
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 1251 / 2024    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 1251/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη - Εισηγητή, Παναγιώτη Βενιζελέα, Βρυσηίδα Θωμάτου και Κλεόβουλο - Δημήτριο Κοκκορό, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 30 Ιανουαρίου 2023, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...", ως καθολικής διαδόχου με απορρόφηση της "...", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Κανέλλια.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Η. Σ. του Π. και 2) Δ. Σ. του Π., αμφοτέρων κατοίκων ... Αττικής. Παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αντώνιο Τίγκα, ο οποίος ανακάλεσε την από 27-1-2023 δήλωσή του για παράσταση με το άρθρο 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε στο ακροατήριο. Στο σημείο αυτό, ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας, αφού έλαβε τον λόγο, ζήτησε την αναβολή της υπόθεσης για τους λόγους που ανέπτυξε. Για το αίτημα της αναβολής τον λόγο έλαβε και ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων, ο οποίος δε συναίνεσε. Το Δικαστήριο διασκέφτηκε και διά του Προέδρου του απέρριψε το αίτημα αναβολής.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31-10-2017 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3086/2019 του ίδιου Δικαστηρίου και 6003/2020 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 10-6-2021 αίτησή της και τους από 19-12-2022 προσθέτους αυτής λόγους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων αυτής λόγων, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι Η. Σ. και Δ. Σ. άσκησαν κατά της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...", καθώς και κατά των πρώην υπαλλήλων της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "..." Π. Χ. και Μ. Τ., την από 31.10.2017 αγωγή τους, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία εξέθεταν ότι συνήψαν με την άνω ανώνυμη τραπεζική εταιρία και τη θυγατρική της "...", ως χρηματοοικονομικό βραχίονα της πρώτης, καθολική διάδοχος της οποίας τυγχάνει η πρώτη των εναγομένων και ήδη αναιρεσίβλητη, την υπ' αρ. ... σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, στο πλαίσιο της οποίας οι δεύτερος και τρίτη των εναγομένων, προστηθέντες και της πρώτης εναγομένης, τους έπεισαν με τις αναφερόμενες παραπλανητικές διαβεβαιώσεις και την απόκρυψη των επενδυτικών κινδύνων να αποκτήσουν ομόλογα ... PLC και ... BANK, ονομαστικής αξίας 2.200.000 ευρώ και 2.736.000 ευρώ, για τα οποία κατέβαλαν τα ποσά των 2.243.857,73 ευρώ και 2.755.434,95 ευρώ, αντίστοιχα, και τα οποία πλέον έχουν μηδενική αξία. Ότι η πρώτη εναγομένη παραβίασε, διά των άνω προστηθέντων και από αυτήν υπαλλήλων της μητρικής εταιρίας "...", τις μνημονευόμενες στην αγωγή υποχρεώσεις της και ως εκ τούτου υπέχει ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη αποκατάστασης της προκληθείσας α) θετικής ζημίας συνιστάμενης στο ποσό του απωλεσθέντος κεφαλαίου τους συνολικού ύψους 4.999.292,68 ευρώ και στο ποσό της καταβληθείσας προμήθειας για την αγορά των επίδικων ομολόγων ύψους 63.292,68 ευρώ και β) αποθετικής ζημίας ποσού 193.991,12 ευρώ για καθέναν από αυτούς, που αντιστοιχεί στους προσδοκώμενους τόκους (τοκομερίδια), που θα εισέπρατταν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα από τα επίδικα ομόλογα. Ότι επιπλέον, υπέστησαν ηθική βλάβη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται το ποσό των 100.000 ευρώ ο καθένας από αυτούς. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό και κατόπιν παραδεκτού μερικού περιορισμού των αιτημάτων τους από καταψηφιστικά σε έντοκα αναγνωριστικά, ζήτησαν: Α) ο πρώτος ενάγων να αναγνωρισθεί η εις ολόκληρον υποχρέωση των εναγομένων να του καταβάλουν α) το ποσό των 1.100.000,00 ευρώ ως αποζημίωση για τη θετική ζημία που υπέστη από την αγορά του ομολόγου ... PLC, β) το ποσό των 1.368.000 ευρώ ως Αποζημίωση για τη θετική ζημία που υπέστη από την αγορά του ομολόγου ... BANK, γ) το ποσό των 31.646,34 ευρώ για την Καταβολή προμήθειας, δ) το ποσό των 193.991,12 ευρώ ως αποζημίωση για την αποθετική ζημία που υπέστη λόγω απώλειας των προσδοκώμενων τόκων και ε) το ποσό των 100.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Β) ο δεύτερος ενάγων να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον ο καθένας, να του καταβάλουν το ποσό των 95.000 ευρώ ως αποζημίωση για τη θετική ζημία που υπέστη από την αγορά του ομολόγου ... PLC, και να αναγνωρισθεί η εις ολόκληρον υποχρέωση των εναγόμενων να του καταβάλουν: α) το ποσό των 1.005.000 ευρώ για την ανωτέρω αιτία, β) το ποσό των 1.368.000,00 ευρώ ως αποζημίωση για τη θετική ζημία που υπέστη από την αγορά του ομολόγου ... BANK, Υ) το ποσό των 31.646,34 ευρώ ως αποζημίωση για την καταβολή της προμήθειας, ε) το ποσό των 193.991,12 ευρώ ως αποζημίωση για την αποθετική ζημία του και στ) το ποσό των 100.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, ερήμην της τρίτης εναγομένης (Μ. Τ.) και αντιμωλία των λοιπών ων, η υπ' αριθ. 3086/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και ουσία βάσιμη και α)υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον ο καθένας, να καταβάλουν στον δεύτερο των εναγόντων το ποσό των 95.000 ευρώ, β) αναγνωρίστηκε ότι η πρώτη και ο δεύτερος των εναγομένων οφείλουν να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, στον πρώτο των εναγόντων το ποσό των 2.436.500,07 ευρώ και στον δεύτερο των εναγόντων το ποσό των 2.304.100,16 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής οι άνω δύο πρώτοι εναγόμενοι, ήτοι η ήδη αναιρεσείουσα και ο Π. Χ., άσκησαν την από 22.10.2019 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 6003/2020 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση και ως ουσιαστικά βάσιμη, εξαφανίσθηκε η υπ' αριθ. 3086/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά ένα μέρος, και δη α) κατά το μέρος που δέχθηκε την αγωγή και ως προς τον δεύτερο εναγόμενο και β) κατά το μέρος που έκρινε ότι είναι βάσιμη η αξίωση του πρώτου ενάγοντος για αποζημίωση ως προς το ποσό του 1.020.000 ευρώ κατά την συρρέουσα βάση της που στηρίζεται στην ενδοσυμβατική ευθύνη, κρατήθηκε η υπόθεση κατά το μέρος αυτό, δικάσθηκε η ένδικη αγωγή και απορρίφθηκε αυτή α) ως προς τον δεύτερο εναγόμενο και β) ως προς την επιμέρους αξίωση του πρώτου ενάγοντος ύψους 1.020.000 ευρώ, μόνο κατά τη συρρέουσα νομική βάση της περί ενδοσυμβατικής ευθύνης, ενώ κατά τα λοιπά απορρίφθηκε η έφεση της πρώτης εναγομένης. Την απόφαση αυτή προσβάλλει η τελευταία με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως.
Κατά το άρθρο 569 του ΚΠολΔ, όπως διαμορφώθηκε μετά την τροποποίηση της παρ. 2 με το άρθρο 37 του Ν. 4842/2021, που κατά τη διάταξη της παρ.2β του άρθρου 116 του ιδίου νόμου, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 21 παρ.2 του Ν. 4912/2022, εφαρμόζεται και επί των εκκρεμών ένδικων μέσων, ορίζεται ότι "1. Πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης είναι παραδεκτοί, και αν η αίτηση της αναίρεσης δεν περιέχει λόγο τυπικά παραδεκτό και ορισμένο. 2. Οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης ως προς τα ίδια κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης και τα κεφάλαια εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά, ασκούνται μόνο με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, τριάντα (30) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναίρεσης, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 281, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση. Αντίγραφο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων επιδίδεται πριν από την ίδια προθεσμία στον αναιρεσίβλητο και τους άλλους διαδίκους. Η επίδοση μπορεί να γίνει και στον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσιβλήτου, αν αυτός επισπεύδει τη συζήτηση...". Στην προκειμένη περίπτωση, ως ημέρα συζήτησης ενώπιον του Α2 Τμήματος του Αρείου Πάγου της κρινόμενης από 10.6.2021 αίτησης, για αναίρεση της υπ' αριθ. 6003/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ορίστηκε, με επίσπευση της αναιρεσείουσας, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος (30.1.2023). Στη συνέχεια η αναιρεσείουσα άσκησε και πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, με το από 19.12.2022 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 29.12.2022, δηλαδή τριάντα ημέρες πριν την ορισθείσα ως άνω δικάσιμο. Από τις υπ' αριθ. 617Β/29.12.2022 και 618Β/29.12.2022 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Μ. Μ., τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει νόμιμα η αναιρεσείουσα, η οποία και επέσπευσε τη συζήτηση, προκύπτει ότι πιστό αντίγραφο του δικογράφου των άνω προσθέτων λόγων επιδόθηκε σε κάθε αναιρεσίβλητο στις |29.12.2022, ήτοι τουλάχιστον τριάντα πλήρεις ημέρες πριν από την ορισθείσα ως άνω δικάσιμο. Επομένως, οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, είναι παραδεκτοί, και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω μαζί με την άνω από 10.6.2021 αίτηση αναιρέσεως.
Από τις διατάξεις των άρθρων 322, 324, 331 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο, που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή Ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι αναγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο, δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το αυτό αντικείμενο και την αυτή ιστορική και νομική αιτία. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση. Το δεδικασμένο καλύπτει, ως ενιαίο σύνολο, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό βάσει του οποίου το δικαστήριο κατέληξε στην αναγνώριση της επίδικης έννομης σχέσης. Συγκεκριμένα καλύπτει: α) το δικαίωμα που κρίθηκε, δηλαδή την έννομη σχέση που αναγνωρίστηκε, β) την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση, υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσεως, και γ) τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά, κατά την υπαγωγή τους στη σχετική διάταξη του νόμου, την οποία εφάρμοσε (ΑΠ 1817/2023, ΑΠ 916/2021, ΑΠ 1599/2017, ΑΠ 1137/2006). Ειδικότερα, έννομη σχέση κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, είναι το σύνολο των εννόμων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απέσβησαν τις έννομες συνέπειες. Ταυτότητα νομικής αιτίας υπάρχει, όταν σε μεταγενέστερη δίκη ανακύπτει ως νομικό γεγονός παραγωγικό, τροποποιητικό ή καταργητικό της επίδικης έννομης σχέσης, αυτό που στηρίζει ήδη τελεσίδικη απόφαση, δηλαδή απαιτείται ταυτότητα της διάταξης που συγκρότησε τη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της τελεσίδικης απόφασης προς τη διάταξη που επικαλείται ρητά ή σιωπηρά ο ενάγων προκειμένου να στηρίξει τη νέα του αγωγή, ενώ ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόστηκε σε προηγούμενη δίκη, είναι τα ίδια με αυτά που συγκροτούν το πραγματικό της εφαρμοστέας και στη νέα δίκη νομικής διάταξης (ΑΠ 916/2021, ΑΠ 893/2019). Η ταυτότητα, εξάλλου, των προσώπων ως αναγκαία υποκειμενική προϋπόθεση για τη λειτουργική ενέργεια του δεδικασμένου, είναι επακόλουθο του ισχύοντος στην πολιτική δίκη, κατά το άρθρο 106 ΚΠολΔ, συζητητικού συστήματος και σημαίνει ότι το δεδικασμένο δεσμεύει μόνον τα πρόσωπα μεταξύ των οποίων κατά τα άρθρα 325-329 ΚΠολΔ ισχύει, και, πάντως, μόνον εφόσον αυτά βρίσκονται σε σχέση αντιδικίας και όχι ομοδικίας (ΑΠ 1817/2023, ΑΠ 893/2019, ΑΠ 2028/2014). Έτσι, δεν παράγεται δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση εκδοθείσα μεταξύ άλλων προσώπων, όπως είναι η απόφαση που εκδίδεται σε δίκη μεταξύ του δανειστή και ενός από τους εις ολόκληρον συνοφειλέτες.
Συνεπώς, επί οφειλής εις ολόκληρον υπάρχει παθητική ομοδικία μεταξύ των συνεναγομένων συνοφειλετών και το δεδικασμένο που δημιουργείται για τον ένα από αυτούς δεν ισχύει για τους άλλους (ΑΠ 1809/2023, ΑΠ 575/2019, ΑΠ 1407/2013, ΑΠ 22/2004, ΑΠ 740/2000). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ. 16 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, δέχτηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο ή ότι υπάρχει δεδικασμένο με βάση απόβαση που εξαφανίσθηκε ύστερα από ένδικο μέσο. Από την άνω διάταξη προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας επιλήφθηκε αυτεπάγγελτα ή με πρόταση κάποιου εκ των διαδίκων, της έρευνας για τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων του δεδικασμένου, και παρά το νόμο δέχθηκε την ύπαρξη ή μη ύπαρξη αυτού (ΑΠ 944/?020). Ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο την "παράβαση νόμου", δηλαδή την ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή των περί δεδικασμένου διατάξεων σε σχέση με όσα γίνονται ανελέγκτως δεκτά, ήτοι αν αυτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου, και, σε καταφατική περίπτωση, αν αυτό έχει την έκταση και τα αποτελέσματα που του προσέδωσε η απόφαση, ενώ διαφεύγει του αναιρετικού ελέγχου, ως κρίση περί τα πράγματα, η συνδρομή ή όχι των περιστατικών ως προς την ταυτότητα της διαφοράς και των διαδίκων (ΑΠ 55/2022, ΑΠ 14/2021, ΑΠ 191/2020). Ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης δεν ιδρύεται αν η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρει την ύπαρξη δεδικασμένου (ΑΠ 506/2022, ΑΠ 14/2021, ΑΠ 644/2015). Σε περίπτωση, δε, που το δικαστήριο δεν ερεύνησε νόμιμα προταθέντα ισχυρισμό για την ύπαρξη ή μη δεδικασμένου, ιδρύεται λόγος αναίρεσης από τον αρ. 8 και όχι από Τον αρ. 16 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 944/2020, ΑΠ 1311/2018, ΑΠ 2084/2007). Ειδικότερα, αν η απόφαση που προσβάλλεται δεν ποιείται μνεία για ύπαρξη ή όχι δεδικασμένου, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, τότε μόνον, αν ο διάδικος προσκόμισε στο δικαστήριο της ουσίας τελεσίδικη απόφαση και επικαλέστηκε το δεδικασμένο που απορρέει απ' αυτή προς απόδειξη της βάσεως της αγωγής ή την απόκρουση αυτής και το δικαστήριο παρέλειψε να ερευνήσει τον ισχυρισμό αυτό, ο οποίος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 204/2023, ΑΠ 55/2022, ΑΠ 1089/2017). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 36 του Ν. 4842/2021 και εφαρμόζεται και επί εκκρεμών ενδίκων μέσων, κατ' άρθρο 116 παρ.2 εδ. β του ως άνω νόμου, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε ή δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημοσία τάξη ή το δεδικασμένο. Η διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού όλων των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει τον προβαλλόμενο λόγο αναίρεσης, είχε προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να καθορίζεται τόσο το περιεχόμενο του, όσο και ο νόμιμος τρόπος που προτάθηκε ή επαναφέρθηκε στο δικαστήριο της ουσίας. Το απαράδεκτο αυτό αναφέρεται σε όλους τους λόγους του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Εξαίρεση δικαιολογείται μόνο αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη ή το δεδικασμένο. Και στις περιπτώσεις όμως αυτές, για να είναι παραδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός, ο οποίος προτείνεται για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου, όταν αφορά τη δημόσια τάξη ή το δεδικασμένο, ή όταν το σφάλμα προκύπτει από την ίδια την απόφαση, πρέπει τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίζεται να είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της υποβολής αυτής (ΟλΑΠ 15/2000, ΑΠ 1695/2023, ΑΠ 55/2022, ΑΠ 93/2020). Δηλαδή, κι αν ακόμη ο λόγος ανάγεται στη δημόσια τάξη ή το δεδικασμένο, που προστέθηκε κατά τα προεκτεθέντα στις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 περ.γ' του ΚΠολΔ και αυτονοήτως αντιμετωπίζεται ομοίως με την έτερη προϊσχύσασα εξαίρεση του ισχυρισμού που αφορά τη δημόσια τάξη, για το παραδεκτό το πρώτον στον Άρειο Πάγο, πρέπει, τα πραγματικά περιστατικά που τον στηρίζουν, να προβλήθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας, είτε αυτό να προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του (ΑΠ 1817/2023).
Συνεπώς, αν προσβάλλεται απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και αναιρεσείων είναι ο εκκαλών, που! έχει ηττηθεί πρωτοδίκως, για την πληρότητα του σχετικού λόγου αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο να αναφέρεται ότι ο ισχυρισμός στον οποίο αυτός στηρίζεται είχε προταθεί από τον αναιρεσείοντα στο Εφετείο με λόγο της έφεσης του ή ότι συντρέχει κάποια εξαιρετική περίπτωση από τις προβλεπόμενες στην παραπάνω διάταξη του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ (ΑΠ 257/2021, ΑΠ 907/2015). Περαιτέρω, από τη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 249 ΚΠολΔ, που ορίζει, ότι "αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικοί ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της δίκης εωσότου περαιωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα ή άλλη δίκη ....", σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 222 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, που ορίζει, ότι "όταν επέλθει η εκκρεμοδικία και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα", προκύπτει, ότι, όταν δεν συντρέχει περίπτωση εκκρεμοδικίας και όταν ακόμη η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται από τη διάγνωση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας μιας έννομης σχέσης που κρίνεται από άλλο πολιτικό δικαστήριο, η αναβολή ή όχι της εκδίκασης της ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας εκκρεμούς διαφοράς απόκειται στην κυριαρχική του εξουσία, γι' αυτό η κρίση του περί της αναβολής ή μη της εκδίκασης αυτής δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Εξάλλου, το αίτημα περί αναβολής της δίκης και τα προς υποστήριξή του υποβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά δεν αποτελούν "ζήτημα", με την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, ούτε "πράγμα" με την έγνοια του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου (ΑΠ 360/2022, ΑΠ 652/2011, ΑΠ 1530/2009).
Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, από τους αριθ. 8, 9 και 16 του ΚΠολΔ, ισχυρίζεται ότι με τις προτάσεις της στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την έφεσή της και με τις προτάσεις της στο Εφετείο, προέβαλε παραδεκτά την ένσταση δεδικασμένου, άλλως της εκκρεμοδικίας, ενστάσεις τις οποίες απέρριψε σιγή τόσο το Πρωτοδικείο, όσο και το Εφετείο. Ότι ειδικότερα, οι ενάγοντες είχαν ασκήσει κατά της "..." την από 7.7.2014 αγωγή για τα ίδια περιστατικά και με τις ίδιες νομικές βάσεις, ζητώντας την επιδίκαση ποσού 5.985.031 ευρώ για αποζημίωση από σύμβαση και αδικοπραξία, από την αγορά των επίδικων ομολόγων και ποσό 60.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ότι κατά τη συζήτηση της άνω αγωγής, οι ενάγοντες παραιτήθηκαν από μέρος των αξιώσεων τους και εισήγαγαν προς κρίση μέρος αυτών, ύψους 450.000 ευρώ. Ότι η αγωγή αυτή απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη με την υπ' αριθ. 3776/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατ' αυτής δε άσκησαν οι ενάγοντες την από 27.6.2016 έφεση, από το δικόγραφο και το δικαίωμα της οποίας παραιτήθηκαν εν συνεχεία, με αποτέλεσμα να καταστεί τελεσίδικη η άνω πρωτόδικη απόφαση, που διέγνωσε ότι η εναγομένη δεν υπέχει ευθύνη έναντι των εναγόντων. Ότι, εκκρεμούσης της δίκης αυτής, οι ενάγοντες άσκησαν την από 13.3.2017 δεύτερη αγωγή κατά της "...", με αντικείμενο την επιδίκαση του ποσού των 4.570.000 ευρώ, από το οποίο είχαν παραιτηθεί κατά τη συζήτηση της πρώτης αγωγής τους, πάλι ως αποζημίωση από την αγορά των επίδικων ομολόγων και ποσό 50.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από την τελεσθείσα εις βάρος τους αδικοπραξία. Ότι επί της δεύτερης αυτής αγωγής εκδόθηκε η υπ' αριθ. 4151/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ανεστάλη η πρόοδος της δίκης έως την τελεσιδικία της υπ' αριθ. 3776/2015 απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, στη συνέχεια δε οι ενάγοντες επανέφεραν προς συζήτηση την άνω αγωγή και ήδη με την υπ' αριθ. 358/2021 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, απορρίφθηκε και η δεύτερη αυτή αγωγή, λόγω της ύπαρξης δεδικασμένου από την άνω υπ' αριθ. 3776/2015 απόφαση. Ότι ναι μεν η ίδια δεν ήταν εναγομένη στην αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθ. 3776/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, πλην όμως το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχεται ότι υπάρχει αδιαίρετη ευθύνη των δύο εταιριών, δεδομένου ότι η επίμαχη επενδυτική σύμβαση υπογράφηκε και από τις δύο, απαρτίζουσες την ενιαία μορφή της "... BANK", γι' αυτό άλλωστε το Εφετείο δέχεται ότι οι υπάλληλοι που υπέγραψαν και γενικά συναλλάχθηκαν με τους ενάγοντες, ενώ ήταν υπάλληλοι της ..., θεωρούνται προστηθέντες και της ίδιας, και επομένως το δεδικασμένο από την 3776/2015 απόφαση καλύπτει όχι μόνο την εκεί διάδικο αλλά και την ίδια. Ότι, ακόμη, ζήτησε να αναβληθεί η απόφαση μέχρι την τελεσίδικη έκβαση της από 14.3.2017 αγωγής, παρά ταύτα το Εφετείο δεν εξέτασε καθόλου την ένσταση δεδικασμένου, ενώ απέρριψε το αίτημα αναβολής, καθιστώντας έτσι αναιρετέα την προσβαλλόμενη απόφασή του α) κατ' άρθρο 559 αρ. 16 ΚΠολΔ, διότι παρά το νόμο δεν έκανε δεκτή την ένσταση δεδικασμένου που νόμιζα πρότεινε, αλλά και β) κατ' άρθρο 559 αρ. 9 και 8 ΚΠολΔ, αφού, αφενός μεν παρά το νόμο παρέλειψε να ερευνήσει και άφησε αδίκαστο τον προβληθέντα ισχυρισμό της περί δεδικασμένου, αφετέρου δε παρά το νόμο απέρριψε τον ισχυρισμό της για την αναβολή της δίκης μέχρι την τελεσιδικία της εκκρεμούσας δεύτερης δίκης. Περαιτέρω, με τον συναφή πρώτο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, από τους αριθ. 1, 11, 14 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επικαλούμενη και πάλι ότι το Εφετείο αγνόησε πλήρως την 3776/2015 αμετάκλητη απόφαση, παρέλειψε να απαντήσει στον ισχυρισμό της περί δεδικασμένου και ήχθη σε διαφορετική κρίση, παραβιάζοντας έτσι το δεδικασμένο από την άνω απόφαση, που αφορά και την ίδια, λόγω και της σχέσης αναγκαστικής ομοδικίας μεταξύ των δύο εταιριών, ισχυρίζεται, σε συμπλήρωση του πρώτου κύριου λόγου αναιρέσεως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση με το να απορρίψει σιγή την ένσταση δεδικασμένου υπέπεσε, κατ' αρχάς στην πλημμέλεια από τον αρ. 14, διότι παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο, αν δε ήθελε κριθεί ότι δεν απέρριψε σιγή την ένσταση δεδικασμένου, διότι τέτοια ένσταση δεν προβλήθηκε ρητά, με το να μη μνημονεύσει το Εφετείο καθόλου την 3776/2015 απόφαση, παρότι η ίδια την προσκόμισε με επίκληση, υπέπεσε και στην πλημμέλεια από τον αρ. 11, διότι δεν έλαβε υπόψη τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή την άνω απόφαση και την αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε και τέλος, αν ήθελε κριθεί ότι την έλαβε υπόψη, τότε υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αρ. 19, διότι δεν ασχολήθηκε με την άνω απόφαση, ούτε διέλαβε ειδική μνεία ή σκέψη γι' αυτήν.
Από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι είχαν ασκήσει κατά της "...", ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 7.7.2014 αγωγή, με την οποία, επικαλούμενοι τα ίδια με την ένδικη αγωγή περιστατικά και τις ίδιες νομικές βάσεις, ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγόμενη Τράπεζα, να τους καταβάλει, με βάση τη σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, άλλως, με βάση τις διατάξεις για την αδικοπραξία, το συνολικό ποσό των 5.985.031 ευρώ, κατά το οποίο ζημιώθηκαν από την αγορά των επίδικων ομολόγων και ποσό 60.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Κατά τη συζήτηση της άνω αγωγής, οι ενάγοντες περιόρισαν τα αγωγικά τους αιτήματα και ζήτησαν πλέον: 1) το ποσό των 450.000 ευρώ, για την περιουσιακή ζημία, που υπέστησαν, από την ολοσχερή απώλεια του κεφαλαίου, που επένδυσαν στα επίδικα τραπεζικά προϊόντα, 2) το ποσό των 10.000 ευρώ, νια τους τόκους, που απώλεσαν (διαφυγόν κέρδος), επί του κεφαλαίου, που επένδυσαν, και 3) το ποσό των 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, για την αποκατάσταση της ηθικής τους βλάβης, που υπέστησαν, από την σε βάρος τους τελεσθείσα αδικοπραξία. Η αγωγή αυτή, όπως περιορίσθηκε, απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη με την υπ' αριθ. 3776/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αφού έγινε δεκτό ότι η εναγομένη τήρησε, δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, όλες τις αναγκαίες διατυπώσεις και συναλλακτικά ορθές πρακτικές, αναφορικά με την αγορά των επίδικων τραπεζικών ομολόγων και συνεπώς δεν στοιχειοθετείται, από μέρους της, πλημμελής εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, από την σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, μεταξύ αυτής και των εναγόντων, ούτε παράβαση του ισχύοντος, κατά τον κρίσιμο χρόνο, Κώδικα Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, της ΠΔΤΕ 2501/2002, της αντικειμενικά καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και άρα δεν συντρέχει περίπτωση ενδοσυμβατικής, ούτε αδικοπρακτικής ευθύνης της, για τη ζημία των εναγόντων, με τις ακόλουθες, κατά το ενδιαφέρον στην υπό κρίση υπόθεση ζήτημα, παραδοχές: "... Από όλα τα παραπάνω εκτιθέμενα αποδείχθηκε ότι πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την κατάρτιση της επίδικης με αριθμό 202234/28.02.2007 βασικής σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, όπως αυτή τροποποιήθηκε στη συνέχεια, κατά τα ως άνω λεπτομερώς αναφερόμενα, οι υπάλληλοι της εναγόμενης, αφού έλαβαν υπόψη τους, την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, το επάγγελμα, την εμπειρία των εναγόντων, γενικά, στον τομέα των επενδύσεων, το εύρος του χαρτοφυλακίου τους και την πρόθεσή τους να αγοράσουν τραπεζικά ομόλογα, προκειμένου να πετύχουν αποδόσεις, ελαφρώς υψηλότερες, από αυτές μίας προθεσμιακής κατάθεσης, τους παρουσίασαν πλήρη κατάλογο όλων των ομολογιακών εκδόσεων, που διέθετε, εκείνη την εποχή, η ... bank, με διαφορετικές διαβαθμίσεις και διαφορετικές αποδόσεις, ώστε να επιλέξουν το κατάλληλο, οι δε ενάγοντες επέλεξαν και αγόρασαν, χωρίς καμία μεσολάβηση ή παρότρυνση, από τους υπαλλήλους της εναγόμενης, τα επίδικα τραπεζικά ομόλογα. Στη συνέχεια, τους ενημέρωσαν, πλήρως, και μάλιστα, εγγράφως, όπως προβλέπει η διάταξη 6.2.δ. του Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ, για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των τραπεζικών αυτών προϊόντων, ήτοι ότι ήταν απλά ομόλογα, με κυμαινόμενο τοκομερίδιο, ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τον εκδότη εκάστου ομολόγου, τη χρονική τους διάρκεια, τη δυνατότητα ρευστοποίησής τους, οποιαδήποτε στιγμή, επιθυμούσαν, τις προϋποθέσεις λήψης τοκομεριδίου, το ποσοστό του και τους παράγοντες, που θα καθόριζαν το ύψος του, ενώ, επιπλέον, τους διευκρίνισαν ότι η εναγόμενη δεν εγγυόταν το κεφάλαιο, που επενδυόταν σε αυτά,; αλλά υπεύθυνος για την πληρωμή των τοκομεριδίων και αποπληρωμή της ονομαστικής αξίας στη λήξη είναι μόνο ο εκδότης του ομολόγου, σε περίπτωση, δε, αφερεγγυότητας του τελευταίου διευκρινίστηκε ότι τον κίνδυνο μη πληρωμής τον έφεραν οι ίδιοι. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη υπαιτιότητας των υπαλλήλων της εναγομένης και συνακόλουθα ευθύνης της ίδιας για την απώλεια των χρημάτων των εναγόντων, αφού εκείνοι ουδέποτε ανέλαβαν τον πιστωτικό κίνδυνο της εκδότριας των τίτλων, εγγυώμενοι τη διατήρηση του επενδυμένου κεφαλαίου. Δεδομένου ότι η εναγομένη τήρησε, δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, όλες τις αναγκαίες διατυπώσεις και συναλλακτικά ορθές πρακτικές, αναφορικά με την αγορά των τραπεζικών ομολόγων των τραπεζικών εταιριών ... BANK και ... PLC, δεν στοιχειοθετείται, από μέρους της, πλημμελής εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, από την σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, μεταξύ αυτής και του ενάγοντος, ούτε παράβαση του ισχύοντος, κατά τον κρίσιμο χρόνο, Κώδικα Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, της ΠΔΤΕ 2501/2002, της αντικειμενικά καλής πίστης και ίων συναλλακτικών ηθών και συνεπώς, δεν συντρέχει περίπτωση ενδοσύμβατικής, ούτε αδικοπρακτικής ευθύνης της, για τη ζημία των εναγόντων...". Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν οι ενάγοντες την από 27.6.2016 έφεση, από το δικόγραφο και το δικαίωμα της οποίας παραιτήθηκαν εν συνεχεία, με αποτέλεσμα να καταστεί τελεσίδικη η άνω πρωτόδικη απόφαση, που διέγνωσε ότι η εναγομένη δεν υπέχει ευθύνη έναντι των εναγόντων. Εκκρεμούσης, όμως, της δίκης αυτής, οι ενάγοντες άσκησαν την από 13.3.2017 δεύτερη αγωγή κατά της "...", ζητώντας να τους επιδικασθεί το ποσό των 4.570.000 ευρώ, από το οποίο είχαν παραιτηθεί κατά τη συζήτηση της πρώτης αγωγής τους, ως αποζημίωση από την αγορά των επίδικων ομολόγων και ποσό 50.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από την τελεσθείσα εις βάρος τους αδικοπραξία. Επί της δεύτερης αυτής αγωγής εκδόθηκε η υπ' αριθ. 4151/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ανεστάλη η πρόοδος της δίκης έως την τελεσιδικία της υπ' αριθ. 3776/2015 απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου. Ήδη, με την υπ' αριθ. 358/2021 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, απερρίφθη και η δεύτερη αυτή αγωγή, λόγω της ύπαρξης δεδικασμένου από την άνω υπ' αριθ. 3776/2015 απόφαση. Μετά την άσκηση της άνω δεύτερης αγωγής κατά της "...", οι ενάγοντες άσκησαν την ένδικη από 31.10.2017 αγωγή κατά της ήδη αναιρεσείουσας, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή και ως ουσία βάσιμη με την προαναφερθείσα υπ' αριθ. 3086/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε η εναγομένη την από 22.10.2019 έφεση, για τους διαλαμβανόμενους σ' αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Στους λόγους αυτούς δεν περιλαμβάνονταν ο ισχυρισμός περί δεδικασμένου, απορρέοντος από την υπ' αριθ. 3776/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με τις προτάσεις της κατά τη συζήτηση της έφεσής της, διηγηματικά και μόνο, ανέφερε η αναιρεσείουσα τα άνω σχετικά με την ασκηθείσα κατά της "... ΑΕ" από 7.7.2014 αγωγή των αναιρεσιβλήτων, επικαλούμενη απλώς ότι η άνω απόφαση, που διέγνωσε την έλλειψη ευθύνης της, κατέστη ήδη τελεσίδικη. Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε η ήδη προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία, όπως προαναφέρθηκε, έγινε δεκτό ότι η αναιρεσείουσα αθέτησε, στο πλαίσιο της καταρτισθείσας με τους αναιρεσίβλητους σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών, την υποχρέωση για ακριβή, πλήρη και κατάλληλη καθοδήγηση, διαφώτιση και ενημέρωση τους σχετικά με την φύση, τα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους των άνω επενδυτικών προϊόντων, ενόψει και του ότι οι αναιρεσίβλητοι, ήταν άπειροι και χωρίς κάποια γνώση περί των συναλλαγών σε ομόλογα, αλλά το περιεχόμενο της επενδυτικής απόφασής τους διαμορφώθηκε από τις υποδείξεις και συμβουλές της αναιρεσείουσας, και συγκεκριμένα από την προρτηθείσα από αυτήν Μ. Τ., η οποία, με βάση τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά, πρότεινε στους αναιρεσίβλητους να προβούν στην αγορά των άνω ομολόγων, μολονότι αυτά δεν ήταν συμβατά με το προφίλ τους ως συντηρητικών επενδυτών, παρέχοντας σ' αυτούς αναληθείς διαβεβαιώσεις περί προϊόντων που προσομοιάζουν με προθεσμιακή κατάθεση με εγγυημένο κεφάλαιο και παραλείποντας να τους ενημερώσει για τους κινδύνους της επένδυσης στα εν λόγω σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα μειωμένης εξασφάλισης. Όπως προκύπτει από τις παραπάνω εκτενώς αναπτυχθείσες παραδοχές, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διέλαβε σκέψη και δεν αποφάνθηκε για την ύπαρξη ή όχι δεδικασμένου, που απορρέει ή όχι από την επίμαχη ως άνω απόφαση, αφού, άλλωστε, τέτοιος λόγος περί ύπαρξης δεδικασμένου δεν διαλαμβάνονταν στην έφεση.
Συνεπώς ο προβαλλόμενος ως άνω πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το οικείο, εκ του αριθμού 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, σκέλος για παραβίαση του δεδικασμένου που ι απορρέει από την υπ' αριθ. 3776/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, είναι αβάσιμος, αφού στηρίζεται επί της εσφαλμένης προϋποθέσεως ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε περί της μη υπάρξεως δεδικασμένου σε σχέση με την ανωτέρω απόφαση. Περαιτέρω, ο ίδιος πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το σκέλος με το οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 ΚΠολΔ αρ. 8 και 9, με την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του και άφησε αδίκαστο τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί δεδικασμένου, απορρέοντος από την υπ' αριθ. 3776/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, είναι απαράδεκτος, διότι τέτοιος ισχυρισμός δεν προβλήθηκε στο δικαστήριο της ουσίας από την αναιρεσείουσα, η οποία με τις προτάσεις της στο Εφετείο περιορίσθηκε μόνο στην επίκληση της άνω τελεσίδικης απόφασης, η οποία όμως δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι προβλήθηκε παραδεκτά η ένσταση δεδικασμένου. Σε κάθε περίπτωση, και υπό την εκδοχή της παραδεκτής προβολής του ισχυρισμού περί δεδικασμένου, έστω για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον, όπως προεκτέθηκε, τα πρόσωπα στα οποία, πέραν των διαδίκων, εκτείνεται το δεδικασμένο, ορίζονται περιοριστικώς στα άρθρα 325-329 του ΚΠολΔ και σ' αυτά δεν περιλαμβάνονται, επί οφειλής εις ολόκληρον από αδικοπραξία, τα λοιπά ευθυνόμενα εις ολόκληρον πρόσωπα, που τελούν μεταξύ τους σε απλή ομοδικία και, συνεπώς, από την απόφαση που εκδίδεται σε δίκη μεταξύ του δανειστή και ενός από τους εις ολόκληρον συνοφειλέτες, δεν παράγεται δεδικασμένο για τους λοιπούς εις ολόκληρον συνοφειλέτες.
Εν προκειμένω δε, η επικαλούμενη από την αναιρεσείουσα υπ' αριθ. 3776/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εκδόθηκε επί αντιδικίας των αναιρεσιβλήτων με την "... ΑΕ" και μόνον, και συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα δεδικασμένου ως προς τους λοιπούς συνοφειλέτες, όπως η ήδη αναιρεσείουσα αλλά και η προστηθείσα μη διάδικος Μ. Τ., μετά των οποίων η "... ΑΕ" τελεί σε απλή ομοδικία, ούτε και εκκρεμοδικίας. Συνακόλουθα, δεν τίθεται ζήτημα ούτε παρά το νόμο μη κηρύξεως από το Εφετείο απαραδέκτου, ενόψει και του ότι τέτοιο ισχυρισμό δεν προέβαλε η αναιρεσείουσα στο δικαστήριο της ουσίας, ούτε μη λήψεως υπόψη της άνω επίμαχης απόφασης, ενόψει μάλιστα και του ότι από την περιλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου ρητή βεβαίωση, ότι στο αποδεικτικό του πόρισμα κατέληξε, αφού έλαβε υπόψη, πλην των άλλων αποδεικτικών μέσων, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με τις παραδοχές που εκτέθηκαν παραπάνω, δεν γεννάται οποιαδήποτε αμφιβολία, ότι το Εφετείο, για να καταλήξει στο προαναφερόμενο αποδεικτικό του πόρισμα, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις και το άνω φερόμενο ως αγνοηθέν έγγραφο, ούτε συναφούς έλλειψης αιτιολογίας, αφού η αναιρεσείουσα δεν προέβαλε τον ισχυρισμό περί δεδικασμένου, ώστε να τίθεται ζήτημα αναιτιολόγητης απόρριψής του, και, ως εκ τούτου, ο πρώτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, με τα οικεία σκέλη του οποίου, από τους αρ. 11, 14 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδονται από την αναιρεσείουσα αντίστοιχες αιτιάσεις κατά της προσβαλλόμενης απόφασης του Εφετείου, είναι αβάσιμοι. Τέλος, ο αυτός πρώτος κύριος λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος με το οποίο η αναιρεσείουσα μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο απέρριψε σιγή το αίτημά της για την αναβολή (αναστολή) της δίκης μέχρις ότου εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 13.3.2017 δεύτερης αγωγής των αναιρεσιβλήτων κατά της ... ΑΕ", είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, εφόσον οι προβαλλόμενοι από την αναιρεσείουσα ισχυρισμοί της, θεμελιωτικοί του αμέσως πιο πάνω αιτήματος της, είναι επουσιώδεις και δεν αποτελούν πράγμα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, ενώ, εξάλλου, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί απόρριψης του εν λόγω αιτήματος, λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεών του, ανήκει στην αναιρετικά ανέλεγκτη διακριτική εξουσία του.
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται: "αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών". Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφάλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 14/2015, ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Με το λόγο^ αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμώ βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά! παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 27/1998). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση χωρεί αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/08, ΟλΑΠ 15/2006). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 50/2020, ΑΠ 2/2019, ΑΠ 708/2017). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β' και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η Συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης, απορρέουσας από τις διατάξεις των άρθρων 281 και 288 ΑΚ και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων (ΑΠ 1406/2021, ΑΠ 1007/2019, ΑΠ 974/2018, ΑΠ 669/2017). Η παράλειψη ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει, είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 1406/2021, ΑΠ 1109/2019). Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Το ζήτημα τούτο κρίνεται εκ των προτέρων και ποτέ εκ των υστέρων. Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα πρόγνωσης του μέσου συνετού ανθρώπου. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε κυριαρχικώς, ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή η μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Αντιθέτως, η κρίση ότι η πράξη ή η παράλειψη υπήρξε ή δεν υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος αφορά τα πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά (Ολ. ΑΠ 2/2019, ΑΠ 1406/2021, ΑΠ 813/2019). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλο σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία, που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτο παράνομα κατά την υπηρεσία του. Η εφαρμογή της ως άνω διάταξης προϋποθέτει: 1) σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, αναφορικά με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του, όπως συμβαίνει στην περίπτωση υπαλλήλου, απλού ή διευθυντικού, Τράπεζας, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας, που του είχε ανατεθεί, ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνα πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επ' ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν σ* αυτόν ή καθ' υπέρβαση των καθηκόντων του, υπό την προϋπόθεση όμως ότι μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας του υπάρχει εσωτερική συνάφεια, με την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να τελεσθεί χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για τη διάπραξή της. Δηλαδή, ο προστήσας ευθύνεται και για κάθε πράξη του προστηθέντος, της οποίας η εκτέλεση κατέστη δυνατή στον τελευταίο, λόγω ακριβώς της θέσης του, των ευκάιριών τις οποίες αυτή (πρόστηση) του παρείχε να χρησιμοποιήσει για άλλο σκοπό τα τεθέντα στη διάθεσή του μέσα και, γενικότερα, όταν η υπηρεσία του προστηθέντος αποτέλεσε το αναγκαίο μέσο προς επιχείρηση της ζημιογόνου πράξης. Με τις προϋποθέσεις αυτές θεμελιώνεται η αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος για τις ζημίες που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε ο προστηθείς, με τον οποίο ευθύνεται εις ολόκληρον, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 481, 486 και 926 ΑΚ (ΑΠ 459/2021, ΑΠ 1359/2019, ΑΠ 355/2013). Η έννοια της πρόστησης είναι νομική και η ύπαρξη ή μη ευθύνης του προστήσαντος, υπό τα ανελέγκτως από το ουσιαστικό δικαστήριο, δεκτά γενόμενα περιστατικά, ελέγχεται αναιρετικά εκ του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ (ΑΠ 459/2021, ΑΠ 959/2004). Τέλος, με το άρθρο 926 ΑΚ καθορίζονται, στα πλαίσια της αδικόπρακτικής ευθύνης, οι κατηγορίες των περιπτώσεων στις οποίες αναγνωρίζεται από το νόμο ευθύνη περισσότερων προσώπων. Η πρώτη κατηγορία αφορά την περίπτωση της επέλευσης της ζημίας από κοινή πράξη περισσότερων προσώπων. Ως κοινή πράξη, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται κάθε μορφή συμμετοχής στην τέλεση της πράξης ή την επαγωγή της ζημίας, ανεξαρτήτως του αν οι ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) των περισσότερων προσώπων έγιναν ταυτόχρονα, παράλληλα ή διαδοχικά. Αρκεί; κάθε ενέργεια να συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα, δηλαδή την επαγωγή της ζημίας. Ο βαθμός δε της αιτιώδους συμβολής ή του πταίσματος καθενός από τους περισσότερους δράστες, το αν δηλαδή ο ένας ενήργησε με δόλο ι και ο άλλος από αμέλεια, δεν ενδιαφέρει για την θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης, αλλά μόνο για την αναγωγή μεταξύ των συνοφειλετών κατ' άρθρο 927 ΑΚ (ΑΠ 59/2019, ΑΠ 1124/2015, ΑΠ 1804/2014). Περαιτέρω, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (εφεξής Ε.Π.Ε.Υ.), που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ' αριθ. 12263/β.500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/340/24-4-1997), η οποία εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθ. 7 παρ.1 του Ν. 2396/1996 (τα άρθρα 1-31 του οποίου καταργήθηκαν ήδη από 1-11-2007, με το άρθρο 85 Ν. 3606/2007) ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Πρώτη αρχή: Οι εταιρείες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς."... Τρίτη αρχή: "Οι εταιρείες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές." Τέταρτη αρχή: "Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων τους με αυτούς." ...Έβδομη αρχή: "Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς". Σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντος σήμερα Κανονισμού αυτού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος κατά τον χρόνο συνομολόγησης της επίδικης σύμβασης, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι, (εκτός των όσων προελέχθηκαν), κατ' αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή για το αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6.1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6.2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες που αφορούν γενικά την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και τη φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινόμενων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επενδύσεως. Ιδιαίτερα αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις ιδιαίτερα επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να καταστήσει σε αυτόν συνειδητό τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθεται. Στόχος, των εν λόγω υποχρεώσεων που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής. Με βάση, επομένως, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται, ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του έν λόγω Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία υπό την έννοιά της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, επομένως, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση. Άλλωστε, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς Ν. 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MiFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ (ΑΠ 354/2022, ΑΠ 459/2021, ΑΠ 1228/2019, ΑΠ 244/2016, ΑΠ 1738/2013). Τέλος, από τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994 "προστασία καταναλωτών", όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ. 3 ν. 3587/2007, που ορίζουν, μεταξύ άλλων, ότι "ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε κατά την παροχή των υπηρεσιών" (παρ. 1), ότι "ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας" (παρ. 2 εδ. β' ), ότι "ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας" (παρ. 3), και ότι "ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας" (παρ. 4 εδ. α'), προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, μπορεί να είναι και τράπεζα, έναντι του πελάτη της ή άλλου, με αυτή συμβεβλημένου προσώπου, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση, μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος. Υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, περαιτέρω, ότι με αυτές θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας και στις περιπτώσεις ευθύνης, λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 2251/1994 (ΑΠ 1182/2021, ΑΠ 1228/2019, ΑΠ 974/2018, ΑΠ 1028/2015). Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 999/2019, ΑΠ 828/2018). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η ανωτέρω έννοια του καταναλωτή, κατά το ν. 22511/1994, αποσκοπεί στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σε αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Στο πλαίσιο της ελληνικής εννόμου τάξεως, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επεκτάσεως των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α' του ν. 2251/1994 δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβαση τους. Έτσι, υπάγονται στην προστασία του ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών, χωρίς να αποκλείεται όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση η εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ, μετά από την υποβολή σχετικής ένστασης από την τράπεζα, κάθε φορά που η επίκληση της ιδιότητας του καταναλωτή εμφανίζεται ως καταχρηστική, όπως συμβαίνει, όταν ο δανειολήπτης δεν υφίσταται έλλειμμα αυτοπροστασίας, διότι διαθέτει εμπειρία στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγών ή έχει τέτοια οικονομική επιφάνεια και οργανωτική υποδομή, ώστε να μπορεί να διαπραγματευθεί ισότιμα τους όρους της δανειακής του σύμβασης (ολ. ΑΠ 13/2015, ΑΠ 1395/2021, ΑΠ 1138/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα εξής: "Οι αδελφοί ενάγοντες - εφεσίβλητοι ηλικίας 58 και 55 ετών αντίστοιχα κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής ήταν ομόρρυθμοι εταίροι σε ποσοστό 50% ο καθένας της ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "... Ε.Ε." που είχε ως αντικείμενο εμπορικής δραστηριότητας την πώληση επίπλων και ηλεκτρικών ειδών. Οι ενάγοντες διατηρούσαν από το 1990 συνεργασία με την "..." (εφεξής ...) και ειδικότερα με το κείμενο επί της ... στην Αγία Μαρίνα Ηλιουπόλεως υποκατάστημα, όπου τηρούσαν αλληλόχρεο λογαριασμό για την εξυπηρέτηση της εμπορικής τους δραστηριότητας και κατέθεταν τις αποταμιεύσεις τους σε τηρούμενους σε αυτό κοινούς λογαριασμούς τόσο ταμιευτηρίου όσο και προθεσμιακούς. Κατά το έτος 2007 οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι, που διατηρούσαν στο ανωτέρω υποκατάστημα σε κοινό λογαριασμό κατάθεση ύψους 5.000.000 ευρώ μέρος του οποίου είχαν εισπράξει ως τίμημα από την πώληση κτιρίου συνιδιοκτησίας τους και άλλο μέρος ως μισθώματα από την εκμίσθωσή του επί σειρά ετών προ της πωλήσεως του, ενημερώθηκαν από το διευθυντή του ανωτέρω υποκαταστήματος ότι θα εξυπηρετηθούν σχετικά με την τοποθέτηση του άνω ποσού από το τμήμα ιδιωτικής τραπεζικής (Private Banking) της ... που παρείχε τις υπηρεσίες του από κοινού με την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "..." (εφεξής Ε.Π.Ε.Υ.), θυγατρική της άνω τράπεζας που στεγάζονταν επί της ... στο Παλαιό Φάληρο, καθολική διάδοχος της οποίας τυγχάνει η πρώτη εναγομένη λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση. Οι ενάγοντες μετά την επίσκεψή τους στο άνω τμήμα, Διευθυντής του οποίου κατά τον ένδικο χρόνο ήταν ο δεύτερος των εναγομένων και Υποτμηματάρχης η τρίτη εναγομένη (μη εκκαλούσα), Μ. Τ., κατήρτισαν την υπ' αρ. ... σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών αορίστου διάρκειας και την υπ' αρ. Ρ... πρόσθετη πράξη συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών - λήψης και διαβίβασης εντολών με αντισυμβαλλομένους την (μη διάδικο) τράπεζα "..." και την άνω Ε.Π.Ε.Υ. με την επωνυμία "..." που αμφότερες εκπροσωπήθηκαν από τον δεύτερο των εναγομένων, η δε τρίτη εναγόμενη, υπάλληλος κατά τα ανωτέρω της άνω ... και ταυτόχρονα παρέχουσα τις υπηρεσίες της στην άνω Ε.Π.Ε.Υ. όντας αρμόδια, μεταξύ άλλων, για την προώθηση προ|; πώληση επενδυτικών προϊόντων πιστοποίησε το γνήσιο της υπογραφής των εναγόντων. Η εν λόγω σύμβαση στην οποία διαλαμβάνεται η από 28.2.2007 κοινή ανέκκλητη εντολή - εξουσιοδότηση των εναγόντων προς αλλήλους, όπως έκαστος εξ αυτών δίνει εντολές ή οδηγίες για την διενέργεια οποιοσδήποτε επενδυτικής πράξης στο όνομα και για λογαριασμό αμφότερων των εναγόντων, περιλαμβάνει το Παράρτημα Γ που επιγράφεται "επενδυτικό ερωτηματολόγιο προφίλ - ειδικές εντοκές" το Παράρτημα Δ' υπό τον τίτλο "επενδυτικοί κίνδυνοι που αναλαμβάνει ο επενδυτής", το Παράρτημα Ε' υπό τον τίτλο "παραδοχές αποτίμησης" και το Παράρτημα που περιλαμβάνει τα στοιχεία των εναγόντων επενδυτών, η δε σύμβαση, η πρόσθετη πράξη και τα παραρτήματα αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο. Στην παραπάνω σύμβαση και την πρόσθετη πράξη που περιλαμβάνουν, όπως και τα άνω παραρτήματα, προδιατυπωμένους όρους χωρίς δυνατότητα διαπραγμάτευσης από τους ενάγοντες προβλέπονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: (2.1 όρος της σύμβασης) "Ο επενδυτής αναθέτει στις εταιρείες έναντι της οριζόμενης στις πρόσθετες πράξεις αμοιβής την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σύμφωνα με τα οριζόμενα στις πρόσθετες πράξεις και τις διατάξεις του ν. 2396/1996 κάθε άλλης κανονιστικής διάταξης. Οι συναλλαγές επί των παραγώγων θα διενεργούνται, μόνο εφόσον έχει υπογράψει ειδική προς τούτο σύμβαση, (όρος 3.2 της σύμβασης) "Εντολή είναι θεωρείται κάθε είδους εντολή ή παραγγελία του Επενδυτή προς τις Εταιρίες για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και τη διεκπεραίωση παρεπομένων πράξεων. (5.1 όρος της σύμβασης) "Οι εντολές μπορούν να δίδονται προς τις Εταιρίες εγγράφως, τηλεφωνικώς, με τηλεομοιοτυπία (fax), μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή". (6.1 όρος της σύμβασης) "οι Εταιρίες λόγω μη προβλέψιμων στην επενδυτική αγορά διακυμάνσεων, δεν εγγυώνται οποιοδήποτε αποτέλεσμα των επενδύσεων ούτε | ευθύνονται για οποιαδήποτε συναφή ζημία του επενδυτή", (όρος 6.2 της σύμβασης) "Οι εταιρείες δεν αναλαμβάνουν οποιαδήποτε ευθύνη για την πιθανή ζημία που τυχόν υποστεί ο Επενδυτής από συναλλαγή που καταρτίσθηκε ως αποτέλεσμα εκτελέσεως εντολής του, ο δε επενδυτής ρητά δηλώνει ότι οποιαδήποτε εντολή που δίνεται προς τις Εταιρίες είναι απόρροια της ελεύθερης επιλογής του, χωρίς να εξαρτάται από τις επενδυτικές συστάσεις ή συμβουλές των Εταιριών", (όρος 12 της σύμβασης) "οι Εταιρίες αποστέλλουν μία φορά το μήνα, με απλό ταχυδρομείο, στον Επενδυτή αντίγραφο λογαριασμού, με τη διάρθρωση και τις κινήσεις του χαρτοφυλακίου. Εάν μέσα σε δέκα (10) ημέρες από τη λήψη του αντιγράφου του λογαριασμού, ο Επενδυτής δεν αμφισβητήσει το σύνολο ή μέρος της κινήσεως και δεν προτείνει εγγράφως αιτιολογημένες αντιρρήσεις σχετικά με τις πράξεις που έγιναν, συμφωνείται ότι αποδέχεται όλες τις αναγραφόμενες σ' αυτό πράξεις και το αποτέλεσμά τους", (όρος 4 της πρόσθετης πράξης) "Οι εταιρείες αναλαμβάνουν την κατάρτιση συναλλαγών επί του χαρτοφυλακίου του επενδυτή σύμφωνα με τις εντολές του επί όλων των χρηματοπιστωτικών μέσων που προβλέπονται στην παρ. 1α του άρθρου 2 του τότε ισχύοντος Ν. 2396/1996 υπό τους όρους της συμβάσεως", (όρος 6.2 της πρόσθετης πράξης) "Προκειμένου οι εταιρείες να διαπιστώσουν τις επενδυτικές ανάγκες και τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του Επενδυτή ο τελευταίος συμπληρώνει το επενδυτικό ερωτηματολόγιο που περιλαμβάνει το παράρτημα Γ", (όρος 7.1 της πρόσθετης πράξης) "Οι Εταιρίες δικαιούνται αμοιβής για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών που θα ορίζεται εκάστοτε από αυτές και θα εξαρτάται από το είδος της υπηρεσίας που παρείχαν σύμφωνα με το εκάστοτε τιμολόγιο αμοιβών και προμηθειών". Το ως άνω Παράρτημα Γ της συμβάσεως περιλάμβανε, όπως εκτέθηκε, ερωτηματολόγιο η συμπλήρωση του οποίου απέβλεπε να σκιαγραφήσει τον επενδυτικό χαρακτήρα των εναγόντων και ειδικότερα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους ως επενδυτών, τους στόχους και τις ανάγκες τους. Από τις μνημονευόμενες στο παραπάνω έντυπο προδιατυπωμένες περισσότερες δυνατές απαντήσεις σε κάθε μία από τις ερωτήσεις που αφορούσαν α) τον επενδυτικό στόχο β) την αναμενόμενη απόδοση και ανοχή στον κίνδυνο γ) επενδυτική εμπειρία δ) χρονικό ορίζοντα ε) χρονικό ορίζοντα της επένδυσης και στ) την επενδυτική στρατηγική οι ενάγοντες επέλεξαν τις εξής : α) ότι επιδιώκουν την επίτευξη κυρίως σταθερού εισοδήματος και μικρής κεφαλαιακής, β) ότι προτιμούν χαμηλά επίπεδα υπεραξίας σε βάθος χρόνου, κινδύνου με στόχο την ελάχιστη διακύμανση της αξίας της επένδυσης, γ) ότι η επενδυτική τους εμπειρία προέρχεται από την επένδυση σε καταθέσεις ή/και αμοιβαία κεφάλαια διαθεσίμων, δ) ότι ως χρονικό ορίζοντα της επένδυσης θέτουν το ένα έτος, ε) ότι σκοπεύουν να ρευστοποιήσουν μέρος των επενδύσεών τους πάνω από το 30% εντός του έτους και στ) ότι ενδιαφέρονται μόνο για προϊόντα αποταμιευτικού χαρακτήρα που δίνουν εγγυημένη απόδοση. Σύμφωνα με το ίδιο παράρτημα το προφίλ των επενδυτών με κριτήριο τον βαθμό του κινδύνου που αυτοί επιθυμούν να αναλάβουν με βάση τις εκάστοτε απαντήσεις τους στο ερωτηματολόγιο διακρίνεται στις τρεις περιγραφόμενες κατηγορίες, ήτοι σε: 1) "συντηρητικό" 2) "μικτό" και 3) "δυναμικό". Στην προκειμένη περίπτωση με βάση τις ανωτέρω δοθείσες εκ μέρους των εναγόντων απαντήσεις το προφίλ τους αξιολογήθηκε ως συντηρητικό, το οποίο κατά τα Αναφερόμενα στο άνω παράρτημα χαρακτηρίζει τον επενδυτή που στοχεύει στην προστασία του αρχικού κεφαλαίου του και παράλληλα σε περιορισμένη κεφαλαιακή υπεραξία μακροπρόθεσμα αποδεχόμενος μικρές διακυμάνσεις σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και το χαρτοφυλάκιο απαρτίζεται από βραχυπρόθεσμες τοποθετήσεις, ομόλογα (κυμαινόμενου, σταθερού και μεταβλητού επιτοκίου) ομόλογα εγγυημένου κεφαλαίου, εναλλακτικές επενδύσεις και σε μικρό ποσοστό από μετοχικές αξίες. Στο επισυναπτόμενο στην άνω σύμβαση παράρτημα Δ διαλαμβάνεται ότι "Αυτό έχει σκοπό να γνωστοποιήσει στον Επενδυτή διάφορες μορφές επενδυτικών κινδύνων που αναλαμβάνει με τη συμμετοχή του στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου. Η πληροφόρηση του Επενδυτή σχετικά με τους κινδύνους που ενέχονται σε κάθε επενδυτική δραστηριότητα κρίνεται σκόπιμη και αναγκαία για τη διαμόρφωση απ'αυτόν επαρκούς, αντικειμενικής και ακριβούς απόψεως ως προς τις αποδόσεις των εκάστοτε επιλεγόμενων τοποθετήσεων. Σημειώνεται ότι οι πάσης φύσεως κίνδυνοι που ενέχονται στις επενδύσεις που πραγματοποιούνται σε αγορές χρήματος και κεφαλαίου, παρότι μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να μετριασθούν, δεν μπορούν να εξαλειφθούν πλήρως. Πέρα από τη μελέτη και κατανόηση των κινδύνων που ενδεικτικά απαριθμούνται κατωτέρω, οι Εταιρίες συνιστούν στον Επενδυτή να επιδιώκει την τακτική ενημέρωσή του ως προς την πορεία και την εξέλιξη των αγορών που τον ενδιαφέρουν και την τακτική επικοινωνία με ειδικούς, ιδίως πριν τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων. Σε κάθε περίπτωση, ο Επενδυτής θα πρέπει να γνωρίζει ότι n βασική αρχή είναι ότι n αναμενόμενη απόδοση είναι αντίστοιχη του επενδυτικού κινδύνου που αναλαμβάνει. Περαιτέρω, γίνεται γνωστό στον Επενδυτή ότι οι πάσης φύσεως επενδυτικές επιλογές ενέχουν, εκ της φύσεως αυτών, κινδύνους μειώσεως της αξίας της επενδύσεως για τους οποίους οι Εταιρίες είτε εκτελώντας τις Παραγγελίες του Επενδυτή, είτε ως διαχειρίστριες του χαρτοφυλακίου του επενδυτή δεν είναι δυνατόν να φέρουν οποιαδήποτε ευθύνη. Επομένως, δεν είναι δυνατή ούτε η προεξόφληση/εγγύηση οποιουδήποτε επιπέδου απόδοσης, ούτε η βέβαιη διαφύλαξη ή αύξηση του επενδυτικού κεφαλαίου, το οποίο υπόκειται στο σύνολο του στους πάσης φύσεως επενδυτικούς κινδύνους" και ακολούθως παρατίθενται και επεξηγούνται οι βασικοί επενδυτικοί κίνδυνοι, ήτοι Συστημικός Κίνδυνος, Μη Συστημικός Κίνδυνος, Πολιτικός Κίνδυνος, Πιστωτικός Κίνδυνος, Κίνδυνος Πληθωρισμού, Κίνδυνος Επιτοκίων, Κίνδυνος Συναλλαγματικός Κίνδυνος, Κίνδυνος Ρευστότητας, Κίνδυνος Μη Τακτικής Πληρωμής, ή περιορισμός Διαπραγματεύσεως και Τιμολογιακές Σχέσεις, Καταβληθέντα Χρήματα και Αξίες, Προμήθειες και Άλλες Χρεώσεις, Συναλλαγές σε Άλλες Χώρες, Εγκαταστάσεις Συναλλαγών, Ηλεκτρονικές Συναλλαγές, Συναλλαγές Εκτός Χρηματιστηρίου και οι ειδικοί πιστωτικοί κίνδυνοι ήτοι Κίνδυνος Ενεχύρου, Κίνδυνος Ατελούς Αντισταθμίσεως Κινδύνου, Κίνδυνος Αποκλίσεως της Αγοράς Παραγώγων από την Αγορά Υποκειμένων Αξιών, Επίδραση της Μοχλεύσεως, Κίνδυνος Εκτελέσεως Σύνθετων Εντολών, Εντολές ή Στρατηγικές Μειώσεως Κινδύνων, Μεταβλητός Βαθμός Κινδύνου, Κίνδυνος Πρόωρης Επιστροφής Μετοχών. Οι ενάγοντες, κατόπιν σύστασης και προτροπής της τρίτης των εναγομένων, προστηθείσας της άνω Ε.Π.Ε.Υ., στα καθήκοντα της οποίας περιλαμβανόταν η προώθηση επενδυτικών προϊόντων, αγόρασαν στις 8.3.2007 από κοινού και σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας δύο ομόλογα, ήτοι το ομόλογο ... BANK με κωδικό XS 0255675794, έκδοσης 26.5.2006 και λήξης 26.5.2016, ονομαστικής αξίας 2.736.000,00 ευρώ αντί τιμήματος ύψους 2.755.434,95 ευρώ και το ομόλογο ... PLC με XS 0211271697, έκδοσης 10.2.2005 και λήξης 10.2.2015, ονομαστικής αξίας 2.200.000,00 ευρώ αντί τιμήματος ύψους 2.243.857,73 ευρώ. Η τρίτη εναγομένη, Μ. Τ., διαβεβαίωσε τους ενάγοντες που επιδίωκαν την ασφαλή τοποθέτηση του κεφαλαίου τους ότι τα παραπάνω επενδυτικά προϊόντα προσομοιάζουν ως προς τα χαρακτηριστικά τους με προθεσμιακές καταθέσεις, ότι τα επιτόκια είναι μεγαλύτερα των προθεσμιακών, ότι το κεφάλαιο είναι εγγυημένο και ότι υφίσταται δυνατότητα άμεσης ρευστοποίησης και έτσι, οι ενάγοντες, που δεν διέθεταν εμπειρία ούτε γνώσεις επί συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα, πείστηκαν να προβούν στην αγορά των παραπάνω ομολόγων. Με βάση τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι καταρτίστηκε μεταξύ των εναγόντων και της άνω Ε.Π.Ε.Υ. σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών, χωρίς να τηρηθεί ο έγγραφος τύπος. Σχετικά με τα χαρακτηριστικά των άνω ομολόγων επισημαίνονται τα ακόλουθα. Το ομόλογο ... PLC ονομαστικής αξίας 2.200.000 ευρώ και δεκαετούς διάρκειας που αγόρασαν οι ενάγοντες κατά τα εκτεθέντα είχε εκδοθεί στις 10.2.2005 στο πλαίσιο της έκδοσης ομολογιακού δανείου μειωμένης εξασφάλισης από την εταιρεία "... Pic" με την εγγύηση της μητρικής τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "... ΑΕ" (μετέπειτα "Τ- ..."), η δε άνω εκδότρια αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με μετοχικό κεφάλαιο 50.000 αγγλικές λίρες είχε συσταθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο με αποκλειστικό σκοπό την έκδοση ομολογιακού δανείου για την συγκέντρωση κεφαλαίου για την ενίσχυση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας της άνω εγγυήτριας του ομολόγου τράπεζας "...". Το συνολικό ποσό της έκδοσης ανήλθε σε 50.000.000 ευρώ και την διάθεσή τους στην πρωτογενή αγορά ανέλαβαν η Ολλανδική τράπεζα ... NV και η ... ενεργώντας ως ανάδοχοι, αφού στα σχετικά έκδοση διατυπωμένα στην αγγλική γλώσσα έντυπα αναφέρονται ως κύριοι κοινοί διαχειριστές. Το ομόλογο εισήχθη προς διαπραγμάτευση στο χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου, το τοκομερίδιο του πληρωνόταν κάθε τρίμηνο με βάση το τρίμηνο επιτόκιο Euribor πλέον περιθωρίου 1,35% μέχρι και το Φεβρουάριο του έτους 2010 και μετέπειτα σε περίπτωση μη ανάκλησης προσαυξημένο κατά 1,30% και κατά τον ως άνω χρόνο αγοράς το επιτόκιο ανερχόταν σε 5,153%. Το ομόλογο αυτό ήταν μειωμένης εξασφάλισης, δηλαδή οι δανειστές υπάγονταν εκούσια σε δυσμενέστερο καθεστώς ικανοποίησης σε σχέση με άλλους δανειστές, αφού σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, λύσης ή πτώχευσης του δανειολήπτη ικανοποιούνται μετά από όλες τις άλλες υποχρεώσεις, ακόμα και τις ανασφάλιστες και προηγούνται μόνο των |απαιτήσεων των ίδιων των μετόχων για συμμετοχή στο προϊόν της εκκαθάρισης. Η ομολογία αυτή αποτελεί σύνθετο χρηματοπιστωτικό μέσο σύμφωνα με την ΠΔΤΕ 2501/2002, αφού η απόδοσή της εξαρτάτο από τη διακύμανση του δείκτη του διατραπεζικού επιτοκίου Euribor. Στο Φυλλάδιο Προσφοράς - Ενημερωτικό Φυλλάδιο (Offering Circular) της άνω εκδότριας του ομολόγου εταιρείας αναφέρεται ότι η επένδυση στο ομόλογο αυτό ενέχει κινδύνους. Ο διεθνής οίκος αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας με την επωνυμία "... Ltd" αξιολόγησε με την παρακάτω βαθμολογία τα αναφερόμενα μεγέθη, πτυχές και προοπτικές της άνω εγγυήτριας του ομολόγου τραπεζικής εταιρείας: α) Μακροπρόθεσμη πιστοληπτική διαβάθμιση ΒΒ+, β) Βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική διαβάθμιση Β, γ) χρηματοοικονομική θέση C/D. Σύμφωνα με τους ορισμούς του άνω οίκου τα παραπάνω σύμβολα στο σύστημα βαθμολογικής διαβάθμισης που έχει καταστρώσει υποδηλώνουν τα εξής: α) η μακροπρόθεσμη πιστοληπτική διαβάθμιση με τα σύμβολα ΒΒ+ υποδηλώνει μέσο πιστωτικό κίνδυνο β) η βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική διαβάθμιση με το σύμβολο Β υποδηλώνει τράπεζα με σχετικά αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο και σχετικά χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα και μέτριες προοπτικές για έγκαιρη αποπληρωμή χρεών σε περίπτωση δυσμενών οικονομικών αλλαγών γ) η χρηματοοικονομική θέση με τα σύμβολα C/D υποδηλώνει τράπεζα με μία ή και περισσότερες προβληματικές πτυχές και αδυναμίες εσωτερικής ή και εξωτερικής προέλευσης και ανησυχίες σε σχέση με τη κερδοφορία της, τα στοιχεία ισολογισμού της, τη διοίκηση και το περιβάλλον λειτουργίας τις προοπτικές της. Επίσης, ο παραπάνω οίκος είχε κατατάξει το παραπάνω ομόλογο με βάση τον πιστωτικό κίνδυνο που αυτό εμπεριέχει και που συναρτάται με την ικανότητα του εκδότη να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, στη βαθμολογική κλίμακα ΒΒ η οποία καταδεικνύει αυξημένη ευπάθεια σε πιστωτικό κίνδυνο και ιδιαίτερα σε περίπτωση δυσμενών μεταβολών στην αγορά ή στις οικονομικές συνθήκες με την πάροδο του χρόνου. Το Χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου, στο οποίο είχε εισαχθεί το επίδικο ομόλογο προς διαπραγμάτευση με απόφασή του ανέστειλε την διαπραγμάτευση του ως μέτρο προστασίας των επενδυτών δηλαδή προτού το αγοράσουν οι ενάγοντες, η δε αποτίμηση του ομολόγου αυτού είχε καθοδική πορεία, καθώς υπήρξε με βάση την σχετική βαθμολογική κλίμακα υποβάθμισή του από ΒΒ κατά την έκδοση του σε Β στις 3.11.2008, σε CCC+ στις 29.7.2009, σε CCC στις 3.11.2009 και σε C στις 22.12.2011, οπότε και αποσύρθηκε από τις διαβαθμίσεις. Το έτερο ομόλογο ... BANK είχε εκδοθεί στις 26.5.2006 από την εδρεύουσα στην Κύπρο τράπεζα "... BANK PUBLIC COMPANY LTD", ήταν δεκαετούς διάρκειας, το συνολικό ποσό της έκδοσης ανήλθε σε 450.000.000 ευρώ και διατέθηκε στους επενδυτές μέσω της "..." ως αναδόχου και άλλων υποανάδοχων εταιριών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν και η ..., το τοκομερίδιο του πληρώνονταν ανά τρίμηνο και υπολογίζονταν με βάση το τρίμηνο επιτόκιο euribor πλέον 0,75 έως 1,75 % ετησίως και κατά τον άνω χρόνο αγοράς το επιτόκιο ανερχόταν σε 4,593%. Σκοπός της εκδόσεως του άνω ομολογιακού δανείου ήταν η άντληση κεφαλαίων από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές και η διοχέτευσή τους στην ως άνω τραπεζική εταιρία για την ενίσχυση του δείκτη κεφαλαιακής της επάρκειας. Σύμφωνα με τον διεθνή οίκο αξιολόγησης Moody's η διαβάθμιση του άνω ομολόγου ως προς τον επενδυτικό κίνδυνο που αυτό εγκυμονεί κατά τις κατωτέρω ημερομηνίες ήταν η εξής 8.6.2006 Baa2, 24.4.2007 Baal, 27.5.2010 Baal, 5.7.2010 Baa3, 13.1.201 1 Baa3, 2.3.2011 Βαι, 28.7.201 1 Ba3, 8.11.2011 B3, 23.5.2012 Ca και 9.10.2012 C και σύμφωνα με την επεξήγηση των άνω συμβόλων από τον προαναφερθέντα οίκοι τα ομόλογα που κατατάσσονται στις κλίμακες με στοιχεία Baal έως Βαα3, όπως το επίδικο κατά το χρόνο αγοράς του, είναι μέσης ποιότητας, οι πληρωμές τόκων και κεφαλαίου θεωρούνται άμεσα καταβλητέες και ενέχουν πολύ σημαντικό πιστωτικό κίνδυνο. Από το από 5.5.2006 ενημερωτικό δελτίο του ως άνω ομολογιακού δανείου που εξέδωσε η άνω τραπεζική εταιρεία προκύπτει ότι οι ομολογίες αυτές προσφέρονται για επένδυση σε έμπειρους και θεσμικούς επενδυτές. Ειδικότερα, στο άνω συνταγμένο στην αγγλική γλώσσα Ενημερωτικό Δελτίο μετάφραση του οποίου στην ελληνική γλώσσα κατά τα κύρια σημεία του νομίμως προσκομίζεται, αναφέρεται ότι "Η Τράπεζα εκτιμά ότι οι ακόλουθοι παράγοντες ενδέχεται να επηρεάσουν την ικανότητά της να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της έναντι Ομολογιών που έχουν εκδοθεί μέσω του Προγράμματος. Όλοι αυτοί οι παράγοντες αποτελούν ενδεχόμενα τα οποία μπορεί να συμβούν ή όχι και η Τράπεζα δεν είναι σε θέση να εκφέρει άποψη σχετικά με την πιθανότητα έλευσης οιουδήποτε τέτοιου ενδεχομένου. Οι παράγοντες οι οποίοι η Τράπεζα εκτιμά ότι μπορεί να είναι ουσιώδους σημασίας για την εκτίμηση των κινδύνων της αγοράς ως προς ομολογίες που έχουν εκδοθεί μέσω του προγράμματος, περιγράφονται στη συνέχεια. Η Τράπεζα εκτιμά ότι οι παράγοντες που περιγράφονται στη συνέχεια αντιπροσωπεύουν τους βασικούς κινδύνους που εμπεριέχει η επένδυση σε Ομολογίες που εκδίδονται μέσω του Προγράμματος, όμως η Τράπεζα ενδέχεται να μην είναι σε θέση να καταβάλει τόκους, κεφάλαιο ή άλλα ποσά επί οποιωνδήποτε Ομολογιών ή σε σχέση με αυτές για άλλους λόγους. Η Τράπεζα δεν ισχυρίζεται ότι οι κατωτέρω δηλώσεις που αφορούν τους κινδύνους κατοχής οιωνδήποτε Ομολογιών είναι πλήρεις. Οι υποψήφιοι Επενδυτές πρέπει επίσης να μελετήσουν τις λεπτομερείς πληροφορίες που παρατίθενται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο (Prospectus) (περιλαμβανομένων οποιωνδήποτε εγγράφων θεωρείται ότι ενσωματώνονται στο παρόν μέσω παραπομπής) και να σχηματίσουν ιδία άποψη πριν λάβουν οποιαδήποτε επενδυτική απόφαση", παρατίθενται δε συγκεκριμένοι επενδυτικοί κίνδυνοι (Πιστωτικός Κίνδυνος, Κίνδυνος Αγοράς, Λειτουργικός Κίνδυνος, Κίνδυνος Ρευστότητας, Κίνδυνος Αλλαγής Κανονιστικού Πλαισίου) και διευκρινίζεται ότι "Οι ομολογίες ενδέχεται να μην αποτελούν κατάλληλη επένδυση για όλους τους Επενδυτές. Κάθε υποψήφιος επενδυτής σε οποιεσδήποτε Ομολογίες πρέπει να αποφασίσει κατά πόσον η συγκεκριμένη επένδυση είναι κατάλληλη για τις δικές του περιστάσεις. Ειδικότερα, κάθε υποψήφιος επενδυτής πρέπει : (α) να διαθέτει επαρκή γνώμη και εμπειρία για να πραγματοποιήσει ουσιαστική αποτίμηση των σχετικών Ομολογιών, των πλεονεκτημάτων και των κινδύνων της επένδυσης στις σχετικές Ομολογίες και των πληροφοριών που περιέχονται ή ενσωματώνονται μέσω παραπομπής στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, στους εφαρμοστέους Τελικούς Όρους ή σε οιοδήποτε εφαρμοστέο παράρτημα, (β) να διαθέτει πρόσβαση και να γνωρίζει τη χρήση κατάλληλων αναλυτικών εργαλείων για να αξιολογήσει, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης χρηματοοικονομικής του κατάστασης, την επένδυση στις σχετικές Ομολογίες και τον αντίκτυπο που θα έχει μια τέτοια επένδυση στο συνολικό επενδυτικό του χαρτοφυλάκιο, (γ) να διαθέτει επαρκείς οικονομικούς πόρους και ρευστότητα για να αναλάβει όλους τους κινδύνους μιας επένδυσης στις σχετικές Ομολογίες, περιλαμβανομένης της περίπτωσης κατά την οποία το κεφαλαίο ή οι τόκοι είναι πληρωτέα σε ένα ή περισσότερα νομίσματα, ή της περίπτωσης κατά την οποία το νόμισμα πληρωμής του κεφαλαίου ή των τόκων είναι διαφορετικό από το νόμιμα, στο οποίο κυρίως εκφράζονται τέτοιες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες του επενδυτή, (δ) να κατανοεί σε βάθος τους όρους των σχετικών Ομολογιών και να είναι εξοικειωμένος με τη συμπεριφορά οιωνδήποτε σχετικών δεικτών και χρηματαγορών, και (ε) να είναι σε θέση να αξιολογεί (είτε μόνος του είτε με τη βοήθεια χρηματοοικονομικού συμβούλου) πιθανά σενάρια διακύμανσης επιτοκίων, οικονομικών ή άλλων παραγόντων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την επένδυσή του και τη δυνατότητά του να αναλάβει τους αντίστοιχους κινδύνους. Ορισμένες Ομολογίες αποτελούν σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα και αυτού του είδους τα μέσα μπορούν να αγοραστούν με σκοπό τον περιορισμό του κινδύνου ή την αύξηση της απόδοσης, με συνειδητή, προσεκτική και κατάλληλη προσθήκη κινδύνου στο σύνολο του χαρτοφυλακίου. Ο υποψήφιος επενδυτής δεν πρέπει να επενδύσει σε Ομολογίες, οι οποίες αποτελούν σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα, εκτός και εάν διαθέτει τις γνώσεις (είτε μόνος του είτε με τη βοήθεια χρηματοοικονομικού συμβούλου), για να αξιολογήσει την απόδοση των Ομολογιών σε μεταβαλλόμενες συνθήκες, τις συνεπακόλουθες επιπτώσεις στην αξία αυτών των Ομολογιών και τον αντίκτυπο που θα έχει η επένδυση αυτή στο συνολικό επενδυτικό χαρτοφυλάκιο του υποψήφιου επενδυτή". Αναφορικά με την διάθεση του άνω ομολόγου στην ελληνική επενδυτική αγορά ορίζεται ότι "Εντός της Ελληνικής δικαιοδοσίας, οι Ομολογίες θα προσφέρονται ή θα πωλούνται μόνο σε έμπειρους [ειδήμονες] επενδυτές και θεσμικούς επενδυτές. Επιπλέον, κανένας κάτοικος Ελλάδος δεν θα επιτρέπεται να αγοράζει Ομολογίες εκτός αν το τίμημα κτήσης τους υπερβαίνει τα 50.000 ευρώ" και συνακόλουθα, συμπεραίνεται ότι το ομόλογο αυτό δεν επιτρέπεται να διατίθεται σε "ερασιτέχνες" επενδυτές, όπως αποταμιευτές αλλά μόνο σε "εξειδικευμένους" (sophisticated) ή "θεσμικούς" (institutional) επενδυτές που έχουν ειδικές γνώσεις και εμπειρία σχετικά με συναλλαγές που έχουν ως αντικείμενο ομόλογα αυτού του είδους. Το εν λόγω ομόλογο είναι σύνθετο χρηματοπιστωτικό μέσο μειωμένης εξασφάλισης, όπως το προαναφερθέν ομόλογο ... PLC, αφού η απόδοσή του συναρτάτο με τη διακύμανση του δείκτη του διατραπεζικού επιτοκίου Euribor. Η ..., μητρική της άνω Ε.Π.Ε.Υ., προέβη ως ανάδοχος σε δημόσια προσφορά του παραπάνω ομολόγου ... PLC χωρίς να δημοσιεύσει ενημερωτικό δελτίο, όπως όφειλε βάσει του ν. 3401/2005 και για το λόγο αυτό της επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους 100.000 ευρώ με την υπ' αριθμ. 14/823/3.7.2018 απόφαση του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Επίσης, για το άνω ομόλογο "... BANK" δεν είχε εγκριθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Ενημερωτικό Δελτίο, ούτε είχε διαβιβασθεί στην τελευταία κοινοτικό διαβατήριο από την αρμόδια Αρχή άλλου Κράτους Μέλους, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο μετ' επικλήσεως υπ' αριθ. πρωτ. 94/10.1.2018 έγγραφο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στο πλαίσιο της ι υλοποίησης της απόφασης των εναγόντων - εφεσιβλήτων να προβούν ο καθένας ξεχωριστά στην διαχείριση των άνω επενδυθέντων κεφαλαίων τους, ο δεύτερος εξ αυτών, Δ. Σ., συνήψε με τους άνω αντισυμβαλλομένους την υπ' αριθ. 202407/26-5-2008 σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών μαζί με την υπ' αριθ. Ζ202407 πρόσθετη πράξη και τα παραρτήματα Β (επενδυτικό ερωτηματολόγιο), Δ (επενδυτικοί κίνδυνοι), Ε (παραδοχές αποτίμησης) - Παράρτημα με στοιχεία Επενδυτή και Παράρτημα με Ανέκκλητη Εντολή Εξουσιοδότηση, άνοιξε δε |τον σχετικό υπ' αριθ. 9500020022127648 ατομικό επενδυτικό λογαριασμό. Σύμφωνα με το παράρτημα Β της άνω σύμβασης το προφίλ του εξακολουθεί να κατατάσσεται στα "συντηρητικά", όμως, πλέον επιθυμεί μακρύτερο χρονικό ορίζοντα επένδυσης (3 έως 5 έτη) και αναζητεί συνδυασμό επενδύσεων αποδεχόμενος μικρές διακυμάνσεις ζημιών/κερδών και αποδεχόμενος μικρές διακυμάνσεις, αναγνωρίζοντας ότι το χαρτοφυλάκιο του αποτελείται κυρίως από ομόλογα. Στις 28- 5-20Ο8 ο δεύτερος ενάγων, Δ. Σ., μεταφέρει από την αρχική 202234/2007 κοινή σύμβαση στην ως άνω νέα ... ατομική σύμβαση και στον αντίστοιχο επενδυτικό του λογαριασμό το ήμισυ των ανωτέρω ομολόγων, ήτοι ομόλογο ονομαστικής αξίας 1.100.000 ευρώ της ... PLC και ομόλογο της ... BANK ονομαστικής αξίας 1.368.000 ευρώ. Στις 3.3.2009 αμφότεροι οι ενάγοντες κατήρτισαν με τους άνω αντισυμβαλλομένους νέα κοινή υπ' αριθ. 202480/30-3-2009 σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών μαζί με την πρόσθετη πράξη και τα παραρτήματα Β (επενδυτικό ερωτηματολόγιο), Δ (επενδυτικοί κίνδυνοι), Ε (παραδοχές αποτίμησης) - Παράρτημα με Στοιχεία Επενδυτή και Παράρτημα με Ανέκκλητη Εντολή Εξουσιοδότηση, ανοίγουν δε τον σχετικό υπ' αριθ. ... κοινό επενδυτικό λογαριασμό και στο παράρτημα Β οι ενάγοντες διατηρούν το προφίλ που είχε δηλωθεί με την υπ' αριθμ. ... σύμβαση. Στις 29-5-2009 μεταφέρουν τα ανωτέρω ομόλογα στη άνω νέα υπ' αριθμ. ... σύμβαση και τον αντίστοιχο επενδυτικό τους λογαριασμό. Στις 28-5-2009 ο πρώτος ενάγων εφεσίβλητος Η. Σ. στην σχετική επιστολή του με την οποία λύει την ανωτέρω αρχική 202234/2007 σύμβαση ενεργώντας και για λογαριασμό του δευτέρου ενάγοντος δηλώνει ότι αναγνωρίζει ότι η σύμβαση, πράξεις της και τα παραρτήματά της λειτούργησαν και σύμφωνα με τους όρους τους, ήλεγξε τις χρεωπιστώσεις και τις αιτίες του τηρηθέντος στα πλαίσια της συμβάσεως λογαριασμού και ότι αναγνωρίζει και αποδέχεται στο σύνολο τους όλες τις κινήσεις ως νόμιμες, παραιτούμενος από κάθε δικαίωμα προβολής οιασδήποτε αντιρρήσεως. Στις 29-5-2009 ο πρώτος ενάγων, Η. Σ., διαχωρίζει το χαρτοφυλάκιο του καταρτίζοντας μαζί με τα τέκνα του Παύλο και Ι. Σ. την υπ' αριθ. 202535/29.5.2009 σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών μαζί με την υπ' αριθ. Ρ202535 πρόσθετη πράξη και τα παραρτήματα Β (επενδυτικό ερωτηματολόγιο), Δ (επενδυτικοί κίνδυνοι), Ε (παραδοχές αποτίμησης) - Παράρτημα με Στοιχεία Επενδυτή και Παράρτημα με Ανέκκλητες Εντολές - Εξουσιοδοτήσεις και άνοιξε με τα τέκνα του τον σχετικό υπ' αριθ. ... κοινό επενδυτικό λογαριασμό και μεταφέρει στη νέα ... σύμβαση και τον αντίστοιχο επενδυτικό τους λογαριασμό τα ανωτέρω ομόλογα κατά το ήμισυ αυτών. Στις 5-6-2009 ο δεύτερος ενάγων με επιστολή του λύει την ανωτέρω ... σύμβαση και μεταφέρει στις ... συμβάσεις και τους αντίστοιχους επενδυτικούς λογαριασμούς τα ανωτέρω ομόλογα. Στην επιστολή του περί λύσεως ο δεύτερος ενάγων δηλώνει ότι αναγνωρίζει ότι η σύμβαση, οι πρόσθετες πράξεις της και τα παραρτήματα της λειτούργησαν νομίμως και σύμφωνα με τους όρους τους, ήλεγξε τις χρεωπιστώσεις και τις αιτίες του τηρηθέντος στο πλαίσιο της συμβάσεως λογαριασμού και αναγνωρίζει και αποδέχεται στο σύνολο τους όλες τις κινήσεις ως νόμιμες, παραιτούμενος από κάθε δικαίωμα προβολής οιασδήποτε αντιρρήσεως. Στις 16-10-2009 ο δεύτερος ενάγων, διαχωρίζει το χαρτοφυλάκιο του καταρτίζοντας με τη σύζυγο του Χ. Ν. με τους άνω αντισυμβαλλομένους τις υπ' αριθ. ... συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών μαζί με τους συμπληρωματικούς όρους συνεργασίας - όροι λειτουργίας κοινής συμβάσεως επενδυτικών υπηρεσιών και τα παραρτήματα Β (επενδυτικό ερωτηματολόγιο), Δ (επενδυτικοί κίνδυνοι), Ε (παραδοχές αποτίμησης) Παράρτημα με Στοιχεία Επενδυτή και Παράρτημα με Ανέκκλητες Εντολές Εξουσιοδοτήσεις, ανοίγουν δε τον σχετικό υπ' αριθ. ... κοινό επενδυτικό λογαριασμό. Στις 23-10-2009 ο δεύτερος ενάγων, Δ. Σ., με την από 23-10-2009 επιστολή του λύει την ανωτέρω ... σύμβαση και μεταφέρει στη νέα Ρ 202568 σύμβαση και τον αντίστοιχο επενδυτικό τους λογαριασμό τα ομόλογα. Στην επιστολή του περί λύσεως ο δεύτερος ενάγων επαναλαμβάνει ό,τι και στην άνω επιστολή του. Μετά την εφαρμογή της οδηγίας MiFilD της Ε.Ε. που ενσωματώθηκε στο ν. 3606/2007, ο πρώτος ενάγων και οι Παύλος και Ι. Σ. συνήψαν τις υπ' αριθ. ... ... και ... συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών μαζί με τους συμπληρωματικούς όρους συνεργασίας κοινής συμβάσεως επενδυτικών υπηρεσιών. Αυθημερόν οι Ηλίας, Παύλος και Ι. Σ. δηλώνουν με σχετικό έγγραφο τους, απευθυνόμενο στην πρώτη εκκαλούσα ότι αναγνωρίζουν τις κινήσεις της Ρ ... σύμβασης συνέχεια της οποίας αποτελούν οι άνω συμβάσεις ως απολύτως νόμιμες και παραιτούνται κάθε δικαιώματος προσβολής τους. Ακολούθως, η πρώτη εναγόμενη ενημέρωσε τους ενάγοντες με την από 28.12.2011 επιστολή της ότι δυνάμει της υπ' αριθμ. 25/1/17.12.2011 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδας ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της εγγυήτριας του ομολόγου "Τ-..." (πρώην "... ΑΕ"), η οποία τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση, ότι η ικανοποίηση των αξιώσεών τους από το άνω ομόλογο ... PLC θα εξαρτηθεί από την πορεία και τα αποτελέσματα της ειδικής εκκαθάρισης της εν λόγω εταιρίας και ότι ο ειδικός εκκαθαριστής καλούσε τους πιστωτές να αναγγείλουν εγγράφως τις απαιτήσεις τους μέχρι τις 10.2.2012. Με βάση την υπ' αρ. 26/17.12.2011 (ΦΕΚ Β' 2856/17.12.2011) απόφαση της ίδιας επιτροπής το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού της ως άνω εγγυήτριας του ομολόγου τράπεζας, μεταβιβάστηκε στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία "... ΑΤΕ", το οποίο κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "Τ-...". Στα μεταβιβαζόμενα στην εταιρεία "... ΑΤΕ" περιουσιακά στοιχεία δεν περιλαμβάνονταν οι υποχρεώσεις μειωμένης διασφάλισης, αφού οι δανειστές μειωμένης εξασφάλισης ικανοποιούνται από το προϊόν της εκκαθάρισης μετά την ικανοποίηση των ενέγγυων πιστωτών. Σύμφωνα με την από 11.10.2012 έγγραφη δήλωση των συνεκκαθαριστών της εκδότριας εταιρείας, οι πιστωτές μειωμένης διασφάλισης έπονται στη σειρά ικανοποίησης από όλους τους πιστωτές μη μειωμένης διασφάλισης για τους σκοπούς της εκκαθάρισης. Στην ανωτέρω έγγραφη δήλωση γίνεται ρητή αναφορά ότι αναμένεται ότι οι πιστωτές μη μειωμένης διασφάλισης θα ικανοποιηθούν πλήρως σε αντίθεση με τους μειωμένης διασφάλισης. Η ίδια η εκδότρια τράπεζα δια των εκκαθαριστών της δηλώνει ότι λόγω της θέσης σε εκκαθάριση τόσο αυτής όσο και της εγγυήτριας του τίτλου, η ικανοποίηση των κατόχων των ομολόγων έχει καταστεί περιορισμένη, αν όχι αδύνατη. Δεδομένου ότι βάσει της υπ' αριθμ. 26/1/17.12.2011 απόφασης άρθρο 2 στοιχ. Β', στα μεταβιβαζόμενα στην εταιρεία "... ΑΤΕ" περιουσιακά στοιχεία δεν περιλαμβάνονται οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της ... από το ομολογιακό δάνειο μειωμένης εξασφάλισης, εκδόσεως της άνω αλλοδαπής εταιρείας ... PLC για κεφάλαιο ύψους 50.000.000 ευρώ σε συνδυασμό με το γεγονός ότι από την από 11.10.2012 δήλωση των συνεκκαθαριστών της εκδότριας αυτής εταιρίας προκύπτει το απίθανο της εξόφλησης των μειωμένης εξασφάλισης πιστωτών που έπονται στην τάξη όλων των πιστωτών μη μειωμένης εξασφάλισης, συμπεραίνεται ότι από τη θέση σε ειδική εκκαθάριση της εκδότριας και της εγγυήτριας του ενδίκου ομολόγου εταιρίας εκμηδενίσθηκε η αξία του ομολόγου των εναγόντων, καθότι έχει καταλυθεί η σχέση αντιστοιχίας μεταξύ του κεφαλαίου που επενδύθηκε εκ μέρους τους και της αξίας του τίτλου που περιλαμβάνεται στην περιουσία τους και έτσι, οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία ισόποση με την ονομαστική αξία του παραπάνω ομολόγου ανερχόμενη σε αξίας 2.200.000 ευρώ ... Περαιτέρω, σχετικά με το ομόλογο ... BANK η "... Δημόσια Εταιρία" ανακοίνωσε στις 14.5.2012 πρόταση είτε ανταλλαγής των υφιστάμενων ομολόγων λήξεως το 2016 με ομόλογα σε ευρώ σταθερού επιτοκίου υψηλής εξασφάλισης ληξιπρόθεσμα το 2016 (... Bank Public Co Ltd Senior Fixed Rate 8% notes due June 2016") ονομαστικής αξίας 72,5% (δηλαδή με μείωση της ονομαστικής αξίας κατά 27,5%), είτε επαναγοράς των υφιστάμενων ομολόγων έναντι μετρητών σε ποσοστό 55% της ονομαστικής αξίας τους. Με τις από 5.6.2012 επιστολές τους ο μεν πρώτος των εναγόντων κατ' εντολήν του υιού του Π. Σ. ο οποίος είχε υπογράψει με τον πατέρα του και τον αδελφό του Ι. Σ. την υπ1 αρ. 202535 σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών αποδέχθηκε αφενός την πρόταση επαναγοράς των υφιστάμενων ομολόγων ονομαστικής αξίας 60.000 ευρώ και έτσι, εισέπραξε το ποσό των 32.999,93 ευρώ και αφετέρου την πρόταση ανταλλαγής των υφιστάμενων ομολόγων ονομαστικής αξίας 1.240.000 ευρώ με τους νέους υποτίθεται υψηλής εξασφάλισης τίτλους και ο δεύτερος των εναγόντων αποδέχθηκε αφενός την πρόταση επαναγοράς των υφιστάμενων ομολόγων ονομαστικής αξίας 128.000 ευρώ και έτσι, εισέπραξε το ποσό των 70.399,84 ευρώ και αφετέρου την πρόταση ανταλλαγής των υφιστάμενων ομολόγων ονομαστικής αξίας 1.240.000 ευρώ με τους νέους υποτίθεται υψηλής εξασφάλισης τίτλους. Ακολούθως, η Κυπριακή Δημοκρατία που ήταν αποκλεισμένη από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου λόγω της αδυναμίας της να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των άνω κυπριακών τραπεζών, δηλαδή της άνω εκδότριας τραπεζικής εταιρείας και της ..., συνήψε στις 16.2.2013 με το Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης (Eurogroup) συμφωνία για την δημοσιονομική προσαρμογή της στο πλαίσιο της οποίας ψηφίστηκε ο "Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμος (17) 2013". Στη συνέχεια με βάση Διατάγματα (Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις) του Διοικητή της Κεντρικής ... που λειτουργούσε ως Αρχή Εξυγίανσης η άνω εκδότρια τράπεζα διαχωρίστηκε σε "καλή" και "κακή" και το επίδικο ομόλογο περιήλθε στην "κακή", η οποία τέθηκε σε εκκαθάριση και η αξία του εκμηδενίστηκε, με συνέπεια οι ενάγοντες να ζημιωθούν κατά το ποσό της ονομαστικής αξίας του άνω ομολόγου αφαιρουμένου του ποσού που εισέπραξαν κατά τα εκτεθέντα, δηλαδή ο πρώτος ενάγων κατά το ποσό των [(2.736.000,00 χ 1/2 = 1.368.000) - 32.999,93] = 1.335.000,07 ευρώ και ο δεύτερος ενάγων κατά το ποσό των [(2.736.000,00 χ ΛΑ = 1.308.000) - 70.399,84 =] 1.297.600,16 ευρώ. Συνακόλουθα, συνεπεία της εκμηδένισης αμφότερων των άνω ομολογιών ο μεν πρώτος ενάγων ζημιώθηκε κατά το συνολικό ποσό των ([2.200.000,00 Χ 1 / 2 =) 1.100.000,00 + 1.335.000,07=) 2.397.600,16 ευρώ και ο δεύτερος ενάγων κατά το συνολικό ποσό των ([2.200.000,00 Χ 1/2 =) 1.100.000,00 + 1.297.600,16=) 2.397.600,16 ευρώ, όπως ορθά αποφάνθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απορριπτομένων των λόγων εφέσεων που υποστηρίζουν τα αντίθετα ως ουσιαστικά αβάσιμων. Η περιγραφείσα ζημία που υπέστησαν οι ενάγοντες συνδέεται αιτιωδώς με την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της τρίτης εναγομένης (μη εκκαλούσας), προστηθείσας υπαλλήλου της πρώτης εκκαλούσας - πρώτης εναγομένης, καθώς εκείνη, χωρίς να είναι πιστοποιημένη για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, πρότεινε σε αυτούς να προβούν στην αγορά των άνω ομολόγων, μολονότι αυτά δεν ήταν συμβατά με το προφίλ τους ως συντηρητικών επενδυτών παρέχοντας τις προαναφερθείσες διαβεβαιώσεις περί προϊόντων που προσομοιάζουν με προθεσμιακή κατάθεση με εγγύημένο κεφάλαιο, πλην όμως οι εν λόγω διαβεβαιώσεις δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα και ταυτόχρονα παρέλειψε να τους ενημερώσει για τους προαναφερθέντες κινδύνους της επένδυσης στα εν λόγω σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα μειωμένης εξασφάλισης... Ειδικότερα, αναφορικά με το ομόλογο ..., οι ενάγοντες δεν ενημερώθηκαν κατά τον κρίσιμο χρόνο της αγοράς για την αναστολή της διαπραγμάτευσής του στο Χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου, το μικρό κεφάλαιο της εκδότριας εταιρείας, την δυσμενή χρηματοοικονομική κατάσταση της μητρικής εγγυήτριας τράπεζας και τον αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο να υπάρξει αδυναμία πληρωμής του ομολόγου κατά τη λήξη του και αναφορικά με το ομόλογο ... για τους προαναφερθέντες κινδύνους ένεκα των οποίων το ομόλογο ήταν κατάλληλο για έμπειρους και θεσμικούς επενδυτές που διαθέτουν επαρκείς γνώσεις στα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα, χαρακτηριστικά που δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο των άπειρων εναγόντων. Ασφαλώς, εάν οι ενάγοντες γνώριζαν τα άνω περιστατικά, τότε ενεργώντας με γνώμονα την επιδίωξή τους για διασφάλιση του κεφαλαίου τους, όπως η βούληση τους αυτή καταδεικνύεται την απάντησή τους στο άνω επενδυτικό ερωτηματολόγιο ότι προτιμούν χαμηλά επίπεδα κινδύνου με την ελάχιστη διακύμανση της αξίας της επενδύσεως, δεν θα είχαν πραγματοποιήσει τις άνω επενδύσεις που εξανέμισαν το κεφάλαιο τους. Επιπλέον, η τρίτη εναγόμενη δεν χορήγησε στους ενάγοντες μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα το από 8.2.2005 πληροφοριακό σημείωμα της εκδότριας εταιρείας ... PLC., ώστε να αντλήσουν πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ομολόγου και τους κινδύνους που εγκυμονεί η επένδυση σε αυτό. Πρέπει να επισημανθεί ότι η μητρική της άνω Ε.Π.Ε.Υ. τραπεζική εταιρεία ... είχε αγοράσει ως ανάδοχος στις 2.2.2005 κατά την έκδοση του άνω ομολογιακού δανείου της ... PLC ομολογίες συνολικής αξίας 22.000.000 ευρώ και είχε δημιουργήσει μια πρακτική προσέλκυσης επενδυτών κατά το διάστημα 2005 - 2008 με σκοπό τη μεταπώληση αυτών και στο πλαίσιο της πρακτικής αυτής η άνω Ε.Π.Ε.Υ. προέβη στην πώληση στους ενάγοντες του άνω ομολόγου της εταιρείας ... PLC, καθώς αυτό αποτελούσε μέρος του χαρτοφυλακίου της άνω μητρικής εταιρείας της .... Με βάση τα ανωτέρω κρίνεται ότι η άνω Ε.Π.Ε.Υ. αθέτησε στο πλαίσιο της κατά τα προαναφερθέντα καταρτισθείσας με τους ενάγοντες - εφεσιβλήτους σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών την υποχρέωση για ακριβή, πλήρη και κατάλληλη καθοδήγηση, διαφώτιση και ενημέρωσή τους σχετικά με την φύση, τα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους των άνω επενδυτικών προϊόντων, όπως το περιεχόμενο της υποχρέωσης αυτής προσδιορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 281, 288 ΑΚ και τον αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ. που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο και την παρ. 1 του κεφ. Α και παρ. 1 Κεφ. Β' αριθμ. 4 περ. γ' της υπ' αριθμ. 2501/2002 Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας απορριπτομένου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της πρώτης εκκαλούσας. Η περιγραφείσα συμπεριφορά συνιστά παράβαση του "Κώδικα Δεοντολογίας Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών" (που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ' αριθ. 12263/β.500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθ. 7 παρ. 1 του ήδη καταργηθέντος Ν. 2396/1996) οι αρχές του οποίου παρατίθενται στην άνω υπ' αριθμ. 3 μείζονα σκέψη, σύμφωνα με τις οποίες δημιουργούνται ζητήματα ευθύνης της εταιρίας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών : α) εάν δεν εφιστούν εγγράφως αλλά και με προφορική ανάλυση (αναλόγως των δυνατοτήτων κάθε επενδυτή) την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, ιδιαιτέρως εάν πρόκειται για προϊόν περισσότερο πολύπλοκο ή επικίνδυνο από τα μέχρι τότε επιλεγόμενα και στην προκειμένη περίπτωση τα άνω ομόλογα προωθήθηκαν στους ενάγοντες - εφεσιβλήτους χωρίς να τους παρασχεθούν οι σχετικές πληροφορίες και να χορηγηθεί σε αυτούς ενημερωτικό δελτίο στο οποίο να αναφέρονται λεπτομερώς τα χαρακτηριστικά τους και όλες οι αναγκαίες για το σχηματισμό επενδυτικής αποφάσεως ως άνω πληροφορίες, β) εάν δεν πραγματοποιούν, με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων τους τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κινήσεως των περιλαμβανόμενων στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα κινητών αξιών, γ) εάν δεν ενημερώνουν τον επενδυτή κατά τρόπο απολύτως σαφή και ακριβή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων προς επένδυση τίτλων και δ) εάν δεν λαμβάνουν υπόψη και δεν αξιολογούν ορθώς και προς το συμφέρον του επενδυτή την οικονομική του κατάσταση, τους επιδιωκομένους από αυτόν στόχους, την εμπειρία και τις γνώσεις του, δεδομένου ότι οι συμβουλές πρέπει να είναι προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη και στο αντικείμενο της επενδύσεως.... Ο ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης - εκκαλούσας ότι στην άνω επίμαχη από 26.5.2008 έγγραφη σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών περιλήφθηκε ο 14.1 όρος σύμφωνα με τον οποίο οι ενάγοντες δηλώνουν ότι μελέτησαν το παράρτημα Δ, έχουν πλήρη επίγνωση των κινδύνων που συνεπάγεται η επένδυση σε κινητές αξίες και ότι έχουν την οικονομική δυνατότητα να ανταπεξέλθουν σε τυχόν ολοκληρωτική απώλεια των επενδύσεων αυτών ο οποίος είναι προδιατυπωμένος και δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και συνεπώς, δεν ασκεί έννομη επιρροή, αφού κατά τα εκτεθέντα στην προκειμένη περίπτωση το περιεχόμενο της επενδυτικής απόφασης των εναγόντων διαμορφώθηκε κατόπιν των παραπλανητικών συμβουλών της τρίτης εναγομένης, χωρίς να δοθούν οι παραπάνω ουσιώδεις πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους που ενέχει η επένδυση στις επίδικες ομολογίες. Περαιτέρω, η εκ μέρους της τρίτης εναγομένης περιγραφείσα πλημμελής εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης των εναγόντων συνιστά αδικοπραξία κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, καθώς διά των παραπάνω διαβεβαιώσεων και της αποσιωπήσεως των παραπάνω ουσιωδών περιστατικών οι ενάγοντες πείστηκαν να προβούν στην αγορά των άνω ομολόγων και για την άδικη αυτή πράξη θεμελιώνεται αντικειμενική ευθύνη της άνω Ε.Π.Ε.Υ. ως προστήσασας (ΑΚ 922). Επίσης, θεμελιώνεται αδικοπρακτική ευθύνη της πρώτης εναγομένης - εκκαλούσας, διότι η άνω προστηθείσα τρίτη εναγόμενη διά της περιγραφείσας υπαίτιας συμπεριφοράς της παραβίασε τις απορρέουσες από την καλή πίστη συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και προστασίας των συμφερόντων των εναγόντων (914, 281, 288 και 922 ΑΚ). Η ύπαρξη σχέσης πρόστησης μεταξύ της τρίτης εναγομένης και της Ε.Π.Ε.Υ. προκύπτει από το ότι πρώτον οι πράξεις της εντάσσονται στον κύκλο της δραστηριότητας της τελευταίας η οποία έδινε οδηγίες κατά την εκ μέρους της παροχή των υπηρεσιών της και δεύτερον ότι η τρίτη εναγομένη παρείχε συμβουλές στους ενάγοντες και διεκπεραίωνε για λογαριασμό της Ε.Π.Ε.Υ. όλες τις σχετικές με τη σύμβαση υποθέσεις προβαίνοντας στις απαραίτητες νομικές και υλικές ενέργειες και έτσι, εξυπηρετούσε επιχειρηματικά και οικονομικά συμφέροντά της. Η ύπαρξη τυπικά υπαλληλικής σχέσης της άνω τρίτης εναγομένης με την ... δεν αναιρεί την ιδιότητά της ως προστηθείσας της θυγατρικής (Ε.Π.Ε.Υ.) της άνω τράπεζας, διότι αποδείχθηκε ότι η μητρική και η θυγατρική στο πλαίσιο της συναλλακτικής δραστηριότητάς τους είχαν αναθέσει σε αυτήν καθήκοντα για την διεκπεραίωση υποθέσεων που σχετίζονται με όλο το φάσμα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και την προώθηση των συμφερόντων αμφότερων των εταιρειών, ώστε έτσι να μπορεί να ανταποκριθεί σε κάθε επενδυτική απόφαση πελάτη η οποία ενδεχομένως να εντάσσεται μόνο στο πεδίο δράσης της μητρικής ή της θυγατρικής εταιρείας. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου επιρρωνύεται από το ότι η τρίτη των εναγόμενων παρουσίαζε επίσημα στους πελάτες της άνω Ε.Π.Ε.Υ., στους οποίους συγκαταλέγονται και οι ενάγοντες, ότι από κοινού η άνω τράπεζα και η θυγατρική της έχουν συστήσει για αυτόν τον σκοπό και έχουν διαθέσει σε αυτήν ειδικό χώρο γραφείων στο συγκρότημα ... στο Π. Φάληρο για το κοινό εγχείρημα που απευθυνόταν σε μεγάλους και καλούς πελάτες τους οποίους εξυπηρετούσε. Οι εκκαλούντες προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι η προκληθείσα ζημία στους ενάγοντες οφείλεται στην διεθνή χρηματοοικονομική κρίση που εκδηλώθηκε μετά την κατάρρευση το Σεπτέμβριο του 2008 της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας "..." και η οποία επηρέασε τα οικονομικά αδύναμα κράτη, όπως την Ελλάδα και Κύπρο και στην Κύπρο τέθηκε σε ισχύ ο "Περί Εξυγίανσης Τραπεζικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμος (17) 2013", δυνάμει του οποίου επιβλήθηκε η εξυγίανση των τραπεζικών ιδρυμάτων και στο πλαίσιο εφαρμογής του νόμου αυτού η ορισθείσα ως Αρχή Εξυγίανσης Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου εξέδωσε τα αναφερόμενα διατάγματα με τα οποία επιλέχθηκε για την επίλυση του προβλήματος ρευστότητας των κυπριακών τραπεζών το "κούρεμα" των τραπεζικών καταθέσεων, συντελέσθηκε η διάσπαση της Λαϊκής Τράπεζας και της ... σε "καλή" και "κακή" τράπεζα και η μεταβίβαση των "καλών" στοιχείων της Λαϊκής Τράπεζας στην "καλή" ..., προκειμένου η τελευταία να ενισχυθεί κεφαλαιακά και το επίδικο ομόλογο περιήλθε στην "κακή" Τράπεζα και ακολούθησε η διαδικασία της εκκαθάρισης και ότι με βάση τα ανωτέρω δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης της και της ζημίας των εναγόντων. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι βάσιμος, διότι η κατά παράβαση του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ., καθώς και των διατάξεων των άρθρων 914, 281, 288 ΑΚ αθέτηση της υποχρέωσης της άνω Ε.Π.Ε.Υ για παροχή σαφούς και επαρκούς πληροφόρησης σχετικά με τα χαρακτηριστικά, την φύση και τους κινδύνους των άνω προϊόντων και ειδικότερα καθόσον αφορά το ομόλογο ... PLC η αποσιώπηση της εκτεθείσας αναστολής της διαπραγμάτευσής του στο άνω Χρηματιστήριο, που είχε συντελεσθεί, προτού εκδηλωθεί η άνω οικονομική κρίση, του αυξημένου πιστωτικού κινδύνου της άνω εγγυήτριας και της σχετικά χαμηλής πιστοληπτικής ικανότητας και της προβληματικής χρηματοοικονομικής της κατάστασης είχε την τάση να οδηγήσει και οδήγησε κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων στην πρόκληση της άνω ζημίας στους ενάγοντες - εφεσιβλήτους. Καθόσον αφορά το ομόλογο ... BANK, η άνω υπαίτια συμπεριφορά της τρίτης εναγόμενης διά της παροχής συμβουλής για επένδυση σε αυτό, που δεν ήταν συμβατό με το άνω προφίλ των εναγόντων ως συντηρητικών και άπειρων επενδυτών σε συνδυασμό με την αποσιώπηση των άνω χαρακτηριστικών του και ιδιαίτερα ότι ήταν μειωμένης εξασφάλισης και του σημαντικού πιστωτικού κινδύνου και των λοιπών προαναφερθέντων κινδύνων, ήταν ικανή να προκαλέσει και (προκάλεσε κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων την περιγραφείσα στους ενάγοντες ζημία, καθώς, εάν οι τελευταίοι, γνώριζαν, όπως αναφέρθηκε, τους παραπάνω κινδύνους που εγκυμονεί η εν λόγω επένδυση, δεν θα είχαν προβεί στην αγορά του η οποία ήταν αντίθετη με την θέλησή τους για ασφαλή επένδυση του κεφαλαίου τους και έτσι, θα είχε αποφευχθεί η ζημία που υπέστησαν. Εξάλλου, αναφορικά με το εν λόγω ομόλογο η επικαλούμενη οικονομική κρίση και η εν συνεχεία έκδοση των οικείων διαταγμάτων στην Κύπρο δεν διέκοψαν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του νομίμου λόγου ευθύνης και της ζημίας των εναγόντων, καθώς είναι γενικά γνωστό γεγονός ότι τα οικεία διατάγματα αφορούσαν την διάσωση μόνο των |άνω δύο τραπεζών που αντιμετώπιζαν προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας και όχι και τις λοιπές κυπριακές τράπεζες, η κρίση δε αυτή του δικαστηρίου ενισχύεται από το γεγονός ότι παρά την δοθείσα κατά τα εκτιθέμενα στις προτάσεις των εκκαλούντων κρατική στήριξη ύψους 1.800.000.000 ευρώ το Μάιο του 2012 στη Λαϊκή Τράπεζα η οποία παρουσίαζε μεγάλα κεφαλαιακά ελλείμματα, εν τέλει δεν αποφεύχθηκε η διάσπασή της και η θέση σε εκκαθάριση της "κακής" Τράπεζας... Περαιτέρω, αφού η πρώτη εκκαλούσα υπάγεται στην έννοια του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την διάταξη του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 και οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι στην έννοια του καταναλωτή ως τελικοί αποδέκτες των επενδυτικών υπηρεσιών η περιγραφείσα αντισυμβατική και αδικοπρακτική συμπεριφορά της εκκαλούσας πληροί και τη νομοτυπική μορφή της εκτεθείσας στη μείζονα σκέψη διάταξης του άρθρου 8 του ν. 2251/1994. Ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι οι ενάγοντες δεν εμπίπτουν στην έννοια του καταναλωτή, διότι έχουν μεγάλη οικονομική επιφάνεια, καθώς εισέφεραν στο χαρτοφυλάκιο τους 5.000.000 ευρώ από την πώληση εμπορικού ακινήτου και ότι η επίδικη επένδυση εξυπηρετεί επαγγελματικούς σκοπούς, αφού οι ενάγοντες σκόπευαν να διαθέσουν το ποσό αυτό για την ανάπτυξη της επιχείρησής τους, όπως οι ίδιοι οι ενάγοντες συνομολογούν, δεν είναι βάσιμος. Διότι οι ενάγοντες ουδεμία εξοικείωση είχαν με οικονομικές συναλλαγές σε ομόλογα και ειδικότερα σε σύνθετα ομόλογα, όπως τα επίδικα, καθώς, πριν από την αγορά τους, διατηρούσαν τις αποταμιεύσεις τους σε προθεσμιακές καταθέσεις, χωρίς ποτέ να έχουν πραγματοποιήσει επενδύσεις σε ομόλογα ούτε σε άλλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Το μεγάλο ύψος της άνω επένδυσης και η επαγγελματική ενασχόλησή τους με το εμπόριο συσκευών και η τυχόν μελλοντική αξιοποίηση του ποσού αυτού για την ανάπτυξη της επιχείρησής τους δεν αναιρεί την υπαγωγή τους στο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του ν. 2251/1994, αφού υφίσταται πληροφοριακή ασσυμετρία μεταξύ της άνω Ε.Π.Ε.Υ. και των εναγόντων συνιστάμενη στο γεγονός ότι το στελεχιακό δυναμικό της Ε.Π.Ε.Υ. διαθέτει εμπειρία στις παραπάνω χρηματοοικονομικές συναλλαγές που δεν κατείχαν οι εφεσίβλητοι, το αντικείμενο της εμπορικής δραστηριότητάς τους (εμπορία ηλεκτρικών ειδών) ουδεμία συνάφεια έχει με επενδύσεις στα άνω προϊόντα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η άνω Ε.Π.Ε.Υ. είχε διαπραγματευτική υπεροχή έναντι των εφεσιβλήτων, καθώς οι τελευταίοι δεν είχαν την δυνατότητα να επηρεάσουν το περιεχόμενο των προδιατυπωμένων Γ.Ο.Σ. που περιελήφθησαν στην άνω συναφθείσα σύμβαση και στις μεταγενέστερες ως άνω συναφθείσες συμβάσεις.
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά εφαρμόζοντας τις διατάξεις του ν. 2251/1994 και εκτιμώντας τις αποδείξεις κατέληξε στην κρίση ότι οι ενάγοντες πληρούν τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή τους στο ρυθμιστικό πεδίο του ν. 2251/1994 και συνεπώς, ο περί του αντιθέτου τέταρτος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.... Ακόμη, αποδείχθηκε ότι οι μη διάδικοι Παύλος και Ι. Σ., υιοί του πρώτου ενάγοντος κατήρτισαν τις υπ' αριθμ. ... και ... συμβάσεις ενεχυρίασης - εκχώρησης απαιτήσεων με την ... με εκ τρίτου συμβαλλόμενο τον πρώτο ενάγοντα, με τις οποίες συνέστησαν ενέχυρο μέχρι του ποσού των 510.000 ευρώ έκαστος επί όλων των απαιτήσεων που προέρχονται από την άνω ... συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και επί των κάθε είδους αξιών καθ' οποιουδήποτε τρίτου που αποτελούν το χαρτοφυλάκιο που διαχειρίζεται η τράπεζα συνολικής αξίας κατά τον χρόνο σύστασης της άνω εμπράγματης ασφάλειας 1.791.000 ευρώ και 1.742.000 ευρώ αντίστοιχα προς εξασφάλιση των χορηγηθεισών στους άνω εκχωρητές ανοικτών πιστώσεων με όριο ύψους 425.000 ευρώ στο πλαίσιο των υπ' αριθμ. ... και ... συμβάσεων πιστώσεως που καταρτίστηκαν αυθημερόν με την άνω τράπεζα. Οι προρρηθείσες συμβάσεις σύστασης ενεχύρου - εκχώρησης κοινοποιήθηκαν στην άνω Ε.Π.Ε.Υ νόμιμα στις 26.6.2009 και έτσι, έκτοτε η άνω τράπεζα ... σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην άνω (υπ' αρ. 5) μείζονα σκέψη κατέστη εκδοχέας των ενεχυρασθεισών απαιτήσεων του πρώτου ενάγοντος και συγκεκριμένα κατά το ποσό των 510.000 ευρώ του ομολόγου ... BANK και ομοίως κατά το ποσό των 510.000 ευρώ του ομολόγου ... PLC.
Συνεπώς, μόνο η άνω τράπεζα ως εκδοχέας και όχι ο εκχωρητής μπορεί να ασκήσει τις αξιώσεις για αποζημίωση από την συναφθείσα με αριθμ. 202535 σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών μεταξύ αφενός του πρώτου ενάγοντος - εφεσιβλήτου Η. Σ. και Ι. Σ. και αφετέρου της άνω Ε.Π.Ε.Υ. και έτσι, ο άνω ενάγων δεν νομιμοποιείται να επιδιώξει την ικανοποίηση των αξιώσεων του για αποζημίωση ως προς το παραπάνω εκχωρηθέν ποσό κατά της εκκαλούσας με βάση την ενδοσυμβατική ευθύνη πλημμελή παροχή υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, το δικαστήριο που! έκρινε αντίθετα, δηλαδή ότι είναι βάσιμη η αξίωση του πρώτου ενάγοντος για αποζημίωση ως προς το επιμέρους εκχωρηθέν ποσό του 1.020.000 ευρώ κατά την συρρέουσα βάση της που στηρίζεται στην ενδοσυμβατική ευθύνη έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και συνακόλουθα, είναι ουσιαστικά βάσιμος ο οικείος λόγος έφεσης. Αντιθέτως, η αξίωση του πρώτου ενάγοντος κατά την θεμελίωση της στις περί αδικοπραξιών διατάξεις και ως προς το προαναφερθέν ποσό του 1.020.000 ευρώ που αποτελεί τμήμα του μείζοντος αξιούμενου ποσού είναι ουσιαστικά βάσιμη, καθώς η εκκαλούσα δεν ισχυρίζεται ότι ο πρώτος ενάγων εκχώρησε σε αυτήν και την απαίτησή του από την τελεσθείσα σε βάρος του ως άνω αδικοπραξία ούτε άλλωστε αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα τέτοια εκχώρηση... και συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο έκρινε ότι ο πρώτος ενάγων νομιμοποιείται να επιδιώξει την ένδικη απαίτησή του για αποζημίωση κατά της πρώτης εκκαλούσας με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις και έτσι, ο περί του αντιθέτου οικείος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος. Η πρώτη εκκαλούσα προς αποκλεισμό της ευθύνης της προς αποζημίωση επαναφέρει τους πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισμούς ότι με τις παρακάτω διαλαμβανόμενες στην σύμβαση ρήτρες απαλλάσσεται της ευθύνης της Και ειδικότερα, ο υπ' αριθμ. 6.1. όρος της άνω σύμβασης ορίζει ότι "συμφωνείται ότι λόγω των μη προβλέψιμων στην επενδυτική αγορά διακυμάνσεων, οι Εταιρίες δεν εγγυώνται οποιοδήποτε αποτέλεσμα των επενδύσεων ούτε ευθύνονται για οποιαδήποτε συναφή ζημία του επενδυτή", ο υπ' αριθμ. 6.2. ότι "οι Εταιρίες δεν αναλαμβάνουν οποιαδήποτε ευθύνη για την πιθανή ζημία που τυχόν υποστεί ο Επενδυτής από συναλλαγή που καταρτίσθηκε ως αποτέλεσμα εκτελέσεως εντολής του, ο δε Επενδυτής ρητά δηλώνει ότι οποιαδήποτε εντολή που δίνεται από τις Εταιρίες είναι απόρροια της ελεύθερης επιλογής του χωρίς να εξαρτάται από επενδυτικές συστάσεις ή συμβουλές των Εταιριών", στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ που επιγράφεται "Επενδυτικοί κίνδυνοι που αναλαμβάνει ο επενδυτής", ορίζεται στον όρο 14 και με έντονη γραφή ότι ο επενδυτής αναλαμβάνει και τον Πιστωτικό Κίνδυνο, ο οποίος "προκαλείται εφόσον η εκδότρια των αξιών εταιρία ή ο αντισυμβαλλόμενος κατά περίπτωση, ενδέχεται να μην εκπληρώσουν αναληφθείσες υποχρεώσεις τους...". Οι παραπάνω ενσωματωμένοι στην σύμβαση γενικοί όροι συναλλαγών περί απαλλαγής της άνω Ε.Π.Ε.Υ. από την ευθύνη της έναντι των εναγόντων που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης και το περιεχόμενο των οποίων οι τελευταίοι δεν είχαν την δυνατότητα να διαμορφώσουν είναι άκυροι, διότι αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 332 παρ. 2 εδ. β ΑΚ που κηρύσσουν την ακυρότητα απαλλακτικών ρητρών για ευθύνη από πταίσμα που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και των άρθρων 2 παρ. 1 και 7 περ. β, ιγ και ιζ και 6 παρ. 12 ν. 2251/1994 που κηρύσσουν την ακυρότητα περιορίζουν ή αποκλείουν την ευθύνη του προμηθευτή. .. ". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε και κατ' ουσίαν την έφεση της πρώτης εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας, εξαφάνισε εν μέρει την πρωτόδικη απόφαση ως προς αυτήν και δη μόνον ως προς το μέρος με το οποίο είχε γίνει δεκτή η αγωγή και κατά την συρρέουσα βάση της τη στηριζόμενη στην ενδοσυμβατική ευθύνη της αναιρεσείουσας κατά το επιμέρους ποσό του 1.020.000 ευρώ και, στη συνέχεια, δικάζοντας κατά τούτο την υπόθεση στην ουσία της, απέρριψε την αγωγή ως προς την επιμέρους αξίωση του πρώτου ενάγοντος ύψους 1.020.000 ευρώ μόνο κατά τη συρρέουσα νομική βάση της περί ενδοσυμβατικής ευθύνης ως προς την πρώτη εναγομένη, ενώ κατά τα λοιπά απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας, επικυρώνοντας έτσι την πρωτόδικη απόφαση με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή και αφενός μεν υποχρεώθηκε η αναιρεσείουσα να καταβάλει στον δεύτερο των εναγόντων το ποσό των 95.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, αφετέρου δε αναγνωρίστηκε ότι η αναιρεσείουσα οφείλει να καταβάλει στον πρώτο των εναγόντων το συνολικό ποσό των 2.436.500,07 ευρώ και στον δεύτερο των εναγόντων το συνολικό ποσό των 2.304.100,16 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 914, 922, 281, 288, 297, 298 ΑΚ και των άρθρων 1 παρ. 4 και 8 του ν. 2251/1994, καθώς και εκείνες του Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ, κατά παράβαση των οποίων η αναιρεσείουσα αθέτησε, στο πλαίσιο της καταρτισθείσας με τους αναιρεσίβλητους σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών, την υποχρέωση για ακριβή, πλήρη και κατάλληλη καθοδήγηση, διαφώτιση και ενημέρωσή τους σχετικά με την φύση, τα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους των άνω επενδυτικών προϊόντων, ενόψει και του ότι οι αναιρεσίβλητοι, ήταν άπειροι και χωρίς κάποια γνώση περί των συναλλαγών σε ομόλογα και το περιεχόμενο της επενδυτικής απόφασής τους διαμορφώθηκε από τις υποδείξεις και συμβουλές της αναιρεσείουσας και συγκεκριμένα της προστηθείσας από αυτήν Μ. Τ., η οποία, με βάση τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά, πρότεινε στους αναιρεσίβλητους να προβούν στην αγορά των άνω ομολόγων, μολονότι αυτά δεν ήταν συμβατά με το προφίλ τους ως συντηρητικών επενδυτών, παρέχοντας σ' αυτούς αναληθείς διαβεβαιώσεις περί προϊόντων που προσομοιάζουν με προθεσμιακή κατάθεση με εγγυημένο κεφάλαιο και παραλείποντας να τους ενημερώσει για τους κινδύνους της επένδυσης στα εν λόγω σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα μειωμένης εξασφάλισης, και ειδικότερα, καθόσον μεν αφορά το ομόλογο ..., δεν τους ενημέρωσε για την αναστολή της διαπραγμάτευσής του στο Χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου, το μικρό κεφάλαιο της εκδότριας εταιρείας, την δυσμενή χρηματοοικονομική κατάσταση της μητρικής εγγυήτριας τράπεζας και τον αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο να υπάρξει αδυναμία πληρωμής του ομολόγου κατά τη λήξη του, καθόσον δε αφορά το ομόλογο ... BANK δεν τους ενημέρωσε για τους κινδύνους, ένεκα των οποίων το ομόλογο ήταν κατάλληλο για έμπειρους και θεσμικούς επενδυτές που διαθέτουν επαρκείς γνώσεις στα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα, χαρακτηριστικά που δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο των άπειρων αναιρεσίβλητων, εάν δε οι τελευταίοι γνώριζαν τα άνω περιστατικά, τότε; ενεργώντας με γνώμονα την επιδίωξή τους για διασφάλιση του κεφαλαίου τους, δεν θα είχαν πραγματοποιήσει τις άνω επενδύσεις που εξανέμισαν το κεφάλαιο τους. Η παράβαση των εκ του ανωτέρω κώδικα και του ν. 2251/1994 υποχρεώσεων της αναιρεσείουσας στοιχειοθετεί την αμελή συμπεριφορά της άνω προστηθείσας από αυτήν υπαλλήλου, η οποία συνιστά, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη σχετική νομική σκέψη, παρανομία και η οποία (αμελής συμπεριφορά) κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ήταν πράγματι πρόσφορη να προκαλέσει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, το οποίο και (κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης) προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση, προσδιορίζεται δε με σαφήνεια και το ύψος της θετικής ζημίας των αναιρεσιβλήτων. Το Εφετείο ουδόλως ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 147 και 361 ΑΚ, ούτε άλλωστε, με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, ήταν εφαρμοστέες. Εξάλλου, το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, κρίνοντας ότι η άνω Μ. Τ. ενεργούσε ως προστηθείσα της αναιρεσείουσας, αφού με βάση τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά, σύμφωνα με τα οποία η Μ. Τ. ήταν μεν υπάλληλος της ..., παρείχε όμως ταυτόχρονα τις υπηρεσίες της και στην αναιρεσείουσα, όντας αρμόδια, μεταξύ άλλων, για την προώθηση προς πώληση επενδυτικών προϊόντων, στα πλαίσια δε της δραστηριότητάς της αυτής παρείχε συμβουλές στους ενάγοντες και διεκπεραίωνε για λογαριασμό της αναιρεσείουσας, η οποία της έδινε οδηγίες κατά την εκ μέρους της παροχή των υπηρεσιών της, όλες τις σχετικές με τη σύμβαση υποθέσεις, προβαίνοντας στις απαραίτητες νομικές και υλικές ενέργειες και έτσι εξυπηρετούσε επιχειρηματικά και οικονομικά συμφέροντά της, υπήρχε σχέση προστήσεως μεταξύ της αναιρεσείουσας και της Μ. Τ.. Ακόμη, το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 4 ν. 2251/1994, κρίνοντας ότι οι αναιρεσίβλητοι υπάγονται στην έννοια του καταναλωτή, αφού με βάση τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά, σύμφωνα με τα οποία οι ενάγοντες ήσαν οι τελικοί αποδέκτες των επενδυτικών υπηρεσιών, ουδεμία εξοικείωση είχαν αυτοί με οικονομικές συναλλαγές σε ομόλογα και ειδικότερα σε σύνθετα ομόλογα, όπως τα επίδικα, σε αντίθεση με το στελεχιακό δυναμικό της εναγομένης που διέθετε εμπειρία στις παραπάνω χρηματοοικονομικές συναλλαγές, το αντικείμενο της εμπορικής δραστηριότητάς τους (εμπορία ηλεκτρικών ειδών) ουδεμία συνάφεια έχει με επενδύσεις στα άνω προϊόντα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η εναγομένη είχε διαπραγματευτική υπεροχή έναντι των εναγόντων, καθώς οι τελευταίοι δεν είχαν την δυνατότητα να επηρεάσουν το περιεχόμενο των προδιατυπωμένων Γ.Ο.Σ., οι αναιρεσίβητοι είχαν την ιδιότητα του καταναλωτή, κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 Ν. 2251/1994, το μεγάλο δε ύψος της άνω επένδυσης και η επαγγελματική ενασχόληση των αναιρεσιβλήτων με το εμπόριο συσκευών και η τυχόν μελλοντική αξιοποίηση του ποσού αυτού για την ανάπτυξη της επιχείρησής τους, δεν αναιρεί την υπαγωγή τους στο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του ν. 2251/1994. Τέλος, το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις πιο πάνω διατάξεις, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι η προκληθείσα ζημία στους ενάγοντες οφείλεται στην διεθνή χρηματοοικονομική κρίση που εκδηλώθηκε μετά την κατάρρευση το Σεπτέμβριο του 2008 της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας "..." και η οποία επηρέασε τα οικονομικά αδύναμα κράτη, όπως την Ελλάδα και Κύπρο και στην Κύπρο τέθηκε σε ισχύ ο "Περί Εξυγίανσης Τραπεζικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμος (17) 2013", δυνάμει του οποίου επιβλήθηκε η εξυγίανση των τραπεζικών ιδρυμάτων και στο πλαίσιο εφαρμογής του νόμου αυτού η ορισθείσα ως Αρχή Εξυγίανσης Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου εξέδωσε τα αναφερόμενα διατάγματα με τα οποία επιλέχθηκε για την επίλυση του προβλήματος ρευστότητας των κυπριακών τραπεζών το "κούρεμα" των τραπεζικών καταθέσεων, συντελέσθηκε η διάσπαση της Λαϊκής Τράπεζας και της ... σε "καλή" και "κακή" τράπεζα και η μεταβίβαση των "καλών" στοιχείων της Λαϊκής Τράπεζας στην "καλή" ..., προκειμένου η τελευταία να ενισχυθεί κεφαλαιακά και το επίδικο ομόλογο περιήλθε στην "κακή" Τράπεζα και ακολούθησε η διαδικασία της εκκαθάρισης και ότι με βάση τα ανωτέρω δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης της και της ζημίας των εναγόντων. Ειδικότερα, με βάση όσα δέχθηκε το Εφετείο για το ζημιογόνο γεγονός, τη ζημία των αναιρεσιβλήτων και τη μεταξύ αυτών σύνδεση, το επελθόν αποτέλεσμα της ζημίας δεν επηρεάσθηκε ως προς την επέλευσή του από τα ως άνω συμβάντα, καθόσον η κατά παράβαση του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ., καθώς και των διατάξεων των άρθρων 914, 281, 288 ΑΚ, αθέτηση της υποχρέωσης της αναιρεσείουσας για παροχή σαφούς και επαρκούς πληροφόρησης σχετικά με τα χαρακτηριστικά, την φύση και τους κινδύνους των άνω προϊόντων και ειδικότερα καθόσον μεν αφορά το ομόλογο ... PLC η αποσιώπηση της αναστολής της διαπραγμάτευσής του στο άνω! Χρηματιστήριο, που είχε συντελεσθεί, προτού εκδηλωθεί η άνω οικονομική κρίση, του αυξημένου πιστωτικού κινδύνου της άνω εγγυήτριας και της σχετικά χαμηλής πιστοληπτικής ικανότητας και της προβληματικής χρηματοοικονομικής της κατάστασης, είχε την τάση να οδηγήσει και οδήγησε κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων στην πρόκληση της άνω ζημίας στους αναιρεσίβλητους, καθόσον δε αφορά το ομόλογο ... BANK, η άνω υπαίτια συμπεριφορά της αναιρεσείουσας διά της παροχής συμβουλής για επένδυση σε αυτό, που δεν ήταν συμβατό με το προφίλ τους ως συντηρητικών και άπειρων επενδυτών σε συνδυασμό με την αποσιώπηση των άνω χαρακτηριστικών του και ιδιαίτερα ότι ήταν μειωμένης εξασφάλισης και του σημαντικού πιστωτικού κινδύνου και των λοιπών προαναφερθέντων κινδύνων, ήταν ικανή να προκαλέσει και προκάλεσε κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων την περιγραφείσα στους ενάγοντες ζημία, καθώς, εάν οι τελευταίοι, γνώριζαν τους παραπάνω κινδύνους που εγκυμονεί η εν λόγω επένδυση, δεν θα είχαν προβεί στην αγορά του η οποία ήταν αντίθετη με την θέλησή τους για ασφαλή επένδυση του κεφαλαίου τους και έτσι, θα είχε αποφευχθεί η ζημία που υπέστησαν, η επικαλούμενη δε οικονομική κρίση και η εν συνεχεία έκδοση των οικείων διαταγμάτων στην Κύπρο δεν διέκοψαν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του νομίμου λόγου ευθύνης και της ζημίας των αναιρεσιβλήτων, καθώς τα οικεία διατάγματα αφορούσαν την διάσωση μόνο των άνω δύο τραπεζών που αντιμετώπιζαν προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας και όχι και τις λοιπές κυπριακές τράπεζες. Στην προκείμενη δηλαδή περίπτωση, χωρίς την πλημμελή πληροφόρηση και συμβουλή, δηλαδή υπό συνθήκες σωστής πληροφόρησης για τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης επένδυσης, οι επενδυτές αναιρεσίβλητοι δεν θα είχαν επιλέξει να προχωρήσουν σ' αυτή και θα είχαν διατηρήσει στην περιουσία τους το ποσό που επενδύθηκε. Η αγορά των ένδικων ομολόγων αποφασίσθηκε ως αποτέλεσμα της παράβασης, η οποία εμφιλοχώρησε κατά το στάδιο πριν από την αγορά τους, ως συνέπεια της πλημμελούς πληροφόρησης και συμβουλής.
Συνεπώς, η ίδια η αγορά των ομολόγων, άρα και η ίδια η τοποθέτηση των άνω χρηματικών ποσών, η οποία δεν απετράπη, είναι το επιζήμιο αποτέλεσμα του προηγηθέντος σφάλματος της αναιρεσείουσας. Επομένως, κατ' εφαρμογή της θεωρίας της διαφοράς (σύγκριση υποθετικής με υπάρχουσα περιουσιακή κατάσταση), η αποκαταστατέα ζημία, που συνδέεται αιτιωδώς με τις γενόμενες δεκτές ως παράνομες πράξεις της αναιρεσείουσας, ταυτοποιείται στο ύψος των χρηματικών ποσών που οι αναιρεσίβλητοι τοποθέτησαν στη συγκεκριμένη επένδυση (θετική ζημία) και αποκαθίσταται μέσω της απόδοσής του. Έτσι, η πλήρωση του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στο νόμιμο λόγο ευθύνης και στη ζημία είναι από τα πράγματα πρόδηλη, αφού χωρίς τη συγκεκριμένη πράξη δεν θα είχαν επενδυθεί τα εν λόγω ποσά και θα είχε αποφευχθεί η ζημία. Εφόσον λοιπόν η ζημία των αναιρεσιβλήτων, κατά τις ανωτέρω αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, επήλθε ήδη κατά τον χρόνο σύναψης της επίδικης σύμβασης, το επελθόν αποτέλεσμα της ζημίας δεν επηρεάσθηκε ως πρός την επέλευσή της από την οικονομική κρίση που, μεταγενέστερα, έπληξε τη χώρα και την Κύπρο και το τραπεζικό σύστημα. Σε κάθε περίπτωση, ο ως άνω απορριφθείς ισχυρισμός της αναιρεσείουσας περί διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου ανάγεται στην εκτίμηση πραγμάτων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου, δεδομένου ότι το αν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος ή εάν επήλθε ή όχι διακοπή αυτού είναι ζητήματα πραγματικά, που δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Και τούτο γιατί είναι όντως πραγματικό ζήτημα το όν ένα γεγονός υπήρξε στη συγκεκριμένη περίπτωση αιτία, με την έννοια του I αναγκαίου όρου, ενός αποτελέσματος ή αντίστροφα, καθώς και το εάν μεταξύ του γεγονότος και του αποτελέσματος μεσολάβησε ένα άλλο γεγονός, το οποίο διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο με το πρώτο και επέφερε αποκλειστικά το αποτέλεσμα (ΑΠ 354/2022, ΑΠ 1406/2021). Περαιτέρω, το Εφετείο ούτε και εκ πλαγίου παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις ούτε στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, καθόσον διέλαβε στην απόφασή του, αναφορικά με τα ουσιώδη ζητήματα της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της αναιρεσείουσας, της πρόκλησης ζημίας στους αναιρεσίβλητους, της ιδιότητάς τους ως καταναλωτών, του προσδιορισμού του ύψους της ως άνω ζημίας τους και της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς της προστηθείσας της αναιρεσείουσας και της προκληθείσας από αυτή ζημίας των αναιρεσιβλήτων, σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των παραπάνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Ειδικότερα, στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της προσβαλλόμενης απόφασης διαλαμβάνονται όλα τα αναγκαία περιστατικά, που στηρίζουν με επάρκεια το σαφές, ως άνω, αποδεικτικό της πόρισμα και δη: α) οι συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα η συγκεκριμένη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της Μ. Τ., προστηθείσας της αναιρεσείουσας, κατά παράβαση των προβλεπόμενων στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, των άρθρων 914, 281, 288 ΑΚ και του ν. 2251/1994, η οποία συνιστά, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη σχετική νομική σκέψη, παρανομία και, συγκεκριμένα, ότι η συναφθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, στην οποία οι αναιρεσίβλητοι προέβησαν ενεργώντας ως μέσοι καταναλωτές, είχε το χαρακτήρα και άτυπης παροχής επενδυτικών συμβουλών προς αυτούς, στα πλαίσια της οποίας η άνω προστηθείσα της αναιρεσείουσας διαβεβαίωσε τους αναιρεσίβλητους, που επιδίωκαν την ασφαλή τοποθέτηση του κεφαλαίου τους, ότι τα επίδικα επενδυτικά προϊόντα προσομοιάζουν ως προς τα χαρακτηριστικά τους με προθεσμιακές καταθέσεις, ότι τα επιτόκια είναι μεγαλύτερα των προθεσμιακών, ότι το κεφάλαιο είναι εγγυημένο και ότι υφίσταται δυνατότητα άμεσης ρευστοποίησης και, έτσι, οι αναιρεσίβλητοι, που δεν διέθεταν εμπειρία ούτε γνώσεις επί συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα, πείστηκαν να προβούν στην αγορά των παραπάνω ομολόγων, β) ότι η αναιρεσείουσα, ειδικότερα, δεν εκπλήρωσε την απορρέουσα από την ένδικη σύμβαση, αλλά και από τις άνω διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 περί καταναλωτή, υποχρέωσή της να προβεί σε σαφή, ακριβή, πλήρη και κατάλληλη ενημέρωση των αναιρεσιβλήτων για τη φύση και λειτουργία των υποδειχθέντων επενδυτικού προϊόντος, καθώς και για τον κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου τους, το οποίο γνώριζε ότι αυτοί ήθελαν να εξασφαλίσουν, δεδομένης και της έλλειψης σχετικής εξειδικευμένης εμπειρίας και γνώσης αυτών σχετικά με τις επενδύσεις, αλλά, αντιθέτως, δια της άνω προστηθείσας, υπέδειξε στους άπειρους στις σχετικές συναλλαγές αναιρεσίβλητους ως ασφαλή και επωφελή την ένδικη επένδυση και τους έπεισαν να την επιλέξουν, γ) ότι το ομόλογο ... PLC αποτελεί σύνθετο χρηματοπιστωτικό μέσο, μειωμένης εξασφάλισης, καθόσον οι δανειστές υπάγονταν εκούσια σε δυσμενέστερο καθεστώς ικανοποίησης σε σχέση με άλλους δανειστές, αφού σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, λύσης ή πτώχευσης του δανειολήπτη ικανοποιούνται μετά από όλες τις άλλες υποχρεώσεις, ακόμα και τις ανασφάλιστες και προηγούνται μόνο των απαιτήσεων των ίδιων των μετόχων για συμμετοχή στο προϊόν της εκκάθάρισης, ενώ και το έτερο ομόλογο ... BANK είναι σύνθετο χρηματοπιστωτικό μέσο μειωμένης εξασφάλισης, αφού η απόδοσή του! συναρτάτο με τη διακύμανση του δείκτη του διατραπεζικού επιτοκίου Euribor, προσφερόμενο για επένδυση σε έμπειρους και θεσμικούς επενδυτές, δ) ότι η ζημία των αναιρεσιβλήτων συνίσταται στην αδυναμία τους να εισπράξουν, για τους διαλαμβανομένους στην προσβαλλόμενη απόφαση λόγους, το επενδεδυμένο κεφάλαιο τους, και δη καθόσον μεν αφορά το ομόλογο ... PLC, λόγω του ότι από τη θέση σε ειδική εκκαθάριση της εκδότριας και της εγγυήτριας του ενδίκου ομολόγου εταιρίας εκμηδενίσθηκε η αξία του ομολόγου αυτού, και, έτσι, οι αναιρεσίβλητοι υπέστησαν ζημία ισόποση με την ονομαστική αξία του παραπάνω ομολόγου ανερχόμενη σε 2.200.000 ευρώ, καθόσον δε αφορά το ομόλογο ... BANK, λόγω του ότι η εκδότρια τράπεζα διαχωρίστηκε σε "καλή" και "κακή" και το επίδικο ομόλογο περιήλθε στην "κακή", η οποία τέθηκε σε εκκαθάριση και η αξία του εκμηδενίστηκε, με συνέπεια οι αναιρεσίβλητοι να ζημιωθούν κατά το ποσό της ονομαστικής αξίας του άνω ομολόγου, αφαιρουμένου του ποσού που εισέπραξαν, δηλαδή ο πρώτος ενάγων κατά το ποσό των [(2.736.000,00 χ 1/2 = 1.368.000) - 32,999,93] 1.335.000,07 ευρώ και ρ δεύτερος ενάγων κατά το ποσό των [(2.736.000,00 χ 1/2 = 1.368.000) - 70.^99,84] 1.297.600,16 ευρώ, ε) ότι υπήρχε σχέση πρόστησης μεταξύ της Μ. Τ. και της αναιρεσείουσας, καθόσον οι πράξεις της πρώτης εντάσσονται στον κύκλο της δραστηριότητας της δεύτερης, η οποία έδινε οδηγίες κατά την εκ μέρους της παροχή των υπηρεσιών της, στα πλαίσια των οποίων η Μ. Τ. παρείχε συμβουλές στους ενάγοντες και διεκπεραίωνε για λογαριασμό της αναιρεσείουσας όλες τις σχετικές με τη σύμβαση υποθέσεις προβαίνοντας στις απαραίτητες νομικές και υλικές ενέργειες και έτσι, εξυπηρετούσε επιχειρηματικά και οικονομικά συμψέροντά της, στ) ότι η ζημία που υπέστησαν οι αναιρεσίβλητοι συνδέεται αιτιωδώς με την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της άνω προστηθείσας της αναιρεσείουσας, καθώς εκείνη, χωρίς να είναι πιστοποιημένη για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, πρότεινε σε αυτούς να προβούν στην αγορά των άνω ομολόγων, μολονότι αυτά δεν ήταν συμβατά με το προφίλ τους ως συντηρητικών επενδυτών παρέχοντας τις προαναφερθείσες διαβεβαιώσεις περί προϊόντων που προσομοιάζουν με προθεσμιακή κατάθεση με εγγυημένο κεφάλαιο, πλην όμως οι εν λόγω διαβεβαιώσεις δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα και ταυτόχρονα παρέλειψε να τους ενημερώσει για τους προαναφερθέντες κινδύνους της επένδυσης στα εν λόγω σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα μειωμένης εξασφάλισης, ζ) ότι, ειδικότερα, αναφορικά με το ομόλογο ..., οι αναιρεσίβλητοι δεν ενημερώθηκαν κατά τον κρίσιμο χρόνο της αγοράς του για την αναστολή της διαπραγμάτευσής του στο Χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου, το μικρό κεφάλαιο της εκδότριας εταιρείας, την δυσμενή χρηματοοικονομική κατάσταση της μητρικής εγγυήτριας τράπεζας και τον αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο να υπάρξει αδυναμία πληρωμής του ομολόγου κατά τη λήξη του και αναφορικά με το ομόλογο ... BANK για τους προαναφερθέντες κινδύνους ένεκα των οποίων το ομόλογο ήταν κατάλληλο για έμπειρους και θεσμικούς επενδυτές που διαθέτουν επαρκείς γνώσεις στα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα, χαρακτηριστικά που δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο των άπειρων εναγόντων, και η) ότι η εν λόγω αδικοπρακτική συμπεριφορά της προστηθείσας της αναιρεσείουσας ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο, κατά τις ανέλεγκτες περί τα πράγματα ως άνω παραδοχές του Εφετείου, και επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ δεν θα επερχόταν, αν η εν λόγω προστηθείσα δεν είχε ενεργήσει κατά τον προαναφερόμενο παράνομο τρόπο, καθόσον εάν οι αναιρεσίβλητοι γνώριζαν τα άνω περιστατικά, τότε ενεργώντας με γνώμονα την επιδίωξή τους για διασφάλιση του κεφαλαίου τους, δεν θα είχαν πραγματοποιήσει τις άνω επενδύσεις που εξανέμισαν το κεφάλαιο τους. Δεν ήταν δε αναγκαία, για την πληρότητα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (αναφορικά με τα ως άνω ουσιώδη ζητήματα), η παράθεση και άλλων αιτιολογιών. Επομένως, οι δεύτερος, τρίτος και έκτος (και όχι πέμπτος, όπως εκ παραδρομής αναφέρεται στο αναιρετήριο), από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κύριοι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, καθώς και οι συναφείς πρώτος, δεύτερος και τρίτος πρόσθετοι, από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγοι αναιρέσεως, με τα οικεία σκέλη των οποίων η αναιρεσείουσα αφενός μεν προβάλλει αιτιάσεις περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων, αφετέρου δε προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών, είναι αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και έλλειψη νόμιμης βάσης, που είναι διάσπαρτες στους άνω λόγους της αίτησης αναίρεσης, πλήττουν, με επίφαση την παράβαση του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, την αναιρετικώς ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ) επί της ουσίας κρίση του Εφετείου (ΑΠ 977/2017, ΑΠ 680/2016), καθόσον αναφέρονται στην από το (Εφετείο εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την παροχή επενδυτικών συμβουλών εκ μέρους της αναιρεσείουσας, την πλημμελή εκπλήρωση της υποχρέωσης διαφώτισης των αναιρεσιβλήτων κατά το χρόνο της παροχής συμβουλών για την αγορά των επίδικων ομολόγων, την άγνοια των αναιρεσίβλητων ως προς το είδος της επένδυσης και μη ενημέρωσή τους ως προς τον κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου τους, περαιτέρω δε, στην ανάλυση και στάθμισή τους και ως εκ τούτου είναι απαράδεκτες.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την άνω διάταξη, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 3/1997). Επομένως, δεν αποτελούν "πράγματα" η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ανταγωγής ή ενστάσεως, τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων έστω και αν προτείνονται ως λόγοι εφέσεως, οι νομικοί ισχυρισμοί και η νομική επιχειρηματολογία των διαδίκων (ΑΠ 5/2020, ΑΠ 536/2019). Επίσης, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 50/2020, ΑΠ 250/2014) ή όταν αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ. ΑΠ 11/1996). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τα οικεία σκέλη των τρίτου και έβδομου (και όχι έκτου, όπως εκ παραδρομής αναφέρεται στο αναιρετήριο) λόγων της αίτησης αναίρεσης, από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυρίζεται ότι το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν έλαβε υπόψη του και άφησε αναπάντητους προβληθέντες ουσιώδεις ισχυρισμούς της και ειδικότερα ότι δεν έλαβε υπόψη του: α) τους ισχυρισμούς της για τη φύση της σύμβασης και την αποκλειστική ευθύνη των αναιρεσιβλήτων για τις επενδυτικές επιλογές τους, και β) τους ισχυρισμούς της περί απαλλαγής της με βάση τους επικληθέντες όρους της μεταξύ αυτής και των αναιρεσιβλήτων καταρτισθείσης σύμβασης. Ωστόσο, οι ως άνω αιτιάσεις της αναιρεσείουσας είναι απαράδεκτες, καθόσον οι ισχυρισμοί αυτοί, έναντι της αγωγικής βάσεως που θεμελιώνεται στην αδικοπραξία, συνιστούν (αιτιολογημένη) άρνηση και επομένως δεν είναι πράγμα κατά την έννοια του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Σε κάθε δε περίπτωση, το Εφετείο έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς αυτούς και τους απέρριψε εκ των πραγμάτων, αφού δέχθηκε α) ότι μεταξύ των διαδίκων καταρτίστηκε άτυπη σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών και υποχρέωση, βάσει αυτής, της αναιρεσείουσας να προβεί σε σαφή, ακριβή, πλήρη και κατάλληλη ενημέρωση των αναιρεσιβλήτων, λαμβανομένης υπόψη και της ολοσχερούς έλλειψης ειδικών γνώσεων και εμπειρίας των τελευταίων για τη φύση και λειτουργία του υποδειχθέντος επενδυτικού προϊόντος και για τον κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου τους, υποχρέωση που δεν τήρησε αυτή, β) ότι ο περιληφθείς στην επίμαχη από 26.5.2008 έγγραφη σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών όρος περί πλήρους επιγνώσεως των αναιρεσιβλήτων των κινδύνων που συνεπάγεται η επένδυση σε κινητές αξίες δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού το περιεχόμενο της επενδυτικής απόφασης των αναιρεσιβλήτων διαμορφώθηκε κατόπιν των παραπλανητικών συμβουλών της άνω προστηθείσας από την αναιρεσείουσα Μ. Τ., χωρίς να δοθούν οι παραπάνω ουσιώδεις πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους που ενέχει η επένδυση στις επίδικες ομολογίες, και γ) ότι οι ενσωματωμένοι στην σύμβαση γενικοί όροι συναλλαγών περί απαλλαγής της αναιρεσείουσας από την ευθύνη της έναντι των αναιρεσιβλήτων, που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης και το περιεχόμενο των οποίων οι τελευταίοι δεν είχαν την δυνατότητα να διαμορφώσουν, είναι άκυροι, διότι αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 332 παρ. 2 εδ. β ΑΚ που κηρύσσουν την ακυρότητα απαλλακτικών ρητρών για ευθύνη από πταίσμα που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και των άρθρων 2 παρ. 1 και 7 περ. β, ιγ και ιζ και 6 παρ. 12 ν. 2251/1994 που κηρύσσουν την ακυρότητα όρων που περιορίζουν ή αποκλείουν την ευθύνη του προμηθευτή. Περαιτέρω, με τα οικεία σκέλη των δεύτερου και έβδομου (και όχι έκτου, όπως εκ παραδρομής αναφέρεται στο αναιρετήριο) λόγων της αίτησης αναίρεσης, από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η αναιρεσείουσα μέμφεται το Εφετείο, διότι έλαβε υπόψη του ισχυρισμούς που δεν προβλήθηκαν από τους αναιρεσίβλητους και δη τους ισχυρισμούς περί έλλειψης ενημέρωσής τους περί των ομολόγων και περί ακυρότητας της σύμβασης ως προς την ανάληψη από τον επενδυτή των κινδύνων. Οι αιτιάσεις αυτές, είναι αβάσιμες και απορριπτέες, καθόσον από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής και κατ' εκτίμηση του συνόλου του περιεχομένου της, προκύπτει ότι με αυτήν οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι επικαλέσθηκαν την παράλειψη της αναιρεσείουσας να τους ενημερώσει για το είδος, τη φύση και τους κινδύνους των ομολόγων που τους έπεισε να αγοράσουν, στα πλαίσια της καταρτισθείσης μεταξύ των διαδίκων άτυπης σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών, η υποχρέωση δε αυτή της αναιρεσείουσας δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η εγγράφως καταρτισθείσα μεταξύ αυτής και των αναιρεσιβλήτων σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών περιέχει απαλλακτικές της ευθύνης τους ρήτρες, καθόσον, ανεξάρτητα από την εγκυρότητα ή μη των απαλλακτικών ρητρών, στην| προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα δεν περιορίστηκε στην εκτέλεση της εντολής για την αγορά των ένδικων ομολόγων, αλλά προηγουμένως, δια της άνω προστηθείσας της, υπέδειξε στους αναιρεσίβλητους, ως ασφαλή, επωφελή και μηδενικού ρίσκου, την εν λόγω επένδυση και τους έπεισε να την επιλέξουν. Τέλος, με το οικείο σκέλος του τρίτου πρόσθετου λόγου αναιρέσεως, από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η αναιρεσείουσα μέμφεται το Εφετείο, διότι έλαβε υπόψη του ισχυρισμό που δεν προβλήθηκε από τους αναιρεσίβλητους και δη της κατάρτισης μεταξύ των διαδίκων άτυπης σύμβασης επενδυτικών συμβουλών, ενώ στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής δεν διαλαμβάνεται ιστορικό σιωπηρώς συναφθείσας σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών. Η αιτίαση αυτή, είναι αβάσιμη και απορριπτέα, καθόσον από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής και κατ' εκτίμηση του συνόλου του περιεχομένου της, προκύπτει ότι με αυτήν οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι επικαλέσθηκαν και τη σύναψη σιωπηρός σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών πριν την αγορά των επίδικων ομολόγων. Σε κάθε περίπτωση, όπως συνάγεται, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111, 216 παρ. 1, 224, 335, 337, 338 και 559 αρ. 1 και 8 ΚΠολΔ, το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως το νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που επικαλούνται και αποδεικνύουν οι διάδικοι, τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος ή υποχρέωσης), στην προκειμένη δε περίπτωση, το Εφετείο ρητά δέχθηκε, στα πλαίσια της άνω δυνατότητάς του να προσδώσει τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό στα γεγονότα που επικαλούνται και αποδεικνύουν οι διάδικοι, ότι μεταξύ των διαδίκων καταρτίστηκε σιωπηρά (δηλαδή χωρίς την τήρηση έγγραφου τύπου), και σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών-συμβουλών, κρίνοντας εν τέλει ότι η σχέση που συνέδεε τα συμβαλλόμενα μέρη δεν ήταν αυτή της εκτέλεσης απλώς από την αναιρεσείουσα των εντολών των αναιρεσιβλήτων για την απόκτηση επενδυτικών προϊόντων και απορρίπτοντας τον σχετικό ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι η σχέση που την συνέδεε με τους αναιρεσίβλητους ήταν αυτή της απλής λήψης και διαβίβασης των εντολών του, χωρίς καμία συμβουλή και ανάμειξή της στη διαμόρφωση της συγκεκριμένης απόφασής τους.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ, όταν ο δανειστής συμφωνήσει με τον οφειλέτη την άφεση του χρέους ή με σύμβαση μαζί του αναγνωρίσει ότι δεν υπάρχει χρέος, επέρχεται απόσβεση της ενοχής. Εκ των ανωτέρω παρέπεται ότι η σύμβαση της άφεσης χρέους, που αφορά παραίτηση από ενοχικό και μόνο δικαίωμα, ήτοι από απαίτηση, προϋποθέτει υπάρξαν ή υπαρκτό, κατά τον χρόνο της σύναψής της, χρέος και όχι μελλοντικό, αόριστο ή εντελώς άγνωστο. Αν η σύμβαση αφορά χρέος που έχει αποσβεσθεί ή δεν έχει συσταθεί ποτέ, τότε πρόκειται για δικαιοπραξία βεβαιωτική της απ4σβεσης ή για αρνητική αναγνωριστική σύμβαση αντίστοιχα, ενώ αν αφορά απαίτηση υπό αίρεση ή ακόμη μη γεννηθείσα, αλλά μέλλουσα, τότε πρόκειται για συμφωνία εκ των προτέρων προσδιοριστική της έκτασης της ενοχής (Ολ.ΑΠ 6/2019, ΑΠ 1548/2023). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, εκτιμώντας τις αποδείξεις, δέχθηκε, πέραν των όσων προαναφέρθηκαν, και τα ακόλουθα σε σχέση με την προβληθείσα από την αναιρεσείουσα ένσταση αφέσεως χρέους εκ μέρους των αναιρεσιβλήτων, λόγω καταρτισθείσης μεταξύ τους αρνητικής αναννωριστικής σύμβασης περί μη ύπαρξης χρέους της: "Επίσης, η πρώτη εκκαλούσα προς απόκρουση της ευθύνης της επικαλείται τις προαναφερθείσες δηλώσεις των εναγόντων - εφεσιβλήτων στις διαδοχικά συναφθείσες συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ότι αναγνωρίζουν τις χρεωπιστώσεις και τις πράξεις επί του χαρτοφυλακίου τους, καθώς και τις συναλλαγές ως νόμιμες, παραιτούμενοι από κάθε δικαίωμα προβολής οιασδήποτε αντιρρήσεως με τις οποίες συνήφθη αρνητική αναγνωριστική σύμβαση περί μη ύπαρξης χρέους των εκκαλούντων και έτσι, επήλθε άφεση του χρέους της. Η ένσταση αυτή που παραδεκτά προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρ. 527 αρ. 6 ΚΠολΔ) είναι νόμιμη στηριζόμενη στην εκτεθείσα στη μείζονα σκέψη διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ, όμως είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Διότι οι ένδικες αξιώσεις κατά της πρώτης εναγομένης που στηρίζονται στις παραπάνω συρρέουσες νομικές βάσεις δεν ήταν υπαρκτές κατά το χρόνο σύναψης των παραπάνω συμβάσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών αλλά γεννήθηκαν μεταγενέστερα και συγκεκριμένα στις α) 17.12.2011, όταν ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της ΤΒΑΝΚ Α.Τ.Ε. (πρώην ... BANK) εγγυήτριας του ομολόγου ... BANK και β) το Μάρτιο του 2013, οπότε και τέθηκε σε εκκαθάριση η τράπεζα "... LTD" εκδότρια του έτερου ομολόγου ... BANK.". Με αυτά που δέχθηκε και έτσι όπως έκρινε το Εφετείο και απέρριψε ως ουσία αβάσιμο τον άνω ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί αφέσεως χρέους εκ μέρους των αναιρεσιβλήτων, δεν παραβίασε ευθέως τη διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ, αφού, με βάση τις άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης, οι ένδικες αξιώσεις των αναιρεσιβλήτων κατά της αναιρεσείουσας δεν ήταν υπαρκτές κατά το χρόνο σύναψης των παραπάνω συμβάσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, αλλά γεννήθηκαν μεταγενέστερα, με συνέπεια να μη συντρέχει περίπτωση αφέσεως χρέους. Επομένως, είναι αβάσιμος ο τέταρτος (και όχι τρίτος, όπως εκ παραδρομής αναφέρεται στο αναιρετήριο) λόγος αναίρεσης, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την ευθεία παραβίαση της διάταξης του άρθρου 454 ΑΚ.
Κατά το άρθρο 300 παρ. 1 εδ. α' ΑΚ, αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: α) η ύπαρξη υποχρέωσης προς αποζημίωση και β) ο ζημιωθείς να συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία του ή την έκτασή της, δηλαδή η συμπεριφορά του να συνδέεται αιτίωδώς με την επέλευση ή την έκταση της ζημίας του. Η έννοια της συνυπαιτιότητας είναι νομική και γι' αυτό η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ύπαρξη ή μη συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος για την επέλευση της ζημίας του ή την έκτασή της, δηλαδή ως προς το αν τα περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανέλεγκτα ως αποδειχθέντα συγκροτούν ή όχι την έννοια της συνυπαιτιότητας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά το άρθρο 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας (Ολ.ΑΠ 15/2006, ΑΠ 358/2022, ΑΠ 398/2020, ΑΠ 437/2019). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, εκτιμώντας τις αποδείξεις, δέχθηκε τα ακόλουθα σε σχέση με την προβληθείσα από την αναιρεσείουσα ένσταση συντρέχοντος πταίσματος των αναιρεσιβλήτων στην επέλευση της ζημίας τους, λόγω της επικαλούμενης μη έγκαιρης εκ μέρους τους ρευστοποίησης των ένδικων ομολόγων: "Επιπροσθέτως, η πρώτη εκκαλούσα με την έφεσή της ισχυρίζεται ότι οι ενάγοντες είναι αποκλειστικώς υπαίτιοι άλλως συνυπαίτιοι κατά ποσοστό 99% στην πρόκληση της ζημίας τους, διότι, ενώ έβλεπαν την φθίνουσα πορεία των ομολόγων τους, δεν έδωσαν εντολή προς πώλησή τους και συγκεκριμένα : Α) για το ομόλογο ... BANK, εάν έδιδαν εντολή ρευστοποίησης τον μήνα Ιούλιο του έτους 2008, όπως έπραξαν άλλοι επενδυτές, δηλαδή όταν η αξία του ομολόγου εμφάνισε πτώση -7,28%, η ζημία τους θα περιοριζόταν στο ελάχιστο ποσό των 21.869,87 ευρώ για καθένα των εναγόντων με βάση υπολογισμού την τρέχουσα αποτίμηση ύψους 1.375.797,6 ευρώ και β) για το ομόλογο ... PLC εάν έδιδαν εντολή ρευστοποίησης το μήνα Ιούλιο του έτους 2008, όπως έπραξαν άλλοι επενδυτές, δηλαδή όταν έληξε η πρώτη πτωτική περίοδος της αξίας του επίδικου ομολόγου, η ζημία τους θα περιοριζόταν στο ελάχιστο ποσό των 32.414,38 ευρώ για καθένα των εναγόντων αντιδίκων, αν ληφθούν υπόψη και οι τόκοι που αποκόμισαν έως εκείνη την περίοδο, συγκεκριμένα (υπολογισμός για καθένα των αντιδίκων) με βάση υπολογισμού την τρέχουσα απομίμηση 1.118.150 ευρώ. Ότι καθόλη την διάρκεια της συνεργασίας υπήρχε ενημέρωση των εναγόντων διά της αποστολής των μηνιαίων λογαριασμών στους οποίους αποτυπωνόταν η διάρθρωση και η αποτίμηση του χαρτοφυλακίου τους και η μεταβλητότητα αυτής. Ότι απέφυγαν να πωλήσουν τα άνω ομόλογα αναλαμβάνοντας τον εντεύθεν επενδυτικό κίνδυνο, προκειμένου να καρπωθούν τα αυξημένα τοκομερίδια, που μέχρι τότε εισέπρατταν, σε σύγκριση με τις προσφερόμενες από τα απλά καταθετικά προϊόντα αποδόσεις. Ο ισχυρισμός αυτός που θεμελιώνει νόμιμη ένσταση (ΑΚ 300) είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι οι ενάγοντες - εκκαλούντες δεν γνώριζαν, ούτε μπορούσαν να γνωρίζουν ότι ήταν πιθανή η απώλεια του κεφαλαίου τους, αφού κατά τα εκτεθέντα δεν είχαν ενημερωθεί για τους άνω κινδύνους που εγκυμονούσε η επένδυση στα άνω ομόλογα και το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από την αποστολή από την πρώτη εκκαλούσα προς τους ενάγοντες των μηνιαίων έγγραφων ενημερώσεων σχετικά με την αξία του χαρτοφυλακίου τους, διότι οι ενάγοντες εξακολουθούσαν να αγνοούν τους προαναφερθέντες κινδύνους των άνω επενδυτικών προϊόντων τα οποία θεωρούσαν ότι είναι ασφαλή.
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά κατ' αποτέλεσμα απέρριψε την παραπάνω ένσταση συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων και ως εκ τούτου, ο περί του αντιθέτου οικείος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος... ". Με αυτά που δέχθηκε και έτσι όπως έκρινε το Εφετείο και απέρριψε ως ουσία αβάσιμο τον άνω ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί συνυπαιτιότητας των αναιρεσιβλήτων στην επέλευση της ζημίας τους, δεν παραβίασε ευθέως τη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, αφού, με βάση τις άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης, σύμφωνα με τις οποίες οι αναιρεσίβλητοι δεν γνώριζαν, ούτε μπορούσαν να γνωρίζουν ότι ήταν πιθανή η απώλεια του κεφαλαίου τους, αφού δεν είχαν ενημερωθεί για τους κινδύνους που εγκυμονούσε η επένδυση στα άνω ομόλογα, εξακολουθούσαν δε και μετά την αποστολή των μηνιαίων έγγραφων ενημερώσεων σχετικά με την αξία του χαρτοφυλακίου τους να αγνοούν τους κινδύνους των άνω επενδυτικών προϊόντων, τα οποία θεωρούσαν ότι είναι ασφαλή, δεν ήταν εφαρμοστέα η εν λόγω διάταξη. Περαιτέρω, το Εφετείο ούτε και εκ πλαγίου παραβίασε την ως άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη, ούτε στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, καθόσον διέλαβε στην απόφασή του, αναφορικά με το άνω ζήτημα της συνυπαιτιότητας ή μη των αναιρεσιβλήτων στην πρόκληση της ζημίας τους, σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή του παραπάνω κανόνα ουσιαστικού δικαίου, με τις επιστηρίζουσες την κρίση αυτή παραπάνω παραδοχές, δεν ήταν δε αναγκαία, για την πληρότητα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (αναφορικά με το ως άνω ουσιώδες ζήτημα), η παράθεση και άλλων αιτιολογιών. Επομένως, ο πέμπτος (και όχι τέταρτος, όπως εκ παραδρομής αναφέρεται στο αναιρετήριο), λόγος αναίρεσης, με το πρώτο σκέλος του οποίου, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η αναιρεσείουσα προβάλλει την ευθεία παραβίαση της διάταξης του άρθρου 300 ΑΚ και παράλληλα των διδαγμάτων κοινής πείρας και με το δεύτερο σκέλος, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών, είναι αβάσιμος κατ' αμφότερα τα σκέλη του.
Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914, 930 παρ. 3 ΑΚ προκύπτει ότι η αποζημίωση, την οποία οφείλει ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν δε από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων (ΑΚ 298), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Σε περίπτωση, επομένως, ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται, (εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση), για τον προσδιορισμό της ζημίας, ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στον ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (ΑΠ 354/2022, ΑΠ 14C6/2021, ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα προέβαλε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο νομότυπα με τις έγγραφες προτάσεις της την ένσταση περί συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων, ισχυριζόμενη ότι από την τυχόν επιδικασθείσα στους αναιρεσίβλητους θετική ζημία πρέπει να αφαιρεθεί η ωφέλεια που αποκόμισαν αυτοί από τα τοκομερίδια που εισέπραξαν για το χρονικό διάστημα που κατείχαν τα επίδικα ομόλογα, συνολικού ποσού 833.647,85 ευρώ, καθόσον η ωφέλεια αυτή συνδέεται αιτιωδώς με την αποδιδόμενη στην ίδια ζημιογόνο δράση, αφού χωρίς αυτήν οι αναιρεσίβλητοι δεν θα παραχωρούσαν το κεφάλαιο τους προς χρήση στις εκδότριες των ομολόγων και άρα δεν θα ελάμβαναν τοκομερίδια. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε με την υπ' αριθ. 3086/2019 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ως μη νόμιμος. Με τον όγδοο λόγο της έφεσής της κατά της πρωτόδικης απόφασης η εναγομένη επανέφερε τον άνω ισχυρισμό της περί συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας, επικαλούμενη ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε αυτός ως μη νόμιμος. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπησή της, απέρριψε τον λόγο αυτό της έφεσης της εναγομένης ως ουσία αβάσιμο, κρίνοντας ότι η άνω προβληθείσα από αυτήν ένσταση είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη με την εξής αιτιολογία: "Ακόμη η πρώτη εναγομένη επαναφέρει τον πρωτοδίκως επικουρικά προβληθέντα ισχυρισμό της περί συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας και ειδικότερα ότι σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αγωγή από το ποσό που τυχόν επιδικαστεί στους ενάγοντες ως αποζημίωση πρέπει να αφαιρεθούν τα ποσά που εισέπραξαν ως τοκομερίδια ανά τρίμηνο από τα ομόλογα συνολικού ύψους 833.647,85 ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός, όπως ορθά αποφάνθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, καθόσον το κέρδος αυτό δεν προέρχεται από το ζημιογόνο γεγονός της απώλειας του κεφαλαίου τους λόγω της άδικης πράξης της πρώτης και της τρίτης των εναγομένων, αλλά συνιστά καρπό των επίδικων επενδύσεων από την παραχώρηση του κεφαλαίου και κατά συνέπεια, δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στη ζημία των τελευταίων... Έτσι, πρέπει ο άνω επικουρικά προταθείς όγδοος λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. ...". Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, το οποίο απέρριψε την ανωτέρω ένσταση, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914, 930 παρ. 3 ΑΚ, τις οποίες και παραβίασε ευθέως, καθόσον, με βάση τα επικαλούμενα από την εναγομένη ως άνω περιστατικά, η προβληθείσα από αυτήν ένσταση περί συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας των εναγόντων ήταν νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερθείσες διατάξεις του ΑΚ και, άρα, έπρεπε να ερευνηθεί η ουσιαστική βασιμότητά της. Και τούτο διότι, αυτή καθ' εαυτή η απώλεια του κεφαλαίου των αναιρεσιβλήτων δεν συνιστά, στην προκείμενη περίπτωση, το ζημιογόνο γεγονός, δηλαδή αυτό από το προήλθε η ζημία τους, αλλά αποτελεί το επιζήμιο αποτέλεσμα του ζημιογόνου γεγονότος, συνισταμένου στην αδικοπρακτική συμπεριφορά της αναιρεσείουσας, που προκάλεσε σ' αυτούς την αγορά των ομολόγων και την τοποθέτηση των χρηματικών ποσών στην επίμαχη επένδυση, αφού, όπως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, η αγορά των ένδικων ομολόγων αποφασίσθηκε ως αποτέλεσμα της παράβασης της υποχρέωσης πληροφόρησης, που έλαβε χώρα κατά το στάδιο πριν την αγορά τους, ως συνέπεια της παραπλάνησης αυτών και της πλημμελούς πληροφόρησης εκ μέρους της αναιρεσείουσας, η οποία αθέτησε, στο πλαίσιο της καταρτισθείσας με τους αναιρεσίβλητους σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών, την υποχρέωση για ακριβή, πλήρη και κατάλληλη καθοδήγηση, διαφώτιση και ενημέρωσή τους σχετικά με την φύση, τα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους των άνω επενδυτικών προϊόντων, και έτσι, εξ αιτίας της αγοράς των ομολόγων επήλθε αφενός μεν η ζημία των αναιρεσιβλήτων, συνδεόμενη αιτιωδώς με τις παράνομες πράξεις της προστηθείσας από την αναιρεσείουσα υπαλλήλου της (ζημιογόνο γεγονός), και ταυτοποιούμενη στο ύψος των χρηματικών ποσών που οι αναιρεσίβλητοι τοποθέτησαν στη συγκεκριμένη επένδυση (θετική ζημία) (ΑΠ 2061/2022. ΑΠ 1083/2022, ΑΠ 354/2022), αφετέρου δε υπό τα εκτιθέμενα προς θεμελίωση της ένστασης πραγματικά περιστατικά η ωφέλεια των αναιρεσιβλήτων συνισταμένη στα ποσά που εισέπραξαν ως τοκομερίδια ανά τρίμηνο από τα ομόλογα συνολικού ύψους 833.647,85 ευρώ, ήτοι το επιζήμιο αποτέλεσμα (απώλεια κεφαλαίου) και η ωφέλεια (το προαναφερόμενο κέρδος) των αναιρεσιβλήτων προκλήθηκε από το συγκεκριμένο επιζήμιο γεγονός συνιστάμενο, όπως εκτέθηκε, στην παράνομη και υπαίτια (αμελή) συμπεριφορά της προστηθείσας από την αναιρεσείουσα υπαλλήλου. Επομένως, ο όγδοος (και όχι έβδομος, όπως εκ παραδρομής αναφέρεται στο αναιρετήριο) λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η ως άνω πλημμέλεια, είναι βάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού γίνεται δεκτός ο άνω όγδοος λόγος αναιρέσεως, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το κεφάλαιο της προσβληθείσας από την αναιρεσείουσα ένστασης συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας των αναιρεσιβλήτων και μόνον. Στη συνέχεια, πρέπει, κατά την παρ. 3 του άρθρ. 580 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρ. 65 του ν. 4139/2013, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από δικαστές διαφορετικούς από αυτούς που εξέδωσαν την απόφαση αυτή, ενώ οι αναιρεσίβλητοι που νικήθηκαν εν μέρει πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, κατά το σχετικό νόμιμο αίτημα της τελευταίας, ανάλογα όμως με την έκταση της ήττας τους (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί κατά την παρ. 4 του άρθρ. 495 ΚΠολΔ η απόδοση στην ανα|ρεσείουσα του παραβόλου που καταβλήθηκε από αυτήν.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 6003/2020 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά το κεφάλαιο που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί όμως από δικαστές άλλους από αυτούς που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Διατάσσει την απόδοση στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που καταβλήθηκε από αυτήν.
Κατανέμει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων και επιβάλλει σε βάρος των αναιρεσιβλήτων ένα μέρος από τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε χίλια διακόσια (1.200,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Ιουνίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και τούτου καθώς και του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη αποχωρησάντων ο αμέσως αρχαιότερος της σύνθεσης Αρεοπαγίτης
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Σεπτεμβρίου 2024.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ