ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 1614/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Δ)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 1614/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Δ)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 1614/2024 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Δ)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1614 / 2024    (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 1614/2024

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μυρσίνη Παπαχίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ασπασία Μεσσηνιάτη - Γρυπάρη, Σωκράτη Πλαστήρα, Σταύρο Μάλαινο και Αντιγόνη Τζελέπη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 12 Ιανουαρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Α. Λ., για να δικάσει μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Σωτηρία Κοσμά, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΒΙΡΜΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και δ.τ. "ΒΙΡΜΑ ΑΚΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Δημόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από ...2014 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ...2016 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ...2019 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από ...2021 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Αντιγόνη Τζελέπη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση, από ...2021 (αριθμ.καταθ. ...2021), αίτηση αναίρεσης κατά της με αριθμ. ...2019 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. του ΚΠολΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθ. 552, 553 παρ. 1β, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ.1 ΚΠολΔ). Είναι, επομένως, παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ). Κατά το άρθρο 904 εδ. α` του ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, ενώ κατά το εδ. β` της ίδιας διάταξης, η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε και που δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, δικαιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Κατά την ως άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι: α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι, η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) κατ` άρθρ. 219 ΚΠολΔ της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Έτσι, λόγω του ως άνω επιβοηθητικού χαρακτήρα της αγωγής του αδικαιολογήτου πλουτισμού, αν αυτή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη. Τούτο ,δε, διότι, εφόσον υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να θεμελιώσει τις αξιώσεις του σ` αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Περαιτέρω, όταν η εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού αξίωση ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, αρκεί για την νομική πληρότητα της επικουρικής αυτής βάσης να γίνεται επίκληση απλή των προαναφερθεισών τεσσάρων προϋποθέσεων με στοιχεία α` έως δ` για τη θεμελίωση της αντίστοιχης αξίωσης στη διάταξη του άρθρου 904 εδ. α` του ΑΚ, δηλαδή ότι μεσολάβησε παροχή (καταβολή) εκ μέρους του ενάγοντος για την εκπλήρωση οφειλής (αιτίας) ανύπαρκτης, χωρίς να είναι αναγκαία, στη δικονομικώς αυτή ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό η επίκληση εκ μέρους του ενάγοντα των προϋποθέσεων ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού αυτές (προϋποθέσεις) θα διαγνωσθούν δικαστικά στην ίδια δίκη, και θα είναι δεδομένες κατά την επακολουθούσα εξέταση της επικουρικής βάσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Είναι, όμως, αναγκαία στην περίπτωση αυτή να γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο απλή, έστω και έμμεση (ΑΠ 640/2024, ΑΠ 408/2020, ΑΠ 1705/2014), επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης ή της ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από αδικοπραξία, χωρίς να απαιτείται και έκθεση των γεγονότων στα οποία οφείλεται η ακυρότητα. Και τούτο διότι, στην τελευταία περίπτωση, η επικουρική βάση, όπως προεκτέθηκε, θα εξετασθεί μόνο αν η ερειδόμενη στην έγκυρη σύμβαση κυρία βάση της αγωγής απορριφθεί, μετά παραδοχή της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ'αυτεπάγγελτη έρευνα ,είτε κατ' ένσταση του εναγομένου, αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης. Έτσι πληρούται ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 216ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί τη σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή. Επομένως, στη δικονομικώς ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν είναι αναγκαία η επίκληση από τον εναγόμενο του λόγου της ακυρότητας της σύμβασης,που διαγνώστηκε ήδη δικαστικώς στην ίδια δίκη και είναι έτσι δεδομένος (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 22/2003, ΑΠ 1143/2023, ΑΠ 1372/2022,ΑΠ 1579/2022, ΑΠ 408/2020, ΑΠ 1325/2019). Τέλος, η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής ή της ενστάσεως, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ως παράβαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή ή την ένσταση, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Επομένως, νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνος ουσιαστικού δικαίου. Αντιθέτως, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του ΚΠολΔ (Ολ. ΑΠ 15/2000). Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη (ΑΠ 261/2020, ΑΠ 1487/2017).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την κατ' άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ παραδεκτή επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου προκύπτουν τα εξής: Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρία εξέθετε ότι, δυνάμει του αναφερόμενου αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, κατέστη αποκλειστική κυρία των λεπτομερώς περιγραφόμενων οριζόντιων ιδιοκτησιών πολυκατοικίας, που βρίσκεται στην Αθήνα, και, έτσι, υπεισήλθε σε όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις της μίσθωσης, που είχε συνάψει το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με τις αναφερόμενες ιδιοκτήτριες ανώνυμες εταιρείες, προκειμένου να στεγάσει υπηρεσίες της Ειδικής Γραμματείας Περιβάλλοντος και Ενέργειας του Υπουργείου Περιβάλλοντος, ήδη μετονομασθέντος σε Υπουργείο Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής, για χρονικό διάστημα 12 ετών δυνάμει της από 27-11-2003 σύμβασης μίσθωσης, η οποία τροποποιήθηκε την 2-5-2012. Ζήτησε δε, κυρίως με βάση τη σύμβαση μίσθωσης α)να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου να της καταβάλλει το συνολικό ποσό των 135.080.91 ευρώ, που αντιστοιχεί σε οφειλόμενα μισθώματα κατ'εφαρμογή των από 27-11-2003 και 2-5-2012 μισθωτικών συμβάσεων και των συμφωνημένων αναπροσαρμογών και νομοθετικών παρεμβάσεων, με το νόμιμο τόκο από τότε το κάθε επί μέρους ποσό κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επικουρικώς δε ζήτησε (πρόδηλα για την περίπτωση απόρριψης της κύριας βάσης λόγω ακυρότητας της σύμβασης μίσθωσης) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει το παραπάνω ποσό κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθόσον κατέστη πλουσιότερο σε βάρος της περιουσίας της χωρίς νόμιμη αιτία. Επί της αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ' αριθμ. ...2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως μη νόμιμη κατά την κύρια βάση της, αφού κρίθηκε ότι η ένδικη σύμβαση μίσθωσης, που αφορά μίσθωση ακινήτου για στέγαση δημόσιας υπηρεσίας, είναι άκυρη διότι καταρτίστηκε χωρίς να προηγηθεί η διενέργεια δημοπρασίας και ακολούθως έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή κατά την επικουρική της βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 346, 404 και 908 ΑΚ και δέχθηκε αυτήν ως βάσιμη κατ'ουσίαν υποχρεώνοντας το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το αιτούμενο ποσό των 135.080,91 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Ακολούθως, το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον άσκησε έφεση, οι λόγοι της οποίας ανάγοντο στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και στην πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το μέρος που έγινε δεκτή η αγωγή ως προς την επικουρική της βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Επί της έφεσης αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. ...2019 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο απέρριψε την έφεση του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης το αναιρεσείον, επικαλούμενο το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι παρά το νόμο απέρριψε τον περί αοριστίας της αγωγής κατά την επικουρική εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού βάση της την οποία έκρινε ορισμένη, παρά τη μη επαρκή έκθεση σ'αυτήν των αναγκαίων στοιχείων για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, ένσταση που είχε προταθεί πρωτοδίκως και επαναφέρθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο έφεσης. Από την παραδεκτή (αρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ), επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, αυτή, αναφορικά με το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ως άνω ζήτημα, δέχθηκε ακόλουθα: ".......Με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα ζήτησε την επιδίκαση των αναφερομένων διαφορών μισθωμάτων, κυρίως μεν με βάση την επικαλούμενη σύμβαση μίσθωσης ακινήτου, επικουρικώς δε (προφανώς για την περίπτωση απόρριψης της κύριας βάσης, λόγω ακυρότητας της σύμβασης μίσθωσης) κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ισχυριζόμενη ότι το εναγόμενο κατέστη πλουσιότερο σε βάρος της περιουσίας της χωρίς νόμιμη αιτία. Με το περιεχόμενο αυτό η επικουρική από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό βάση της αγωγής, στην οποία εμμέσως, αλλά σαφώς, διαλαμβάνεται ότι αυτή ασκείται για την περίπτωση απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής, λόγω ακυρότητας της σύμβασης ....είναι, .... ορισμένη, έστω και αν δεν αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής ο λόγος ακυρότητας της μισθωτικής σύμβασης. Τούτο δε, διότι, η νομική αυτή βάση, η οποία σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ) υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής από τη σύμβαση, εξετάζεται μετά την απόρριψη της τελευταίας (κύριας βάσης), κατόπιν της διαγνωσθείσας από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ακυρότητας της σύμβασης, λόγω κατάρτισης της χωρίς προηγούμενη διενέργεια δημοπρασίας, οπότε έτσι πληρούται ο σκοπός του άρθρου 216 ΚΠολΔ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ομοίως, με την ίδια εν μέρει αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε. Επομένως, ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης, με τον οποίο το εκκαλούν υποστηρίζει το αντίθετο, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί....". Έτσι που έκρινε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη με τον πρώτο αναιρετικό λόγο πλημμέλεια καθόσον, η επίκληση της ακυρότητας της κύριας βάσης της αγωγής, της θεμελιούμενης στη σύμβαση μίσθωσης, με την διαλαμβανομένη στο ένδικο αγωγικό δικόγραφο διατύπωση: "άλλως επικουρικά, το εναγόμενο να υποχρεωθεί να καταβάλλει .... κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού καθόσον κατέστη πλουσιότερο σε βάρος της περιουσίας μας "χωρίς νόμιμη αιτία" " συνιστά αν όχι άμεση τουλάχιστον έμμεση επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης μίσθωσης, η οποία και ήταν αρκετή, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, για την παραδεκτή σώρευση της επικουρικής, από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, βάση της αγωγής. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ.14 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η εκ του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ ΚΠολΔ πλημμέλεια, συνιστάμενη στο ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, τα οποία νομίμως επικαλέσθηκε και προσκόμισε ενώπιόν του το αναιρεσείον προς υποστήριξη του τρίτου και τέταρτου λόγου της έφεσής του, αναφορικά με το ύψος της ωφέλειας, την οποία αποκόμισε και συγκεκριμένα: α) το υπ' αριθ. πρωτ. ...2013 έγγραφο του Γενικού Επιθεωρητή της Ε.Υ.Ε.Π. (αναφερόμενο ως Σχετ. Δημ. 10γ),β) την υπ' αριθ. πρωτ. 2/17472/0020/29-02-2012 εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών με τίτλο: "Τροποποίηση Κρατικού προϋπολογισμού 2012" (αναφερόμενο ως Σχετ. Δημ. 11γ), γ) το υπ' αριθ. πρωτ. ...2015 έγγραφο της Προϊσταμένης του Τμήματος Επιθεώρησης Περιβάλλοντος του Υ.Π.Ε.Κ.Α.(αναφερόμενο ως Σχετ. Δημ. 12), δ) το υπ' αριθ. πρωτ. ...2015 έγγραφο της Προϊσταμένης Διοικητικού-Οικονομικού Τμήματος της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (αναφερόμενο ως Σχετ. Δημ.14β), ε) το υπ' αριθ. πρωτ. οικ. ...2015 έγγραφο της Γενικής Διευθύντριας του Σώματος Επιθεώρησης Περιβάλλοντος, Δόμησης, Ενέργειας και Μεταλλείων Νοτίου Ελλάδος του Υ.Π.Ε.Κ.Α. (αναφερόμενο ως Σχετ. Δημ.15), στ) την υπ' αριθ. πρωτ. οικ. ...2010 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (αναφερόμενο ως Σχετ. Δημ. 16α), ζ) το υπ' αριθ. πρωτ. οικ. ...2010 έγγραφο του Γενικού Γραμματέα του Τμήματος Διοικητικής Μέριμνας της Δ/νσης Οικονομικού (αναφερόμενο ως Σχετ. Δημ. 16β), η) το υπ' αριθ. πρωτ. οικ. ...2010 έγγραφο της Διευθύντριας του Τμήματος Διοικητικής Μέριμνας της Δ/νσης Οικονομικού (αναφερόμενο ως Σχετ. Δημ. 16γ), θ) το υπ' αριθ. πρωτ. ...2011 έγγραφο του Προϊσταμένου του Τμήματος Διοικητικής Μέριμνας της Δ/νσης Οικονομικού (αναφερόμενο ως Σχετ. Δημ. 16δ), ι) το υπ' αριθ. πρωτ. οικ. ...2011 έγγραφο του Γενικού Επιθεωρητή της Ε.Υ.Ε.Π. (αναφερόμενο ως Σχετ. Δημ. 6ε), ια) το υπ' αριθ. ...2013 έγγραφο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (αναφερόμενο ως Σχετ. Δημ. 17α), ιβ) το υπ' αριθ. πρωτ. ...2013 έγγραφο του Γενικού Επιθεωρητή της Ε.Υ.Ε.Π. (αναφερόμενο ως Σχετ.Δημ. 17β), ιγ) το υπ' αριθ. πρωτ. ...2014 (αναφερόμενο ως Σχετ. Δημ.18α) έγγραφο του Γενικού Επιθεωρητή της Ε.Υ.Ε.Π. και ιδ) το υπ' αριθμόν πρωτ. ...2014 έγγραφο του Γενικού Επιθεωρητή της Ε.Υ.Ε.Π. (αναφερόμενο ως Σχετ. Δημ. 18β). Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, διότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση του αναιρετηρίου, δεν διαλαμβάνεται με σαφήνεια και πληρότητα το περιεχόμενο των ως άνω αποδεικτικών μέσων, που φέρονται ότι δεν λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, ώστε να είναι δυνατό να κριθεί ο ουσιώδης χαρακτήρας του σχετικού ισχυρισμού και η κρισιμότητα των προαναφερόμενων εγγράφων , σχετικά με την απόδειξή αυτού. Σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος αναιρετικός λόγος είναι αβάσιμος, διότι από την παραδεκτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και τη ρητή διαβεβαίωση, που υπάρχει στο αιτιολογικό της, προκύπτει ότι ελήφθησαν υπόψη, μεταξύ των άλλων και "όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και οι επικαλούνται οι διάδικοι" και επομένως δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι το Εφετείο, κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μετά των λοιπών αποδείξεων και τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, που φέρονται ως μη ληφθέντα υπόψη, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση του καθενός, καθορίζοντας σύμφωνα με την αρχή της ηθικής απόδειξης (ΚΠολΔ 340) τη βαρύτητά του ή την επιρροή του στα αποδεικτέα θέματα. Εξάλλου, ο ίδιος λόγος, όσον αφορά την προβαλλόμενη αιτίαση, ότι από τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα συνάγεται αντίθετο αποδεικτικό πόρισμα από εκείνο που δέχθηκε το Εφετείο, είναι απαράδεκτος, διότι αναφέρεται στην εκτίμηση της αποδεικτικής βαρύτητας αυτών. Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί το αναιρεσείον, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας, που υποβλήθηκε με τις προτάσεις της (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 Ν. 3693/1957 και την, κατ' εξουσιοδότησή του, 134423 Οικ/8.12.1992/20.1.1993 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό. Διάταξη για παράβολο δεν διαλαμβάνεται, καθόσον το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται της καταβολής του άρθρου 19 παρ.1 του Κ.Δ/τος της 26-6/10-7-1944 "Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου").

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από ...2021 (αριθμ.καταθ....2021), αίτηση αναίρεσης κατά της με αριθμ....2019 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών

Καταδικάζει το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Μαΐου 2024.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Και ταύτης αποχωρησάσης από την Υπηρεσία καθώς και της αρχαιοτέρας Αρεοπαγίτου ο β'αρχαιότερος της Συνθέσεως Αρεοπαγίτης

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 31 Οκτωβρίου 2024.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή