και, συγκεκριμένα, από 1-8-2019 έως και 31-7-2020 συνολικού ποσού (1.672,44 Ευρώ το μήνα που ήταν οι μηνιαίες μικτές αποδοχές της Χ 12 μήνες =) 20.069,28 Ευρώ και περαιτέρω - επικουρικά ως προς το αμέσως προηγούμενο αίτημα - σε περίπτωση που κρινόταν ότι η απόλυσή της ήταν έγκυρη να υποχρεωθεί το αναιρεσίβλητο να της καταβάλει ποσόν ([1.672,44 Ευρώ που ήταν οι μικτές μηνιαίες αποδοχές της + (1.672,44 Ευρώ: 6)] Χ 24 μήνες) = 46.828,32 Ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης με τους νόμιμους τόκους από τη δήλη ημέρα καταβολής της και, επικουρικά, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Το εναγόμενο-εργοδότης αρνήθηκε την αγωγή και, επικουρικά, επικαλέσθηκε ότι η αναιρεσείουσα-εργαζομένη άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας εναντίον του (άρθρα 281 ΑΚ, 591 παράγραφος 1 και 262 παράγραφος 1 ΚΠολΔ) με συνέπεια να μην μπορεί να θεμελιώσει οποιαδήποτε συμβατική του υποχρέωση έναντί της. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δίκασε την υπόθεση αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 591 παράγραφος 1, 218 παράγραφος 1, 219 παράγραφοι 1 και 2, 614 παράγραφος 3 και 621 επ. ΚΠολΔ) και εξέδωσε την υπ' αριθμό 159/4-2-2021 απόφαση, με την οποία έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη ως προς το πρώτο και ως προς το κύριο αίτημα του δευτέρου κεφαλαίου της (άρθρα 648 επ. ΑΚ), ενώ την απέρριψε ως μη νόμιμη ως προς το επικουρικό αίτημα του δευτέρου κεφαλαίου της με την παραδοχή ότι η αναιρεσείουσα είχε αποχωρήσει οικειοθελώς από την εργασία της, οπότε δεν είχε αξίωση κατά του αναιρεσιβλήτου για καταβολή αποζημίωσης απόλυσης. Το ίδιο Δικαστήριο απέρριψε στη συνέχεια την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη - ως προς το πρώτο της κεφάλαιο - επειδή δέχθηκε την ένσταση που είχε προβάλει το εναγόμενο ως παραδεκτή και βάσιμη (άρθρα 591 παράγραφος 1, 262 παράγραφος 1 ΚΠολΔ, 648, 652, 325 και 281 ΑΚ) και ως προς το κύριο αίτημα του δευτέρου κεφαλαίου της με την παραδοχή ότι η ενάγουσα είχε σιωπηρά παραιτηθεί από την εργασία της γιατί απουσίαζε αδικαιολόγητα από αυτή για μεγάλο χρονικό διάστημα, ότι το εναγόμενο ως εργοδότης είχε τηρήσει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 38 του ν. 4488/2017 και συνεπώς δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση είχε επέλθει η λύση της σύμβασης εργασίας του με την ενάγουσα με άτακτη καταγγελία του και μάλιστα άκυρη. Η ενάγουσα άσκησε κατά της απόφασης που προαναφέρθηκε την από 11-4-2021 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 23114-1546/19-4-2021 έφεση - την οποία απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών - για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεσή της και να εξαφανισθεί η απόφαση που είχε εκκληθεί με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή της κατά του εφεσιβλήτου-εναγομένου. Το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δίκασε την έφεση αντιμωλία των διαδίκων κατά τη διαδικασία που είχε δικάσει και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (άρθρα 591 επ., 614 παράγραφος 3 και 621 επ. ΚΠολΔ) και εξέδωσε την υπ' αριθμό 4905/30-11-2021 απόφαση με την οποία έκρινε ότι η ένσταση από τα άρθρα 591 παράγραφος 1, 262 παράγραφος 1 ΚΠολΔ, 648, 325 και 281 ΑΚ που είχε προβάλει το εφεσίβλητο ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου - και είχε επαναφέρει νομότυπα με τις προτάσεις του και ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου (άρθρα 591 παράγραφος 1, 240, 527 Αριθμός 1, 262 παράγραφος 1 ΚΠολΔ, 648, 652, 325 και 281 ΑΚ) - ήταν βάσιμη για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στην απόφαση. Μετά από αυτό το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο α) απέρριψε την έφεση ως προς το πρώτο κεφάλαιο της αγωγής, συπληρώνοντας τις αιτιολογίες της πρωτόδικης απόφασης, αλλά β) τη δέχθηκε ως βάσιμη και εξαφάνισε για το λόγο αυτό την εκκαλουμένη ως προς τη διάταξή της με την οποία είχε απορριφθεί η επικουρική βάση του δευτέρου κεφαλαίου της αγωγής. Το Μονομελές Εφετείο στη συνέχεια κράτησε και δίκασε την υπόθεση ως προς το ίδιο κεφάλαιο στην ουσία της, έκανε δεκτή την αγωγή που είχε ασκήσει η εκκαλούσα-ενάγουσα κατά του εφεσιβλήτου-εναγομένου και το υποχρέωσε να καταβάλει σε αυτή νομιμότοκα συνολικό ποσό 23.813,27 Ευρώ ως αποζημίωση από έγκυρη απόλυσή της. Το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) δέχθηκε συγκεκριμένα τα εξής: «(...) Αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το εναγόμενο [ήδη αναιρεσίβλητο] αποτελεί φιλανθρωπικό σωματείο, το οποίο συστάθηκε κατά το έτος 1 864, με την επωνυμία "Ελεήμων Εταιρεία Αθηνών, Γηροκομείο - Πτωχοκομείο (Ε.Ε.Α.)" και καταχωρίσθηκε στην οικεία στήλη του βιβλίου αναγνωρισθέντων σωματείων του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αύξ. αριθ. 2073. Εκπροσωπείται για την διεξαγωγή της παρούσας υπόθεσης, μετά την από 11/10/21 προσωρινή διαταγή της Προέδρου Υπηρεσίας του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, περί διορισμού προσωρινής διοίκησής του, από τον πρόεδρο του προσωρινού Δ.Σ. Σ. Χ. (σχ. από 12/10/21 πρακτικό 1 της προσωρινής του διοίκησης). Κατά το καταστατικό του (άρθ. 2 παρ. 1 εδ. α') σκοπό του έχει κυρίως την δωρεάν αρωγή, διαμονή, σίτιση, ιατρική παρακολούθηση, πρόσκαιρη νοσηλεία ή και οργανωμένη περίθαλψη στο στην Αθήνα κείμενο καθίδρυμά της ή σε άλλους χώρους, που πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις για το σκοπό αυτό, προσώπων ενδεών, τα οποία δεν έχουν κανένα πόρο ζωής και αδυνατούν να εργασθούν ένεκα ασθένειας ή γήρατος, σε κάθε περίπτωση άνω των εξήντα οκτώ (68) ετών εκτός ειδικών και εξαιρετικών περιπτώσεων, για τις οποίες θα αποφασίζει το Δ.Σ. Για τις ανάγκες οργάνωσης και παροχής των ως άνω καταστατικών υπηρεσιών του προς τους αποδέκτες που συγκέντρωναν τις ανωτέρω αναφερόμενες προϋποθέσεις, το αναιρεσίβλητο δια των νομίμων οργάνων του προσέλαβε την 18/07/1991 την 24χρονη τότε Αλβανή υπήκοο (εκ Β. Ηπείρου) ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα [(γεν. 20/07/1967] (...) η οποία είχε νόμιμη διαμονή στην Ελλάδα ως μέλος οικογένειας Έλληνα και ήταν απόφοιτη Λυκείου, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου προκειμένου να παράσχει τις υπηρεσίες της ως καμαριέρα ("θαλαμηπόλος») στις εγκαταστάσεις του (...) χωρίς να διαθέτει την προς τούτο προηγούμενη εμπειρία (σχ. έντυπο αναγγελίας της από 18/07/1991 πρόσληψης). Κατά τους όρους της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας, οι οποίοι αποτυπώθηκαν εγγράφως στο από ιδίας ημερομηνίας ιδιωτικό συμφωνητικό των μερών, η ενάγουσα προσελήφθη αρχικά για δίμηνη δοκιμαστική περίοδο, μετά το πέρας της οποίας υπήρχε δυνατότητα παρατάσεως της διάρκειάς της για ένα ακόμη εξάμηνο με απόφαση του Δ.Σ. του εναγομένου. Μετά δε το πέρας και του εξαμήνου υπήρχε η δυνατότητα μετατροπής της συμβάσεως σε αορίστου χρόνου μετά από εισήγηση της Διεύθυνσης του εναγομένου που θα στηριζόταν σε έκθεση περί της εργατικότητας και της συμπεριφοράς της ενάγουσας (όρος α' της συμβάσεως). Επίσης συμφωνήθηκε ότι η ενάγουσα πλην των υπηρεσιών της ως άνω ειδικότητας, θα προσέφερε και οποιαδήποτε άλλη παρεμφερή ή συναφή εργασία κατά τις ανάγκες του εναγομένου (όρος β' της συμβάσεως). Η επί δώρο ημερησίως και 5ήμερο σε εβδομαδιαία βάση προσφερόμενη εργασία της ενάγουσας θα αμειβόταν σύμφωνα με τις μηνιαίες αποδοχές που προβλέπονταν από τις οικείες σ.σ.ε. ή Δ.Α. (όρος στ' της συμβάσεως). Μετά την παρέλευση και του εξαμήνου, κατά τη διάρκεια του οποίου η ανταπόκριση της ενάγουσας στις υποχρεώσεις εκ της ως άνω συμβάσεως στέφθηκε με επιτυχία, η σύμβασή της μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου κατά τα ως άνω (...). Προϊόντος όμως του χρόνου, οι υπηρεσίες της ενάγουσας επικεντρώθηκαν σε εκείνες της πρακτικής αδελφής, ήτοι της επαγγελματικής ειδικότητας νοσοκόμας που απέκτησε με την πείρα και όχι με τη φοίτησή της σε αντίστοιχη σχολή. Καθ' όλα τα έτη της λειτουργίας του και μέχρι το έτος 2010, το εναγόμενο εμφάνισε ομαλή πορεία στο χώρο δραστηριοποίησής του και ήταν πάντοτε συνεπές στην καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών των εργαζομένων του. Από το έτος όμως 2010, εμφανισθείσης της γνωστής εθνικής δημοσιονομικής κρίσης, άρχισε να εμφανίζει σημαντικά προβλήματα ρευστότητας, εξαιτίας των οποίων η καταβολή της μισθοδοσίας του προσωπικού του εναγομένου να γίνεται με καθυστέρηση και έναντι καταβολές. Η ενάγουσα, καθ' όλη τη διάρκεια της εργασιακής της σχέσης, παρείχε τις υπηρεσίες της με ζήλο και εργατικότητα, ανταποκρινόμενη πλήρως στις υποχρεώσεις της ως άνω σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και με αντίστοιχες καταβολές των μισθών από το εναγόμενο. Ωστόσο, λόγω των ως άνω οικονομικών προβλημάτων του τελευταίου, από το Σεπτέμβριο του έτους 2010 άρχισε να καταβάλλει καθυστερημένα και τμηματικά τις δεδουλευμένες αποδοχές της ενάγουσας, προβαίνοντας σε έναντι καταβολές, όπως άλλωστε έπραττε και σε σχέση με το υπόλοιπο μεγάλο σε αριθμό προσωπικό του, ενώ από τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2013 σχεδόν διέκοψε την καταβολή της τρέχουσας μισθοδοσίας της ενάγουσας. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα, να συσσωρευθούν δεδουλευμένες αποδοχές της ενάγουσας από 01/09/10 έως 31/07/11 και από 01/07/12 έως 31/05/13. Εξαιτίας αυτού, η ενάγουσα άσκησε την από 10/09/13 και αρ. κατ. 1424/12-09-13 αγωγή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών για το πρώτο χρονικό διάστημα και την από 14/03/17 και αρ. κατ. 213 82/446/2017 ομοία για το δεύτερο, οι οποίες έγιναν δεκτές με τις υπ' αριθ. 3 06/11-03-15 και 143 3/17-11-17 αντιστοίχως αποφάσεις του ως άνω Δικαστηρίου. Παρά την έκδοση όμως των ως άνω αποφάσεων, το εναγόμενο εξακολούθησε και πάλι να ανταποκρίνεται με δυσκολία στις τρέχουσες μισθολογικές ανάγκες της ενάγουσας. Αυτή, κατ' επανάληψη όχλησε προφορικά τα νόμιμα όργανά του, όπως και άλλοι υπάλληλοι, ζητώντας την καταβολή υπολοίπων δεδουλευμένων της από παρελθόντα χρονικά διαστήματα, αλλά και νέων δημιουργηθέντων μετά την έκδοση της τελευταίας ως άνω αποφάσεως. Πλην όμως αυτό, δια του νόμιμου εκπροσώπου της, επικαλούνταν πραγματική οικονομική αδυναμία να καταβάλει άμεσα τα οφειλόμενα δεδουλευμένα. Εκείνη όμως συνέχισε να εργάζεται, ενόψει του λιγοστού απομένοντος χρόνου συνταξιοδοτήσεώς της. Έτσι εχόντων των πραγμάτων, συνεχιζομένης της επαύξησης των οφειλών του εναγομένου στην ενάγουσα με την πάροδο του χρόνου, η τελευταία δια της από 02/07/18 εξώδικης δηλώσεως της επίσχεσης εργασίας - πρόσκλησης με διαμαρτυρία, την οποία επέδωσε την 05/07/18 στο εναγόμενο (σχ. υπ' αριθ. 7889Ε705-07-18 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Α. Π.. Σ. ) δήλωσε ότι προβαίνει σε επίσχεση εργασίας, προσδιορίζοντας τα οφειλόμενα αναλυτικά, χρονικώς και κατ' είδος (...). Ειδικότερα με αυτήν, εξέθετε ότι ο μηνιαίος μικτός μισθός της κατά την κρίσιμη περίοδο ανερχόταν σε 1672,44 €, ότι το εναγόμενο της όφειλε δεδουλευμένες αποδοχές από το χρονικό διάστημα του μηνός Ιουλίου του έτους 2011 έως και τον μήνα Ιούνιο του έτους 2018 και ότι από την 10/07/18 θα έπαυε να προσφέρει τις υπηρεσίες της μέχρι την πλήρη αποπληρωμή όλων των οφειλομένων καθυστερούμενων δεδουλευμένων αποδοχών της (...).Για την άσκηση του ως άνω δικαιώματος της ενάγουσας συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις άσκησής του (έγκυρη σύμβαση εργασίας, διαθεσιμότητά της να παράσχει κατά τον χρόνο της επίσχεσης την εργασία της. ληξιπρόθεσμα] και συναφή προς την παροχή εργασίας της αξίωση προς τον εργοδότη εναγόμενο και γνωστοποίησή της, με ακριβές ποσοτικό περιεχόμενο (...). Στην εξώδικη αυτή δήλωση το εναγόμενο απάντησε, μετά την πάροδο έτους δια της από 22/07/19 εξώδικης δήλωσής του - γνωστοποίησης με επιφύλαξη δικαιωμάτων, η οποία επιδόθηκε στην ενάγουσα την 31/07/19 (...) χαρακτηρίζοντας την έως τότε διαρκούσα επίσχεση εργασίας της ως καταχρηστική (άρθ. 281 ΑΚ). Τον χαρακτηρισμό αυτό το εναγόμενο δια της παραπάνω εξώδικης δήλωσής του εξήγαγε από το συνδυασμό διαφόρων κριτηρίων ιδίως την διάρκεια επίσχεσης, την αοριστία δήλωσης επίσχεσης, την υπαιτιότητά του, την μακροχρόνια άρνηση της ενάγουσας να διεκδικήσει τα δεδουλευμένα της, την διαπραγμάτευση της ενάγουσας με αυτό και την προηγούμενη ενημέρωσή του και την πρόκληση δυνανάλογης ζημίας σε αυτό σε σχέση με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα (...). Λόγω δε της κατ' αυτό καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της, δήλωσε προς αυτήν ότι έχει αποχωρήσει οικειοθελώς από την εργασία της και ότι θα αναγγείλει τούτο στο πληροφοριακό σύστημα "Εργάνη», όπως και έπραξε αυθημερόν. Η δήλωση όμως αυτή του εναγομένου δεν ανέπτυξε έννομα αποτελέσματα, και η σύμβαση εργασίας δεν λύθηκε, αφού (...) αυτό δεν είχε το δικαίωμα από μόνη τη δήλωση της αναιρεσείουσας να θεωρήσει ότι η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας της έχει λυθεί από αυτήν με οικειοθελή αποχώρησή της από την εργασία της, με την επίκληση εκ μέρους του της καταχρηστικότητας της επίσχεσης εργασίας της ενάγουσας. Αυτή δε στην ως άνω δήλωση επίσχεσης εργασίας γνωστοποίησε στο εναγόμενο ότι προτίθεται να επιστρέφει στην εργασία της μετά την ολοσχερή εξόφληση των οφειλομένων σε αυτήν καθυστερουμένων αποδοχών. Εξάλλου δεν προέκυψε βούληση αποχώρησής της από την εργασία. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι η μη καταβολή των αποδοχών της ενάγουσας, όπως και άλλων εργαζομένων, δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα του εναγομένου, ούτε σε λόγους που αφορούσαν το πρόσωπο της ενάγουσας και σε δυσμενή μεταχείρισή της έναντι άλλων εργαζομένων, αλλά οφειλόταν σε έλλειψη ταμειακής ρευστότητάς του, προερχόμενη από τη γενικότερη οικονομική κρίση, που είχε επιφέρει σημαντική μείωση των εσόδων του, δεδομένου ότι τα σταθερά έσοδά του προέρχονταν κυρίως από μισθώματα εκμετάλλευσης της ακίνητης περιουσίας του, καθώς πρόκειται για φιλανθρωπικό ίδρυμα που δεν ασκεί επιχειρηματική - κερδοσκοπική δραστηριότητα, δεν επιδοτείται και οι αποδέκτες των υπηρεσιών αυτού είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος αναξιοπαθούντες γέροντες. Είναι άλλωστε γνωστό στο ευρύ κοινό ως "Γηροκομείο Αθηνών». Για τον λόγο αυτό το εναγόμενο προσπαθούσε να εκποιήσει μέρος της μεγάλης ακίνητης περιουσίας που διέθετε, προκειμένου να εξοφλήσει οφειλές του στο Δημόσιο, στους εργαζόμενους και σε προμηθευτές, όπως και δανειακές υποχρεώσεις, προσπάθεια που συναντούσε δυσχέρειες λόγω της εν γένει έλλειψης ρευστότητας και του χαμηλού ενδιαφέροντος για αγορά ακινήτων. Οι εργαζόμενοι ήταν ενήμεροι των δυσχερειών του εναγομένου και για τον λόγο αυτό πολλοί εξ αυτών δεν προέβησαν σε επίσχεση εργασίας, όπως αντιθέτως έπραξε η ενάγουσα, αλλά συνέχισαν να εργάζονται προκειμένου οι τρόφιμοι να μην μείνουν χωρίς φροντίδα, προσδοκώντας να επιλυθεί το πρόβλημα ρευστότητας με εκποίηση ακινήτων. Άλλωστε δεν αποδείχθηκε ότι πριν τον Σεπτέμβριο του έτους 2010 δεν αμειβόταν η ενάγουσα και μάλιστα κατά δυσμενή διάκριση σε σχέση με άλλους εργαζομένους. Με βάση τα ανωτέρω, πράγματι συνάγεται ότι η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης από την ενάγουσα ήταν καταχρηστική ως εκφεύγουσα των ορίων της καλής πίστης, των συναλλακτικών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του σχετικού δικαιώματος, πρωτίστως διότι αυτή γνώριζε ότι η καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών της οφειλόταν στις εξαιρετικά απρόβλεπτες και δυσμενείς γενικές οικονομικές συνθήκες, οι οποίες επηρέασαν την ταμειακή ευχέρεια του εναγομένου να καταβάλει εμπροθέσμως τις αποδοχές του προσωπικού του και ότι σε καμία περίπτωση δεν οφειλόταν σε δυστροπία ή υπαιτιότητα των οργάνων του και ότι αυτό θα προχωρούσε άμεσα σε εκποίηση μέρους της ακίνητης περιουσίας του, η οποία ήταν μεγάλη, προκειμένου να καταβάλει τις δεδουλευμένες αποδοχές της.
Συνεπώς, το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας, που άσκησε η ενάγουσα δεν είχε ως έννομη συνέπεια την υπερημερία του εναγομένου για την καταβολή των αποδοχών της κατά το χρονικό διάστημα που διήρκεσε η επίσχεση και ως εκ τούτου δεν της οφείλονται αντίστοιχες αποδοχές για το ένδικο διάστημα από 10/07/18 έως 31/06/19, καθώς και επιδόματα εορτών Χριστουγέννων 2018 και Πάσχα 2019. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε την σχετική ένσταση του εναγομένου ως ουσιαστικά βάσιμη (...) δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου (άρθ. 281 και 325 ΑΚ) και την εκτίμηση των αποδείξεων, και οι σχετικοί τρεις (03) πρώτοι λόγοι εφέσεως που υποστηρίζουν τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι (...) Περαιτέρω, δια του τετάρτου και τελευταίου λόγου εφέσεως εισάγεται παράπονο για την απόρριψη της επικουρικής βάσης της αγωγής της ενάγουσας ως μη νόμιμης και δη για παραβίαση των άρθ. 38 Ν. 4488/2017. και 5 παρ. 1 & 3 Ν. 3198/1955. στο μέτρο που δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της και ούτε της καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης (...). Όπως, ως άνω εκτέθηκε (...) η ενάγουσα είχε ισχυρισθεί επικουρικά, και για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η καταγγελία της ατομικής σύμβασης εργασίας της είναι έγκυρη, το εναγόμενο της οφείλει την νόμιμη αποζημίωση απόλυσης η οποία με βάση την προϋπηρεσία των είκοσι οκτώ (28) ετών σε αυτό ανερχόταν κατά τους υπολογισμούς της στο ποσό των 46.828,32 €. Η με τα ανωτέρω στοιχεία σωρευόμενη βάση κατά δικονομική επικουρικότητα είναι νομικά επαρκής ως ευρίσκουσα έρεισμα στις διατάξεις των άρθ. 5 παρ. 1 & 3 Ν. 3198/1955, 3 παρ. 2 Ν. 2112/1920 (...), 340, 346 ΑΚ και 219 ΚΠολΔ. Επομένως η εκκαλουμένη, η οποία έκρινε μη νόμιμη την αγωγή κατά την ως άνω επικουρική της βάση, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, και δη τις αμέσως ως άνω αναφερόμενες διατάξεις, όπως βάσιμα υποστηρίζεται με τον ως άνω λόγο εφέσεως, ο οποίος πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος. Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί εν μέρει η εκκαλουμένη κατά το ως άνω κεφάλαιο που απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, και αφού κρατηθεί η υπόθεση, να ερευνηθεί η αγωγή κατά το εξαφανισθέν κεφάλαιό της ως προς το ουσία βάσιμο της (...)
Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα που ανωτέρω αναφέρονται για τον σχηματισμό του αποδεικτικού πορίσματος κατά την εξέταση της κύριας βάσης της αγωγής (...) αποδείχθηκαν, ως προς την επικουρική) βάση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ως ανωτέρω εκτέθηκε η νομικώς αξιολογιούμενη παραπάνω συμπεριφορά της ενάγουσας δεν επέφερε λύση της ένδικης συμβάσεως εργασίας της ούτε αυτή λύθηκε με δική της (πανηγυρική) καταγγελία. Αντίθετα, οι δράσεις και οι αντιδράσεις των οργάνων του εναγομένου στην άσκηση του δικαιώματος επισχέσεως εργασίας της ενάγουσας, κατέτειναν σιωπηρά στην καταγγελία της δεδομένου ότι με την από 22/07/19 εξώδικη δήλωσή του περί οικειοθελούς αποχωρήσεως της ενάγουσας αυτό ενσωμάτωσε την άρνησή του να δεχθεί τις υπηρεσίες τις οποίες προσηκόντως προσέφερε αυτή. Εάν πράγματι το εναγόμενο, δια των αρμοδίων οργάνων του, επιθυμούσε την διατήρηση της θέσης της ενάγουσας και την συνέχιση δι' αυτής της εργασιακής συμβάσεως, δεν θα εκτιμούσε την πολύμηνη άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας της ενάγουσας ως οικειοθελή αποχώρηση από την εργασία. Σκοπούσε όμως στην κατ' αυτόν τον τρόπο όδευση των πραγμάτων ώστε να απαλλαγεί από αυτήν, χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, αφού η οικειοθελής αποχώρησή της δεν συνεπάγεται τέτοια.
Συνεπώς (...) η εκ μέρους του εργοδότη σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας της ενάγουσας είναι άκυρη κατά τα άρθ. 174, 180 ΑΚ και 5 παρ. 3 Ν. 3198/1955, διότι αυτή δεν έχει λάβει χώρα εγγράφως και δεν έχει καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση. Λόγω δε της σχετικότητας της ακυρότητας αυτής υπέρ της ενάγουσας μισθωτή, αυτή δύναται να ασκήσει την αξίωση για την καταβολή μόνο της προβλεπομένης αποζημίωσης για έγκυρη καταγγελία της εργασιακής της σύμβασης. Κατά τους όρους της συμβάσεως η αναιρεσείουσα αμειβόταν κατά την εκάστοτε ισχύουσα Ε.Σ.Σ.Ε. και κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα μετά την από 23/01/09 Ε.Σ.Σ.Ε. του εναγομένου (Πράξη Κατ.: 61/2009), η οποία έχει λήξει την 31/12/09, άλλη ομοία δεν έχει συναφθεί, ή εκδοθεί σχετική Δ.Α. και εν τω μεταξύ ίσχυσε η μνημονιακή υπ' αριθ. 6/28-02-12 ΠΥΣ, η οποία κατήργησε πλήθος επιδομάτων. Ενόψει των ως άνω οι τακτικές μικτές αποδοχές του τελευταίου μήνα πριν την απόλυση της ενάγουσας, που είχε συμπληρώσει στο εναγόμενο - εργοδότη χρονική διάρκεια πλήρους απασχόλησης 28 ετών και 14 ημερών, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης είχαν διαμορφωθεί ως εξής: βασικός μισθός 1044.70 €. επίδομα τέκνου 52.24 €. προσαύξηση 25% νυκτερινής εργασίας 40 ωρών 62.4 € (ημερομ. = 1044.70 € χ 1/25 = 41,78 €. Ωρομίσθιο = 41.78 € χ 6/40 = 6.26 € χ 25.00% προσαύξ. = 1.56 € χ 40 ω.), προσαύξηση 75% για 3 Κυριακές 93,99 € [(41.78 € χ 75%) χ 3 Κυρ.], ήτοι συνολικά στο ποσό των 1253,33 € (1044,70 € + 52.24 € + 62.40 € + 93.99 €). Σημειωτέον ότι με την διάταξη του άρθ. 2 παρ. 4 της υπ' αριθ. 6/28-02-12 ΠΥΣ καταργήθηκαν τα επιδόματα γάμου, τροφοκατοικίας και ανθυγιεινής εργασίας που ελάμβανε η ενάγουσα μέχρι την έναρξη ισχύος της ως άνω διατάξεως. Έτσι το ύψος της αποζημίωσης απόλυσης χωρίς προειδοποίηση της ενάγουσας διαμορφώνεται ως εξής: λόγω συμπληρώσεως υπηρεσίας 16 ετών και άνω μέχρι τον χρόνο καταγγελίας της συμβάσεως στο εναγόμενο ποσό ύψους 17546.62 € [(12 μην. χ 1253.33 €) + [1/6 χ (12 μην. χ 1253,33 €)] και λόγω συμπληρώσεως υπηρεσίας 21 ετών και άνω στον ίδιο εργοδότη μέχρι την 12/11/12 (ημερομηνία δημοσίευσης του Ν. 4093/2012) πρόσθετη αποζημίωση ύψους 6266,65 € (5 μην. χ 1253,33 €). Σημειωτέον ότι και για την πρόσθετη αποζημίωση λαμβάνονται ως βάση υπολογισμού οι τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα της ενάγουσας υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης μέχρι όμως το ποσό των 2000,00 € (...) Συνολικά δε το ποσό της αποζημίωσης απόλυσης της ενάγουσας ανέρχεται στο ύψος των 23813,27 € (17546,62 € + 6266,65 €). Το ποσό αυτό οφείλεται νομιμοτόκως από το εναγόμενο στην ενάγουσα από την επομένη της 22/07/19 (λύση της σχέσης εργασίας [...]), πλην όμως ζητείται από 31/07/19, ήτοι μεταγενέστερη ημερομηνία η οποία συνεπάγεται επιδίκαση ήσσονος, οπότε οφείλεται από την ημερομηνία αυτή (...)». Μετά από αυτά το Μονομελές Εφετείο δέχθηκε την έφεση μόνον ως προς το επικουρικό αίτημα του δευτέρου κεφαλαίου της, κράτησε και δίκασε την αγωγή ως προς το ίδιο κεφάλαιο και υποχρέωσε το εφεσίβλητο-εναγόμενο να καταβάλει στην εκκαλούσα-ενάγουσα ως αποζημίωση απόλυσης ποσό 23.813,27 Ευρώ νομιμότοκα από 31-7-2019 έως και την εξόφληση.
3.α. Κατά την έννοια του άρθρου 559 Αριθμός 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και έτσι υφίσταται εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 9/2016, ΟλΑΠ 1/1999). Σύμφωνα με το άρθρο 648 ΑΚ ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να καταβάλλει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει, ενώ, κατά τη λειτουργία της σύμβασης έχει την υποχρέωση να τηρεί τους όρους που συμφωνήθηκαν και τον βαρύνουν. Κατά τη διάταξη του άρθρου 325 ΑΚ -η οποία εφαρμόζεται και στη σύμβαση εργασίας - σε συνδυασμό με τα άρθρα 329, 353 και 656 ΑΚ, όταν ο μισθωτός έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την παροχή της εργασίας του, όπως κυρίως για καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών, έχει δικαίωμα να ασκήσει επίσχεση εργασίας και να απέχει για το λόγο αυτό από την εργασία του, ωσότου ο εργοδότης εκπληρώσει τη δική του υποχρέωση έναντι του εργαζομένου. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια να καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης, ο οποίος για το λόγο αυτό έχει υποχρέωση, όσο διαρκεί η υπερημερία του, για όσο, δηλαδή, χρονικό διάστημα δεν καταβάλει τις καθυστερούμενες αποδοχές στον εργαζόμενο - αν βέβαια η επίσχεση ασκήθηκε για το συγκεκριμένο λόγο - να τις καταβάλλει σε αυτόν, όπως θα συνέβαινε, αν ο εργαζόμενος παρείχε κανονικά την εργασία του στον εργοδότη. Το δικαίωμα όμως επίσχεσης της εργασίας που πρόκειται μελλοντικά να παρασχεθεί υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ. Η άσκησή του επομένως πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και να αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού, για τον οποίο θεσπίσθηκε. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και συνεπώς παράνομη και δεν καθιστά τον εργοδότη υπερήμερο. Ο εργαζόμενος ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, (και) όταν δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς για αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη σε σχέση με το αποτέλεσμα που επιδιώκεται ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (ΑΠ 901/2022, ΑΠ 1108/2020, ΑΠ 771/2018, ΑΠ 1502/2010, ΑΠ 1153/2009). Υπό την επίκληση, όμως, της οικονομικής δυσπραγίας που αντιμετωπίζει μία επιχείρηση και μάλιστα όταν αυτή διαρκεί για σημαντικό διάστημα, δεν μπορεί να αξιωθεί από τον εργαζόμενο να συνεχίσει να παρέχει την εργασία του επί σειρά μηνών χωρίς να του καταβάλλονται οι αποδοχές του, που συνήθως αποτελούν το μοναδικό πόρο βιοπορισμού αυτού και της οικογένειάς του, αφού υπό την εκδοχή αυτή το μισθολογικό κόστος λειτουργίας της επιχείρησης θα μετακυλιόταν σε βάρος του εργαζόμενου. Ο εργοδότης οφείλει στο πλαίσιο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας να προβεί στις ενδεδειγμένες ενέργειες, προκειμένου να προβεί στη μείωση του κόστους λειτουργίας της επιχείρησής του και ειδικότερα του μισθολογικού, στην περίπτωση που αυτό είναι ο αποφασιστικός παράγων για διαδοχικές ζημιογόνες χρήσεις, περιλαμβανομένων, εφόσον τούτο ήθελε κριθεί αναγκαίο, και των μέτρων εφαρμογής συστήματος εκ περιτροπής εργασίας ή, τέλος, καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας μέρους του προσωπικού της επιχείρησης (ΑΠ 901/2022). Εξάλλου η υπερημερία του εργοδότη ως προς την αποδοχή της εργασίας του μισθωτού παύει: α) με την αποδοχή της εργασίας αυτού, β) με τη δήλωση του εργοδότη ότι αποδέχεται τις υπηρεσίες του εργαζομένου, γ) με τη λύση της σύμβασης εργασίας με οποιονδήποτε τρόπο, όπως η καταγγελία, αν βέβαια τηρήθηκαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για το κύρος της και δ) με την περιέλευση του εργαζομένου για πραγματικούς ή νομικούς λόγους σε περίπτωση αδυναμίας παροχής της εργασίας του, εκτός αν η αδυναμία αυτή οφείλεται σε γεγονός για το οποίο ο εργοδότης υπέχει ευθύνη (...), (ΑΠ 901/2022). Στον πρώτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα εκθέτει ότι το Μονομελές Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 325, 648, 653, 656 και 281 ΑΚ με συνέπεια να υποπέσει στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από το άρθρο 559 Αριθμός - ορθώς- 19 με αποτέλεσμα να πρέπει να αναιρεθεί, επειδή περιέχει ανεπαρκείς αιτιολογίες για ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Η αναιρεσείουσα επικαλείται ειδικότερα ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ως βάσιμη την ένσταση που είχε προβάλει το αναιρεσίβλητο ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ότι είχε ασκήσει καταχρηστικά επίσχεση εργασίας όσο διαρκούσε η σύμβαση εργασίας της με αυτό (άρθρα 325, 281 ΑΚ, 240 και 262 παράγραφος 1 ΚΠολΔ), αλλά με ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το αν πράγματι είχε ασκήσει το δικαίωμά της αυτό κατά τρόπο που υπερέβαινε και μάλιστα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, με αποτέλεσμα να απορρίψει την έφεσή της κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, το οποίο με όμοιες παραδοχές είχε απορρίψει το αίτημα της αγωγής της κατά του εναγομένου για καταβολή μισθών υπερημερίας και άλλων αποδοχών λόγω νόμιμης επίσχεσης εργασίας, όπως ειδικότερα επικαλείται στο αναιρετήριο. Οι ουσιαστικές, ωστόσο, αυτές παραδοχές της απόφασης είναι ανεπαρκείς ως προς το αν η αναιρεσείουσα πράγματι άσκησε το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας καταχρηστικά και, συγκεκριμένα, κατά τρόπο που υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Το ζήτημα μάλιστα αυτό ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, η οποία έχει ως αντικείμενο να διαγνωσθεί αν η αναιρεσείουσα - η οποία είχε ασκήσει επίσχεση εργασίας - έχει ή όχι αξίωση κατά του αναιρεσιβλήτου για τους μισθούς της για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο απείχε από την εργασία της μετά την άσκηση του δικαιώματος που προαναφέρθηκε. Οι ελλιπείς αυτές αιτιολογίες της απόφασης του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για το αν εφαρμόσθηκαν ορθά ή όχι οι ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 325, 349, 353, 648, 653, 656 και 281 ΑΚ. Το Μονομελές Εφετείο δέχθηκε, ειδικότερα, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) ότι η αναιρεσείουσα είχε ασκήσει το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας της κατά τρόπο που υπερέβαινε τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, επειδή α) το αναιρεσίβλητο αδυνατούσε να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις έναντι της αναιρεσείουσας, αλλά και των λοιπών εργαζομένων σε αυτό, όχι από δυστροπία ή υπαιτιότητα των οργάνων του, αλλά επειδή τα έσοδά του είχαν μειωθεί εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που εκείνη την περίοδο διερχόταν η Χώρα με συνέπεια να μην μπορεί να αντεπεξέλθει γενικά στις τρέχουσες οικονομικές του υποχρεώσεις, β) η αναιρεσείουσα, όπως και οι λοιποί εργαζόμενοι, γνώριζαν την οικονομική του αυτή δυσχέρεια, αλλά και την πρόθεσή του να καταβάλει μελλοντικά και, συγκεκριμένα, όταν θα αποκόμιζε έσοδα από την παραγωγική εκμετάλλευση της ακίνητης περιουσίας του, όλες τις αποδοχές που όφειλε σε αυτούς. Το Μονομελές Εφετείο όμως δεν διέλαβε παραδοχές α) για το αν η αναιρεσείουσα - εκτός από το μισθό των 1.672,44 Ευρώ το μήνα που λάμβανε από το αναιρεσίβλητο - είχε ή όχι και άλλα εισοδήματα για να καλύπτει τις τρέχουσες οικονομικές, προσωπικές και οικογενειακές, ανάγκες της, β) για το αν το αναιρεσίβλητο μπορούσε να χαρακτηρισθεί γενικά φερέγγυος και αξιόχρεος εργοδότης παρά το γεγονός ότι, όπως δέχθηκε, εκπλήρωνε με μεγάλη καθυστέρηση τις νόμιμες υποχρεώσεις του τόσο έναντι της αναιρεσείουσας, όσο και έναντι αρκετών άλλων εργαζομένων σε αυτό, γ) για το αν το αναιρεσίβλητο - το οποίο κατά τις παραδοχές της είχε δικαίωμα κυριότητας σε πολλά ακίνητα και τα εκμίσθωνε σε τρίτους - επιχείρησε με συγκεκριμένες ενέργειες ή όχι να αντιμετωπίσει την ταμειακή του δυσχέρεια και να ανακάμψει οικονομικά με την πώληση ή με την εκμίσθωσή τους σε τρίτους με τίμημα ή μίσθωμα, αντίστοιχα, το οποίο θα μπορούσαν να καταβάλουν σε αυτό ακόμη και κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης που άρχισε να διέρχεται η Χώρα από το έτος 2010 και εφεξής, η οποία όμως κατά το έτος 2018, όταν η αναιρεσείουσα άσκησε το δικαίωμα επίσχεσης είχε αρχίσει να υποχωρεί και δ) για το αν το αναιρεσίβλητο είχε ή όχι απαιτήσεις κατά τρίτων για καταβολή τιμήματος ή μισθώματος και - σε καταφατική περίπτωση - σε ποιο συνολικό χρηματικό ποσόν ανέρχονταν οι απαιτήσεις του αυτές και σε ποιες ενέργειες είχε προβεί για την είσπραξή τους για να κριθεί στη συνέχεια αν πράγματι αδυνατούσε ή όχι να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις και έναντι τις αναιρεσείουσας με την πληρωμή είτε όλων, είτε μέρους των αποδοχών της, τις οποίες, όπως δέχθηκε, από το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2013 και εφεξής είχε παύσει σχεδόν πλήρως να καταβάλλει σε αυτή. Το Μονομελές Εφετείο επιπλέον δέχθηκε ότι η αναιρεσείουσα είχε ασκήσει κατά του αναιρεσιβλήτου την από 10-9-2013 και με αύξοντα αριθμό Πράξης κατάθεσης 1424/12-9-2013 και την από 14-3-2017 και με αύξοντα αριθμό πράξεις κατάθεσης 21382/446/2017 αγωγές της κατά αναιρεσιβλήτου - τις οποίες είχε απευθύνει ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών - με αίτημα να υποχρεωθεί το αναιρεσίβλητο να καταβάλει σε αυτή καθυστερούμενες αποδοχές για τα χρονικά διαστήματα από 1-9-2010 έως και 31-7-2011 και από 1-7-2012 έως και 31-5-2013 και ότι οι αγωγές της αυτές έγιναν δεκτές με τις υπ' αριθμό 306/11-3-2015 και 1433/17-11-2017 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Το Μονομελές Εφετείο όμως δεν διαλαμβάνει παραδοχή για το συνολικό ποσό που επιδικάσθηκε στην αναιρεσείουσα με τις αποφάσεις αυτές και, επιπλέον, αν το αναιρεσίβλητο συμμορφώθηκε με το διατακτικό τους και κατέβαλε ή όχι στην αναιρεσείουσα εν όλω ή εν μέρει τα ποσά τα οποία είχαν επιδικασθεί σε αυτή με τις δύο (2) αποφάσεις που προαναφέρθηκαν. Η αναιρεσιβαλλομένη περαιτέρω δεν διαλαμβάνει παραδοχή για το ακριβές ύψος του ποσού που όφειλε στην αναιρεσείουσα, για το αν αναγνώρισε ποτέ την οφειλή του σε αυτή και αν διαπραγματεύθηκε την καταβολή της ή όχι, όπως και για το αν η αναιρεσείουσα μπορούσε να εξασφαλίσει από αυτό την καταβολή των αποδοχών της, αλλά και να το πιέσει προς το σκοπό αυτό, με άλλο - εκτός από την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης της εργασίας της - νόμιμο, πρόσφορο και αποτελεσματικό μέσο ή όχι, μολονότι, όπως δέχθηκε, η αναιρεσείουσα - και μετά την έκδοση των αποφάσεων που προαναφέρθηκαν - συνέχιζε να οχλεί προφορικά το αναιρεσίβλητο με σκοπό να καταβάλει το χρέος του σε αυτή το οποίο μάλιστα με την πάροδο του χρόνου αυξανόταν διαρκώς. Η αναιρεσιβαλλομένη, επιπλέον, δεν διαλαμβάνει παραδοχή για το αν η αναιρεσείουσα άσκησε μόνη ή μαζί με άλλους υπαλλήλους του αναιρεσιβλήτου το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας της με συνέπεια να μην είναι σαφές αν το αναιρεσίβλητο εμποδίσθηκε - και μάλιστα ιδιαίτερα - στη λειτουργία του ως φιλανθρωπικού ιδρύματος και στην κοινωνική του προσφορά προς τους αναξιοπαθούντες φιλοξενουμένους του. Το Μονομελές Εφετείο περαιτέρω διαλαμβάνει στην αναιρεσιβαλλομένη παραδοχή ότι η αναιρεσείουσα άσκησε το δικαίωμα επίσχεσης σε αντίθεση με πολλούς άλλους εργαζομένους σε αυτό οι οποίοι δεν είχαν ενεργήσει με τον ίδιο τρόπο, επειδή γνώριζαν την οικονομική του δυσκολία. Η αναιρεσιβαλλομένη όμως δεν διευκρινίζει για ποιο λόγο η αναιρεσείουσα έπρεπε να μην ασκήσει το δικαίωμά της αυτό κατά του αναιρεσιβλήτου - μολονότι επρόκειτο για νόμιμο μέσο με το οποίο θα διασφάλιζε τις απαιτήσεις της εναντίον του και θα το ανάγκαζε ενδεχομένως να καταβάλει σε αυτή τις οφειλές του - αλλά να συνεχίσει να εργάζεται, όπως άλλοι εργαζόμενοι, χωρίς να λαμβάνει εμπρόθεσμα τις αποδοχές της. Με το δεδομένο επιπλέον ότι το αναιρεσίβλητο δεν μπορούσε να αξιώσει από την αναιρεσείουσα, αλλά και από τους λοιπούς εργαζομένους σε αυτό, να παράσχουν την εργασία τους, ακόμη και χωρίς να αμείβονται ή να αμείβονται με μεγάλη καθυστέρηση για να αναλαμβάνουν με τον τρόπο αυτό και οι ίδιοι το κόστος της μισθοδοσίας των υπαλλήλων του, αλλά και γενικά τον κίνδυνο των διαχειριστικών επιλογών του κατά την άσκηση της οικονομικής δραστηριότητάς του, η αναιρεσιβαλλομένη παρέλειψε να περιλάβει κρίση και για το αν το αναιρεσίβλητο είχε προσπαθήσει να αντιμετωπίσει την οικονομική του δυσπραγία με άλλα κατάλληλα μέτρα, όπως με την επιβολή του μέτρου της εκ περιτροπής εργασίας ή τη μείωση του ωραρίου της εργασίας του προσωπικού που απασχολούσε με σκοπό να μειώσει το κόστος της λειτουργίας της κοινωνικής δομής του. Οι αιτιολογίες αυτές ήταν απαραίτητες για να κριθεί α) αν πράγματι η αναιρεσείουσα είχε σημαντική για την οικονομική της κατάσταση απαίτηση κατά του αναιρεσιβλήτου ή όχι, αν το αναιρεσίβλητο καθυστερούσε ή όχι από υπαιτιότητά του να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του προς την αναιρεσείουσα, αν το αναιρεσίβλητο ήταν αξιόχρεο και φερέγγυο ως εργοδότης ή όχι και, τέλος, αν το δικαίωμα που άσκησε η αναιρεσείουσα εναντίον του μπορούσε να προκαλέσει σε βάρος του δυσβάσταχτη ζημία ή όχι και συνεπώς β) αν στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα είχε υπερβεί με την άσκηση του δικαιώματός της και μάλιστα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του ή όχι και επομένως αν είχε ασκήσει καταχρηστικά ή όχι επίσχεση εργασίας (άρθρα 281 και 325 ΑΚ). Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν η αναιρεσιβαλλομένη υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 Αριθμός 19 ΚΠολΔ κατά την εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 325, 349, 353, 648, 653, 656 και 281 ΑΚ, τις οποίες παραβίασε εκ πλαγίου, όπως βάσιμα επικαλείται η αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο από τους λόγους της αναίρεσής της, ο οποίος επομένως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος.
3.β. Στο δεύτερο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα εκθέτει ότι το Μονομελές Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 106 ΚΠολΔ, 325, 329, 353, 656 και 281 ΑΚ με συνέπεια να υποπέσει στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθμοί 1, 10, 11β, 13 και 20 ΚΠολΔ και πρέπει για το λόγο αυτό να αναιρεθεί, επειδή δέχθηκε πράγματα ως αληθινά χωρίς απόδειξη, παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφων που είχαν προσκομισθεί ως αποδεικτικά μέσα και έλαβε υπόψη του αποδείξεις που δεν είχαν προσκομισθεί. Η αναιρεσείουσα ειδικότερα εκθέτει ότι το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την ένσταση που είχε προβάλει το αναιρεσίβλητο τόσο ενώπιον του πρωτοβαθμίου, όσο και ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ότι είχε ασκήσει καταχρηστικά το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας της με συνέπεια να απορρίψει την έφεσή της ως προς το κεφάλαιο αυτό της εκκαλουμένης ως αβάσιμη, μολονότι από τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομισθεί νόμιμα με επίκληση αποδεικνυόταν ότι η ένσταση που προαναφέρθηκε ήταν ουσιαστικά αβάσιμη και επομένως έπρεπε να δεχθεί την έφεσή της ως βάσιμη και στην ουσία της. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, επειδή στην πραγματικότητα με αυτόν πλήττεται η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων, η οποία, ωστόσο, δεν ελέγχεται αναιρετικά (άρθρο 561 παράγραφος 1 ΚΠολΔ). 3.γ. Η διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β ΚΠολΔ ορίζει ότι "Αναίρεση επιτρέπεται μόνο (...) αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.». "Πράγματα" κατά την έννοια της διάταξης αυτής θεωρούνται οι ουσιώδεις πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση - εκτός άλλων και - λόγου έφεσης (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 9/2023).
Στον τρίτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα εκθέτει ότι το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 591 παράγραφος 1, 106, 522, 533 παράγραφος 1 και 535 παράγραφος 1 ΚΠολΔ και υπέπεσε συνεπώς στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 559 Αριθμός 8 ΚΠολΔ και πρέπει για το λόγο αυτό να αναιρεθεί, επειδή δεν έλαβε υπόψη του τον τρίτο λόγο έφεσης που είχε προβάλει κατά της απόφασης του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με αποτέλεσμα να τον απορρίψει και να μην ερευνήσει την αγωγή μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης. Η αναιρεσείουσα επικαλείται ειδικότερα ότι με τον τρίτο λόγο της από 11-4-2021 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 23114-1546/19-4-2021 έφεσης - που είχε ασκήσει κατά της υπ' αριθμό 159/4-2-2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών - είχε προσβάλει την εκκαλουμένη απόφαση και για το λόγο ότι μετά από κακή εκτίμηση των αποδείξεων είχε δεχθεί ότι το αναιρεσίβλητο δεν είχε καταγγείλει ακύρως τη σύμβαση εργασίας τους, αλλά ότι η λύση της οφειλόταν σε αδικαιολόγητη μακροχρόνια απουσία από την εργασία της και συνεπώς σε σιωπηρή της παραίτηση από αυτή με αποτέλεσμα να απορρίψει την αγωγή της ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς το κύριο αίτημα του κεφαλαίου της για καταβολή των νομίμων αποδοχών που συνδέονται με την άκυρη καταγγελία των εργασιακών συμβάσεων και ως μη νόμιμη ως προς το επικουρικό αίτημα του ίδιου κεφαλαίου της. Η αναιρεσείουσα προσθέτει ότι, αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είχε λάβει υπόψη του το λόγο έφεσης που προαναφέρθηκε, θα εξαφάνιζε την εκκαλουμένη απόφαση, θα κρατούσε και θα δίκαζε την αγωγή, την οποία περαιτέρω θα έκανε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς το κύριο αίτημά της και εν πάση περιπτώσει ως προς το επικουρικό. Από την επισκόπηση (άρθρο 561 παράγραφος 2 ΚΠολΔ) της από 21-10-2019 και με αύξοντα αριθμό Πράξης κατάθεσης 93010-2465/25-10-2019 αγωγής που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα κατά του αναιρεσίβλητου, της υπ' αριθμό 159/4-2-2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, της από 11-4-2021 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 23114-1546/19-4-2021 έφεσης που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα κατά της απόφασης αυτής και της αναιρεσιβαλλομένης υπ' αριθμό 4905/30-11-2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών προκύπτουν τα εξής: Α) η αναιρεσείουσα είχε επικαλεσθεί στην αγωγή της - εκτός άλλων που δεν αφορούν στον παρόντα αναιρετικό λόγο - (α) ότι η κατά πλάσμα του νόμου (άρθρα 38 παράγραφοι 1 και 2 του ν. 4488/2017) άτακτη καταγγελία της σύμβασης εργασίας της από το αναιρεσίβλητο ήταν άκυρη, διότι το αναιρεσίβλητο δεν είχε δηλώσει την κατά την άποψή του οικειοθελή αποχώρηση της αναιρεσείουσας από την εργασία της στο ηλεκτρονικό σύστημα "ΕΡΓΑΝΗ», δεν είχε τηρήσει τον έγγραφο τύπο που προβλέπεται από το άρθρο 5 παράγραφος 3 του ν. 3198/1955, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 2 παράγραφος 4 του ν. 2556/1997, και δεν είχε καταβάλει σε αυτή τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης (άρθρο 1 του ν. 2112/1920 και 3 παράγραφος 1 του β.δ. της 16/18-7-1920), (β) ότι για το λόγο αυτό μπορούσε να αξιώσει από το αναιρεσίβλητο να την επαναπροσλάβει και να καταβάλει σε αυτή μισθούς υπερημερίας από 1-8-2019 έως και 31-7-2020, δηλαδή για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο δεν την είχε απασχολήσει, και, περαιτέρω, (γ) επικουρικά, σε περίπτωση που η απόλυσή της κρινόταν έγκυρη, ότι είχε νόμιμη απαίτηση εναντίον του για καταβολή αποζημίωσης απόλυσης συγκεκριμένου ποσού, Β) το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών απέρριψε την αγωγή ως προς το κύριο αίτημα του δευτέρου αυτού κεφαλαίου της ως ουσιαστικά αβάσιμη με τις παραδοχές ότι η αναιρεσείουσα είχε σιωπηρά παραιτηθεί από την εργασία της γιατί απουσίαζε αδικαιολόγητα από αυτή για μεγάλο χρονικό διάστημα και ότι το αναιρεσίβλητο ως εργοδότης είχε τηρήσει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 38 του ν. 4488/2017 και συνεπώς δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση είχε λάβει χώρα καταγγελία της σύμβασης εργασίας από το αναιρεσίβλητο η οποία ήταν άκυρη, όπως είχε ισχυρισθεί η αναιρεσείουσα στην αγωγή της, Γ) η αναιρεσείουσα προσέβαλε με τον τρίτο λόγο της έφεσής της την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όπως με σαφήνεια προκύπτει από το περιεχόμενό του στο εφετήριο, μόνον για την παραδοχή της ότι η ίδια είχε ασκήσει καταχρηστικά το δικαίωμά της για επίσχεση της εργασίας της (άρθρα 281 και 325 ΑΚ) και όχι για την εσφαλμένη κατά την άποψή της απόρριψη της αγωγής - ως προς το κεφάλαιο που προαναφέρθηκε - για τους λόγους που η ίδια είχε επικαλεσθεί σε αυτή για να θεμελιώσει την ακυρότητα της απόλυσής της. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν η απορριπτική αυτή διάταξη της εκκαλουμένης δεν είχε μεταβιβασθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την έφεση που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα κατ' αυτής. Το Μονομελές Εφετείο επομένως δεν μπορούσε να ερευνήσει την έφεση έξω από τα όρια του μεταβιβαστικού της αποτελέσματος και με το δεδομένο αυτό δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 591 παράγραφος 1, 106, 522, 533 παράγραφος 1 και 535 παράγραφος 1 ΚΠολΔ με συνέπεια να μην υποπέσει στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 559 Αριθμός 8 ΚΠολΔ, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα. Ο τρίτος επομένως λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. 3.δ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 520, 522, 527 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ στην περίπτωση που η εκκαλουμένη απόφαση περιέχει περισσότερα κεφάλαια και με την έφεση προσβάλλονται ορισμένα μόνο από αυτά, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να εξετάσει τα κεφάλαια που δεν προσβλήθηκαν με την έφεση. Αν μάλιστα η έφεση που στράφηκε κατά συγκεκριμένων μόνο κεφαλαίων της εκκαλουμένης γίνει δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία της, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο θα εξαφανίσει μερικώς την εκκαλουμένη, δηλαδή μόνον ως προς τα κεφάλαια που είχαν προσβληθεί με την έφεση και είχαν επομένως μεταβιβασθεί ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Η εκκαλουμένη ως προς τα λοιπά κεφάλαιά της που δεν προσβλήθηκαν θα καταστεί τελεσίδικη. Αν παρόλα αυτά το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξαφανίσει στο σύνολό της την εκκαλουμένη απόφαση, δηλαδή και ως προς τα κεφάλαιά της που δεν προσβλήθηκαν με την έφεση, θα ιδρυθεί λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 α του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, επειδή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν και είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 840/2011). Τέλος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 Αριθμός 9 γ του ΚΠολΔ "αναίρεση επιτρέπεται μόνον (...) αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη (...)». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "αίτηση" θεωρείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων για παροχή έννομης προστασίας η οποία δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης και εκκρεμοδικία. Τέτοια αίτηση είναι ιδίως η αίτηση που υποβάλλεται με την αγωγή, την ανταγωγή, την κύρια παρέμβαση, τη αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, την ανακοπή, την τριτανακοπή και κάθε ένδικο μέσο (ΑΠ 128/2023). Στον τέταρτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα εκθέτει το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 591 παράγραφος 1, 106 και 216 παράγραφος 1 α ΚΠολΔ με συνέπεια να υποπέσει στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 559 Αριθμός 9 ΚΠολΔ. Η αναιρεσείουσα ειδικότερα επικαλείται ότι το Μονομελές Εφετείο παρέλειψε να αποφανθεί επί των κυρίων αιτημάτων του δευτέρου κεφαλαίου της αγωγής - την οποία είχε ασκήσει κατά του αναιρεσιβλήτου - και συγκεκριμένα επί των αιτημάτων της α) να υποχρεωθεί το αναιρεσίβλητο να αποδέχεται προσηκόντως την εργασία της και να την απασχολεί στο μέλλον με την απειλή χρηματικής ποινής και β) να υποχρεωθεί να καταβάλει σε αυτή μισθούς για το χρονικό διάστημα που δεν την απασχολούσε και, συγκεκριμένα, από 1-8-2019 έως και 31-7-2020 συνολικού ποσού (1.972,44 Ευρώ το μήνα που ήταν οι μηνιαίες μικτές αποδοχές της Χ 12 μήνες =) 20.069,28 Ευρώ και πρέπει για το λόγο αυτό να αναιρεθεί, όπως ειδικότερα αναφέρει στο αναιρετήριο. Η αναιρεσείουσα, όμως, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν και υπό τον τρίτο λόγο αναίρεσης, δεν είχε προσβάλει με την έφεσή της την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου το οποίο είχε απορρίψει την αγωγή της ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς το κύριο αίτημα του δευτέρου κεφαλαίου της, επειδή, όπως είχε δεχθεί, η αναιρεσείουσα είχε σιωπηρά παραιτηθεί από την εργασία της γιατί απουσίαζε αδικαιολόγητα από αυτή για μεγάλο χρονικό διάστημα και ότι η οικειοθελής της αυτή αποχώρηση δεν μπορούσε θα θεωρηθεί κατά πλάσμα του νόμου (άρθρο 38 του ν. 4488/2017) ως απρόθεσμη - και μάλιστα άκυρη - καταγγελία της εργασιακής της σύμβασης, διότι το αναιρεσίβλητο είχε τηρήσει τις υποχρεώσεις του από τη διάταξη που προαναφέρθηκε. Για το λόγο αυτό το Μονομελές Εφετείο δεν είχε την εξουσία να ερευνήσει το κεφάλαιο αυτό της εκκαλουμένης, επειδή δεσμευόταν από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο θα ερευνούσε το κεφάλαιο που προαναφέρθηκε, μόνον αν η αναιρεσείουσα είχε προσβάλει την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και ως προς τη διάταξή της αυτή και σε περίπτωση που δεχόταν την έφεση ως βάσιμη και στην ουσία της και εξαφάνιζε για το λόγο αυτό την εκκαλουμένη και ως προς τη συγκεκριμένη της διάταξη, οπότε θα είχε υποχρέωση πλέον να ερευνήσει την αγωγή και ως προς τα κύρια αιτήματα του δευτέρου κεφαλαίου της (άρθρα 591 παράγραφος 1, 106, 522, 533 παράγραφος 1 και 535 παράγραφος 1 ΚΠολΔ).Το Μονομελές Εφετείο επομένως δεν άφησε αίτηση αδίκαστη και συνεπώς δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 591 παρ. 1, 106 και 216 παράγραφος 1 α ΚΠολΔ. Για το λόγο αυτό η αναιρεσιβαλλομένη δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 559 Αριθμός 9 ΚΠολΔ, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα με το λόγο αναίρεσης που προαναφέρθηκε, ο οποίος επομένως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. 3.ε. Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 Αριθμός 8 του ΚΠολΔ, ιδρύεται, όταν το Δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο - εκτός άλλων - δεν έλαβε υπόψη του πράγματα τα οποία προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοούνται και οι περισσότερες βάσεις της αγωγής (ΑΠ 711/2021). Κατά τη διάταξη του άρθρου 219 παρ. 1 ΚΠολΔ "αγωγή υπό αίρεση δεν επιτρέπεται, μπορεί όμως ο ενάγων για την περίπτωση που απορριφθεί η πρώτη βάση ή αίτηση της αγωγής να τη στηρίξει σε άλλη βάση ή να υποβάλλει άλλη αίτηση, που στηρίζεται στην ίδια ή σε άλλη βάση». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστήριο έχει την εξουσία να δικάσει τις βάσεις ή τα αιτήματα της αγωγής τα οποία προβάλλονται υπό την αίρεση της απόρριψης άλλης βάσης ή αιτήματος, μόνο μετά από την πλήρωση της αίρεσης, δηλαδή την απόρριψη της προηγούμενης βάσης ή αιτήματος (ΑΠ 1625/2014). Σε διαφορετική περίπτωση παραβιάζει την αρχή της διάθεσης που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ και υποπίπτει στην αναιρετική πλημμέλεια από το άρθρο 559 Αριθμός 8 ΚΠολΔ (πρβλ. ΑΠ 627/2013, ΑΠ 50/1992). Από το συνδυασμό εξάλλου των διατάξεων των άρθρων 167, 168, 648, 669 παρ.2 ΑΚ, 1 και 3 του ν. 2112/1920, 1, 3 παρ. 1 και 5 του β. δ. της 16/18-7-1920 και 5 του ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία που θεωρείται έγκυρη, αν γίνει εγγράφως και αν καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση. Σε περίπτωση που η καταγγελία είναι άκυρη, ο εργοδότης αρνείται να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού καθίσταται υπερήμερος (άρθρα 349, 350 ΑΚ) και έχει υποχρέωση να καταβάλλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του. Ο μισθωτός αντίστοιχα δικαιούται είτε να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας και να αξιώσει τους μισθούς του (άρθρο 656 ΑΚ), είτε, επειδή η ακυρότητα της καταγγελίας είναι σχετική υπέρ του εργαζομένου, να θεωρήσει την καταγγελία έγκυρη και να ζητήσει την αποζημίωση που προβλέπεται από το ν. 2112/1920 ή το β.δ. της 16/18-7-1920. Ο μισθωτός εξάλλου μπορεί να σωρεύσει επικουρικά (άρθρο 219 παρ. 1 ΚΠολΔ) τα δύο αυτά αιτήματα στο ίδιο δικόγραφο της αγωγής και να αιτηθεί την παραδοχή του επικουρικού για την περίπτωση που απορριφθεί το κύριο αίτημα της αγωγής του (ΑΠ 121/2017).
Στον πέμπτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα εκθέτει ότι το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 591 παράγραφος 1, 106 και 219 παράγραφοι 1 και 2 ΚΠολΔ με συνέπεια να υποπέσει στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 559 Αριθμός 8 ΚΠολΔ και πρέπει συνεπώς να αναιρεθεί, επειδή παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και είχαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Η αναιρεσείουσα ειδικότερα επικαλείται ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μολονότι δέχθηκε τον τέταρτο λόγο της έφεσής της - με τον οποίο είχε προσβάλει την εκκαλουμένη απόφαση ως προς την απόρριψη του επικουρικού αιτήματος του δευτέρου κεφαλαίου της αγωγής της ως μη νομίμου - και εξαφάνισε για το λόγο αυτό την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως προς την απορριπτική της αυτή διάταξη, δεν ερεύνησε το κύριο αίτημα του υπό στοιχείο "Β" κεφαλαίου της αγωγής της, αλλά μόνον το επικουρικό - με το οποίο είχε αιτηθεί σε περίπτωση που κρινόταν ότι η απόλυσή της ήταν έγκυρη να υποχρεωθεί το αναιρεσίβλητο να της καταβάλει ποσόν 46.828,32 Ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης με τους νόμιμους τόκους από τη δήλη ημέρα καταβολής της και, επικουρικά, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Η αναιρεσείουσα εκθέτει επιπλέον ότι, αν το Μονομελές Εφετείο είχε εξετάσει το κύριο αίτημα του δευτέρου κεφαλαίου της αγωγής της, θα οδηγείτο σε ευνοϊκότερο για την ίδια διατακτικό, όπως ειδικότερα αναφέρει στο αναιρετήριο. Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα είχε ζητήσει α) με το κύριο αίτημα του δευτέρου κεφαλαίου της αγωγής της να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητο, το οποίο την είχε απολύσει ακύρως, επειδή δεν είχε τηρήσει για την απόλυση της τον έγγραφο τύπο που προβλέπεται από τα άρθρα 5 παράγραφος 3 του ν. 3198/1955, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 2 παράγραφος 4 του ν. 2556/1997 και δεν είχε καταβάλει σε αυτή τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης (άρθρο 1 του ν. 2112/1920 και 3 παράγραφος 1 του β.δ. της 16/18-7-1920, πρώτον, να αποδέχεται προσηκόντως τις υπηρεσίες της και να την απασχολεί στο μέλλον και, δεύτερον, να καταβάλει σε αυτή μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο δεν την είχε απασχολήσει και, ειδικότερα, από 1-8-2019 έως και 31-7-2020 (άρθρο 656 παράγραφος 1 εδάφιο α ΑΚ) και β) με το επικουρικό αίτημα του δευτέρου κεφαλαίου της αγωγής της να υποχρεωθεί το αναιρεσίβλητο - σε περίπτωση που κρινόταν ότι την είχε απολύσει έγκυρα - να καταβάλει σε αυτή ποσόν 46.828,32 Ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης με τους νόμιμους τόκους από τη δήλη ημέρα καταβολής της και, επικουρικά, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Το Μονομελές Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή ως προς το κύριο αίτημα της ως ουσιαστικά αβάσιμη με την παραδοχή ότι η αναιρεσείουσα είχε σιωπηρά παραιτηθεί από την εργασία της γιατί απουσίαζε αδικαιολόγητα από αυτή για μεγάλο χρονικό διάστημα και το αναιρεσίβλητο ως εργοδότης είχε τηρήσει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 38 του ν. 4488/2017 και συνεπώς δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση είχε λάβει χώρα καταγγελία και μάλιστα άκυρη της σύμβασης εργασίας από το αναιρεσίβλητο. Η αναιρεσείουσα όμως, όπως αναφέρθηκε και υπό τον τρίτο λόγο αναίρεσης, δεν είχε προσβάλει με τη έφεσή της την απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου για την εσφαλμένη κατά την άποψή της αυτή διάταξη, αλλά μόνον για την απόρριψη του επικουρικού αιτήματός της ως μη νομίμου. Η διάταξη συνεπώς της εκκαλουμένης η οποία δεν είχε προσβληθεί με την έφεση που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα κατ' αυτής, δεν είχε μεταβιβασθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και είχε επομένως τελεσιδικήσει. Για το λόγο αυτό το Μονομελές Εφετείο δεν είχε την εξουσία να ερευνήσει το συγκεκριμένο, κύριο, αίτημα του δευτέρου κεφαλαίου της αγωγής, αλλά μόνον το επικουρικό, διότι είχε δεχθεί την έφεση της αναιρεσείουσας και είχε εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση μόνον ως προς τη συγκεκριμένη απορριπτική της διάταξη. Αντίθετα το Μονομελές Εφετείο θα έπρεπε να ερευνήσει και το κύριο αίτημα του δευτέρου κεφαλαίου της αγωγής, μόνον αν η αναιρεσείουσα είχε προσβάλει με την έφεσή της και τη διάταξη του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή ως προς το κύριο αίτημα του δευτέρου κεφαλαίου της ως προς την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας που είχε καταρτίσει η αναιρεσείουσα με το αναιρεσίβλητο (άρθρα 522 και 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, ΑΠ 419/2004). Το Μονομελές Εφετείο επομένως με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 591 παράγραφος 1, 106 και 219 παράγραφοι 1 και 2 ΚΠολΔ με συνέπεια να μην υποπέσει στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 559 Αριθμός 8 ΚΠολΔ, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης, ο οποίος επομένως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. 3. στ. Στον έκτο, επικουρικό ως προς τον τρίτο, τέταρτο και πέμπτο από αυτούς, λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα εκθέτει ότι το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 106 και 111 παράγραφος 2 ΚΠολΔ και υπέπεσε επομένως στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από το άρθρο 559 Αριθμός 8 ΚΠολΔ, επειδή έλαβε υπόψη της πράγματα που δεν είχαν προταθεί και είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Η αναιρεσείουσα εκθέτει ειδικότερα ότι το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ότι η αποζημίωση απόλυσης που είχε δικαίωμα να λάβει από την αναιρεσίβλητο - η οποία είχε καταγγείλει σιωπηρά τη σύμβαση εργασίας τους - έπρεπε να υπολογισθεί με βάση τις τακτικές αποδοχές ποσού 1.253,33 Ευρώ που είχε λάβει το μήνα Ιούλιο του έτους 2019 και με βάση είκοσι έναν (21) μήνες προϋπηρεσίας της στην εργοδότριά της, μολονότι η αναιρεσίβλητο δεν είχε προβάλει τέτοιο ισχυρισμό, με συνέπεια να επιδικάσει σε αυτή αποζημίωση απόλυσης μικρότερη από αυτή που είχε ζητήσει, κυρίως και επικουρικά, με την ένδικη αγωγή της εναντίον της. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, επειδή στην πραγματικότητα με αυτόν πλήττεται η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και, συγκεκριμένα, ως προς το ύψος των αποδοχών που λάμβανε η αναιρεσείουσα μετά την εφαρμογή της Π.Υ.Σ. 6/2012 η οποία, ωστόσο, δεν ελέγχεται αναιρετικά (άρθρο 562 παράγραφος 1 ΚΠολΔ). 3. ζ.1. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 Αριθμός 1 εδάφιο α ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται (...) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (...). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται α) αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, β) αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές και γ) αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή, αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 5/2023). Περαιτέρω το άρθρο 2 παράγραφος 4 της υπ' αριθμό 6/28-2-2012 Π.Υ.Σ. (ΦΕΚ Α 38/28-2-2012) ορίζει ότι: "Οι κανονιστικοί όροι Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που θα λήξει ή θα καταγγελθεί, εξακολουθούν να ισχύουν επί ένα τρίμηνο από τη λήξη ή την καταγγελία τους. Κανονιστικοί όροι Συλλογικής Σύμβασης που έχει ήδη λήξει ή καταγγελθεί ισχύουν για ένα τρίμηνο από την ισχύ του ν. 4046/2012. Με την πάροδο του τριμήνου και εφόσον εν τω μεταξύ δεν έχει συναφθεί νέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, εξακολουθούν να ισχύουν από τους κανονιστικούς αυτούς όρους αποκλειστικώς οι όροι εκείνοι που αφορούν α) τον βασικό μισθό ή το βασικό ημερομίσθιο και β) τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικινδύνου εργασίας, εφόσον τα επιδόματα αυτά προβλέπονταν στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που έληξαν ή καταγγέλθηκαν, ενώ παύει αμέσως να ισχύει κάθε άλλο προβλεπόμενο σε αυτές επίδομα. Η προσαρμογή των συμβάσεων στις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου γίνεται χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων. Οι όροι του τρίτου εδαφίου που διατηρούνται, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρις ότου αντικατασταθούν από εκείνους της νέας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ή της νέας ή της τροποποιημένης ατομικής σύμβασης.». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται - ως προς τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας που είχαν λήξει ή είχαν καταγγελθεί οποτεδήποτε πριν την έναρξη της ισχύος στις 14-2-2012 του ν. 4046/2012 - ότι μετά την πάροδο τριμήνου από την έναρξη ισχύος του ν. 4046/2012 (14.2.2012), δηλαδή από 14-5-2012, καταργήθηκαν όλοι οι κανονιστικοί όροι των συλλογικών αυτών συμβάσεων εργασίας και των διαιτητικών αποφάσεων οι οποίες εξομοιώνονταν με αυτές με εξαίρεση μόνον όσων αφορούσαν αποκλειστικά στο βασικό μισθό και στα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικίνδυνης εργασίας και υπό την προϋπόθεση είχαν προβλεφθεί σε αυτές. Οι όροι επομένως που αναφέρονται στα επιδόματα αυτά εξακολουθούν να ισχύουν ως οιονεί ενοχικοί όροι προσωρινά πλέον ενσωματωμένοι στις ισχύουσες ατομικές συμβάσεις εργασίας. Η ίδια ρύθμιση ισχύει και για τις σ.σ.ε. για τις οποίες είχε θεωρηθεί σύμφωνα με την ήδη καταργημένη διάταξη του άρθρου 9 παράγραφος 5 του ν. 1876/1990 ότι μετά την πάροδο εξαμήνου από τη λήξη ή την καταγγελία τους εξακολουθούν να ισχύουν, ωσότου λυθεί ή τροποποιηθεί η ατομική σχέση εργασίας. Η ερμηνεία αυτή στηρίζεται στη γενική διατύπωση του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 2 και σε όσα ορίζονται στο τέταρτο εδάφιο της Π.Υ.Σ. που προαναφέρθηκε (ΑΠ 197/2023, ΑΠ 641/2021).
Στο πρώτο σκέλος του εβδόμου, επικουρικού ως προς τον έκτο, λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα εκθέτει ότι το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παραβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 6 του ν. 4046/2012, 2 παρ. 6 της υπ' αριθμό 6/28-2-2012 Π.Υ.Σ. (ΦΕΚ Α 38/28-2-2012), 7 παρ. 2 και 9 παρ. 5 του ν. 1876/1990 και των διατάξεων της από 23-1-2009 συλλογικής σύμβασης εργασίας (Πράξη κατάθεσης 61/2009) των εργαζομένων στην αναιρεσίβλητη με συνέπεια να υποπέσει στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 559 Αριθμός 1 ΚΠολΔ και να πρέπει για το λόγο αυτό να αναιρεθεί. Η αναιρεσείουσα επικαλείται ειδικότερα ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο υπολόγισε την αποζημίωση απόλυσης όχι με βάση με τις τακτικές αποδοχές τις οποίες θα έπρεπε να λαμβάνει από αυτό κατά τον τελευταίο μήνα πριν την απόλυσή της υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, αλλά μετά την αφαίρεση από αυτές των ποσών των επιδομάτων γάμου, τροφοκατοικίας και ανθυγιεινής εργασίας τα οποία λάμβανε σύμφωνα με την από 23-1-2009 σ.σ.ε. (Πράξη κατάθεσης 61/2009) των εργαζομένων στο αναιρεσίβλητο η οποία είχε βέβαια λήξει στις 31-12-2009, αλλά οι όροι της εξακολουθούσαν να ισχύουν ως όροι της ατομικής πλέον σύμβασης εργασίας της με το αναιρεσίβλητο. Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται επιπλέον ότι η αναιρεσιβαλλομένη επιδίκασε σε αυτή ως αποζημίωση απόλυσης ποσό μικρότερο από αυτό που θα μπορούσε να απαιτήσει από το αναιρεσίβλητο για την αιτία που προαναφέρθηκε. Ο λόγος αυτός αναίρεσης ως προς το πρώτο του σκέλος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, επειδή σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν οι όροι της από 23-1-2009 σ.σ.ε. (Πράξη κατάθεσης 6/30-1-2009) - η οποία είχε λήξει στις 31-12-2009 - που προέβλεπαν την καταβολή επιδόματος γάμου, τροφοκατοικίας και ανθυγιεινής εργασίας στους εργαζομένους στο αναιρεσίβλητο είχαν καταργηθεί ήδη από 14-5-2012 σύμφωνα το άρθρο 2 παράγραφος 4 της υπ' αριθμό 6/28-2-2012 Π.Υ.Σ. (ΦΕΚ Α 38/28-2-2012), ανεξαρτήτως του ότι όροι σ.σ.ε., όπως η επίδικη, είχαν αρχικά θεωρηθεί ότι σύμφωνα με την ήδη καταργημένη διάταξη του άρθρου 9 παράγραφος 5 του ν. 1876/1990 ότι μετά την πάροδο εξαμήνου από τη λήξη ή την καταγγελία τους εξακολουθούν να ισχύουν, ωσότου λυθεί ή τροποποιηθεί η ατομική σχέση εργασίας.
3.ζ.2.Το άρθρο 558 Αριθμός 8 του ΚΠολΔ ορίζει μεταξύ άλλων ότι "Αναίρεση επιτρέπεται μόνον (...) αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (...)». Ο λόγος αυτός ιδρύεται και στην περίπτωση που ο διάδικος είχε προβάλει παραδεκτά και νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας ότι υπήρχε δεδικασμένο, αλλά το δικαστήριο παρέλειψε να ερευνήσει τον ισχυρισμό αυτό (ΑΠ 160/2019). Από το συνδυασμό περαιτέρω των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 323 ΚΠολΔ προκύπτει ότι δεδικασμένο, δηλαδή η δέσμευση από την έννομη συνέπεια της δικαστικής απόφασης, παράγεται από την τελεσιδικία της. Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι από αυτό της αγωγής που κρίθηκε, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε από αυτό, αφού δεδικασμένο παράγεται και από εσφαλμένη απόφαση, το οποίο μπορεί να ανατραπεί μόνο με την άσκηση των εκτάκτων ένδικων μέσων κατά της απόφασης από την οποία παράγεται. Το δεδικασμένο αφορά το δικαίωμα, το οποίο είχε προβληθεί με την αγωγή με βάση τη συγκεκριμένη ιστορική και νομική αιτία, των οποίων έγινε επίκληση, δηλαδή, το ίδιο νομικό γεγονός, το παραγωγικό, τροποποιητικό, καταργητικό ή αποσβεστικό κ.λπ. της συγκεκριμένης έννομης σχέσης. Για να εξεταστεί αν υπάρχει από τελεσίδικη απόφαση που προηγήθηκε δεδικασμένο το οποίο εμποδίζει την έρευνα του αιτήματος που φέρεται προς κρίση με νέα αγωγή με βάση ορισμένη ιστορική αιτία θα ληφθεί υπόψη η αιτιολογία της πρώτης απόφασης ως προς την ιστορική αιτία επί της οποίας έκρινε. Η ύπαρξη, εξάλλου, ή η ανυπαρξία της έννομης σχέσης που καλύπτεται από το δεδικασμένο αποτελεί στοιχείο του πραγματικού του δικαιώματος το οποίο ασκείται με τη δεύτερη αγωγή (ΑΠ 98/2023). Κατά τα άρθρα 321, 322 και 324 του ΚΠολΔ δεδικασμένο παράγεται από τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε μεταξύ των ίδιων προσώπων μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Το δικαίωμα για το οποίο έχει παραχθεί δεδικασμένο δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης. Από τη διάταξη εξάλλου του άρθρου 331 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δεδικασμένο καλύπτει όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε, αλλά και την περίπτωση που το αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων είναι διαφορετικό από εκείνο το οποίο κρίθηκε στη δίκη που προηγήθηκε, έχει όμως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος εκείνου που κρίθηκε στη δίκη εκείνη. Τούτο συμβαίνει, όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογητική έννομη σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα με αυτό το οποίο κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση ως αναγκαία προϋπόθεση του επιδίκου με την αγωγή δικαιώματος. Επιπλέον απαιτείται για την ενεργοποίηση του δεδικασμένου (και) η ταυτότητα της νομικής αιτίας, δηλαδή ταυτότητα της διάταξης που συγκρότησε τη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της τελεσίδικης απόφασης προς τον κανόνα δικαίου, στον οποίο θεμελιώνεται η νέα αγωγή. Σε περίπτωση όμως που η ύπαρξη ή ανυπαρξία της έννομης σχέσης κρίθηκε παρεμπιπτόντως στην προηγούμενη δίκη, όπως συμβαίνει, όταν η έννομη αυτή σχέση αποτέλεσε προδικαστικό ζήτημα, η έρευνα του οποίου ήταν νομικώς αναγκαία και έπρεπε να προηγηθεί, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, της οριστικής κρίσης επί του αντικειμένου της διαφοράς, το απορρέον από την τελεσίδικη απόφαση δεδικασμένο αναφορικά με την έννομη σχέση που κρίθηκε παρεμπιπτόντως στην εν λόγω δίκη, προϋποθέτει κατά το άρθρο 331 του ΚΠολΔ ότι το δικαστήριο που έκρινε επ' αυτής να ήταν καθύλη αρμόδιο προς τούτο (ΟλΑΠ 10/2002). Ειδικότερα επί διαρκούς έννομης σχέσης, από την οποία πηγάζουν περισσότερες έννομες συνέπειες, όπως στη σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, στην οποία η απασχόληση του μισθωτού θεμελιώνει διαφορετικές αξιώσεις, που στηρίζονται σε διαφόρους ουσιαστικούς νόμους, συλλογικές συμβάσεις εργασίας, διαιτητικές αποφάσεις κ.λπ., οι τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, που κρίνουν επιμέρους αιτήματα ως έννομες συνέπειες της διαρκούς αυτής έννομης σχέσης, έστω και εσφαλμένες, αποτελούν δεδικασμένο και για απαιτήσεις που γεννώνται στο μέλλον ως προς τις προϋποθέσεις και το ύψος αυτών υπό την προϋπόθεση ότι το νομικό καθεστώς που ίσχυε προηγουμένως παρέμεινε αμετάβλητο (ΟλΑΠ 1/2005, ΟλΑΠ 10/2002). Παρεμπίπτον ζήτημα σε απόφαση, με την οποία επιδικάζονται επί μέρους αξιώσεις εργαζομένου, αποτελεί η βασική έννομη σχέση, από την οποία εκπορεύονται οι εν λόγω αξιώσεις, το δεδικασμένο δε εκτείνεται και επ' αυτής, εφ' όσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων και η καθ' ύλη αρμοδιότητα του δικάσαντος δικαστηρίου, και δεν υφίσταται μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος (ΑΠ 767/2023). Στο δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου αναίρεσης η αναιρεσείουσα εκθέτει ότι το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 591 παρ. 1, 106, 321, 322, 324 και 331 ΚΠολΔ με συνέπεια να υποπέσει στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 559 Αριθμός 8 ΚΠολΔ και να πρέπει για το λόγο αυτό να αναιρεθεί, επειδή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που είχαν προταθεί και ασκούσαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Η αναιρεσείουσα εκθέτει ειδικότερα ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δεν έλαβε υπόψη το δεδικασμένο που απέρρεε από τις υπ' αριθμό 306/2015 και 1.433/2017 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Αθηνών ότι το ύψος των αποδοχών της και το χρονικό διάστημα με βάση τα οποία θα έπρεπε να υπολογισθεί η αποζημίωση απόλυσής της - σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παράγραφος 6 ν. 4046/2012, 2 παράγραφος 6 της υπ' αριθμό 6/2012 Π.Υ.Σ., 7 παράγραφος 2 και 9 παράγραφος 5 του ν. 1876/1990 και της από 23-1-2009 Σ.Ε.Ε. (Πράξη κατάθεσης 61/2009) - ανέρχονταν σε ποσό 1.951,18 Ευρώ και οι μήνες για τους οποίους μπορούσε να αξιώσει αποζημίωση απόλυσης από την αναιρεσίβλητο σε είκοσι τέσσερις (24) και όχι, όπως δέχθηκε η αναιρεσιβαλλομένη, σε 1.253,33 Ευρώ και 12 μήνες, αντίστοιχα, με συνέπεια να επιδικάσει σε αυτή για την αιτία που προαναφέρθηκε νομιμότοκα μικρότερα ποσά από αυτά που είχε αιτηθεί, κυρίως και επικουρικώς, με την αγωγή της κατά του αναιρεσιβλήτου, όπως ειδικότερα αναφέρει σε αυτόν. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι αόριστος και πρέπει επομένως να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι η αναιρεσείουσα δεν αναφέρει στο αναιρετήριο ότι είχε επικαλεσθεί και μάλιστα κατά τρόπο ορισμένο στο δικαστήριο της ουσίας ότι οι υπ' αριθμό 306/2015 και 1.433/2017 τελεσίδικες αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Αθηνών είχαν κρίνει επί δικαιώματός της εναντίον του το οποίο κατά τις παραδοχές τους στηριζόταν σε όμοια ιστορική και νομική αιτία με την ένδικη αγωγή της κατά του αναιρεσιβλήτου (ΑΠ 1368/2021). 4. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει και, συγκεκριμένα, μόνον ως προς τη διάταξή της με την οποία απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας, τότε εκκαλούσας και αναιρεσείουσας, κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση είχε απορρίψει ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα κατά του αναιρεσιβλήτου ως προς τη αυτοτελή αίτησή της να υποχρεωθεί το αναιρεσίβλητο να καταβάλει στην αναιρεσείουσα δεδουλευμένες αποδοχές και μισθούς υπερημερίας λόγω επίσχεσης της εργασίας της. Η υπόθεση εξάλλου, επειδή χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση πρέπει να παραπεμφθεί για εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, διότι είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλον Δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε (άρθρο 580 παράγραφος 3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας που κατέθεσε προτάσεις - μετά από το νόμιμο και βάσιμο αίτημά της - πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσιβλήτου, το οποίο ηττήθηκε στη δίκη (άρθρα 573 παράγραφος 1, 106, 176 παράγραφος 1, 180 και 191 παράγραφος 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθμό 4905/30-11-2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση ως προς το κεφάλαιο που αναιρέθηκε ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλον Δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε
Καταδικάζει το αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, το ύψος των οποίων ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 26 Μαρτίου 2024.
Ο ANTIΠΡΟΕΔΡΟΣ
H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και τούτου αποχωρήσαντος η αρχαιότερη στη σύνθεσης Αρεοπαγίτης ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Σεπτεμβρίου 2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ

<< Επιστροφή