ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 1260/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 1260/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 1260/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1260 / 2024    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 1260/2024

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Κλεόβουλο - Δημήτριο Κοκκορό-Εισηγητή και Παναγιώτα Γκουδή - Νινέ, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Ιανουαρίου 2024, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Β. Μ. του Χ. Παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Επαμεινώνδα Ρέκκα.

Της αναιρεσιβλήτου: Α. Α. του Γ., κατοίκου ... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Γκούβα, ο οποίος ανακάλεσε την από 7-1-2024 δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-4-2021 ανακοπή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 422/2021 του ίδιου Δικαστηρίου και 4713/2022 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 15-12-2022 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ' αριθ. 4713/2022 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της υπ' αριθ. 422/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε απορρίψει την ανακοπή της, με την οποία ζητούσε να ακυρωθεί η ... έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. Λ. και η ... περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης της ίδιας συμβολαιογράφου. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα [άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ]. Επομένως, είναι παραδεκτή [άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ] και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω για το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της [άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ].
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΔ, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η μέσω της αναγκαστικής εκτέλεσης πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, μπορεί να αποτελέσει και η πρόδηλη αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στο όρια του άρθρου 281 ΑΚ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτέλεσης [ολΑΠ 9/2009, ΑΠ 69/2021, ΑΠ 311/2020, ΑΠ 939/2019]. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για α χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υποχρέου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται, ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ' αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι αυτό δεν πρόκειται να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αφού αρκεί και η επέλευση δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του για την παραγραφή του δικαιώματος, που προβλέπεται από το νόμο, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του [ολΑΠ 7/2002, ΑΠ 69/2021, ΑΠ 311/2020]. Μόνο δε το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, κατ' άρθρο 281 ΑΚ, παρά μόνο αν το γεγονός αυτό μπορεί να συνδυαστεί και με άλλες περιστάσεις, ως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, ο οποίος έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού ή κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος [ΑΠ 69/2021, ΑΠ311/2020, ΑΠ 333/2019]. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού [ολΑΠ 1/2016, ολΑΠ 2/2013]. Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχτρι9σμών [ενστάσεων] των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν [ΑΠ 1650/2022]. Ακόμη, κατά το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ, αναίρεση χωρεί αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ανεπάρκεια αιτιολογιών, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν δεν προκύπτουν από την απόφαση σαφώς και επαρκώς τα περιστατικά που είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή όταν η απόφαση έχει ελλείψεις, όσον αφορά το νομικό χαρακτηρισμό των κρίσιμων περιστατικών που έγιναν δεκτά. Αντιφατικότητα δε αιτιολογιών υπάρχει όταν εξαιτίας της δεν προκύπτει ποια πραγματικά περιστατικά δέχθηκε το δικαστήριο για να στηρίξει το διατακτικό, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί αν σωστά εφάρμοσε το νόμο. Η αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια πρέπει να έχει σχέση με ουσιώδεις ισχυρισμούς και κεφάλαια παροχής εννόμου προστασίας και επιθετικά ή αμυντικά μέσα και όχι με την επιχειρηματολογία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ούτε την εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή διατυπώνεται σαφώς [ολΑΠ 9/2016, ολΑΠ 9/2013, ΑΠ 651/2020]. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει της 1594/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η εκκαλούσα (αναιρεσείουσα) υποχρεώθηκε να καταβάλει στην εφεσίβλητη (αναιρεσίβλητη) α) υπό την ιδιότητα αυτής, ως διαχειρίστριας, το ποσό των 1138,80 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και β) το ποσό των 1080 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ενώ η απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 1138,80 ευρώ. Ακριβές αντίγραφο από το πρώτο (Α') εκτελεστό απόγραφο της παραπάνω απόφασης κοινοποίησε η εφεσίβλητη στην εκκαλούσα, στις 17.11.2015, με την κάτωθι αυτού από 10.11.2015 επιταγή προς πληρωμή των ποσών: α) 1138,80 ευρώ για επιδικασθέν προσωρινώς εκτελεστό κεφάλαιο, β) 42 ευρώ για τέλη απογράφου, γ) 20 ευρώ για λήψη απογράφου και σήμανση αντιγράφου, δ) 100 ευρώ για επιδόσεις της επιταγής, ε) 200 ευρώ για αμοιβή του συντάξαντος την επιταγή δικηγόρου και συνολικά το ποσό των 1500 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της από 10.11.2015 επιταγής και μέχρις εξόφλησης. Στη συνέχεια, με την 61/8.12.2015 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου, της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Π. Γ., επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση επί του ακινήτου κυριότητας της εκκαλούσας και ειδικότερα επί του υπό στοιχεία I-2 διαμερίσματος του ισογείου, επιφανείας 70 τ.μ., που βρίσκεται στο δήμο ..., και της οδού ... και ορίσθηκε ημερομηνία πλειστηριασμού στις 20.1.2016. Σύμφωνα με τον από 31.12.2015 πίνακα εξόδων και την 54/31.12.2015 απόδειξη παροχής υπηρεσιών, της παραπάνω δικαστικής επιμελήτριας, για την επιβληθείσα κατάσχεση με την παραπάνω έκθεση και της 71/2015 περίληψης για τη διενέργεια του πλειστηριασμού, η δαπάνη που βάρυνε την εκκαλούσα ανήλθε στο συνολικό ποσό των 1040,87 ευρώ. Η εκκαλούσα άσκησε την από 15.12.2015 αίτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και με την 16/2016 απόφαση ο πλειστηριασμός ανεστάλη μέχρι την 20.7.2016, υπό τον όρο ότι η αιτούσα θα κατέβαλε στην καθ' ης μέχρι την προηγούμενη της ορισθείσας ημερομηνίας του αναγκαστικού πλειστηριασμού, δηλαδή στις 20.7.2016, το ποσό των 465,29 ευρώ για έξοδα επίσπευσης του πλειστηριασμού και το ποσό των 285 ευρώ, ενώ επιβλήθηκαν σε βάρος της αιτούσας τα δικαστικά έξοδα της καθ' της ύψους 150 ευρώ. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της από 18.1.2016 χειρόγραφης απόδειξης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης έλαβε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εκκαλούσας το ποσό των 900 ευρώ, σε εκτέλεση της 16/2016 απόφασης. Επίσης, την 1.8.2016, καταβλήθηκε από την εκκαλούσα το ποσό των 853 ευρώ και στις 7.9.2016 το ποσό των 360 ευρώ, σύμφωνα με τις σχετικές αποδείξεις. Η εκκαλούσα, άσκησε την από 5.10.2015 με αριθμό κατάθεσης 5735/2015 έφεση, κατά της 1594/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε 1508/2018 απόφαση του Εφετείου Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε η έφεση, μετά την παραίτησή της από το δικόγραφο αυτής, ενώ επιβλήθηκαν σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης ύψους 320 ευρώ. Ακολούθησε η κοινοποίηση, στις 23.4.2018, στην εκκαλούσα αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου (Α') εκτελεστού της 1508/2018 απόφασης, με την από 20.4.2018 επιταγή προς πληρωμή των ποσών: 1) 320 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη πλέον ΦΠΑ 24% και συνολικά 396,80 ευρώ, 2) 100 ευρώ για επίδοση της επιταγής, 3) 320 ευρώ για σύνταξη της επιταγής πλέον ΦΠΑ 24% και συνολικά 893,60 ευρώ. Σύμφωνα με την από 5.6.2018 απόδειξη η εκκαλούσα κατέβαλε έναντι της κοινοποιηθείσας παρά πόδας της 1508/2019 επιταγής το ποσό των 400 ευρώ. Επίσης, κατά της ίδιας πιο πάνω 1594/2018 απόφασης άσκησε και την από 1.12.2015 με αριθμό κατάθεσης 7293/2.12.2015 έφεση επί της οποίας εκδόθηκε η 2329/2018 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση και επιβλήθηκε σε βάρος της εκκαλούσας η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης ύψους 320 ευρώ. Στις 19.6.2018 η τελευταία κοινοποίησε στην εκκαλούσα ακριβές αντίγραφο εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της 2329/2018 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, με την από 18.6.2018 επιταγή προς πληρωμή των κάτωθι ποσών: 1) 50 ευρώ για λήψη του απογράφου, 2) 50 ευρώ για την κοινοποίησή του, 3) 320 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, 4) 320 ευρώ για εντολή προς συμμόρφωση, δηλαδή συνολικό ποσό 740 ευρώ πλέον ΦΠΑ 24% και σύνολο για τις παραπάνω αιτίες 917 ευρώ, όλα νομιμότοκα από την επίδοση μέχρι την ολική εξόφληση. Στις 6.7.2018 η εφεσίβλητη κοινοποίησε στην εκκαλούσα ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο εξ απογράφου πρώτου (Α') εκτελεστού της 1594/2015 απόφασης με την από 2.7.2018 επιταγή προς πληρωμή των κάτωθι ποσών: α) 1700 ευρώ, που είχε επιταχθεί να καταβάλει με την από 10.11.2015 επιταγή προς συμμόρφωση, 2) 1138,80 ευρώ για επιδικασθέν ποσό, μετά την τελεσιδικία της απόφασης. 3) 545 ευρώ για τόκους υπερημερίας του επιδικασθέντος συνολικού κεφαλαίου των 2219 ευρώ από της επιδόσεως (13.2.2015) έως την επίδοση της επιταγής, 4) 225 ευρώ για τόκους επιδικίας του κεφαλαίου, 5) ποσό 200 ευρώ για τη δικαστική δαπάνη της απόφασης, πλέον ΦΠΑ 24% και συνολικά 248 ευρώ, 6) 200 ευρώ για την αμοιβή της επιταγής προς συμμόρφωση πλέον ΦΠΑ 24% και συνολικά 248 ευρώ, 7) 60 ευρώ για τέλη απογράφου και λήψη αντιγράφου, 8) 100 ευρώ για την επίδοση της επιταγής και συνολικά 4.264 ευρώ και το ποσό αυτό, πλην του ποσού των τόκων, νομιμοτόκως από την επίδοση της επιταγής. Σύμφωνα με την ... δήλωση συναίνεσης για άρση κατάσχεσης, στις 14.9.2018, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Δ. Σ. παρουσιάσθηκε η εφεσίβλητη, η οποία δήλωσε ότι ενεργεί τόσο ατομικά, αλλά και ως διαχειρίστρια της επί της οδού ... πολυκατοικίας και ότι παραιτείται από την αναγκαστική κατάσχεση ακινήτου κατά της εκκαλούσας, δυνάμει της 61/2015 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης σε εκτέλεση του πρώτου απογράφου εκτελεστού της 1594/2015 προαναφερόμενης απόφασης για το ποσό των 1500 ευρώ. Επίσης, συναίνεσε όπως διαγραφεί και εξαλειφθεί η κατάσχεση από τα οικεία βιβλία κατασχέσεων, μετά τις καταβολές που έλαβαν χώρα προς εξόφληση της απαίτησης για την οποία επιβλήθηκε η κατάσχεση αυτή. Με την 125/2018 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Η. Γ. και αφού λήφθηκαν υπόψη το 438/2018 δεύτερο (Β') εκτελεστό απόγραφο της 1594/2105 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το 233/2018 πρώτο (Α') εκτελεστό απόγραφο της 1508/2018 απόφασης του Εφετείου Αθηνών και το 336/2018 πρώτο (1) εκτελεστό απόγραφο της 2329/2018 απόφασης του Εφετείου Αθηνών και οι κοινοποιήσεις των προαναφερόμενων επιταγών προς πληρωμή συνολικού ποσού 6075,20 ευρώ επιβλήθηκε εκ νέου κατάσχεση στο ακίνητο της εκκαλούσας, προς ικανοποίηση της υφιστάμενης απαίτησης της εφεσίβλητης και ορίσθηκε ημερομηνία πλειστηριασμού η 15.5.2019. Τα έξοδα για την προαναφερόμενη έκθεση κατάσχεσης και το 127/2018 απόσπασμα αυτής, σύμφωνα με τον από 25.10.2018 πίνακα εξόδων και την από 7.11.2018 απόδειξη παροχής υπηρεσιών, του δικαστικού επιμελητή Η. Γ., ανήλθαν στο συνολικό ποσό των 1915,80 ευρώ. Η εκκαλούσα, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 19.4.2019 με αριθμό κατάθεσης 37436/4679/19.4.2019 αίτηση με την οποία ζήτησε την αναστολή του πιο πάνω πλειστηριασμού για χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών και με την 2653/2019 απόφαση απορρίφθηκε η αίτηση και επιβλήθηκαν σε βάρος της αιτούσας τα δικαστικά έξοδα της καθ' ης ύψους 300 ευρώ. Ο πιο πάνω πλειστηριασμός ματαιώθηκε ελλείψει πλειοδοτών και, με την ...2019 δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. Λ., ορίσθηκε νέα ημερομηνία πλειστηριασμού, στις 3.7.2019, ο οποίος ματαιώθηκε λόγω διενέργειας βουλευτικών εκλογών και με την 3786 4.7.2019 δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού της ίδιας συμβολαιογράφου ορίσθηκε νέα ημερομηνία, στις 9.10.2019. Σύμφωνα με την από 27.5.2019 απόδειξη παροχής υπηρεσιών, του δικαστικού επιμελητή Η. Γ., τα έξοδα για τις επιδόσεις της 3613/2019 δήλωσης συνέχισης ανήλθαν στο ποσό των 260,40 ευρώ. Η εκκαλούσα άσκησε την από 12.9.2019 με ΓΑΚ 78096/2019 και ΕΑΚ 9897/2019 αίτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και ζήτησε να διορθωθεί η έκθεση κατάσχεσης, ως προς την εκτίμηση και τιμή πρώτης προσφοράς του προς πλειστηριασμό ακινήτου, άλλως να ανασταλεί ο πλειστηριασμός για έξι (6) μήνες. Με την 4928/2019 απόφαση έγινε δεκτή η αίτηση ως προς την επικουρική αυτής βάση και ανεστάλη ο πλειστηριασμός μέχρι την 15.11.2019 υπό τον όρο καταβολής από την αιτούσα ποσού 720 ευρώ για έξοδα επίσπευσης και 1518,80 ευρώ για το 1/4 του οφειλόμενου στην επισπεύδουσα κεφαλαίου και επιβλήθηκε σε βάρος της ανακόπτουσας η δικαστική δαπάνη ύψους 260 ευρώ. Στις 8.10.2019 η εκκαλούσα, σύμφωνα με την παραπάνω απόφαση, κατέβαλε στην εφεσίβλητη το συνολικό ποσό των 2.238,80 ευρώ. Με την 4415/20.11.2019 δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού, της ίδιας συμβολαιογράφου, ορίσθηκε νέα ημερομηνία πλειστηριασμού, στις 15.1.2020, κατά της παραπάνω δε δηλώσεως η εκκαλούσα άσκησε την από 18.12.2019 με αριθμό κατάθεσης 112511/14228/2019 ανακοπή και ζήτησε την ακύρωσή της και με την 26/2020 απόφαση απορρίφθηκε η ανακοπή και επιβλήθηκε η δικαστική δαπάνη, ύψους 300 ευρώ, σε βάρος της ανακόπτουσας. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με την από 28.11.2019 αναγγελία, που κοινοποιήθηκε στην εκκαλούσα, στις 29.11.2019, η εφεσίβλητη αναγγέλθηκε στο πλειστηριασμό που ορίσθηκε να διενεργηθεί στις 15.1.2020, για το συνολικό ποσό των 13.803,43 ευρώ, πλέον εξόδων αναγγελίας ύψους 722 ευρώ. Ειδικότερα αναγγέλθηκε για την 1594/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για το συνολικό ποσό των 5012 ευρώ, για την 1508/2018 απόφαση του Εφετείου Αθηνών για το συνολικό ποσό των 1394 ευρώ, για την 2329/2018 απόφαση του Εφετείου Αθηνών για το συνολικό ποσό των 1409 ευρώ, για έξοδα της 125/2018 έκθεσης κατάσχεσης για το συνολικό ποσό των 2551,89 ευρώ, για αμοιβή της συμβολαιογράφου Ε. Λ. για το ποσό των 1261 ευρώ, για την 9537/2019 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών για το ποσό των 4421 ευρώ, για την 4928/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για το ποσό των 1017,50 ευρώ, για την 2653/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για το ποσό των 1166 ευρώ και για αμοιβές του πληρεξουσίου δικηγόρου της για το ποσό των 642 ευρώ. Με την 4741/29.1.2020 δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού της ίδιας συμβολαιογράφου ορίσθηκε νέα ημερομηνία πλειστηριασμού, την 1.4.2020, διότι ο πλειστηριασμός της 15.1.2020 ανεστάλη λόγω της αποχής των συμβολαιογράφων. Σύμφωνα με την από 5.3.2020 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του δικαστικού επιμελητή Η. Γ. τα έξοδα για τις επιδόσεις της 4741/2020 δήλωσης συνέχισης ανήλθαν στο ποσό των 260,40 ευρώ. Η εκκαλούσα, άσκησε την με αριθμό κατάθεσης 20021/2094/2020 ανακοπή, με την οποία ζήτησε να ακυρωθεί η από 29.1.2020 δήλωση συνέχισης του πλειστηριασμού και με την 1950/2020 απόφαση απορρίφθηκε η ανακοπή και επιβλήθηκε σε βάρος της ανακόπτουσας η δικαστική δαπάνη ύψους 250 ευρώ. Με την 5025/3.6.2020 δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού της ίδιας συμβολαιογράφου ορίσθηκε νέα ημερομηνία πλειστηριασμού, την 9.9.2020, διότι ο πλειστηριασμός της 1.4.2020 ανεστάλη, λόγω της αναστολής λειτουργίας όλων των δικαστηρίων στο σύνολο της επικράτειας, εξαιτίας της πανδημίας Covid 19. Σύμφωνα με τις από 5.3.2020 και 13.9.2020 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών του δικαστικού επιμελητή Η. Γ. τα έξοδα για των επιδόσεων των 4741/2020 και 5025/2020 δηλώσεων συνέχισης ανήλθαν στο συνολικό ποσό των 520,80 ευρώ. Η εκκαλούσα με την από 3.3.2020 με ΓΑΚ 17296/2020 και ΕΑΚ 279/2020 αίτηση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών ζήτησε την ανατροπή της κατάσχεσης που επιβλήθηκε με την 125/2018 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Η. Γ. και με την 514/2020 απόφαση απορρίφθηκε η αίτηση. Σύμφωνα με την 5323/0.9.2020 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού και την 5413/25.9.2020 έκθεση κατακύρωσης της συμβολαιογράφου Ε. Λ., στις 9.9.2020, διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός του ακινήτου της εκκαλούσας και κατακυρώθηκε στην εφεσίβλητη αντί του ποσού της τιμής πρώτης προσφοράς ύψους 57.000 ευρώ. Από όσα έχουν αναλυτικά αναφερθεί αποδείχθηκε ότι ο ένδικος πλειστηριασμός του ακίνητου της εκκαλούσας αποτελούσε το μοναδικό νόμιμο τρόπο για την ικανοποίηση της απαίτησης της εφεσίβλητης και δεδομένου ότι η εκκαλούσα δεν εξοφλούσε την οφειλή της, προέβη δε σε καταβολές, προς ικανοποίησης της ένδικης απαίτησης, μόνο κατά την έναρξη της εκτέλεσης και δύο φορές με σκοπό την επίτευξη της εξάμηνης αναστολής του πλειστηριασμού. Σημειώνεται ότι, η εκκαλούσα δεν διέθετε άλλη περιουσία, οι τραπεζικές αυτής καταθέσεις ανέρχονταν στο ποσό των 500 ευρώ, όπως βεβαίωσε η μάρτυρας Ε. Μ. και επομένως, δεν υπήρχε δυνατότητα να ικανοποιηθεί η ένδικη απαίτηση με άλλο τρόπο. Το πραγματικό γεγονός της αύξησης των εξόδων εκτέλεσης, λόγω των ματαιώσεων του πλειστηριασμού για λόγους τους οποίους δεν μπορούσε να ελέγξει ή να προβλέψει η εφεσίβλητη, αλλά και λόγω αναστολών αυτού, με ενέργειες της εκκαλούσας, δεν καθιστά καταχρηστική την εκτέλεση. Ειδικότερα, με την επίσπευση του πλειστηριασμού και τις δηλώσεις επανάληψης του, η εφεσίβλητη ασκούσε το νόμιμο αυτής δικαίωμα να επιδιώξει την ικανοποίηση της απαίτησής της, ενώ, στην αύξηση των δικαστικών εξόδων συνέβαλε σημαντικά και η εκκαλούσα, με την άσκηση τόσο των προαναφερόμενων ανακοπών και αιτήσεων, αλλά και δύο εφέσεων κατά της κατά της 1594/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Εξάλλου, η τελευταία είχε κάθε δικαίωμα να προβεί στην προσβολή των εξόδων της εκτέλεσης που πραγματοποιήθηκαν από την επισπεύδουσα την εκτέλεση εφεσίβλητη, εάν είχε την πεποίθηση ότι προκλήθηκαν από υπαιτιότητα της τελευταίας και εσφαλμένα επιβλήθηκαν σε βάρος της. Τέλος, ουδόλως αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι η εφεσίβλητη της πρότεινε συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, την οποία αποδέχθηκε η ίδια, με αποτέλεσμα τη δημιουργία εύλογης πεποίθησης ότι δεν θα προχωρήσει, μέσω της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, στην είσπραξη της απαίτησής της. Ειδικότερα, τόσο η μάρτυρας της εκκαλούσας, Ε. Μ., αλλά και η μάρτυρας της εφεσίβλητης, Κ. Μ., κατέθεσαν ότι η εκκαλούσα επιθυμούσε να συμβιβασθεί, αμφότερες όμως οι παραπάνω μάρτυρας ουδόλως βεβαίωσαν ότι υπήρξε συμβιβασμός μεταξύ των διαδίκων, ενώ η μάρτυρας Β. Γ., διευκρίνισε ότι η εκκαλούσα ζήτησε να συμβιβαστεί, ζητώντας την μείωση της οφειλής και την καταβολή της με δόσεις, την πρόταση δε αυτή αρνήθηκε η εφεσίβλητη, καθόσον επιθυμούσε την εφάπαξ εξόφληση του συνόλου της οφειλής. Επομένως, αποδεικνύονται ουσιαστικά αβάσιμοι οι διαλαμβανόμενοι στο δικόγραφο της ένδικης ανακοπής ισχυρισμοί της εκκαλούσας ότι η διενέργεια του ένδικου πλειστηριασμού είναι άκυρη ως καταχρηστική. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο κατέληξε στην ίδια κρίση, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της υπ' αριθ. 422/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κρίνοντας ομοίως είχε απορρίψει την ανακοπή της, με την οποία ζητούσε να ακυρωθεί η υπ' αριθ. ... έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. Λ. και η υπ' αριθ. ... περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης της ίδιας συμβολαιογράφου.
Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, την οποία ορθά δεν εφάρμοσε, αφού δεν συνέτρεχαν οι όροι και οι προϋποθέσεις για την εφαρμογής της, καθόσον, κατά τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, α] η αναιρεσίβλητη άσκησε το δικαίωμά της για την είσπραξη της απαίτησής της από την αναιρεσίβλητη με τον ένδικο πλειστηριασμό που αποτελούσε τον μοναδικό νόμιμο τρόπο για την ικανοποίηση της απαίτησής της αυτής, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα δεν εξοφλούσε την οφειλή της, προέβη δε αυτή σε καταβολές προς ικανοποίηση της ένδικης απαίτησης, μόνο κατά την έναρξη της εκτέλεσης και δύο φορές με σκοπό την επίτευξη της εξάμηνης αναστολής του πλειστηριασμού, β] η αναιρεσείουσα δεν διέθετε άλλη περιουσία και ως εκ τούτου δεν υπήρχε δυνατότητα να ικανοποιηθεί η απαίτηση με άλλο τρόπο, γ] η αύξηση των εξόδων εκτέλεσης επήλθε εξ αιτίας των ματαιώσεων του πλειστηριασμού, δηλαδή για λόγους τους οποίους δεν μπορούσε να ελέγξει ή να προβλέψει η εφεσίβλητη, αλλά και λόγω αναστολών αυτού με ενέργειες της αναιρεσείουσας, δ] στην αύξηση των εξόδων συνέβαλε σημαντικά και η αναιρεσείουσα, με την άσκηση των προαναφερόμενων ανακοπών και αιτήσεων, αλλά και δύο εφέσεων κατά της υπ' αριθ. 1594/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ε] η αναιρεσείουσα είχε τη δυνατότητα να προβεί στην προσβολή των εξόδων της εκτέλεσης που πραγματοποιήθηκαν από την επισπεύδουσα την εκτέλεση αναιρεσίβλητη, εάν είχε την πεποίθηση ότι προκλήθηκαν από υπαιτιότητα της τελευταίας και εσφαλμένα επιβλήθηκαν σε βάρος της, στ] η αναιρεσίβλητη δεν πρότεινε συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, την οποία αποδέχθηκε η αναιρεσείουσα, ώστε να δημιουργηθεί στην τελευταία η εύλογη πεποίθηση, ότι η αναιρεσίβλητη δεν θα προχωρήσει μέσω της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στην είσπραξη της απαίτησης, με συνέπεια, με βάση τις ανωτέρω ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, να μην πληρούται το πραγματικό της νομικής έννοιας της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και να δικαιολογείται έτσι η απόρριψη της ανακοπής της αναιρεσείουσας. Επομένως, οι πρώτος, τρίτος και τέταρτος [κατά το οικείο μέρος του] λόγοι αναίρεσης από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι.
Κατά το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης. Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν, εκτός των άλλων, το δικαστήριο έλαβε υπόψη του ισχυρισμό και τον απέρριψε, έστω και εσφαλμένα, για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό [ΑΠ 1268/2022, ΑΠ 989/2019], ακόμη και αν η απόρριψη έγινε σιωπηρά, με την παραδοχή των αντιθέτων [ολΑΠ 11/1996, ΑΠ 1268/2022, ΑΠ 387/2020, ΑΠ368/2019]. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό της περί καταχρηστικής άσκησης του ένδικου δικαιώματος της αναιρεσίβλητης. Όμως, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο έλαβε υπόψη του τον παραπάνω ισχυρισμό της αναιρεσείουσας και τον απέρριψε ως αβάσιμο, όπως αναφέρεται και στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. α' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει, Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 400 ΚΠολΔ δεν εξετάζονται όταν κληθούν ως μάρτυρες: 1]... οι δικηγόροι για τα πραγματικά περιστατικά που τους εμπιστεύθηκαν ή που διαπίστωσαν κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους για τα οποία έχουν καθήκον εχεμύθειας, εκτός αν το επιτρέψει εκείνος που τους τα εμπιστεύθηκε και εκείνος τον οποίο αφορά το απόρρητο. Ακόμη κατά το άρθρο 38 του Ν. 4194/2013 "Ο δικηγόρος οφείλει να τηρεί αυστηρά την εχεμύθεια για όσα του εμπιστεύεται ο εντολέας του κατά την ανάθεση και εκτέλεση της εντολής ή πληροφορείται κατά τη διάρκεια του χειρισμού της". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η ένσταση εξαίρεσης ως μάρτυρα του πληρεξουσίου δικηγόρου διαδίκου για τα πιο πάνω περιστατικά, μπορεί να προβληθεί από το διάδικο πελάτη εντολέα του και όχι από τον αντίδικό του, γιατί το επαγγελματικό απόρρητο του δικηγόρου έχει ταχθεί προς το συμφέρον του πελάτη που αφορά το απόρρητο και όχι του αντιδίκου του [ΑΠ 1564/2023]. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αίτησης αναίρεσης [κατά το οικείο μέρος του] η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 11α του άρθρου 559 ΚΠολΔ [κατ' εκτίμηση], με την αιτίαση ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του την ένορκη βεβαίωση - κατάθεση της δικηγόρου Βασιλικής Γκούβα [η οποία δεν προσκομίζεται], κατά παράβαση του άρθρου 400 ΚΠολΔ και του Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγόρων, καθόσον δεν επιτρέπεται οι δικηγόροι να εξετάζονται ως μάρτυρες για γεγονότα που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους και στην συγκεκριμένη περίπτωση η ως άνω δικηγόρος κατέθεσε για τέτοια γεγονότα που περιήλθαν σε γνώση της λόγω της ιδιότητάς της ως δικηγόρου συνεργάτη του δικηγόρου της αναιρεσίβλητης και ως δικηγόρου της αναιρεσίβλητης κατά της έκδοση της υπ' αριθ. 9537/2019 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών σε βάρος της αναιρεσείουσας. Ο λόγος αυτός αναίρεσης αφορά ισχυρισμό για εξαίρεση μάρτυρα δικηγόρου της αναιρεσίβλητης για γεγονότα που έμαθε κατά την άσκηση του λειτουργήματός της, την οποία εξαίρεση μπορούσε να προτείνει μόνο η εντολέας της αναιρεσίβλητη και όχι η αντίδικός της αναιρεσείουσα. Επομένως, ο τέταρτος λόγος της αίτησης αναίρεσης [κατά το οικείο μέρος του] από τον αριθμό 11 α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο [άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ] και να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας, που ηττήθηκε, τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις [άρθρα 17, 183 191 παρ.2 ΚΠολΔ], όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 15-12-2022 αίτηση της Β. Μ. του Χ., για αναίρεση της υπ' αριθ. 4713/2022 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος της αναιρεσείουσας τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων [2700] ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2024.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και τούτου, καθώς και του αρχαιότερου Αρεοπαγίτη αποχωρησάντων από την Υπηρεσία, ο β' αρχαιότερος της Σύνθεσης Αρεοπαγίτης

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 12 Σεπτεμβρίου 2024.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή